Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΤΟΥ ΠΛΕΟΝΕΚΤΟΥ
«Καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· Τί ποιήσω…;» (Λουκ. 12,17)
ΑΚΟΥΣΑΤΕ τὸ εὐαγγέλιο. Μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ παραβολὴ τοῦ Κυρίου. Σ᾿ αὐτὴν ὁ Χριστὸς ζωγραφίζει τὴν εἰκόνα τοῦ πλεονέκτου.
Μὲ τὴ φτωχή μου γλῶσσα θὰ προσπαθήσω ν᾿ ἀναπαραστήσω τὴν εἰκόνα τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
Μὲ τὴ φτωχή μου γλῶσσα θὰ προσπαθήσω ν᾿ ἀναπαραστήσω τὴν εἰκόνα τῆς σημερινῆς παραβολῆς.
* * *
Εἶνε νύχτα. Τὰ πουλιὰ κοιμοῦνται
πάνω στὰ κλαδιά τους καὶ τὰ νήπια στὶς κούνιες τους. Οἱ ἐργατικοὶ
ἄνθρωποι, μετὰ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὸ μόχθο τῆς ἡμέρας, ἀναπαύονται στὰ
σκληρὰ κρεβάτια τους. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ φυλακισμένοι κλείνουν τὰ βλέφαρά
τους πίσω ἀπὸ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς.
Ἕνας μόνο δὲν κοιμᾶται. Σὰν τὸ φίδι στριφογυρίζει πάνω στὸ κρεβάτι του καὶ διαλογίζεται διαρκῶς· «Τί ποιήσω…;» (Λουκ. 12,17). «Τί νὰ κάνω;…». Ποιός τὸ λέει αὐτό; Τὸ λέει ὁ πλούσιος μεγαλοκτηματίας. Εἶχε ἐξαιρετικὴ εὐφορία τὸ ἔτος ἐκεῖνο. Ὅλα εὐλογία Θεοῦ. Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Μεγαλοδύναμο. Ἀλλ᾿ αὐτὸς τίποτε. Σκεπτόταν, ὅτι οἱ ἀποθῆκες του εἶνε πλέον μικρὲς καὶ δὲ᾿ χωροῦν. Καὶ διαρκῶς ἔλεγε· «Τί νὰ κάνω…;».
Εὔκολο ἦταν τὸ πρόβλημά του. Μποροῦσε νὰ τὸ λύσῃ ἀμέσως. Ἀφοῦ κρατοῦσε ὅ,τι τοῦ χρειάζεται γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του, τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ τοποθετοῦσε σὲ ἀποθῆκες ἀσφαλείας, ποὺ ὑπῆρχαν· δηλαδή, στὰ στομάχια τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων. Ἔτσι θὰ λυνόταν τὸ πρόβλημα. Ἀλλὰ δυστυχῶς τέτοιο πρᾶγμα δὲν σκεπτόταν.
Ἐπὶ τέλους βρίσκει λύσι. Θὰ γκρεμίσῃ τὶς ἀποθῆκες του, θὰ χτίσῃ νέες μεγάλες, θὰ συγκεντρώσῃ ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά του, καὶ θὰ πῇ στὴν ψυχή του· Ψυχή μου, «ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ» γιὰ χρόνια πολλά· «ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. 12,18-19). Τέτοια σκεπτόταν. Ἀλλὰ λογάριαζε χωρὶς τὸν ξενοδόχο. Δὲ᾿ σκεπτόταν, ὅτι ἡ ζωὴ εἶνε σύντομη.
Αἴφνης τὰ μεσάνυχτα τοῦ χτυπάει κάποιος ὀχληρὸς καὶ ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης. Εἶνε ὁ χάρος. Ἔφτασε ἡ ὥρα σου, λέει, καὶ δὲν ἔχεις καθόλου προθεσμία… Κ᾿ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ πλούσιος πεθαίνει, γιὰ νὰ βρεθῇ πλέον μπροστὰ στὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας μόνο δὲν κοιμᾶται. Σὰν τὸ φίδι στριφογυρίζει πάνω στὸ κρεβάτι του καὶ διαλογίζεται διαρκῶς· «Τί ποιήσω…;» (Λουκ. 12,17). «Τί νὰ κάνω;…». Ποιός τὸ λέει αὐτό; Τὸ λέει ὁ πλούσιος μεγαλοκτηματίας. Εἶχε ἐξαιρετικὴ εὐφορία τὸ ἔτος ἐκεῖνο. Ὅλα εὐλογία Θεοῦ. Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ; Νὰ εὐχαριστήσῃ τὸ Μεγαλοδύναμο. Ἀλλ᾿ αὐτὸς τίποτε. Σκεπτόταν, ὅτι οἱ ἀποθῆκες του εἶνε πλέον μικρὲς καὶ δὲ᾿ χωροῦν. Καὶ διαρκῶς ἔλεγε· «Τί νὰ κάνω…;».
Εὔκολο ἦταν τὸ πρόβλημά του. Μποροῦσε νὰ τὸ λύσῃ ἀμέσως. Ἀφοῦ κρατοῦσε ὅ,τι τοῦ χρειάζεται γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν οἰκογένειά του, τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ τοποθετοῦσε σὲ ἀποθῆκες ἀσφαλείας, ποὺ ὑπῆρχαν· δηλαδή, στὰ στομάχια τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων. Ἔτσι θὰ λυνόταν τὸ πρόβλημα. Ἀλλὰ δυστυχῶς τέτοιο πρᾶγμα δὲν σκεπτόταν.
Ἐπὶ τέλους βρίσκει λύσι. Θὰ γκρεμίσῃ τὶς ἀποθῆκες του, θὰ χτίσῃ νέες μεγάλες, θὰ συγκεντρώσῃ ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά του, καὶ θὰ πῇ στὴν ψυχή του· Ψυχή μου, «ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ» γιὰ χρόνια πολλά· «ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. 12,18-19). Τέτοια σκεπτόταν. Ἀλλὰ λογάριαζε χωρὶς τὸν ξενοδόχο. Δὲ᾿ σκεπτόταν, ὅτι ἡ ζωὴ εἶνε σύντομη.
Αἴφνης τὰ μεσάνυχτα τοῦ χτυπάει κάποιος ὀχληρὸς καὶ ἀνεπιθύμητος ἐπισκέπτης. Εἶνε ὁ χάρος. Ἔφτασε ἡ ὥρα σου, λέει, καὶ δὲν ἔχεις καθόλου προθεσμία… Κ᾿ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ πλούσιος πεθαίνει, γιὰ νὰ βρεθῇ πλέον μπροστὰ στὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
* * *
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή. Ἀπὸ τότε ποὺ τὴν εἶπε ὁ Χριστὸς πέρασαν εκοσι αἰῶνες, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα της εἶνε κάθε μέρα μπροστά μας.
Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον ποὺ ἔχει κάποιο μικρὸ εἰσόδημα, ἀρκετὸ γιὰ νὰ ζήσῃ; Ἀκούει στὴν ἐκκλησία «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον», τὸ ψωμί μας τὸ καθημερινὸ καὶ ἀναγκαῖο δός μας το σήμερα (Ματθ. 6,11), καὶ τὰ κοροϊδεύει αὐτά. Εἶνε πλεονέκτης. Ἔκανε ἕνα ἑκατομμύριο; θέλει νὰ κάνῃ δύο. Τὰ ἔκανε δύο; θέλει νὰ τὰ κάνῃ τρία, τέσσερα, ὀκτώ… Εἶνε ἀκόρεστος καὶ ἄπληστος.
Ὁ πλεονέκτης μοιάζει μὲ τὸν ὑδρωπικό, ποὺ ὅσο πίνει νερὸ τόσο περισσότερο διψάει. Μοιάζει μὲ τὸ Μίδα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ποὺ παρακαλοῦσε τοὺς θεοὺς ὅ,τι ἀγγίζει νὰ γίνεται χρυσάφι, καὶ ἐν τέλει πέθανε πειναλέος ἐν μέσῳ τοῦ χρυσοῦ. Αὐτὴ εἶνε ἡ εἰκόνα τοῦ πλεονέκτου. Ποτέ δὲ᾿ λέει φτάνει. Καὶ διαρκῶς ἀγωνιᾷ γιὰ τὰ ὑπάρχοντά του.
Τὸ ἀπαίσιο αὐτὸ μικρόβιο τῆς πλεονεξίας δὲν προσβάλλει μόνο ἄτομα, ἀλλὰ καὶ λαοὺς ὁλόκληρους. Σήμερα τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα μένει ἄλυτο, ἐξ αἰτίας τῆς πλεονεξίας. Μεγάλα κράτη κινοῦνται πλεονεκτικῶς εἰς βάρος ἄλλων μικρῶν καὶ δὲν ἐννοοῦν νὰ τὰ βοηθήσουν. Αὐτὸ εἶνε κρῖμα. Ἂν ὑπῆρχε δικαιοσύνη καὶ φιλανθρωπία, ἡ γῆ μποροῦσε νὰ θρέψῃ διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμό.
Εἶνε ἀκριβῶς ἡ εἰκόνα τοῦ πλουσίου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ σύνθημα· «Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τίποτε γιὰ τοὺς ἄλλους». Αὐτὸ εἶνε τὸ σατανικὸ σύνθημα τοῦ πλεονέκτου.
Διότι τί εἶνε ἡ πλεονεξία; Πλεονεξία εἶνε, νὰ μὴν ἀρκῆσαι στὰ λίγα, στὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ νὰ θέλῃς περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι χρειάζεσαι στὴ ζωή σου. Τί πρέπει νὰ κάνῃς; Νὰ κρατᾷς γιὰ τὸν ἑαυτό σου μόνο ὅσα σοῦ χρειάζονται.
Φαντασθῆτε νὰ ἐφηρμόζετο τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ λύει τὸ τεράστιο κοινωνικὸ πρόβλημα, καὶ νὰ ἔλεγε αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ καθένας μας· Θὰ κρατήσω μόνο ὅ,τι μοῦ χρειάζεται, καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ δώσω στοὺς φτωχούς… Ἂς πάρουμε αὐτὴ τὴν ἀπόφασι ἐμεῖς τοὐλάχιστον.
Ψέματα λέμε ὅτι δουλεύουμε γιὰ τὸ ψωμί μας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν συγκεντρώσει τόσα ἀγαθά, λὲς καὶ θὰ ζήσουν χίλια χρόνια· καὶ ἄλλοι δὲν ἔχουν ψωμὶ οὔτε γιὰ μιὰ μέρα. Εἶνε αὐτὸ δικαιοσύνη; εἶνε ἀνθρωπισμός; εἶνε χριστιανισμός; εἶνε εὐαγγέλιο;
Ἂς κρατήσουμε ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα· καὶ τὰ ὑπόλοιπα ―ὤ τὰ ὑπόλοιπα, ποὺ δὲν εἶνε λίγα καὶ ποὺ δὲν εἶνε δικά μας ἀλλὰ «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ» ὅπως λέει ὁ ποιητής, εἶνε τοῦ δυστυχισμένου, εἶνε τῆς πατρίδος, εἶνε τῆς ἀνάγκης― νὰ τὰ δώσουμε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀνήκουν.
Θὰ ἤμασταν τὸ πλουσιώτερο κράτος, ἂν ἐφαρμόζαμε τὸ Εὐαγγέλιο· θὰ κάναμε θαύματα. Ἀλλὰ τώρα τὸ σύνθημα τὸ σατανικὸ εἶνε· «Τί νὰ κάνω…;». Καὶ μᾶς καταλαμβάνει ἀγωνία καὶ ἄγχος. Λένε οἱ ψυχολόγοι· τὸ ἄγχος εἶνε ἡ μεγαλύτερη ἀσθένεια τοῦ αἰῶνος μας. Ὅλοι ἔχουν ἄγχος. Ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὸ ἄγχος μιᾶς κοινωνίας, ποὺ ἀπέκτησε τοῦ κόσμου τ᾿ ἀγαθὰ, γέμισε τὶς ἀποθῆκες της, καὶ ὅμως δὲν εἶνε εὐτυχής. Ἐνῷ μποροῦσε νὰ λύσῃ τὸ πρόβλημά της καὶ νὰ εἶνε εὐτυχὴς μὲ τὸ νὰ δίνῃ, γιὰ νὰ ζοῦν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ νὰ μὴν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα τὰ παιδιὰ στοὺς δρόμους. Ἐμεῖς ἐν τούτοις δὲν ἐφαρμόζουμε τὸ Εὐαγγέλιο· τὰ κρατοῦμε ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς πνίγει τὸ ἄγχος.
Ποῖος εἶνε ἀληθινὸς Χριστιανός; Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ λέῃ ―καὶ νὰ κρατάῃ― «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον», καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ δίνῃ. Κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό σου ―πόσα σοῦ χρειάζονται;―, καὶ τὰ ὑπόλοιπα δός τα στοὺς ἄλλους. Δός τα γιὰ φιλανθρωπία, δός τα στὸν δυστυχῆ, στὰ σχολεῖα, στοὺς ναούς, στὴν ἀνθρωπότητα. Θὰ ἦταν μικρὸ πρᾶγμα, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ἀντὶ νὰ θάβουμε π.χ. τὶς πατάτες, νὰ φορτώσουμε δεκαπέντε – εκοσι καράβια καὶ νὰ τὶς στείλουμε κάτω σ᾿ ἐκείνους ποὺ πεινοῦν καὶ δυστυχοῦν;
Φιλανθρωπία καὶ ἐλεημοσύνη, κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δυτυχῶς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔχει τὴ λύσι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς στὸ τέλος περίλυπος εἶπε· «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»· ὅποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ (Λουκ. 14,35). Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει αὐτιά, θὰ ἔχῃ τὸ τέλος τοῦ πλεονέκτου, τὸ ὁποῖο εθε κανείς ἀπὸ μᾶς νὰ μὴν τὸ ἔχῃ, ἀλλὰ ὅλοι νὰ εμαστε πιστοί, καὶ νὰ προσπαθήσουμε ἀκούγοντας τὸ εὐαγγέλιο νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε.
Ἀναστενάζουν οἱ τράπεζες ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν καταθέσεων. Ἄχ, πόσα καλὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε, πόση φιλανθρωπία, πόση ἐλεημοσύνη! Καὶ τὸ κράτος μας μποροῦσε νὰ ἦταν ἕνα ἐλεῆμον καὶ φιλάνθρωπο κράτος. Τώρα ἀναστενάζουν οἱ τράπεζες, ἀλλὰ τὸ χρῆμα κινδυνεύει νὰ χαθῇ. Δὲν μιλῶ ἀπαισιοδόξως, μιλῶ πάνω στὴν πραγματικότητα· δὲν ἀποκλείεται αὐτὰ τὰ ἑκατομμύρια νὰ γίνουν μεθαύριο πλατανόφυλλα καὶ μὲ ἕνα ἑκατομμύριο νὰ μὴ μπορῇς ν᾿ ἀγοράσῃς οὔτε ἕνα καρβέλι ψωμί. Ἐνῷ μὲ τὰ ἑκατομμύρια ποὺ ἔχεις τώρα ―τώρα καὶ ὄχι αὔριο―, θὰ μποροῦσες τόσα καλὰ νὰ κάνῃς στὴν ἀνθρωπότητα. Ἀλλὰ ἡ πλεονεξία μὲ σύνθημα τὸ διαβολικὸ «Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τίποτε γιὰ τοὺς ἄλλους», δὲν σ᾿ ἀφήνει.
Στὸν τάφο ἑνὸς Ἑλβετοῦ, ποὺ εἶνε ὁ δημιουργὸς τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ὑπάρχει τὸ ἀντίθετο σύνθημα· «Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους, τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας». Ἡ Ἑλβετία εἶνε ἕνα μικρὸ ἀλλὰ φιλάνθρωπο κράτος. Στὴν πεῖνα τοῦ ᾿40, ᾿42, ᾿43, ᾿44 μᾶς βοήθησε. Ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, ναὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, γεμίζανε καράβια καὶ μᾶς τὰ στέλνανε. Ἐνήστευαν οἱ Ἑλβετοί, γιὰ νὰ τρέφουν ἐμᾶς.
Τὸν βλέπεις ἐκεῖνον ποὺ ἔχει κάποιο μικρὸ εἰσόδημα, ἀρκετὸ γιὰ νὰ ζήσῃ; Ἀκούει στὴν ἐκκλησία «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον», τὸ ψωμί μας τὸ καθημερινὸ καὶ ἀναγκαῖο δός μας το σήμερα (Ματθ. 6,11), καὶ τὰ κοροϊδεύει αὐτά. Εἶνε πλεονέκτης. Ἔκανε ἕνα ἑκατομμύριο; θέλει νὰ κάνῃ δύο. Τὰ ἔκανε δύο; θέλει νὰ τὰ κάνῃ τρία, τέσσερα, ὀκτώ… Εἶνε ἀκόρεστος καὶ ἄπληστος.
Ὁ πλεονέκτης μοιάζει μὲ τὸν ὑδρωπικό, ποὺ ὅσο πίνει νερὸ τόσο περισσότερο διψάει. Μοιάζει μὲ τὸ Μίδα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, ποὺ παρακαλοῦσε τοὺς θεοὺς ὅ,τι ἀγγίζει νὰ γίνεται χρυσάφι, καὶ ἐν τέλει πέθανε πειναλέος ἐν μέσῳ τοῦ χρυσοῦ. Αὐτὴ εἶνε ἡ εἰκόνα τοῦ πλεονέκτου. Ποτέ δὲ᾿ λέει φτάνει. Καὶ διαρκῶς ἀγωνιᾷ γιὰ τὰ ὑπάρχοντά του.
Τὸ ἀπαίσιο αὐτὸ μικρόβιο τῆς πλεονεξίας δὲν προσβάλλει μόνο ἄτομα, ἀλλὰ καὶ λαοὺς ὁλόκληρους. Σήμερα τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα μένει ἄλυτο, ἐξ αἰτίας τῆς πλεονεξίας. Μεγάλα κράτη κινοῦνται πλεονεκτικῶς εἰς βάρος ἄλλων μικρῶν καὶ δὲν ἐννοοῦν νὰ τὰ βοηθήσουν. Αὐτὸ εἶνε κρῖμα. Ἂν ὑπῆρχε δικαιοσύνη καὶ φιλανθρωπία, ἡ γῆ μποροῦσε νὰ θρέψῃ διπλάσιο καὶ τριπλάσιο πληθυσμό.
Εἶνε ἀκριβῶς ἡ εἰκόνα τοῦ πλουσίου τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ σύνθημα· «Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τίποτε γιὰ τοὺς ἄλλους». Αὐτὸ εἶνε τὸ σατανικὸ σύνθημα τοῦ πλεονέκτου.
Διότι τί εἶνε ἡ πλεονεξία; Πλεονεξία εἶνε, νὰ μὴν ἀρκῆσαι στὰ λίγα, στὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ νὰ θέλῃς περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι χρειάζεσαι στὴ ζωή σου. Τί πρέπει νὰ κάνῃς; Νὰ κρατᾷς γιὰ τὸν ἑαυτό σου μόνο ὅσα σοῦ χρειάζονται.
Φαντασθῆτε νὰ ἐφηρμόζετο τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ λύει τὸ τεράστιο κοινωνικὸ πρόβλημα, καὶ νὰ ἔλεγε αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ καθένας μας· Θὰ κρατήσω μόνο ὅ,τι μοῦ χρειάζεται, καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ δώσω στοὺς φτωχούς… Ἂς πάρουμε αὐτὴ τὴν ἀπόφασι ἐμεῖς τοὐλάχιστον.
Ψέματα λέμε ὅτι δουλεύουμε γιὰ τὸ ψωμί μας. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν συγκεντρώσει τόσα ἀγαθά, λὲς καὶ θὰ ζήσουν χίλια χρόνια· καὶ ἄλλοι δὲν ἔχουν ψωμὶ οὔτε γιὰ μιὰ μέρα. Εἶνε αὐτὸ δικαιοσύνη; εἶνε ἀνθρωπισμός; εἶνε χριστιανισμός; εἶνε εὐαγγέλιο;
Ἂς κρατήσουμε ὅ,τι χρειάζεται γιὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα· καὶ τὰ ὑπόλοιπα ―ὤ τὰ ὑπόλοιπα, ποὺ δὲν εἶνε λίγα καὶ ποὺ δὲν εἶνε δικά μας ἀλλὰ «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ» ὅπως λέει ὁ ποιητής, εἶνε τοῦ δυστυχισμένου, εἶνε τῆς πατρίδος, εἶνε τῆς ἀνάγκης― νὰ τὰ δώσουμε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀνήκουν.
Θὰ ἤμασταν τὸ πλουσιώτερο κράτος, ἂν ἐφαρμόζαμε τὸ Εὐαγγέλιο· θὰ κάναμε θαύματα. Ἀλλὰ τώρα τὸ σύνθημα τὸ σατανικὸ εἶνε· «Τί νὰ κάνω…;». Καὶ μᾶς καταλαμβάνει ἀγωνία καὶ ἄγχος. Λένε οἱ ψυχολόγοι· τὸ ἄγχος εἶνε ἡ μεγαλύτερη ἀσθένεια τοῦ αἰῶνος μας. Ὅλοι ἔχουν ἄγχος. Ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὸ ἄγχος μιᾶς κοινωνίας, ποὺ ἀπέκτησε τοῦ κόσμου τ᾿ ἀγαθὰ, γέμισε τὶς ἀποθῆκες της, καὶ ὅμως δὲν εἶνε εὐτυχής. Ἐνῷ μποροῦσε νὰ λύσῃ τὸ πρόβλημά της καὶ νὰ εἶνε εὐτυχὴς μὲ τὸ νὰ δίνῃ, γιὰ νὰ ζοῦν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ νὰ μὴν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα τὰ παιδιὰ στοὺς δρόμους. Ἐμεῖς ἐν τούτοις δὲν ἐφαρμόζουμε τὸ Εὐαγγέλιο· τὰ κρατοῦμε ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς πνίγει τὸ ἄγχος.
Ποῖος εἶνε ἀληθινὸς Χριστιανός; Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ λέῃ ―καὶ νὰ κρατάῃ― «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον», καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα νὰ τὰ δίνῃ. Κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό σου ―πόσα σοῦ χρειάζονται;―, καὶ τὰ ὑπόλοιπα δός τα στοὺς ἄλλους. Δός τα γιὰ φιλανθρωπία, δός τα στὸν δυστυχῆ, στὰ σχολεῖα, στοὺς ναούς, στὴν ἀνθρωπότητα. Θὰ ἦταν μικρὸ πρᾶγμα, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ἀντὶ νὰ θάβουμε π.χ. τὶς πατάτες, νὰ φορτώσουμε δεκαπέντε – εκοσι καράβια καὶ νὰ τὶς στείλουμε κάτω σ᾿ ἐκείνους ποὺ πεινοῦν καὶ δυστυχοῦν;
Φιλανθρωπία καὶ ἐλεημοσύνη, κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ δυτυχῶς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἔχει τὴ λύσι τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς στὸ τέλος περίλυπος εἶπε· «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»· ὅποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ (Λουκ. 14,35). Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει αὐτιά, θὰ ἔχῃ τὸ τέλος τοῦ πλεονέκτου, τὸ ὁποῖο εθε κανείς ἀπὸ μᾶς νὰ μὴν τὸ ἔχῃ, ἀλλὰ ὅλοι νὰ εμαστε πιστοί, καὶ νὰ προσπαθήσουμε ἀκούγοντας τὸ εὐαγγέλιο νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε.
Ἀναστενάζουν οἱ τράπεζες ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν καταθέσεων. Ἄχ, πόσα καλὰ μπορούσαμε νὰ κάνουμε, πόση φιλανθρωπία, πόση ἐλεημοσύνη! Καὶ τὸ κράτος μας μποροῦσε νὰ ἦταν ἕνα ἐλεῆμον καὶ φιλάνθρωπο κράτος. Τώρα ἀναστενάζουν οἱ τράπεζες, ἀλλὰ τὸ χρῆμα κινδυνεύει νὰ χαθῇ. Δὲν μιλῶ ἀπαισιοδόξως, μιλῶ πάνω στὴν πραγματικότητα· δὲν ἀποκλείεται αὐτὰ τὰ ἑκατομμύρια νὰ γίνουν μεθαύριο πλατανόφυλλα καὶ μὲ ἕνα ἑκατομμύριο νὰ μὴ μπορῇς ν᾿ ἀγοράσῃς οὔτε ἕνα καρβέλι ψωμί. Ἐνῷ μὲ τὰ ἑκατομμύρια ποὺ ἔχεις τώρα ―τώρα καὶ ὄχι αὔριο―, θὰ μποροῦσες τόσα καλὰ νὰ κάνῃς στὴν ἀνθρωπότητα. Ἀλλὰ ἡ πλεονεξία μὲ σύνθημα τὸ διαβολικὸ «Ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τίποτε γιὰ τοὺς ἄλλους», δὲν σ᾿ ἀφήνει.
Στὸν τάφο ἑνὸς Ἑλβετοῦ, ποὺ εἶνε ὁ δημιουργὸς τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, ὑπάρχει τὸ ἀντίθετο σύνθημα· «Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους, τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας». Ἡ Ἑλβετία εἶνε ἕνα μικρὸ ἀλλὰ φιλάνθρωπο κράτος. Στὴν πεῖνα τοῦ ᾿40, ᾿42, ᾿43, ᾿44 μᾶς βοήθησε. Ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, ναὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους, γεμίζανε καράβια καὶ μᾶς τὰ στέλνανε. Ἐνήστευαν οἱ Ἑλβετοί, γιὰ νὰ τρέφουν ἐμᾶς.
* * *
Λοιπόν, πάρτε ζυγαριὰ αὐτὴ τὴν
παραβολὴ καὶ ζυγίστε τὸν ἑαυτό σας, τὸ κράτος μας, τὸν κόσμο. Θὰ
διαπιστώσετε, ὅτι ὅσοι φωνάζουν προπαντὸς περὶ δικαιοσύνης εἶνε οἱ
μεγαλύτεροι πλεονέκτες, οἱ μεγαλύτεροι φιλάργυροι καὶ ὑλισταί. Αὐτοὶ ὡς
πρόγραμμα τῆς ζωῆς τους ἔχουν «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ
ἀποθνῄσκομεν» (Α΄ Κορ. 15,32). Ἀλλ᾿ ἐμεῖς ὄχι. Δικό μας πρόγραμμα νὰ
εἶνε· Ὅλα γιὰ τοὺς ἄλλους, τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό μας! Σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕψος μᾶς
καλεῖ ὁ Χριστός.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 22-11-1981)
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 22-11-1981)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.