Ὁ
μητροπολίτης Ἀλεξανδρουπόλεως, ὅπως μᾶς ἔχει συνηθίσει, πορεύεται ἕνα δικό του «αἱρετικό» δρόμο. Εἶναι ἐναντίον τῆς Θρησκείας, ἀλλὰ ὑπὲρ τῆς Κολυμπαρίου
Συνόδου ποὺ εὐοδώνει τήν ...Πανθρησκεία!!! Εἶναι ἐναντίον «τῆς θρησκειοποίησης τοῦ Εὐαγγελίου σὲ μορφὴ ἐξουσίας» ἀφοῦ τοῦτο «συνιστᾶ αἵρεση στὴ χείριστη μορφὴ τῆς
ἐκκοσμίκευσης καὶ ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία σὲ πνευματικὸ θάνατο», ἀλλὰ
στρουθοκαμηλίζει καὶ κάνει πὼς δὲν
βλέπει ὅτι ἡ Ἐκκλησία σήμερα καταδυναστεύεται ἀπὸ τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν
ὑπερεξουσίες
τοῦ Πρώτου
Πάπα τῆς Ἀνατολῆς Βαρθολομαίου!
Αὐτὰ κι ἄλλα
πολλὰ «αἱρετικά», στὴν ὁμιλία ποὺ ἀκολουθεῖ!
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΑΝΘΙΜΟΣ
«Ἔχουμε περισσότερη θρησκεία ἀπὸ ὅση χρειαζόμαστε»
Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου στο 4ο
Συνέδριο Εκπαίδευσης & Έρευνας της Ιατρικής Σχολής του Δ.Π.Θ.
Αλεξανδρούπολη, Παρασκευή 5 Μαΐου 2017 – Ξενοδοχείο ASTIR EGNATIA
Ἔδωσα αὐτὸν τὸν τίτλο στὴν ὁμιλία μου, ὄχι γιὰ νὰ
κεντρίσω τὸ ἐνδιαφέρον σας. Ἕνας τίτλος ποὺ «κεντρίζει», ἂν δὲν ἀνταποκριθεῖ
στὸ περιεχόμενό του, τότε ἀπογοητεύει περισσότερο. Ὁ τίτλος σκοπεύει νὰ μᾶς
βοηθήσει -καὶ πρῶτον ἐμένα- νὰ κατανοήσουμε κάποια πνευματικὰ μεγέθη τοῦ
πολιτισμοῦ μας μπροστὰ στὰ ὁποῖα στέκεται ἀπορημένος ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, μὴ
γνωρίζοντας ποιὸ νὰ ἐπιλέξει. Ὅμως, πρέπει νὰ ἐπιλέξουμε, δὲν γίνεται νὰ τὸ
ἀποφύγουμε. Κι ἀπὸ τὴν ἐπιλογή μας αὐτή, θὰ ἐξαρτηθεῖ ἡ συνέχεια καὶ ἡ ποιότητα
τοῦ πολιτισμοῦ μας.
Ἂς δοῦμε, λοιπόν, τί λέει ἡ Βίβλος γιὰ τὸ πνευματικὸ
μέγεθος τῆς θρησκείας.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ «ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ» ΣΤΗΝ Π.Δ.
[1Στὰ 49 βιβλία τῆς Π.Δ., που γράφτηκαν σὲ
χρονικὸ διάστημα 10 αἰώνων, ὁ ὅρος «θρησκεία»
(καὶ «θρησκεύειν») συναντᾶται μόνο 7
φορές2.
Ἐπειδὴ νομίζουμε ὅτι ἡ Π.Δ. εἶναι τὸ ἱερὸ βιβλίο τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας, θὰ
περιμέναμε νὰ ἦταν διάσπαρτη ἀπὸ πλούσιες ἀναφορές, θετικὲς καὶ προτρεπικὲς
πρὸς τὸ θρησκευτικὸ γεγονός. Κι ὅμως συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. Οἱ μᾶλλον
φιλολογικὲς καὶ παιδαγωγικὲς ἀναφορὲς στὰ 7 αὐτὰ χωρία παρουσιάζουν ἀρνητική, ἄκρως ἀπορριπτικὴ καὶ ἀπωθητικὴ ἔννοια, ἀφοῦ ἡ θρησκεία
χαρακτηρίζεται ὡς βλαπτικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ γι’
αὐτὸ οἱ πιστοὶ καλοῦνται νὰ εἶναι ἐπιφυλακτικοὶ ἀπέναντι σὲ κάθε μορφῆς
θρησκευτικότητα, ὅπως πρέπει νὰ κάνουν καὶ ἀπέναντι στὴν εἰδωλολατρεία. Ἡ Π.Δ.
συμβουλεύει τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν παγιδεύονται στὴν «ἀπάτη» τῆς θρησκείας καὶ τῆς θρησκευτικῆς ἐξουσίας. Θεωρεῖ ὅτι οἱ
ἄνθρωποι θρησκεύουν ὅταν «πλανηθοῦν»
καὶ θρησκευόμενοι ὁδηγοῦνται στὴ λατρεία φθηνῶν εἰδώλων3. Εἶναι «λογικὸ ὄν» ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, τὸ «ἀσεβὲς ἔθος» τῆς θρησκευτικότητος μπορεῖ τελικὰ νὰ τὸν ἐκτρέψει σὲ «πλάνη» καὶ «ἀπάτη». Κι ἐνῶ διὰ μέσου τῆς θρησκευτικότητος ἐπιδιώκει ἕναν ἔντιμο
καὶ ἀξιοπρεπῆ βίο μὲ σκοπὸ τὴν πνευματικὴ καλλιέργεια τῆς προσωπικότητός του,
μπορεῖ νὰ καταλήξει νὰ βιώσει αἰσθήματα ντροπῆς καὶ «αἰσχύνης»4.
Ἡ θρησκεία περιγράφεται ὡς «ἀρχὴ παντὸς κακοῦ» γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς
θεσμοθετήθηκε νομικά, ἔγινε ἐπίσημο κρατικὸ «ὄργανο» καὶ ἀπολυταρχικὸς «νόμος»
γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας ἀπὸ «τυράννους»
ἄρχοντες5.
Γι’ αὐτό, ἡ ἀνθρωπότητα στὴν πορεία της, χρειάζεται νὰ ἐπιδιώξει τὸ «τέλος» τῆς
θρησκείας καθ’ ὅσον τοῦ φαινομένου αὐτοῦ «πέρας ἐστίν»6.
Κατὰ συνέπεια, γιὰ τὴν Π.Δ., ἡ πρακτικὴ τοῦ «θρησκεύειν», ἀντὶ νὰ θεραπεύει τὸν
ἄνθρωπο, ἀντὶ νὰ τὸν ὑψώνει πνευματικὰ καὶ νὰ τὸν ὁδηγεῖ πρὸς τὸ καλὸ καὶ τὸ
ἀγαθό, οὐσιαστικὰ τὸν ταπεινώνει καὶ τὸν εὐτελίζει. Λειτουργεῖ στὴν ἱστορία τοῦ
ἀνθρώπου καὶ τῶν λαῶν ἀρνητικά, δὲν συμβάλλει θετικὰ στὴν παιδεία καὶ στὸν
πολιτισμὸ καὶ ὁ συντηρητισμὸς τῆς «θρησκείας» σχεδὸν πάντα χρησιμοποιεῖται ἀπὸ
τὶς δυνάμεις ἐξουσίας μὲ σκοπὸ τὴν πνευματικὴ δούλωση τῶν ἀνθρώπων].
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ" ΣΤΗΝ Π.Δ.
[Ὑπάρχει ὅμως στὴν Π.Δ. ἕνας ἄλλος ὅρος, ὁ ὅρος «ἐκκλησία» (καὶ «ἐκκλησιάζειν»). Οἱ ἀναφορὲς σ’ αὐτὸν εἶναι 103, ἐντυπωσιακὰ πολλὲς
καὶ ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες]. Δὲν θὰ ἀναφερθῶ σὲ σχετικὰ χωρία, θὰ σημειώσω
μόνο ὅτι, γιὰ τὸν Ἰσραὴλ τὸ σημαντικὸ ἦταν νὰ βίωνε τὸν Θεὸ παρόντα στὴν
κοινωνικὴ καὶ ἐθνικὴ ζωή του. Ὅμως, ὁ Ἰσραὴλ ἐπὶ αἰῶνες ἦταν περιπλανώμενος,
ὁπότε κι ὁ Θεός του δὲν εἶχε ναό. [Γι’ αὐτὸ ὁ ἀποκλειστικὸς χῶρος ὅπου ὁ Θεὸς
συναντοῦσε τὸ λαό του, ἦταν ὁ «οἶκος τῆς ἐκκλησίας» δηλ. ὁπουδήποτε βρισκόταν
συγκεντρωμένος ὁ λαός του].
Ὁ Ἰσραὴλ μπροστὰ στὴν χονδροειδῆ πανθεΐα ποὺ τὸν
περιέβαλε, ἄρχισε νὰ νοιώθει ὑπεροχὴ γιὰ τὴν ἐκλεπτισμένη μονοθεΐα του καὶ
καλλιέργησε γιὰ τὸν ἑαυτό του τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς [«ἐκλεκτικότητος», ὅτι ἦταν μιὰ «ἐκκλησία» κλειστή, τῶν ὀλίγων «ἐκλεκτῶν»
καὶ «καθαρῶν», περιχαρακωμένη μέσα
στὸ γεωγραφικό, ἐθνικό καὶ θρησκευτικό ὁρίζοντα τοῦ λαοῦ του].
Αὐτὴ ἡ νοοτροπία ἐνισχύθηκε τὸν 10ο αἰῶνα
π.Χ. ὅταν ὁ Σολομὼν ἔκτισε τὸν θαυμαστὸ ἐκεῖνο Ναὸ στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁπότε ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραὴλ ἀπέκτησε σταθερὸ ἱερό, δίπλα στὸ πολιτικὸ καὶ ἐθνικὸ κέντρο τοῦ λαοῦ
του. Ἔτσι, ἡ ἐξαιρετικὴ ἐμπειρία τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία εἶχε ἀποκτήσει ὁ
Ἰσραὴλ ἐξ ἀποκαλύψεως (στοὺς πατριάρχες, στὸ Σινᾶ κλπ), μετεξελίχθηκε πρῶτα σὲ
θρησκευτικὸ φαινόμενο7, ἔπειτα σὲ ἱστορικὸ μόρφωμα καὶ γρήγορα
σὲ μηχανισμὸ ἀσκήσεως κοσμικῆς ἐξουσίας μὲ ἐπένδυση θρησκευτική.
[Ἀντίθετη σὲ αὐτὴν τὴν κλειστὴ ἀποκλειστικότητα, ἦταν,
τὰ κηρύγματα τῶν προφητῶν τῆς Π.Δ., τὰ ὁποῖα ἄρχισαν νὰ ἀνοίγονται πρὸς τὸν
ὑπόλοιπο κόσμο καὶ νὰ μιλοῦν γιὰ σωτηρία «λαῶν πολλῶν» καὶ ἐθνῶν, ποὺ σημαίνει
ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ λόγος τῶν προφητῶν -μὲ τελευταῖο τὸν Ἰωάννη Βαπτιστή-
ἦταν ἐλεύθερος λόγος, ἀνοιχτὸς8 λόγος, ἀφυπνιστικός, προσκλητήριος λόγος
καὶ ἀπευθυνόταν στὴν «ἐκκλησία τῶν ἁγίων»9,
στὴν «ἐκκλησία τῶν ὁσίων»10,
στὴν «ἐκκλησία τῶν πιστῶν»11
καὶ ὄχι ἀποκλειστικὰ στὸν ἐθνικὸ Ἰσραήλ].
Ἡ σύγκρουση ἦταν ἀναπόφευκτη, γι’ αὐτό, [οἱ προφῆτες
στὰ ἱστορικὰ κείμενα τῆς Π.Δ. παρουσιάζονται νὰ μιλοῦν καὶ νὰ
δραστηριοποιοῦνται σὰν νὰ βρίσκονται ἐκτὸς «θρησκείας», ὁπωσδήποτε νὰ μὴν
ἀνήκουν στὸ ἱερατεῖο καὶ νὰ διαφωνοῦν τελείως μὲ τὶς ἀπόψεις τῆς θρησκευτικῆς
ἱεραρχίας]. Ὁ Χριστός, τὸ βράδυ τῆς Μεγ. Δευτέρας, παίρνει θέση σ’ αὐτὴν τὴν
σύγκρουση, [τάσσεται ὑπὲρ τοῦ προφητικοῦ κηρύγματος καὶ ἐξαπολύει ἐκεῖνα τὰ
φοβερὰ «οὐαί» πρὸς ὅσους «ἐφόνευσαν τοὺς προφήτας» καὶ κατέστησαν
τὴν ἱερὴ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων «πόλιν
δολοφόνων»12. Τὸ ἱερατεῖο τῶν Ἱεροσολύμων τὸν
κατηγόρησε ὡς «προφήτη» καὶ «ἀποστάτη»13].
«ΘΡΗΣΚΕΙΑ» & «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» ΣΤΗΝ Κ.Δ.
[Στὴν Κ.Δ. οἱ λέξεις «θρησκεία» (καὶ «θρησκεύειν»)
συναντῶνται μόλις 4 φορές14. Οἱ ἀναφορὲς κι ἐδῶ ἔχουν ἀρνητικὴ στάση καὶ ἔντονο μειωτικὸ καὶ
κριτικὸ χαρακτῆρα γιὰ τὴν θρησκεία. Μὲ κορυφαῖο τὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ ὀνομάζει
τὴν πατρῶα θρησκεία του -ἀλλὰ καὶ τὴν δική του μέχρι τὸ ὅραμα στὴ Δαμασκό-
«ἀπάτη» καὶ «αἵρεση»15.
Ὅμως, ἡ λέξη «ἐκκλησία»
(καὶ «ἐκκλησιάζειν») στὴν Κ.Δ.
βρίσκεται σὲ εὐρύτατη χρήση καὶ ἀπαντᾶ σὲ 115 χωρία, μὲ ἰδιαίτερο θεολογικὸ καὶ
σωτηριολογικὸ ἐνδιαφέρον]. Ἡ «ἐκκλησία»
ἐμφανίζεται ὄχι σὰν κάτι νέο, ποὺ μόλις ἱδρύθηκε, ἀλλὰ σὰν κάτι ποὺ ὑφίστατο
πρὶν ἀκόμα τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου. «Διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ» [ἀποκαλύφθηκε στὸν
κόσμο μὲ διπολικὴ δυναμικὴ λειτουργία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, στὸν κόσμο τῶν
ἀνθρώπων καὶ στὴ χώρα τῶν Ἁγίων, τῶν Ὁσίων καὶ τῶν Ἀγγέλων, συνεχίζει τὴν
ἐσχατολογικὴ πορεία της μέχρι τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ μὲ βεβαία προοπτικὴ
ὅτι θὰ συνεχίσει νὰ ὑπάρχει καὶ στὴν ὄγδοη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας.
Ἡ «ἐκκλησία»
τῆς Κ.Δ. ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἀκόμα, ἐμφανίζεται σὰν ἕνα πνευματικὸ
μέγεθος, πρωτόγνωρα οἰκουμενικὸ μέσα στὴν ἀνθρωπότητα, νὰ προσκαλεῖ στοὺς
κόλπους της πιστούς, τόσο ἀπὸ τὸν ἰουδαϊκὸ ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ κόσμο], «Πάρθοι καὶ Μῆδοι
καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ
Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ
μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ
προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες»16.
[Ἔχει συνείδηση ὅτι κατὰ τὴν φύση της εἶναι Ἐκκλησία Μία, Ἁγία καὶ Καθολικὴ, μὲ
προορισμὸ νὰ ἐνσωματώσει στὸ ἱστορικὸ σῶμα της ὅλα τὰ ἔθνη, τοὺς λαοὺς καὶ τὶς
φυλὲς τῆς γῆς. Ἐπιδιώκει νὰ κατασταθεῖ μέσα στὸν κόσμο, διαχρονικὰ οἰκουμενικὴ
καὶ γεωγραφικὰ παγκόσμια, ἀγκαλιάζοντας σωτηριολογικά17 ὅλη τὴν κτίση.
Ἡ χριστιανικὴ ἔννοια τῆς λέξεως «ἐκκλησία» διαφέρει
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἔννοια]. Στὴν ἀρχαία Ἀθήνα μέλη τῆς ἐκκλησίας τοῦ δήμου ἦταν
μόνο οἱ ἄνδρες ἐλεύθεροι πολίτες, ὄχι οἱ γυναῖκες οὔτε οἱ δοῦλοι. Κάτι τέτοιο
γιὰ τὴν χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἦταν ἀσφυκτικό, ἀφοῦ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, οὐκ ἔνι
Ἰουδαῖος, οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»18. Ὁπότε ἡ «εὐχαριστιακὴ σύναξη» τῶν
χριστιανῶν, στὴν ὁποία μετέχουν ὅλοι ἀνεξαιρέτως, συγκροτεῖται ὡς ἔκφραση τῆς
ἑνότητος ὅλων καὶ τῆς κοινῆς πορείας τους πρὸς τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ19
μὲ σκοπὸ τὴν σωτηρία τοῦ «σύμπαντος
κόσμου».
Οἱ χριστιανοὶ ἀμέσως ἀντιδιαστέλλουν τὴν προοπτική
τους μὲ τοὺς «ἐθνικούς». Οἱ
«ἐθνικοὶ» ἦταν τὸ «μέρος» ἐνῶ οἱ
χριστιανοὶ ἔβλεπαν τὸν ἑαυτό τους στὴν ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τοῦ «ὅλου». Ὅταν ὁ Μεγ. Ἀθανάσιος γράφει «Κατὰ ἐθνικῶν» ἐννοεῖ ὅσους μέσα στὴν
Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία δὲν μποροῦσαν νὰ ἀπεμπλακοῦν ἀπὸ τὴν κλειστή, ἐθνικιστική,
ἀπομονωτικὴ νοοτροπία τους, μπροστὰ στὸ ἑνοποιητικό, ἀνοιχτό, εὐρύχωρο
οἰκουμενικὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ τοὺς χωροῦσε ὅλους. Δὲν τοὺς ἀνεχόταν
ἁπλῶς, ἀλλὰ τοὺς προσλάμβανε πλήρως.
Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία, στὶς ἀπαρχές της, καταγράφτηκε
στὴν ἱστορία ὄχι
σὰν θρησκεία (μὲ ὅρια, ὅρους
εἰσδοχῆς, καθηκοντολόγιο μελῶν καὶ θρησκευτικὲς ὑποχρεώσεις), ἀλλὰ σὰν μιὰ
ἑνοποιὸς ἀνοιχτὴ καὶ ἐλεύθερη συμμετοχὴ σ’ ἕνα παγκόσμιο ὅραμα: ποιὸ ἦταν αὐτό;
ἡ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
Χριστιανὸς θεωρεῖτο ὅποιος ἁπλῶς ὁμολογοῦσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν ὁ σωτῆρας
καὶ λυτρωτής.
Ἱερὸ βιβλίο δὲν ὑπῆρχε, ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς κατέγραφε σὲ
κείμενα τὶς ἐμπειρίες της. Ὅσα εἶχαν ἀκούσει οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὸν Ματθαῖο, τὰ
κατέγραψαν ὡς τὸ «κατὰ Ματθαῖον»
εὐαγγέλιο. Ὅσα εἶχαν ἀκούσει ἄλλοι πιστοὶ ἀπὸ τὸν Λουκᾶ, τὰ κατέγραψαν ὡς τὸ «κατὰ Λουκᾶν» κ.ο.κ. Στὸ «κατὰ Ἰωάννην» σημειώνεται ὅτι «ἔστι καὶ ἄλλα πολλὰ
ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἱησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον
χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία»20.
Καὶ ἡ Ἐκκλησία θεώρησε γνήσια ὅσα ἦταν ἀποδεκτὰ «παντοῦ, πάντοτε καὶ ὑπό πάντων», δηλ. ὅσα ἀπολάμβαναν
παγκοσμιότητα, διαχρονικότητα καὶ καθολικότητα.
Τὰ λέω αὐτὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε πόση δυσκολία βιώνουν
σήμερα, σοβαροὶ καὶ ἐπιπέδου μουσουλμάνοι, γιὰ νὰ ἀποδείξουν ὅτι δὲν ἔχουν
καμμία σχέση μὲ τὰ τζιχαντιστικὰ κηρύγματα τοῦ Κορανίου. Καὶ δὲν εἶναι εὔκολο,
ἐπειδὴ τὸ Κοράνι ἔχει ἀνυψωθεῖ σὲ ἱερό, δηλ. θεόσταλτο βιβλίο. Γι’ αὐτὸ καὶ
καμμιὰ ἰσλαμικὴ Χώρα, ἐπίσημα καὶ δυναμικά, δὲν ἔχει καταδικάσει τὸ τζιχάντ,
ἀφοῦ ὁ ἱερὸς πόλεμος εἶναι κεφάλαιο τοῦ Κορανίου.
Νὰ πῶ καὶ παράδειγμα ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ κόσμο· ἡ
Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία ἀντιδρῶντας τότε δίκαια στὶς αὐθαιρεσίες τῆς παπικῆς
Ἐκκλησίας, ἀπεμπόλησε τελείως τὴν Ἱερὰ Παράδοση καὶ κράτησε μόνο τὴν Ἁγία
Γραφή. Σήμερα διαπιστώνεται ὅτι ἡ Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία δυσκολεύεται νὰ συμβάλει
στὸ νὰ ἀπαντηθοῦν κοινὰ ποιμαντικὰ προβλήματα τῶν χριστιανῶν μας, (σχετικὰ μὲ
τὴν γενετική, τὴν βιοηθικὴ κλπ), ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν μιλάει γι’ αὐτά.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο βιβλίο τῆς
Ἐκκλησίας, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι παραπάνω, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωὴ καὶ ἡ ζωὴ δὲν
χωράει σὲ κανένα βιβλίο, ἡ ζωὴ εἶναι σὰν τὸ ζυμάρι, ποὺ ὅταν φουσκώσει, βγαίνει
ἀπὸ τὴν πινακωτή!
Γι’ αὐτό, οἱ Ὀρθόδοξοι λέμε ὅτι· «δὲν ἔκανε τὸ Εὐαγγέλιο τὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία ἔκανε τὸ Εὐαγγέλιο».
Γι’
αὐτὸ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τὸ διαχειρίζεται ἡ Ἐκκλησία (ἀνάλογα μὲ τὰ
ποιμαντικὰ ζητήματα κάθε τόπου). Ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύει τὸ Εὐαγγέλιο (προσαρμόζοντάς
το σὲ κάθε ἐποχή). Ἡ Ἐκκλησία διαστέλει τὴν ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου (μέ
βάση τὸ πνεῦμα του, ὅταν τὸ «γράμμα»
του «σιωπᾶ»). Γράφει ὁ Μεγ.
Βασίλειος: «πολλὰ ἀπεσιώπησεν ἡ Γραφή, τὸν ἡμέτερον νοῦν γυμνάζουσα»21.
Κλείνω τὴν παρένθεση γιὰ νὰ συμπληρώσω ὅτι· οἱ
ἀνοιχτοὶ ὁρίζοντες τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀπέκλεισαν τὴν πρόσληψη ὅσων
καλῶν στοιχείων εἶχε ὁ κόσμος πρὶν τὸ Χριστὸ ἢ μετά τὸν Χριστό. Σημειώνω τὴν
χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου, τοῦ φιλοσόφου καὶ μάρτυρος: «ὅσα εἰπώθηκαν ἀπὸ
ὁποιονδήποτε καὶ εἶναι καλά, εἶναι καὶ δικά μας, τῶν χριστιανῶν»22.
Τὴν οἰκουμενικὴ αὐτὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, κατέδειξε ὁ
ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ἀρχή, μὲ τὴν ἐκλογὴ τῶν μαθητῶν του. [Οἱ 11 ἀπὸ τοὺς 12
προερχόταν ἀπὸ τὴν «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν»,
μιὰ περιοχὴ χωρὶς τὶς δεσμεύσεις τῆς θρησκείας τοῦ νότου, περιοχὴ ὅπου
διακινοῦνταν ἰδέες καὶ προσδοκίες γιὰ τὸ μέλλον. Ὁ 12ος ἦταν ὁ Ἰούδας,
προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, ἐξέφραζε ζηλωτικὰ μιὰ στείρα παράδοση
μὲ ἔντονες τάσεις ἐγκοσμιοκρατικοῦ καὶ ἐθνικοῦ μεσσιανισμοῦ] καὶ τελικὰ
δὲν μπόρεσε νὰ ἀνοιχτεῖ στὸ νέο κόσμο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο
ἐπαγγέλθηκε ὁ Χριστός. Στὴ συνέχεια, οἱ ἑπτὰ Διάκονοι, ἰσραηλίτες ὅλοι, [ὅμως
μὲ θαυμάσια ὑποδομὴ ἑλληνικῆς παιδείας καὶ οἰκουμενικότητος καὶ ὅλοι μὲ
ἑλληνικὰ ὀνόματα, ἀπετέλεσαν τὴν βάση γιὰ τὴν νέα γενεὰ τῆς οἰκουμενικῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ].
Ἀπὸ τὰ πρώτα της βήματα, ἡ Ἐκκλησία, κινδύνευσε νὰ
ὑποδουλωθεῖ μέσα σὲ θρησκευτικότητα, ὅταν προέκυψε τὸ ζήτημα: περιτομὴ ἢ
ἀκροβυστία; Οἱ 12 Ἀπόστολοι θεωροῦσαν ὡς προϋπόθεση τοῦ βαπτίσματος τὴν
περιτομή. Σὲ σοβαρὴ καὶ μακροχρόνια σύγκρουση μὲ τοὺς 12 ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
πέτυχε τὸ ἀντίθετο: βάπτιση κατ’ εὐθείαν. Ὁ ἑλληνομαθὴς Παῦλος γνώριζε καλὰ ὅτι
ὁ ἑλληνιστικὸς κόσμος δὲν θὰ καταδέχονταν μιὰ τέτοια πράξη· ὅμως, τὸ
σημαντικότερο ἀποτέλεσμα τῆς συγκρούσεως αὐτῆς ἦταν ὅτι ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν,
ἔβγαλε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἑβραϊκή της μήτρα καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἀναπτύχθηκε
τελείως ἐλεύθερος καὶ ὄχι ὡς ἰουδαϊκὴ αἵρεση.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ἀλήθεια, γιατὶ ἀντέδρασε στὸ Χριστιανισμὸ ἡ, κατὰ τὰ
ἄλλα, ἀνεκτικὴ στὰ θρησκεύματα Ρώμη; Τί πείραζε νὰ ἐνταχθεῖ μιὰ παραπάνω
θρησκεία στὸ μωσαϊκὸ τῆς Αὐτοκρατορίας; Γιατὶ ἐνόχλησε ἕνας ἐπὶ πλέον θεός, ὁ
Ναζωραῖος, μέσα στὸ πάνθεο τῆς Μεσογείου; Ἐνόχλησε,
ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶχε θρησκευτικὰ στεγανά, ποὺ σίγουρα θὰ νοθευόταν ὅταν ἐρχόταν σὲ
ἐπαφὴ μὲ τὶς ἄλλες θρησκείες. Ἡ Ἐκκλησία προσκαλοῦσε ὅλους ἀνεξαιρέτως (κυρίως
τοὺς καταφρονεμένους), προκειμένου νὰ ἐγκαθιδρύσει μιὰ «πολιτεία τοῦ Θεοῦ», ποὺ ἀκόμα καὶ σὰν ἁπλὸ ἐνδεχόμενο, κλόνιζε τὸ
Ρωμαϊκὸ Imperium. Ἐνόχλησε ὁ Ναζωραῖος, ἐπειδὴ ἦταν ἕνας Θεὸς ποὺ δὲν ζητοῦσε
θυσίες καὶ προσφορές, ἀλλὰ πρόσφερε τὰ πάντα μέχρι ποὺ προσφέρθηκε κι ὁ ἴδιος.
Ὁ Μεγ. Κων/νος διέβλεψε αὐτὴν τὴν δυναμικὴ καὶ γιὰ νὰ
μὴν ἐκπνεύσει ἡ Αὐτοκρατορία του ζήτησε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία φιλὶ ζωῆς. Καὶ ἡ Ἐκκλησία
δὲν τὸ ἀρνήθηκε. Οἱ προθέσεις τοῦ Ἰσαποστόλου Ἁγίου ἦταν καλές, ὅμως ἀγκάλιασε
τὴν Ἐκκλησία τόσο σφικτὰ ποὺ τῆς στέρησε τὸ ὀξυγόνο. Τὴν ἔκανε αὐτοκρατορικὴ
θρησκεία καὶ σίγουρα ἦταν θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ δοκιμάσει ἡ Ἐκκλησία τὸν τρίτο πειρασμὸ
τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χιλιόχρονη Αὐτοκρατορία μας ἔζησε ἀτελείωτες φορὲς αὐτὴν τὴν
σύγκρουση. Ἡ Ἐκκλησία πάλευε νὰ κρατηθεῖ στὸν ἀκραιφνῆ πνευματικό της ρόλο (οἱ
περισσότεροι ἅγιοι τῆς περιόδου αὐτῆς πέθαναν σὲ ἐξορία ἢ σὲ διωγμούς) καὶ
ἀντιδρώντας στὴν ἐκκοσμικευμένη θρησκειοποίηση καλλιέργησε τὸν μοναχισμό.
Πολλὲς φορές, ὅμως, ὑπέκυπτε καὶ γινόταν τὸ δεκανίκι τῆς αὐτοκρατορικῆς
ἐξουσίας. Οἱ Αὐτοκράτορες ὑπέγραφαν τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων
καθιστώντας τα Νόμους τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐξασφάλιζε, μ’ αὐτὸν τὸν
τρόπο, τὴν ἐπικράτηση τοῦ δόγματός της. Νὰ ποῦμε ὅμως τὴν ἀλήθεια, δὲν
ἦταν μόνο ἡ διαύγεια τοῦ δόγματος ποὺ συνεῖχε τὴν Ἐκκλησία, ἦταν ποὺ
κολακευόμασταν νὰ βάζουμε «τὴν ἄκρη τοῦ
παπουτσιοῦ μας» στὸ Παλάτι. Βλέπετε, οἱ αὐτοκρατορικὲς δυναστεῖες
ἔρχονταν καὶ παρέρχονταν ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἀκλόνητη διαπίστωνε «ὅτι τελικὰ ὁ θρόνος πάντοτε θὰ ὑποκλίνεται
μπροστὰ στὸ ἀλτάρι»23.
Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε σ’ ἐκεῖνα τὰ 1000
χρόνια νὰ ἑνώσει τὸ ψηφιδωτὸ τῶν λαῶν τῆς Αὐτοκρατορίας μὲ συνδετικὸ κρίκο τὴν
Ὀρθόδοξη Πίστη. Γράφει ἡ Ἄννα ἡ Κομνηνή· «στοὺς λαοὺς ποὺ πλησίαζαν ἀπειλητικὰ τὰ
σύνορά μας, στέλναμε πρῶτα τοὺς ἱεραποστόλους γιὰ νὰ τοὺς θαμπώσουμε μὲ τὸ
μεγαλεῖο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂν δὲν τὰ κατάφερναν οἱ ἱεραπόστολοι, τότε στέλναμε
τὸ στρατό μας».
Ὅμως, ἐδῶ πρέπει νὰ σταματήσω τὴν ἀναδρομή. Ἐπίτηδες
παραλείπω τὰ «καλύτερα» (ἐπειδὴ πονοῦν ἀκόμα καὶ γυρεύουν λύτρωση) γιὰ νὰ ΄ρθῶ
στὸ σήμερα.
ΕΚΚΛΗΣΙΑ Ή ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΗΜΕΡΑ
Γιὰ ὅσους ἐνδιαφέρεσθε, ἐτυμολογικά, ἡ λέξη θρησκεία
προέρχεται ἀπὸ τὸ Θρᾷξ/Θρᾳκός· «παρὰ τὴν
τῶν Θρᾳκῶν ἐπιμέλειαν τὴν πρὸς τὸ θεῖον καὶ τὴν Ὀρφέως ἱερουργίαν· οὗτοι γὰρ
πρῶτον ἐξεῦρον τὴν περὶ τὸ θεῖον εὔνοιαν»24.
Σήμερα στὸν πλανήτη μας, ἡ «θρησκευτικότητα» εἶναι «ἐπικίνδυνη».
Εἶναι ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος γιὰ ἐθνικὲς διεκδικήσεις, γιὰ πολιτικὲς ἀπάτες καὶ
γιὰ κοινωνικὲς ἐξεγέρσεις. Τὸ εἴδαμε αὐτὸ καὶ στὴν Πατρίδα μας, πολλὲς φορὲς
ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση μέχρι σήμερα, τὸ βλέπουμε, ὅμως, καὶ τώρα σὲ πολλὰ μέρη
τῆς γῆς. Οἱ θρησκεῖες δὲν ἔχουν μετριοπάθεια, γι’ αὐτό, ὅταν οἱ ποικίλες
διαφορὲς πάρουν θρησκευτικὸ μανδύα, τότε γίνονται ἐξοντωτικοὶ θρησκευτικοὶ
πόλεμοι.
Ὁ σύνολος πολιτισμός μας βρίσκεται σὲ μιὰ ἀρένα,
ἕτοιμος νὰ βιώσει τὴν ἱστορική του σύγκρουση. Φοβᾶμαι νὰ σκεφτῶ τὸν συλλογισμὸ
τοῦ Samuel Huntington25, γι’ αὐτὸ καλύτερα νὰ πῶ ὅτι ὁ
πολιτισμός μας βρίσκεται σ’ ἕνα ἱστορικὸ σταυροδρόμι. Πρέπει νὰ ἐπιλέξει.
Ἡ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ πλανήτη θεωρεῖ ὅτι οἱ θρησκεῖες
ὑποδαυλίζουν τὶς ὅποιες δήποτε ἀντιπαλότητες. Γι’ αὐτό, ἡ Ἀμερικὴ ἐπιδιώκει, ἀνοιχτὰ πλέον, ἕνα θρησκευτικὸ
συγκρητισμὸ καὶ μιὰ μείωση τῆς
παρεμβατικότητος τῶν θρησκειῶν, ὅμως, μέσα στὴ νύχτα τοῦ ἀμερικανικοῦ ὀνείρου
κάποιοι ξυπνοῦν καὶ μαστορεύουν ἐφιάλτες. Ἡ Εὐρώπη καμώνεται τὴν
οὐδετερόθρησκη, ὅμως, τὶς χιλιάδες σελίδες τῶν παναθρωπίνων διακηρύξεών της, κάποιοι
τὶς κάνουν προσάναμμα γιὰ τὴν φωτιὰ ποὺ συνδαυλίζουν.
Οἱ κάτοικοι τῆς ἄλλοτε πνευματέμφορης ἀνατολῆς, σήμερα
ὑποβλέπουν τὸν κόσμο μας καί, φυσικά, δὲν ἀποροῦμε. Τὰ φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ μας
δὲν διέλυσαν τὶς τραυματικές τους ἀποικιοκρατικὲς μνῆμες καὶ ἡ ἐκθαμβωτικὴ
δημοκρατία μας δὲν εἰσχώρησε πίσω ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς μπούργκες τους.
Στὴ γειτονική μας Χώρα, οἰκοδομεῖται σοβαρὰ καὶ
συστηματικὰ ἕνα πρωτόγνωρο ἐκκοσμικευμένο Ἰσλάμ. Γι’ αὐτό, στὴν προσπάθεια τοῦ
Recep Tayip Erdoǧan δυναμικὰ συμπαρίστανται οἱ ΗΠΑ-Ἰσραὴλ καὶ διακριτικὰ ἡ
Εὐρώπη, προκειμένου -εὐχόμαστε καὶ ἐλπίζουμε- τὸ νέο σχῆμα ποὺ θὰ διαδεχθεῖ τὸ
σημερινὸ τουρκικὸ ἔθνος-κράτος νὰ λειτουργήσει ὡς μοντέλο γιὰ τὸν ὑπόλοιπο
ἰσλαμικὸ κόσμο. (Ἀνησυχῶ ποὺ δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν, ἀκόμα, οἱ ἀναπόφευκτες
ἐπιπτώσεις αὐτοῦ τοῦ δύσκολου τοκετοῦ τῆς γείτονος, στὴν δική μας ἐκκλησιαστικὴ
καὶ ἐθνικὴ πραγματικότητα).
Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες, τὴν ἱστορικὰ θρησκειοποιημένη
Ὀρθοδοξία τους, τὴν προτιμοῦν νὰ φοράει ἄσπρες μπλοῦζες καὶ ὄχι μαῦρα ράσα. Ἂν
ἡ Ἐκκλησία ἀναλάβει τὸν κύριο ρόλο της, τότε γίνεται σὰν ...τὸν ἀδένα τοῦ
προστάτη· «ὅταν εἶναι ἤρεμος μοιάζει νά ΄ναι
ἄχρηστος, ὅταν δημιουργεῖ προβλήματα, ἐπιβάλλεται ἡ ἀφαίρεσή του»! Ὅταν ἡ
Ἐκκλησία δὲν ἀνακατεύεται, ὅλοι τὴν ἀγαποῦν. Ὅταν ζητήσει λόγο ἢ διεκδικήσει, τότε
ὅλοι ἐνίστανται καὶ κραδαίνουν «χωρισμοὺς»
καὶ «διακριτοὺς ρόλους».
Ἔτσι ἢ ἀλλιῶς, ἐπικρατεῖ «...ἐπὶ τῆς γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου,
ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ»26.
Καὶ ἐπειδή, δὲν εἶναι καλὸ νὰ φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος· γι’
αὐτό, χρειάζεται θάρρος ὄχι θράσος, προσεκτικότητα ὄχι προκλητικότητα,
ἀποφασιστικότητα ὄχι σπασμωδικότητα27.
Θέλω νὰ πῶ:
φτάνει ἡ θρησκεία καὶ ἡ θρησκειοποίηση τῶν λαῶν, χρειαζόμαστε ἐπειγόντως
διεύρυνση τοῦ πολιτισμοῦ μας σὲ «ἐκκλησιασμό»!
Ἐδῶ θὰ περιοριστῶ μόνο στὴν εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας -τὴν ὁποία γνωρίζω καὶ βιώνω- καὶ βλέπω νὰ ξαναζεῖ, μετὰ ἀπὸ τόσους
αἰῶνες, τὴν ἴδια σύγκρουση νὰ μαίνεται πάλι. Νὰ βρίσκεται στὸ ἴδιο ἀπορημένο
σταυροδρόμι ποὺ προανέφερα.
Τί θὰ κάνουμε;
Νὰ συνεχίσουμε νὰ ὑπηρετοῦμε θρησκευτικὰ τὸν κάθε
Ἰσραὴλ μὲ τὸν ὁποῖο ἐθνικὰ συνυπάρχουμε ἢ νὰ ἀνοιχτοῦμε σὲ ἐκκλησιασμὸ λαῶν,
φυλῶν καὶ γλωσσῶν, προτείνοντας τὸ δικό μας ὅραμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ
τῆς γῆς;
Νὰ μείνουμε γαντζωμένοι στὶς κατὰ τόπους ἐθνικὲς
παραδόσεις μας ἢ νὰ γίνουμε ζύμη ποὺ θὰ ζυμώσει τὸν σημερινὸ ἄζυμο κόσμο;
Νὰ ἐξηγηθῶ μὲ παραδείγματα:
Ἂν ἡ ρωσικὴ Ἐκκλησία ἐπιμείνει στό· «εἴμαστε πρῶτα Ρῶσοι κι ἔπειτα Ὀρθόδοξοι»...
Ἂν οἱ Ἱεραποστολές μας συνεχίσουν νὰ κλωνοποιοῦν τὴν
ἑλληνορθοδοξία...
Ἂν φοβόμαστε νὰ συμμετάσχουμε μὲ αὐτοπεποίθηση σὲ μιὰ Ἁγία καὶ Μεγάλη
Σύνοδο...
Ἂν ὁ λόγος μας δὲν εἶναι κύρια καὶ μόνο εὐαγγελικὸς
καὶ ἐκκλησιολογικός...
(...θὰ ἤθελα νὰ πῶ «καὶ προφητικός», δηλ. ἀφυπνιστικὸς καὶ προσκλητήριος, ὅμως δὲν τὸ
λέω, ἐπειδὴ σήμερα, ἡ ὑψηλὴ βιβλικὴ ἔννοια τῆς προφητείας διασύρεται ὡς φοβικὴ
μελλοντολογία!
Ἂν, τέλος, περιορίσουμε τὴν Ἐκκλησία μόνο σὲ κοινωνικὸ
ρόλο...
Τότε, θὰ τὴν
καταστήσουμε ἁλάτι ποὺ ἔχει μωρανθεῖ καὶ «εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι, εἰ μὴ βληθῆναι
ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων»28.
Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἐκκλησιαστικούς, φοβόμαστε ἕνα τέτοιο μετέωρο βῆμα,
ἐπειδὴ μᾶς χρειάζεται περισσότερη πίστη.
Βλέπω, ὅμως, ὅτι ἔφτασε ἡ ἱστορικὴ ὥρα
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἴμαστε στὸ μέσον δυὸ ἄτεγκτα θρησκευτικὰ
ἀντιμαχομένων στρατοπέδων στὸν πλανήτη, μὲ ἕνα σημαντικὸ πλεονέκτημα στὰ χέρια
μας. Ἐνῶ τὸ Ἰσλάμ, τὸν χριστιανισμὸ τῆς Δύσεως τὸν ταυτίζει μὲ τὶς
Σταυροφορίες, ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, δὲν μᾶς θεωρεῖ «σταυροφόρους», ἐπειδὴ γνωρίζει πολὺ καλά, ὅτι οἱ Σταυροφορίες
κατέστρεψαν καὶ τὸν δικό μας πολιτισμό.
Ὅμως, χρειαζόμαστε πίστη στὸ Χριστὸ καὶ στὴ
δραστικότητα τοῦ Εὐαγγελίου:
Νὰ κρατᾶμε τοὺς τύπους, μόνο σὰν ὁδοδεῖκτες τῆς
οὐσίας.
Νὰ ζοῦμε τὴν Παράδοσή μας σὰν ζωντανὴ πείρα τῶν
πατέρων μας κι ὄχι σὰν νεκρὸ παρελθόν.
Νὰ ζοῦμε τὴν «κατὰ
Χριστὸν» ζωή μας σὰν δωρεά, χωρὶς ἐγωϊσμοὺς καὶ ἀποκλειστικότητες.
Νὰ ὁμολογοῦμε τὴν Πίστη μας, μὲ τὶς ἱστορικὲς νῖκες
της ἀλλὰ καὶ τὶς ἱστορικὲς ἦττες της.
Νὰ φωτίζει τὸ δρόμο μας τὸ γράμμα τοῦ Εὐαγγελίου πού,
ὅμως, θὰ μοσχοβολᾶ πνεῦμα.
Νὰ ἀναπαύουμε συνειδήσεις, νὰ ξεφορτώνουμε φορτία
δυσβάστακτα, νὰ προσφέρουμε λύσεις καὶ διεξόδους. «Στὰ ἀναγκαῖα ἑνότης, στὰ διφορούμενα ἐλευθερία, σὲ ὅλα ἀγάπη»29.
Νὰ γίνουμε «λατρεύουσα
κοινότητα» καὶ ὄχι προσωπικὸ δεδομένο ποὺ «ἐκπληρώνει τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα».
Νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴν χλιαρότητα καὶ νὰ εἴμαστε αὐτὸ
ποὺ εἴμαστε.
Νὰ κοινωνήσουμε ὡς πρόσωπα μεταξύ μας κι ἔπειτα νὰ τολμήσουμε νὰ κοινωνήσουμε τὸν Θεό.
Νὰ ἐπιθυμήσουμε τὸν Παράδεισο ὡς κοινὴ κατοικία ὅλων,
χωρὶς ἀποκλεισμούς.
Νὰ ἐπιδιώξουμε τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ «ἐπὶ τῆς γῆς».
Ὑπάρχουν δίπλα μας ἄνθρωποι καὶ λαοί, ποὺ παλεύουν
εἴτε μὲ τὴν πίστη τους εἴτε μὲ τὴν ἀπιστία τους. Ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται, στὰ
τάρτατα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀβύσσου, ὁρμάει σὰν σίφουνας ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τοὺς βρεῖ καὶ
νὰ τοὺς συντροφεύσει, ὅσο τὸ ἀντέχουν, ἔστω καὶ γιὰ λίγο. Ἂν δὲν εἴμαστε κι
ἐμεῖς ἐκεῖ, δίπλα τους, θὰ χάσουμε αὐτὴν τὴν συνάντηση μὲ τὸ Θεό.
Αὐτὰ τὰ ἅλματα, καμμιὰ θρησκευτικότητα δὲν μπορεῖ νὰ
τὰ διδάξει, καμμιὰ θρησκεία δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιβάλλει.
Μόνο ἡ γνήσια ἔννοια τῆς «ἐκκλησίας» μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ ἐμπνεύσει30!
Ἡ ἔκπτωση τῆς Ἐκκλησίας σὲ θρησκευτικὴ ὀργάνωση, ἡ
θρησκειοποίηση τοῦ Εὐαγγελίου σὲ μορφὴ ἐξουσίας εἶναι ὁ χειρότερος ἱστορικὸς
πειρασμός μας. Συνιστᾶ αἵρεση στὴ χείριστη μορφὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης καὶ ὁδηγεῖ
τὴν Ἐκκλησία σὲ πνευματικὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ εἰπώθηκε πολὺ κομψᾶ, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία γίνεται, ὅταν ἀνοίγεται»31.
Χρειάζεται πρῶτα νὰ πεισθοῦμε, ὅτι· [«ἐκκλησία καὶ θρησκεία εἶναι δύο
πραγματικότητες ἀσύμβατες καὶ ἀσυμβίβαστες, μεταξύ τους, ὅπως ἡ ζωὴ καὶ ὁ
θάνατος, ὅπως ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ἀναγκαιότητα, ὅπως ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ἰδιοτέλεια».
Στὸ χῶρο αὐτῶν τῶν δύο κόσμων «δὲν
ὑπάρχει περιθώριο συμβιβασμοῦ. Ἡ μιὰ πραγματικότητα ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη».
Ἡ Κ.Δ. βεβαιώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς
ἱστορικὴ πραγματικότητα δὲν εἶναι «ἐκ
τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλὰ ἀναμφίβολα λειτουργεῖ καὶ ἐνεργεῖ «ἐν τῷ κόσμῳ». Ἡ Ἐκκλησία ἐκ τῆς φύσεώς
της δὲν εἶναι κόσμος], ἀλλὰ στοχεύει στὸ νὰ προσλάβει καὶ νὰ σώσει τὸν κόσμο.
Ὅταν στὴν Ἐκκλησία λέμε «νὰ σώσει», ἐννοοῦμε δυὸ πράγματα: νὰ ἀπαλλάξει τὶς ψυχές μας ἀπὸ
τὶς ἁμαρτίες καὶ νὰ μᾶς ἀποδείξει ὅτι θὰ ἀναστηθοῦν τὰ σώματά μας. Κι αὐτὸ
εἶναι μερτικὸ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως.
Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται χωρὶς ἐξαίρεση γιὰ ὅλους καὶ
γιὰ ὅλα. Κανέναν δὲν ἀποποιεῖται, οὔτε αὐτοὺς ποὺ τὴν πολεμοῦν. Ὅλους τοὺς
θεωρεῖ παιδιά της, σ’ ὅποια θρησκεία, φυλὴ ἢ κατάσταση κι ἂν βρίσκονται. Ὅλους
τοὺς θεωρεῖ δικούς της, ἀκόμα κι αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸ ξέρουν ἢ δὲν τὸ θέλουν! Γιὰ
ὅλους ἔχει στασίδι στοὺς Ναούς της καὶ δὲν τὸ καταργεῖ, μέχρις ὅτου ἔρθουν καὶ
ἀνεβοῦν γιὰ νὰ ξαποστάσουν. Γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως λειτουργεῖ· ὅμως ἀπὸ σεβασμὸ
στὴν ἐλεύθερη ἀνθρώπινη βούληση, κοινωνεῖ μόνο ὅσους ἀνταποκρίθηκαν διὰ τοῦ
βαπτίσματος στὸ κάλεσμά της. Γιὰ ὅλους πονάει, κανέναν δὲν ἐχθρεύεται. Ἡ
ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ παραμένει ἀνοιχτή, καὶ μὴν τυχὸν νομίσει κανεὶς ὅτι δὲν
ἔχει θέση μέσα στὴν ἀγκαλιὰ ἐκείνη, γι ́αὐτὸ ὁ Ἐσταυρωμένος τὴν κάρφωσε ἀνοιχτὴ
ἐπάνω στὸ ξύλο. Ἦταν ἐκείνη τήν, μοιραία γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, Μεγ.
Παρασκευή, τότε ποὺ στὸ βράχο τοῦ Γολγοθᾶ, ἐπάνω στὸ Σταυρό, ὁ ἴδιος ὁ Θεός,
ἐνάντια στὸ Θεό, πῆρε τὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ πάντα.
Ὑπάρχουν ἱστορικὰ δεδομένα ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς
βοηθήσουν νὰ ἀπαντήσουμε στὴν μονόδρομη ἱστορικὴ πρόκληση ποὺ ὑψώνεται μπροστά
μας:
Κάποτε, ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἀπέτυχε νὰ ἑνώσει τοὺς
λαούς της (ἐπειδὴ τὸ προσπάθησε μόνο μὲ τὴν ἰσχὺ τῶν ὅπλων).
Πρόσφατα, ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση ἀπέτυχε νὰ ἑνώσει τοὺς
λαούς της (ἐπειδὴ τὸ προσπάθησε μόνο μὲ οἰκονομικὰ κριτήρια).
Μέχρι τώρα, δὲν ἐκτιμήθηκε ἀρκούντως σοβαρά, ὁ
πνευματικὸς παράγοντας, καὶ ξέρετε; τὸ πνεῦμα ὅσο παραθεωρεῖται, τόσο πιὸ
ἀπαιτητικὸ γίνεται.
Σήμερα, ποὺ ὡς μόνη ἐλπίδα, ἀνατέλει στὸν εὐρωπαϊκὸ
ὁρίζοντα ἡ ὁμοσπονδιοποίηση τῶν κρατῶν, ἂς μὴν ἐπαναληφθοῦν οἱ ἴδιες ἐλλείψεις.
Ὁ λόγος τοῦ Μαχάτμα Γκάντι εἶναι χαρακτηριστικός: «ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀνήκει σὲ ὅλον τὸν κόσμο καὶ εἶναι κρίμα ποὺ οἱ
χριστιανοὶ ἰδιοποιήθηκαν τὴν ἱστορία του γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία μόνο».
Πιστεύω ὅτι χρειάζεται νὰ ἐπιδεικνύουμε λιγότερη
τυπικὴ θρησκευτικότητα καὶ περισσότερο φρόνημα ἐκκλησιαστικῆς προσληπτικότητος
(κάτι ποὺ στὴν πράξη ἐφαρμόζουμε οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι: στὴν ἀποδοχὴ τῶν
λαθρομεταναστῶν καὶ προσφύγων).
Ὅμως αὐτὸ τὸ Ὀρθόδοξο φρόνημα, ὡς ἀνθρωπιστικὴ
τακτική, νὰ γίνει κάλεσμα γιὰ πνευματικὴ σύγκληση (ἐξαιρετικὰ συμβατὸ μὲ τὴν
οἰκουμενικότητα τοῦ Εὐαγγελίου), ὥστε νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ μας
νὰ ζήσουν!
Αὐτὸ τὸ κάλεσμα μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ τὸ
κάνει, ἐπειδὴ κράτησε στὴ δομή της τὴν ἔννοια τοῦ μυστηρίου, δὲν μπλέχτηκε σὲ
θρησκευτικοὺς πολέμους, κι ἂν θρησκειοποιήθηκε καὶ ἐθνικοποιήθηκε, τὸ ἔκανε γιὰ
νὰ διακονήσει πληρέστερα τοὺς λαοὺς ποὺ ὑπηρετεῖ.
Ἀνάχωμα, σ’ αὐτὴν τὴν μόνη ἐλπίδα, θὰ εἶναι ἡ
θρησκευτική μας νοοτροπία. Ὅμως, ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὰ ἐπιτακτικὸς καὶ
δὲν σηκώνει παρερμηνεῖες, ὥστε νὰ ἀξιωθεῖ ὁ κόσμος νὰ γίνει «ἐκκλησία», νὰ ἀξιωθεῖ ὁ κόσμος νὰ γίνει
«μία ποίμνη εἷς ποιμήν»32.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Τὰ ἐντὸς
τῶν ἀγκυλῶν ποὺ ἀπαντοῦν στὸ κείμενο ἔχουν ληφθεῖ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ καθηγ.
Γεωργίου Πατρώνου μὲ θέμα: Χριστιανισμός: Ἐκκλησία ἢ θρησκεία; Ἔκδ. 89,5 Ρ/Σ
Ἐκκλησίας. 2
2. Σοφ.
Σολομ. 11,15· 14,16· 14,18· 14,27. Σοφ. Σειράχ 22,5· καὶ Δ ́Μακ. 5,6· 5,13. 3
3. Σοφ.
Σολομ. 11,15: "πλανηθέντες ἐθρήσκευον ἄλογα ἑρπετὰ καὶ κνώδαλα
εὐτελῆ". 4
4. Σοφ.
Σειράχ 22,5. 5
5. Σοφ.
Σολομ. 14,16. 6
6. Σοφ.
Σολομ. 14,27. 7
7. Μαρκ.
15,1. 8
8. Α ́Βασ.
19,20. 9
9. Ψαλμ.
88,5.
10. Ψαλμ.
149,1.
11. Α ́Μακ.
3,13.
12. Ματθ.
23,13-38.
13. Ματθ.
11,9· 14,5· 21,11.
14. Πραξ.
26,5· Κολοσ.2,18· Ἰακ.1,26 καὶ 1,27.
15. Πραξ.
26,5.
16. Πραξ. 2 –
11.
17. Ρωμ.
16,4.
18 Γαλ. 3,
28.
19 Α ́Κορ.
11, 18.
20. Ἰω.
21,25.
21. Μ.
Βασιλείου, «Ὁμιλία εἰς τὴν Ἑξαήμερον», PG 29, 33Β.
22. Β ́Ἀπολ.
13,4: "ὅσα οὖν παρὰ πᾶσι καλῶς εἴρηται ἡμῶν τῶν χριστιανῶν εἰσιν".
23. Dungue il trono piegar dovra sempre all ́ altar": G.Verdi, don
Carlo III,1 Πράξη 3η Μέρος 1ο Σκηνὴ 2η.
24. Thomas Gaisford s.t.p. ETYMOLOGICON MAGNUM LEXICON ἐκδόσεις ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ σελ.455.
25. Χάντινγκτον
Σάμιουελ, Clash of Civilizations and the Remaking of World Order (Η Σύγκρουση
των Πολιτισμών και η Επαναδιαμόρφωση της Παγκόσμιας Τάξης).
26. Λουκ.
21,25-26.
27.
Π.Κανελλόπουλος στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, προεκλογικὰ Ὀκτώβριος 1981.
28. Ματθ.
5,13.
29. Ἱεροῦ Αὐγουστίνου Ἰππῶνος: "In necessariis
unitas, in dubiis liberts, in omnibus caritas".
30. Πόσο νυχτωμένη εἶναι ἡ ἄποψη τῆς κ. Λίλας Σταμπούλογλου, ὅταν γράφει: "Ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τῶν δικαστῶν, πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τῶν ἀσθενῶν στὰ νοσοκομεῖα, πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τῶν μαθητῶν στὰ σχολεῖα καὶ τώρα θὰ εἶναι πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια τῶν ἐπιβατῶν τοῦ μετρό. Ἥμαρτον, πιά, Ἀθήνα εἴμαστε ἢ
Μπαχρέϊν; Πόση ἐκκλησία σηκώνει μιὰ εὐρωπαϊκὴ χώρα;" (ἠλεκτρον. σελίδα
Protagon).
31. Παπαθανασίου
Θανάση, ἐκδόσεις "ἐν πλῷ".
32. Ἰω.
10,16.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.