ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ἔρχομαι νά καταβάλλω χωρίς ἄλλο τήν ὀφειλή μου. Γιατί
κι ἄν εἶμαι φτωχός ὅμως θέλω νά ἀποσπάσω βίαια τήν εὐγνωμοσύνη σας. ῎Εδωσα τήν
ὑπόσχεση νά σᾶς φανερώσω τήν ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ καί τώρα ἔρχομαι νά τήν
ἐκπληρώσω. Τίς πρῶτες ὀφειλές πρῶτα βιάζομαι νά ἐξοφλῶ, γιά νά μή μέ πνίξουν οἱ
τόκοι πού μαζεύονται. Συνεργαστῆτε καί σεῖς στήν καταβολή τοῦ χρέους μου καί
ἱκετέψετε τό Θωμᾶ, νά βάλη στά χείλη μου τό ἅγιο χέρι
του, πού ἄγγιξε τήν
πλευρά τοῦ Κυρίου, νά νευρώση τή γλῶσσα μου, γιά νά σᾶς ἐξηγήση ὅσα ποθῆτε. Κι
ἐγώ παίρνοντας θάρρος ἀπό τίς πρεσβεῖες τοῦ ἀποστόλου καί μάρτυρα Θωμᾶ διαλαλῶ
τήν πρώτη του ἀπιστία καί τήν ὕστερη ὁμολογία, πού εἶναι τῆς ᾿Εκκλησίας κρηπῖδα
καί θεμέλιο.
῞Οταν μπῆκε ὁ Χριστός στούς μαθητάς του, ἐνῶ οἱ πόρτες
ἦσαν κλεισμένες καί βγῆκε πάλι μέ τόν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. ῏Ηταν
κι αὐτό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ νά προξενήση
περισσότερη ἀσφάλεια καί βεβαιότητα. Γιατί ἄν ἦταν μαζί ὁ Θωμᾶς, δέ θά εἶχε
βέβαια ἀμφιβολία. κι ἄν δέν εἶχε ἀμφιβολία, δέν θά ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή.καί ἄν
δέν ζητοῦσε, δέ θά ψηλαφοῦσε.ἄν ὅμως δέν ψηλαφοῦσε, δέ θά ὡμολογοῦσε τόν Κύριο
καί Θεό κι ἄν δέν ὡμολογοῦσε Κύριο καί Θεό, τό Χριστό, δέ θά εἴχαμε ἐμεῖς
διδαχθῆ νά τόν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. ῞Ωστε μέ τήν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς
μᾶς ποδηγέτησε πρός τήν ἀλήθεια καί ὅταν ἦρθε ὕστερα σταθεροποίησε τήν πίστη
μας. ῎Ελεγαν λοιπόν οἱ μαθηταί στό Θωμᾶ ὅταν ἦρθε.
῎Εχουμε δεῖ τόν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτόν πού εἶπε.ἐγώ
εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου.ἔχομε δεῖ αὐτόν πού εἶπε ἐγώ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή
καί ἡ ἀλήθεια.καί βρήκαμε τήν ἀλήθεια τῶν λόγων νά λάμπη μέσα στά πράγματα.
῎Εχομε δεῖ αὐτόν πού εἶπε.σέ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μέ τά μάτια
μας τήν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτόν πού ἀναστήθηκε. Τόν ἀκούσαμε νά μᾶς λέη
“εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς”, κι ἀλλάξαμε τό σκοτισμό τῆς λύπης σέ γαλήνια χαρά.
Εἴδαμε τά χέρια του πού δέχτηκαν τίς αἰχμές τῶν
καρφιῶν, εἴδαμε τά χέρια πού κατηγοροῦν τή λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε
τά χέρια πού ὕφαναν τήν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καί τήν πλευρά πού κραυγάζει
καθαρώτερα ἀπό κάθε κήρυκα τήν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τήν ἴδια τήν
πλευρά, πού οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καί οἱ πιστοί σέβονται καί οἱ δαίμονες τρέμουν.
Δεχτήκαμε καί τή θεϊκή πνοή ἀπό τό θεϊκό στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα
πού σκορπίζει κάθε χάρη. ῾Ο ἐξουσιαστής ἔδωσε καί σ᾿ ἐμᾶς ἐξουσία νά συγχωροῦμε
τά σφάλματα. ᾿Αποκτήσαμε τό δικαίωμα νά κρίνωμε τούς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε
τέτοια ἐντολή. ῎Αν ἀφήσετε τίς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται.ἄν μερικῶν τίς
κρατήσετε, κρατοῦνται. Τέτοια βαθειά χαρά πήραμε ἀπ᾿ τό Σωτῆρα, τέτοια δῶρα
ἀπολαύσαμε.
᾿Αδύνατο νά μήν πλουτίσωμε, ἀφοῦ μᾶς ἔτυχε τέτοιος
Κύριος. ῎Εμεινε φτωχός μόνο αὐτός πού δέ βρέθηκε μαζί μας. Κι ὁ Θωμᾶς τί τούς
εἶπε.“῎Εχετε δεῖ τόν Κύριο; Καλά. Αὐτόν πού εἴδατε λοιπόν νά τόν σέβεστε πιό
πολύ. Αὐτόν πού παρατηρήσατε, νά τόν κηρύττετε ἀδιάκοπα. ᾿Εγώ ὅμως, ἄν δέ δῶ
μέσα στίς παλάμες του τά ἴχνη τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό δάχτυλό μου στό σημάδι
ἀπ᾿ τά καρφιά καί δέ βάλω τό χέρι μου στήν πλευρά του, δέ θά πιστέψω.
Κι ἐσεῖς δέ θά πιστεύατε, ἄν δέν βλέπατε πρῶτα.ἔτσι κι
ἐγώ ἄν δέν ἰδῶ δέ θά πιστέψω”. Μεῖνε, Θωμᾶ, σταθερός στόν πόθο σου αὐτόν, μεῖνε
σταθερός μέ ἐπιμονή, γιά νά δῆς ἐσύ καί νά βεβαιωθῆ ἡ ψυχή μου. Μεῖνε σταθερός,
ζητώντας αὐτόν πού εἶπε, “Ζητᾶτε καί θά βρῆτε”. Μήν προσπεράσης ἁπλῶς,
ἐρευνῶντας, ἄν δέν εὕρης τό θησαυρό πού ζητᾶς, χτύπα μ᾿ ἐπιμονή τήν πόρτα τῆς
ἀναντίρρητης γνώσης, ὥσπου νά σοῦ τήν ἀνοίξη αὐτός πού εἶπε “χτυπᾶτε καί θά σᾶς
ἀνοίξω”. ᾿Αγαπῶ τό διχασμό τῶν λογισμῶν σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. ᾿Αγαπῶ
τή φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Μέ χαρά ἀκούω πολλές
φορές τά λόγια σου: “ἄν δέ δῶ στά χέρια του τό σημάδι ἀπ᾿ τά καρφιά, δέ θά
πιστέψω”. Γιατί σύ ἀπιστεῖς κι ἐγώ μαθαίνω νά πιστεύω. ᾿Εσύ σκάβεις μέ τό
δικέλλι τῆς γλώσσας τό θεῖο σῶμα, κι ἐγώ θερίζω ἄκοπα τόν καρπό καί τόν μαζεύω
γιά μένα.
῎Αν δέν ἰδῶ μ᾿ αὐτά μου τά μάτια μέσα στ᾿ ἅγια
του χέρια, τ᾿ αὐλάκια πού σάν μέ ἀλέτρι χάραξαν οἱ ἀσεβεῖς, μέ κανένα τρόπο δέ
θά συμφωνήσω μέ τά λόγια σας. ῎Αν δέ βάλω αὐτό μου τό δάχτυλο στίς λακοῦβες τῶν
καρφιῶν, δέ θά δεχτῶ τό καλό μήνυμά σας. ῎Αν δέν κρατήσω μ᾿ αὐτό μου τό χέρι
τήν πλευρά ἐκείνη, πού ἀνύποπτη μαρτυρεῖ τήν ἀνάσταση, δέν μπορῶ νά πιστέψω τή
γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος εἶναι ἰσχυρός καί βέβαιος, ἄν δεχτῆ τή συνηγορία
ὅλων τῶν πραγμάτων. Καί κάθε λόγος πού δέν ἔχει τή μαρτυρία τῶν ἔργων εἶναι
χωρίς σημασία καί ἀπό τό στόμα στόν ἀέρα χάνεται. Θά κηρύξω στούς ἀνθρώπους τά
θαύματα τοῦ Δασκάλου. Πῶς λοιπόν μέ τά λόγια νά πῶ αὐτά πού δέν ἀντιλήφθηκα μέ
τά μάτια μου; Πῶς θά κάνω τούς ἄπιστους νά πιστέψουν, αὐτά πού μήτε ἐγώ δέν
τἄχω παρακολουθήσει; Νά πῶ στούς ᾿Ιουδαίους καί στούς ῞Ελληνες ὅτι ἔχω δεῖ τόν
Κύριό μου νά τόν σταυρώνουν. Δέν τόν εἶδα ὅμως νά ἔχει ἀναστηθῆ ἀλλά μόνο
ἄκουσα. Καί ποιός δέν θά περιπαίξη τά λόγια μου; Ποιός δέ θά δείξη περιφρόνηση
στό κήρυγμά μου; ῎Αλλο πρᾶγμα εἶναι ν᾿ ἀκούσης κάτι καί ἄλλο νά τό δῆς, ἄλλο
πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀφήγηση λόγων κι ἄλλο ἡ θέα καί ἡ ἐμπειρία τῶν πραγμάτων.
῎Ετσι ἐπειδή ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀμφίβολη γνώση, σέ ὀχτώ
μέρες ὁ Δεσπότης ξαναῆρθε πάλι στούς μαθητάς του πού ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι
μαζί. ῎Αφησε πρῶτα νά κατηχηθῆ ὁ Θωμᾶς ἀπό τούς συμμαθητάς του στίς ἐνδιάμεσες
μέρες. Παραχώρησε νά φλογιστῆ ἀπό τή δίψα νά τόν ἀντικρύση.κι ὅταν ἡ ψυχή του
ἄναψε ἀπό τόν σφοδρό πόθο τῆς θέας του, τότε στήν ὥρα πάνω ὁ ποθητός βρῆκε
αὐτόν, πού τόν ποθοῦσε. ῞Ομοια, ὅπως καί πρῶτα, μέ κλεισμένες τίς πόρτες τό
ἔκανε αὐτό καί ξανά, ὅπως καί πρῶτα, τούς εἶπε.“εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς”, γιά νά
ταυτιστῆ τό πρᾶγμα μέ τό θαῦμα καί γιά νά βεβαιώση τό λόγο τῶν ἀποστόλων καί
γιά νά παραστήση τήν ἀκρίβεια τοῦ δεύτερου ἐρχομοῦ του. ῎Επειτα εἶπε στό Θωμᾶ.
Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου.
Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος ἀμέτρητης
συγκαταβάσεως! Δέν περίμενε τήν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δέν περίμενε νά
πλησιάση αὐτός πού εἶχε ἀνάγκη, νά παρακαλέση καί νά ἐπιτύχη ὅ,τι ἤθελε. Μήτε
γιά λίγο δέν τόν στέρησε ἀπό τήν ἐπιθυμία, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτόν πού
τόν ἀγαποῦσε μέ τή βία τραβοῦσε κοντά του, ὁ ἴδιος ἔσυρε στήν πληγή τό δάχτυλο
ἐκείνου πού εἶχε τόν πόθο, ὁ ἴδιος μέ τή δεσποτική γλῶσσα του, τράβηξε τό
δουλικό χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν. Βάλε τό δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου.
῎Ακουσα, Θωμᾶ, ἀπών σάν ἄνθρωπος ἀλλά παρών σάν Θεός, ὅ,τι εἶπες στούς ἀδελφούς
σου.
῎Ημουν κοντά σας μέ τή θεϊκότητά μου καί χώρια σας μέ
τήν ἀνθρωπίνη φύση μου. Θέλεις νά σοῦ ὑπενθυμίσω τά λόγια πού εἶπες
προηγούμενα; Δέν εἶπες, ἄν δέ δῶ μέσα στά χέρια του τά σημάδια τῶν καρφιῶν καί
δέ βάλω τό δάχτυλό μου στά σημάδια τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό χέρι μου στήν
πλευρά του, δέ θά πιστέψω; Δέ βγῆκαν ἀπό τά χείλη σου τά λόγια αὐτά; Τά λόγια
αὐτά δέ ἀνταποκρίνονται στούς λογισμούς σου; Γι᾿ αὐτό ξαναῆλθα.γιά νά μήν
ἀμφιβάλλης. Γι᾿ αὐτό εἶμαι κοντά σας δεύτερη φορά, γι᾿ αὐτά πού ἐπιθυμεῖς ἔχω
φτάσει καί τώρα ἦρθα γιά σένα, τόν ἕνα, ἐγώ πού γιά τό χαμένο πρόβατο κατέβηκα
ἀπό τούς οὐρανούς χωρίς ἐν τούτοις νά τούς ἀφήσω.
Μή διστάσης λοιπόν νά μάθης ὅ,τι ποθεῖς, μήν ντρέπεσαι
νά κοιτάξης καλά ὅ,τι θέλεις. Μήν ἀποφύγης νά βάλης τό δάχτυλό σου στά ἴδια τά
χέρια μου. ᾿Ανέχομαι καί τά περίεργα δάχτυλα, ὅπως ἀνέχτηκα τά καρφιά. ῾Υπομένω
τήν περιέργεια τοῦ φίλου, ὅπως ὑπόμεινα τήν κακία τῶν ἐχθρῶν. Μέ σταύρωσαν οἱ
ἐχθροί μου καί δέν ἀγανάκτησα καί δέ θά ὑποφέρω τήν δική σου ἐξέταση; Βάλε τό
δάχτυλό σου ἐδῶ καί ἰδές τά χέρια μου, πού τραυματίστηκαν γιά σᾶς, γιά νά
θεραπεύουν τά χτυπήματα τῶν δικῶν σας ψυχῶν. ᾿Ιδές τά χέρια μου καί συλλογίσου
ἄν εἶμαι ἐκεῖνος πού θεληματικά σταυρώθηκε ἤ κάποιος ἄλλος. ᾿Ιδές τά χέρια μου,
πού ἄφησα νά διατηροῦν τά σύμβολα τῆς ῾Εβραϊκῆς μανίας κι ὅταν μέ τή
συνηθισμένη ἀναίδειά τους μοῦ ποῦν οἱ ῾Εβραῖοι κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως ὅτι
ἐμεῖς Κύριε, δέ σέ σταυρώσαμε, τότε θά δείξω σ᾿ αὐτούς πού μέ πολέμησαν, τά
χέρια μου μ᾿ αὐτή τή μορφή καί θά ντροπιάσω τούς ῾Εβραίους μόλις τ᾿
ἀντικρύσουν. ᾿Ιδές τά χέρια μου, καί τό ἀληθινό γεγονός τῆς ἀναστάσεως μου μή
νομίσης πώς εἶναι μιά φαντασία.
Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ὁμήρους γιά τόν ξαναγεννημό
σας. Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ἐνέχυρα γιά τήν ἀνάστασή σας μέσα ἀπό τόν τάφο.
Κράτησε αὐτά τά χέρια, σάν ἄγκυρα πού ἔπεσε στό βυθό τοῦ ῞Αδη. Καμμιά χειμωνιά
τῆς ζωῆς μή φοβηθῆς, καμμιά ζάλη τοῦ κόσμου ἄς μή σέ ζαλίση. Μή φοβηθῆς τό
φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων, ἄς μή σέ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι
τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν. Πέρνα μέ θάρρος τό πέλαγος τῆς ζωῆς, ταξίδευε
κρατῶντας τήν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σάν λιμάνι τόν
οὐρανό.
Ταξίδευε καί νά φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τό
ναυάγιο. Περιγέλα τό θάνατο σά νεκρό, περίπαιζε τή φθορά σάν ἀνίσχυρη.
᾿Αποδέχου γιά χάρη μου τό τέλος τῆς ζωῆς σάν ἀρχή μιᾶς πιό ἐσωτερικῆς ζωῆς καί
φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου. ῎Αντλησε μέ τό χέρι σου ἀπό τή
βρύση αὐτή τῆς ζωῆς τό νᾶμα πού ποθεῖς, τή δίψα σου ἀνακούφισε.
Φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου. Βάλε τό
χέρι στό ἰατρεῖο τῆς πλάσης καί βγάλε τό φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου. Δέχομαι
ἄγγιγμα χεριοῦ πού μ᾿ ἀγαπᾶ. ‘Εγώ πού δέχτηκα τήν πληγή τῆς λόγχης. Φέρε τό
χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου, γιά νά μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιά
νά μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῆς σ᾿ αὐτούς πού πολεμοῦν τήν ἀλήθεια, ὅτι μέ εἶδες μετά
τήν ᾿Ανάσταση καί μ᾿ ἀναγνώρισες καί μέ ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε τό χέρι σου
καί βάλτο στήν πλευρά μου. Γιά σένα τήν ἄφησα ἔτσι ἐγώ πού θεράπευσα τά σώματα
καί τίς ψυχές τῶν ἄλλων. Πρόβλεψα σάν Θεός ὅτι θά θελήσης νά τή δῆς ἔτσι καί
βλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στήν σάρκα μου θέλησα νά θεραπεύσης τό πάθος
τῆς ψυχῆς σου. Φέρε τό χέρι σου, καί βάλτο στήν πλευρά μου πού τή φύλαξα ἔτσι
μέ κάποιο σκοπό.
῞Οταν γυρίσω πάλι ἀπό τούς οὐρανούς καί καθίσω σέ
θρόνο κριτής ζωντανῶν καί νεκρῶν νά ἰδοῦν οἱ ῾Εβραῖοι κατάματα τά ἔργα τῆς
κακίας τους καί μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν – καί μή φανῆς ἄπιστος ἀλλά πιστός.
Κακό ἡ ἀπιστία, κάνει τόν νοῦ νά βουλιάξη. ῾Η πίστη τόν ἀναρπάζει στόν οὐρανό.
῾Η ἀπιστία τυφλώνει τήν ψυχή.ἡ πίστη σκορπᾶ τό φῶς της στούς λογισμούς. Ἡ πίστη
καί τά ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική. Μή
γίνης ἄπιστος ἀλλά πιστός. Παραμέρισε τό νέφος τῆς ἀπιστίας καί κοίταξε τίς καθαρές
ἀκτῖνες τῆς πίστης. Γίνου μέσα σέ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου. Γίνου
τέτοιος ὅπως πρέπει νά εἶναι αὐτός πού μέ συνάντησε καί εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ.
῞Ομοια μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους σέ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτούς σέ τίμησα, ὅμοια μ᾿
αὐτούς ὁπλίσου.
῞Ομοια μ᾿ αὐτούς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿
αὐτούς σοῦ ἐμπιστεύθηκα σά φίλο, ὅλο μου τό μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτούς κήρυξε τή
δύναμή μου. Μήν πῆς πάλι, ἀφοῦ μέ εἶδες μιά φορά.῎Αν δέ δῶ πάλι στά χέρια του
τά σημάδια τῶν καρφιῶν δέ θά πιστέψω. ῞Οσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη , ὅπως
θέλεις, τήν περιέργειά σου. ῞Οσο ἔχεις δίπλα σου τό οὐράνιο κλῆμα ὅλα τά κλαδιά
καί τά σταφύλια του ἐρεύνησε. Θ᾿ ἀνεβῶ στούς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ἦρθα στή γῆ, θ᾿
ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι. Θ᾿ ἀνεβῶ μέ τήν ἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου γιά χάρη
σας κατέβηκα μέ τή θεία μου φύση. Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τό σῶμα, ἄν καί χωρίς
αὐτό ἦρθα ἀπό κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα. Θ᾿ ἀνεβῶ στούς κόλπους τούς πατρικούς μέ
τή δική σας φύση, ἄν καί εἶμαι στούς κόλπους τοῦ πατέρα. Τελείωσα τό ἔργο μου
γιά χάρη του ἔκανα αὐτή τήν πορεία.
᾿Αφοῦ ἄγγιξε λοιπόν ὁ Θωμᾶς τά χέρια τοῦ Κυρίου καί τή
θεία πλευρά γέμισε ἀπό δειλία καί ἀπό χαρά μαζί βλέποντας αὐτά πού ἐπιθύμησε
καί ἀμέσως ξεσπᾶ σέ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριέ μου καί Θεέ μου. Σύ
εἶσαι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός. Σύ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καί ὁ φιλάνθρωπος. Σύ εἶσαι
ξενόφερτος καί παράξενος γιατρός τῆς πλάσης. Δέν κόβεις μέ τό νυστέρι τ᾿
ἄρρωστα μέλη, δέν καῖς μέ τή φωτά τίς πληγές, δέν μαζεύεις ἀπ᾿ τά βοτάνια τήν
δύναμη τῶν φαρμάκων σου, δέ δένεις μέ ὁρατούς ἐπιδέσμους τίς πληγές πού μᾶς
ἀφανίζουν. Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης, πού ἀόρατα τονώνουν τά
καταπονημένα μέλη. ῎Εχεις λόγο πού εἶναι πιό κοφτερός ἀπό τό μαχαίρι. Ἔχεις
λόγο πιό δυνατό ἀπ᾿ τή φωτιά. Ἔχεις βλέμμα ἀπ᾿ τό φάρμακο πιό ἁπαλό. Σάν
δημιουργός ἁγιάζεις χωρίς κόπο τό δημιούργημά σου, σάν πλάστης χωρίς νά
κουραστῆς μεταπλάθεις τά πλάσματά σου. Σύ κατά τό θέλημά σου τούς λεπρούς
καθάρισες, τούς κουτσούς τούς ἔκανες νά τρέχουν, τούς παράλυτους νά σηκώνουν τά
κρεβάτια τους, τούς γεννημένους τυφλούς τούς προστάζεις νά πετάξουν μέ νίψιμο
τό σκοτάδι. ᾿Εξώρισες τούς δαίμονες ἀπ᾿ τά δημιουργήματά σου, μέ θέλημά σου
πιάστηκες ἀπ᾿ τούς ἐχθρούς καί ἀπ᾿ τούς ῾Εβραίους, τά πάντα δέχτηκες γιά μένα
στό σῶμα σου.
῏Ω Κύριε καί Θεέ μου. ᾿Αναγνώρισα τόν Κύριό μου, ἀναγνώρισα
τόν ἁλιέα καί φύλακά μου, ἀναγνώρισα τό βασιλιά καί Κύριό μου. ῏Ω Κύριέ μου καί
Θεέ μου. Πιστεύω Κύριε στήν οἰκονομία σου, πιστεύω στήν συγκατάβασή σου,
πιστεύω στήν ἀνάληψη ἀπό μέρους σου τῆς φροντίδας μου, πιστεύω στόν προσκυνητό
σου σταυρό, πιστεύω στά παθήματα τῆς σάρκας σου, πιστεύω στόν τριήμερο θάνατό
σου, πιστεύω στήν ἀνάστασή σου. Λοιπόν δέν ἔχω πιά περιέργεια. Πιστεύω, δέν
κάνω πιά ἔλεγχο.πιστεύω, δέν στήνω πιά τή ζυγαριά τοῦ νοῦ. Πιστεύω, δέν ἔχω πιά
περιέργεια. Πιστεύω στά μάτια μου καί στά χέρια μου. Μέ δίδαξαν αὐτά πού εἶδα
νά μήν κάνω ἔλεγχο. Ψηλάφησα κι ἔμαθα νά προσκυνῶ ὄχι νά φιλονικῶ. ῞Ενα Κύριο
καί Θεό γνωρίζω, τόν Κύριό μου Χριστό. ῎Ας εἶναι δεδοξασμένος καί δυνατός στούς
αἰῶνες. ᾿Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.