Παρὰ τὸ ἀτελεσφόρητο, ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τῆς Ὀρθόδοξης ὁμολογίας καὶ ἱεραποστολῆς, τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιῶν, ποὺ οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων διεξήγαγαν μέσα στὴν πορεία πολλῶν δεκαετιῶν ἐν μέσω τῆς θαλάσσης τῶν Προτεσταντικῶν δογμάτων καὶ ὁμολογιῶν (ὅπου ἡ δυνατότητα ἀκέραιας καὶ γνήσιας Ὀρθόδοξης ὁμολογίας ἔπαψε νὰ ὑπάρχει μετὰ τὴν ἀπαγόρευση στὸ Νέο Δελχὶ το 1961 τῆς διακήρυξης μὲ κοινὴ δήλωση ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία),
ὅπως καὶ τὴν
αὐτοαναίρεση τῆς Ὀρθόδοξης ταυτότητάς καὶ ἰδιότητας ὅσων ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς
ἐκπρόσωπους ὑπέγραψαν τὶς ἀνορθόδοξες ὁμολογίες προτεσταντικοῦ περιεχομένου στὰ
τόσο γνωστὰ πιὰ κοινὰ κείμενα, προδίδοντας
ἐπανειλημμένα
ἀνὰ
καιροὺς τὴν Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία ὑποτίθεται βρίσκονταν ἐκεῖ γιὰ νὰ τὴν
ἐκφράσουν (στὸ Μπάλαμαντ τὸ 1993, στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τὸ 2006, στὸ Πουσὰν τὸ
2013),
παρόλ' αὐτὰ τὰ
“μαθήματα” ποὺ μᾶς ἔδωσε ἡ παρουσία μας ὡς Ὀρθοδόξων στὸ ΠΣΕ καὶ ἡ συμμετοχή μας
στοὺς διαλόγους (καὶ ὄχι μόνο σὲ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ στὶς συμπροσευχές ποὺ εἶναι
ἀντικανονικές) αὐτοῦ τοῦ “ὑπερεκκλησιαστικοῦ” ὀργανισμοῦ, ποὺ σκοπὸς αὐτοῦ
εἶναι νὰ φέρει σὲ ἑνότητα τὶς “Ἐκκλησίες” (ὅσο καὶ ἄν προσπάθησαν νὰ ἀρνηθοῦν
αὐτὸ καὶ νὰ πείσουν τοὺς πολλοὺς τὸ ἀντίθετο σὲ δηλώσεις ὅπως αὐτὴ τοῦ Τορόντο,
ἀλλὰ αὐτὴ τελικὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια), καὶ αὐτὸ καθιστᾶ τὴν παρουσία ἐκεῖ τῆς ὅντως
Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθόδοξης, αἰτία παραβίασης
κατάφορης
τῆς
ἐκκλησιολογίας της,
ὡστόσο παραβλέποντας ὅλα αὐτὰ συμπεριλήφθηκε αὐτὴ στὰ
προσυνοδικὰ κείμενα πρὸς
ἔγκριση στὴν ἐπικείμενη “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο”.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς
Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ ἔγινε στὶς 24-25 Μαΐου, ἐνῶ πάνω ἀπὸ δέκα ἱεράρχες αἰτήθηκαν τὴν διαγραφὴ τῶν σχετικῶν μὲ τὸ ΠΣΕ παραγράφων
(16,
17, 18 καὶ 19) ἀπὸ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσµον»), τελικὰ
ἡ
Ἱεραρχία ἀποφάσισε, βάση τῆς ἀρχῆς τῆς πλειοψηφίας, αὐτὲς νὰ παραμείνουν
στὸ
κείμενο.
Ὡστόσο στὸ κείμενο
ἀνάμεσα στὶς διάφορες ἄλλες καθοριστικὲς ἀλλαγές μὲ κριτήριο τὴν διαφύλαξη τῆς
πίστεως, ἔγινε καὶ μιὰ σημαντικὴ ἀλλαγὴ σχετικὰ μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων
στὸ ΠΣΕ, ὅπου
ὁ λόγος συμμετοχῆς
στὸ ΠΣΕ ὁρίζεται, ὄχι πιὰ
ἡ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας καὶ
ἡ προαγωγὴ τῆς ἑνότητας τῶν
Χριστιανῶν, ὅπως ἀρχικῶς στὸ
κείμενο («δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων εἰς τήν µαρτυρίαν τῆς
ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν»), ἀλλὰ ἡ προώθηση τῆς
εἰρηνικῆς συνύπαρξης καὶ συνεργασίας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση κοινωνικοπολιτικῶν
προβλημάτων
(«δι’ ὅλων τῶν εἰς
τήν διάθεσιν αὐτῶν µέσων διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς
συνεργασίας ἐπί τῶν µειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων καί προβληµάτων»).
Δηλαδὴ ὁ χαρακτήρας
καὶ σκοπὸς τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὸ ΠΣΕ, ἀπὸ ὁμολογιακὸς
καὶ
ἱεραποστολικὸς,
ὁρίζεται ὡς κοινωνικός. Ἔτσι κατὰ κάποιο
τρόπο θὰ λέγαμε ἐπιδιώκεται νὰ ἀποδεσμευτοῦμε ἀπὸ τὴν δίνη τῆς συγκρητιστικῆς
χοάνης τοῦ ΠΣΕ, ποὺ εἶναι συμβατὴ μὲ τὶς προτεσταντικὲς προϋποθέσεις
ἐκκλησιολογίας, ὅμως εἶναι ἀδιανόητο νὰ παρασύρονται ἀπὸ αὐτὴ οἱ ἀπεσταλμένοι
τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ ὀφείλουν νὰ εἶναι φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς τῆς ὀρθόδοξης
πίστεως, ἡ ὁποῖα εἶναι ἀσύμβατη μὲ κάθε ἔννοια συγκρητισμοῦ μὲ τὶς ἄλλες
διδασκαλίες ποὺ εἶναι νοθευμένες μὲ τὸ ΠΣΕ(ψε)-ύδος («τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς
σκότος;», Β’ Κορ. 6,14).
Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση
ἴσως θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποθέσουμε ὅτι τὰ ἀντιορθόδοξα κοινὰ κείμενα ποὺ
προδοτικῶς ὑπογράφησαν δὲν
ἀποτελοῦν κίνδυνο καὶ δέσμευση εἰς
βάρος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ συμμετοχή της στὸ ΠΣΕ γίνεται μόνο καὶ
μόνο χάριν τῶν διαχριστιανικῶν κοινωνικῶν σχέσεων ἐν εἰρήνη.
Ὡστόσο ἡ ὑπογραφὴ
(ποὺ ἤδη ἔχει γίνει) αὐτῶν τῶν κειμένων ἔχει καὶ πάλι μιὰ ἄμεση ἀναπόφευκτη
ἐπίπτωση, ποὺ δὲν διορθώνεται γιὰ ὅποιο λόγο καὶ νὰ συμμετέχουμε στὸ ΠΣΕ, ἄν
συμμετέχουμε, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κακὴ
μαρτυρία, ἡ κακὴ εἰκόνα καὶ τὸ κακὸ παράδειγμα ποὺ δώσαμε στοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ὅπου ἀντὶ νὰ
τοὺς παρουσιάσουμε αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ βροῦν ἀλλοῦ, ὅσοι τουλάχιστον
τὸ ἀναζητοῦν, ὑποχωρήσαμε καὶ φανήκαμε σὰν νὰ μὴν ἔχουμε νὰ δώσουμε κάτι ἄλλο ἀπὸ ὅ,τι ἤδη ἔχουν, μακριὰ τῆς ἀλήθειας
ὅπου βρίσκονται. Καὶ αὐτὸ δὲν διορθώνεται παρὰ μόνο ἄν παραδεχθοῦμε τὸ λάθος μὲ εἰλικρίνεια καὶ θάρρος καὶ ἀποχωρήσουμε, ὥστε αὐτὸ νὰ γίνει
ἀναπόδραστα ἀντιληπτὸ σὲ ὅλους, ἀλλὰ φυσικὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ.
Πέραν αὐτοῦ, ἡ παραμονὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ ΠΣΕ, ἔστω καὶ
ἄν γίνεται γιὰ κοινωνικοῦς λόγους, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι καὶ πάλι προβληματικὴ καὶ χωρὶς ἐρείσματα στὴν ἁγιοπατερικὴ
παράδοση της. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει, γιατὶ ὁ ὀρθόδοξος τρόπος
ζωῆς,
εἶτε
σὲ ἀναφορὰ ὡς πρὸς τὴν ἠθική, εἶτε σὲ ἀναφορὰ ὡς πρὸς τὴν κοινωνία, εἶναι πάντα ἄρρηκτα συσχετισμένος μὲ τὸ θεολογεῖν
καὶ
τὸ δόγμα. Γι̉ αὐτὸ καὶ χωρὶς
τὴν πίστη καὶ τὴ θεολογικὴ ἀναφορὰ στὸ δόγμα ἔχοντας πατερικὸ βίωμα, ὁτιδήποτε
καὶ νὰ ποῦμε ἤ νὰ πράξουμε δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ὀντολογικὸ περιεχόμενο καὶ ἔτσι
καταντάει κενό.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ
νὰ παραμένει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ ΠΣΕ γιὰ ἄλλους λόγους ποὺ δὲν ἔχουν νὰ
κάνουν ἄμεσα μὲ τὴν θεολογικὴ ἀλήθεια καὶ τὴν διάδοση της, μὲ τὴν μαρτυρία τῆς
πίστης καὶ τὴν ἱεραποστολή, ὅπως τέτοιοι λόγοι εἶναι οἱ κοινωνικὲς σχέσεις, ἡ
συνύπαρξη καὶ ἡ εἰρήνη, εἰδικὰ μάλιστα ὅταν ὁ κυρίαρχος χαρακτήρας, λειτουργία
καὶ σκοπὸς τοῦ ΠΣΕ εἶναι θρησκευτικῆς φύσεως, ἀκόμα καὶ νὰ θεωρήσουμε ὅτι τὸ νὰ
συμμετέχει σὲ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπισφαλὲς καὶ προδοτικό, ὅμως ὁπωσδήποτε εἶναι
ἄτοπο καὶ ἀνώφελο, καὶ δὲν ἀρμόζει νὰ ἐμπλέκουμε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ κάτι
τέτοιο, δεχόμενοι νὰ καταντάμε πιόνια στὴν παγκόσμια σκακιέρα τῶν
σκοπιμοτήτων, ἀντὶ νὰ ζοῦμε ὡς πιστοὶ διάκονοι τῆς ἀγάπης τοῦ
Χριστοῦ.
Πρόσφατο σχετικὸ
ἄρθρο τοῦ ἰδίου:
«Ἡ μεγάλη τρύπα στὸ
καράβι καὶ τὸ ΠΣΕ’»
Πηγή: «Ἀκτίνες»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.