Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Η ενότητα, η διαφοροποίηση ως προς την Πίστη, ο Διάλογος ως διακονία και χωρίς συμβιβασμούς, οι ψευδο-ποιμένες, ο Λαός του Θεού φύλακας της Πίστεως

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ,
ΠΑΞΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΠΟΝΤΙΩΝ ΝΗΣΩΝ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

Πρός
τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος

Παρατηρήσεις ἐπί τοῦ Κειμένου:
Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον

Στήν παρ. 3 ἀναφέρεται ἡ «εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τήν ἑνότητα, ὡς καί ἡ οἰκουμενική αὐτῆς ἀποστολή», ὅπως «ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὗται [δηλ. οἱ Σύνοδοι] ἰδιαιτέρως προέβαλον τόν μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν».
Ἐπ' αὐτοῦ θά ἤθελα νά ἐπισημάνω, ὅτι ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τήν ἑνότητα ἀφορᾶ ἀποκλειστικῶς καί κυρίως στήν ἑνότητα τῆς πίστεως. Ἐάν, δηλαδή, δέν ὑπάρχει ταυτότητα στήν πίστη, τότε ἀπόλλυται ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας κι ἑπομένως ἡ οἰκουμενικότητα, γιά τήν ὁποία «μία πίστη» καί «μία Καθολική Ἐκκλησία» συγκροτήθηκαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Σέ ἀντίθετη περίπτωση δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά γιά τήν «παγκοσμιότητα», ἡ ὁποία παραπέμπει σαφῶς στήν ἀριθμητική καί ποσοστιαῖα ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι στήν ποιοτική συγκρότηση, πού εἶναι ἡ πίστη στόν ἕναν Τριαδικό Θεό καί στήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση τῶν πιστῶν.

Σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως ἀναφέρεται καί ὁ Μ. Βασίλειος στήν 114η Ἐπιστολή του: «Τοῖς ἐν Ταρσῷ περὶ Κυριακόν» (PG 32, 528B–529B), ὅπως καί στήν 113η Ἐπιστολή του «Τοῖς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέροις» (PG 32, 525B–528A). Στήν 114η Ἐπιστολή του κάνει λόγο γιά τή συνάντησή του μέ ἀδελφούς ἄλλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποσπάστηκαν ἀπό τήν μία Ἐκκλησία γιά «τὸ φιλόχριστον καὶ τὸ περὶ τὴν πίστιν ἀκριβές τε καὶ εὔτονον» (PG 32, 528C). Ἡ διαμεσολάβηση, ἑπομένως, τοῦ Μ. Βασιλείου γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποσκοπεῖ στήν ἐπιβεβαίωση τῆς ὑπαρχούσης ἑνότητος τῆς πίστεως, γι' αὐτό καί στή συνέχεια τῆς Ἐπιστολῆς του παρακαλεῖ τήν ὀρθόδοξη μερίδα τῆς Ταρσοῦ: «πάσῃ ἀγάπῃ ἔχειν αὐτοὺς ἡνωμένους γνησίως καὶ πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος κοινωνούς, ἐγγυησάμενος καὶ αὐτοῖςτὴν ὑμετέραν ὀρθότητα ὅτι καὶ αὐτοὶ τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι τῷ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ζήλῳ πρὸς πάντα ἐστὲ παρατεταγμένοι, ὅσαπερ ἂν δέῃ παθεῖν ὑπὲρ τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας» (PG 32, 528C).
Ἐπιπλέον, ἀπαραίτητος καί ἀναγκαῖος ὅρος γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι τό «ὁμολογεῖν ...τὴν ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθεῖσαν πίστιν τῶν ἐν Νικαίᾳ ποτὲ συνελθόντων καὶ μηδεμίαν τῶν ἐκεῖ λέξεων ἀθετεῖν» (PG 32, 529A). Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνει καί στήν προηγούμενη, τήν 113η Ἐπιστολή του, ἡπιότερη τῆς ἑπομένης, ὅταν ἀναφέρει: «Μηδὲν τοίνυν πλέον ἐπιζητῶμεν, ἀλλὰ προτεινώμεθα τοῖς βουλομένοις ἡμῖν συνάπτεσθαι ἀδελφοῖς τὴν ἐν Νικαίᾳ πίστιν...» (PG 32, 528A).
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται τό συμπέρασμα, ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλεται καί ἐλέγχεται ἐπί τῇ βάσει τῆς ταυτότητος τῆς πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου, το νά ἀναφέρεται ἤ νά ἐξυπακούεται εὐκρινῶς ἡ ταυτότητα τῆς πίστεως μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση σέ κάθε ἀναφορά περί ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαφοροποίηση ὡς πρός τήν πίστη δέν διευκολύνει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, ὅταν ὁ Μ. Βασίλειος ἀναφέρεται στίς Ἐκκλησίες, «τὰς πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἀπ' ἀλλήλων διατμηθείσας» (PG 32, 528B), ἀναγνωρίζει πρωτίστως τήν ταυτότητα τῆς πίστεως μεταξύ αὐτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν και προσπαθεῖ στή συνέχεια νά ἐξηγήσει τίς ἐπιμέρους λεπτομέρειες ἐπί τῆς κοινῶς ἀποδεκτῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νά ἀναδειχθεῖ ἡ κοινή καί τῶν δύο πίστη. Μέ αὐτό τό δεδομένο δέν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε σήμερα τήν ἔκφραση «διατμηθείσας Ἐκκλησίας» στίς σύγχρονες χριστιανικές κοινότητες, στίς ὁποῖες δέν ἔχει πρωτίστως ἀναγνωριστεῖ ἡ ταυτότητα τῆς πίστεως.
Στήν παρ. 6 ἀναφέρεται ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ' αὐτῆς, ἀλλά καί πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς».
ἀναφορά τοῦ Κειμένου, ὅπως καί τοῦ Μ. Βασιλείου, σέ ἄλλες Ἐκκλησίες, ἡ ὁποία παρουσιάζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διηρημένη, θά πρέπει νά προϋποθέτει τή διάκριση τοῦ Μ. Βασιλείου μεταξύ αἱρέσεως, σχίσματος καί παρασυναγωγῆς, τήν ὁποία ἀναλύει στήν 188η Ἐπιστολή του σέ σχέση μέ τό Βάπτισμα, δηλ. τήν ὑπαγωγή αὐτῶν πού ἀποκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ μία ἀπό τίς τρεῖς παραπάνω κατηγορίες καί τόν τρόπο ὑπαγωγῆς αὐτῶν στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δηλ. τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία (PG 32, 664B–684B).
Μέ βάση τήν παραπάνω παρατήρηση ἡ «ἱστορική ὕπαρξη ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» δέν εὐσταθεῖ παρά μόνον γιά τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί τήν κοινή ἱστορική πορεία της μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατά τήν πρώτη χιλιετηρίδα. Ἡ "ἐκκλησία" τῶν Διαμαρτυρομένων, ἡ ὁποία ἀπεκόπη ἀπό τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί πάντως μετά τό σχίσμα της μέ τήν Ὀρθόδοξη (1054), ὄχι μόνον δέν ἔχει ἀποστολική συνέχεια, ἐφ' ὅσον δέν ἔχει ἱστορική ἀναφορά σέ ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἀλλά καί δέν ἀποδέχεται τήν μυστηριακή πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ὑπάρχει κάποια κοινή βάση διαλόγου -γεγονός στό ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ παρ. 6. Ἀντιθέτως, ἡ χειροτονία τῶν γυναικῶν καί ὁ γάμος μεταξύ ὁμοφυλοφίλων δείχνει τήν ἀκόμη μεγαλύτερη καί εἰς βάθος ἀπομάκρυνση τῆς "ἐκκλησίας" τῶν Διαμαρτυρομένων ἀπό τή διδασκαλία, τή μυστηρική πράξη καί ἐν γένει τήν Ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος στήν περίπτωση τῶν Διαμαρτυρομένων γιά Ἐκκλησία καί πολύ δέ περισσότερο γιά ἱστορική ὕπαρξη αὐτῆς τῆς "ἐκκλησίας".
Θά μποροῦσε ἴσως νά χρησιμοποιηθεῖ ὁ ὅρος "χριστιανική ὁμολογία ἤ κοινότητα", ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖται ἤδη ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους. Ἡ διατύπωση «ἱστορική ὕπαρξη» θά μποροῦσε νά ἑρμηνευθεῖ μόνον στό πλαίσιο τῆς γνώσης τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν, οἱ ὁποῖοι ὁδήγησαν στή δημιουργία αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας ἤ τῶν ἐκκλησιῶν καί οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν κάποια ἀξία γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά τήν ἱστοριογραφία. Ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ ἡ ἔκφραση αὐτή νά περιέχεται σέ ἕνα θεολογικό Κείμενο.
Ἐάν δέ λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν καί τήν περίπτωση μεταφράσεως τοῦ Κειμένου, ἡ συγκεκριμένη πρόταση θά δώσει ἀμφίσημα μηνύματα στίς λοιπές χριστιανικές κοινότητες καί ὁμάδες καί θά φέρει σέ δυσχερή θέση τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κάθε φορά θά πρέπει νά ἐπεξηγεῖ, τί ἀκριβῶς ἐννοεῖ σέ αὐτήν.

Στήν παρ. 9 ἡ ἀναφορά στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, «αἱ ὁποῖαι ἔχουν χρέος νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί συνεχῶς εἰς τήν διεξαγωγήν αὐτῶν [τῶν διαλόγων]», δέν ὀφείλεται οὔτε στίς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, πού τό ἐπιβάλλουν, οὔτε βεβαίως στό νά μήν «παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ». Ἡ συμμετοχή στούς διμερεῖς ἤ πολυμερεῖς θεολογικούς διαλόγους ἀποτελεῖ χρέος καί καθῆκον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική μετέχει τῆς ἀποκεκαλυμμένης θείας Ἀληθείας καί ὡς ἐκ τούτου θά πρέπει νά κηρύττει Αὐτήν σέ ὅλη τήν Οἰκουμένη κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 28, 19-20) καί τό παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων (Τιμ. Α' 5, 11 καί 17· Τιμ. Β' 4, 17). Κατ' αὐτόν τόν τρόπο, ἡ διατύπωση τῆς Ἀληθείας καί ὁ διάλογος παίρνει τόν χαρακτήρα τῆς διακονίας, γεγονός πού ἀποτελεῖ ἰδιότητα τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας, καί ὄχι τῆς ἐπιδείξεως ἰσχύος ἤ προβολῆς προσωπικῶν συμφερόντων, τά ὁποῖα ἔχουν κοσμικό καί πολιτικό χαρακτήρα.
Ἐπειδή λοιπόν, κατά τή γνώμη μου, τό περιεχόμενο τοῦ διαλόγου δέν κατανοεῖται στό Κείμενο ἐπί τῇ βάσει τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων καί στήν προοπτική τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο, γι' αὐτό ἀναφέρεται κατωτέρω, ὅτι «ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νά μή ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἤ συνέλευσιν διαλόγου, ἐάν ἡ ἀπόφασις αὕτη δέν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται», ἐνῶ ἡ ἄρνηση συμμετοχῆς μιᾶς τοπικῆς Ἐκκκλησίας στόν διάλογο ἤ στή συνέλευση ἀντιμετωπίζεται στό ἐπίπεδο «τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Ἡ ἀνωτέρω πρόταση, α) συνέχειας τοῦ διαλόγου καί β) ἀντιμετώπισης τῆς ἀποχῆς μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν διάλογο στό ἐπίπεδο τῆς ἀλληλεγγύης, παραγνωρίζει σαφῶς ὅτι ἡ διακοπή τοῦ διαλόγου ἀπό μία Ἐκκλησία θά πρέπει νά πραγματοποιεῖται μόνον στήν περίπτωση πού ὑπάρχουν σοβαρές καί ἀνυπέρβλητες θεολογικές διαφορές, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν σέ μία διαφορετική ἑρμηνεία τῆς ἀποκεκαλυμμένης Ἀληθείας καί ἐν τέλει σέ μία διαφορετική Ἐκκλησιολογία. Τέτοιου εἴδους διαφορές μπορεῖ νά ὑπάρχουν μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Διαμαρτυρομένων. Σέ αὐτήν τήν περίπτωση ὀφείλουν ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες νά διακόψουν τόν διάλογο, γιατί δέν τίθεται θέμα «ἀλληλεγγύης» καί «ἑνότητος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά θέμα διαφορᾶς πίστεως.
Ἐάν πάλι ὑπάρχουν θέματα διοικητικοῦ ἤ ποιμαντικοῦ ἐνδιαφέροντος, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν κάποια τοπική Ἐκκλησία μέ τίς ἑτερόδοξες ἐκκλησίες ἤ Ὁμολογίες, θά πρέπει αὐτά νά ἐπιλύονται σέ ἐπίπεδο πανορθοδόξου διαβουλεύσεως, χωρίς νά ἐπηρεάζεται ὁ διάλογος, ὁ ὁποῖος νοεῖται μόνον σέ θέματα πίστεως.
Τοῦτο γίνεται σαφές, ἄν παρατηρήσει κανείς τή μέχρι τοῦδε ἐπί τῶν κοινῶν σημείων συζήτηση μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν, ἡ ὁποία δέν ὁδήγησε σέ καμία σύγκλιση, μᾶλλον δέ ἀποτέλεσε καί τήν εὐκαιρία ἀναπτύξεως προσηλυτιστικῶν τάσεων ἀπό τούς ἑτεροδόξους. Αὐτό εἶναι ἤδη γνωστό στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος σέ μία ἐπιστολή του πρός τόν Διόδωρο (τόν μετέπειτα ἐπίσκοπο Ταρσοῦ) θέλοντας νά τονίσει τήν ἀξία τῆς σαφήνειας καί καθαρότητος τοῦ θεολογικοῦ λόγου ἔναντι αὐτῶν πού διαφοροποιοῦνται ὡς πρός τήν πίστη, ἐκφράζει τήν ἱκανοποίησή του γιά τό δεύτερο βιβλίο πού τοῦ ἀπέστειλε, τό ὁποῖο εἶναι σαφῶς καλύτερο ἀπό τό πρῶτο, «ὅτι πυκνόν τε ἅμα ἐστὶ ταῖς ἐννοίαις καὶ εὐκρινῶς ἐν αὐτῷ ἔχουσιν αἵ τε ἀντιθέσεις τῶν ὑπεναντίων καὶ αἱ πρὸς αὐτὰς ἀπαντήσεις» (Ἐπιστολή135, PG 32, 572B).
Ἐπιπλέον, ἡ ἀνωτέρω παρατήρηση τοῦ Μ. Βασιλείου ἀναφέρεται καί στόν τρόπο τοῦ διαλέγεσθαι, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἡ ἐξέταση τῶν προβλημάτων μέ πλούσια ἐκφραστικά μέσα, ποικίλα σχήματα καί διαλογική χάρη, τά ὁποῖα μποροῦν στή συνέχεια νά ὁδήγησουν σέ μία σύγκλιση ἤ «κατά πλειοψηφία» συμφωνία. Στήν περίπτωση τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ τῶν χριστιανῶν, στόν ὁποῖο ἀναζητεῖται ἡ ἑνότητα ὡς κοινή ὠφέλεια καί θεραπεία τῶν τραυμάτων τῆς διαιρέσεως, δέν ὑπεισέρχεται κανένας συμβιβασμός. Κάθε συμβιβασμός ὁδηγεῖ σέ ἐπιδείνωση τῆς διαιρέσεως, γιατί ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος ἀπαιτεῖ ἕναν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι ἀποτέλεσμα συμβιβασμοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ Μ. Βασίλειος στήν ἴδια ἐπιστολή πρός Διόδωρο ἀναφέρει ἀμέσως παρακάτω: «καὶ τὸ τῆς λέξεως ἁπλοῦν καὶ ἀκατάσκευον πρέπον ἔδοξέ μοι εἶναι προθέσει χριστιανοῦ οὐ πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον ἢ κοινὴν ὠφέλειαν γράφοντος» (Ἐπιστολή 135, PG 32, 572B).
Τέλος, ἡ παρ. 22 ἀναφέρεται στήν καταδίκη κάθε διασπάσεως «τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας». Ἐπιπλέον ἀναφέρεται ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος».
Ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας γνωρίζουμε καλῶς ὅτι ἡ ὀρθόδοξος πίστη δέν εὑρίσκετο πάντοτε στίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἤ στήν πλειοψηφία τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας καί τῶν ἐπικρατοῦντων στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἤ πολιτείας. Θά ὑπενθυμίσω μόνον τρεῖς πολύ γνωστές Συνόδους: α) τῆς Ἐφέσου (449), τήν ἐπονομαζόμενη Ληστρική, β) τῆς Ἱέρειας (754) καί γ) τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1439), τίς ἀποφάσεις τῶν ὁποίων ἀπέρριψε ἡ Ἐκκλησία. Ἀκόμη θά ὑπενθυμίσω τόν λόγο τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Εἰς Ἥρωνα τὸν φιλόσοφον, ὁ ὁποῖος μεταξύ τῶν διωχθέντων ὀρθοδόξων πιστῶν χριστιανῶν, σέ διωγμούς ὅπου «ἱερεῖς τε κατὰ ἱερέων ἐξοπλισθέντες, καὶ δῆμοι δήμοις ἐπιμανέντες· καὶ βασιλεὺς ἀσεβείᾳ διδοὺς παῤῥησίαν, καὶ κατὰ τῆς ὀρθῆς δόξης νομοθετῶν· καὶ οἱ μήτε ἄνδρες, μήτε γυναῖκες, παρ' αὐτῷ δυναστεύοντες» (PG 35, 1209B), συμπεριλαμβάνει καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν Μ. Ἀθανάσιο καί τόν διάδοχο αὐτοῦ στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας Πέτρο. Τόν τελευταῖο μάλιστα ἐξέβαλαν βιαίως ἀπό τόν ναό, ἐνῶ κακοποίησαν τούς ὀρθοδόξους πιστούς χριστιανούς (PG 35, 1212C-1216C). Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν παρουσιάστηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 379, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλος καί οἱ ὑπόλοιποι χριστιανοί καί πολιτικοί εἶχαν προσχωρήσει ἀπό τεσσαρακονταετίας στήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου.
Ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀνωτέρω εἶναι ἄκρως παρακινδυνευμένο νά περιορίσουμε τήν ὀρθόδοξη ἔκφραση τῆς πίστεως μόνον στούς Ἐπισκόπους. Σέ μία τέτοια περίπτωση, περιορισμοῦ τῆς ἐκφράσεως τῆς πίστεως, εἰς τί διαφέρει τό πρωτεῖο τοῦ πάπα Ρώμης ἀπό τό πρωτεῖο τῆς ἑκάστοτε Συνόδου; Ἀνταλλάσσουμε τήν μοναρχία τοῦ πάπα μέ τήν ὁλιγαρχία τῆς ἱεραρχίας; Καί στίς δύο περιπτώσεις εἰσάγονται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας συστήματα καί πρακτικές τῆς πολιτικῆς διοικήσεως, γεγονός πού δέν συνάδει μέ τήν ἐκκλησιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος ὑπάρχει καί λειτουργεῖ ἐντός τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς «διορισμένος ὑπάλληλος».
Συνεπῶς, χρέος τῆς Ἐκκλησίας καί ἡμῶν τῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἡ ἐνημέρωση καί κατάλληλη διαπαιδαγώγηση τοῦ ποιμνίου, ὥστε τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νά διατηρεῖ καθαρή ἐκκλησιαστική συνείδηση καί θεολογική γνώση. Μέ τήν προϋπόθεση τῆς γνησίας καί ὀρθοτομούσης πίστεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεοφιλοῦς ἀσκήσεως τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου θά μποροῦν οἱ πιστοί νά διακρίνουν στή συνέχεια τούς ψευδοπροφῆτες καί ψευτοδιδασκάλους ἀπό τούς γνησίους ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησούς Χριστός ἐπεσήμανε τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά διακρίνει τούς γνησίους ποιμένες, λέγοντας: «Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες. ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς» (Ματθ. 7, 15-16).
Ἑπομένως δέν εἶναι τό σύστημα (συνοδικό ἤ παπικό), τό ὁποῖο «ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως». Μία τέτοια διατύπωση μᾶς καθιστᾶ «πολιτικά ὄργανα» τῆς Ἐκκλησίας. Κριτής τῆς πίστεως εἶναι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτό ἔχει ἀποδεχθεῖ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία εὐθύνη τῆς ὀρθῆς διδασκαλίας καί εὐαισθητοποιήσεως τοῦ ποιμνίου φέρουμε ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι. Ὡς ἐκ τούτου δέν νομιμοποιούμεθα νά ἀποδίδουμε χαρακτηρισμούς καί νά διακρίνουμε τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας διαλύοντας ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας χωρίζοντας αὐτή σέ «δῆθεν» χριστιανούς καί «σωστούς» χριστιανούς. Ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ἰδιαιτέρως τούς ἀσθενεῖς, τούς ὁποίους ὀφείλει διά τῆς πειθοῦς νά θεραπεύσει.
Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
Æ Ὁ  Κερκύρας Νεκτάριος


 Πηγή: "Ἀκτίνες"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.