ΘΩΜΑ ΑΝΤ. ΙΩΑΝΝΙΔΗ
Καθηγ. Πανεπ. Ἀθηνῶν
[…] Ὅτι οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος ἦταν ἀντικειμενικὸ καὶ ὄχι ψυχογενὲς βίωμα
τῶν Ἀποστόλων, ποὺ δημιουργήθηκε μὲ ὑποβολὴ πασχαλίου ἐνθουσιασμοῦ καὶ
ὑποκειμενικῶν ὁραματισμῶν καὶ παραισθήσεων ἀποδεικνύεται:
1) ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν κενὸ τάφο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ στάση τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι ἐνδεικτικὸς ὁ σκεπτικισμὸς καὶ ἡ δυσπιστία τους.
Τὰ μηνύματα τῶν μυροφόρων περὶ τῆς Ἀναστάσεως «ἐφάνησαν ὡσεὶ λῆρος»
(Λουκ. 24, 11). Ὅταν ἐμφανίσθηκε σὲ
αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς «ἐδόκουν πνεῦμα
θεωρεῖν» (Λουκ. 24, 37).
2) Οἱ
ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου συνδέονται μὲ διάφορα περιστατικά. Ἐμφανίζεται σὲ
ἕνα πρόσωπο, σὲ δύο, σὲ ἑπτά, σὲ ἕνδεκα, σὲ πεντακόσια κλπ.
Παρουσιάζεται στὸν κῆπο, στὸ δρόμο πρὸς Ἐμμαούς, στὴν Ἰερουσαλὴμ στὸ
ὑπερῶο, στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, στὸ ὄρος. Οὐδέποτε ἐμφανίζεται τὴ
νύχτα, ἀλλὰ πάντοτε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, στοιχεῖα ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ἐμπειρικὰ διαπιστούμενη καὶ ὄχι νοούμενη πραγματικότητα.
3) Οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις γιὰ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου ἀποτυπώνουν:
α) ὅτι ὁ Ἀναστὰς εἶναι μία ζῶσα προσωπικότητα ποὺ δρᾶ στὴν ἱστορία καὶ
β) ὅτι ὁ Ἀναστὰς εἶναι παρὼν καὶ φανερώνεται σὲ μία νέα μορφὴ καὶ
πραγματικότητα ὑπάρξεως, ἡ ὁποία εἶναι «ὁρατὴ» καὶ «ψηλαφητή».
. Ὅλες οἱ ἀναστάσιμες ἱστορίες συμφωνοῦν στὰ οὐσιώδη:
τονίζεται ἡ ταυτότητα τοῦ ἀναστάντος Κυρίου μὲ τὸν σταυρωμένο Ἰησοῦ ἀπὸ
τὴ Ναζαρέτ. Ὑπογραμμίζεται ἡ πραγματικὴ σωματικότητα καὶ ταυτόχρονα ἡ
μυστηριώδης ὑπερβατικότητα τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Σὲ ὅλες τὶς μαρτυρίες
εἶναι κοινὴ ἡ παράδοξη διαλεκτικὴ «αἴφνης ἔρχεσθαι» καὶ «ἄφαντος
γενέσθαι», «ὁρᾶν» καὶ «μὴ ὁρᾶν», «ἅπτεσθαι» καὶ «μὴ ἅπτεσθαι»,
«γινώσκειν» καὶ «μὴ γινώσκειν», πλήρους ταυτότητας τοῦ σταυρωθέντος καὶ
ἀναστάντος Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ πλήρους ἀλλαγῆς. Ὁ ἀναστὰς Κύριος
ἐμφανίζεται πάντα ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι ταυτόχρονα ὁ ἴδιος καὶ
διαφορετικός, γνωστὸς καὶ ξένος, κοντινὸς καὶ μακρινός. Αὐτοὶ ποὺ τὸν
βλέπουν δὲν μποροῦν νὰ τὸν κρατήσουν οὔτε μὲ τὸ βλέμμα τους. Ὁ
εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀναφέρει: «αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ
ἐπέγνωσαν αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν» (24, 31).
. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν ἐπάνοδο
στὸν ἐπίγειο τρόπο ζωῆς ἑνὸς νεκροῦ καὶ τὴν ἀνανέωση τῶν ὅρων ζωῆς. Στὴν
Π.Δ. οἱ ἀναστάσεις τοῦ γιοῦ τῆς χήρας ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠλία (Γ´ Βασ. 17,
17-24), τοῦ γιοῦ τῆς Σωμανίτισσας ἀπὸ τὸν προφήτη Ἐλισσαῖο (Δ´ Βασ. 4,
31-37 καὶ 13, 21) κλπ. ἀποτελοῦν ξαναζωντάνεμα τῶν νεκρῶν καὶ ἐπιστροφή
τους στὴ φυσική, ἱστορικὴ καὶ προπαντὸς θνητὴ ζωή. Στὴν Κ.Δ. οἱ
ἀναστάσεις τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μάρκ. 5, 35-43), τοῦ γιοῦ τῆς χήρας
ἀπὸ τὴ Ναῒν (Λουκ. 7, 11-17) καὶ τοῦ Λαζάρου (Ἰω. 11, 38-44) εἶναι
ἐπίσης ἀναβίωση καὶ ἐπιστροφὴ στὴν καθημερινὴ ἀνθρώπινη ζωὴ μὲ τὶς
φυσικές της ἀνάγκες. Ὁ Π. Τρεμπέλας γράφει: «Ἡ φύσις» «τῆς ἐνδόξου ζωῆς,
εἰς τὴν ὁποίαν μετὰ τὴν ἀνάστασιν εἰσῆλθεν ο Κύριος» εἶναι «ἀπηλλαγμένη
τῶν κοινῶν συνθηκῶν, ὑπὸ τὰς ὁποίας ἔζησε πρότερον ὁ Ἰησοῦς», «ὅλως
ἄγνωστος εἰς τοὺς μήπω εἰσελθόντας εἰς αὐτὴν καὶ μετασχόντας ταύτης».
Γιὰ τὸν X. Léon-Dufour, «ὅταν πράγματι λέγω: “ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη ἐκ
νεκρῶν”, τίθεται τὸ ἐρώτημα ἐὰν ὑπάρχῃ διαφορὰ καὶ ποία, μεταξὺ τῆς
ἐκφράσεως αὐτῆς καὶ τῆς προτάσεως: “ὁ Λάζαρος ἀνέστη ἐκ νεκρῶν”… Ὁ Ἰησοῦς δὲν “ἐπεβίωσεν” ἁπλῶς, ἀλλὰ δὲν δύναται πλέον νὰ ἀποθάνῃ, ζῇ εἰς τὸν αἰῶνα».
. Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου ἔχουν τὴν ποιότητα μιᾶς ἐντελῶς
νέας, αὐτοτελοῦς κατηγορίας, ποὺ κάνει ἀδύνατη τὴν ἔνταξή τους στὸ
δεδομένο σύστημα ὁμοειδῶν φυσικῶν καὶ ἱστορικῶν φαινομένων καὶ
χωροχρονικῶν παραστάσεων τῆς ἐνδοκοσμιότητας. Ξεπερνοῦν τὰ πλαίσια τῆς
ἐνδοκοσμικῆς πραγματικότητας τῆς φυσικῆς αἰτιοκρατίας καὶ ἀνήκουν σὲ μία
νέα θεανθρώπινη ὀντολογικὴ πραγματικότητα, μέσα στὴν ὁποία συνδέονται
ὑπερφυσικὸ καὶ φυσικό, θεῖο καὶ ἀνθρώπινο, μεταφυσικὸ καὶ ἱστορικό,
ἀπόλυτο καὶ σχετικό, ἄπειρο καὶ πεπερασμένο, ἄκτιστο καὶ κτιστό. «Ἡ
ὑποταγὴ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν κατηγορίαν τῶν ἱστορικῶν
γεγονότων ἐν ἐνδοκοσμίῳ φυσιοκρατικῇ ἐννοίᾳ μεταβάλλει τὸ μυστήριον τῆς
ἐν Χριστῷ οἰκονομίας εἰς ἁπλοῦν ἱστορικὸν γεγονός, τὸ ὁποῖον ἐξηγεῖ μὲν
τὴν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἀνάστασιν, δὲν δύναται ὅμως νὰ
θεμελιώσῃ τὴν πίστιν εἰς τὴν σωτηρίαν».
αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς «ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν» (Λουκ. 24, 37).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.