Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Να μην απελπίζεται κανένας, ουδέποτε, για οτιδήποτε.

Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις μέρους τοῦ περὶ Μετανοίας Λόγου,
ἐκ τοῦ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ἅγιον Ἀμφιλόχιον, Ἐπίσκοπον Ἰκονίου.


«Δεῦτε πρός με πᾶντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι,

κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11, 28).

Ἀντὶ προλόγου

Ὁ θεοχειροτόνητος ἐπίσκοπος Ἰκονίου Ἅγιος Ἀμφιλόχιος, ἐξάδελφος Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μαθητής καὶ φίλος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὸν «Περὶ μετανοίας» ἐπιγραφόμενον εἰς αὐτὸν Λόγον του, μεταξὺ ἄλλων περὶ μετανοίας φιλανθρώπων διηγήσεων, ἀναφέρει καὶ τὸ ἀκόλουθον παράδοξον περιστατικόν.
«Βούλομαι δὲ καὶ ἑτέραν ἀφήγησιν, ὦ φίλοι, ὠφέλιμον οὖσαν ὑμῖν διηγήσασθαι, δεικνύουσαν καθαρῶς Θεὸν μηδένα ἀποστρέφεσθαι τῶν προσπελαζόντων αὐτῷ. Καὶ τοῦτο... ἀπὸ τῆς βίβλου τῶν Πατέρων πειράσομαι διηγήσασθαι».
-Θέλω, ὦ φίλοι, λέγει, νὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ μίαν ἄλλην ὠφέλιμον διήγησιν ἡ ὁποία φανερώνει πολὺ καθαρὰ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρέφεται κανένα ἀπὸ ὅσους θέλουν διὰ μετανοίας νὰ τὸν πλησιάσουν, μὲ σκοπὸν νὰ σωθοῦν. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀνασύρω ἀπὸ τὴν βίβλο τῶν πατερικῶν διηγήσεων.
Διηγεῖται λοιπὸν ὁ Ἅγιος καὶ τὸ ἀπροσδόκητον αὐτὸ γεγονός, ὡς
ἔνδειγμα τῆς ἄκρας τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας πρὸς τοὺς ἁμαρτάνοντας, ὥστε νὰ μὴ διστάζουν ὡς πρὸς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν θελήσουν ἀληθινὰ νὰ μετανοήσουν.
Ἀπὸ τὴν διήγησιν αὐτὴν πληροφορούμεθα ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ ἀφήνῃ ποτὲ τὸν ἑαυτὸν του εἰς λογισμοὺς ἀπελπισίας καὶ ἀπογνώσεως ὡς πρός τὴν σωτηρίαν του, ἀκόμη καὶ ἐὰν καθ' ὑπόθεσιν ἦτο τόσον ἁμαρτωλός, ὡς νὰ ἦτο δαίμων, καὶ ἤθελε εἰλικρινῶς νὰ μετανοήσῃ.
«Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀναβάλλουμε, οὔτε νὰ βραδύνουμε δι' ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ καταπονισθῆ. Διότι ἄν θελήσεις δι' ὀλίγον χρόνον νὰ ἀναβάλῃς τὴν σωτηρία του, θὰ τὸν ἐγκαταλείψῃς στὴν ἀγριότητα τῆς τρικυμίας. Δι' αὐτὸ σὲ τέτοιες συμφορές χρειάζεται ταχύτης, ταχύτης καὶ προσπάθεια ἐντατική...  Ἄς γινώμεθα, λοιπόν, προνοητικοὶ διὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας».
(Ἅγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος)


Λέγει λοιπόν ἡ ἐκ παραδὁσεως ἐρχομένη αὐτὴ διήγησις ὅτι:
Κάποιος Γέρων ἀσκητὴς μέγας καὶ διορατικός εἶχε φθάσει εἰς μέτρα ἀσκήσεως ὑπεράνω τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἐπήρεια εὐθαρσῶς κατεφρόνει. Εἶχαν ἀνοίξει μὲ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ τῆς ψυχῆς του τὰ μάτια καὶ ἔβλεπε ὀφθαλμοφανῶς Ἀγγέλους καὶ δαίμονας, πῶς ὁ καθένας ἀπὸ τὴν ἰδικήν του παράταξιν ἀγωνιζόμενος ἐπηρεάζει τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον. Τόσον μέγας ἦταν ὁ Γέρων αὐτός εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ καὶ νὰ περιπαίζῃ ἐμφανῶς τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε πολλὲς φορές τοὺς ἐμέμφετο καὶ τοὺς ἔθλιβε, ὑπενθυμίζων εἰς αὐτούς και τὴν ἔκπτωσίν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν και τοῦ αἰωνίου πυρός τὴν κόλασιν, ἡ ὁποία ὡς ὑποδίκους τούς ἀναμἑνει.
Οἱ δαίμονες, ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, κοινολογώντας τὴν προκοπὴν καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ θεοφόρου αὐτοῦ Γέροντος, κατέλιξαν εἰς τὴν γνώμην νὰ μὴν τὸν πλησιάσῃ κανείς πλέον ἀπὸ μέρους των εἰς τὸ ἑξῆς μήτε νὰ τολμήσῃ νὰ παλαίσῃ μαζὶ του μήπως καὶ πληγωθῇ ἀπὸ αὐτόν, διότι μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔφθασε εἰς μέτρα τελειώσεως ὑπερβαίνοντα τὴν κοινὴν ἀνθρωπίνην φύσιν.
Ἐδῶ περίπου εὑρίσκοντο πνευματικῶς, ἐν σχέσει μὲ τὸν μέγαν Γέροντα τὰ πράγματα, ὅταν μίαν ἡμέραν ἕνας τῶν δαιμόνων λέγει εἰς ἕνα ἄλλον συνταλαίπωρον ὅμοιον του, Ζερέφερ τὸ ὄνομα -ἐὰν ἔχουν οἱ ἀκατονόμαστοι ὄνομα.
-Ζερέφερ· τοῦ λέγει, ἔχω ἕνα λογισμόν· Ἆραγε, ἐὰν κάποιος ἀπὸ ἡμᾶς τοὺς δαίμονας ἤθελε μεταμεληθῇ - ἀλλάξῃ γνώμην, τὸν δέχεται ἆραγε εἰς μετάνοιαν ὁ Θεός;
Τί λέγεις; ναὶ ἢ ὄχι; Καὶ ποιός ἐνδεχομένως θα ἠμποροῦσε νὰ τὸ γνωρίζῃ αὐτό;
Περίεργον ἀπίθανον τὸ ἐρώτημα.
Τοῦ ἀποκρίνεται ὁ Ζερέφερ·
-Θέλεις, τοῦ λέγει· να ὑπάγω εἰς τὸν μέγαν Γέροντα ποὺ μᾶς περιφρονεῖ καὶ μᾶς περιπαίει νὰ τὸν πειράξω μὲ τὸ ἐρώτημα αὐτό, νὰ λάβωμε ἀπάντησι;
Τοῦ λέγει ὁ πρῶτος·
-Πήγαινε, ἀλλὰ πρόσεχε καλά, διότι ὁ Γέροντας εἶναι ἀνεβασμένος πνευματικά, εἶναι διορατικός καὶ θὰ γνωρίσῃ τὸν δόλον· καὶ δὲν θὰ πεισθῇ νὰ ἐρωτήσῃ περὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ τὸν Θεόν. Ὅμως πήγαινε· καὶ ἢ ἐπιτυγχάνεις τόν σκοπόν σου, ἢ δοκιμάζεις καὶ φεύγεις.
Ἐπῆγε λοιπὸν πρός τὸν μέγαν Γέροντα ὁ Ζερέφερ, σχηματίζοντας τὸν ἑαυτόν του ὡς ἄνθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνοῦντα καὶ ὀδυρόμενον τὴν ἀπώλειάν του. Ὁ δὲ Θεός, θέλων να δείξῃ ὅτι οὐδένα μετανοημένον ἀποστρέφεται, ἀλλὰ δέχεται τούς πάντας, ἐὰν εἰλικρινῶς εἰς Αὐτὸν ἐπιστρέφουν, δὲν ἐφανέρωσε εἰς τὸν Γέροντα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν περίπτωσιν αὐτὴν τῆς πανουργίας τοῦ δαίμονος, ἀλλ' ὡς ἄνθρωπον ὁ Γέρων ἔβλεπε τὸν πονηρὸν καὶ τίποτε περισσότερον.
Θρηνεῖ λοιπὸν γοερῶς ὁ ἀπατεών.
Καὶ τὸν ἐρωτᾶ ὁ Γέρων·
-Τὶ ἔχεις, ἄνθρωπε, καὶ κλαίεις καὶ ὀλοφύρεσαι τόσον ἀπὸ καρδίας, συντρίβων μὲ τὸν ὀδυρμόν σου καὶ τὴν ἰδικήν μου καρδίαν;
Ἀποκρίνεται ὁ δαίμων·
-Ἐγώ, Πάτερ ἅγιε, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος, ἀλλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω ἐκ τοῦ ἀπείρου πλήθους τῶν ἀνομιῶν μου.
Τοῦ λέγει ὁ Γέρων·
-Καὶ τί θέλεις ἀπὸ ἐμὲ νὰ σοῦ κάμω;
Διότι ἐνόμισεν ὁ Πατήρ ὅτι ἀπὸ πολλῆς ταπεινώσεως ἀπεκάλει ὁ ὀδυρόμενος τὸν ἑαυτόν του δαίμονα· ὁ δὲ Θεός, πρός τὸ παρόν, δὲν ἀποκαλύπτει τὸ γινόμενον.
Λέγει ὁ δαίμων·
-Τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλῶ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ δεηθῇς ἀπὸ καρδίας πρός Κύριον τὸν Θεόν σου νὰ σοῦ φανερώσῃ, ἐὰν δέχεται τόν διάβολον εἰς μετάνοιαν· διότι, ἐὰν ἐκεῖνον εἰς μετάνοιαν δεχθῇ, δέχεται καὶ ἐμένα, ὁ ὁποῖος εἰς τίποτε δὲν διαφέρω ἀπὸ ἐκεῖνον.
-Καλά, τοῦ λέγει ὁ Γέρων, ὅπως θέλεις θὰ κάμω· Τώρα πήγαινε στὸ καλό σου, καὶ αὔριον ἔλα πάλι ἐδῶ να σοῦ ἀναγγείλω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔφυγε ὁ δαίμων. Καὶ τὴν νύκτα ἐκείνην ἀπλώνει καρδίαν καὶ χεῖρας εἰς ἱκεσίαν ὁ ὅσιος Γέρων, παρακαλῶν τὸν Πανάγαθον νὰ τοῦ φανερώσῃ, ἐὰν ἆραγε δέχεται τὸν διάβολον ἐπιστρέφοντα εἰς μετάνοιαν.
Ἀμέσως τότε τοῦ ἐμφανίζεται Ἄγγελος παρὰ Κυρίου ἐξαστράπτων καὶ λέγων·
-Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεός σου!
-Διατὶ παρεκάλεσες ὑπέρ δαίμονος τὴν ἐξουσίαν μου;
Καὶ τί ἦλθε αὐτὸς ζητῶν, ἐκπειράζων σε μὲ δόλον;
Ὁ Γέρων ἔμεινε ἐκστατικὸς πρὸς τὸν Ἄγγελον.
-Καὶ πῶς, λέγει, ὁ Κύριος δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ἐνεργούμενον, ἀλλὰ μοῦ τὸ ἀπέκρυψε νὰ μὴν τὸ ἐννοήσω;
Καθησυχάζων αὐτὸν ὁ Ἄγγελος τοῦ λέγει·
-Μὴ ταραχθῇς δι' αὐτὸ ὅπου ἔγινε. Διότι κάποιαν θαυμαστὴν οἰκονομίαν μετέρχεται ὁ Θεός εἰς ὡφέλειαν τῶν ἁμαρτωλῶν, ὥστε να μὴν ἀπελπίζωνται. Διότι κανένα ἐκ τῶν προσερχομένων εἰς αὐτὸν ἐν μετανοίᾳ δὲν ἀποστρέφεται ὁ πανυπεράγαθος Κύριος· κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς καὶ Διάβολος ἤθελε δεόντως προσέλθει· ὥστε μέ τὴν δοκιμὴν αὐτὴν νὰ γίνῃ φανερὰ ἡ ἐξ αὐτῶν τῶν ἰδίων δαιμόνων προερχομένη σκληρότης καί θανάσιμος αὐτῶν ἀπόγνωσις. Ὅταν λοιπὸν ἔλθη αὔριον ὁ πειράζων πρός σέ, μὴν τὸν ἀποπάρῃς ἐξ ἀρχῆς, ἀλλ' εἶπέ του τὰ ἑξῆς·
-Διὰ νὰ γνωρίζῃς ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεὸς καὶ δὲν ἀποστρέφεται κανένα ἐξ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιστρέφουν εἰς Αὐτὸν ἐν μετανοίᾳ, καθ' οἰονδἡποτε τρόπον καὶ ἄν εἶχαν προηγουμένως ἁμαρτήσει, μοῦ ὑπεσχέθῃ ὅτι καὶ ἐσένα θὰ δεχθῇ· ἀλλὰ ἐὰν τηρήσης ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δι' ἐμοῦ σὲ προστάζει.
Ὅταν ἐδῶ φθάσουν τὰ πράγματα, καὶ σὲ ἐρωτήσει·
-Καὶ ποῖα ἄραγε εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ δίνεις ἐντολὴν νὰ τηρήσω;
Τότε νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
-Τάδε λέγει Κὐριος·
Ἐγώ Κύριος ὁ Θεός σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔχεις ἔλθει πειράζων. Σὺ εἶσαι ἀρχαῖον κακόν. Καὶ συνήθισες νὰ πορεύεσαι κατὰ τὴν βέβηλόν σου ὑπερηφάνειαν. Καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ἀφιερώσῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἀληθινὴν μετάνοιαν; Ὅμως, διὰ νὰ μὴν ἔχῃς πρόφασιν ἀπολογίας τὶς δικαιολογίες αὐτές κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, ὅτι δῆθεν ἠθέλησα νὰ μετανοήσω καὶ ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἐδέχθη, πρόσεχε εἰς αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω, πῶς ὀφείλεις νὰ ἐνεργήσῃς τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας σου.
Αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων·
-Θὰ μείνης ἐπὶ τρία ἔτη εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος. Στραμμένος κατὰ ἀνατολάς. Νύκτα καὶ ἡμέρα θὰ ἱκετεύῃς: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ ἀρχαῖον κακόν». Σὺ θὰ τὸ λέγῃς αὐτὸ ἑκατὸ φορές. Μὲ φωνή δυνατή.
Καὶ πάλιν ἐκατὸ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως».
Καὶ πάλιν ἄλλες ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμένην ἀπάτην»!
Αὐτὰ νὰ κράζῃς πρός τον Κύριον ἐπὶ τρία ἔτη διαδοχικῶς καὶ ἀδιαλείπτως, τὴν μίαν ἑκατοντἀδα μετὰ τὴν ἄλλην. Καὶ ἐὰν τὰ κάνῃς αὐτὰ καθώς πρέπει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνην ποὺ ἁρμόζει, θὰ συναριθμηθῇς μὲ τοὺς Ἀγγέλους Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος.
Αὐτὰ νὰ τοῦ εἰπῇς, λέγει ὁ Ἄγγελος, εἰς τὸν Γέροντα. Ἐὰν λοιπὸν συμφωνήσῃ νὰ τὰ κάμῃ, δέξου αὐτὸν εἰς μετάνοιαν.
Ἀλλὰ γνωρίζω, λέγει Κύριος, ὅτι ἀρχαῖον κακὸν νέον καλὸν δὲν γίνεται.
Καὶ ὅσα ἀκολουθήσουν σημείωσέ τα διὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ ἄνθρωποι εἰς ἀπελπισίαν καὶ ἀπόγνωσιν, ἐφόσον ἀπὸ καρδίας θελήσουν νὰ μετανοήσουν. Διότι πάρα πολὺ θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν διήγησιν αὐτὴν οἱ βαρέως ἁμαρτήσαντες, πληροφορούμενοι γιὰ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ ἀπελπίζωνται εἰς τὴν προσπάθειαν τῆς μετανοίας διὰ τὴν σωτηρίαν των.
Αὐτὰ εἶπεν ὁ Ἄγγελος καὶ ἀνέβη εἰς τους οὐρανούς.
Τὴν ἑπομένην ἐνωρίς τὸ πρωΐ ἐμφανίζεται πάλιν κλαίων ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ μακρόθεν ὁ δαίμων, καὶ ἐρχόμενος πρὸς τὸν Γέροντα.
Ὁ Γέρων κατ' ἀρχὰς δὲν ἐθεάτρισε τὴν ἀπάτην τοῦ προσερχομένου· μόνον ἔλεγε ἀπὸ μέσα του εἰς τὸν λογισμόν του:
-Κακῶς ἦλθες, ἀρχαῖον κακόν, κλέπτη διάβολε, σκορπιὲ μὲ τὸ δηλητήριο, ἀποστάτα τῆς θείας δόξης, ἀντάρτη κακότροπε, κακοσήμαντε, παραχαραγμένε, παραμορφωμένε.
Καὶ ὅταν ἐπλησίασε, τοῦ λέγει·
-Νὰ γνωρίσης ὅτι παρεκάλεσα τὸν Θεόν, καθώς σοῦ ὑπεσχέθην, καὶ σὲ δέχεται εἰς μετάνοιαν, ἐὰν ὅμως κάμῃς ἔργον αὐτὰ ποὺ σοῦ παραγγέλει δι' ἐμοῦ ὁ κραταιὸς τῶν Δυνάμεων Κύριος.
Λέγει ὁ δαίμων·
-Καὶ ποῖα εἶναι αὐτὰ ποὺ Αὐτὸς μοῦ ὥρισε νὰ κάμω;
Καὶ ὁ Γέρων εἶπε·
-Προστάζει ὁ Θεός νὰ σταθῇς εἰς ἕνα τόπον ἀκίνητος ἐπὶ τρία ἔτη βλέπων κατὰ ἀνατολὰς καί κράζων ἡμέρα καὶ νύχτα ἀδιαλείπτως ἀνὰ ἑκατὸ φορές: «Ὁ Θεός ἐλέησόν με τὸ ἀρχαῖον κακόν»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως»· καὶ πάλιν ἑκατὸ φορές· «Ὁ Θεός, ἐλέησόν με τὴν ἐσκοτισμἑνην ἀπάτην». Συνεχῶς ἐπαναλαμβανὁμενα αὐτὰ ἀνὰ ἐκατό, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, ἐπὶ τρία ἔτη. Ὅταν τά κάμῃς αὐτὰ καθώς πρέπει, θὰ δεχθῇ τὴν μετάνοιάν σου καὶ θὰ συναριθμηθῇς καθὼς ἤσουν ἐξ ἀρχῆς μὲ τούς Ἀγγέλους Αὐτοῦ.
Καθὼς ἤκουσεν αὐτὰ ὁ Ζερέφερ ἀστραπιαίως ἀπέβαλε τὸ ἐπίπλαστον τοῦ θρήνου προσωπεῖον του· ἔκαμε ἕνα δαιμονιώδη ἀπαίσιον καγχασμόν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ εἶπε εἰς τὸν Γέροντα·
-Ὦ σαπρόγηρε, ἐλεεινὲ καὶ ἄθλιε, τρισάθλιε γέρον! Ἐάν ἐγὼ ἤθελα νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀρχαῖον κακὸν καὶ ἐσκοτισμένην ἀπάτην καὶ ἐζοφωμένον καὶ ἀνωφέλητον, ἀπὸ εθς ἐξ ἀρχῆς θὰ εἶχα διαλέξει νὰ τὸ κάνω αὐτὸ καὶ θὰ ἐσωζόμουν ἀμέσως, ἀπὸ τότε.
Ἀλλά, τώρα ἐγώ, ἀρχαῖον κακόν; Μὴ γένοιτο! Καὶ πῶς εἶμαι ἀρχαῖον κακόν; Τώρα μάλιστα ποὺ ἔχω γίνει τόσον θαυμαστός; καὶ ὅλοι μοῦ ὑποτάσσονται καὶ μὲ φοβοῦνται καὶ μὲ τρέμουν;
Τώρα ἐγώ νὰ ἀποκαλέσω τὸν ἑαυτόν μου βδέλυγμα καὶ ἀπάτην καὶ ἑζοκρωμένον καὶ ἀνωφέλητον; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι!
Τώρα ἰδίως ποὺ δεσπόζω ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν, νὰ γίνω διὰ τῆς μετανοίας ἐγὼ ἕνα τίποτε, ἕνα παίγνιον, ἕνα ξεπεσμένο ἄβουλο ὄν; ἕνας δοῦλος ταπεινός, ἐλεεινός, εὐτελὴς καὶ ἀχρεῖος; Ὄχι, Γέρον! Ὄχι! Ὄχι! Ποτέ! ποτέ!
Αὐτὰ εἶπε τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα καὶ μὲ ἕνα ἀλλόκοτον συριγμὸν καὶ ἀλαλαγμόν, ἔγινε ἄφαντον ἀπὸ προσώπου τοῦ Γέροντος.
Ὁ δὲ Γέρων, καθώς εἶδε καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἐσύναξε τὸν ἑαυτόν του εἰς προσευχήν, εὐχαριστῶν τῷ Θεῷ ἀπὸ ἐμπειρίας καὶ λέγων·
-Ἀληθῶς εἶπας, Κύριε, ὅτι ἀρχαῖον κακόν νέον ἀγαθὸν δὲν γίνεται!



Ἡ ἐρμηνευτική ἀπόδοση ἔγινε ἀπὸ τὸν ὁσιολ. Μοναχόν Λ.Φ, Ἁγιορείτη, τὸν ὁποῖον καὶ εὐχαριστοῦμε θερμῶς.

Ὡς ἐπίλογος
Αὐτά, ἀγαπητοὶ δὲν τὰ κοινολογῶ ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσετε τοῦ Δεσπότου τὸ πολὺ καὶ ἀνεκδιήγητον ἔλεος καὶ τὴν ἄπειρον Αὐτοῦ ἀγαθότητα. Διότι, ἐὰν καὶ τὸν διάβολον δέχεται μετανοοῦντα, πολὺ περισσότερον τοὺς ἀνθρώπους, ὑπὲρ τῶν ὁποίων τὸ αἷμα Του ἔχυσε, θὰ δεχθῇ ἐπιστρέφοντας, ἐὰν τὸν ἱκετεύσουν ἀπὸ καρδίας ἐν μετανοίᾳ μὲ ἐξομολόγησιν καὶ διόρθωσιν βίου, καθώς ὁρίζει ἡ Ἁγία μας Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.

http://www.orthodoxfathers.com/logos/min-apelpizetai-kanenas-oudepote-otidipote

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.