Τρίτη 16 Μαΐου 2017

π. Ευθ. Τρικαμηνάς: Τρίτη Απάντησις εις Ερωτήσεις και Σχολιασμούς του Ιστολογίου «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ».






Τρίτη Ἀπάντησις εἰς Ἐρωτήσεις καὶ Σχολιασμοὺς

τοῦ Ἱστολογίου «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ».

Τοῦ Ἱερομονάχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ


        γαπητοὶ ἀδελφοὶ τοῦ ἱστολογίου «Ἐν τούτῳ Νίκα»,

              Χριστὸς Ἀνέστη
             Χαίρετε ἐν Κυρίῳ
 Μελετώντας τὶς δεύτερες ἀπαντήσεις σας εἰς τὶς ἐρωτήσεις καὶ παρατηρήσεις μας, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦσαν τὴν πρώτη σας ἀπάντησι, ἔχω νὰ παρατηρήσω καὶ ἐπισημάνω τὰ ἑξῆς.
  Α) Γράφετε κατ’ ἀρχὰς ὅτι: «Κάνατε κάποιες παρατηρήσεις, ἐπειδὴ δὲν σᾶς κάλυψαν οἱ ἀπαντήσεις μας». Νομίζω, ἀδελφοί, ὅτι ἀποφεύγετε νὰ γράψετε τὴν ἀλήθεια. Διότι ἐμεῖς δὲν σᾶς ἀναφέραμε ὅτι δὲν μᾶς ἐκάλυψαν οἱ ἀπαντήσεις σας, ἀλλὰ ὅτι δὲν ἀπαντήσατε κἂν ἐπὶ τῶν ἐρωτήσεων. Ἁπλῶς ἀπαντήσατε λέγοντας ἄλλα ἀντὶ ἄλλων. Δηλαδή, πῶς τὸ κατανοεῖτε ἐσεῖς αὐτὸ τὸ θέμα; Ἐφ’ ὅσον συμφωνήσαμε νὰ γίνη ὁ διάλογος μὲ συγκεκριμένες ἐρωτήσεις κάθε πλευρᾶς, καὶ ἐμεῖς δὲν παίρνωμε ἀπαντήσεις ἐπὶ τῶν ἐρωτήσεών μας, τί θὰ πρέπη νὰ σᾶς ἀναφέρωμε; «Εὐχαριστοῦμε πολὺ ποὺ δὲν μᾶς ἀπαντήσατε»; Τί εἴδους διάλογος εἶναι αὐτός, πόση εἰλικρίνεια ἔχει καὶ ποῦ ἀποσκοπεῖ;
  Β) Γράφετε κατωτέρω ὅτι «αὐτὸ ποὺ ὄντως μᾶς λύπησε εἶναι οἱ ἐκφράσεις-διαπιστώσεις ἀπὸ ἐσᾶς», καὶ ἀναφέρετε ἐν συνεχείᾳ μερικὲς ἀπὸ αὐτές, τὶς ὁποῖες χαρακτηρίζετε ὡς ἄστοχες. Κατ’ ἀρχὰς οἱ ἐκφράσεις αὐτὲς εἶναι ἀπολύτως σοβαρὲς καὶ ἁπλῶς ἐκφράζουν τὴν πραγματικότητα. Ἂν δὲν τὴν ἐξέφραζαν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρετε δευτερολογώντας τὸ ὅτι οἱ ἀπαντήσεις σας δὲν ἦσαν ἐκτὸς θέματος, καὶ κατὰ τὸ δὴ λεγόμενον «ἄλλα ἀντ’ ἄλλων», ἀλλὰ ὅτι ἀπαντήσατε ἐπὶ τῶν συγκεκριμένων ἐρωτήσεων καὶ μάλιστα νὰ προσκομίσετε ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἀπαντήσεις σας, ὥστε νὰ ἀποδείξετε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε ἄδικοι καὶ δὲν κατανοήσαμε τὰ λεγόμενα ἀπὸ σᾶς. Δηλαδὴ μὲ ὅσα ἀναφέρετε, ἀποδεικνύετε ὅτι ἀποδέχεσθε τὶς παρατηρήσεις μας ὡς ἀληθινές.
  Ἐπὶ πλέον δέ, σχολιάζοντας τὶς παρατηρήσεις μας δὲν ἀσχολεῖστε οὐδόλως μὲ τὴν οὐσία τῶν παρατηρήσεών μας, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἀναφέρετε ὅτι «ἐμεῖς σᾶς ἐγράψαμε ὅπως ἀκριβῶς μᾶς πληροφορεῖ ἡ καρδιά μας κλπ». Δηλαδὴ μᾶς ἀναφέρετε, ἀδελφοί, ὅτι ἡ καρδιά σας σᾶς ἐπληροφόρησε νὰ μὴ δώσετε ἀπαντήσεις ἐπὶ τῶν ἐρωτήσεων, οἱ ὁποῖες σᾶς ἐτέθησαν, ἀλλὰ νὰ μᾶς παραπλανήσετε, καθὼς βεβαίως καὶ τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ ἱστολογίου σας καί, τελικά, νὰ καταλήξετε στὸ «Οὔτε κἂν μπαίνουμε στὸν κόπο νὰ διορθώσουμε τὶς ἀτέλειες τῶν κειμένων μας, διότι θέλουμε νὰ εἶναι ἁγνὸς καὶ αὐτούσιος ὁ λόγος ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἐντός μας». Εἰλικρινά, ἀδελφοί, δὲν δύναμαι νὰ κατανοήσω αὐτὴ τὴν λογική, ἡ ὁποία ἀφορᾶ ἕναν εἰλικρινὴ διάλογο, ὡς ἐμπαθὴς καὶ ἐσκοτισμένος, νὰ διαπιστώσω τὴν ἁγνότητα τοῦ λόγου σας καὶ τὸ κατὰ πόσο πηγάζει ἀπὸ ἐντός σας.
  Γ) Ἐν κατακλείδι ἀναφέρω ὅτι καὶ μόνο τὸ ὅτι ἀπαντᾶτε χωρὶς νὰ ἀναφέρετε τὶς ἐρωτήσεις, οἱ ὁποῖες σᾶς ἐτέθησαν, ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ κρίνη τὸ κατὰ πόσο εἶστε ἐντὸς ἢ ἐκτὸς θέματος, ἀποδεικνύει ὄχι ἁγνὲς προθέσεις, θυμίζει δὲ ἔντονα τὶς μεταφράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπὸ διαφόρους αἱρετικούς, χωρὶς τὴν παρουσίασι τοῦ πρωτοτύπου ἀρχαίου κειμένου.
  Δ) Συνεχίζω σχολιάζοντας τὶς νέες ἀπαντήσεις τὶς ὁποῖες ἐδώσατε στὶς δεύτερες ἐρωτήσεις μας. Δυστυχῶς καὶ στὶς δεύτερες ἀπαντήσεις σας, ἀδελφοί, ἀκολουθεῖτε τὴν ἴδια καὶ ἀπαράλλακτη τακτικὴ, τὴν ὁποία σᾶς ἐπισημάναμε στὶς πρῶτες ἀπαντήσεις σας. Φαίνεται ὅτι σᾶς δυσκολεύει ὁ τρόπος αὐτὸς τοῦ διαλόγου, δι’ ἐρωτήσεων καὶ συγκεκριμένων ἀπαντήσεων ἐπὶ τῶν τεθέντων ἐρωτήσεων, καὶ δι’ αὐτὸ δίδετε ἀπαντήσεις, ἁπλῶς διὰ νὰ φανῆ στοὺς ἀναγνῶστες ὅτι ἀπαντᾶτε, ἐπαναλαμβάνοντας αὐτὰ διὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἐρωτᾶσθε. Καὶ ἀναφέρω συγκεκριμένα σημεῖα καὶ στοιχεῖα τῶν ἀπαντήσεών σας, διὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
   1. Ἡ πρώτη ἐρώτησις τῆς δευτέρας τριάδος ἦταν ἡ ἑξῆς: «Θέλομε νὰ μᾶς πῆτε ἐν καιρῷ αἱρέσεως (π.χ. αἵρεσις Οἰκουμενισμοῦ) τί, ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ἱεροὶ Κανόνες καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπαιτοῦν καὶ ἐπιβάλλουν διὰ νὰ παραμένη κάποιος ὡς ὀργανικὸ μέλος εἰς τὴν Ἐκκλησία». Καὶ ἡ ἀπάντησίς σας εἶναι ἡ ἑξῆς, ἀφαιρώντας παρενθετικὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα καὶ αὐτὰ εἶναι ἐκτὸς θέματος, διότι δὲν ἀναφέρονται εἰς τὸ τί πρέπει νὰ κάνη κάποιος ἐν καιρῷ αἱρέσεως διὰ νὰ παραμείνη ὡς ὀργανικὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τί πρέπει νὰ γίνη γιὰ νὰ καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις.
     «1) Αυτό που θα έπρεπε να γίνει εν καιρώ αιρέσεως είναι η ένωσις των διαιρεθέντων (λόγω της αιρέσεως) πιστών. Η Εκκλησία ενώνεται πρωτίστως δια του θεαρέστου αντιαιρετικού αγώνος των πιστών… Η ένταξη σε κάποια Σύνοδο θα πρέπει να γίνει δια να επιτευχθεί αυτό ακριβώς που μας λέγουν οι Πατέρες μας… και όχι διότι άνευ αυτής της εντάξεως δεν ανήκουν εις την Εκκλησία  ή δεν υπάρχει καθαρός ορθόδοξος αγών ή Χάρη εις τους πιστούς αυτούς… Χρειάζεται ένωσις των πιστών σε ένα κοινό Εκκλησιαστικό Σώμα δια να υπάρξει εμβέλεια Καθολική και δια να υπάρξει κύρος και όχι να υπάρχουν διάσπαρτα μεμονωμένα «πηγαδάκια» είτε αποτειχισμένων ή είτε ακόμα και Γ.Ο.Χ. κ.λπ.».
    Ἐδῶ, ἀδελφοί, πέρα τοῦ ὅτι εἶστε ἐκτὸς θέματος, διὰ τοὺς λόγους τοὺς ὁποίους ἀνωτέρω ἐκθέσαμε (διότι ἡ ἐρώτησις ἀφοροῦσε ἄλλη ὑπόθεσι), χρησιμοποιεῖτε τὴν μέθοδο τοῦ «ἥξεις, ἀφίξεις». Δηλαδή, καὶ στὴν Σύνοδο νὰ ἐνταχθῆς καί, ἂν δὲν ἐνταχθῆς εἰς αὐτήν, πάλι ἀνήκεις στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὁ ἀγώνας σου εἶναι καθαρός, καὶ ἔχεις Χάρι Θεοῦ.
   Διατί τότε, τέλος πάντων, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία, οἱ Σύνοδοι τῶν Γ.Ο.Χ. δὲν ἀναγνωρίζουν ἡ μία τὴν ἄλλη, ἀλλὰ ἡ κάθε μιὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό της ἀποκλειστικῶς ὡς τὴν συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως; Καὶ διατί πρόσφατα χρειάστηκε διάλογος δεκατεσσάρων (14) ἐτῶν διὰ νὰ ἑνωθῆ ἡ μεγαλυτέρα Σύνοδος τῶν Γ.Ο.Χ. μὲ τὴν Σύνοδο τῶν Ἐνισταμένων καί, σύμφωνα μὲ τὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐξέδωσαν μετὰ τὴν ἕνωσι, ἔγινε ἡ ἀναγνώρισις τῶν Ἐνισταμένων, τῆς ἱερωσύνης των, ἡ ἀναγνώρισις καὶ συγχώρησις τοῦ καθαιρεθέντος ἀπὸ τὴν μεγάλη Σύνοδο καί κοιμηθέντος ἤδη προέδρου τῶν Ἐνισταμένων κ.λπ.;
    Ἐπίσης πρέπει νὰ ἀναφερθῆ ὅτι εἶναι λάθος αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἰσχυρίζεσθε ὅτι δηλαδή «Ἡ ἔνταξι σὲ κάποια Σύνοδο θὰ πρέπει νὰ γίνει διὰ νὰ ἐπιτευχθῆ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μᾶς λέγουν οἱ Πατέρες μας», διότι ὁ Μέγας Βασίλειος, τὸν ὁποῖο ἐν προκειμένῳ ἐπικαλεῖσθε, ὡμιλοῦσε καὶ προετοίμαζε τὴν δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἔγινε ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο ἀπὸ τοὺς κανονικοὺς Ἐπισκόπους καὶ ὄχι ἀπὸ παράλληλες Συνόδους, ὡμιλοῦσε δὲ σὲ κανονικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους τῆς Δύσεως καὶ ζητοῦσε ἀπὸ αὐτοὺς τὴν σύγκλησι τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί, ἐπὶ πλέον, ὄχι μόνο δὲν ἐδίδασκε νὰ χειροτονοῦν Ἐπισκόπους παραλλήλως, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος, ἀλλ’ ἀπεναντίας, κατηγοροῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους διὰ τὴν ὀλιγωρία των εἰς τὸ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χειροτονήσουν ἐγκαίρως αὐτοὶ Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, μόνο ὅταν ὑπῆρχε κενὴ Ἐπισκοπικὴ ἕδρα, ἐφ’ ὅσον δηλαδή, εἶχε πεθάνει ὁ αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος (π.χ. ἐπιστολὴ 345 πρὸς Εὐσέβιο, Ἐπίσκοπο Σαμοσάτων καὶ ὑποσημείωσι τῆς Ε.Π.Ε. (1, 276) κ.λπ.). Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ κατὰ τὴν μακροχρόνιο περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, κατὰ τὴν ὁποία δὲν ἔχομε πάλι ὕπαρξι παραλλήλων Συνόδων, ἀλλὰ ὁμολογία καὶ διωγμὸ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἐπιστροφὴ βέβαια ἀπὸ τὴν αἵρεσι κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζοντο ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀναλόγως τῶν ἀναγκῶν τῆς ἐν διωγμῷ Ἐκκλησίας.
   Τέλος διὰ τὴν πρώτη ἐρώτησι τῆς δεύτερης τριάδος ἀναφέρετε τὰ ἑξῆς: «Το να αλλάξετε το ημερολόγιο δεν αφορά τόσο την ένωση με τους Γ.Ο.Χ. αλλά διότι όπως εσείς γράψατε: “οἱ Οἰκουμενιστές μέ κακό σκοπό τό ἄλλαξαν”. Και μόνο αυτή η απάντηση φθάνει! Αλλά και αν θεωρούσαμε ότι η επιστροφή εις το Πάτριο πρέπει να γίνει δια λόγους ενότητος και τότε πάλιν φθάνει!».
   Ἐδῶ νομίζω, ἀδελφοί, ὅτι παραποιεῖτε καὶ διαστρέφετε τὴν ἀλήθεια καὶ πάλι ἀκολουθεῖτε τὴν ὁδὸ τοῦ «ἥξεις, ἀφίξεις», ἐφ’ ὅσον δὲν δέχεστε σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία κανένα, ἂν προηγουμένως δὲν ἀκολουθήση τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, καὶ ἐφ’ ὅσον, ἀπὸ τὴν μία ἰσχυρίζεσθε ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο δὲν εἶναι θέμα πίστεως, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ ἀντιμετωπίζετε σὰν μεῖζον θέμα πίστεως. Εἶναι δὲ περίεργο τὸ πῶς ἀπομονώνετε κάποια
ἔκφρασι ἀπὸ μία ὁλόκληρη ἐπιχειρηματολογία καὶ στέκεστε μόνο εἰς αὐτὴν καὶ παραβλέπετε τὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα προφανῶς δὲν σᾶς ἐξυπηρετοῦν. Καὶ πάλι βέβαια ἐδῶ, μονίμως χρησιμοποιεῖτε τὴν ἴδια μέθοδο, ἐφ’ ὅσον ἰσχυρίζεστε ὅτι «το ημερολόγιο δεν αφορά τόσο την ένωση με τους Γ.Ο.Χ.» καὶ ἀμέσως κατωτέρω «αλλά και αν θεωρούσαμε ότι η επιστροφή εις το Πάτριο πρέπει να γίνει δια λόγους ενότητος». Δηλαδή, ἀδελφοί, τί πρέπει νὰ πιστεύσουμε, ὅτι τὸ ἡμερολόγιο εἶναι ἢ δὲν εἶναι διὰ τοὺς Γ.Ο.Χ. μεῖζον θέμα ἑνότητος;
   2. Ἡ δευτέρα ἐρώτησις ἡ ὁποία σᾶς ἐτέθη, ἦταν ἡ ἑξῆς: «Ἐφ’ ὅσον ἀποτειχισθῆ κάποιος ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θέλομε νά μᾶς ἀναφέρετε μέ ποίους θά ἔχη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, μέ ὅλους δηλαδή τούς ἀποτειχισμένους ἤ μέ κάποια μερίδα ἀπό αὐτούς (π.χ. αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τό Π. Ἡμερολόγιο, ἤ αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐντεταγμένοι σέ κάποια Σύνοδο τοῦ Π. Ἡμερολογίου); Ἐννοεῖται ὅτι ἡ ἀπάντησίς σας θά ἀφορᾶ τήν σημερινή διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική κατάστασι. Καί πάλι ἡ ἀπάντησίς σας θέλομε νά ἑδράζεται σέ κοινή ἀποδεκτή διδασκαλία (Ἁγία Γραφή, ἱερούς Κανόνες, Ἁγίους Πατέρες), διότι ἐν προκειμένῳ οἱ ὑπόλοιπες θέσεις καί διδασκαλίες δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν».
    Ἡ ἀπάντησίς  σας εἰς τὴν ἐρώτησι εἶναι ἡ ἑξῆς:
  «Η δεύτερη ερώτησίς σας, επειδή είναι παρόμοια με την πρώτη, την απαντήσαμε ανωτέρω. Αλλά διατί π. Ευθύμιε υποτιμάτε τους υπολοίπους; Γράφετε ότι: «οἱ ὑπόλοιπες θέσεις καί διδασκαλίες δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν». Δεν υπήρξαν ή δεν υπάρχουν σήμερα Ορθόδοξοι θεολόγοι, κληρικοί ή λαϊκοί, που να είχαν η έχουν υγιή διδασκαλία; Γιατί τους υποτιμάτε; Και γιατί να δεχθεί κανείς την δική σας θέση, άποψη, ακόμα και ερμηνεία, την οποία μερικοί την ασπάζονται και μερικοί όχι; Μία θέση, ή άποψη, η ερμηνεία, αποδεικνύεται συν τω χρόνω αν είναι αληθής ή όχι. Διότι μην λησμονείτε ότι οι πάντες (ακόμα και οι Οικουμενιστές), επικαλούνται και την Αγία Γραφή αλλά και τους Πατέρες! Ποιός είναι αυτός που θα κρίνει αν οι εκάστοτε θέσεις κ.λπ. είναι ορθές ή όχι; Μα η Σύνοδος η οποία είναι:
   "Η ΥΣΤΑΤΗ ΨΗΦΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ"  (Πηδάλιον, δ΄ ἔκδοση, Ἀθήνα, 1886, σέλ. 106).
   Άνευ αυτής όλα τα υπόλοιπα που συζητούμε είναι προσωπικές θέσεις, απόψεις, αλλά και ερμηνείες οι οποίες έτη και έτη τις βλέπουμε επαναλαμβανόμενες με διαφορετικό προσωπείο κάθε φορά και σε διαφορετικό χώρο!».
    Ἐδῶ πάλι, ἀδελφοί, κατωρθώσατε μὲ πολλὴ τέχνη καὶ δι’ ἄλλης ὁδοῦ νὰ μὴν ἀπαντήσετε τὴν τεθεῖσα ἐρώτησι. Διότι εἰς μὲν τὴν πρώτη ἐρώτησι, ὅπως προαναφέραμε, ἐδώσατε ἀπάντησι ἐκτὸς θέματος, καὶ τώρα ἰσχυρίζεσθε ὅτι δὲν ἀπαντᾶτε, διότι δῆθεν ἀπαντήσατε προηγουμένως. Καὶ εἰς μὲν τὴν πρώτη ἐρώτησι ἐζητούσαμε νὰ μᾶς ἀναφέρετε τὴν διδασκαλία Γραφῆς, Ἁγίων καὶ Κανόνων διὰ τὴν ἐν καιρῷ αἱρέσεως παραμονὴ τῶν πιστῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἐζητούσαμε ἀπάντησι διὰ τὸ μὲ ποιούς θὰ ἔχη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία ἕνας ἀποτειχισμένος σήμερα ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν σημερινὴ διαμορφωμένη ἐκκλησιαστικὴ κατάστασι, τῶν Ἀποτειχισμένων δηλαδὴ καὶ ἀκολουθούντων τὸ Ν. Η., τῶν Γ.Ο.Χ. μὲ τὶς Συνόδους των, τῶν ἀκολουθούντων τὸ Π.Η. καὶ μὴ ἐντεταγμένων εἰς κάποια Σύνοδο κ.λπ.
   Ἐσεῖς δυστυχῶς καὶ παραπλανητικῶς ἐταυτίσατε τὶς ἐρωτήσεις καί, εἰς αὐτὴ τὴν πλέον σημαντικὴ ἐρώτησι, δὲν ἀναφέρατε ἀπολύτως τίποτα, ἐνῶ εἰς τὴν πρώτη κάτι εἴπατε, ἔστω καὶ ἐκτὸς θέματος. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐν προκειμένῳ, καταγράφοντας τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου Ὀρθόδοξο Παράδοσι διδάσκει ὅτι, διὰ νὰ ἔχωμε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ κάποιον κληρικὸ ἢ λαϊκό, ἐξετάζομε τὸ ἂν δὲν ἔχη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἂν τὸ φρόνημά του εἶναι ὑγιὲς καὶ Ὀρθόδοξο. Τὸ ἴδιο βέβαια διδάσκει καὶ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Ἐσεῖς ἀποφύγατε νὰ ἀπαντήσετε, ἐπειδὴ προφανῶς ζητᾶτε ἄλλα πράγματα, ἂν δηλαδὴ ἀκολουθῆ τὸ Π.Η., ἂν ἀνήκη στὴν ἰδική μας Σύνοδο κ.λπ. Καὶ ἀπὸ τὸ κοινὸ κείμενο, ἐπίσης, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε μετὰ τὴν ἕνωσι τῆς μεγαλυτέρας μερίδος τῶν Γ.Ο.Χ. μὲ τὴν μερίδα τῶν Ἐνισταμένων, φαίνεται καθαρὰ ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ τῶν Γ.Ο.Χ. δὲν ἀναγνωρίζει ὡς ἐντὸς Ἐκκλησίας, οὔτε τὰ σχίσματα τοῦ Π.Η., ἐφ’ ὅσον οἱ ἀνήκοντες εἰς αὐτὰ δὲν ἐπιστρέψουν εἰς αὐτὴν τὴν Σύνοδον. Καὶ τώρα ἐσεῖς, ἀδελφοί, μᾶς λέτε ἐδῶ ἄλλα πράγματα, παρουσιάζοντας τοὺς Γ.Ο.Χ. σὰν μία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ ἀποφεύγοντας τεχνηέντως νὰ ἀπαντήσετε εἰς αὐτὴν τὴν βασικὴ ἐρώτησι.
   Δὲν θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀφήσωμε ἀσχολίαστο καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο μὲ κάποια ἀντίδρασι ἀναφέρετε: «Αλλά διατί π. Ευθύμιε υποτιμάτε τους υπολοίπους; Γράφετε ότι: “οἱ ὑπόλοιπες θέσεις καί διδασκαλίες δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν”. Δεν υπήρξαν ή δεν υπάρχουν σήμερα Ορθόδοξοι θεολόγοι, κληρικοί ή λαϊκοί, που να είχαν η έχουν υγιή διδασκαλία; Γιατί τους υποτιμάτε;».
    Κατ’ ἀρχάς, ἀδελφοί, νομίζω ὅτι δὲν εἶναι σωστὸ νὰ μᾶς ὑποδεικνύετε τὸ τί θὰ ἐρωτήσωμε καὶ ἀπὸ ποῦ θὰ ζητήσωμε τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἐμεῖς δὲν ἐσχολιάσαμε τὶς ἐρωτήσεις σας, ἐπειδὴ ἔχετε δικαίωμα ὅ,τι θέλετε νὰ μᾶς ἐρωτήσετε, ἀλλὰ ἐσχολιάσαμε τὶς ἀπαντήσεις σας, προσπαθώντας πάντοτε νὰ ἐλέγξωμε τὴν ὀρθοδοξότητά των ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων. Ἄλλωστε τὴν ἀπάντησι στὴν ἔνστασι αὐτὴ τὴν δίδετε ἐσεῖς πάλι οἱ ἴδιοι, ἀμέσως ἐν συνεχείᾳ:
   «Και γιατί να δεχθεί κανείς την δική σας θέση, άποψη, ακόμα και ερμηνεία, την οποία μερικοί την ασπάζονται και μερικοί όχι; Μία θέση, ή άποψη, η ερμηνεία, αποδεικνύεται συν τω χρόνω αν είναι αληθής ή όχι. Διότι μην λησμονείτε ότι οι πάντες (ακόμα και οι Οικουμενιστές), επικαλούνται και την Αγία Γραφή αλλά και τους Πατέρες! Ποιός είναι αυτός που θα κρίνει αν οι εκάστοτε θέσεις κ.λπ. είναι ορθές ή όχι;
  Μα η Σύνοδος η οποία είναι: "Η ΥΣΤΑΤΗ ΨΗΦΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ"  (Πηδάλιον, δ΄ ἔκδοση, Ἀθήνα, 1886, σέλ. 106).
Άνευ αυτής όλα τα υπόλοιπα που συζητούμε είναι προσωπικές θέσεις, απόψεις, αλλά και ερμηνείες οι οποίες έτη και έτη τις βλέπουμε επαναλαμβανόμενες με διαφορετικό προσωπείο κάθε φορά και σε διαφορετικό χώρο!».
   Ἀκριβῶς, λοιπόν, ἐπειδὴ οἱ ἰδικές μας διδασκαλίες καὶ ἀπόψεις ἀπὸ ἄλλους εἶναι ἀποδεκτὲς καὶ ἀπὸ ἄλλους ὄχι, καὶ ἐπειδή, ὅπως γράφετε, ὁ χρόνος ἀποδεικνύει τὴν ὀρθοδοξότητα κάποιας διδασκαλίας, ζητοῦμε τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῶν Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων, ἡ ὁποία εἶναι ἀποδεκτὴ ἀπὸ ὅλους ὡς δοκιμασμένη ἀπὸ τὸν χρόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἄν, ὅπως ἀναφέρετε, καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπικαλοῦνται τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν θὰ πρέπη νὰ μᾶς ἀποτρέπη ἀπὸ τὸ νὰ στηριζώμεθα καὶ ἐμεῖς εἰς αὐτάς, ἀλλὰ μᾶλλον δι’ αὐτῶν νὰ ἀποδεικνύωμε τὶς πλάνες των, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ ὄντως Ὀρθόδοξο ἔδαφος, ἐνῶ οἱ ἰδικές μας διδασκαλίες εἶναι ἐπισφαλεῖς. Καὶ ἂν τέλος καὶ ἡ ψῆφος καὶ κρίσις τῆς Συνόδου κρίνεται μὲ βάσι τὴν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων (ὅπως π.χ. ἡ πρόσφατη Σύνοδος τῆς Κρήτης)  καταλαβαίνει κανεὶς τὸ ποῦ πρέπει κάποιος νὰ στηριχθῆ, προκειμένου νὰ εὑρίσκεται σὲ ἀσφαλὲς καὶ Ὀρθόδοξο ἔδαφος.
  3. Ἡ τρίτη ἐρώτησις εἰς τὴν ὁποίαν ἐζητεῖτο νὰ ἀπαντήσετε ἦταν ἡ ἑξῆς: «Θέλομε νά μᾶς ἀναφέρετε σέ ποία διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων στηρίζεται ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως ὕπαρξις καί λειτουργία τῶν Συνόδων τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου».
   Ἡ ἀπάντησί σας ἀρχίζει ἔτσι: «Ζητάτε παραδείγματα. Κατ΄ αρχάς πρέπει να τονίσουμε ότι: «ἐξ ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γίνεται» (ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ, 7.12). Η αποτείχιση ή η χειροτονία "παραλλήλων" επισκόπων δεν είναι κάτι θετικό ή αρνητικό για την Εκκλησία. Αν οι παραπάνω τρόποι αντίδρασης στην αίρεση στοχεύουν στην επανάπαυση είναι απορριπτέοι. Αν στοχεύουν στην επαγρύπνηση και στην λύτρωση από την αίρεση, διά του ορθοδόξου αντιαιρετικού αγώνος, τότε είναι επαινετοί».
   Ἐδῶ ἐξ ἀρχῆς, ἀδελφοί, μεταθέτετε ἀλλοῦ τὸ θέμα καὶ μάλιστα ἐκεῖ ποὺ νομίζετε ὅτι σᾶς ἐξυπηρετεῖ. Διότι ἐμεῖς δὲν ζητᾶμε παραδείγματα, ἀλλὰ ἀπεναντίας ζητᾶμε διδασκαλία τῶν Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων. Ἐν συνεχείᾳ τὴν ἀποτείχισι καὶ τὴν χειροτονία παραλλήλων ἐπισκόπων τὴν ταυτίζετε, ἐνῶ ἡ μὲν ἀποτείχισι εἶναι διδασκαλία τῶν Γραφῶν, τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν Ἁγίων, ἡ δὲ χειροτονία παραλλήλων ἐπισκόπων δὲν στηρίζεται σὲ τίποτα ἀπὸ αὐτά. Ἐπίσης ζητοῦμε τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου διδασκαλία τῶν Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων, διότι αὐτὴ καθορίζει ἐπακριβῶς τὴν στάσι καὶ ἀντιμετώπισί μας, ἐνῶ τὰ περιστασιακὰ παραδείγματα ἢ γεγονότα δυνατὸν νὰ μᾶς παραπλανήσουν, ἐφ’ ὅσον δὲν γνωρίζουμε τὶς συνθῆκες καὶ τὶς καταστάσεις, οἱ ὁποῖες τότε ὑπῆρχαν, καὶ ἀκόμα καὶ ἡ περιγραφή των δυνατὸν νὰ ἀλλοιώνουν τὴν πραγματικότητα. Ἐννοεῖται βέβαια ὅτι ὁμιλοῦμε γιὰ τὰ σπάνια, τὰ ὁποῖα προσπαθεῖτε νὰ ἀνασύρετε ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει σαφῶς ὅτι «πάντα τὰ σπάνια καὶ οἰκονομικά, καὶ τὰ ἐξ ἀνάγκης, καί τινος πονηρᾶς συνηθείας, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα τὰ παρὰ κανόνας γινόμενα, νόμος, καὶ κανών καὶ παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας οὐχ ὑπάρχουσι» (Πηδάλιο, Εἰς τὰ προλεγόμενα ἐν γένει περὶ τῶν ἱερῶν κανόνων, ὑποσημ. Θ). Καὶ ἐπίσης, «Τὸ παρὰ κανόνας, οὐχ ἕλκεται εἰς ὑπόδειγμα» (ΞΗ Ἁγ. Ἀποστ. Συμφωνία).
   Ἐσεῖς ἀντιθέτως, ἀδελφοί, προσπαθεῖτε νὰ ἀνασύρετε ἀπὸ τὴν ἱστορία ὅλα τὰ σπάνια καὶ παρὰ Κανόνας, καὶ μάλιστα, τὶς περισσότερες φορές, αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶναι παραδείγματα ὄχι πρὸς μίμησι, ἀλλὰ πρὸς ἀποφυγή, καὶ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔγιναν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.
  Ἀλλὰ καὶ συγκεκριμένα νὰ ἀναφερθοῦμε στὰ περιστατικὰ τὰ ὁποῖα προσκομίζετε ὡς παραδείγματα, ἀναφέρομε τὰ ἑξῆς. Ἡ χειροτονία τοῦ Εὐαγρίου ἀπὸ τὸν ἅγιο Εὐστάθιο ἔγινε ὅταν  ἀπέθανε ὁ Ἀρειανὸς Ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιος καὶ οἱ μὲν Ἀρειανοὶ ἐχειροτόνησαν τὸν Δημόφιλο, οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι τὸν Εὐάγριον· καὶ κατ’ οὐσίαν αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο εἰς αὐτὸ τὸ ὁποῖον θέλετε νὰ ἀποδείξετε, διότι δὲν πρόκειται διὰ παράλληλη χειροτονία, ἀλλὰ χειροτονία ὑπερόρια σὲ κενὴ ὅμως ἐπισκοπικὴ ἕδρα. Διατί, ἄραγε, ὁ ἅγιος Εὐστάθιος δὲν ἐχειροτόνησε τὸν Εὐάγριο ἢ κάποιον ἄλλο, πρὶν πεθάνει ὁ Ἀρειανὸς Ἐπίσκοπος Εὐδόξιος, τὴν στιγμὴ ποὺ ὡς αἱρετικὸς ἦταν ἀνύπαρκτος καὶ καθηρημένος; Τὸ ἴδιο συμβουλεύει καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος τοὺς Ὀρθοδόξους· ὅταν πεθάνει ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, εἴτε Ὀρθόδοξος εἴτε αἱρετικός, οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ μὴν χρονοτριβοῦν ὡς πρὸς τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἐπισκόπου καὶ ἔτσι νὰ προλαβαίνουν οἱ αἱρετικοὶ νὰ χειροτονοῦν τὸν ἰδικόν τους Ἐπίσκοπο. Ἐφ’ ὅσον, ὅμως, κατέχει τὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος, οἱ Ἅγιοι πάντες διδάσκουν τὴν ἀποτείχισι ἀπὸ αὐτὸν καὶ τίποτε ἄλλο.
  Ὅσον ἀφορᾶ τὴν χειροτονία στὴν Ἀντιόχεια τοῦ Παυλίνου ἀπὸ τὸν Λουκίφερ, ἐδῶ ἔχουμε σχίσμα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ εἶναι παράδειγμα πρὸς ἀποφυγή· καὶ ἀπορῶ, ἀδελφοί, πῶς στηρίζεστε καὶ προσκομίζετε τέτοια παραδείγματα, μὴ ὑπαρχούσης προφανῶς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ἡ ὁποία ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου νὰ σᾶς κατοχυρώνη καὶ ἡ ὁποία κατ’ οὐσίαν σᾶς ἐζητήθη νὰ προσκομίσετε εἰς τὴν ἐρώτησί μας.
   Ὅσον ἀφορᾶ τὸ τρίτο καὶ τελευταῖο παράδειγμα τὸ ὁποῖο προσκομίσατε καὶ αὐτό, νομίζω, δὲν ταιριάζει εἰς τὴν περίπτωσι τῶν Συνόδων τοῦ Π.Η., διότι οἱ χειροτονίες αὐτές, οἱ ὁποῖες ἔγιναν στὴν Λιθουανία, ἔγιναν ἀπὸ κάποιον Πατριάρχη καὶ ἀναγνωρίστηκαν κατόπιν ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους Ὀρθοδόξους Πατριάρχες καὶ τὶς λοιπὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν συνέβη μὲ τὶς χειροτονίες καὶ τὶς Συνόδους τοῦ Π.Η. Ἐδῶ ἐπὶ πλέον, πρόκειται γιὰ τὴν καταδικασμένη ἀπὸ αἰῶνες αἵρεσι τοῦ Παπισμοῦ, εἰς τὴν ὁποία διὰ τῆς Οὐνίας ἔπεσαν ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καὶ λογικό ἢ καὶ ἀναγκαῖο ἦταν νὰ ὑπάρξουν εἰς τὸν τόπο αὐτὸ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, ὅπως χειροτονοῦνται σήμερα Ἐπίσκοποι στὴν Ἰταλία καὶ ἀλλοῦ. Τί σχέσι ἔχει ὅμως αὐτό, ἀδελφοί, μὲ τὴν ὑπόθεσι τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο οἱ Γ.Ο.Χ. ἀνήγαγον σὲ μεῖζον θέμα πίστεως καὶ δι’ αὐτὸ ἐδημιούργησαν Συνόδους καὶ μάλιστα μεταξύ τους ἀντιμαχόμενες;

   Θὰ συνεχίσωμε μὲ τὶς ἀπαντήσεις εἰς τὶς τεθεῖσες ἐρωτήσεις σας.

    1.  Ἡ πρώτη ἐρώτησις εἶναι ἡ ἑξῆς:
   «1) Σε κάποια ομιλία σας που δημοσιεύθηκε ΕΔΩ αναφέρατε και πάλι το ζήτημα του ημερολογίου. Σας ερωτούμε λοιπόν· εφ΄ όσον δεν είμαστε ''εκκλησιαστικοί αστρονόμοι'' ώστε να μας ενδιαφέρει το ημερολόγιο, αλλά επιζητούμε την ενότητα, είσθε διατεθειμένος για χάριν των αδελφών σας ή έστω εμάς των ελαχίστων, να επανέλθετε και να ακολουθείτε το παλαιό ημερολόγιο μαζί μας; Πολλάκις έχετε αναφέρει ότι: «δεν είναι θέμα πίστεως»! Τότε σας λέγουμε ότι εφ΄ όσον δεν είναι θέμα πίστεως σε τι θα σας ενοχλήσει; Δεν είναι προτιμότερη η ενότητα μεταξύ μας;».
   Ἡ ἐρώτησις αὐτὴ κατ’ ἀρχὰς ἀποδεικνύει, ὅσα ἔχομε ἀναφέρει κατὰ καιροὺς καὶ πρόσφατα, ὅτι δηλαδὴ τὸ ἡμερολόγιο διὰ τοὺς Γ.Ο.Χ. εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο δὲν τίθεται σὲ συζήτησι καὶ σὲ ἀμφισβήτησι, ὅπως ἀκριβῶς τὰ δόγματα τῆς πίστεως. Εἶναι δηλαδὴ διὰ τοὺς Γ.Ο.Χ. ἕνα δεύτερο Σύμβολο Πίστεως. Εἶναι, ἐπίσης, τὸ μόνο σημεῖο ἑνότητος μεταξύ των, δεδομένου τοῦ ὅτι ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἑνότητα καὶ κοινωνία, τὴν ὁποία ἐπιζητοῦσαν καὶ ἐπεδίωκαν οἱ Πατέρες, ἀπουσιάζει. Ἔχω λοιπόν, ἀναφέρει παλαιότερα καὶ δεδομένης εὐκαιρίας τὰ συνοψίζω, τὰ ἑξῆς:
   Α) Δι’ ἐμὲ ὄντως δὲν εἶναι θέμα πίστεως τὸ ἡμερολόγιο καὶ δι’ αὐτὸ ἔχω ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ οἱονδήποτε εἶναι ἀποτειχισμένος ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἴτε τοῦ Νέου, εἴτε τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου (π.χ. μὲ τοὺς Ἁγιορεῖτες Ἀποτειχισμένους ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ μὴ ἐντεταγμένους σὲ κάποια Σύνοδο τῶν Γ.Ο.Χ.). Διὰ τοὺς Γ.Ο.Χ. ὅμως τὸ ἡμερολόγιο εἶναι θέμα πίστεως καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ οἱονδήποτε Ἀποτειχισμένο τοῦ Ν.Η. καὶ βέβαια, μὲ οἱονδήποτε Ἀποτειχισμένο τοῦ Π.Η., ἐφ’ ὅσον δὲν ἀνήκει στὴν ἴδια Σύνοδο τῶν Γ.Ο.Χ. Τί εἴδους, λοιπόν, ἑνότητα θὰ ἔχωμε, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχομε τὴν ἴδια πίστι; Προφανῶς, λοιπόν,θὰ ἔχωμε ἡμερολογιακὴ ἑνότητα, τὴν ὁποία κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θέτουμε ὑπεράνω τῆς ἐκκλησιαστικῆς.
  Β) Ἂν ἐγὼ ὑποτεθῆ ὅτι ἀκολουθήσω τὸ Π.Η., θὰ ἔχω ἀσφαλῶς ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ Ἀποτειχισμένους τοῦ Ν.Η. καὶ βέβαια δὲν θὰ τοὺς συμβουλεύσω ποτὲ νὰ ἀλλάξουν τὸ Ἡμερολόγιο, διότι ἁπλούστατα δὲν τὸ θεωρῶ θέμα πίστεως. Αὐτὸ ὁπωσδήποτε καὶ ἀναντίρρητα θὰ εἶναι μέγα πρόβλημα γιὰ τοὺς Γ.Ο.Χ. καὶ ἀσφαλῶς θὰ διακόψουν πάραυτα τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί μου, διότι δι’ αὐτοὺς αὐτὸ εἶναι θέμα πίστεως.
   Γ) Ἂν ἐγὼ ὑποτεθῆ ὅτι ἀκολουθήσω τὸ Π.Η. θὰ δημιουργήσω ἀμέσως μέγα πρόβλημα στοὺς πνευματικούς μου ἀδελφοὺς καὶ σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἐξομολογοῦνται σὲ ἐμένα, διότι ὅλοι αὐτοὶ ἀκολουθοῦν τὸ Ν.Η. καὶ θὰ ἐπέλθη εἰς αὐτοὺς σύγχυσις θεωρητικὰ καὶ πρακτικά.
   Δ) Ἂν ἐγὼ ὑποτεθῆ ὅτι ἀκολουθήσω τὸ Π.Η. κατ’ οὐσίαν δὲν θὰ ἔχω καμιὰ ἑνότητα μαζί σας, ἐφ’ ὅσον δὲν ἐνταχθῶ εἰς τὴν Σύνοδό σας καὶ δὲν ἐνστερνιστῶ τὴν ἴδια πίστι περὶ τοῦ Ἡμερολογίου μὲ τὴν ἰδικήν σας, θὰ ζημιώσω δὲ τὰ μέγιστα τὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα, θὰ σκανδαλίσω ἐν τῇ πράξει ὅλους τοὺς Ἀποτειχισμένους τοῦ Ν.Η. καὶ θὰ δυσκολεύσω τὰ μέγιστα ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,  ἐφ’ ὅσον θὰ θεωρήσουν ὅτι, Ἀποτείχισι δὲν σημαίνει  ἐκκλησιαστικὴ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ  ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου.
   Ε) Τέλος, ἂν ὑποτεθῆ ὅτι ἀκολουθήσω τὸ Π.Η. θὰ εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ ἀκολουθήσω δύο Ἡμερολόγια, ἕνα διὰ τὶς θρησκευτικὲς ἑορτὲς καὶ ἕνα διὰ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν πολιτεία, τὰ σχολεῖα, τὶς τράπεζες καὶ ὅλη τὴν καθημερινότητα, διότι ὅλα αὐτὰ λειτουργοῦν μὲ τὸ Ν.Η.  Θὰ εἶμαι ἀναγκασμένος, ὅταν εἶναι ἐκκλησιαστικὴ ἀργία, ἐγὼ νὰ ἐργάζομαι, καὶ ὅταν δὲν εἶναι δι’ ἐμένα ἐκκλησιαστικὴ ἀργία, ἐγώ νὰ κάθωμαι (π.χ. Εὐαγγελισμός, Κοίμησις τῆς Θεοτόκου, Χριστούγεννα, Φῶτα κ.λπ.).
   ΣΤ) Εἰλικρινά, ἀδελφοί, δὲν βλέπω κάποιο οὐσιαστικὸ ὄφελος, τὸ ὁποῖο θὰ μὲ ὁδηγοῦσε νὰ προβληματιστῶ εἰς τὸ νὰ ἀκολουθήσω τὸ Π.Η., τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία, οὔτε θὰ ἐπετύγχανα διὰ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου τὴν ἑνότητα μαζί σας, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ ἔχανα καὶ τὴν ἑνότητα μὲ ὅλους τοὺς Ἀποτειχισμένους τοῦ Ν.Η., σὺν ὅλες τὶς ἄλλες ἐπιπτώσεις τὶς ὁποῖες προανέφερα.
    Δράττομαι τῆς εὐκαιρίας νὰ ἀναφέρω τὸ ὅτι, μήπως θὰ ἔπρεπε ἐσεῖς, ὄχι νὰ ἀλλάξετε τὸ Π.Η. τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖτε, ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ μὴ τὸ θεωρῆτε θέμα πίστεως καὶ σωτηρίας καί, ὡς ἐκ τούτου, ἀπαράβατο ὅρο ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος καὶ κοινωνίας, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία δὲν εἴμεθα ἐμεῖς ὑπεύθυνοι διὰ τὴν διαμορφωθεῖσα κατάστασι καί, ὅπως κι ἐσεῖς ἀναφέρατε, δὲν εἶναι ἰδική μας ὑπόθεσις ἡ διόρθωσις αὐτῆς τῆς καταστάσεως, ἀλλὰ μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου.
   Θὰ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, τὀ ὁποῖο ἔχει σχέσι μὲ τὸν χρόνο, καὶ μάλιστα τὸν ἐκκλησιαστικὸ χρόνο, τὸ ὁποῖο συναντήσαμε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὴν πρόθεσι νὰ βοηθήση τὴ σκέψι μας πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσι.
    Ὅλοι μας γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικὸς χρόνος τῆς κάθε ἡμέρας δὲν μετριέται σύμφωνα μὲ τὸν πολιτικό. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ ρολόϊ εἶναι κινητό, ἐφ’ ὅσον ἡ δύσις τοῦ ἡλίου σημαίνει τὴν δωδεκάτη ὥρα. Ἔτσι ἠδύναντο τὸν παλαιὸ καιρὸ νὰ μετρήσουν τὸν χρόνο καὶ νὰ προσδιορίσουν τὶς ὧρες τῆς προσευχῆς τῆς κάθε ἡμέρας. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ 9η π.χ. ὥρα, κατὰ τὴν ὁποία ἀπέθανε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁ Χριστός, εἶναι τρεῖς ὧρες πρὶν τὴν δύσι τοῦ ἡλίου. Τότε διαβάζουμε τὴν ἀκολουθία τῆς ἐνάτης ὥρας, τὸν ἑσπερινὸ κ.λπ. Ἡ ἕκτη δὲ ὥρα, κατὰ τὴν ὁποία ἐσταυρώθη ὁ Χριστός, εἶναι ἀντιστοίχως ἕξι ὧρες πρὶν τὴν δύσι τοῦ ἡλίου κ.λπ. Ὅταν λοιπόν πρωτοπήγαμε στὸ Ἅγιον Ὄρος, μεταξὺ τῶν ἄλλων, μᾶς ἔκανε ἐντύπωσι τὸ ὅτι οἱ πατέρες ἀκολουθοῦσαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὥρα, ὑπῆρχε δὲ ἕνα μεγάλο ρολόϊ στὰ Καθολικὰ τῶν Μονῶν, τὸ ὁποῖο ἔδειχνε τὴν ἐκκλησιαστικὴν ὥρα καὶ τὸ ἐδιόρθωναν, ἀλλοῦ κάθε ἑβδομάδα καὶ ἀλλοῦ κάθε δύο ἑβδομάδες, σύμφωνα μὲ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου, διότι ὅπως γνωρίζουμε ὁ ἥλιος δὲν δύει κάθε ἡμέρα καὶ κάθε ἐποχὴ τὴν ἴδια ὥρα. Τώρα παρατηροῦμε ὅτι οὔτε στὰ μοναστήρια, οὔτε στὰ κελιὰ καὶ στὶς σκῆτες ἀκολουθεῖται ἡ ἐκκλησιαστικὴ (βυζαντινή) ὥρα, ἀλλὰ ἔχουν προσαρμοστῆ οἱ πατέρες καὶ ἀκολουθοῦν τὴν πολιτικὴ ὥρα, προκειμένου νὰ μὴν ἔχουν δυὸ ρολόγια καὶ ἀναγκάζονται νὰ μετατρέπουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὥρα σὲ πολιτική, κάθε φορὰ ποὺ χρειάζεται νὰ συνδιαλλαγοῦν ἢ νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὸν κόσμο κ.λπ. Τὸ κυριώτερο δὲ εἶναι ὅτι ὁρίζουν καὶ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες σύμφωνα μὲ τὴν πολιτικὴ ὥρα καὶ ἔτσι ἐξυπηρετοῦνται καὶ οἱ προσκυνητές, διότι αὐτοὶ κατὰ τὸ πλεῖστον δὲν ἔχουν ἰδέα περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὥρας.
   Καὶ ἐρωτοῦμε, ἀδελφοί, τὰ ἑξῆς: Μήπως ἔβλαψε σὲ κάτι τὴν εὐσέβεια ἡ ἀλλαγὴ τῆς ὥρας; Μήπως ἀθέτησαν οἱ πατέρες κάποια Παράδοσι κι ἔτσι εἶναι ἔνοχοι ἀπέναντι στὸν Χριστό; Μήπως βρέθηκε κάποιος ἀκραιφνὴς Γ.Ο.Χ. νὰ τοὺς κατηγορήση δι’ αὐτὴν τὴν ἀλλαγή; Ἢ μήπως, τέλος πάντων, οἱ Γ.Ο.Χ. σήμερα ἀκολουθοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ὥρα ὡς Παράδοσι, ἡ ὁποία ὄντως εἶναι καταγεγραμμένη στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες καὶ στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφὴ (π.χ. Ματθ. 20, 3-7, ὅπου ἀναφέρεται ἡ παραβολὴ τοῦ Οἰκοδεσπότη μὲ τοὺς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος, εἰς τὴν ὁποία ἀναφέρονται ἡ τρίτη ὥρα, ἡ ἕκτη, ἡ ἐνάτη, ἡ ἑνδεκάτη κ.λπ).
   Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ μὲ τὴν σημερινὴ δημιουργημένη κατάστασι, νομίζω ὅτι θὰ πρέπη νὰ οἰκονομήσουμε τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴν δημιουργοῦμε ἐπὶ πλέον προβλήματα ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχουν, μὲ τὴν προϋπόθεσι πάντοτε ὅτι δὲν βλάπτεται ἡ εὐσέβεια καὶ δὲν θίγεται ἡ εὐσεβὴς πίστις. Αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξεταστῆ ἀπὸ ὅλους καὶ νομίζω, τότε θὰ συμφωνούσαμε νὰ ἀκολουθήσωμε τὸ Ν.Η., διότι καὶ οἱ διακρίσεις, καὶ οἱ διχοστασίες τῶν Ὀρθοδόξων μόνο τὸν διάβολο καὶ τὴν αἵρεσι ἐξυπηρετοῦν. Αὐτὰ διὰ τὴν πρώτην ἐρώτησι.
    
    2) Ἡ δεύτερη ἐρώτησις εἶναι ἡ ἑξῆς:
   «2) Πολλάκις έχετε αναφερθεί στο ζήτημα των ''Συνόδων'' των Γ.Ο.Χ. Σας ερωτούμε· εάν μία Σύνοδος ήταν ή είναι προσωρινή, θα είχατε κάποιο ζήτημα ώστε να ενταχθείτε εις αυτήν; Προσωρινή εννοούμε έως την ημέρα αποκατάστασης της ταραχής της Εκκλησίας λόγω της αιρέσεως, αλλά και καταδίκη αυτής από Μεγάλη Σύνοδο».
     Εἰς τὴν δεύτερη ἐρώτησι ἔχω νὰ ἀναφέρω τὰ ἑξῆς:
    Α) Κατ’ ἀρχάς, ἀδελφοί, δὲν εἶναι δυνατὸν μιὰ Σύνοδος, ἡ ὁποία θεωρεῖ τὸν ἑαυτό της ὡς τὴν μόνη Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ τὴν συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, νὰ πιστεύη συγχρόνως ὅτι εἶναι προσωρινή. Διότι, τότε αὐτοαναιρεῖται. Ὅπως δηλαδὴ ἐν καιρῷ αἱρέσεως οἱ Ἀποτειχισμένοι πιστεύομε ὅτι εἴμεθα ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὑπάρχει διαχρονικὰ καὶ ὑφίσταται κατὰ τὸν ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ἔστω καὶ ἂν περιοριστῆ σὲ τρεῖς Ὀρθοδόξους (Φατ. 39, 114, 76· P.G. 99, 1049Β), χωρὶς νὰ ὑπάρχη καμμιὰ προσωρινότης ἢ ἔλλειψις πέραν τῆς ἐξωτερικῆς της μορφῆς, καὶ μάλιστα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει ὅλα τὰ Εὐαγγελικὰ καὶ οὐσιαστικὰ γνωρίσματα, ἐννοῶ τοῦ διωγμοῦ καὶ τοῦ μαρτυρίου, ἔτσι (καὶ πολὺ περισσότερο) ἡ Σύνοδος, ἐφ’ ὅσον εἶναι Ὀρθόδοξος, ἐκφράζει τὸ πλήρωμα τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ. Καὶ ἐντάσσεται εἰς τὴν διαχρονικὴ Ἐκκλησία εἰς τὴν ὁποία, ὅλα εἶναι σταθερὰ καὶ μόνιμα, ἐννοῶ εἰς τήν πνευματικὴ σφαῖρα καὶ κατάστασι, ἐνῶ ἀντιθέτως προσωρινὰ εἶναι ὅλα τὰ ἀνθρώπινα καὶ γήϊνα, ἀπὸ τὴν ἐπίγειο ζωή μας, τὸν χρόνο, τὴν οἰκογένεια κ.λπ., σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Α΄Κοριν. 7, 29-32).
   Β) Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει Ὀρθόδοξος Σύνοδος ἡ «ἀποκατάστασις τῆς ταραχῆς τῆς Ἐκκλησίας λόγῳ τῆς αἱρέσεως», ὅπως εἰς τὴν ἐρώτησι ἀναφέρετε, θὰ πρέπη νὰ γίνη ἀπὸ αὐτὴ τὴν Σύνοδο καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὴν τὴν Σύνοδο, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ ἡ ἀποκατάστασις νὰ γίνη κάπου ἀλλοῦ (π.χ. στὸν χῶρο τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων). Αὐτὸ τὸ βλέπουμε σὲ ὅλες τὶς αἱρέσεις διαχρονικά, οἱ ὁποῖες κατεδικάζοντο ἀπὸ τοὺς ὑπάρχοντας Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους ἐν Συνόδῳ συνηθροισμένους. Καὶ αὐτὸ βεβαίως ἀναιρεῖ τὴν ἔννοια τῆς προσωρινότητος, τὴν ὁποία ἀποδίδετε στὶς Συνόδους τοῦ Π.Η.
   Γ) Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει Ὀρθόδοξος Σύνοδος σὲ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία, συγχρόνως ὑπάρχει καὶ καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ὡς ἀναλαμπὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὴν ἔκφρασι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη Ὀρθόδοξος Σύνοδος καὶ νὰ μὴ καταδικάζη τὴν αἵρεσι, ἢ νὰ περιμένη κάποια μεγαλύτερη Σύνοδο νὰ τὴν καταδικάση, ἢ νὰ ὑπάρχη Ὀρθόδοξος Σύνοδος, ἀλλὰ τὶς θέσεις τῶν Ἐπισκόπων νὰ τὶς κατέχουν αἱρετικοὶ Ἐπίσκοποι, διότι τότε ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶναι Σύνοδος κατ’ ἐπίφασι ἤ, καλύτερα, Σύνοδος μαϊμοῦ, κατὰ τὸν τύπο τῆς λεγομένης νέας (μαϊμοῦ) Μονῆς Ἐσφιγμένου.
  Δ) Καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων ὁ λαός μας λέει «οὐδὲν μονιμότερον τοῦ προσωρινοῦ», ἐννοώντας ἀσφαλῶς ὅτι, ἂς λέμε στὸν λαὸ ὅτι εἴμαστε προσωρινοί, γιὰ νὰ βαστάη ὁ χορὸς τῆς ἐξουσίας μας καλά.
  Ε) Τέλος, ἐγὼ πιστεύω ὅτι τὰ μεγαλύτερα δεινὰ εἰς τοὺς Γ.Ο.Χ. τὰ ἐπέφεραν ἡ ὕπαρξις καὶ δημιουργία τῶν Συνόδων· καὶ αὐτὲς οἱ Σύνοδοι σήμερα εἶναι ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία οἱ Γ.Ο.Χ. οὔτε μεταξύ των δύνανται  κατά τό δή λεγόμενον «νὰ τὰ βροῦν», οὔτε βεβαίως μὲ τοὺς Ἀποτειχισμένους τοῦ Ν.Η.

    3) Ἡ τρίτη ἐρώτησις εἶναι ἡ ἑξῆς:
   «3) Αν δεν θελήσετε ούτε να ακολουθείτε το παλαιό (για τους λόγους που είπαμε) αλλά ούτε να ενταχθείτε σε Σύνοδο (λόγω διαφόρων λόγων που αν θέλετε μπορούμε να σας αναφέρουμε και να αναπτύξουμε), τότε μπορείτε να μας αναφέρετε πως μπορεί να επιτευχθεί η ενότητα μεταξύ μας;».
    Κατ’ ἀρχάς, ἀδελφοί, ἡ ἑνότητα μεταξύ μας θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχη διὰ τῆς Ἀποτειχίσεως ἀπὸ τὴν αἵρεσι. Τὸ ὅτι ἀποτειχιζόμεθα ἀπὸ τὴν αἵρεσι καὶ συγχρόνως δὲν ἔχουμε μεταξύ μας ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία σημαίνει, ἢ ὅτι δὲν ἔχουμε τὴν ἴδια πίστι, ἢ ὅτι τὰ πάθη μας καὶ οἱ μικρότητές μας μᾶς ἐμποδίζουν πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτό. Στὴν προκειμένη δὲ περίπτωσι πιστεύω ὅτι δὲν ἔχουμε τὴν ἴδια πίστι, ἐφ’ ὅσον ἐσεῖς θέτετε σὰν βασικὸ καὶ ἀναντικατάστατο θέμα ἑνότητος τὸ ἡμερολόγιο, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν τὸ ἀντιλαμβανόμεθα κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἔπειτα, τὴν ὕπαρξι τῶν Συνόδων, ἐμεῖς τὴν θεωροῦμε ἐκτροχιασμὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί, βεβαίως θέμα πίστεως, ἐνῶ ἐσεῖς ἀντιθέτως, ἔχετε ἄλλη ἄποψι.
   Μὲ λύπη μου διεπίστωσα ὅτι αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἴχατε προτείνει τὸ 2012 καὶ μοῦ τὰ ἀποστείλατε, ἀφοροῦσαν ἀποκλειστικῶς τοὺς ἀκολουθοῦντας τὸ Ν.Η. Ἐσεῖς ἔτσι, εἶστε ἐπαναπαυμένοι καὶ ἕτοιμοι νὰ δεχθῆτε εἰς τὰς ἀγκάλας σας τοὺς Ἀποτειχισθέντας ὡς πεπλανημένους, ἐφ’ ὅσον ἀκολουθήσουν τὸ Π.Η., τὸ ὁποῖο μετωνομάσατε σὲ ἑορτολόγιο γιὰ προφανεῖς λόγους.
   Γράφατε τότε συγκεκριμένα: «Ποιά ἦταν ἡ ἀρχικὴ καινοτομία ἡ ὁποία ἦταν ἡ αἰτία τῆς πρώτης διάσπασης τῶν Ὀρθοδόξων; Ἡ βιαία ἀλλαγὴ τοῦ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ. ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ λοιπὸν τοῦ ἑορτολογίου».
   Ἂν ἐμεῖς λοιπὸν σήμερα, κατὰ τὸν ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο τρόπο σκέψεως σᾶς εἰποῦμε: «Ποία ἦταν ἡ ἀρχικὴ καινοτομία, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἡ αἰτία τῆς πρώτης διασπάσεως τῶν Ὀρθοδόξων; Ἡ μὴ κατανόησις τοῦ θέματος τοῦ ἡμερολογίου ἀπὸ τοὺς Γ.Ο.Χ. καὶ ἡ ἀναγωγή του σὲ θέμα πίστεως. Ἐπαναφορὰ λοιπὸν τοῦ Ἡμερολογίου ἀπὸ τὰ θέματα τῆς πίστεως στὴν θέσι, τὴν ὁποία ἀνέκαθεν εἶχε εἰς τὴν Ἐκκλησία». Νομίζω ὅμως ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο σκέψεως, ὁ ὁποῖος ἔχει σὰν βάσι νὰ στηρίξωμε αὐτὰ τὰ ὁποῖα μᾶς ἐξυπηρετοῦν καὶ τὰ ὁποῖα θεωροῦμε ἀδιαπραγμάτευτα, δὲν εὑρίσκεται λύσις.
Ἡ λύσις, κατὰ τὴν γνώμη μου, θὰ εὑρίσκετο σὲ μιὰ ἀλληλοπεριχώρησι, ἐξαιρουμένων τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, τὰ ὁποῖα ἐμεῖς τὰ συνοψίζομε στὴν ὕπαρξι τῶν Συνόδων τῶν Γ.Ο.Χ. καὶ στὴν δογματοποίησι τοῦ Ἡμερολογίου. Δι’ αὐτὸ δὲν ἔχομε πρόβλημα  εἰς τό νά ἔχωμε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ Ἀποτειχισμένους, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὸ Π.Η. Ἂν δὲ κάποιος, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ π.χ. τὸ Π.Η., ἤθελε νὰ πάη στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποτειχισμένων τοῦ Ν.Η. σὲ μιὰ μεγάλη γιορτή, διότι αὐτὸς ἐκείνη τὴν ἡμέρα δὲν γιορτάζει ἢ ἔχει νηστεία κ.λπ., ἂς μὴν πάη στὴν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχη κοντά του Ἐκκλησία τοῦ Π.Η. Θὰ πάη ὅμως στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀποτειχισμένων τοῦ Ν.Η. νὰ μεταλάβη, νὰ στεφανωθῆ, νὰ βαπτίση τὸ παιδί του κ.λπ. Αὐτὸ θεωρῶ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, χωρὶς τὴν δογματοποίησι τοῦ ἡμερολογίου καὶ τὴν ὕπαρξι τῶν Συνόδων καὶ ὄχι σάν μία ἀλληλοαναγνώρισι καὶ μέχρι ἐκεῖ. Ἂν βεβαίως αὐτὸ δὲν γίνη, ἐπειδὴ εἶναι δύσκολο ὄντως στὴν κατανόησι καὶ στὴν πράξι, τότε νομίζω τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶναι ἕνωσις τῶν Ὀρθοδόξων, διὰ τῆς μὴ ἀποδοχῆς τοῦ σφραγίσματος τοῦ Ἀντιχρίστου, τὸ ὁποῖο, ὅπως φαίνεται, δὲν εἶναι πολὺ μακριά.

     Τελειώνοντας θὰ σᾶς ὑποβάλλωμε τὶς ἀκόλουθες ἐρωτήσεις.
    1) Γιατί τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο ἀκολουθεῖτε, σταματήσατε νὰ τὸ ὀνομάζετε Ἰουλιανὸ καὶ τὸ ὀνομάζετε «Πάτριο»; Μήπως τὸ ἐθέσπισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἢ κάποια Σύνοδος; Μήπως ἡ Ἁγία Γραφὴ ἢ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὡμίλησαν δι’ αὐτό; Μήπως οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὡμίλησαν δι’ αὐτό, ἢ μήπως ἐπεβλήθη σταδιακὰ διὰ τῆς πολιτείας καὶ τὸ ὀνομάζετε «Πάτριο», διὰ νὰ ἀποσιωπήσετε τὴν εἰδωλολατρική του προέλευσι; Ἂν ἡ ὀνομασία αὐτή, τὴν ὁποία τοῦ ἀποδώσατε, δὲν εἶναι τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ αὐθαίρετη καὶ σκόπιμη, τότε θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ὀνομάσωμε μὲ περισσότερη προσέγγισι στὴν ἀλήθεια τὸ Μακεδονικὸ Ἡμερολόγιο ὡς Ἀποστολικὸ καὶ τὸ Αἰγυπτιακὸ Ἡμερολόγιο ἐξ ἴσου «Πάτριο», ἐφ’ ὅσον τὸ ἀκολουθοῦσαν οἱ μεγάλοι φωστῆρες καὶ Οἰκουμενικοὶ διδάσκαλοι, Ἀθανάσιος ὁ Μέγας καὶ ὁ ἅγιος Κύριλλος, μετὰ μάλιστα τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, καὶ βέβαια ἐπὶ αἰῶνες ὅλη ἡ μοναχικὴ πολιτεία τῆς Αἰγύπτου μὲ τοὺς καθηγητὰς τῆς ἐρήμου Μ. Ἀντώνιο, Παχώμιο κ.λπ.;
    2) Γιατί ταυτίζετε τὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὸ Ἑορτολόγιο, τὰ ὁποῖα εἶναι σαφῶς διαφορετικὰ πράγματα, καὶ ὁμιλεῖτε δι’ ἀλλαγὴ τοῦ Ἑορτολογίου, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ὑπάρχει ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου μόνο καὶ ὄχι τοῦ Ἑορτολογίου κινητῶν καὶ ἀκινήτων ἑορτῶν;
    3) Γιατί δὲν ὡμιλήσατε καὶ δὲν ὁμιλεῖτε οἱ Γ.Ο.Χ. διὰ τὴν ἁγιοποίησι τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, ἐνῶ ἔχετε καταφερθῆ δριμύτατα γιὰ ἄλλες πρόσφατες ἁγιοποιήσεις (π.χ. π. Παϊσίου, π. Πορφυρίου) καὶ ἔτσι μᾶς ἀφήσατε νὰ πολεμοῦμε μόνοι μας δι’ αὐτὴν τὴν Μασωνικὴ καὶ αἱρετικὴ ἁγιοποίησι μὲ τὰ θηρία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Εἰς τὴν περίπτωσι τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης σᾶς προσφέραμε ἄφθονα καὶ ἀναρίθμητα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα χωρὶς κόπο θὰ μπορούσατε νὰ τὰ χρησιμοποιήσετε καὶ νὰ ἀποδείξετε μὲ ἀδιάσειστα ἐπιχειρήματα τὶς προθέσεις καὶ τὴν γραμμὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἔτσι μᾶς δίδετε τὴν ἐντύπωσι ὅτι πολεμᾶτε ἐπιλεκτικὰ καὶ προγραμματισμένα καὶ κυρίως κατευθυνόμενα καὶ μόνο ὅσα ἐσεῖς ἀνακαλύψατε καὶ δι’ ὅλα τὰ ἄλλα δὲν δίδετε σημασία.

Χριστὸς Ἀνέστη
Εὐχόμενος τὰ βέλτιστα σᾶς χαιρετῶ  μὲ τὴν ἐν Κυρίῳ ἀγάπη
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς





Προηγούμενες ἀναρτήσεις:






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.