Σε αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιροὺς τῆς ἐπικράτησης τῆς αἵρεσης βλέπουμε τὸ λυπηρὸ φαινόμενο νὰ πολεμοῦνται καὶ νὰ ὑβρίζονται συνήθως χωρὶς ἐπιχειρήματα, ὅσοι σχολιάζουν καὶ ἐλέγχουν κείμενα, κυρίως Ἐπισκόπων, ποὺ ἀποκλίνουν ἀπὸ ἢ διαστρεβλώνουν τὴν πατερικὴ διδασκαλία.
Οἱ ἐπιτιθέμενοι εἶναι συνήθως ἄνθρωποι τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ πανεπιστημιακοῦ χώρου, ποὺ ὑποστηρίζουν μὲ λίγα λόγια καὶ δυστυχῶς χωρὶς πατερικὰ χωρία, ὅτι δὲν μπορεῖ ὁ κάθε ἕνας νὰ θεολογεῖ καὶ νὰ σχολιάζει κείμενα, πόσῳ μᾶλλον ὅταν πρόκειται γιὰ κείμενα τῶν λεγομένων «αὐθεντιῶν». Τὸ γεγονός, ὅτι κάποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πίστη του, δὲν τὸν βάζει αὐτόματα στὸ ἀπυρόβλητο καὶ δὲν τὸν προφυλάσει ἀπὸ ὀλισθήματα πνευματικά. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους, καὶ πρῶτα γιὰ μένα.
Ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς δίδασκε, ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς,
τοὺς Ὀρθοδόξους, εἶναι ὑπεύθυνος μὲ τὰ λόγια του καὶ τὶς πράξεις του γιὰ
ὅλην τὴν Ὀρθοδοξία συνολικά. Ἄρα εἶναι ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ἱερὸ τοῦ
κάθε Χριστιανοῦ, ποὺ μὲ τὸ
βάπτισμά του ἔλαβε τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μελετάει τὶς Γραφές, νὰ διδάσκεται τὴν ὀρθὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκει καὶ νὰ ἐλέγχει, ὅποιον φαίνεται νὰ ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἀντιθέτου, ὥστε αὐτὴ νὰ μείνει ἀνόθευτη, ἀσάλευτη καὶ παρακαταθήκη γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς στοὺς αἰῶνες, κατ’ ἐξοχὴν δέ, ὅταν οἱ φύλακες τῆς Πίστεως (Ἐπίσκοποι καὶ λοιποὶ Ποιμένες -ὅπως συμβαίνει στὰ ἐσχατολογικὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε) ἐπὶ δεκαετίες συμβιώνουν καὶ συμπορεύονται μὲ τὴν αἵρεση.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξάλλου, λέει γιὰ τοὺς λαϊκούς, ποὺ καταφέρονται ἐναντίον τῶν Κληρικῶν γιὰ θέματα Πίστεως: «Δὲν τοὺς κατακρίνω, τοὺς ἐπαινῶ, θὰ εὐχόμουν νὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177). Ὄχι μόνο δὲν τοὺς ὀνομάζει ὁ Ἅγιος φανατικούς, ἀκραίους, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, κλπ. ἀλλὰ τοὺς ἐπαινεῖ κιόλας.
Βέβαια τὸ «ἀσφαλῶς θεολογεῖν» δὲν εἶναι γιὰ τὸ καθένα. Εἶναι ἀποτέλεσμα ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς μὲ ἄσκηση, θυσίες, ἁγιότητα καὶ ὀρθόδοξο βίωμα. Ἀλλὰ τὸ «θεολογεῖν» ὡς γνώση καὶ διαφύλαξη τῆς ἀσφαλοῦς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γνώρισμα τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι ἅμιλλα διανόησης καὶ φιλοσοφικὸ
σύστημα, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα πτυχίων, ὅπως λένε οἱ Δυτικοὶ καὶ δυστυχῶς ὑποστηρίζουν σήμερα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους. Εἶναι προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θέωση του. Στὶς θεολογικὲς διαμάχες αὐτό, ποὺ ἦταν σημαντικὸ γιὰ τοὺς Πατέρες δὲν ἦταν ἡ ὑποβάθμιση τοῦ συνομιλητὴ ἢ τοῦ ἀντιπάλου, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χαθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τυχὸν θὰ ἐπηρεάζονταν ἀρνητικὰ ἀπὸ αὐτόν, ποὺ κακοδοξεῖ ἢ κάνει ἄθελα του λάθη σὲ θεολογικὰ θέματα. Κινούμενοι ἀπὸ ἀληθινὴ ἀγάπη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν διορθώσουν καὶ νὰ διορθώσουν καὶ νὰ προφυλάξουν τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ αὐτὸ ἀπευθύνονται τὰ δογματικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ μεγάλο βαθμό καὶ σὲ λαϊκούς, στοὺς ἁπλοὺς πιστούς, μὲ σκοπό νὰ τοὺς μυήσουν βαθύτερα στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς προφυλάξουν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. (π. Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι-Ἀρχές καὶ κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, 1997, σελ. 44). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς λέει: «Ἀλλ’ ὦ Θεὲ τοῦ παντός, ὁ μόνος δοτὴρ καὶ φύλαξ τῆς ἀληθινῆς θεολογίας καὶ τῶν κατ’ αὐτὴν δογμάτων καὶ ρημάτων,…. δὸς καὶ ἡμῖν ἀρτίως εὐαρέστως σοι θεολογῆσαι καὶ τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἔργῳ σοι καὶ λόγῳ εὐαρεστήσασι συμφώνως, ὡς ἂν καὶ τοὺς μὴ θεαρέστως σε θεολογοῦντας ἀπελέγξωμεν, καὶ τοὺς ἐν ἀληθείᾳ σε ζητοῦντας πρὸς τὴν ἀληθείαν στηρίξωμεν, ἵνα σε γινώσκωμεν πάντες μίαν μόνη πηγαίαν θεότητα» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, λόγοι δύο περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σελ. 74). Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὁ ἔλεγχος ὡς πρὸς τὴν πίστη, ὅταν γίνεται μὲ βάση τοὺς Πατέρες καὶ ὄχι μὲ προσωπικὰ ἐπινοήματα, δὲν σημαίνει ἐμπάθεια ἢ μίσος, ἀλλὰ στήριξη καὶ προστασία, ὥστε νὰ ἀποτρέψουμε ἢ νὰ ἀνατρέψουμε κακοδοξίες. Ἐκτὸς φυσικὰ ἂν κάποιος πιστεύει, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ἄλλους νὰ τὸν ἐλέγχουν.
Ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων (11, 2f.) διαβάζουμε: «..καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς λέγοντες…». Ἔλεγξαν δηλ. οἱ πιστοὶ τὸν Πέτρο, γιατὶ κατὰ τὴν γνώμη τους ἔσφαλε ὁ Ἀπόστολος, ποὺ συνῆλθε και συνέφαγε μὲ ἐθνικούς. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος τοὺς ἐξήγησε – δὲν θύμωσε, δὲν παρεξηγήθηκε, δὲν εἶπε, ποιοὶ εἶστε ἐσεῖς, ποὺ θὰ μὲ ἐλέγξετε – ἐκεῖνοι «ἀκούσαντες δὲ ταῦτα ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν». Ὁ Πέτρος δέχθηκε τὸν ἔλεγχο, χωρὶς διαμαρτυρία, καὶ ἐμεῖς τὸν ἀρνούμαστε; Εἴμαστε θεολογικότεροι καὶ σοφότεροι τοῦ Πέτρου;
Ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑπεράσπιση καὶ ἡ ὁμολογία τῆς Ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς, (ταυτόχρονα μὲ τοὺς Ἐπισκόπους, πόσο μᾶλλον, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται ἢ σιωποῦν) δὲν εἶναι ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὴν μόνη πραγματικὰ ἀσφαλῆ θεολογία τους, ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς σήμερα. Στὴν ὑπεράσπιση καὶ στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, δὲν ὑπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων και ὑφισταμένων, πτυχιούχων καὶ μή, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν (συγχωρέστε μου τὴν ἐπανάληψη: κυρίως, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται, σιωποῦν ἢ ὁμιλοῦντες ἀστοχοῦν).
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Βράχος αὐτὸς τοῦ Μοναχισμοῦ διδάχθηκε ἀπὸ ἕναν τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας τὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι κατηγορηματικός: «Εἶναι ἐντολὴ Κυρίου νὰ μὴ σιωπᾶ κάποιος σὲ περίσταση ποὺ κινδυνεύει ἡ Πίστη. Διότι λέγει «Λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς» [Πράξ. 18, 9]. Καὶ «Ἐὰν «ὑποχωρήσῃ δὲν εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου σ” αὐτόν» [Ἑβρ. 10,38]. Kαί «Ἂν αὐτοὶ σιωπήσουν, οἱ λίθοι θὰ κράξουν» [Λουκ. 19, 40]. Ὥστε ὅταν πρόκειται περὶ πίστεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πῇ κανείς «Ἐγὼ ποιός εἶμαι;». (Επιστολή (81) Παντολέοντι Λογοθέτη, PG 99, 1321ΑΒ). Καὶ ἀλλοῦ: «Kατὰ τὸν καιρὸ τοῦτο ποὺ διώκεται ὁ Χριστὸς μέσω τῆς Εἰκόνος του, ὀφείλει κάποιος νὰ ἀγωνίζεται, ὄχι μόνον ἂν εἶναι ὑπέρτερος στὸ ἀξίωμα καὶ στὴ γνώση, ὁμιλώντας καὶ διδάσκοντας τὸν λόγον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη εὑρίσκεται σὲ θέση μαθητοῦ, ἔχει χρέος νὰ φανερώνει μὲ θάρρος τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ὁμιλῇ μὲ ἐλευθερία. Δὲν εἶναι λόγος ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τοῦ θείου Χρυσοστόμου μαζὶ μὲ ἄλλους Πατέρας» (Ἑπιστολὴ (2) Μονάζουσι, PG 99, 1120Β).
Ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ μεγάλος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅτι ναὶ μὲν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– δὲν διδάσκει τὴν Πίστη βάσει ἐξουσιοδοτήσεως τοῦ ποιμνίου του, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ λέει ὅ,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στὴν Ἐκκλησία, ”προσωπικὲς γνῶμες” δὲν πρέπει οὔτε και μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν». «… ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– πρέπει ν΄ ἀγκαλιάσῃ μέσα του ὅλη του τὴν Ἐκκλησία· πρέπει νὰ ἐκδηλώσῃ, νὰ φανερώσῃ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν πίστι της. Δὲν πρέπει νὰ ὁμιλῇ ἀφ” ἑαυτοῦ ἀλλὰ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, «ex consensu ecclesiae»[…] Τὴν πλήρη ἱκανότητα νὰ διδάσκῃ δὲν τὴν ἔχει λάβει ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ” ἡ πλήρης αὐτὴ ἱκανότης, ποὺ ἔχει δοθῇ σ” αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νὰ φέρῃ τὴν μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σὲ ἐρωτήματα περὶ πίστεως, ὁ λαὸς πρέπει νὰ κρίνῃ ἀνάλογα μὲ τὴ διδασκαλία του. Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νὰ ἰσχύῃ, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ξεφεύγῃ ἀπὸ τὸ καθολικὸ πρότυπο, ὁπότε ὁ λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατηγορήσῃ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν καθαιρέσῃ» (π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 1973, σελ. 208).
Τὸ ποίμνιο λοιπὸν στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά κρίνει ἀνάλογα μὲ τὴν διδασκαλία κάθε διδασκάλου, ἐὰν δηλ. εἶναι σύμφωνη μὲ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνάλογα νὰ κρίνει. Τὸ «πρέπει» τοῦ π. Γεωργίου φανερώνει τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ ἐλέγχου, ποὺ πολλοὶ δυστυχῶς ἀρνοῦνται. Ἂς μὴν εἴμαστε ἀρνητικοὶ λοιπὸν ἂν κάποιος γράφει κάτι, ἀλλὰ ἂς ἐλέγχουμε μὲ ὀρθόδοξα κριτήρια, ἂν αὐτὸ ποὺ γράφει, εἶναι ἑπόμενο τοῖς Ἁγίοις Πατράσι. Καὶ ἂν δὲν εἶναι, τότε πρέπει δικαίως μὲ ἐπιχειρήματα νὰ ἀνατραπεῖ καὶ νὰ καταδικασθεῖ
βάπτισμά του ἔλαβε τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ μελετάει τὶς Γραφές, νὰ διδάσκεται τὴν ὀρθὴ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ νὰ διδάσκει καὶ νὰ ἐλέγχει, ὅποιον φαίνεται νὰ ξεφεύγει ἀπὸ αὐτὴν μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἀντιθέτου, ὥστε αὐτὴ νὰ μείνει ἀνόθευτη, ἀσάλευτη καὶ παρακαταθήκη γιὰ ὅλες τὶς γενεὲς στοὺς αἰῶνες, κατ’ ἐξοχὴν δέ, ὅταν οἱ φύλακες τῆς Πίστεως (Ἐπίσκοποι καὶ λοιποὶ Ποιμένες -ὅπως συμβαίνει στὰ ἐσχατολογικὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε) ἐπὶ δεκαετίες συμβιώνουν καὶ συμπορεύονται μὲ τὴν αἵρεση.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐξάλλου, λέει γιὰ τοὺς λαϊκούς, ποὺ καταφέρονται ἐναντίον τῶν Κληρικῶν γιὰ θέματα Πίστεως: «Δὲν τοὺς κατακρίνω, τοὺς ἐπαινῶ, θὰ εὐχόμουν νὰ εἶμαι ἕνας ἀπὸ αὐτούς» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Β΄, ΕΠΕ, τ. 1ος, σελ. 177). Ὄχι μόνο δὲν τοὺς ὀνομάζει ὁ Ἅγιος φανατικούς, ἀκραίους, ἐκτὸς Ἐκκλησίας, κλπ. ἀλλὰ τοὺς ἐπαινεῖ κιόλας.
Βέβαια τὸ «ἀσφαλῶς θεολογεῖν» δὲν εἶναι γιὰ τὸ καθένα. Εἶναι ἀποτέλεσμα ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς μὲ ἄσκηση, θυσίες, ἁγιότητα καὶ ὀρθόδοξο βίωμα. Ἀλλὰ τὸ «θεολογεῖν» ὡς γνώση καὶ διαφύλαξη τῆς ἀσφαλοῦς Θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γνώρισμα τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ.
Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι ἅμιλλα διανόησης καὶ φιλοσοφικὸ
σύστημα, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα πτυχίων, ὅπως λένε οἱ Δυτικοὶ καὶ δυστυχῶς ὑποστηρίζουν σήμερα πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους. Εἶναι προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θέωση του. Στὶς θεολογικὲς διαμάχες αὐτό, ποὺ ἦταν σημαντικὸ γιὰ τοὺς Πατέρες δὲν ἦταν ἡ ὑποβάθμιση τοῦ συνομιλητὴ ἢ τοῦ ἀντιπάλου, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χαθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τυχὸν θὰ ἐπηρεάζονταν ἀρνητικὰ ἀπὸ αὐτόν, ποὺ κακοδοξεῖ ἢ κάνει ἄθελα του λάθη σὲ θεολογικὰ θέματα. Κινούμενοι ἀπὸ ἀληθινὴ ἀγάπη προσπαθοῦσαν νὰ τὸν διορθώσουν καὶ νὰ διορθώσουν καὶ νὰ προφυλάξουν τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ αὐτὸ ἀπευθύνονται τὰ δογματικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ μεγάλο βαθμό καὶ σὲ λαϊκούς, στοὺς ἁπλοὺς πιστούς, μὲ σκοπό νὰ τοὺς μυήσουν βαθύτερα στὴν πίστη καὶ νὰ τοὺς προφυλάξουν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. (π. Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι-Ἀρχές καὶ κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, 1997, σελ. 44). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς λέει: «Ἀλλ’ ὦ Θεὲ τοῦ παντός, ὁ μόνος δοτὴρ καὶ φύλαξ τῆς ἀληθινῆς θεολογίας καὶ τῶν κατ’ αὐτὴν δογμάτων καὶ ρημάτων,…. δὸς καὶ ἡμῖν ἀρτίως εὐαρέστως σοι θεολογῆσαι καὶ τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἔργῳ σοι καὶ λόγῳ εὐαρεστήσασι συμφώνως, ὡς ἂν καὶ τοὺς μὴ θεαρέστως σε θεολογοῦντας ἀπελέγξωμεν, καὶ τοὺς ἐν ἀληθείᾳ σε ζητοῦντας πρὸς τὴν ἀληθείαν στηρίξωμεν, ἵνα σε γινώσκωμεν πάντες μίαν μόνη πηγαίαν θεότητα» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, λόγοι δύο περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σελ. 74). Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι ὁ ἔλεγχος ὡς πρὸς τὴν πίστη, ὅταν γίνεται μὲ βάση τοὺς Πατέρες καὶ ὄχι μὲ προσωπικὰ ἐπινοήματα, δὲν σημαίνει ἐμπάθεια ἢ μίσος, ἀλλὰ στήριξη καὶ προστασία, ὥστε νὰ ἀποτρέψουμε ἢ νὰ ἀνατρέψουμε κακοδοξίες. Ἐκτὸς φυσικὰ ἂν κάποιος πιστεύει, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ἄλλους νὰ τὸν ἐλέγχουν.
Ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις τῶν Ἀποστόλων (11, 2f.) διαβάζουμε: «..καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς λέγοντες…». Ἔλεγξαν δηλ. οἱ πιστοὶ τὸν Πέτρο, γιατὶ κατὰ τὴν γνώμη τους ἔσφαλε ὁ Ἀπόστολος, ποὺ συνῆλθε και συνέφαγε μὲ ἐθνικούς. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος τοὺς ἐξήγησε – δὲν θύμωσε, δὲν παρεξηγήθηκε, δὲν εἶπε, ποιοὶ εἶστε ἐσεῖς, ποὺ θὰ μὲ ἐλέγξετε – ἐκεῖνοι «ἀκούσαντες δὲ ταῦτα ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν». Ὁ Πέτρος δέχθηκε τὸν ἔλεγχο, χωρὶς διαμαρτυρία, καὶ ἐμεῖς τὸν ἀρνούμαστε; Εἴμαστε θεολογικότεροι καὶ σοφότεροι τοῦ Πέτρου;
Ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὑπεράσπιση καὶ ἡ ὁμολογία τῆς Ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς, (ταυτόχρονα μὲ τοὺς Ἐπισκόπους, πόσο μᾶλλον, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται ἢ σιωποῦν) δὲν εἶναι ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὴν μόνη πραγματικὰ ἀσφαλῆ θεολογία τους, ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς σήμερα. Στὴν ὑπεράσπιση καὶ στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, δὲν ὑπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων και ὑφισταμένων, πτυχιούχων καὶ μή, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν (συγχωρέστε μου τὴν ἐπανάληψη: κυρίως, ὅταν αὐτοὶ συμβιβάζονται, σιωποῦν ἢ ὁμιλοῦντες ἀστοχοῦν).
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Βράχος αὐτὸς τοῦ Μοναχισμοῦ διδάχθηκε ἀπὸ ἕναν τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας τὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι κατηγορηματικός: «Εἶναι ἐντολὴ Κυρίου νὰ μὴ σιωπᾶ κάποιος σὲ περίσταση ποὺ κινδυνεύει ἡ Πίστη. Διότι λέγει «Λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς» [Πράξ. 18, 9]. Καὶ «Ἐὰν «ὑποχωρήσῃ δὲν εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου σ” αὐτόν» [Ἑβρ. 10,38]. Kαί «Ἂν αὐτοὶ σιωπήσουν, οἱ λίθοι θὰ κράξουν» [Λουκ. 19, 40]. Ὥστε ὅταν πρόκειται περὶ πίστεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πῇ κανείς «Ἐγὼ ποιός εἶμαι;». (Επιστολή (81) Παντολέοντι Λογοθέτη, PG 99, 1321ΑΒ). Καὶ ἀλλοῦ: «Kατὰ τὸν καιρὸ τοῦτο ποὺ διώκεται ὁ Χριστὸς μέσω τῆς Εἰκόνος του, ὀφείλει κάποιος νὰ ἀγωνίζεται, ὄχι μόνον ἂν εἶναι ὑπέρτερος στὸ ἀξίωμα καὶ στὴ γνώση, ὁμιλώντας καὶ διδάσκοντας τὸν λόγον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη εὑρίσκεται σὲ θέση μαθητοῦ, ἔχει χρέος νὰ φανερώνει μὲ θάρρος τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ὁμιλῇ μὲ ἐλευθερία. Δὲν εἶναι λόγος ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τοῦ θείου Χρυσοστόμου μαζὶ μὲ ἄλλους Πατέρας» (Ἑπιστολὴ (2) Μονάζουσι, PG 99, 1120Β).
Ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ μεγάλος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅτι ναὶ μὲν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– δὲν διδάσκει τὴν Πίστη βάσει ἐξουσιοδοτήσεως τοῦ ποιμνίου του, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ λέει ὅ,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στὴν Ἐκκλησία, ”προσωπικὲς γνῶμες” δὲν πρέπει οὔτε και μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν». «… ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– πρέπει ν΄ ἀγκαλιάσῃ μέσα του ὅλη του τὴν Ἐκκλησία· πρέπει νὰ ἐκδηλώσῃ, νὰ φανερώσῃ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν πίστι της. Δὲν πρέπει νὰ ὁμιλῇ ἀφ” ἑαυτοῦ ἀλλὰ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, «ex consensu ecclesiae»[…] Τὴν πλήρη ἱκανότητα νὰ διδάσκῃ δὲν τὴν ἔχει λάβει ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ” ἡ πλήρης αὐτὴ ἱκανότης, ποὺ ἔχει δοθῇ σ” αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νὰ φέρῃ τὴν μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτήν. Ἑπομένως, σὲ ἐρωτήματα περὶ πίστεως, ὁ λαὸς πρέπει νὰ κρίνῃ ἀνάλογα μὲ τὴ διδασκαλία του. Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νὰ ἰσχύῃ, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος –καὶ ὁ κάθε Κληρικός– ξεφεύγῃ ἀπὸ τὸ καθολικὸ πρότυπο, ὁπότε ὁ λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατηγορήσῃ ἀκόμη καὶ νὰ τὸν καθαιρέσῃ» (π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, 1973, σελ. 208).
Τὸ ποίμνιο λοιπὸν στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά κρίνει ἀνάλογα μὲ τὴν διδασκαλία κάθε διδασκάλου, ἐὰν δηλ. εἶναι σύμφωνη μὲ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνάλογα νὰ κρίνει. Τὸ «πρέπει» τοῦ π. Γεωργίου φανερώνει τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ ἐλέγχου, ποὺ πολλοὶ δυστυχῶς ἀρνοῦνται. Ἂς μὴν εἴμαστε ἀρνητικοὶ λοιπὸν ἂν κάποιος γράφει κάτι, ἀλλὰ ἂς ἐλέγχουμε μὲ ὀρθόδοξα κριτήρια, ἂν αὐτὸ ποὺ γράφει, εἶναι ἑπόμενο τοῖς Ἁγίοις Πατράσι. Καὶ ἂν δὲν εἶναι, τότε πρέπει δικαίως μὲ ἐπιχειρήματα νὰ ἀνατραπεῖ καὶ νὰ καταδικασθεῖ
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Κλασσικός Φιλόλογος, Ἱστορικός
Tsakiroglou.a@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.