Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΕΠΙΚΑΙΡΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Μ. Βασιλείου, ἐπιστολὴ 258:


“Πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον Ἐπιφάνιον”. 


Β΄ μέρος

ΣΥΓΧΥΣΗ σὲ θέματα Πιστεως
τῆς ἐποχῆς ἐκείνης
καὶ ἡ ΔΙΑΙΡΕΣΗ τῶν Ὀρθοδόξων
(ποὺ σήμερα ἐπαναλαμβάνεται τραγικά).

Στὸ δεύτερο μέρος τῆς παρουσιάσεως τῆς ἐπίκαιρης αὐτῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Βασιλείου πρὸς τὸν ἅγιον Ἐπιφάνιο, εἶναι ἀναγκαῖες κάποιες ἐπισημάνσεις, ἀφοῦ σήμερα βρισκόμαστε σὲ παρόμοια ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση. Δὲν ἔχουμε δηλαδή, εἰρήνη στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ πόλεμο μὲ τοὺς ψευδεπισκόπους τῆς ἐσχατολογικῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ Μ. Βασίλειος δίδει ἐξηγήσεις σ’ αὐτὴν την ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἅγιον Ἐπιφάνιο γιὰ τὴν στάση του πρὸς κάποια πρόσωπα καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας.
Συγκεκριμένα, στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὑπῆρχαν οἱ ὀρθόδοξοι “Μελετιανοί”, δηλαδὴ οἱ ἐναπομείναντες ἄνευ Ἐπισκόπου πιστοί, μετὰ τὴν ἐξορία τοῦ Ποιμένα τους, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου δηλ. Ἀντιοχείας ἁγίου Μελετίου. Καὶ δὲν ἐδέχοντο ἄλλον Ἐπίσκοπο, γιατὶ ὁ ἐξορισθεὶς Ἐπίσκοπός τους ἦταν κατ’ αὐτοὺς ὁ μόνος κανονικὸς Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος. Τοῦτο σημαίνει ὅτι οἱ πιστοὶ ἔχουν δικαίωμα, ἐφ’ ὅσον βαδίζουν μὲ πιστότητα τὴν Πατερικὴ Παράδοση, νὰ ἀκολουθοῦν τὸν Ποιμένα τους, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἐναντίον του κατηγορίες γιὰ παρεκτροπὲς σὲ θέματα Πίστεως καὶ Ἱ. Παραδόσεως, καὶ ταυτόχρονα, στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας δροῦν καὶ ἔχουν τὴν ἐξουσία οἱ αἱρετικοί.
Τὴν κανονικότητα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μελετίου συμμεριζόταν καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, ἀλλὰ καὶ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, γι’ αὐτὸ καὶ εἶχαν κοινωνία μαζί του, καὶ μεταξύ τους, ὅπως καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.
Ταυτόχρονα ὅμως, οἱ ἀκολουθοῦντες τὸν ἅγιο Μελέτιο “Μελετιανοί”, εἶχαν χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ κάποιους ἄλλους Ὀρθοδόξους ὡς σχισματικοί, οἱ ἴδιοι δέ, δὲν “ἐκοινώνουν” μετὰ τῆς μερίδος τῶν “Εὐσταθιανῶν” ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Παυλῖνο. Ὅμως μὲ τὸν Παυλῖνο κοινωνοῦσε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος.
     Γιὰ ποιό λόγο, ὅμως, ὁ Μ. Βασίλειος δὲν ἐκοινώνει μὲ τὸν Παυλῖνο; Διότι ὑποπτεύετο ὅτι ἀπεδέχετο τὶς θέσεις τοῦ αἱρετικοῦ Μαρκελλιανοῦ. Βλέπουμε λοιπόν, ἐδῶ, μιὰ παράδοξη κατάσταση: Μὲ τὸν Παυλῖνο δὲν κοινωνοῦσαν οἱ “Μελετιανοὶ” καὶ ὁ Μ. Βασίλειος· κοινωνοῦσε ὅμως ἡ Ρώμη, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε μεταβεῖ στὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ προσπαθήσει νὰ βοηθήσει τὴν συμφιλίωση καὶ ἕνωση τοῦ Παυλίνου μὲ τὸν Βιτάλιο, ποὺ εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ Ἀπολλινάριο.
Οἱ μεγάλοι αὐτοὶ Ἅγιοι, λοιπόν, σὲ περίοδο αἱρέσεων καὶ ἐνῶ ἀκόμα δὲν εἶχε διευκρινισθεῖ ἂν ἦταν κακόδοξες οἱ θέσεις τους, καὶ πρὶν κάποια Σύνοδος συνέλθει καὶ ἀποφανθεῖ γι’ αὐτούς, δὲν ἐπικοινωνοῦσαν μὲ καθ’ ὑποψίαν αἱρετικούς, μετὰ τῶν ὁποίων ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ Ἅγιοι εἶχαν κοινωνία! Καὶ ἐνῶ δὲν κοινωνοῦσαν μὲ τὸν καθ’ ὑποψίαν αἱρετικό, κοινωνοῦσαν μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκλησία ποὺ κοινωνοῦσε μαζί του!
Εἶναι ὡς ἐκ τούτου φανερὸ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος γράφει πρὸς τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο γιὰ νὰ τὸν ἐνημερώσει.
Εὔχομαι, τοῦ λέγει, νὰ δώσει ὁ Κύριος κάποτε νὰ δοῦμε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας ἑνωμένη. Καὶ ἐννοῶ, διευκρινίζει, νὰ ἑνωθοῦν οἱ Ὀρθόδοξες μερίδες, αὐτὲς ποὺ ἔχουν μαζί μας τὸ ἴδιο φρόνημα. Διότι ἡ Ἐκκλησία τῆς ὁποίας τὰ ὀρθόδοξα μέλη εἶναι μεταξύ τους χωρισμένα “κινδυνεύουν πάρα πολὺ νὰ δεχθοῦν πλήρως τὰς ἐπιβουλὰς τοῦ ἐχθροῦ, ὁ ὁποῖος μνησικακεῖ ἐναντίον της” ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν διαιρέσεων.
Στὴ συνέχεια καθιστᾶ σαφὲς ὁ Μ. Βασίλειος ὅτι, ἐνῶ “βεβαίως ἔχει ἀποκοπῆ ἡ αἵρεσις ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν”, ὅμως, ταυτόχρονα “εἶναι κομματισμένη καὶ ἡ ἰδία Ὀρθοδοξία ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό της” (σελ. 100).
Ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς “Μελετιανοὺς” ὁ Μ. Βασίλειος
ἐξηγεῖ: «Ἡμεῖς ὅμως, ἐπειδὴ ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος ὡμίλησε μὲ παρρησίαν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ ἠγωνίσθη μέχρι τέλους τὸν καλὸν ἀγῶνα ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Κωνσταντίνου εἶναι ὁ αἰδεσιμώτατος ἐπίσκοπος Μελέτιος, δι’ αὐτὸ καὶ εἶχε τοῦτον (ἐξ ἀρχῆς) κοινωνικὸν ἡ Ἐκκλησία μου, καθ’ ὅτι τὸν ὑπερηγάπησε λόγῳ τῆς ἰσχυρᾶς καὶ ἀνενδότου ἐκείνης ἀντιστάσεως. Ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερον τὸν ἔχομεν κοινωνικὸν μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ τὸν ἔχωμεν βεβαίως, ἐὰν θέλῃ ὁ Θεός. Ἄλλωστε καὶ ὁ μακαριώτατος πάπας Ἀθανάσιος (ὁ Μ. Ἀθανάσιος), ὅταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν μετέβη ἐκεῖ, πάρα πολὺ ἠθέλησε νὰ ἐπιτευχθῇ ἀπὸ τὸν ἴδιον ἡ μετ’ ἐκείνου (τοῦ Μελετίου) κοινωνία, πλὴν ὅμως λόγῳ κακουβουλίας τῶν συμβούλων ἀνεβλήθη ἡ ἕνωσίς των δι’ ἄλλην εὐκαιρίαν (ἀναβολὴ ἡ ὁποία) εἶθε νὰ μὴ ἐγίνετο ποτέ» (σελ. 100-101).
Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ περίοδος ποὺ ἐξετάζουμε (ὅπως μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ Μ. Βασίλειος) ἔχει πολλὲς ὁμοιότητες μὲ τὴν δική μας ἐποχή· εἶναι περίοδος διάστασης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μεταξὺ Οἰκουμενιστῶν, ἀντι-Οἰκουμενιστῶν, Ὀργανωσιακῶν, Ἁγιορειτῶν, Ἀποτειχισμένων, Παλαιοημερολογητῶν  καὶ φυσικὰ τῶν ποικίλων ἄλλων αἱρετικῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπικρατεῖ (ὅπως τότε) μεγάλη σύγχυση στὴν Ἐκκλησία μεταξὺ τῶν πιστῶν.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος Ἁγιορείτης μοναχὸς Νικόδημος Μπιλάλης (τοῦ ὁποίου ἐδῶ τὴ μετάφραση καὶ τὰ σχόλια χρησιμοποιοῦμε) «ὁ ἅγιος Μελέτιος κατ’ αὐτὴν τὴν ἐνθρόνισή του καὶ πρὸς κατάπληξιν τῶν ὑπολογιζόντων εἰς αὐτὸν Ἀρειανῶν, ὡμολόγησε τὴν ὀρθοδοξίαν, διὸ καὶ μετὰ ἕνα μῆνα ἐξεθρονίσθη καὶ ἐξορίσθη. Ἀλλὰ καὶ οἱ ὀρθόδοξοι “Eὐσταθιανοὶ” δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν, διότι εἶχεν ἐκλεγῆ καὶ χειροτονηθεῖ καὶ ὑπὸ Ἀρειανῶν, ἂν καὶ κατὰ τὴν ἐκλογήν του εἶχαν συμφωνήσει πάντες, (καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ αἱρετικοί), θεωροῦντες αὐτὸν «εἰδικόν» των, ἐνῶ ἦτο μόνο ὀρθόδοξος!» (σελ. 100, ὑποσ. 451).
Καὶ γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ στὴν τοποθέτησή του σχετικὰ μὲ τὸν ἐξορισθέντα ἅγιο Μελέτιο. Ἐμεῖς, γράφει, ἐξ αἰτίας τῆς κοινωνίας ποὺ εἴχαμε μὲ τὸν ἅγιο Μελέτιο, δὲν δεχτήκαμε νὰ κοινωνήσουμε μὲ κανέναν ἀπὸ ὅσους μετὰ τὸν ἅγιο Μελέτιο βρέθηκαν στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Ἀντιοχείας, «ὄχι διότι τοὺς ἐκρίναμεν ἀναξίους, ἀλλὰ διότι δὲν ἔχομεν τίποτε (κανένα στοιχεῖο) διὰ νὰ καταδικάσωμεν ἐκεῖνον» ὡς ἀνάξιον. Ἔτσι «δὲν τοὺς κατεκρίνεν (ὁ Μ.Β.) ὡς πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ δὲν εἶχεν ἐκκλησιαστικὴν “κοινωνίαν” μετ’ αὐτῶν, συμφώνως μὲ τὴν “κανονικὴν” τάξιν (σελ. 101, ὑποσ. 453).
[Αὐτὸ τὸ γεγονὸς μᾶς θυμίζει τὰ γεγονότα τῆς Λαρίσης μὲ τὴν ἐκθρόνιση τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Θεολόγου καὶ τὴν κατάληψιν τῆς ἐπισκοπῆς ὄχι μόνο μὲ ἀντικανονικὸ τρόπο,  ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Οἰκουμενιστὴ Ἐπίσκοπο!].
Ἤδη, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Νικόδημος Μπιλάλης, «περὶ τῆς καταστάσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καὶ δὴ τῆς Ἑνώσεως πάντων ὑπὸ τὸν μόνον κανονικὸν ἐπίσκοπον ἅγιον Μελέτιον, ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε γράψει ἐπανειλημμένως εἰς τὸν Μ. Ἀθανάσιον. Αἱ προσπάθειαί του ἐναυάγησαν, διότι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Μελέτιος ἀπέκρουσε καὶ “ἀνέβαλε” δι’ ἄλλον χρόνον τὴν “κοινωνίαν” του μετὰ τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὅτε ὁ τελευταῖος ἐπεδίωξεν αὐτὴν τὸ 363-364. Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἶχεν ἀναγνωρίσει καὶ εἶχε “κοινωνικὸν” προσωρινῶς τὸν Παυλῖνον» (σελ. 100-101, ὑποσ. 452).
Ἕνα ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ μείνουμε, εἶναι τὸ ἑπόμενο. Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος:
«Μολονότι πολλὰ ἠκούσαμε περὶ τῶν ἀδελφῶν (αὐτῶν εἰς βάρος των) ἐν τούτοις δὲν τὰ ἐδέχθηκεν, ἐπειδὴ δὲν ἀντιπαρεστάθησαν (εἰς ἀπολογίαν) ἐνώπιον τῶν κατηγόρων οἱ κατηγορούμενοι, συμφώνως πρὸς ὅ,τι ἔχει γραφεῖ: “μήπως ὁ Νόμος μας καταδικάζει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν προηγουμένως δὲν τὸν ἀκούσῃ (ὁ δικαστής)  καὶ μάθῃ τί (ἀξιοκατάκριτον) κάμνῃ;”. Συνεπῶς, λοιπόν, δὲν δυνάμεθα ἀκόμη, νὰ γράψωμεν εἰς αὐτούς, τιμιώτατε ἀδελφέ, οὔτε πρέπει νὰ ἐξαναγκαζώμεθα εἰς αὐτό» (σελ. 101).
[Ἴσως τὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Βασιλείου, πρέπει νὰ προβληματίσει μερικοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι κατεδίκασαν -ὡς ἄλλη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος- καὶ θεωροῦν ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὅσους ἀποτειχίστηκαν χωρὶς νὰ δεχθοῦν τὶς πολλὲς παρακλήσεις, προσκλήσεις καὶ στὴ συνέχεια προκλήσεις τῶν ἀποτειχισμένων ἀδελφῶν τους, μετὰ τὸν ὁποίων συμπορεύτηκαν ἕως ἕνα σημεῖο ἀπὸ κοινοῦ σ’ αὐτὸν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας].
Ἀναγκαῖο κρίνουμε  νὰ παραθέσουμε κάποιες ἀκόμα πληροφορίες τοῦ ἀειμνήστου μ. Νικοδήμου Μπιλάλη γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς διαφόρου στάσεως τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τοῦ Μ. Ἀθανασίου ὡς πρὸς τὸν Παυλῖνο. Σὲ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ ἐνημέρωση ἦτο χρονοβόρα, ποὺ οἱ εἰκασίες, οἱ ἢ οἱ  ἀκριβεῖς πληροφορίες ἔφταναν ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο μετὰ ἀπὸ μῆνες, οἱ Χριστιανοὶ ἦσαν ἐπιφυλακτικοὶ στὸ νὰ δεχθοῦν κάποιον γιὰ τὸν ὁποῖον κυκλοφοροῦσαν γιὰ τὶς τοποθετήσεις του ὡς πρὸς τὰ θέματα τῆς Πίστεως ἀντικρουόμενες πληροφορίες. Ἔτσι, ὁ μὲν Μ.Β. εἶχε τέτοιες πληροφορίες ποὺ τὸν ἔκαναν νὰ εἶναι ἐπιφυλακτικὸς γιὰ τὶς διδασκαλίες τοῦ Παυλίνου, ἀντίθετα ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἶχε ἄλλες πληροφορίες καὶ εἶχε ἀσχοληθεῖ ἐμπεριστατωμένα μὲ τὸ θέμα, καθόσον μάλιστα εἶχε συγγράψει καὶ τὸν «Πρὸς τοὺς Ἀντιοχεῖς Τόμον», τὸν ὁποῖον ὑπέγραψαν πολλοὶ ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, ἀλλὰ καὶ ὁ Παυλῖνος. Μάλιστα, «μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ “Τόμου”, ἤτοι ὁμολογία πίστεως, ὁ Παυλῖνος» ἔκαμε «καὶ ἰδίαν ὁμολογίαν πίστεως, ἐμφανῶς καὶ σαφῶς ὀρθόδοξον, περὶ Ἁγ. Τριάδος, περὶ Ἐνανθρωπίσεως τοῦ Λόγου καὶ περὶ Ἁγίου Πνεύματος, καταλήγει δὲ οὕτως:
“Ὅθεν ἀναθεματίζω τοὺς τὴν ἐν Νικαίᾳ ὁμολογηθεῖσαν πίστιν ἀθετοῦντας καὶ μὴ λέγοντας ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς καὶ ὁμοούσιον εἶναι τὸν Υἱὸν τῷ Πατρί. Ἀναθεματίζω δὲ τοὺς λέγοντας τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κτῖσμα δι’ Υἱοῦ γεγονός. Ἔτι δὲ ἀναθεματίζω Σαβελλίου καὶ Φωτεινοῦ, καὶ πᾶσαν αἵρεσιν, στοιχῶν τῇ πίστει τῇ κατὰ Νικαίαν, καὶ πᾶσι προγεγραμμένοις”» (σελ. 102, ὑποσ. 454).
Σήμερα κατήφεια καὶ θλίψη καταλαμβάνει τὸν κάθε πιστό, ὅταν διαπιστώνει ὅτι οἱ Ποιμένες, ἐνῶ εἶναι γνωστότατες οἱ ἐπὶ δεκαετίες κακοδοξίες τῶν -θεωρίᾳ καὶ πράξει- Οἰκουμενιστῶν (ὡς καὶ τῶν συνεργατῶν τους), οἱ Ποιμένες κοινωνοῦν μὲ αὐτούς, περιμένοντας κάποιον Ἱ. Κανόνα ἢ Σύνοδο νὰ τοὺς ἐπιβάλλει καὶ νὰ τοὺς ὑποχρεώσει νὰ μὴν κοινωνοῦν μὲ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστές!
Καὶ τὸ τραγελαφικόν! Αὐτὴν τὴν λογικὴ καὶ τακτικὴν ὑποστηρίζουν καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ παραβλέπουν ἢ καὶ “ἀπεχθάνονται” τοὺς Ἱ. Κανόνες, καὶ ἐπιμένουν στὶς Ἐντολὲς καὶ στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ἀποκρύπτοντας ὅτι οἱ Ἅγιοι, ὑπακούοντες στὶς θεῖες Ἐντολές, ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἐπὶ ὑποψίᾳ αἱρέσεως, πόσο μᾶλλον περισσότερο, ὅταν ὑπῆρχαν καὶ θεσπισθέντες πρὸς τοῦτο Ἱ. Κανόνες!
Καὶ ἀντίθετα, θεωροῦν ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὅσους ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, γιὰ τοὺς ὁποίους (Οἰκουμενιστές) δὲν ὑπάρχει ἁπλῶς ὑποψία αἱρέσεως, ἀλλὰ καθημερινὰ πιστοποιούμενη, ψηλαφητὴ καὶ κράζουσα αἵρεση, ποὺ καὶ οἱ ἴδιοι ἀποκαλοῦν ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ.
Σημάτης Παναγιώτης
__________________
(*) Ἡ μετάφραση τοῦ κειμένου στηρίζεται ἀποκλειστικὰ στὴν ἀντίστοιχη τοῦ ἀειμνήστου μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη.

παναλαμβάνουμε ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Μ. Β., ἀποσπάσματα τῆς ὁποίας παρουσιάσαμε.

258. ΕΠΙΦΑΝΙΩ ΕΠΙΣΚΟΠΩ

1. Τὸ πάλαι προσδοκηθὲν ἐκ τῆς τοῦ Κυρίου προρρή σεως, νῦν δὲ λοιπὸν τῇ πείρᾳ τῶν πραγμάτων βεβαιούμενον, ὅτι «Διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», ἤδη κεκρατημένον παρ' ἡμῖν, ἔδοξε λύειν τὰ γράμματα τῆς τιμιότητός σου κομισθέντα. Ὄντως γὰρ ἀγάπης ἔνδειγμα οὐ τὸ τυχὸν πρῶτον μὲν μνησθῆναι ἡμῶν τῶν οὕτω μικρῶν καὶ μηδενὸς ἀξίων, ἔπειτα καὶ ἀδελφοὺς ἀποστεῖλαι εἰς ἐπίσκεψιν ἡμετέραν πρέποντας εἶναι διακό νους εἰρηνικῶν γραμμάτων. Οὐδὲν γὰρ τούτου σπανιώτερον θέαμα, πάντων πρὸς πάντας λοιπὸν ὑπόπτως διακειμένων. Οὐδαμοῦ γὰρ εὐσπλαγχνία, οὐδαμοῦ συμπάθεια, οὐδαμοῦ δάκρυον ἀδελφικὸν ἐπ' ἀδελφῷ κάμνοντι. Οὐ διωγμοὶ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, οὐκ Ἐκκλησίαι στενάζουσαι πανδημεί, οὐχ ὁ πολὺς οὗτος τῶν περιεχόντων ἡμᾶς δυσχερῶν κατάλογος κινεῖν δύναται ἡμᾶς πρὸς τὴν ὑπὲρ ἀλλήλων μέριμναν. Ἀλλὰ τοῖς πτώμασιν ἐναλλόμεθα, τὰ τραύματα ἐπιξαίνο μεν, τὰς παρὰ τῶν αἱρετικῶν ἐπηρείας οἱ δοκοῦντες τῷ αὐτῷ κοινωνεῖν φρονήματι ἐπιτείνομεν, καὶ οἱ ἐν τοῖς καιριωτάτοις ἔχοντες συμφωνίαν ἑνί γέ τινι πάντως διεστή κασιν ἀπ' ἀλλήλων. Πῶς οὖν μὴ θαυμάσωμεν τὸν ἐν τοιού τοις πράγμασι καθαρὰν καὶ ἄδολον τὴν πρὸς τοὺς πλησίον ἀγάπην ἐπιδεικνύμενον, καὶ διὰ τοσαύτης θαλάσσης καὶ ἠπείρου τῆς χωριζούσης ἡμᾶς σωματικῶς τὴν ἐνδεχομένην ἐπιμέλειαν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν χαριζόμενον;
2. Ἐθαύμασα δέ σου κἀκεῖνο ὅτι καὶ τὴν ἐν τῷ Ἐλαιῶνι τῶν ἀδελφῶν διάστασιν λυπηρῶς ἐδέξω καὶ βούλει τινὰ αὐτοῖς γενέσθαι πρὸς ἀλλήλους συμβιβασμόν. Καὶ ὅτι σε οὐδὲ τὰ παρευρεθέντα ὑπό τινων καὶ ταραχὰς ἐμποιήσαντα τῇ ἀδελφότητι παρέλαθεν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπὶ τούτοις μέρι μναν ἀνεδέξω, καὶ ταῦτα ἀπεδεξάμην. Ἐκεῖνο δὲ οὐκέτι τῆς σῆς ἐνόμισα εἶναι συνέσεως ἄξιον, τὸ ἡμῖν τὴν περὶ τῶν τηλικούτων διόρθωσιν ἐπιτρέπειν, ἀνθρώποις οὔτε χάριτι Θεοῦ ἀγομένοις διὰ τὸ ἁμαρτίαις συζῆν, οὔτε τινὰ κεκτημένοις περὶ τοὺς λόγους δύναμιν διὰ τὸ τῶν μὲν ματαίων ἀγαπητῶς ἀποστῆναι, τῶν δὲ τῆς ἀληθείας δογ μάτων μήπω τὴν προσήκουσαν ἕξιν ἀναλαβεῖν. Ἐπεστεί λαμεν οὖν ἤδη τοῖς ἀγαπητοῖς ἀδελφοῖς ἡμῶν τοῖς κατὰ τὸν Ἐλαιῶνα, Παλλαδίῳ τῷ ἡμετέρῳ καὶ Ἰννοκεντίῳ τῷ Ἰταλῷ, πρὸς τὰ παρ' αὐτῶν ἡμῖν ἐπεσταλμένα, ὅτι οὐδὲν δυνάμεθα τῇ κατὰ Νίκαιαν πίστει προστιθέναι ἡμεῖς, οὐδὲ τὸ βραχύτατον, πλὴν τῆς εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δοξολογίας, διὰ τὸ ἐν παραδρομῇ τοὺς Πατέρας ἡμῶν τούτου τοῦ μέρους ἐπιμνησθῆναι·οὔπω τοῦ κατ' αὐτὸ ζητήματος τότε κεκινημένου. Τὰ δὲ προσυφαινόμενα τῇ πίστει ἐκείνῃ δόγματα περὶ τῆς τοῦ Κυρίου Ἐνανθρωπήσεως, ὡς βαθύτερα τῆς ἡμετέρας καταλήψεως οὔτε ἐβασανίσαμεν οὔτε παρε δεξάμεθα, εἰδότες ὅτι, ἐπειδὰν τὴν ἁπλότητα τῆς πίστεως ἅπαξ παρακινήσωμεν, οὔτε τι πέρας τῶν λόγων εὑρήσομεν ἀεὶ τῆς ἀντιλογίας εἰς τὸ πλεῖον ἡμᾶς προαγούσης, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν ἀκεραιοτέρων παραταράξομεν τῇ παρεισαγωγῇ τῶν ξενιζόντων.
3. Τὴν δὲ κατὰ Ἀντιόχειαν Ἐκκλησίαν (λέγω δὴ τὴν τῷ αὐτῷ φρονήματι συμβαίνουσαν) δῴη ποτὲ ὁ Κύριος ἰδεῖν αὐτὴν ἡνωμένην. Κινδυνεύει γὰρ αὕτη μάλιστα δεδέχθαι τὰς ἐπιβουλὰς τοῦ ἐχθροῦ μνησικακοῦντος αὐτῇ διὰ τὸ πρῶτον τοῖς ἐκεῖ τὴν τῶν Χριστιανῶν προσηγορίαν ἐμπολι τεύσασθαι. Καὶ τέτμηται μὲν ἡ αἵρεσις πρὸς τὴν ὀρθοδο ξίαν, τέτμηται δὲ καὶ αὐτὴ πρὸς ἑαυτὴν ἡ ὀρθότης. Ἡμεῖς δέ, ἐπειδὴ καὶ ὁ πρῶτος παρρησιασάμενος ὑπὲρ τῆς ἀλη θείας καὶ τὸν καλὸν ἐκεῖνον διαθλήσας ἀγῶνα ἐπὶ τῶν καιρῶν Κωνσταντίου ὁ αἰδεσιμώτατος Μελέτιός ἐστιν ὁ ἐπίσκοπος, καὶ ἔσχεν αὐτὸν ἡ ἐμὴ Ἐκκλησία κοινωνικὸν ὑπεραγαπήσασα αὐτὸν διὰ τὴν καρτερὰν ἐκείνην καὶ ἀνέν δοτον ἔνστασιν, καὶ ἔχομεν αὐτὸν κοινωνικὸν μέχρι τοῦ νῦν τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι καὶ ἕξομέν γε, ἐὰν ὁ Θεὸς θέλῃ. Ἐπεὶ καὶ ὁ μακαριώτατος Πάπας Ἀθανάσιος, ἐπιστὰς ἀπὸ Ἀλεξανδρείας, πάνυ ἐβούλετο αὐτῷ τὴν πρὸς αὐτὸν κοινωνίαν καταπραχθῆναι, ἀλλὰ κακίᾳ συμβούλων εἰς ἕτερον καιρὸν ὑπερετέθη αὐτῶν ἡ συνάφεια· ὡς οὐκ ὤφειλε. Τῶν δὲ τελευ ταῖον ἐπεισελθόντων οὐδενὸς οὐδέπω τὴν κοινωνίαν προση κάμεθα, οὐκ ἐκείνους κρίνοντες ἀναξίους, ἀλλὰ μηδὲν ἔχοντες τούτου καταγινώσκειν. Καίτοι πολλὰ μὲν ἠκούσαμεν περὶ τῶν ἀδελφῶν, ἀλλ' οὐ προσηκάμεθα, διὰ τὸ μὴ ἀντικα ταστῆναι τοῖς κατηγόροις τοὺς ἐγκαλουμένους κατὰ τὸ γεγραμμένον, ὅτι «Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ πρῶτον αὐτοῦ ἀκούσῃ καὶ γνῷ τί ποιεῖ». Ὥστε οὔπω δυνάμεθα αὐτοῖς ἐπιστέλλειν, τιμιώτατε ἀδελφέ, οὔτε ἀναγκάζεσθαι εἰς τοῦτο ὀφείλομεν. Πρέπον δ' ἂν εἴη τῇ εἰρηνικῇ σου προθέσει μὴ τὸ μὲν συνάπτειν, τὸ δὲ διασπᾶν, ἀλλὰ τῇ προϋπαρχούσῃ ἑνώσει τὰ κεχωρισμένα προσάγειν. Ὥστε πρῶτον μὲν εὖξαι, ἔπειτα καί, ὅση δύναμις, παρακάλεσον ῥίψαντας αὐτοὺς ἐκ τῶν ψυχῶν τὸ φιλότιμον καὶ ὑπὲρ τοῦ ἀποδοῦναι τὴν ἰσχὺν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ καθελεῖν τὸ φρύαγμα τῶν ἐχθρῶν συμβῆναι αὐτοὺς πρὸς ἀλλήλους. Ἱκανῶς δέ μου κἀκεῖνο τὴν ψυχὴν παρεκάλεσε, τὸ προστε θὲν παρὰ τῆς σῆς ἀκριβείας τοῖς λοιποῖς καλῶς καὶ ἀκρι βῶς θεολογηθεῖσι· τὸ τρεῖς ἀναγκαῖον εἶναι τὰς ὑποστάσεις ὁμολογεῖν. Ὥστε τοῦτο καὶ οἱ κατὰ Ἀντιόχειαν ἀδελφοὶ διδασκέσθωσαν παρὰ σοῦ, πάντως δέ που καὶ ἐδιδάχθησαν. Οὐ γὰρ ἂν εἵλου δηλονότι τὴν πρὸς αὐτοὺς κοινωνίαν μὴ τοῦτο αὐτῶν μάλιστα τὸ μέρος ἀσφαλισάμενος.
4. Τὸ δὲ τῶν Μαγουσαίων ἔθνος (ὅπερ διὰ τῆς ἑτέρας ἐπιστολῆς σημᾶναι ἡμᾶς κατηξίωσας) πολύ ἐστι παρ' ἡμῖν κατὰ πᾶσαν σχεδὸν τὴν χώραν διεσπαρμένον, ἀποίκων τὸ παλαιὸν ἐκ τῆς Βαβυλωνίας ἡμῖν ἐπεισαχθέντων. Οἳ ἔθεσιν ἰδιάζουσι κέχρηνται ἄμικτοι ὄντες πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώ πους· λόγῳ δὲ πρὸς αὐτοὺς κεχρῆσθαι, καθό εἰσιν ἐζωγρη μένοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου εἰς τὸ ἐκείνου θέλημα, παντελῶς ἐστιν ἀδύνατον. Οὔτε γὰρ βιβλία ἐστὶ παρ' αὐτοῖς οὔτε διδάσκαλοι δογμάτων, ἀλλὰ ἔθει ἀλόγῳ συντρέφονται παῖς παρὰ πατρὸς διαδεχόμενοι τὴν ἀσέβειαν. Ἐκτὸς δὴ τούτων ἃ ὑπὸ πάντων ὁρᾶται, τὴν ζωοθυσίαν παραιτοῦνται ὡς μίασμα δι' ἀλλοτρίων χειρῶν τὰ πρὸς τὴν χρείαν ζῶα κατασφάζοντες· γάμοις ἐπιμαίνονται παρανόμοις καὶ τὸ πῦρ ἡγοῦνται Θεὸν καὶ εἴ τι τοιοῦτον. Τὰς δὲ ἐκ τοῦ Ἀβραὰμ γενεαλογίας οὐδεὶς ἡμῖν, μέχρι τοῦ παρόντος, τῶν μάγων ἐμυθολόγησεν, ἀλλὰ Ζαρνοῦάν τινα ἑαυτοῖς ἀρχηγὸν τοῦ γένους ἐπιφημίζουσι. Διόπερ οὐδὲν ἔχω πλέον ἐπι στέλλειν ὑπὲρ αὐτῶν τῇ τιμιότητί σου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.