Ὁ Ἀμέθυστος δημοσίευσε ἕνα κείμενο τοῦ Νικολάου Καβάσιλα (καὶ
κάποια σχόλια) μὲ σκοπὸ νὰ «χτυπήσει» ὅσους ἐφαρμόζουν μιὰ ἐκκλησιαστικὴ τακτικὴ
ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τὴν Ἀποτείχιση καὶ μὲ ἀφορμὴ τὸ τελευταῖο ἄρθρο τοῦ π. Εὐθύμιου (ἐδῶ). Τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς διὰ τῆς
Διακοπῆς Μνημοσύνου, τὴν διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες –στηριζόμενοι σὲ
Ἁγιογραφικὰ κείμενα– καὶ ἔχουν ἀποκρυσταλλώσει τὸν τρόπο ἀποτειχίσεως καὶ διὰ
Ἱερῶν Κανόνων.
Οὐδεμία, ὅμως, προσπάθεια κάνει ὁ Ἀμέθυστος, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει
τὰ ἑκατοντάδες ἁγιοπατερικὰ κείμενα ποὺ προσκομίζουμε καὶ τὰ ὁποῖα συνηγοροῦν
στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἐπειδὴ αὐτὸς ἔχει ἐπιλέξει ἄλλη ὁδὸ
ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν.
Ἔτσι, μὲ λογικοφανῆ μονοσήμαντα ἐπιχειρήματα καὶ
διαστρέφοντας τὶς θέσεις μας, ἀποφεύγει μὲν τὴν κριτικὴ τῶν κειμένων τῶν Ἁγίων,
ἐπικεντρώνει δὲ τὴν πολεμική του σὲ μᾶς ποὺ τὰ ἐπικαλούμαστε (ἀφοῦ ἀποτελοῦμε τὸν
εὔκολο στόχο), γιατὶ δὲν θέλει νὰ κάνει διάλογο, ἀλλὰ νὰ πλήξει τὴν πράξη τῆς
ἀποτειχίσεως ποὺ αὐτὸς δὲν θέλει νὰ ἀκολουθήσει.
Πρὸς τοῦτο (εἰδικὰ γιὰ τὸ θέμα τοῦ Μολυσμοῦ)
α) Ἐπιστρατεύει ἕνα κείμενο τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, τὸ
ὁποῖο ὁμιλεῖ γιὰ τὴν προσφορὰ τῶν δώρων στὸ Ναὸ ἀπὸ πονηροὺς κληρικοὺς καὶ
λαϊκοὺς καὶ ὄχι ἀπὸ αἱρετικούς!
β) Τὸ κείμενο αὐτὸ οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὸ θέμα, τὸν
μολυσμὸ δηλαδὴ ποὺ κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη (κι ὄχι κατὰ τοὺς
ἀποτειχισμένους καὶ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ) λαμβάνει, ὅποιος κοινωνεῖ μὲ
αἱρετικούς ἢ μὲ τοὺς κοινωνοῦντας «τοῖς αἱρετικοῖς» (ἐρευνητέον, βέβαια, τὸ πῶς
ἐννοοῦν αὐτὸν τὸν μολυσμὸ οἱ Ἅγιοι).
Ὁ Ἀμέθυστος, ἂν ἤθελε ἀδελφικὰ νὰ προσφέρει στὴν εὕρεση
τοῦ «νοῦ τῶν Πατέρων» στὸ ἐν λόγῳ θέμα, θὰ ἔπρεπε νὰ προσπαθήσει, καταθέτοντας
ἀνάλογα κείμενα, νὰ μᾶς πεῖ, τί –κατὰ τὴν γνώμη του– ἐννοοῦν οἱ Πατέρες μὲ τὸν
μολυσμό, ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ καταλάβαμε καὶ (κατὰ τὴν κατηγορία ποὺ μᾶς προσάπτει)
τὸ παρερμηνεύσαμε καὶ ἄρα (κατ' αὐτόν) εἴμαστε σχισματικοὶ ἢ αἱρετικοί!
Πόσο ἔντιμο εἶναι νὰ ἐτικετάρεις κάποιους ὡς αἱρετικούς,
ἐπειδὴ ἐπικαλοῦνται τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, χωρὶς νὰ καταδέχεσαι νὰ
καταδείξεις, ποῦ –αὐτοὺς τοὺς συγκεκριμένους Ἁγίους– τοὺς παρερμηνεύσαμε, χωρὶς
νὰ δώσεις ἐσὺ ποὺ ξέρεις –καὶ ποὺ ἰσχυρίζεσαι πὼς παρερμηνεύσαμε– τὴν σωστὴ ἑρμηνεία
στὰ κείμενα; Ἀντίθετα νὰ καταφεύγεις σὲ ἄλλα κείμενα ποὺ ἀναφέρονται σὲ
ἀνάξιους-πονηροὺς γιὰ προσφορὰ δώρων, ἀλλ’ ὄχι γιὰ αἱρετικούς;
Παραθέσαμε στὴν ἀμέσως προηγούμενη ἀνάρτηση τὸ κείμενο τοῦ
Καβάσιλα (ἐδῶ), τὸ ὁποῖο, παρότι ἀναφέρεται σὲ ἄλλο θέμα, δίνει ἀφορμὴ γιὰ τὴν
προσέγγιση τοῦ μολυσμοῦ. Στὴ συνέχεια παραθέτουμε κάποια τμήματα ἀπὸ τὶς τελευταῖες περὶ
μολυσμοῦ δημοσιεύσεις τοῦ π. Εὐθύμιου. Ὁ π. Εὐθύμιος γράφει ὅτι ὁ Χριστὸς
δὲν μολύνεται. Παρουσιάζει τὰ κείμενα ποὺ μιλοῦν γιὰ τὸ μολυσμό, γιατὶ μολυσμός (κατὰ τοὺς Ἁγίους) ὑφίσταται. Αὐτὸν τὸν μολυσμὸ ἐπιχειρεῖ νὰ καταγράψει καὶ νὰ
κατανοήσει, παρακαλεῖ δέ, ὅποιον ἔχει πρὸς τοῦτο πατερικὰ κείμενα καὶ ἑρμηνεία
τοῦ μολυσμοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος δὲν βρῆκε, νὰ τὰ καταθέσει στὴ συζήτηση.
Ἀπὸ τὶς περὶ
μολυσμοῦ δημοσιεύσεις
τοῦ π. Εὐθύμιου τρικαμηνᾶ
Πάντοτε λοιπόν, ὅταν ὁμιλοῦμε
γιά μολυσμό τῶν Ἁγίων, ἐννοοῦμε τήν ἰδική μας βέβηλο συμμετοχή καί ἔνοχο
προαίρεσι καί ὄχι, αὐτά καθ’ ἑαυτά τά ἅγια, ὅτι βεβηλώνονται ἤ μολύνονται μέ
βασική ἔννοια σάν μόλυνσι ὅτι αὐτή μεταδίδεται σέ ὅλους τούς συμμετέχοντας, ἔστω
καί ἄν διαφωνοῦν ἤ ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Ὁ Χριστός
βεβαίως εἶναι
ἀπαθής
καί δέν μολύνεται, οὔτε
ὅταν τόν βλασφημοῦμε, οὔτε
ὅταν τόν κοινωνοῦμε ἀναξίως,
οὔτε ὅταν μνημονεύομε στή Θ. Λειτουργία αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἡ μόλυνσις λοιπόν αὐτή ἔχει δύο ἔννοιες. Πρῶτον ὅτι διά τῆς
μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀσεβοῦμε εἰς τό μυστήριο..., καί δεύτερον μολυνόμεθα ἐμεῖς πού μετέχουμε (ἐν γνώσει μας) διότι ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι τῆς ὁρατῆς κεφαλῆς, δηλαδή
τοῦ Ἐπισκόπου.
Kατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι τά χωρία
Ἰωάν. 6, 53-58 καί τά παρόμοια, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τό ὅτι, ἄν δέν κοινωνήσωμε τό σῶμα
καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔχομε ζωή καί δέν σωζόμεθα, ἰσχύουν μόνον ἐφ’ ὅσον δυνάμεθα νά μετέχωμε εἰς τά μυστήρια καί ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Καθ’ ὅσον
τά μυστήρια δέν λειτουργοῦν μαγικά εἰς τρόπον ὥστε, ὅποιος κοινωνεῖ, αὐτομάτως ἁγιάζεται ἤ θεοποιεῖται, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ σωστή
προσέλευσις, διότι σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο (Α΄ Κορ. 11, 27-30) λειτουργοῦν ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει καί ἀρνητικά καί
ἐπιφέρουν
κατάκρισι, κόλασι καί πολλές φορές ἀκόμη καί
σωματικό θάνατο. Ἐδῶ
λοιπόν ἰσχύει ὁ νόμος τῆς προαιρέσεως, δηλαδή μέ ὅ,τι
προαίρεσι προσέλθης, τόση χάρι θά πάρης,
ἄν δέ εἶναι κακή ἡ προαίρεσις ἤ ἀδιάφορη ἤ
τυπολατρική κλπ., τότε προσερχόμενοι στή Θ. Κοινωνία παίρνομε κατάκρισι.
Ἐδῶ, μέ ὑπέροχο τρόπο ὁ ὅσιος, διδάσκει τόν χρόνο καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά προσερχώμεθα στή Θ.
Κοινωνία. Ὁ τρόπος λοιπόν συνοψίζεται εἰς τό «μετά καθαρᾶς συνειδήσεως μεταλαμβάνειν». Ὁ χρόνος ἔγκειται εἰς τήν
προαίρεσι τοῦ καθενός «εἴ
τι συντομώτερον, εἴτε
χρονιώτερον καί ὅρος ἄλλος ἐν
τούτῳ οὐκ ἔστι ἤ ἡ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ
καθ’ ὅσον δυνατόν τῷ ἀνθρώπῳ
προσέλευσις». Ἄν ὑπάρχη κανόνας τοῦ πνευματικοῦ, πρέπει νά
ἐκπληρωθῆ, καί μετά
νά προσέλθωμε στή Θ. Κοινωνία. Ἄν, τονίζει ἐπίσης ὁ ὅσιος, ὑπάρχη αἵρεσις,
τότε, εἶναι ἀναγκαῖο
νά μείνωμε ἀκοινώνητοι. Διότι αὐτή ἡ μετάληψις μᾶς
ἀποξενώνσει ἀπό τόν Θεό καί μᾶς κάνει ὁμοίους μέ τόν διάβολο: «Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ
Θεοῦ, καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ».
Σ’ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνήκουν καί
οἱ δημοσίως διαβεβλημένοι, γιά τούς ὁποίους ὁ ἀπ. Παῦλος διδάσκει ὅτι δέν πρέπει οὔτε νά
συντρώγωμε (Α΄ Κοριν. 5,11).
Στήν προκειμένη περίπτωσι ὁ ὅσιος ἀναφέρεται εἰς τούς αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι ἐκινοῦντο μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶχαν αἱρετικά φρονήματα καί δέν εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδο οὔτε αὐτοί οὔτε ἡ αἵρεσίς των, ἡ δέ ἐπιστολή αὐτή ἔχει ἀναφορά στή μοιχειανική αἵρεσι.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό ἐμπλέκεται καί τό θέμα τῆς μνημονεύσεως.
Δηλαδή δέν ἀπαγορεύουν οἱ
Πατέρες μόνο νά κοινωνοῦμε
ἀπό αἱρετικούς, ἀλλά ἀπαγορεύουν
νά κοινωνοῦμε
καί στή Θ. λειτουργία πού μνημονεύεται αἱρετικός
Ἐπίσκοπος, ἔστω καί ἄν
ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος
τελεῖ τήν Θ. λειτουργία, εἶναι Ὀρθόδοξος. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος ἐν συνεχείᾳ στήν ἴδια ἐπιστολή: «Γνωστόν δέ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν Μοιχιανῶν ἐστι. Φεῖσαι τοίνυν τῆς τιμίας
σου ψυχῆς μετά τῶν ἀδελφῶν καί τῆς κεφαλῆς. Ἔφης δέ μοι, ὅτι δέδοικας
εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην.
Καί τί περί τοῦτου εἰπεῖν
σοι τό παρόν, οὐ καθορῶ. Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει
ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (P.G. 99, 1668
C,
Φατ. 553, 847, 31).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ξεκαθαρίζει τό θέμα τῆς μνημονεύσεως καί ἀναφέρει ὅτι μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου
μολύνεται ἡ Κοινωνία ἔστω κι ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος ὁ προσφέρων
τήν θυσία ἱερεύς: «μολυσμόν
ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων». Ὁ ὅσιος
δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι ὁ μολυσμός γίνεται μέ τήν ἀναφορά (μνημόνευσι) τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου·
εἶναι δηλαδή σά νά βάζωμε μέσα στό ἅγιο ποτήριο μέ τήν μερίδα τοῦ Ἐπισκόπου μία βρωμιά ἤ ἀκαθαρσία.
Ὁ Χριστός
βεβαίως εἶναι
ἀπαθής
καί δέν μολύνεται, οὔτε
ὅταν τόν βλασφημοῦμε, οὔτε
ὅταν τόν κοινωνοῦμε ἀναξίως,
οὔτε ὅταν μνημονεύομε στή Θ. Λειτουργία αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἡ μόλυνσις λοιπόν αὐτή ἔχει δύο ἔννοιες. Πρῶτον ὅτι διά τῆς
μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀσεβοῦμε εἰς τό μυστήριο..., καί δεύτερον μολυνόμεθα ἐμεῖς πού μετέχουμε (ἐν γνώσει μας) διότι ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι τῆς ὁρατῆς κεφαλῆς, δηλαδή
τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἐδῶ ἐπιπροσθέτως
ἀναφέρομε ὅτι, ἀνέκαθεν ἐδιδαχθήκαμε,
πώς στή Θ. Λειτουργία δέν μνημονεύομε αἱρετικούς,
διότι τό ἅγιο δισκάριο εἶναι ὁ
τύπος τῆς
Ἐκκλησίας καί οἱ αἱρετικοί
εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἄν λοιπόν δέν ἐπιτρέπεται νά μνημονεύωμε τόν οἱονδήποτε αἱρετικό,
πολύ περισσότερο δέν μνημονεύομε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, μέ τήν μνημόνευσι τοῦ ὁποίου, ἐπαναλαμβάνω, δείχνουμε ὅτι
ταυτιζόμεθα εἰς τήν πίστι.
Ἀναφέρουν λοιπόν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες τά ἑξῆς... γιά τό θέμα τῆς μνημονεύσεως: «Ὁ μέγας του
Κυρίου ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει· “εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει μεθ᾿ ἑαυτοῦ, χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε, καὶ εἰς οἰκίαν μὴ λαμβάνετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις
αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς”. Εἰ δὲ ἁπλῶς ἐν ὁδῷ χαίρειν αὐτῷ κωλυόμεθα λέγειν, εἰ τὸ εἰσάγειν εἰς οἰκίαν κοινὴν εἰργόμεθα, πῶς οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλ᾿ ἐν ναῷ Θεοῦ ἀλλ᾿ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις ἐπὶ τῆς μυστικῆς καὶ
φρικτῆς τραπέζης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀθύτως
σφαγιαζομένου».
Κατωτέρω οἱ Πατέρες ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Εἰ γὰρ τὸ ἁπλῶς
χαίρειν εἰπεῖν, κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη
καὶ ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς
προκειμένων». Ἐδῶ διδάσκουν οἱ Πατέρες, ἑδρασμένοι
στερεῶς ἐπί τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως ἔχουμε
κοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί εἶναι σά νά τήν ἀποδεχώμεθα
κι ἐμεῖς πού μνημονεύουμε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Αὐτό συμβαίνει, διότι ἡ Θ.
Λειτουργία εἶναι μυστήριο ἑνότητος μέ
τόν Χριστό ἀοράτως καί μέ τήν ὁρατή κεφαλή
πού εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος.
Μέ τόν Χριστό ἑνωνόμεθα κατά τήν προαίρεσι καί τόν προσωπικό μας ἀγῶνα, ὅπως ἀνωτέρω ἀναφέραμε, ἐνῶ μέ τήν ὁρατή κεφαλή
ἑνωνόμεθα καί ἐνσωματούμεθα
ἀναγκαίως, διότι ἡ
μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου σημαίνει ὅτι τόν ἀποδεχόμεθα ὡς ὁρατή κεφαλή καί ὡς ὁμόπιστο μέ ἐμᾶς. Δι’ αὐτό οἱ Πατέρες μᾶς δίδουν νά κατανοήσωμε τό θέμα τοῦ μολυσμοῦ τοῦ μυστηρίου καί τῆς συμμετοχῆς μας εἰς αὐτόν τόν μολυσμό. Διότι μέσα στό ἅγ. Ποτήριο εἶναι σάν νά
βάζωμε μία ἀκαθαρσία (ἡ αἵρεσις εἶναι
χειρότερη ἀπό ἀκαθαρσία), τήν ὁποία μάλιστα ψευδόμενοι ὄχι
σέ ἀνθρώπους ἀλλά στόν ἴδιο τόν Χριστό τήν παρουσιάζομε σάν διαμάντι Ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἐμεῖς πάλι μολυνόμεθα κατά δύο
τρόπους, ἀφ’ ἑνός μέν διότι ὁμολογοῦμε στήν ἱερώτερη στιγμή τῶν φρικτῶν μυστηρίων, ὅτι ἔχομε ἐνσωματωθῆ σάν ὀργανικό μέλος μιᾶς αἱρετικῆς κεφαλῆς καί ἀφ’ ἑτέρου, κοινωνώντας ἀπό τό μυστήριο, τό ὁποῖο τό ἐβεβηλώσαμε ἐν γνώσει καί τό κατεβάσαμε στόν Ἅδη. Ἐδῶ ὑπάρχουν (γιά τούς ἐν γνώσει
μνημονεύοντας τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές
καί κοινωνοῦντες ἀπό αὐτά τά μυστήρια) καί ἄλλες
βαρύτατες ἁμαρτίες, ὅπως ἡ δειλία καί ὁ
συμβιβασμός, ἡ συμμετοχή μας στόν εὐτελισμό
τοῦ μυστηρίου, τό βόλεμα καί ἡ ἀσφάλεια πού νοιώθουμε, ὅταν συμπορευόμεθα μέ τούς πολλούς καί ἐξουσιαστές, ἡ διαιώνισις
τῆς αἱρέσεως κλπ.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, προκειμένου νά μᾶς δώσουν νά καταλάβωμε τό τί γίνεται στή Θ. Λειτουργία
πού μνημονεύεται ὁ αἱρετικός
Ἐπίσκοπος, ἀναφέρουν τά
ἑξῆς: «Εἰ δὲ ὁ
προκείμενος αὐτός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἂν τὸ μέγα τοῦτο ψεῦδος δέχηται εἰκάζειν εἰκός, τὸ συντάττειν αὐτὸν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μεταξὺ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων, σκηνικῶς παίξομεν;».
Ἐδῶ οἱ
Πατέρες μᾶς δίδουν νά κατανοήσωμε καί μέ ἄλλο τρόπο τόν μολυσμό τοῦ
μυστηρίου, διότι μέσα στή Θ. Λειτουργία ἀνακατεύουμε
τήν Αὐτοαλήθεια (ὁ Χριστός)
μέ τό ψεῦδος στήν χειρότερη δογματική του μορφή (ἡ αἵρεσις). Διά τῆς μνημονεύσεως ἐπίσης,
συντάσσομε τόν Οἰκουμενιστή Ἐπίσκοπο
μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων...
Εἶναι ἀνάγκη ἐδῶ νά
προσθέσωμε ὅτι κοινωνία πίστεως δέν ἔχομε
μόνο μέ τούς αἱρετικούς κατά τήν μνημόνευσι στή Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί κατά τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Αὐτό τό ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στίς Ἀποστολικές διαταγές ὡς ἑξῆς: «Ὡς γάρ εἷς ὁ Θεός καί εἷς ὁ Χριστός καί εἷς ὁ Παράκλητος, εἷς δέ καί ὁ τοῦ Κυρίου ἐν σώματι θάνατος, οὗτος ἕν ἔσθω καί τό εἰς αὐτόν διδόμενον βάπτισμα∙ οἱ δέ παρά ἀσεβῶν
δεχόμενοι μόλυσμα κοινωνοί τῆς γνώμης αὐτῶν γενήσονται» (Ἀποστολικοί Πατέρες ΕΠΕ 1, 298, 28).
Ἐδῶ πάλι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τό βάπτισμα τό θεωροῦν μολυσμένο μυστήριο, διότι τελεῖται ἀπό αἱρετικούς (δέν ὑπῆρχαν τότε οἱ
καταδικασμένοι ὑπό Συνόδου καί οἱ μή
καταδικασθέντες, ἀλλά οἱ ἔχοντες αἱρετικά φρονήματα) καί ἐπίσης
τονίζουν ὅτι, οἱ βαπτισθέντες ὑπ’ αὐτῶν,
μολύνονται καί ὡς πρός τήν πίστι διότι «κοινωνοί τῆς γνώμης αὐτῶν γενήσονται».
Τόν ἴδιο μολυσμό δέχεται καί κάποιος,
ὁ ὁποῖος
χειροτονεῖται ἀπό αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁμιλώντας
μάλιστα γιά Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποπέσει στήν μοιχειανική αἵρεσι, καί ἔκανε
χειροτονίες σέ κάποιο μοναστήρι. Ἡ θεραπεία αὐτῆς τῆς καταστάσεως συντελεῖται
μέ τήν ἀποτείχισι τοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τήν
μοιχειανική αἵρεσι, ὁπότε, διδάσκει ὁ ὅσιος, γίνονται ἀμέσως ἀποδεκτές καί οἱ χειροτονίες του.
«Τῷ πρεσβυτέρῳ καί ἡγουμένῳ καλῶς ἀπεκρίθης...».
Ἐδῶ ὁ ὅσιος συμβουλεύει αὐτόν τόν ἡγούμενο νά μήν λειτουργῆ στό
ναό ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάστηκε ἀπό αὐτόν τόν μοιχειανό Ἐπίσκοπο καί
θά εἶναι μακάριος διά τῆς ὁμολογίας, ἐμπράκτως, τῆς πίστεως. Ἐδῶ ὁ μολυσμός, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, ἔγκειται στήν ἐγκυρότητα καί στή νοθεία τοῦ μυστηρίου τῆς
χειροτονίας «οὐχ οἷόν τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργούς θεοῦ»...
Ποία ὅμως εἶναι ἡ ὠφέλεια
ἀπό τόν προσωπικό των ἀγῶνα καί εἰδικά ἀπό τήν συμμετοχή των στή Θ. Κοινωνία; Ὅταν κάποιος κοινωνεῖ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει
κανονικά νά ἀλλοιώνεται, νά μεταβάλλεται σέ σημεῖο πού νά θέλη νά θυσιασθῆ γιά
τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει δηλαδή ὁ Χριστός νά
κυριαρχῆ μέσα του, ὁ Ὁποῖος, πέραν τῶν ἄλλων θά τόν φωτίση καί γιά τά
θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως, τά ὁποῖα κατατρώγουν τήν Ἐκκλησία καί
ἀλλοιώνουν τόν χαρακτῆρα
της. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν κοινωνοῦμε καί ἡ διάθεσίς
μας δέν μεταβάλλεται, οὔτε φωτιζόμεθα γιά τό δέον
γενέσθαι στά θέματα τῆς πίστεως, νομίζω ὅτι, πέραν τοῦ μολυσμοῦ γιά τόν ὁποῖο ὡμίλησαν οἱ Ἅγιοι, ἔχουμε καί κατάκρισι, διότι χρησιμοποιοῦμε τή Θ. Κοινωνία ὡς μέσον γιά
νά καθησυχάσουμε τήν συνείδησί μας καί νά πείσωμε τόν ἑαυτόν μας ὅτι εἴμεθα καλοί κι εὐσεβεῖς Χριστιανοί.
Οἱ Ἅγιοι
καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως
ἤθελαν τήν Θ. Κοινωνία γιά νά ἐνισχυθοῦν στόν ἀγῶνα, νά φθάσουν στό μαρτύριο καί
νά μήν προδώσουν, οὔτε νά ὀλιγωρίσουν στό ἐλάχιστο.
Δι’ αὐτό καί ὅταν δέν ἠδύναντο νά συμμετέχουν στό μυστήριο γιά οἱονδήποτε λόγο, εἶχαν τή Χάρι
τοῦ Θεοῦ λόγῳ τῆς ἀγαθῆς (μαρτυρικῆς ἐν προκειμένῳ)
προαιρέσεως καί ἐπιτελοῦσαν τό χρέος των, τό ὁποῖο ἐν
καιρῷ αἱρέσεως εἶναι πρωτίστως νά μήν ὑποστείλωμε
τή σημαία τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως. Οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερα κοινωνοῦν
καί ἀρκοῦνται σ’ αὐτό, λές καί ἡ Θ.
Μετάληψις (ἐν καιρῷ αἱρέσεως
πάντοτε) εἶναι ὁ δείκτης τῆς νομιμότητος καί τό ὅριο
εἰς τό ὁποῖο, ὅταν φθάσουν ἐξετέλεσαν ὅλα τά καθήκοντά των.
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί οἱ νεόκοπες καί νεοεποχίτικες θεωρίες τοῦ Περγάμου Ἰωάννου
Ζηζιούλα θέλουν τόν Ἐπίσκοπο κατ’ ἐξοχήν λειτουργό, μέ μόνο καί κύριο σκοπό καί στόχο τήν
λειτουργική σύναξι καί τούς Χριστιανούς νά λειτουργοῦνται καί νά μεταλαμβάνουν τά μυστήρια. Ὅλα δηλαδή ἀρχίζουν καί
τελειώνουν ἐκεῖ, διότι προφανῶς αὐτό δέν τούς ἐνοχλεῖ στήν προαγωγή καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, οὔτε βεβαίως
καί τούς αἱρετικούς μέ τούς ὁποίους ἐρωτοτροποῦν οἱ Ἐπίσκοποι τούς ἐνοχλεῖ, ἄν ἐμεῖς ἀσχολούμεθα
μέ τά λειτουργικά μας καθήκοντα, ἀλλά ἀπεναντίας τούς βολεύει. Δι’ αὐτό μέ τήν παρουσία των (οἱ Παπικοί, οἱ
Προτεστάντες καί οἱ Παπαδίνες) βεβηλώνουν καί
μολύνουν κατ’ ἄλλον τρόπο τά μυστήρια τῶν Ὀρθοδόξων, εἰς πεῖσμα τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι
μέ τήν διακέλευσι «τάς θύρας τάς θύρας, ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν» ἀπαιτοῦν τήν ἀπομάκρυνσι κάθε αἱρετικοῦ τήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας.
Ὁ δέκατος Κανών, ἐν προκειμένῳ, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων
εἶναι ἐπί τοῦ θέματος σαφής καί, λακωνικά θά λέγαμε, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἴ
τις ἀκοινωνήτῳ, κἄν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω». Ἀκοινώνητος
δέ, στήν προκειμένη περίπτωσι, εἶναι ὁ ἀποτειχισμένος ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, ὡς
μή κοινωνῶν μετ’ αὐτοῦ. Πρός ἀποφυγή δέ, τοῦ νά μή κοινωνήση κάποιος Ἐπίσκοπος
μέ ἀκοινώνητο κληρικό ἄλλης ἐπαρχίας, οἱ ἱεροί Κανόνες ἀπαιτοῦν τό νά κομίζη ὁ κληρικός, ἀπερχόμενος σέ ἄλλη
ἐκκλησιαστική ἐπαρχία καί δικαιοδοσία, τίς λεγόμενες συστατικές ἐπιστολές, μέ τίς ὁποῖες ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ κληρικός
αὐτός ἔχει κανονική ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπό του. Αὐτό τό
ἀναφέρει πολύ χαρακτηριστικά ὁ δωδέκατος Κανών τῶν ἁγίων Ἀποστόλων: «Εἴ τις Κληρικός, ἤ Λαϊκός, ἀφωρισμένος, ἤτοι
ἄδεκτος, ἀπελθών ἐν ἑτέρᾳ πόλει προσδεχθῇ, ἄνευ γραμμάτων συστατικῶν,
ἀφοριζέσθω καί ὁ δεξάμενος, καί ὁ δεχθείς».
Ὁ σκοπός τῶν συστατικῶν ἐπιστολῶν εἶναι νά μήν
ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά κάποιος Ἐπίσκοπος, ἤ ὁ οἱοσδήποτε Ὀρθόδοξος, μέ
κάποιον ἄγνωστο κληρικό ἄλλης ἐπαρχίας, ὁ ὁποῖος πιθανόν νά ἔχη αἱρετικά
φρονήματα ἤ νά ἔγινε ἀκοινώνητος ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του γιά διάφορους προσωπικούς
λόγους.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ τριακοστός τρίτος Κανών τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων, πέρα τῶν συστατικῶν ἐπιστολῶν, ἀπαιτεῖ νά γίνεται καί προσωπική
ἐξέτασις γιά τά Ὀρθόδοξα φρονήματα τοῦ ξένου αὐτοῦ κληρικοῦ καί, ἄν εὑρεθῆ καθ’
ὅλα Ὀρθόδοξος, τότε νά προσδέχεται σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία: «Μηδένα τῶν ξένων ἐπισκόπων, ἤ πρεσβυτέρων, ἢ
διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι· καὶ ἐπιφερομένων δὲ αὐτῶν,
ἀνακρινέσθωσαν· καὶ εἰ μὲν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν· εἰ δὲ μή
γε, τὰ πρὸς χρείαν αὐτοῖς ἐπιχορηγήσαντες, εἰς κοινωνίαν αὐτοὺς μὴ προσδέξησθε·
πολλὰ γὰρ κατὰ συναρπαγὴν γίνεται».
Ἐδῶ παρεμπιπτόντως σημειώνουμε ὅτι τό πνεῦμα τῶν
Κανόνων εἶναι νά μήν ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά κάποιος «κατά συναρπαγή» δηλαδή ἄθελά του καί ἀνεξέταστα μέ κάποιον πού δέν
ἔχει Ὀρθόδοξο φρόνημα, ἔστω καί ἄν εὑρίσκεται τυπικά ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
Καταλαβαίνουμε καί ἐκ τούτου τό πόσο ξέμακροι ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι εἶναι
οἱ Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι, ὄχι «κατά
συναρπαγή», ἀλλά ἐν πλήρει ἐπιγνώσει καί καυχώμενοι διά τήν σύνεσι καί
διάκρισί των, ἐπικοινωνοῦν πλήρως ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς
Οἰκουμενιστές.
Ὀλίγο ἀκόμη ἀνωτέρω
στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ ὅσιος, διδάσκοντας τήν σπαθαρέα Μαχαρᾶ πότε κάποιος δέν
πρέπει νά μεταλαβαίνη, ἀναφέρει τά ἑξῆς
σημαντικά καί ἀναγκαῖα γιά τήν κατανόησι τοῦ θέματος τοῦ μολυσμοῦ τοῦ
μυστηρίου: «Εἰ δέ διακρίνεται αὖ πάλιν
δι’ αἵρεσιν τοῦτο ἀναγκαῖον· τό γάρ
κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον ἀλλοτριοῖ θεοῦ
καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ».
Ἐδῶ πάλι ὁ ὅσιος ὁμιλεῖ
γιά αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν καταδικαστῆ ἀλλά ἐκινοῦντο εἰς τόν χῶρο τῆς
Ἐκκλησίας. Αὐτό πέρα τῶν ἄλλων φαίνεται ἀπό τό ὅτι τόν αἱρετικό τόν
παραλληλίζει μέ τόν προφανῶς διαβεβλημένο κατά τόν βίο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἐκινεῖτο
χωρίς νά ἔχει καθαιρεθῆ στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2014/09/blog-post_18.html#more
Ἐδῶ ὁ ὅσιος δέν ὁμιλεῖ
περί μολυσμοῦ τοῦ μυστηρίου ἤ περί τῆς ἐγκυρότητός του, ἀλλά προφανῶς, στέκεται
στήν προαίρεσι τοῦ προσερχομένου, ὁ ὁποῖος, ἄν καί ἐγνώριζε τόν αἱρετικό καί
τόν προφανῶς διαβεβλημένο κατά τόν βίο, προσῆλθε καί μετέλαβε ἀπό αὐτόν. Διότι
τό μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας δέν μᾶς οἰκειώνει μέ τόν διάβολο, ὅταν εἶναι ἄκυρο,
δηλαδή ὅταν δέν εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά μᾶς οἰκειώνει μέ τόν διάβολο ἡ
αἵρεσις διά τήν ὁποία ἀποκόπτεται κάποιος ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι ἡ αἰτία
πού καθίσταται ἄκυρο καί τό μυστήριο. Ὅταν λοιπόν εἶναι ἔγκυρο τό μυστήριο, μᾶς
οἰκειώνει μέ τόν διάβολο ἡ κακή προαίρεσις μέ τήν ὁποία προσερχόμεθα καί, εἰδικά,
ἡ γνῶσις τῆς αἱρέσεως τήν ὁποία ἀναγνωρίζομε λειτουργικά καί μέ τήν ὁποία ἐνσωματούμεθα
μυστηρικά.
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα εἶναι ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἦτο παρών στόν μυστικό δεῖπνο καί
μετέλαβε τό πραγματικό σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, οἰκειώθη μέ τόν διάβολο, λόγῳ τῆς
κακῆς του προαιρέσεως μέ τήν ὁποία προσῆλθε. Τό ἀναφέρει αὐτό χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐξιστορώντας τά γεγονότα ὡς ἑξῆς: «...καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ
Ἰησοῦς· ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον» (Ἰωαν. 13,27).
Τό ἴδιο ὑπαινίσσσεται
καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὁμιλεῖ γιά τήν κακή προαίρεσι μέ τήν ὁποία
προσερχόμεθα στό μυστήριο: «δοκιμαζέτω ἄνθρωπος
ἑαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γάρ ἐσθίων
καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου»
(Α΄ Κοριν. 11,28-29).
Ἐρχόμεθα τώρα στό σημεῖο
τῆς ἐπιστολῆς πού ὁ ὅσιος ἀναφέρεται στόν μολυσμό τοῦ μυστηρίου. Μετά ἀπό τήν
διδασκαλία, γιά τό πότε καί πῶς πρέπει νά μεταλαβαίνωμε τά μυστήρια, ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «Ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν
τῷ πρεσβυτέρῳ σου μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην. καί τί περί τούτου εἰπεῖν σοι
τό παρόν οὐ καθορῶ, πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει
ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Φατ. 553,847,34-P.G
99,1669Α).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος διδάσκει ὅτι,
μέ μόνη τήν ἀναφορά καί μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, μολύνεται ἡ Θεία
Κοινωνία, ἔστω καί ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος
κατά τήν πίστι ὁ λειτουργῶν ἱερεύς. Ὁ μολυσμός ἐδῶ δέν ἀναφέρεται ἀσφαλῶς στόν
Χριστό, ὅπως κάποιοι ἰσχυρίζονται, ἀλλά στήν προαίρεσί μας καί στήν πρᾶξι μας,
μέ τήν ὁποία μολύνουμε καί βεβηλώνουμε τό μυστήριο.
Ἡ μόλυνσι, ὡς ἐκ
τούτου, τοῦ μυστηρίου ἔχει τήν ἔννοια ὄχι τοῦ μολυσμένου Χριστοῦ, ἀλλά τῶν
μολυσμένων συνδαιτημόνων στήν τράπεζα τοῦ Χριστοῦ. Δι’ αὐτό καί δέν παίρνουμε εὐλογία
ἀπό τό μυστήριο, ἀλλά κατάκρισι, ἀνάλογο μέ τήν γνῶσι τοῦ καθενός, μέ τό ἀξίωμα
καί εἰδικά μέ τήν προαίρεσι.
Δι’ αὐτό καί ἡ αἵρεσις
προάγεται μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐμεῖς μένουμε μέ τήν ἰδέα ὅτι κοινωνοῦμε σῶμα
καί αἷμα Χριστοῦ, ὅτι ὁ Χριστός δέν μολύνεται, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος τῆς ἀληθείας,
δέν πλανᾶται «καί πύλαι ᾅδου οὐ καταισχύνουσιν
αὐτῆς» κ.λπ.
Νά σκεφθοῦμε μόνο τό ἀδιανόητο
καί ἀνεπανάληπτο διαχρονικῶς ὅτι, ἐνῶ διδάσκουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος
καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, τήν ἐντάξαμε ὡς ἰσότιμο μέλος στό Π.Σ.Ε., δηλαδή τήν
ἐντάξαμε ὡς ἰσότιμο μέλος στήν πλάνη, στό ψεῦδος καί στήν ἀπάτη. Καί, ἐνῶ
πιστεύωμε καί διακηρύσσωμε στεντορίως ὅτι «πύλαι
ᾅδου οὔ καταισχύνουσιν αὐτῆς», τήν τοποθετήσαμε στό κέντρο καί στό ἄντρο τοῦ
ᾅδου, σάν μία πόρνη μεταξύ τῶν
τριακοσίων πενῆντα περίπου πορνῶν τοῦ Π.Σ.Ε.
Ἐδῶ ὁμιλοῦμε πλέον γιά
τόν μολυσμό τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἀφορᾶ τίς πράξεις μας ἤ καί τήν ἀνοχή μας καί
τήν συμπόρευσί μας καί τήν ἔνοχο σιωπή μας, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία κατά τόν Παῦλο εἶναι
ἄσπιλος καί ἀμώμητος (Ἐφεσ. 5, 27).
Πάντοτε λοιπόν, ὅταν ὁμιλοῦμε
γιά μολυσμό τῶν Ἁγίων, ἐννοοῦμε τήν ἰδική μας βέβηλο συμμετοχή καί ἔνοχο
προαίρεσι καί ὄχι, αὐτά καθ’ ἑαυτά τά ἅγια, ὅτι βεβηλώνονται ἤ μολύνονται μέ
βασική ἔννοια σάν μόλυνσι ὅτι αὐτή μεταδίδεται σέ ὅλους τούς συμμετέχοντας, ἔστω
καί ἄν διαφωνοῦν ἤ ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν πρέπει νά
ἔχωμε οἱαδήποτε δοσοληψία μέ τούς αἱρετικούς σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο: «Ἐγώ δέ οὐκ οἴομαι, φίλτατε, ὅπερ ἐσήμανας πρόσωπον
οὕτω καί λέγειν καί πράττειν. Καί πῶς γάρ ὁ ἐν βαθμῷ ἱεραρχίας ἀνηγμένος χαμαιζήλως
ἄγοιτο; πῶς δέ καί ὁ ἠθληκώς δι' ὁμολογίας συνυποφέρεται τοῖς ἀζηλώτοις καί
ἀνιέροις; φής γάρ λέγειν αὐτόν, ὅτι τό καθέζεσθαι εἰς ἐπισκοπεῖον, ἐν ᾧπερ
ἠσέβησεν ὁ κατέχων, τό κωλύον οὐδέν· καί
τό παρά συγκαταβατῶν ἀνεπισκόπων σιτίζεσθαι, οὐδέν μάχεται τῷ κανόνι τῆς
εὐσεβείας. Καί πῶς τοῦτο οὐ μάχεται τῇ ἀληθείᾳ; τοῦ ἁγίου Δαυΐδ ψάλλοντος· Ἔλαιον
ἁμαρτωλοῦ μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου. Τοῦ
τε ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος, μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρός τούς
αἱρετικούς, ἀλλά μήν μηδέ πρός τούς κοινωνοῦντας μετά τῶν ἀσεβῶν. Πῶς δέ οὐ
κοινωνία, εἴπερ δεῖ καθέζεσθαι ἐν τόπῳ τοιούτῳ, κἀκ τῶν τοιούτων σιτίζεσθαι;
οὐκ ἔχει φύσιν κἄν μή ἐκεῖσε κάθηταί τις, ἐκεῖθεν δέ τρέφοιτο, αὐτή ἡ δόσις καί λῆψις κοινωνίαν ἐργάζοιτο·
φησί γάρ ὁ Ἀπόστολος· Οἴδατε καί ὑμεῖς Φιλιππήσιοι ὅτι ὅτε ἐξῆλθον ἀπό
Μακεδονίας, οὐδεμία μοι Ἐκκλησία ἐκοινώνησε χάριν δόσεώς τε καί λήψεως, εἰ μή
ὑμεῖς μόνον· ὅτι καί ἐν Θεσσαλονίκῃ ἅπαξ καί δίς εἰς τήν χρείαν μοι ἐπέμψατε. Εἰ οὖν τό ἅπαξ, καί δίς λαβεῖν, κοινωνίαν
ἀπέφηνε τό φῶς τοῦ κόσμου· τό ἀεί λαμβάνειν τίς ἄν εὖ φρονῶν οὐ φεύξοιτο ὡς
ἀντίθετον φωτός;» (PG 99,
1392, Φατ. 466,668,9).
Ἐδῶ θά λέγαμε ὅτι ὁ ἅγιος ἀπευθύνεται διαχρονικά πρός τούς
ἀντιοικουμενιστάς, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον ἔχουν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ
τούς αἱρετικούς, ὄχι μόνο τούς μνημονεύουν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἀλλά καί
ἔχουν μέ αὐτούς αὐτήν τήν ἁμαρτωλή δοσοληψία, ἡ ὁποία συνίσταται σέ μισθούς,
ὀφφίκια, τίτλους, τιμές, προστασία, συνεργασία κλπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.