Σεβασμιώτατε,
Μετά
τήν συνάντησί μας στό Βελιγράδι τήν 25-5-2015, ἀφοῦ ἄκουσα τίς ἀπόψεις καί
θέσεις σας διά τό θέμα τῆς χειροτονίας Χωρεπισκόπων, εἰς τάς ὁποίας προσφάτως
προέβητε, σᾶς ἀνέφερα ὅτι κατ’ ἀρχάς μᾶς εὑρίσκει ἀντιθέτους τό γεγονός ὅτι ἕνας
Ἐπίσκοπος, ἀποτειχισμένος καί ἐν ἐξορίᾳ εὑρισκόμενος, δύναται νά χειροτονήση
Χωρεπισκόπους∙ Σᾶς ὑποσχέθηκα δέ νά σᾶς ἀποστείλω γραπτῶς τίς ἀπόψεις μας, ἀφοῦ
ἐνημερώσω τούς ἀδελφούς καί εἰδικά τούς Παναγιώτη Σημάτη καί Λαυρέντη
Ντετζιόρτζιο γιά τίς θέσεις καί προθέσεις σας, οἱ ὁποῖες σᾶς ὡδήγησαν νά προβῆτε
εἰς αὐτήν τήν χειροτονία.
Οἱ θέσεις μας λοιπόν συνοψίζονται ὡς ἑξῆς:
1) Ὁ
Χωρεπίσκοπος εἶναι κανονικός Ἐπίσκοπος καί δι’ αὐτό ἡ χειροτονία του εἶναι ἡ ἴδια
μέ αὐτήν τοῦ Ἐπισκόπου, μέ μόνη
διαφορά ὅτι περιορίζονται τά διοικητικά καθήκοντα καί οἱ δικαιοδοσίες του. Ἐπειδή λοιπόν εἶναι κανονικός Ἐπίσκοπος ἡ ἐκλογή καί ἡ χειροτονία του πρέπει νά γίνεται σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες.
διαφορά ὅτι περιορίζονται τά διοικητικά καθήκοντα καί οἱ δικαιοδοσίες του. Ἐπειδή λοιπόν εἶναι κανονικός Ἐπίσκοπος ἡ ἐκλογή καί ἡ χειροτονία του πρέπει νά γίνεται σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες.
2) Ἄν κάπου
κάποιος Κανόνας ὁμιλεῖ γενικά γιά τόν Χωρεπίσκοπο, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι
παραθεωροῦνται οἱ ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν διά τήν ἐκλογή καί τήν
χειροτονία του, οὔτε πολύ περισσότερο ὅτι τόν κατατάσσουν σέ ἄλλη κατηγορία. Αὐτό
γίνεται π.χ. στόν Ι’ ἱερό Κανόνα τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ
Συνόδου, ὁ ὁποῖος στό τέλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Χωρεπίσκοπον δέ γίνεσθαι ὑπό τοῦ τῆς πόλεως ᾗ ὑπόκειται Ἐπισκόπου».
Ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός τῆς πόλεως ἦτο ὁ Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος εἶχε τήν τοπική
Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀπεφάσιζαν γιά τήν ἐκλογή καί χειροτονία Ἐπισκόπων
καί Χωρεπισκόπων. Ἔτσι θά πρέπει νά ἐννοηθῆ
καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγ. Νικοδήμου στήν ὑποσημείωσι τοῦ Η’ ἱεροῦ Κανόνα τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς,
ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τήν διαφορά Ἐπισκόπου καί Χωρεπισκόπου: «Διαφορά δέ εἶναι μεταξύ Ἐπισκόπου καί Χωρεπισκόπου. Ὁ μέν γάρ Χωρεπίσκοπος, μιᾶς μόνον χώρας ἐπισκοπεῖ,
ὁ δέ πολλῶν. Καί ὁ μέν ὑπό Ἐπισκόπου ᾧ ὑπόκειται καθίσταται, ὁ δέ ὑπό Μητροπολίτου.
Καί ὁ μέν εἰς κάθε χειροτονίαν ὅπου ἔχει νά κάμῃ, λαμβάνει ἔγγραφον ἄδειαν ἀπό
τόν Ἐπίσκοπον, ὁ δέ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἑκάστην χειροτονίας ἐκτελεῖ».
Ὅταν
λοιπόν ἀναφέρει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καθίσταται ὑπό τοῦ Μητροπολίτου
δέν σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι μόνος του ὁ Μητροπολίτης ἐκλέγει ἤ χειροτονεῖ τόν Ἐπίσκοπο,
ἀλλά ὅτι γίνεται ἡ διαδικασία ὅλη περί τῆς ἐκλογῆς καί χειροτονίας πού
προβλέπουν οἱ ἱεροί Κανόνες. Τό ἴδιο ἀσφαλῶς
ἰσχύει καί γιά τόν Χωρεπίσκοπον. Ἐδῶ ἐπί
πλέον πρέπει νά τηρῆται καί ἡ Παράδοσις, τήν ὁποία παντοῦ καί πάντοτε ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ στήν ἐκλογή
νά συμμετέχη καί νά εἶναι σύμφωνος καί ὁ λαός.
Δηλαδή ἡ ἐκλογή νά γίνεται «ψήφῳ
κλήρου καί λαοῦ».
3) Διά νά εἶναι Ὀρθόδοξος
μία ἑρμηνεία, τήν ὁποία δίδομεν εἰς τούς ἱερούς Κανόνες, πρέπει ὁπωσδήποτε νά
τηρῆται καί ἡ λεγομένη συμφωνία τῶν Κανόνων. Αὐτό τό τηρεῖ ἐπακριβῶς ὁ ἅγ.
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί δι’ αὐτό θεωρεῖται ὁ ἄριστος τῶν ἑρμηνευτῶν. Σέ κάθε
δηλαδή ἱερό Κανόνα παρατίθενται στήν ἄκρη
οἱ ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν καί συμφωνοῦν μέ
τόν ἐν λόγῳ Κανόνα. Ἡ συμφωνία τῶν ἱερῶν
Κανόνων ἀποδεικνύει ὅτι δέν ὑπάρχει ἐναντίωσις καί διαφωνία μεταξύ τῶν ἱερῶν
Κανόνων, ἀλλά ὅπου αὐτή διαφαίνεται, ἐξηγεῖ
ὁ ἅγιος τούς λόγους ἤ τίς συνθῆκες ἤ καί τό ποῦ ἀναφέρονται αὐτά, τά ὁποῖα
φαίνονται διϊστάμενα, καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου διαφυλάσσει καί ἐξασφαλίζει τήν Ὀρθόδοξο
μέθοδο ἑρμηνείας τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μεταξύ των συμφωνία καί ἀλληλοπεριχώρησις.
Τό
ἴδιο βεβαίως (ὡς ἐν παρόδῳ τό ἀναφέρομε) ἰσχύει καί γιά τήν συμφωνία μεταξύ τῆς
ἁγ. Γραφῆς καί ἱερῶν Κανόνων, τό ὁποῖο δέν δύναται νά κατανοήσουν οἱ Ἀντιοικουμενιστές
και, τοιουτοτρόπως, ἀποκόπτουν τόν ΙΕ’ ἱερό
Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἱερούς Κανόνες καί ἀπό
τήν τήν ἁγ. Γραφή καί ἔτσι δίδουν αὐθαίρετα τήν ἑρμηνεία πού τούς ἐξυπηρετεῖ
στόν ἐφησυχασμό καί στό βόλεμα καί δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ
Κανόνος.
Στήν
προκειμένη λοιπόν περίπτωσι πρέπει νά ἐξετάσωμε τό τμῆμα αὐτό τοῦ Ι’ Κανόνος τῆς
ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου: «Χωρεπίσκοπον δέ
γίνεσθαι ὑπό τοῦ τῆς πόλεως ᾗ ὑπόκειται Ἐπισκόπου», ἄν, μέ τήν ἑρμηνεία τήν
ὁποία τοῦ δίδομε, συμφωνεῖ ἤ διαφωνεῖ μέ τούς ὑπολοίπους ἱερούς Κανόνες και, εἰδικά,
αὐτούς πού ἀναφέρονται στήν ἐκλογή καί χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου.
Τήν
συμφωνία αὐτή τήν συνοψίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος στήν ἑρμηνεία τοῦ Α’ Ἀποστολικοῦ
Κανόνος ὡς ἑξῆς: «Συμφώνως μέ τόν παρόντα
κανόνα, καί διάφοροι ἄλλοι Κανόνες νομοθετοῦσι. Πρέπει μέν γάρ, ἤ ὅλοι οἱ τῆς Ἐπαρχίας
ἐπίσκοποι (κατά τον δ΄. τῆς α΄. και γ΄. τῆς ζ΄. και ιθ΄. Ἀντιοχείας,) ἤ πολλοί,
(κατά τόν ιγ΄. τῆς Καρθαγ.) νά συνάγωνται, καί νά χειροτονοῦσι τόν Ἐπίσκοπον. Ἐπεί
δέ τοῦτο εἶναι δύσκολον, τό ὀλιγώτερον πρέπει νά τόν χειροτονοῦσι τρεῖς, καί οἱ
λοιποί νά γίνωνται σύμψηφοι εἰς τήν χειροτονίαν αὐτοῦ διά τῶν γραμμάτων τους.
Βεβαιῶν δέ τόν Ἀποστολικόν τοῦτον ὁ νη΄. τῆς ἐν Καρθαγ. λέγει, ὁ ἀρχαῖος τύπος
φυλαχθήσεται, ἵνα ὄχι ὀλιγώτεροι ἀπό τούς τρεῖς Ἐπισκόπους, ἀρκέσωσιν εἰς
χειροτονίαν Ἐπισκόπου, ὅ,τε Μητροπολίτης δηλ. καί δύω ἄλλοι Ἐπίσκοποι. Αὐτό τοῦτο
λέγει, καί ὁ α΄. Κανών τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει τοπικῆς Συνόδου. Και ὁ ιβ΄. δέ
τῆς ἐν Λαοδικείᾳ διορίζει, ὅτι, μέ τήν κρίσιν τῶν πέριξ Ἐπισκόπων, πρέπει νά
καθίστανται οἱ Ἐπίσκοποι εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἀρχήν. Ἐάν δέ, κατά συμβεβηκός,
μείνῃ εἰς μίαν ἐπαρχίαν ἕνας μόνος ἐπίσκοπος, ὅστις παρακαλούμενος ἀπό τόν
Μητροπολίτην, οὔτε ὑπάγῃ, οὔτε διά γραμμάτων συμψηφίσῃ τόν μέλλοντα χειροτονηθῆναι,
Ἀρχιερέα, τότε ὁ Μητροπολίτης πρέπει, καί νά ψηφίζῃ, καί νά χειροτονῇ αὐτόν διά
τῶν τῆς πλησιοχώρου ξένης ἐπαρχίας Ἐπισκόπων, ὁμοίως καί αὐτόν τοῦτον τόν
Μητροπολίτην οἱ πλησιόχωροι αὐτοί πρέπει νά ψηφίζουν καί νά χειροτονοῦν, κατά
τόν στ΄. τῆς Σαρδικῆς. Αἱ δέ τῶν Ἀποστόλων διαταγαί (βιβλ. η΄. κεφ. κζ΄.)
προστάζουν, ὅτι ἐκεῖνος ὁποῦ χειροτονηθῇ ἀπό ἕνα Ἐπίσκοπον, νά καθαίρεται, ὁμοῦ
μὲ τόν χειροτονήσαντα, ἔξω μόνον ἄν κατά ἀνάγκην διωγμοῦ, ἤ ἄλλην τινά αἰτίαν,
δέν ἠμποροῦν πολλοί νά συναχθοῦν, καί μέ τήν ψῆφον τούτων χειροτονηθῇ ἀπό ἕνα.
Καθώς ὁ Σιδήριος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Παλαιβίσκης, κατά τόν Συνέσιον, ὄχι ὑπό
τριῶν, ἀλλ’ ὑπό ἑνός Ἐπισκόπου τοῦ Φίλωνος, διά τό ἀπαῥῥησίαστον τῶν Ἐπισκόπων,
ἐν τοῖς καιροῖς ἐκείνοις».
Διά νά εἶναι λοιπόν σύμφωνος ἡ χειροτονία τοῦ
Χωρεπισκόπου ὑπό ἑνός Ἐπισκόπου, μέ τούς ἱερούς Κανόνες, πρέπει ὁ Χωρεπίσκοπος
νά μήν ἀνήκη στούς Ἐπισκόπους, ἀλλά κάπου ἀλλοῦ. Καί ἐσεῖς ὅμως Σεβασμιώτατε ἐδεχθήκατε
ὅτι ὁ Χωρεπίσκοπος εἶναι κανονικός Ἐπίσκοπος καί νομίζω ὅτι μέ αὐτόν τόν σκοπό
τόν ἐχειροτονήσατε. Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ ἔκφρασις τοῦ Ι’ Κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ
Συνόδου, «Χωρεπίσκοπον δέ γίνεσθαι ὑπό τοῦ
τῆς πόλεως ᾗ ὑπόκειται Ἐπισκόπου», δέν πρέπει καί δέν δύναται (ὀρθοδόξως ἑρμηνευομένη)
νά αὐτονομηθῆ καί νά ἀποξενωθῆ ἀπό τή συνάφεια τῶν ὑπολοίπων Κανόνων, ἀλλά νά ἐναρμονισθῆ
μέ αὐτούς. Θά ἐννοήσωμε δηλαδή ὅτι ὁ
Χωρεπίσκοπος γίνεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως, δηλαδή τόν Μητροπολίτη,
τηρουμένων, ὅμως, ὅλων τῶν ὑπό τῶν Κανόνων διαδικασιῶν περί ἐκλογῆς καί
χειροτονίας του ὡς Ἐπισκόπου. Κάθε ἄλλη ἑρμηνεία νομίζω ὅτι φέρει τούς ἱερούς
Κανόνες σέ ἐναντίωσι καί καταδεικνύει ὅτι ἀντιμάχονται.
Ἄλλωστε
πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι αὐτή ἡ φράσις, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ διά τήν χειροτονία τοῦ
Χωρεπισκόπου, εἶναι ἡ μοναδική στούς ἱερούς Κανόνες, ἐνῶ οἱ περί ἐκλογῆς καί
χειροτονίας τῶν Ἐπισκόπων ἱεροί Κανόνες εἶναι πολλοί. Εἶναι λοιπόν ἀδιανόητο νά ὑπερισχύη μία
φράσις ἑνός ἱεροῦ Κανόνος καί νά παραθεωρηθοῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἱεροί
Κανόνες. Ἄρα λοιπόν, καί ἐξ αὐτοῦ,
πρέπει νά δοθῆ ἄλλη ἑρμηνεία εἰς αὐτήν τήν ἔκφρασι τοῦ Ι’ Κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ
Συνόδου.
4) Ὅσον ἀφορᾶ τό
βασικό ἐπίχειρημά σας, Σεβασμιώτατε, ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, διά τό ἐμπερίστατο,
τόν διωγμό τῆς πίστεως, τῶν Ὀρθοδόξων κλπ. δύναται ὁ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος νά
χειροτονήση Χωρεπισκόπους ἔχομε νά ἀναφέρωμε τά ἑξῆς:
Α.
Ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως καί τῶν Ὀρθοδόξων, πρέπει νά εἴμεθα
περισσότερο προσηλωμένοι στίς Γραφές, στούς ἱερούς Κανόνες καί στήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως
διδασκαλία τῶν Ἁγίων διά νά μήν ἐκκλίνωμε, πολεμώντας τήν αἵρεσι, σέ ἄλλες
παραβάσεις καί δώσωμε ἔτσι λαβή καί ἐπιχειρήματα στούς αἱρετικούς, μέ τά ὁποῖα,
κατ’ οὐσίαν, θά κατοχυρώσουν τίς θέσεις των. Αὐτά τά ἐπιχειρήματα βλέπομε νά τά
ἀντλοῦν καθημερινῶς οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἀπό τά λάθη τά
δικά μας, ἀπό τά σχίσματα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν κλπ.
Β.
Ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως καί τῶν Ὀρθοδόξων ἐπιτρέπουν οἱ
Πατέρες ἐν προκειμένῳ τάς ὑπερορίους χειροτονίας, τῶν ἱερέων ὅμως μόνον καί ὄχι
τῶν Ἐπισκόπων. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ παρομοίους περιπτώσεις ἀπαντώντας
σέ ἐρωτήσεις μοναχῶν ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἐρώτησις. Περί τῶν χειροτονηθέντων πρεσβυτέρων ἐν Ῥώμῃ, ἐν
Νεαπόλει καί ἐν Λογγιβαρδίᾳ ἀκηρύκτων καί ἀπολελυμένων, χρή τούς τοιούτους
δέχεσθαι καί κοινωνεῖν αὐτοῖς καί συνεσθίειν καί συνεύχεσθαι.
Ἀπόκρισις.
Ἐν καιρῷ αἱρέσεως οὐ κατά τά ἐν εἰρήνῃ τυπωθέντα πάντως ἀπαραλείπτως γίνεται
διά τήν ἀναγκάζουσαν χρείαν, ὅπερ φαίνεται πεποιηκώς ὅ τε μακαριώτατος Ἀθανάσιος
καί ὁ ἁγιώτατος Εὐσέβιος, ὑπερορίους
χειροτονίας ἀμφότεροι ποιησάμενοι. Καί νῦν δέ τό αὐτό ὁρᾶται πραττόμενον ἐν
τῇ παρούσῃ αἱρέσει. ὥστε οἱ ὑποδηλωθέντες, εἰ οὐ προδήλως εἰσί
κατεγνωσμένοι, οὐδαμῶς ἐκ τοῦ οὕτως χειροτονηθῆναι ἀποτροπιαῖοι, ἀλλά
προσδεκτέοι κατά τέσσαρας προτάσεις» (Φατ.
549,832,12).
Οἱ
χειροτονίες Ἐπισκόπων ἐν καιρῷ αἱρέσεως γίνονται μόνον ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι ὑπάρχουν
Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καί ὅταν ἀποβιώσει
κάποιος Ἐπίσκοπος, ἐγκαθιστοῦν ἐκεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι τόν διάδοχό του, ἐφ’
ὅσον δέν ἔχουν προλάβει νά χειροτονήσουν οἱ αἱρετικοί στήν χηρεύουσα θέσι τόν
δικό τους. Ἄν προλάβουν οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι
νά χειροτονήσουν εἰς τήν θέσι αὐτή τόν δικό τους αἱρετικό Ἐπίσκοποι, οἱ Ὀρθόδοξοι,
κλῆρος καί λαός, ἁπλῶς ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτόν, χωρίς νά χειροτονήσουν ἄλλον
στήν θέσι αὐτή, τήν ὁποία ἤδη κατέχει ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος.
Αὐτές
οἱ θέσεις ἐκφράζονται σέ ἐπιστολές τοῦ Μ. Βασιλείου πρός τόν Ἐπίσκοπο
Σαμοσάτων, ἅγ. Εὐσέβιο: «Πῶς ἄν σιωπήσαιμεν
ἐπί τοῖς παροῦσιν ἤ, τοῦτο καρτερεῖν μή δυνάμενοι, ἄξιόν τινα λόγον τῶν γινομένων
εὕροιμεν, ὥστε μή στεναγμῷ προσεοικέναι τήν φωνήν ἡμῶν, ἀλλά θρήνῳ τοῦ κακοῦ τό
βάρος ἀρκούντως διασημαίνοντι; Οἴχεται ἡμῖν
καί ἡ Ταρσός. Καί οὐ τοῦτο μόνον δεινόν, καίπερ ἀφόρητον ὄν· ἔστι γάρ τούτου
χαλεπώτερον· πόλιν τοσαύτην, οὕτως ἔχουσαν εὐκληρίας ὥστε Ἰσαύρους καί Κίλικας
καί Καππαδόκας καί Σύρους δι' ἑαυτῆς συνάπτειν, ἑνός ἤ δυοῖν ἀπονοίαις ἀνθρώπων
ὀλέθρου γενέσθαι πάρεργον, μελλόντων ὑμῶν καί βουλευομένων καί πρός ἀλλήλους ἀποσκοπούντων».
Καί
στήν ὑποσημείωσι ἀναφέρονται οἱ λόγοι τῶν στεναγμῶν καί τῶν θρήνων τοῦ ἁγίου: «Ἐπιστολή
34. Ἐγράφη τό 369. Mετά τόν
θάνατον τοῦ ἐπισκόπου Ταρσοῦ Σιλουανοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο φίλος τοῦ Εὐσταθίου
Σεβαστείας καί παρομοίας μέ αὐτόν ἀσταθείας εἰς τά δογματικά θέματα, οἱ ὀρθόδοξοι
ἐπίσκοποι καθυστέρησαν πολύ μέ τάς συζητήσεις των εἰς τήν ἐκλογήν διαδόχου αὐτοῦ
καί οὕτως οἱ Ἀρειανοί ἐπέτυχαν νά ἐγκαταστήσουν ἰδικόν των. Παρά ταῦτα οἱ πλεῖστοι
τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς παρέμειναν ὀρθόδοξοι καί εἰς κοινωνίαν μέ τόν
Βασίλειον»
(ΕΠΕ, 248).
Σέ
ἄλλη ἐπιστολή του πρός τόν ἅγ. Εὐσέβιο ὁ Μ. Βασίλειος ἐρωτᾶ ἄν ἐπιτρέπονται οἱ ὑπερόριες
χειροτονίες ἐν καιρῷ αἱρέσεως, διότι τόν προσκάλεσαν πρός τοῦτο οἱ κάτοικοι τῆς
Σεβαστείας καί τοῦ Ἰκονίου. Φυσικά δέν
θά προέβαινε στήν χειροτονία μόνος του, ἀλλά μέ τούς πλησιοχώρους Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους:
« Ἰκόνιον πόλις ἐστί τῆς Πισιδίας, τό μέν παλαιόν
μετά τήν μεγίστην ἡ πρώτη, νῦν δέ καί αὐτή πρώτη προκάθηται μέρους ὅ ἐκ διαφόρων
τμημάτων συναχθέν ἐπαρχίας ἰδίας οἰκονομίαν ἐδέξατο. Αὕτη καλεῖ ἡμᾶς εἰς ἐπίσκεψιν, ὥστε αὐτῇ δοῦναι ἐπίσκοπον. Τετελευτήκει
γάρ ὁ Φαυστῖνος. Εἰ οὖν δεῖ μή κατοκνεῖν τάς ὑπερορίους χειροτονίας καί ποίαν τινά χρή δοῦναι τοῖς Σεβαστηνοῖς
ἀπόκρισιν καί πῶς πρός τάς τοῦ Εὐαγρίου διατεθῆναι γνώμας, ἐδεόμην διδαχθῆναι αὐτός
συντυχών δι' ἐμαυτοῦ τῇ τιμιότητί σου, ὧν πάντων ἀπεστερήθην διά τήν παροῦσαν ἀσθένειαν.
Ἐάν μέν ᾖ τινος ἐπιτυχεῖν ταχέως πρός ἡμᾶς ἀφικνουμένου, καταξίωσον περί πάντων
ἀποστεῖλαί μοι τάς ἀποκρίσεις· εἰ δέ μή, εὖξαι ἐλθεῖν ἐπί νοῦν μοι ὅπερ εὐάρεστον
ᾖ τῷ Κυρίῳ...»
(ΕΠΕ 1,268).
Σέ
μία τρίτη ἐπιστολή τοῦ ἁγίου πρός τόν Ἐπίσκοπο Σαμοσάτων ἅγ. Εὐσέβιο, ὁ Μ.
Βασίλειος, κατά τόν πλέον σαφῆ τρόπο, δηλώνει ὅτι ἀπαγορεύεται ἔστω καί κατ’ οἰκονομίαν
ἐν καιρῷ αἱρέσεως, νά κάμη μόνος του χειροτονία Ἐπισκόπου, ἀκόμη καί στήν δική
του ἐπαρχία. Ὁ ἅγ. Εὐσέβιος τοῦ εἶχε ἐπισημάνει ὅτι δέν πρέπει νά ἀφήνουν οἱ Ὀρθόδοξοι
ἀπό ἀμέλεια καί ἀδιαφορία τόν ἔλεγχο τῶν πραγμάτων καί ὑποθέσεων τῆς Ἐκκλησίας,
καί τοιουτοτρόπως οἱ ἐπισκοπικές θέσεις νά περιέρχωνται στούς αἱρετικούς. Ἡ ὑπόθεσις
τῆς σημαντικῆς αὐτῆς ἐπιστολῆς ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀναφέρεται στήν ὑποσημείωσι
τῆς ΕΠΕ:
«Ἐπιστολή
141. Ἐγράφη εἰς τά μέσα τοῦ θέρους
τοῦ 373 πρός δικαιολόγησιν ἀφ’ ἑνός μέν τῆς ἀπουσίας τοῦ Βασιλείου ἀπό τήν
πανηγυρικήν συνάθροισιν εἰς τά Σαμόσατα, ἀφ’
ἑτέρου δέ τῆς ἀδιαφορίας του ἔναντι τῆς ὑπό
τῶν Ἀρειανῶν καταλήψεως ὡρισμένων ἐπισκοπῶν εἰς τάς γύρω ἀπό τήν
Καππαδοκίαν περιοχάς. Ἐπί παραδείγματι εἰς
τήν προσφάτως κενωθεῖσαν ἕδραν τοῦ Ἰκονίου εἶχε τοποθετηθῆ ὁ Ἰωάννης,
φιλαρειανός, λόγῳ τῆς ἀδιαφορίας τῶν Ὀρθοδόξων.
Ὁ Εὐσέβιος ἐστήριζε πολλά εἰς τήν φρόνησιν καί τόν δυναμισμόν τοῦ Βασιλείου, ἀλλ’
ἡ ἐπισφαλής τούτου ὑγεία μέρος μόνον ἐπέτρεπε
νά πραγματοποιηθοῦν ἀπό ὅσα ἦτο δυνατόν» (ΕΠΕ 1, 276).
Ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρει στήν ἐπιστολή αὐτή
τήν διδασκαλία καί ὑπόμνησι τοῦ ἁγίου Εὐσεβίου: «...Ἡ δέ ἑτέρα (ἐπιστολή), ἡ παλαιοτέρα μέν, ὡς εἰκάζω
τῷ γράμματι, ὕστερον δέ ἡμῖν ἀποδοθεῖσα, διδασκαλίαν περιεῖχε πρέπουσάν σοι καί
ἡμῖν ἀναγκαίαν, μή καταρρᾳθυμεῖν τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ μηδέ κατά μικρόν
προΐεσθαι τοῖς ὑπεναντίοις τά πράγματα, ἀφ’ ὧν τά μέν ἐκείνων αὐξήσει, τά
δέ ἡμέτερα μειωθήσεται...».
Ἐν
συνεχείᾳ δηλώνει ὅτι μόνος του δέν δύναται οὔτε κατ’ οἰκονομία νά προβῆ σέ
χειροτονίες Ἐπισκόπων στήν ἐπαρχία του, ἐπειδή οἱ ἄλλοι Ἐπίσκοποι ἤ ἀδιαφοροῦν ἤ
τόν ὑποπτεύονται ἤ ἐπηρεάζονται ἀπό τίς ὑποβολές τοῦ διαβόλου, ἄν καί ἔχουν
μεταξύ των ἐκκλησιαστική κοινωνία. Τήν ἀνάγκη
αὐτή τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει ὁ ἅγιος ὅτι τήν ἐδήλωσε στούς Ἐπισκόπους καί
προφορικῶς καί γραπτῶς, ἀλλά ἐκεῖνοι, ἐνῶ φαινομενικῶς ἔδειξαν πώς ἐνδιαφέρονται
καί συμφωνοῦν, στήν πράξι ἀδιαφόρησαν:
«Πρός δέ τό ὅτι
οὐ ῥᾳθυμίᾳ ἡμετέρᾳ τά τῶν Ἐκκλησιῶν τοῖς ἐναντίοις προδέδοται, εἰδέναι βούλομαι
τήν θεοσέβειάν σου ὅτι οἱ κοινωνικοί δῆθεν ἡμῖν τῶν ἐπισκόπων ἤ ὄκνῳ ἤ τῷ πρός ἡμᾶς
ὑπόπτως ἔχειν ἔτι καί μή καθαρῶς ἤ τῇ παρά τοῦ διαβόλου ἐγγινομένῃ πρός τάς ἀγαθάς
πράξεις ἐναντιώσει συνάρασθαι ἡμῖν οὐκ ἀνέχονται. Ἀλλά σχήματι μέν δῆθεν οἱ
πλείους ἐσμέν μετ’ ἀλλήλων προστεθέντος ἡμῖν καί τοῦ χρηστοῦ Βοσπορίου, ἀληθείᾳ
δέν πρός οὐδέν ἡμῖν τῶν ἀναγκαιοτάτων συναίρονται, ὥστε με καί ὑπό τῆς ἀθυμίας
ταύτης τό πλεῖστον μέρος πρός τήν ἀνάληψιν ἐμποδίζεσθαι, συνεχῶς μοι τῶν ἀρρωστημάτων
ἐκ τῆς σφοδρᾶς λύπης ὑποστρεφόντων. Τί
δ’ ἄν ποιήσαιμι μόνος, τῶν κανόνων, ὡς καί αὐτός οἶδας, ἑνί τάς τοιαύτας οἰκονομίας
μή συγχωρούντων; Καίτοι τίνα θεραπείαν οὐκ ἐθεράπευσα; Ποίου κρίματος αὐτούς
οὐκ ἀνέμνησα, τά μέν διά γραμμάτων, τά δέ καί διά τῆς συντυχίας; Ἦλθον γάρ καί
μέχρι τῆς πόλεως κατά ἀκοήν τοῦ ἐμοῦ θανάτου.
Ἐπεί δέ ἔδοξε τῷ Θεῷ ζῶντας ἡμᾶς παρ’ αὐτῶν καταληφθῆναι, διελέχθημεν αὐτοῖς
τά εἰκότα. Καί παρόντα μέν αἰδοῦνται καί ὑπισχνοῦνται τά εἰκότα πάντα, ἀπολειφθέντες
δέ πάλιν πρός τήν ἑαυτῶν ἀνατρέχουσι γνώμην.
Ταῦτα καί ἡμεῖς τῆς κοινῆς καταστάσεως τῶν πραγμάτων ἀπολαύομεν,
προδήλως τοῦ Κυρίου ἐγκαταλιπόντος ἡμᾶς τούς διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν
ψύξαντας τήν ἀγάπην. Ἀλλά πρός πάντα ἡμῖν ἀρκεσάτω ἡ μεγάλη σου καί δυνατωτάτη
πρός Θεόν ἱκεσία. Τάχα γάρ ἄν ἤ γενοίμεθά τι τοῖς πράγμασι χρήσιμοι ἤ
διαμαρτόντες τῶν σπουδαζομένων φύγοιμεν τήν κατάκρισιν» (ΕΠΕ 1,278).
Ἀπό
τήν διδασκαλία αὐτή τοῦ Μ. Βασιλείου κατανοοῦμε ὅτι ἠδύνατο αὐτός μαζί μέ ἄλλους
Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους νά κάμη χειροτονίες Ἐπισκόπων, ἔστω καί ὑπερορίως, πλήν ὅμως
δέν ἠδύνατο νά χειροτονήση μόνος του Ἐπίσκοπο, ἔστω καί στήν δική του ἐπαρχία,
χωρίς δηλαδή τήν σύμπραξι καί συμφωνία καί τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων τῆς
ἐπαρχίας του.
Αὐτές
νομίζω Σεβασμιώτατε, ὅτι εἶναι οἱ δυνατότητες καί τά ὅρια τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων
ἐν καιρῷ αἱρέσεως στό θέμα τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπων. Ἡ ἐξ ἀνάγκης δηλαδή
μετάθεσις τοῦ νόμου, λόγῳ τῆς αἱρέσεως καί τοῦ
ὑφισταμένου διωγμοῦ τῆς πίστεως,
γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. 7,12), δέν εἶναι ἀπεριόριστος,
οὔτε κατά τήν κρίσιν ἑκάστου, ἀλλά εἶναι καί αὐτή περιορισμένη, σύμφωνα μέ τήν
διδασκαλία καί τά ὅρια, τά ὁποῖα ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι σέ ἀνάλογες περιπτώσεις.
Γ. Ἐμεῖς ἐδῶ στήν Ἐλλάδα, ὅπως καί
προσωπικῶς σᾶς ἀνέφερα, ἔχομε τό παράδειγμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, τό ὁποῖο μᾶς
ἀναγκάζει ἐκ τῶν πραγμάτων νά εἴμεθα ἀκόμη περισσότερο ἐπιφυλακτικοί σέ τέτοιες
ἐνέργειες, ἐπειδή ἀκριβῶς βλέπομε σήμερα τήν ἐξέλιξί των καί τήν πορεία των.
Ὅλα
αὐτά τά γράφομε Σεβασμιώτατε, ἐπειδή
πιστεύομε ὅτι τό θέμα αυτό εἶναι ἄκρως σοβαρό, μέ ἀπρόβλεπτες ἐκκλησιαστικές
διαστάσεις, καί ἐπί πλέον ἐπειδή θά δώσωμε λαβή, ἀφορμή καί ἐπιχειρήματα στούς ὑπεναντίους
(Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές) διά νά κατηγορήσουν τόν ἀγῶνα τῆς ἀποτειχίσεως
ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους (ὅπως καί ἤδη ἔσπευσαν νά πράξουν). Ὀφείλομε νά σᾶς ἐκθέσωμε τίς ἀπόψεις καί
θέσεις μας μέ τήν ἐλπίδα καί προσδοκία
νά βοηθήσουν εἰς τό δέον γενέσθαι εἰς αὐτήν τήν περίστασιν, καί βεβαίως
δεχόμενοι οἱαδήποτε ὑπόδειξί σας, ἄν κάπου σφάλλωμε.
Δι’
αὐτούς τούς λόγους, καί μέ τή σύμφωνο γνώμη τῶν ἀδελφῶν, θά διακόψωμε πρός τό
παρόν τήν μεταξύ μας ἐκκλησιαστική κοινωνία, πλήν ὅμως ἡ ἀγάπη μας, ὁ σεβασμός
μας πρός ὑμᾶς, καθώς καί ἡ συμπαράστασί μας εἰς τούς ἀγῶνας πού διεξάγετε ἐναντίον
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν Οἰκουμενιστῶν, θά συνεχίσουν νά ὑπάρχουν, διότι
γνωρίζομε τίς ἀγαθές προθέσεις σας, ἔστω καί στίς ἐκκλησιαστικές αὐτές ἐνέργειές
σας, τίς ὁποῖες ἐμεῖς κρίνουμε ὅτι εἶναι λανθασμένες.
Κατακλείοντας
τήν παροῦσα ἐπιστολή ἐπιθυμοῦμε νά ἐκφράσωμε τήν ἀπέραντη εὐγνωμοσύνη μας καί
τίς εὐχαριστίες μας διά τήν δική σας συμπαράστασι
στόν ἀγῶνα μας καί διά τήν μέ πολλή ἀγάπη καί κατανόησι βοήθειά σας στήν
ἐπίλυσι ὅλων τῶν ραδιουργιῶν τίς ὁποῖες οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι ἐπέφεραν ἐναντίον
μας.
Αἰτούμενοι
τίς εὐχές καί προσευχές σας, ὑποσημειούμεθα οἱ συντάξαντες καί ἐγκρίναντες, ὡς ἐκπρόσωποι
τῶν ἀδελφῶν, τήν παροῦσα ἐπιστολή.
1. Ἱερομόναχος Εὐθύμιος
Τρικαμηνᾶς
2. Λαυρέντιος
Ντετζιόρτζιο
Γιά τήν ΦΕΚΦ «ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ»
3. Γρηγόρης
Γρηγορίου
Γιά τόν Σύλλογο «ΑΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο
ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ»
4. Παναγιώτης
Σημάτης, θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.