(Γ΄ μέρος)
Ὅπως ὁ ἴδιος
σημειώνει:
«η μελέτη αυτή επικεντρώνεται με ουσιαστική ιστορική τεκμηρίωση στα
καίρια σημεία του προβλήματος της εορτολογικής ασυμφωνίας που εμφανίστηκε ανά
τους αιώνες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρουσιάζεται ο τρόπος που
αντιμετωπίστηκε αυτή η ασυμφωνία με αποκορύφωμα το ημερολογιακό Σχίσμα του 1924».
Πιστεύουμε, ὅσοι μελετήσουν τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ
παραθέτει ὁ συγγραφέας, νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο, παρ’ ὅτι κακῶς εἰσήχθη,
δὲν ἀποτελεῖ δόγμα, οὔτε ἅπτεται κάποιου δόγματος. Σὲ καιρὸ Παναιρέσεως ἐσχατολογικῆς
(ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός), ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ
πολεμήσουν τὴν Παναίρεση, πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένοι στὴν Πίστη, ἀφήνοντες μὴ
δογματικὰ θέματα γιὰ ἀργότερα. (Πιστεύουμε... Ἔτσι γράφαμε στὸ Α΄ καὶ Β΄ μέρος! Ἀλλὰ τώρα δὲν πιστεύουμε, τουλάχιστον ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς "ἡγέτες" τῶν Παλαιοημερολογητῶν -γιατὶ οἱ Ἐπίσκοποί τους δὲν καταδέχονται, ἀπαξιοῦν νὰ μιλήσουν- κάποια "μετάνοια" καὶ ἀλλαγὴ πορείας. Ἤδη, πρὶν ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀνάρτηση καὶ τὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα ποὺ κατατίθενται στὸ βιβλίο τοῦ κ. Ρίζου καί, ἀσφαλῶς ἡ μελέτη τους, ἔσπευσαν νὰ ἀπαντήσουν, ἀποδεικνύοντας ὅτι δὲν περιμένουν τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐπιχειρήματων καὶ τὴν ἀνάπτυξη ὅλων τῶν πτυχῶν τοῦ προβλήματος, δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει οὐσιαστικὰ ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ ἡ δικαίωσή τους καὶ ἡ "απόδειξη στοὺς ὀπαδοὺς πὼς ὅ,τι καὶ νὰ ποῦν οἱ ἄλλοι, ἐμεῖς "ἔχουμε" δίκιο!).
«Π.Π.»
1. Η εορτολογική καινοτομία είναι
το πρώτο βήμα του οικουμενισμού;
Ένα πολύ διαδεδομένο αλλά τεχνητό επιχείρημα των
παλαιοημερολογιτών, ως υπερασπιστικό της επανάστασης τους, είναι ότι η
ημερολογιακή μεταβολή ήταν το πρώτο βήμα του Οικουμενισμού. «Το
εορτολόγιον ετέθη ως προφυλακή του Οικουμενισμού»,[1]
λένε και γράφουν. Αυτή η άποψη είναι τεχνητή και δημιουργήθηκε πολλές δεκαετίες
αργότερα από το Σχίσμα, μια που δεν την συναντάμε σε κανέναν κείμενο των
πρώτων είκοσι πέντε ετών των πρωταγωνιστών παλαιοημερολογιτών. Όταν έγινε
το Σχίσμα αυτό έπρεπε να έχει
τεκμηριωθεί πλήρως για να νομιμοποιηθεί κι όχι να τεκμηριωθεί αναδρομικά
με γεγονότα που θα συνέβαιναν δεκαετίες αργότερα και κανείς δεν δήλωνε
προκαταβολικά ότι θα συνέβαιναν. Έπρεπε να υπάρχουν ταυτόχρονα και πλήρη
κατατεθειμένα στην διακήρυξη της
διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας όλα τα στοιχεία που θα απεδείκνυαν την
αναγκαιότητα της απόσχισης.
Τότε όμως κανείς δεν ήξερε ούτε τον οικουμενισμό,
ούτε κάποια επερχόμενη αίρεση με οποιοδήποτε όνομα. Όποια επιχειρηματολογία
λοιπόν γράφτηκε τότε, αφορούσε μόνο το ημερολόγιο και την ημερολογιακή
μεταβολή. Προς επίρρωση των παραπάνω θέτουμε υπ΄οψιν του αναγνώστου τα εξής:
1) Το 1920 δημοσιεύεται μία εγκύκλιος από το πατριαρχείο
ΚΠόλεως που περιγράφει τα βήματα με βάση τα οποία οι φιλενωτικοί του Φαναρίου
σκοπεύουν να προωθήσουν την προσέγγιση των αιρέσεων –που για πρώτη φορά
ονομάζονται «εκκλησίες»– με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πολύ περιέργως οι
αντιδράσεις του «ευαίσθητου» κλήρου και λαού που σε δύο χρόνια θα
επαναστατούσαν μόνο στην ημερολογιακή–εορτολογική μεταβολή ήταν ανύπαρκτες
σχετικά με αυτήν την εγκύκλιο.
2)
Το 1922 γίνεται κάτι ακόμα χειρότερο. Το
πατριαρχείο ΚΠολης αναγνωρίζει την ιεροσύνη των Αγγλικανών, τους αποδίδει έτσι
εκκλησιαστικότητα, τους αναγνωρίζει δηλαδή ως εκκλησία αναγνωρίζοντας και τα μυστήριά τους.[2]
Την στιγμή αυτή που διαπράχθηκε αυτή η απόλυτη (οικουμενιστική) προδοσία σε
επίπεδο δογμάτων και Πίστεως δεν αντέδρασε κανείς. Δεν έγραψε κανείς τίποτα,
κλήρος και λαός που χάλασαν τον κόσμο για το ημερολόγιο δεν ασχολήθηκαν καθόλου!
Μοιάζει σα να μπήκαν ήδη οι εχθροί της
Πίστεως μέσα στο κάστρο, και οι φύλακες, όχι μόνο δεν αντέδρασαν άλλα γύρισαν
τα κιάλια τους στον κάμπο και αναγνώρισαν ότι οι εχθροί έρχονται από μακριά με
πολιορκητικό κριό το ημερολόγιο. Ακόμα και 13 χρόνια μετά, το 1937 οι τρεις επίσκοποι ανέλαβαν την ηγεσία της παλαιοημερολογίτικης κίνησης, στην επιστολή
απόσχισης τους δεν γράφουν απολύτως τίποτα για την προδοσία με τους
Αγγλικανούς! Και ούτε επίσης
αναφέρουν τίποτα για την προτεσταντική «θεωρία των κλάδων» που εισήγαγε επίσημα
ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ στην εγκύκλιο του 1902, μιλώντας για «αναδενδράδες». Αυτός ήταν ο
οικουμενισμός που κανείς δεν είδε να γεννιέται. Δεν δικαιούνται να διαπιστώνουν
λοιπόν μετά από δεκαετίες ότι ήταν αυτοί κατάλαβαν και είδαν το πρώτο βήμα
του.
3) Το 1923 συμβαίνει κάτι καταπληκτικό! Το
Βατικανό με Πάπα τον Πίο τον 11ο, και την εγκύκλιο του Mortalium Animos ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πατριαρχική
εγκύκλιο του 1920 ζητώντας από τους Ορθοδόξους να μετανοήσουν και να
επιστρέψουν υπό την ηγεσία του Πάπα.[3]
Κι όμως ένα χρόνο μετά λαμβάνει χώρα το
Σχίσμα με αιτία υποτίθεται την εφαρμογή της εγκυκλίου του 1920 σε ό,τι αφορά
την εορτολογική προσέγγιση με τους παπικούς, την οποία οι παπικοί απέρριψαν!
Κάτι που απλά σημαίνει, ότι και χωρίς την εκ των υστέρων αναγνώριση του εχθρού
της αίρεσης η ημερολογιακή καινοτομία αποτελούσε για τους παλαιοημερολογίτες
αυτόνομο και ανεξάρτητο λόγο απόσχισης. Άρα διακήρυξη τους ότι το ημερολόγιο
ήταν το πρώτο βήμα προς τον οικουμενισμό είναι απατηλό. Αυτό το επιχείρημα θα
μπορούσαμε με σχετική ακρίβεια να πούμε ότι προστέθηκε τουλάχιστον 24 χρόνια μετά
από το Σχίσμα, με την ίδρυση του Π.Σ.Ε.
4) Το πιο σπουδαίο όμως στοιχείο είναι το εξής:
Από το Σχίσμα του 1054 έως το 1582 που εισήχθη το Γρηγοριανό στη Δύση, δηλαδή
για 528 χρόνια οι Ορθόδοξοι είχαν κοινό ημερολόγιο, εορτολόγιο και Πασχάλιο με
τους παπικούς, προτεστάντες και αγγλικανούς. Επί 528 χρόνια δηλαδή οι Ορθόδοξοι
εόρταζαν απολύτως ταυτόχρονα κινητές και ακίνητες εορτές με τους συνοδικά
αναθεματισμένους και κατεγνωσμένους αιρετικούς παπικούς, και αυτό δεν προκάλεσε
σε κανέναν τα αβάσταχτα συμπεράσματα που προκάλεσε στους παλαιοημερολογίτες η
μερική και ασφαλής απόδοχή του Γρηγοριανού η οποία σύμφωνα με αυτούς μας ενώνει
με την αίρεση. Πόσο λοιπόν παραπλανητικά δηλώνει ο π. Θεοδώρητος Μαύρος ότι «Με την εισαγωγή του δυτικού εορτολογίου
στην Εκκλησία της Ελλάδος πραγματοποιήθηκε η εορτολογική ένωση με τους
παπικούς και τους προτε-στάντες».[4]
Γιατί αυτή η κοινή εορτολογική συμπόρευση επι τόσους αιώνες δεν αναφέρεται
ως προδοσία της Πίστεως και αναφέρεται ως προδοσία της Ορθοδοξίας η εισαγωγή
του μισού Γρηγοριανού το 1924; Ο λόγος είναι ο απλός. Αν έλεγαν ότι στα 528
χρόνια ο κοινός εορτασμός με τους αιρετικούς της Δύσης ήταν το πρώτο βήμα της
ένωσης με την παπική αίρεση θα βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα τεράστιο πρόβλημα:
Πως οι άγιοι Πατέρες, Διδάσκαλοι, Μάρτυρες και Ομολογητές αυτών των αιώνων δεν
είδαν και δεν κατάλαβαν, ότι αυτός ο κοινός εορτασμός με τους αιρετικούς ήταν
προδοσία της πίστεως και η εκπλήρωση του πρώτου βήματος για την προσχώρηση στην
αίρεση; Πώς δεν το είδαν οι εκατοντάδες άγιοι και Ομολογητές (Μάρκος Ευγενικός,
Ιωσήφ Βρυέννιος, Μελέτιος, Νικηφόρος,
Γρηγόριος Παλαμάς κ.ά), και το «είδαν» οι παλαιοημερολογίτες το 1924; Δεν θα
μπορούσαν να το δικαιολογήσουν για αυτό και «ξέχασαν» αυτά τα 528 χρόνια που
αναιρούσαν τις θέσεις τους!
2. Οι τρείς Πανορθόδοξοι Σύνοδοι.
Το 1582 μ.Χ. ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ εισήγαγε στη Δύση
το διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο, ακριβέστερο μεν αστρονομικά, απορριπτέο δε
από τους Ορθοδόξους γιατί επέτρεπε τον εορτασμό του Πάσχα ταυτόχρονα ή και πρίν
από το Εβραϊκό και έτσι συγκρούονταν με τον όρο της Α΄ Οικουμενικής, τον
Ζ΄Αποστολικό και τον Α΄ Κανόνα Αντιοχείας. O Πάπας Γρηγόριος πρότεινε στον
τότε Πατριάρχη Κπόλεως Ιερεμία Β΄ να εισαχθεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο και στην
Ορθόδοξη Εκκλησία με κρυφό σκοπό βέβαια να υποβοηθήσει το προσηλυτιστικό έργο
των παπικών.
Ο Ιερεμίας συγκάλεσε στις 20 Νοεμβρίου
1583 Πανορθόδοξη Σύνοδο στην οποία
υπέγραψε και το πατριαρχείο Αλεξανδρείας με τον πατριάρχη Σύλβεστρο. Συγχρόνως
ο διαπρεπής Πρωτοσύγγελος του πατριαρχείου Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς
συνέγραψε τον «Αλεξανδρινόν Τόμον»,
μια ειδική πραγματεία για το ζήτημα και μέσω της οποίας αποδείκνυε ότι το
Γρηγοριανό ημερολόγιο προσκρούει στις διατάξεις της αρχαίας Εκκλησίας για τον εορτασμό του Πάσχα.[5]
Εξ αιτίας της «πασχαλίου μεταβολής»[6],
δηλαδή της ακύρωσης του «παραδοθέντος
και κρατούντος κανονίου»,[7]
το Γρηγοριανό ημερολόγιο απορρίφθηκε. Την ίδια αιτία απόρριψης αναφέρει
και ο ιστορικός Φιλάρετος Βαφείδης.[8]
Τέσσερα χρόνια μετά, το 1587, ξαναγίνεται
Σύνοδος όπου εκτός από τα πατριαρχεία ΚΠόλεως και Αλεξανδρείας συμμετέχει και αυτό των Ιεροσολύμων. Σε αυτή τη Σύνοδο
«αποβάλλεται η «διόρθωση» του Αγίου Πάσχα ως επισφαλής, ως μη
αναγκαία και αντικειμένη των ιερών κανόνων».[9]
Το 1593 συνήλθε τρίτη Σύνοδος με την
συμμετοχή των πατριαρχείων ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και
τον εκπρόσωπο της Μόσχας όπου όρισε στην 10η πράξη της «…ίνα το Πάσχα
γίνηται καθώς το εδιώρισεν η πρώτη σύνοδος και το νέον καλεντάριον [αφού
ανατρέπει τον διορισμό της πρώτης συνόδου] να
αναθεματίζεται».[10]
Από την μελέτη των πρακτικών αυτών των
Συνόδων είναι πασιφανές ότι αυτές απορρίπτουν το Γρηγοριανό ημερολόγιο
επειδή ανατρέπει τον Πασχάλιο κανόνα κι όχι γιατί συμβαίνει
μιά μεταβολή στο ημερολόγιο και εορτολόγιο. Δεν δηλώνουν πουθενά οι Πατέρες αυτών των τριών Συνόδων ότι
απαγορεύεται και κάθε μελλοντική μεταβολή στο ημερολόγιο που ήθελε προκύψει
λόγω αστρονομικών μεταβολών επειδή -όπως ισχυρίζονται οι παλαιοημερολογίτες[11]-
θα επέφερε προβλήματα στο υπόλοιπο εορτολόγιο. Γιατί αν η ερμηνεία του
πράγματος είναι ότι απαγορεύεται κάθε ημερολογιακή μεταβολή για να μη
διαταραχθεί και το λοιπό εορτολόγιο, οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής δεν θα
παρέπεμπαν το θέμα της εύρεσης της πασχαλίου ημέρας στους αστρονόμους της
Αλεξάνδρειας –πράγμα που επισημοποιεί την μεταβλητότητα των αστρονομικών
παραμε-τρων, άρα και την μεταβλητότητα των εορταστικών ημερομηνιών– άλλα θα
όριζαν μία σταθερή ημέρα για το Πάσχα (π.χ. την 21η Μαρτίου) για να
παραμείνει αμετακίνητο και το ημερολόγιο-εορτολόγιο εις τους αιώνας των αιώνων.
Αυτό λοιπόν που καταδίκασαν οι τρείς Πανορθόδοξοι Σύνοδοι του ΙΣΤ΄ αιώνα είναι
η τροποποίηση του Πασχαλίου που επέρχεται δια της ακριβούς εφαρμογής του
Γρηγοριανού ημερολογίου.
Οι λόγοι για τους οποίους ο ιερός Δοσίθεος ωνόμαζε
«αίρεση» το Γρηγοριανό ημερολόγιο ήταν αυτός ακριβώς, ότι δηλαδή με αυτό
ανατρέπονταν το Συνοδικά κατοχυρωμένο Πασχάλιο κι όχι γιατί η Α΄ Οικουμενική
απαγόρευσε κάθε ημερολογιακή μεταβολή. Γράφει ο Ιερεμίας ο Β΄: «Διό ημείς την των πατέρων ορθήν πίστιν, ή περι του πασχαλίου εχρησμοδότησαν θεία
εμφάσει, κρείττονα ηγησά-μενοι ως αληθή και άπταιστον και εις αεί διαμένουσαν,
την του νέου Καλενδαρίου ως ψευδή και ουτιδανήν μακράν αφ΄ ημών
απεσκορακίσαμεν».[12]
Δηλαδή, εμείς την ορθή πίστη, που μας παρέδωσαν οι Πατέρες με θείο φωτισμό
για το Πασχάλιο, αυτή, νομίζουμε αλάνθαστη και παντοτινά διαμένουσα. Την δε νέα
[περί του πασχαλίου πίστη που εμ-φανίστηκε] με το νέο ημερολόγιο [του πάπα
Γρηγορίου] την αποδιώξαμε[την στείλαμε στους κόρακες, δηλ. στον διάβολο].
Τα πρακτικά της Πανορθοδόξου Συνόδου της Κπόλεως
του 1593 αρχίζουν ως εξής: «Πράξις
συνοδική εν ή και αποβολή του νέου καλενταρίου, ήτοι της περι το πάσχα λατίνων καινοτομίας».[13]
Ακόμα και στην επικεφαλίδα των πρακτικών της, η Σύνοδος δηλώνει ότι η
αποβολή του Γρηγοριανού συμβαίνει εξ΄ αιτίας της περί του Πάσχα καινοτομίας.
Δηλαδή της ανατροπής του Πασχαλίου Κανόνα. Κάτι που επιπροσθέτως εμφανίζεται
στον 8ο Κανόνα της Συνόδου.
Κανών 8ος:
Ασάλευτον διαμένειν βουλόμεθα το τοις πατράσι διορισθέν περι του αγίου και σωτηρίου πάσχα. Έχει δε ούτως: άπαντας τους
τολμώντας παραλύειν τους όρους της αγίας και οικουμενικής μεγάλης συνόδου της
εν Νικαία συγκροτηθείσης … περι της
αγίας εορτής του σωτηριώδους Πάσχα, ακοινωνήτους και αποβλήτους είναι της
Εκκλησίας εί επιμένοιεν…κλπ». Είναι
οφθαλμοφανές ότι ο Κανόνας αναφέρεται μόνο στην εορτή του Πάσχα.
Και στην επιστολή του ο Μελέτιος Πηγάς ως πατριάρχης
πλέον Αλεξανδρείας το 1596[14],
πάλι διευκρινίζει τον λόγο άρνησης του Γρηγοριανού: «Την νέαν ταύτην των Πασχαλίων
εισαγωγήν, του λεγομένου Γρηγοριανού Καλενδαρίου, οι της Ανατολικής των
ορθοδόξων εκκλησίας ευσεβείς παίδες ου παραδεχόμενοι». Νομίζω πιο σαφές δεν
μπορεί να γίνει. Οι παλαιοημερολογίτες δεν το βλέπουν. Ο περισέβα-στος του πατρίου αρχιμ. Χρυσόστομος Σπύρου –όπως
και πολλοί άλλοι[15]–
γράφει ότι οι Σύνοδοι του 1583, 1587, 1593 «είχαν
αφορίσει[16]
πάντας όσους θα εδέχοντο την γρηγοριανήν μεταρύθμισιν»,[17]
όμως η Σύνοδοι δεν αποφάσισαν τίποτα τέτοιο. Ο ιερός Δοσίθεος διασαφίζει ότι
για το Πασχάλιο απορρίφθηκε το Γρηγοριανό.[18]
Το 1924, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν ενσωμάτωσε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, ούτε τροποποίησε το πασχάλιο. Άρα δεν
υπόκειται σε καμία παράβαση των αποφάσεων των Συνοδικών αποφάσεων του 1583, 1587 και 1593.
Ο πατριάρχης Ιερεμίας ο Β΄ (1575) εκθειάζεται ιδιαίτερα από τους παλαιοημερολογίτες
για την Ορθοδοξία του λόγω της αρνητικής απάντησης που έδωσε στην πρόταση του
πάπα να υιοθετήσει το Γρηγοριανό ημερολόγιο άλλα κυρίως γιατί αυτή του η στάση
εξυπηρετεί την υπεράσπιση τους. Όμως περιέργως η ευαισθησία των παλαιοημερολογιτών
τελειώνει εδώ, αγνοώντας σκανδαλωδώς πολύ σπουδαιότερα ζητήματα στα οποία ο
Ιερεμίας εμφανίζεται προδοτικός. Ο Ιερεμίας λοιπόν εγκαθίδρυσε στην Βενετία
ορθόδοξο μητροπολίτη. Όμως ο Πάπας Ρώμης Κλήμης ο Η΄ (1595) επέβαλε στις
περιοχές που υπήρχαν Ορθόδοξοι να επικρατούν τα εξής:
α) Το Χρίσμα των ορθόδοξων κληρικών
θεωρούνταν άκυρο και έπρεπε να το ξαναπάρουν από τον παπικό επίσκοπο.
β) Οι ορθόδοξοι κληρικοί για να
ιερουργούν έπρεπε να δέχονται την Ένωση και να έχουν ειδική παπική άδεια. Για
την λήψη αυτής της άδειας απαιτούμενο ήταν η αποδοχή του filioque !
γ) Στους μικτούς γάμους η ορθόδοξη
πλευρά έπρεπε να γυρίσει στον παπισμό κι όχι το αντίθετο.
δ) Οι Ορθόδοξοι έπρεπε να εορτάζουν
τις κατά τόπους λατινικές εορτές.
Επίσης, στα Ιόνια νησιά (που ήταν δικαιοδοσία του
Ιερεμία) την ίδια περίοδο έπρεπε οι ορθόδοξοι ιερείς να μνημονεύουν στην Θ.
Λειτουργία τον τοπικό παπικό επίσκοπο (!)[19]
Αυτά λοιπόν
τα αποδέχτηκε ο Ιερεμίας(!) και οι παλαιοημερολογίτες βλέποντας
επιλεκτικά τα αγνοούν, επαινόντας τον για το ημερολογιακό, και αναδεικνύοντας
την «ορθοδοξία» του μετά 450 χρόνια.
3.
Η
αντικανονική απόφαση της Εκκλησίας
Τό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» του πατριάρχου Μελετίου
Μεταξάκη –με τις έντονες πιέσεις της πολιτείας[20]–
τελικά αποφάσισε «όλως ανοήτως και
ανωφελώς»[21]
να «διορθωθεί» το Ιουλιανό ημερολόγιο με την αφαίρεση 13 ημερών, δεχόμενο στην
ουσία την διόρθωση του Γρηγοριανού, χωρίς όμως να δέχεται την αλλαγή στο
Πασχάλιο που μένει αμετακίνητο. Έτσι για την αφαίρεση των 13 ημερών ορίστηκε
να αριθμηθεί η 1η Οκτωβρίου του 1923 ως 14η Οκτωβρίου, οι δε εορτές
των παραλειπόμενων εορτών να εορταστούν εφ΄ άπαξ την 14η Οκτωβρίου
και εφεξής ή όπως ορίσει ο Αρχιερεύς της επαρχίας.[22]
Δεν θα αναφερθούμε στο τί ακριβώς κάνει αυτήν την
απόφαση αντικανονική και αντισυνοδική.[23]
Δεχόμαστε ότι η καινοτομία του 1924 ήταν αντικανονική, αντισυνοδική και
αντιποιμαντική, για να πάμε στο σπουδαιότερο κατά την γνώμη μας. Κι αυτό είναι
το πώς διδάσκει η δισχιλιετής ιστορία της Εκκλησίας, ότι πρέπει να αντιδρούμε
σε ανάλογες περιπτώσεις, σε περιπτώσεις δηλαδή που εμφανίζονται σύνοδοι που
αποφασίζουν με τρόπο αντικανονικό. Έτσι ελπίζουμε να διαφανεί αν οι
παλαιοημερολογίτες αντέδρασαν σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παρακαταθήκη.
Σύμφωνα
με την διακήρυξη των τριών αρχιερέων Δημητριάδος Γερμανού, πρώην Φλωρίνης
Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου που αποσχίστηκαν το 1935 από την Εκκλησία
της Ελλάδας και ανέλαβαν την ηγεσία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (Γ.Ο.Χ.),
οι οποίοι μέχρι τότε ποιμαίνονταν μόνο από ιερείς δήλωσαν ότι: «οι διοικούντες νύν την Ελληνικήν Εκκλησίαν
δια της μονομερούς και αντικανονικής και αψυχολογήτου εισαγωγής του Γρηγοριανού
ημερολογίου, απέσχισαν εαυτούς του καθολικού κορμού της Ορθοδοξίας και εκήρυξαν
εαυτούς κατ΄ουσίαν Σχισματικούς απέναντι των Ορθοδόξων Εκκλησιών»[24].
«Η Εκκλησία της Ελλάδος χωρισθείσα, εν τη
εισαγωγή του διορθωμένου ημερολογίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κατέστη,
εκ του λόγου τούτου, σχισματική,
αποκοπείσα εκ του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας»[25].
Παρόλο που ο Χρυσόστομος Καβουρίδης αλλού παραδέχεται, ότι η καινοτομία δεν
αφορά την εισαγωγή ολόκληρου του Γρηγοριανού.[26]
Επίσης με την υπ. αρ. 13/26.9.1950, η
Ι. Σύνοδος των ΓΟΧ χαρακτηρίζει την Εκκλησία της Ελλάδος, ως σχισματική.[27]
Αντίθετα όμως 10 από τις 14 Ορθόδοξες Εκκλησίες δέχτηκαν το διορθωμένο
Ιουλιανό, οι δε υπόλοιπες 4, που εξακολούθησαν να έχουν το Ιουλιανό δεν
διέκοψαν κοινωνία με τις άλλες. Άρα, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν κατέστη σχισματική έναντι των
υπολοίπων Εκκλησιών. Άς δεχτούμε, λοιπόν ότι η Εκκλησία έκανε λάθος στην
εισαγωγή του διορθωμένου Γρηγοριανού, ποια θα έπρεπε να ήταν η αντίδραση κατά
την διδασκαλία των Πατέρων; Μας την κατάδεικνύει ο ιερός Χρυσόστομος: «Κι αν ακόμα η Εκκλησία διέπραττε σφάλμα,
για το ότι δεν τηρήθηκαν με ακρίβεια οι
χρόνοι, δεν θα ήταν τόσο σημαντικό το θέμα όσο σημαντικό θα ήταν το έγκλημα της
διαίρεσης και του σχίσματος».[28]
«Δεν
έχει σημασία για τον Θεό η τήρηση του καιρού».[29]
Η διακήρυξη των τριών επισκόπων
«χωλαίνει και από τα δύο πόδια», γιατί σχισματικός καθίσταται κανείς με δύο
τρόπους. Πρώτον, αν εφαρμόζει ανυποχώρητα
κάτι που απαγορεύεται από τους Ιερούς Κανόνες, οπότε η Εκκλησία (ή και
οι άλλες Εκκλησίες) τον χαρακτηρίζουν ως σχισματικό και δεύτερον, αν ο ίδιος
αποσχίζεται για κάποιους λόγους από την Εκκλησία από την οποία μέχρι πρότινος
βρίσκονταν σε κοινωνία. Τι από τα παραπάνω συνέβη το 1924; Τίποτα. Ούτε η
Εκκλησία της Ελλάδος με την ημερολογιακή μεταβολή δήλωσε ότι αποσχίζεται, ούτε οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες την
θεώρησαν ως αποσχισθείσα. Αφού λοιπόν οι άλλες Τοπικές Εκκλησίες της
Ορθοδοξίας δεν θεώρησαν την Ελληνική και το Πατριαρχείο ως σχισματικό –μιά που
η μονομερής αυτή πράξη τους δεν έθιγε το σωτηριολογικό δόγμα– με ποιο ιεροκανονικό
στήριγμα οι τρείς επίσκοποι έκριναν σχισματικές δύο Τοπικές Εκκλησίες; (την Ελλαδική
και του Πατριαρχείου Κπόλεως). Ποιος ιερός Κανόνας απαγορεύει την μεταβολή των
ημερολογίων; Κανείς. Και είδαμε εκτενώς στο κεφάλαιο 4, ότι ακόμα και ο κοινός
εορτασμός της ημέρας του Πάσχα δεν τηρούνταν επι τρείς αιώνες μετά την
Α΄Οικουμενική και καμία Εκκλησία δεν θεωρούσε κάποια άλλη σχισματική για αυτόν
τον λόγο.
Κάποιοι θα έπρεπε να ελέγξουν και να
εκτιμήσουν με μεγαλύτερη σοβαρότητα τα
παραδεδομένα από τον βίο των αγίων Πατέρων. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε από την σύνοδο της Δρυός που συστάθηκε και
αποφάσισε παράνομα εναντίον του. Πώς αντέδρασε ο ίδιος τη στιγμή που μάλιστα οι
οπαδοί του (Ιωαννίτες) είχαν στις
τάξεις τους και 40 επισκόπους;[30]
Αναθεμάτισε την τότε κρατούσα Εκκλησία; Την ονόμασε Σχισματική; Διακήρυξε
ακυρότητα των Μυστηρίων της; Όχι, άλλα απευθύνθηκε στον Πάπα Ιννοκέντιο και
στους επιφανείς επισκόπους της Δύσης Βενέριο Μιλάνου και Χρωμάτιο Ακυληίας,
ζητώντας τους να συγκαλέσουν Σύνοδο που θα δικάσει νόμιμα την υπόθεση του. Και
μάλιστα εκείνη την περίοδο η Ρώμη δεν είχε κοινό εορτασμό του Πάσχα με την
Ανατολή αφού αυτός επιτεύχθηκε το 444 μ.Χ. επι Πάπα Λέοντος Α΄και μάλιστα μόνο
μέχρι τον θάνατο του δηλαδή για 17 χρόνια.
Ο Μ. Αθανάσιος όχι μόνο κοινωνούσε με
την Δύση αλλά όταν διώχθηκε και καθαιρέθηκε από την σύνοδο της Τύρου το 336, αλλά πήγε στη Γαλλία,(Τρέβη)
και έζησε εκεί επιδιώκοντας να ασκήσει έφεση στην καταδίκη του. Το 352 πήγε στη
Ρώμη μετά από πρόσκληση του Πάπα Λιβέριου πάλι για να εξεταστεί η υπόθεση του.[31] Σε
αυτές τις περιόδους Δύση και Ανατολή είχαν διαφορετικό Πασχάλιο εορτασμό και
φυσικά και το υπόλοιπο εορτολόγιο.
Είναι φανερό ότι σε ανάλογες περιπτώσεις οι άγιοι μας δεν έφτιαχναν τις
δικές τους εκκλησίες, συνόδους και επισκόπους διακόπτοντας της εκκλησιαστική
κοινωνία, αναθεματίζοντας ή διακηρύσσοντας ακυρότητα Μυστηρίων άλλα επεδίωκαν
την διόρθωση και θεραπεία των προβλημάτων από τις άλλες Τοπικές εκκλησίες.
Το 1937 ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος κάνει μια
δήλωση με την οποία επιχειρεί να διορθώσει την διακήρυξη των τριών επισκόπων με
την οποία δήλωναν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έγινε σχισματική, ερμηνεύοντας
ότι δεν εννοούσαν ότι όλη η Εκκλησία έγινε σχισματική, άλλα μόνο ο
αρχιεπίσκοπος και η Ιεραρχία που υπέγραψαν την καινοτομία. Επιπροσθέτως
ανακάλεσε αυτό στο οποίο προέβησαν οι τρείς επίσκοποι δύο χρόνια πρίν λέγοντας
ότι: «το
δικαίωμα τούτο, ήτοι του ιδρύειν και καταλύειν μίαν Εκκλησίαν» ανήκει μόνο στην
Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, «ης την έγκυρον γνώμην και
τελεσίδικον απόφασιν διερμηνεύει η Οικουμενική και Πανορθόδοξος Σύνοδος...
Τούτων ούτως εχόντων προτεσταντίζει η λατινίζει πας η πάσα επί μέρους Εκκλησία
όταν οικειοποιείται η σφετερίζεται το δικαίωμα της πανορθοδόξου συνόδου και
προβαίνει δια μίαν αντικανονικήν απόφασιν της
Συνόδου μιας Εκκλησίας (την ημερολογιακή εν προκειμένω μεταρρύθμισι)
εις την κήρυξιν αυτής ως σχισματικής» [32]
Ο πρώην Φλωρίνης έκανε
και μια μεγάλη στροφή στο κατά πόσον η ημερολογιακή καινοτομία έθιγε τα δόγματα
της πίστεως. Έτσι με νέα του τοποθέτηση η διόρθωση ήταν μία πλάνη «μη
αφορώσα απ ευθείας δόγμα πίστεως,
αλλ΄ αναφερομένη εις αντικανονικότητας
και παρατυπίας Εκκλησιαστικάς ιασίμους κατά τον Μ. Βασίλειον», δηλαδή στο «Τυπικόν
και Διοικητικόν μέρος της Εκκλησίας»[33].
Συνεπώς οι τότε Γ.Ο.Χ. έκαναν μια
σημαντική στροφή αντιτασσόμενοι πλέον όχι σε μια σχισματική Εκκλησία άλλα
απλώς «σέ μίαν αντικανονικήν της Συνόδου απόφασιν» καί «διατελούν εν
ακοινωνησίᾳ πρός την καινοτομήσασαν Ιεραρχίαν... προσωρινώς διά λόγους
κανονικούς» καί όχι δογματικούς.[34]
Οι Γ.Ο.Χ. προς υπεράσπιση τους
αναφέρουν την δήλωση του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου (τότε αρχιμανδρίτη) σε ειδική
συνοδική επιτροπή που έλεγε ότι: «Η Εκκλησία
της Ελλάδος δεν δύναται να χωρισθή των λοιπών Εκκλησιών και να αποδεχτεί νέον
ημερολόγιον χωρίς να καταστή σχισματική απέναντι των άλλων».[35] Η δήλωση αυτή όμως δεν την εκλαμβάνουμε καθόλου ως
αξιόλογη και είναι αδιάφορη, ισχνότατη και παντελώς άχρηστη εξ αιτίας του ότι
την τεκμηρίωση που επιζητούμε για την αντιμετώπιση του προβλήματος δεν την
αναζητούμε σε δηλώσεις του κάθε αρχιμανδρίτη και μάλιστα του ενόχου, άλλα στην
διδασκαλία των αγίων Πατέρων, των Συνόδων και το βίωμα της Εκκλησίας. Στο consensus Patrum.
4. Η αθέτηση των παραδόσεων[36]
Οι Ζηλωτές του πατρίου
ισχυρίζονται ότι: «Το Ιουλιανόν συνδεθέν
μετά του Πασχαλίου και μετά του κύκλου πασών των εορτών κινητών και ακινήτων
επί 1622 έτη εθεωρήθη ως ιερά παράδοσις...»[37] Όμως, άλλοι παλαιοημερολογίτες δη-λώνουν ότι το εορτολόγιο των «πρώτων χρόνων» ήταν «ακαθόριστον».[38] Άρα,
πώς το εορτολόγιο μπορεί να είναι
και «ακαθόριστον» και «ιερά παράδοσις» συγχρόνως; Αντιθέτως, η τότε Εκκλησία της Ελλάδος τους
κατηγόρησε ότι «ανήγαγον εις δόγμα πίστεως το
ημερολόγιον και περιέπεσαν εις την πλάνην της λατρείας του χρόνου “μη νοούντες μήτε α λέγουσι μήτε περί τίνων διαβεβαιούνται” (Τιμ. Α΄ 1.
7) θεωρούντες ως θρησκευτικήν
παράδοσιν την διαφοράν των 13 ημερών».[39]
Στην Εκκλησία υπάρχουν «παραδόσεις
και παραδόσεις, παραδόσεις άθικτοι, ιεραί, θείαι, αμετάβλητοι, αμετακίνητοι,
άθικτοι και παραδόσεις τοπικαί, τυπικαί, ουδεμίαν προς τας πρώτας σχέσιν
έχουσαι, μεταβληταί, ρευσταί, αδιάφοροι, άσχετοι προς την πίστιν, εις ουδένα
υποκείμεναι Κανόνα, ουδέ κολάζουσαι τους παραβάτες και αθετητάς».[40]
Πώς ο Μ. Βα-σίλειος
περιέκοψε κατά 2 ώρες την Θ. Λειτουργία του αγίου Ιακώβου; Πώς ο ιερός
Χρυσόστομος έφτιαξε δική του Θ. Λειτουργία; Πώς καταργήθηκαν οι τάξεις των
μετανοούντων, των προσκλαιόντων, των κατηχουμένων και πώς έγιναν τοσες άλλες
αλλαγές; Έγιναν Πανορθόδοξες Σύνοδοι για όλα αυτές τις αλλαγές;
Οι Ζηλωτές λοιπόν, εξέλαβαν το Ιουλιανό ως ιερά πα-ράδοση
λόγω του ότι πάνω σε αυτό «τοποθετήθηκαν» οι εκκλησιαστικές εορτές. Όμως το
Ιουλιανό ημερολόγιο δεν είναι μια
σταθερή βάση. Η μεταβλητότητα είναι στη φύση όλων των ημερολογίων, μια που τα
ημερολόγια έχουν βάση αστρονομική κι όχι δογματική (αμετάβλητη). Συνεπώς η
μεταβλητότητα του εορτολογίου –άλλα, κατά συνέπεια, και των ημερών των
νηστειών– ήταν ένα χαρακτηριστικό που φυσικά είχαν υπόψιν οι Πατέρες της
Α΄Οικουμενικής, αφού παρέπεμψαν την εύρεση της ημέρας εορτασμού του Πάσχα στους
αστρονόμους και δεν την αποφάσισαν οι ίδιοι για να λήξει έτσι οριστικά το
ζήτημα. Οι ίδιοι ήξεραν ότι, το πότε θα είναι ισημερία και πανσέληνος σε κάθε
μελλοντική χρονιά, καθορίζεται με μαθηματικούς και αστρονομικούς υπολογισμούς.
Η ανθρώπινη αγιότητα δεν είναι πανσοφία! Οι φυσικοί κανόνες και οι νόμοι, με
τους οποίους ο Θεός οργά-νωσε να λειτουργεί το σύμπαν, ανακαλύπτονται δια της
επιστήμης κι όχι δια της θεολογίας των αγίων Συνόδων.
Παράδοση της Εκκλησίας π.χ. είναι το να εορτάζεται
η εορτή του αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου, αλλά δεν αποτελεί Παράδοση το πότε είναι η 26η Οκτωβρίου. Το πρώ-το το καθορίζει η Εκκλησία, το δεύτερο
η Αστρονομία. Πα-ράδοση είναι να εορτάζεται το Πάσχα την 1η
Κυριακή, μετά την 1η εαρινή πανσέληνο και πάντοτε μετά το Ιουδαϊκό
πάσχα. Το πότε είναι όμως η εαρινή
πανσέληνος δεν είναι παράδοση της Εκκλησίας, ούτε την καθορίζει η
Εκκλησία, αλλά η Αστρονομία.
Α.
Η παράβαση της απόφαση της Α΄ Οικ. Συνόδου από το Ιουλιανό.
Και όμως το «άγιο» Ιουλιανό παραβιάζει τον Πασχάλιο
Κανόνα της Α΄Οικουμενικής. Κάτι τέτοιο βλέπουμε για παράδειγμα το 2013, όπου το
Πάσχα εορτάστηκε την 2η Κυριακή μετά τη 2η εαρινή
πανσέληνο (και όχι την 1η Κυριακή μετά την 1η εαρινή
πανσέληνο), κατά παράβαση της απόφασης.
Έτσι: Η εαρινή ισημερία του 2013 έλαβε χώρα στις 20 Μαρτίου (με το διορθωμένο
Ιουλιανό ημερολόγιο), στις 13.02 ώρα Ελλάδος[41].
Η 1η πανσέληνος έλαβε χώρα στις 27 Μαρτίου, στις 11.51 ώρα Ελλάδος,
(οπότε εορτάζεται το Ιουδαϊκό πάσχα και συγκεκριμένα από το βράδυ της 26ης
Μαρτίου, κατά το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος). Η 1η
Κυριακή μετά την 1η εαρινή πανσέληνο έλαβε χώρα την Κυριακή 31
Μαρτίου. Σύμφωνα λοιπόν με την από-φαση της Α΄ Συνόδου, αυτή την Κυριακή θα
πρέπει να εορτάζεται το χριστιανικό Πάσχα. Πλην όμως αυτό εορτάστη-κε την Κυριακή
5 Μαϊου! Γιατί όμως; Διότι, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο, η εαρινή
ισημερία επισυμβαίνει στις 3 Απριλίου, η 1η πανσέληνος στις 30
Απριλίου και όχι στις 25 Απριλίου, όπως είναι στην πραγματικότητα, γιατί, όπως
στην ισημερία, υπάρχει υστέρηση 13
ημερών, έτσι και στις πανσελήνους υπάρχει υστέρηση 5 ημερών. Με όλες όμως αυτές
τις αλχημείες καταστρατηγήθηκε η
απόφαση της Συνόδου και έτσι το χριστιανικό Πάσχα εορτάστηκε τη 2η
Κυριακή, μετά τη 2η εαρινή πανσέληνο.
Ακόμα και στην
Παλαιά Διαθήκη, η εορτολογική ακρίβεια δεν είναι ένας ανελαστικός νόμος όπως
τον βλέπουν οι παλαιοημερολογίτες. Λέει ο Μωσαϊκός νόμος: «Όσοι για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορείτε να
εορτάσετε το πάσχα στις τόσες του μηνός, θα το εορτάσετε την ίδια μέρα του επομένου μηνός».[42] Και
μια φορά επί προφήτου Εζεκίου και Ησαΐου επειδή δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν
τις προετοιμασίες για τον εορτασμό, τον ανέβαλαν για την ίδια μερα του
επομένου μηνός για όλο το έθνος[43]
και κανείς δεν είχε αντίρρηση ως παράβαση κάποιας θεόσδοτης εντολής.
Β.
Αθέτηση της παράδοσης για την χρονολόγηση.
Η Εκκλησία μέχρι
την Πενθέκτη Οικουμενική δεν εί-χε επίσημα καθορίσει σημείον αναφοράς, ως αρχής
χρονολόγησης της ζωής στη γή. Στην Α΄ Οικουμενική βλέπουμε να ισχύει η χρονολόγηση από Μ. Αλεξάνδρου. Έτσι, για πρώτη φορά στον γ΄ κανόνα της
Πενθέκτης βρίσκουμε αρίθμηση από Κτίσεως
Κόσμου ως έτος 6199 (και όχι από Χριστού γεννήσεως) (691 μ.Χ.), θέτουσα
έτσι, ως έτος κτίσεως του κόσμου, το έτος 5508 π.Χ. Η αρίθμηση αυτή από
Κτίσεως Κόσμου διήρκεσε επί 1000 περίπου χρόνια, στην Ανατολή, μέχρις ότου, το
Πατριαρχείο ΚΠόλεως το άλλαξε (αλλάζοντας τον προσδιορισμό χρονολόγησης από
Κτίσεως Κόσμου σε χρονολόγηση από Χριστού γεννήσεως) με τον Κύριλλο Α΄ Λούκαρη.
Το ερώτημα είναι αν μια Πατριαρχική Σύνοδος μπορεί να αλλάξει την χρονολόγηση,
που υπάρχει σε Κανόνα μιας Οικουμενικής Συνόδου. Μετά το τέλος της Πενθέκτης
Οικουμενικής (αρχές 8ου αι.), πολλοί λόγιοι χριστιανοί άρχισαν να
συντάσσουν Πίνακες, που εμφάνιζαν κάθε έτος από Κτίσεως Κόσμου και την ημέρα ή
την ημερομηνία των κινητών εορτών, που συνδέονται με την εορτή του Πάσχα. Κάθε
τέτοιος Πίνακας ονομάσθηκε Πασχάλιος.
Σε κάθε Πασχάλιο Πίνακα, μετά την
αναγραφή του έτους από Κτίσεως Κόσμου, σημειώνεται το Κανόνιο του Πάσχα, δηλ.
οι Ινδικτιώνες, οι κύκλοι Ηλίου, Σελήνης και το θεμέλιο αυτής. Το έτος αρχίζει
την 1η Σεπτεμβρίου και αναγράφεται ευθύς αμέσως η παραμονή των
Χριστουγέννων, ο αριθμός ημερών κρεωφαγίας, η ημερομηνία έναρξης του Τριωδίου, και
η Κυριακή της Απόκρεω. Ακολουθεί η ημερομηνία του Ευαγγελισμού, το Νομικό
πάσχα και ακολούθως το χριστιανικό Πάσχα και η νηστεία των αγίων Αποστόλων.
Αργότερα (δηλ. μετά το 1582) προστέθηκε η ημερομηνία του Πάσχα των Λατίνων, η
Ανάληψη, η Πεντηκοστή, η εορτή των αγίων Πάντων και ακόμη αργότερα προστέθηκε η
ημέρα μνήμης των αγίων Αποστόλων. Για τη σύνταξη του Πασχαλίου χρησιμοποιήθηκε
αρχικά η Μετώνεια επακτή (365.26315
ημέρες ανα έτος), η οποία αργότερα διορθώθηκε (με την πιο ακριβή Καλλίπεια επακτή) (365.25 ημέρες άνα
έτος), όπως επίσης διορθώθηκε (μετά το 1628, επί Πατρι-αρχίας Κύριλλου Α΄
Λούκαρη) η μέτρηση από Κτίσεως Κό-σμου, σε μέτρηση από Χριστού γεννήσεως.[44]
Τα γράφω αυτά για να πώ ότι όλες αυτές οι προσθήκες και οι διορθώ-σεις έγιναν χωρίς
συνοδική Πανορθόδοξη απόφαση, αλ-λά με συνεννοήσεις μεταξύ των Εκκλησιών.
Γ.
Περι της μη τήρησης ταυτόχρονου εορτασμού των εορτών και νηστειών.
Οι Ζηλωτές
υποστηρίζουν ότι η αθέτηση του Ιουλιανού ημερολογίου οδήγησε στο να μην
εορτάζουν ταυτόχρονα όλες οι Εκκλησίες μία και την αυτή εορτή και να μη
επικρατεί η αυτή τάξη ως προς τις νηστείες.[45]
Ισχυρίζονται επίσης ότι «ο
κοινός εορτασμός των χριστιανικών εορτών είναι παράδοσις» και ως εκ τούτου
όσοι ακολούθησαν το νέο ημερολόγιο-εορτολόγιο «βρίσκονται κάτω από τα φρικτά
αναθέματα της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου»[46]
που αναθεματιζει όσους αθετούν τις ιερές παραδόσεις. Με βάση τα παραπάνω
αποτελεί επιβεβλημμένη για αυτούς αιτία η απόσχιση τους.[47] Απέδειξαν έτσι ότι αγνοούν δραματικά την θέση
του ιερού Χρυσοστόμου που λέει: «Ούτε
και η Εκκλησία αναγνώριζε την υποχρεωτική και ακριβή τήρηση των καιρών.
Άλλα επειδή από την αρχή φάνηκε καλό στους Πατέρες που ήταν διασκορπισμένοι
παντού να συνέλθουν και να ορίσουν την ημέρα αυτή [εννοεί του Πάσχα], η
Εκκλησία τιμώντας πάντοτε την συμφωνία αποδέχτηκε την απόφαση… Γιατί δεν
αποτελεί έγκλημα να νηστεύουμε αυτή ή την άλλη περίοδο, αλλά έγκλημα –και
μάλιστα συγχώρητο και άξιο καταδίκης και προδοσία μεγάλης τιμωρίας– είναι η
διαίρεση της Εκκλησίας, ο διαπληκτισμός, η διασπορά της διχόνοιας…»[48]
Αφού αποδείχθηκε, ότι επι 7 αιώνες στην Εκκλησία δεν είχε
επιτευχθεί η τήρηση του κοινού εορτασμού της ημέρας του Πάσχα, χωρίς να θέσουν
οι άγιοι Πατέρες και οι άγιες Σύνοδοι ζήτημα διάσπασης της ενότητας της «Μίας Αγίας και Καθολικής Εκκλησίας», αναρωτιέται
κανείς, πώς μπορεί να στηριχθεί η
ίδια κατηγορία εναντίον κάποιου ημερολογίου εξ αιτίας του μη κοινού εορτασμού
των υπολοίπων εορτών του εορτολογίου. Ο κοινός εορτασμός ήταν πάντα στόχος,
άλλα όταν δεν ελάμβανε χώρα δεν έπαυε η ενότητα στην Εκκλησία, ούτε ποτέ
προκάλεσε κανείς αυτό που προκάλεσαν οι παλαιοημερολογίτες.
Τα Χριστούγεννα εορτάζονταν σε διαφορετικές ημερομηνίες
από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες επί δύο και πλέον αιώνες. Στη Ρώμη η εορτή εισήχθη περί το 335 μ.Χ.[49]
Στις Εκκλησίες Κωνσταντινούπολης το 380, και της Αντιόχειας εισήχθη γύρω στο
400 μ.Χ. Στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας περι το 450 μ.Χ. και στην Εκκλησία των
Ιεροσολύμων γύρω στον 6ο αιώνα,[50]
η οποία μάλιστα «ηρνείτο να συμμορφωθή
προς την απόφασιν των άλλων Εκκλησιών».[51]
Γενικά, όλες οι άλλες εορτές καθορίσθηκαν με αποφάσεις των κατά τοπους
Εκκλησιών. Η εορτή της αρχής του εκκλησιαστικού έτους (αρχή της Ινδίκτου), από
την 1η Ιανουαρίου ως το 325, μετατοπίσθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου και
αργότερα στις 1 Σεπτεμβρίου. Η εορτή του Ιω. Χρυσόστομου μετατοπίσθηκε από τις
14 Σεπτεμβρίου, στις 13 Νοεμβρίου. Η εορτή της Περιτομής του Χριστού εισήχθη
στην Ανατολή τον 6ο αι. ενώ στη Δύση τον 7ο αι.
Η γιορτή της
Μεταμορφώσεως του Σωτήρος εισήχθη στην Ανατολή μεταξύ του 5ου και 7ου
αιώνα, ενώ στη Δύση μετα από αιώνες.[52]
Η γιορτή των Αγίων Πάντων εισήχθη στην Ανατολή κατά τον 4ο αιώνα,
ενώ στη Δύση κατά το 610 μ.Χ.[53] Μέχρι τον 7ο αιώνα γιορτάζονταν
στην Ανατολή η γιορτή των αγίων Αποστόλων στις 28 Δεκεμβρίου, ενώ στην Δύση
στις 29 Ιουνίου.[54] Η
Εκκλησία Ιεροσολύμων απέδιδε την γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 22 Αυγούστου,
ενώ η Μονή Στουδίου την τέταρτη ημέρα της Κοιμήσεως δηλ. την 18η
Αυγούστου. Στις άλλες περιώνυμες Μονές της Κωνσταντινουπόλεως η απόδοση γινόταν
στις 23 Αυγούστου, ενώ στο Άγιο Όρος στις 28 Αυγούστου.[55]
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών στην ΚΠολη και
τα Μοναστήρια εορταζόταν στις 30 Ιανουαρίου αλλά στα Ιεροσόλυμα κρατώντας αρχαία παράδοση την τελούσαν στις
23 Αυγούστου.[56]
Η εορτή της Υπαπαντής εορταζόταν αρχικά τον 5ο αι. στη Δύση, στις
αρχές Φεβρουαρίου, ενώ στην Ανα-τολή καθιερώθηκε στις αρχές του 6ου
αι. στην ΚΠολη από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Α΄, στις 2 Φεβρουαρίου, ενώ καθιερώθηκε
σ’ όλη την αυτοκρατορία από τον Ιουστινιανό Α΄, στις 14 Φεβρουαρίου και
αργότερα επανήλθε στις 2 Φεβρουαρίου και μετετράπη από Δεσποτική εορτή (όπως
το επι-τάσσει η θεολογία και η υμνολογία της) σε Θεομητορική.[57]
Δεν θέλω να κουράσω αναφέροντας διαφοροποιήσεις
μεταξύ των αρχαίων Τυπικών όπου η
κατάσταση νηστειών και εορτών πολύ συχνά δεν είναι ταυτόσημη. Πώς λοιπόν
οι άγιοι μας και οι Σύνοδοι δεν ανακάλυψαν πουθενά την «μεγάλη προδοσία» που
ανακάλυψαν οι παλαιοημερολογίτες το 1924; Και πώς όλες
αυτές οι μεταβολές, έγιναν χωρίς αποφάσεις Οικουμενικής ή Τοπικής
Συνόδου, παρά μόνο με συνεννοήσεις μεταξύ των Εκκλησιών;
Δ. Διαφοροποίηση των
Εκκλησιών στις νηστείες.
Ποτέ οι διαφοροποιήσεις
στις νηστείες δεν αποτέλεσαν λόγο ώστε να προκύψει σχίσμα και ρήξη ανάμεσα
στις Εκκλησίες. Φυσικά ήταν πάντα ζητούμενο να υπάρχει συντονισμός και ταύτιση
χρόνων και τρόπων στις νηστείες αλλά όταν δεν
υπήρχε αυτή, η μία Εκκλησία δεν αναθεμάτιζε την άλλη ως σχισματική και άμοιρη
Μυστηρίων! Κάτι που επισημαίνει και ο Σωζομενός από τον 4ο ακόμα
αιώνα: «ού γάρ δη τας αυτάς παραδόσεις περί πάντα ομοίας, κάν ομό-δοξοι
είεν, εν πάσαις ταις Εκκλησίαις ευρείν έστιν [αν και όλες οι Εκκλησίες
είναι ομόδοξες, δεν βρίσκουμε παντού τις ίδιες παραδόσεις]».[58]
Μεγάλη διαφοροποίηση
υπάρχει ως προς την τήρηση των νηστειών της Τεσσαρακοστής τους πρώτους αιώνες
γιατί αυτή η νηστεία: «δε ήταν ακόμα από όλους η ίδια, ούτε κατά τον χρόνο,
ούτε κατά τον τρόπο, γιατι άλλοι νήστευαν μόνο 3 εβδομάδες, άλλοι 7, άλλοι 6,
και άλλοι απέχαν από όλα τα κρέατα, άλλοι έτρωγαν ψάρια, άλλοι και πτηνά, άλλοι
και από ακρόδρυα, άλλοι κι από αυγά. Άλλοι έτρωγαν μόνο ξερό άρτο, άλλοι αφού
νήστευαν μέχρι την 9η ώρα μετά έτρωγαν διάφορα».[59] «Και
γάρ οι της αυτής πίστεως όντες, διαφωνούσι περι τα έθη προς εαυτούς[κι ενώ
αυτοί ήταν της ίδιας πίστεως, διαφωνούσαν για τα έθιμα μεταξύ τους]»,
γράφει ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός.[60]
Τον 8ο αιώνα
εμφανίζονται ασυμφωνίες περι των νηστειών κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό.[61] Οι
νηστείες των Χρι-στουγέννων, των αγίων Αποστόλων και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
εμφανίζονται αρχικά στους Μοναχούς τον 6ο αιώνα. Αργότερα
εξαπλώθηκαν στους λαϊκούς. Όμως μέχρι τον 12ο αιώνα ήταν
αμφισβητούμενες για το αν έπρεπε να τηρούνται μόνο από τους Μοναχούς ή και τους
λαϊκούς. Στα τέλη του 6ου αι., ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης αναφέρει
ότι πολλοί Αρχιερείς δίδασκαν λανθασμένα τόσο για τον αριθμό των νηστειών του
έτους, όσο και για τον αριθμό των ημερών της κάθε νηστείας.[62]
Και τον 11ο και 12ο αιώνα πάλι εμφανίζονται
διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους Ορθοδόξους ως προς την τήρηση της νηστείας του
δεκαπενταύγουστου. Για το ίδιο ζήτημα εμφανίζονται διαφοροποιήσεις στα
συγγράμματα του Αναστασίου Καισαρείας και αγίου Νίκωνος,[63]
ο οποίος μάλιστα θεωρεί ότι και η νηστεία της Δευτέρας –εκτός από αυτήν της
Τετάρτης και Παρασκευής– είναι υποχρεωτική.[64]
Επίσης η ερώτηση του πατριάρχη Αλεξανδρείας Μάρκου στον κανονολόγο Θεόδωρο
Βαλσαμώνα τον 12ο αι. αναφέρει ότι πολλοί μόνο την Μεγάλη
Τεσσαρακοστή νηστεύουν, και τις άλλες νηστείες ούτε τις λογαριάζουν, σα να μην
υπάρχουν, «τας δε λοιπάς ού μόνον παραχαράττοντας αλλά και ως μηδέν ούσας
λογιζόμενους σχεδόν».[65]
Σύμφωνα με τις
Αποστολικές Διατάξεις[66] η
νηστεία των αγίων Αποστόλων άρχιζε μία εβδομάδα μετά την Πεντηκοστή και
κράταγε 3 μήνες! Φυσικά αυτή η διάρκεια έχει αλλάξει. Αυτές όμως οι μεγάλες
διαφοροποιήσεις στις νηστείες πόσα «δίκαια» και «αγανακτισμένα» σχίσματα δημιούργησαν;
Κανένα! Πώς ανέχτηκαν οι άγιοι και οι Σύνοδοι και όλη η Εκκλησία «άλλοι να
νηστεύουν κι άλλοι να τρώνε» και μόνο το 1924 είδαν προδοσία των ιερών
παραδόσεων; Διαφορές εμφάνιζε στις νηστείες και η Δυτική Εκκλησία όπως
σημειώνει ο Μ.Φώτιος.[67]
Είναι συγκλονιστική η δήλωση του Μ.
Φωτίου:
«Παρά τας των λειτουργικών ετερότητας , τας
εν ταις ευχαίς, τας ταις επικλήσεσι, τας εν τάξει και ακολουθία, τας εν του
χρόνου μήνει και τη βραχύτητι, τας εν πλήθει και ολιγότητι…ώ του θαύματος! Ο
κοινός άρτος εις σώμα Χριστού μεταβάλλεται, και ο κοινός οίνος αίμα χρηματίζει [γίνεται]».[68]
Λειτουργική αταξία όμως υπάρχει και στο
παλαιό ημερολόγιο, σύμφωνα με το οποίο
είναι δυνατό να συμβεί ο εορτασμός της Υπαπαντής μαζί με την Καθαρά Δευτέρα ή
άλλη μέρα της Σαρακοστής. Μία ημέρα δηλαδή χαρμόσυνη Δεσποτικής εορτής, να
εορταστεί ταυτόχρονα με μία μέρα πένθους και νηστείας που μας εισαγάγει η Καθαρά
Δευτέρα. Με το παλαιό ημερολόγιο επίσης μπορεί να τύχει η γιορτή του
Ευαγγελισμού να εορταστεί τη Μεγάλη Εβδομάδα, και να πρέπει να ψάλουμε
ταυτόχρονα χαρμόσυνους ύμνους μαζί με πένθημους. «Σήμερον κρεμάται επι ξύλου…» και «Σήμερον χαράς ευαγγέλια…»! Αυτά όμως ποτέ δεν μπορούν να συμβούν με
το «διορθωμένο Γρηγοριανό» των
Νεοημερολογιτών!
Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης ανα-φέρεται στον 56ο
και 19ο Κανόνα της Πενθέκτης
και Γάγγρας Συνόδου, λέγοντας ότι αυτοί οι κανόνες «Ρητώς παραγγέλουσι επι ποινή καθαιρέσεως, αφορισμού και αναθέματος,
όπως επικρατεί η αυτή τάξις εις όλας τας εκκλησίας, ίνα εορτάζουσι και
νηστεύουσι ομού [εν τω αυτώ τόπω, μαζί, συγχρόνως, εν συνόλω[69]]
τας ιδίας ημέρας».[70] Η ερμηνεία του αυτή όμως δεν φαίνεται να
βρίσκει σύμφωνους τους Πατέρες και τις Συνόδους των αιώνων που περιγράψαμε στα
ανωτέρω. Δεν επιχείρησε να ερμηνεύσει το
ζήτημα με την θέση των Πατέρων, αλλα με την δική του γνώμη. Γιατί αν αναζητούσε
την ερμηνεία των Πατέρων θα μάθαινε από τον ιερό Χρυσόστομο ότι: «Ο
Χριστός όχι μόνο δεν διέταξε να φυλάσσουμε ορισμένες ημέρες, άλλα και μας
απάλλαξε από την υποχρέωση αυτή».[71]
Οι νηστείες κατά τον ιερό Χρυσόστομο δεν γίνονται για την επικείμενη εορτή άλλα
για τις αμαρτίες μας. Νηστεύουμε για να προετοιμαστούμε για το κάθε Πάσχα που
συμβαίνει σε κάθε Θ.Λειτουργία. Η πρέπουσα προσέλευση μας στην Θεία Ευχαριστία
δεν εξαρτάται από την τήρηση των καιρών αλλά από την καθαρή συνείδηση. Συνάρτηση
της κάθαρσης της συνειδήσεως δεν αποτελεί ο καιρός και ο χρόνος των νηστειών
άλλα η νηστεία αυτή καθ΄εαυτή, η μετάνοια, η ελεημοσύνη, το πένθος, οι
προσευχές, τα δάκρυα, η εξομολόγηση.[72] «Ο Θεός αδιαφορεί για την φύλαξη ορισμένων
ημερών… Κανείς δεν τιμωρήθηκε, ούτε αποκλείστηκε από τον παράδεισο επειδή
ετέλεσε Πάσχα αυτόν ή τον άλλον μήνα».[73]
Και άλλού ο άγιος μας λέει: «Το να διαφωνούμε στο χρόνο της νηστείας και
να λέμε, τώρα ή ύστερα νηστεύουμε, δεν είναι έγκλημα».[74]
Και αλλού: «Ο χριστιανός δεν πρέπει να γιορτάζει σύμφωνα με τους μήνες ή τις
νουμηνίες ή τις Κυριακές, αλλά
σε όλη του τη ζωή πρέπει να ζεί με την πρέπουσα γιορτή. Αν έχεις καθαρή
συνείδηση, έχεις πάντοτε γιορτή».[75]
Άρα λοιπόν και δια του Χρυσορρήμονος ο
πρώην Φλωρίνης και οι παλαιοημερολογίτες σφάλλουν οικτρά.
Επιπλέον όμως, αυτοί οι Κανόνες άλλα λένε από αυτά
που δηλώνει ο πρώην Φλωρίνης.
Ο 56ος της Πενθέκτης λέει: «Επίσης μάθαμε ότι στη χώρα των Αρμενίων και
σε άλλους τόπους,τα Σάββατα και τις Κυριακές τις αγίας Τεσσαρακοστής, μερικοί
τρώνε αυγά και τυρί. Αποφασίστηκε λοιπόν και αυτό, σε όλη την του Θεού εκκλησία
ανα την οικουμένη, μία τάξη [κοινή]
να ακολουθήται στην επιτέλεση της νηστείας, και να απέχετε όπως από όλα τα
κρέατα, έτσι κι από τα αυγά και το τυρί. Άν δε,[αυτό] δεν το τηρούν κάποιοι, αν είναι κληρικοί να καθαιρεθούν, αν είναι
λαϊκοί να αφοριστούν».
Είναι φανερό ότι η κοινή «τάξη»στην οποία αναφέρεται
ο κανόνας μιλά για το τι δεν πρέπει να
τρώνε ΟΣΟΙ νηστεύουν τα Σάββατα και τις Κυριακές τις Σαρακοστής και δεν
αναφέρεται στον χρόνο επιτέλεσης της νηστείας. Με άλλα λόγια λέει, αυτοί που
νηστεύουν τα Σάββατα και τις Κυριακές τις Σαρακοστής να μη τρώνε αυγά και τυρί.
Μιλάει ο Κανόνας για τον τρόπο της
νηστείας αυτών που νηστεύουν σε εκείνες τις μέρες. Οι τρώγοντες αυγά και τυρι
καθαιρούνται και αναθεματίζονται.
Ο δε 19ος της Γάγγρας απλά λέει: Όποιος
δεν νηστεύει στις παραδεδομένες υπο της εκκλησίας νηστείες χωρίς σωματική
ανάγκη να είναι αναθεματισμένος.
Ο άγιος Νικόδημος
στην Ερμηνεία του στους δύο παραπάνω
Κανόνες πουθενά δεν κάνει νήξη ή υπονοεί κάτι περί του χρόνου των νηστειών,
αυτά δηλαδή που ο Χρ. Καβουρίδης διαπιστώνει και οι παλαιοημερολογίτες διακηρύσσουν.
Γράφει ο π. Θεοδώρητος Μαύρος: «Όταν στην Ευρώπη ακούς τις καμπάνες της
Ελληνικής Εκκλησίας να καλούν τους πιστούς,
οι καμπάνες τις Ρωσικής [επειδή έχουν το παλαιό ημερολόγιο] παραμένουν βουβές. Και τότε διερωτάται
κανείς είναι οι δύο εκκλησίες Ορθόδοξες;».[76]
Ας μου επιτραπεί να αναρωτηθώ κι εγώ. Όταν στην
Πτολεμαΐδα ο ναός των παλαιοημερολογιτών στη μια ενορία χτυπάει την καμπάνα
για αγρυπνία, οι πιστοί θα κοινωνήσουν και μετά θα καταλύσουν στα σπίτια τους,
ενώ η καμπάνα του άλλου παλαιοημερολογίτικου ναού μένει βουβή και οι πιστοί
αυτής της ενορίας κοιμούνται νηστικοί
για να πάνε στην εκκλησία όταν ξημερώσει και να κοινωνήσουν έχουμε
ταυτόχρονο εορτασμό και νηστεία; Στον έναν ναό έχουν πεί το «Δι΄ ευχών...» και
τρώνε κρέας και στον άλλον ακόμα δεν είπαν το «Ευλογημένη η Βασιλεία...» και
νηστεύουν. Πρόκειται για διαφορετικές εκκλησίες;
Στον Συναξαριστή μηνός Φεβρουαρίου[77],
στον Πρόλογο ο άγιος Νικόδημος ερμηνεύει τα λόγια των Συναξαριστών που λένε: «Τη αυτή ημέρα μνήμη του αγιού (τάδε)
τελείται η σύναξις αυτού εν τω Ναώ π.χ. του Τιμίου Προδρόμου». Ο άγιος
Νικόδημος μας εξηγεί ότι: «Ο άγιος του
οποί-ου είναι [αφορά] το συναξάριον της ημέρας, δεν εορτάζετο εις όλους τους
ναούς και εκκλησίες τας ευρισκομένας εις όλον τον κόσμον άλλα εγένετο εκείνου η
σύναξις ήτοι η συνάθροισις των χριστιανών και εορτή και λειτουργία εις
μερικούς μόνον ναούς και εκκλησίας».
Λέει ο άγιος Φώτιος: «Αι Εκκλησίαι του Χριστού υποχρεωτικώς
οφείλουσι τηρείν κυρίως τάς αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, ενώ κατά τά
άλλα, ώς εν τοις εθίμοις καί ετέραις διατάξεσι δύναται νά υπάρχη διαφορά άνευ
βλάβης της ενότητος της πίστεως».[78] Την ίδια στάση κρατά και η υπόλοιπη Εκκλησία που
δια στόματος του αγίου Ευλογίου Αλεξανδρείας λέει: «μέχρι
τούτου τα της οικονομίας ο ορθός λόγος ανέχεται,
μέχρις αν ουδέν καινοτομείται των της Εκκλησίας δογμάτων... ότε το δόγμα της ευσεβείας
ουδέν παραβλάπτεται». Στην εξωτερική, λειτουργική ζωή και λατρεία, στα
ήθη και έθιμα, καθώς και στις διοικητικές μορφές καί σχήματα της Εκκλησίας, «εν
οις ουκ έστι πίστις το αθετούμενον, ουδέ κοινού τε και καθολικού ψηφίσματος
έκπτωσις»[79], [δεν
αποτελεί πτώση], συνεπώς είναι ανεκτές και επιτρεπτές ορισμένες κατά τόπους
παραλλαγές και διαφοροποιήσεις. Μήπως η Ανατολική Εκκλησία δεν έδειχνε ανοχή
στην αναγκαστική αγαμία του κλήρου που επέβα-λαν οι Δυτικοί κατά παράβαση
διατάξεων της ΣΤ΄ Οικουμενικής;[80] Ή επίσης δεν έδειχναν ανοχή για την αντίληψη
των Λατίνων ότι μόνο οι επίσκοποι έχουν δικαίωμα να τελούν το μυστήριο του
χρίσματος;[81] Ή ακόμα το πολύ χειρότερο το οποίο ήταν η εφ΄άπαξ κατάδυση στο βάπτισμα
κι όχι η τριπλή;[82]
Η «ακρίβεια» του π. Θεοδωρήτου και των
άλλων παλαιοημερολογιτών είναι αμάρτυρη και αστήρικτη από τους αγίους μας και
συνεπώς αντιπατερική και δεν δικαιολογεί σχίσμα της Εκκλησίας ιδιαίτερα σε
καιρό αίρεσης. Όταν ο Μ. Φώτιος «ανεχόταν» τα έθιμα της Ρώμης παρά την «αντίφαση τους προς την καθιερωμένη παράδοση
και κανονική τάξη»[83],
χρειάζεται να έχει κανείς πολύ αυτοπεποίθεση ώστε να επιλέξει όχι μόνο αυστηρότερες θέσεις αλλά και να
υποστηρίξει ένα σχίσμα για παρόμοιους λόγους. Και είναι να απορεί κανείς γιατί
αυτή η «ακρίβεια» εμφανίστηκε μόνο για το εορτολόγιο κι όχι για το θέμα των
μικτών γάμων (δηλ. γάμος Ορθοδόξου με ετερόδοξο) που πρόσφατα (1850[84]-1878[85])
η Σύνοδος επέτρεψε για πρώτη φορά επίσημα, κατά παράβαση των ιερών Κανόνων.
Γιατί αυτό το σπουδαίο ζήτημα αγνοήθηκε από τους κατά τα άλλα ευαίσθητους;
Πόσο καινοφανή διδασκαλία έφεραν οι
παλαιοημε-ρολογίτες σε σχέση με αυτήν των αγίων Πατέρων! Λέει ο ιερός
Χρυσόστομος: «Αν προσέλθεις με καθαρή
συνείδηση κάνεις Πάσχα, όποτε κι αν κοινωνείς, είτε σήμερα, είτε αύριο, είτε
οποτεδήποτε. Διότι δεν έχει σχέση το
πνευματικό Πάσχα με εποχές και καιρούς, άλλα με την καθαρή συνείδηση κρίνεται
η συμμετοχή μας στη θεία Κοινωνία».[86]
Κι αν αυτά τα λέει για την εορτή των εορτών και την πανήγυρη των πανηγύρεων, σκεφτείτε
τι θα έλεγε για ένα σχίσμα που δημιουργήθηκε εξαιτίας της αταξίας που αφορά
την τάξη στις υπόλοιπες εορτές.
Πώς οι τότε και οι επόμενοι Πατέρες δεν επαναστάτησαν
από τα «έθιμα» των Λατίνων άλλα μόνο όταν προσβλήθηκε το δόγμα με το filioque
επήλθε η ρήξη; Μήπως κάθε καταστρατήγηση των ιερών Κανόνων οδηγούσε (ή έπρεπε
να οδηγεί) σε σχίσμα; Αν για κάθε παρεκτροπή από τις πολλές που περιγράφει ο άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιο[87]
γινόταν κι ένα σχίσμα από τους «αγανακτισμένους» Χριστιανούς, η Ορθόδοξη
Εκκλησία θα είχε γίνει από αιώνες ένα σύνολο αλληλοαναθεματιζόμενων παρατάξεων!
Την αλήθεια μας την δίνουν ξεκάθαρα οι άγιοι Πατέρες: «ένθα μή Θεός ή πίστις τό
κινδυνευόμενον, νεύειν αεί πρός τό ειρηνικόν και φιλάδελφον [όταν
υπάρχει διαφωνία άλλα από αυτήν δεν
κινδυνεύει η Πίστη, τότε καλό είναι να ρέπουμε προς την συνδιαλλαγή και την
ειρήνη]», κατά τον πατριάρχη Πέτρο Αλεξανδρείας.[88]
Επίλογος
Οι Ευσταθιανοί αναθεματίστηκαν ως αιρετικοί από την Σύνοδο της Γάγγρας επειδή ανήγαγαν σε
δόγματα δευτερεύοντα ζητήματα. Κήρυτταν, λ.χ. ότι αυτός που τρώει κρέας ή που
παντρεύεται δεν θα σωθεί. Οι παλαιοημερολογίτες λένε, ότι αυτός που άφησε το
Ιουλιανό και άλλαξε ημερολόγιο δεν θα σωθεί!
Το εορτολογικό Σχίσμα τελικά εξυπηρέτησε με τον
καλύτερο τρόπο τα σχέδια των Μασόνων και των μετέπειτα οργανωμένων Οικουμενιστών,
γιατί ένα μεγάλο τμήμα του ευσεβούς λαού και κλήρου ξεκόπηκε και αντιμάχονταν
το υπόλοιπο σώμα της Εκκλησίας, μαχόμενο σε έναν εμφύλιο πόλεμο για ένα
ημερολόγιο που θεωρήθηκε «άγιο». Έτσι η αιρετική χολέρα σχεδόν ανενόχλητη
κατέλαβε όλη την Εκκλησία. Το «εξαγιασμένο» Ιουλιανό ημερολόγιο δεν έσωσε ούτε
τους παλαιοημερολογίτες που αφού διέσπασαν την Εκκλησία, αλληλοαναθεματίστηκαν
κατακερματίζοντας το δόγμα και της δικής τους ενότητας, ενώ και το άγιο Όρος
που διακράτησε το (αυθεντικό) Ιουλιανό δεν γλίτωσε από την αίρεση και
εξελίχθηκε σε άνδρο της.
Η εμμονή κάποιων στη σταθερή ημερομηνία της ισημερίας,
κάτι που δεν θεσμοθετήθηκε ποτέ από την
Εκκλησία, κι ούτε ποτέ αποτέλεσε ιερά παράδοση όμως εκλήφθηκε ως κάτι το ιερό και
αμετακίνητο, έκανε μόνο κακό στην Εκκλησία.
O
Σωζομενός γράφει πριν περίπου 17 αιώνες κάτι σχεδόν προφητικό. «Αυτοί που έσχισαν την εκκλησία για
ασήμαντους λόγους –«δια ευτελούς
προφάσεως» γράφει, –δεν θα μείνουν
μόνο σε μια διαίρεση –«και περί
τούτου ου μίαν μόνην διαίρεσιν έχουσιν».[89] Οι πρώτοι αποσχισθέντες για το ημερολόγιο, αποσχίστηκαν μεταξύ τους τόσες φορές,
σε σημείο τα ίχνη των περισσότερων ομάδων να ανακαλύπτονται μόνο μετά από
επίπονη σχολαστική έρευνα.
«Αὐτὰ παθαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται διὰ τὸ ἀγαθὸν καὶ τὴν εἰρήνη μὲ λάθος τρόπο, καὶ ἀγαποῦν τὸν Θεὸν μὲ ἄλλον τρόπο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ συμφέρει.
Καὶ δὲν ἐπιτρέπεται μὲν νὰ παλεύει κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὰ κεκανονισμένα ὅρια, οὔτε νὰ ἀγωνίζεται παρὰ τὸν νόμο. Διότι θὰ ἀποδοκιμασθεῖ, καὶ θὰ ντροπιασθεῖ, καὶ θὰ χάσει τὴν νίκη ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ξεφεύγει ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ ἀγωνίζεται κατ’ ἄλλον τρόπον, χωρὶς νὰ ἐφαρμόζει τοὺς ὅρους τοῦ ἀγῶνος,
ἔστω κι
ἂν εἶναι
γενναῖος καὶ
πολὺ τεχνίτης.
Ἐὰν δὲ
ἀγωνισθεῖ κάποιος
διὰ τὸν
Χριστόν,
ἀλλὰ κατὰ
τρόπον ἀντίθετον
μὲ τὶς
ἐντολὲς τοῦ
Χριστοῦ,
μήπως προσφέρει
τίποτε στὴν
εἰρήνη μὲ
τὸ νὰ
ἀγωνίζεται
γι’
αὐτὴ κατὰ
τρόπον μὴ
ἐπιτρεπόμενον;»[90]
«Μὴν
ἀπορεῖτε καὶ
μὴν ἐκπλήσεστε,
ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
ποὺ ἀκόμα
καὶ μερικοὶ
ὁμολογητὲς
φθάνουν στὰ
ἄκρα,
ἐνῶ κάποιοι
ἄλλοι ὑποπίπτουν
σὲ τόσο
σοβαρὰ κι
ἀνόσια ἁμαρτήματα.
Διότι καμία
ὁμολογία δὲν
ἀπαλάσσει τὸν
ἄνθρωπο ἀπὸ
τὶς παγίδες
τοῦ διαβόλου,
οὔτε προστατεύει
ἕναν ἄνθρωπο
ποὺ βρίσκεται
ἀκόμα σὲ
τοῦτο τὸν
κόσμο μὲ
μία μόνιμη
ἀσπίδα ἀπὸ
τοὺς πειρασμούς,
τοὺς κινδύνους,
τὶς προσβολὲς
καὶ τὶς
ἐπιθέσεις τοῦ
κόσμου...
Εἶναι ὁμολογητης, αλλὰ μετὰ τὴν ὁμολογία ὁ κίνδυνός
του εἶναι μεγαλύτερος, γιατὶ εἶναι μεγαλύτερη πρόκληση γιὰ τὸν ἀντίπαλο. Εἶναι ὁμολογητής.
Γι’ αὐτὸ ὀφείλει νὰ στέκει στὸ πλευρὸ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου, διότι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο
ἔχει λάβει τὴν δόξα τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Κύριος λέει: «Ἀπὸ αὐτόν, στὸν ὁποῖο δόθηκαν περισσότερα, θὰ ζητηθοῦν περισσότερα. Καὶ ἀπὸ
αὐτὸν ποὺ δόθηκε περισσότερο κῦρος θὰ ζητηθεῖ περισσότερο ἔργο...».[91]
Και τω θεώ
Δόξα.
ΕΡΓΑ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
1.
Οι ληστές
της θείας Διδασκαλίας, Μέρος Α΄ (2014)
(Η
αίρεση του Οικουμενισμού και οι ψευδοδιδάσκαλοι)
2.
Οι
ληστές της θείας Διδασκαλίας, Μέρος Β΄
(2016)
(Δοκίμιο
στην Αποτείχιση)
3.
Το
μικρό Πηδάλιον. (2017)
(Σε
συνεργασία με τον κ. Αδ. Τσακίρογλου. Επιλογή και μετάφραση Ιερών Κανόνων που
αναφέρονται σε λαϊκούς).
4.
Ού
βουλόμεθα ζήν ψευδολογούντες (2017)
(Το
ημερολογιακό Σχίσμα του 1924).
[1] π. Β.
Σακκά, υπόμνημα… σελ. 37 και Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σπύρου, Η αποτείχισις μου, σελ. 85, Σπέτσαι 2008.
[2] Στεφανίδου Β., Εκκλησιαστική ιστορία, σελ. 711
[3] Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της
Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ. 930.
[4] Ιερομ. Θεοδωρήτου Μαύρου, Παλαιόν και Νέον, σελ. 92.
[5] Νικολάου Μάννη, Διπλούς πέλεκυς, σελ. 94, Αθήνα 2005.
[7] Τόμος Αλεξανδρινός
Μελετίου Πηγά, Προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Σίλβεστρο. Ό.ά. σελ.81.
[8] Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος
γ΄, § 216, 2, σελ. 125.
[9] Δωδεκάβιβλος, Δοσίθεου, βιβλίο ΙΑ΄ κεφ. Η΄.
[10] Ό.ά. κεφ. ΙΑ΄.
[11]Αυγουστίνου
Μοναχού Αγιοβασιλειάτου, Το ημερολογιακό
σχίσμα…, ό.ά. σελ. 150.
[12] Επιστολή πατριάρχου ΚΠόλεως Ιερεμίου προς
τους εν Τυβίγγη Διαμαρτυρομένους, Νικ. Μάννη, Ό.ά. σελ.106.
[13] Νικ.
Μάννη, ό.ά. σελ. 125.
[14] Νικ.
Μάννη, ό.ά. σελ. 153, Επιστολή Προς τους Ορθοδόξους
της Δύσεως.
[15] Θεοδωρήτου ἱερομονάχου, Παλαιόν
καί νέον, σελ. 24.
[16] Το
ζήτημα αυτών των αναθεματισμών αμφισβητείται σοβαρά από τους μελετητές ως
νοθεία. Δεν θα το εξετάσουμε καθόλου
πιστεύοντας ότι εξετάσαμε το σπουδαιότερο.
[17]
Αρχιμ. Χρυσοστόμου Σπύρου, Η αποτείχισις
μου, σελ. 86, Σπέτσαι, 2008.
[18] Δοσιθέου Ιεροσολύμων,
Τόμος αγάπης, σελ. 538-539.
[19] Ό.ά. σελ. 697
[20] Ἡ
πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, Ἀθῆναι 1924,
ἐπανέκδοση ἀπὸ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1977, σελ. 201-203.
[21] Ἀρχιμ. Γαβριηλ Διονυσιατης, «Τὸ
Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος», εἰς Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα
(Μικρὰ συμβολὴ εἰς τὴν ἐπίλυσίν του), Ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 2004, σελ.
18-20.
[22]
Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10
Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923), ἐν Κωνσταντινουπόλει, Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου
1923, σελ. 67.
[23] Η
Εκκλησία της Ρωσίας, Αλεξανδρείας,
Αντιοχείας διαφώνησαν άλλα δεν
θεώρησαν το ζήτημα αρκετά σοβαρό για να διακόψουν εκλησιαστική κοινωνία και δεν
καταδίκασαν Συνοδικά την καινοτομία μη βλέποντας δογματική παρεκτροπή. Επίσης,
η εισαγωγή της διόρθωσης υπήρξε κατά τους παλαιοημερολογίτες παράνομη ως
αντιβαίνουσα στο Ν.Δ. της 18/25 Ιανουαρίου 1923, δια του οποίου είχε ορισθεί,
ότι ως προς την Εκκλησία και τα θρησκευτικά ζητήματα θα παρέμενε σε ισχύ το
Ιουλιανό ημερολόγιο (Ζαχαρία Α. Παράνομοι κυβερνητικοί διωγμοί
παλαιοημερολογιτών. Φ.Ο. 1954, φ. 174, σελ. 5). Αντιθέτως, «η πράξις της Ι. Συνόδου δι’ ης εισήχθη εν τη
Εκκλησία της Ελλάδος το διορθωμένον Ιουλιανόν ημερολόγιον, ούσα τυπικώς
διοικητική πράξις, εφ’ όσον δεν ανεκλήθη υπό της Εκκλησίας ή δεν ηκυρώθη δι’
αποφάσεως του ΣτΕ εξακολουθεί, καίτοι παραβιάζουσα κατά τινα εκδοχήν τον νόμον,
να είναι ισχυρά μη δυναμένη άλλως τε να προσβληθή δι’ αίτήσεως ακυρώσεως…..»
(Μαρίνου Αν. Η θρησκευτική ελευθερία, 1972, σελ. 313, 314).
[24] Χρυσοστόμου πρώην Φλωρίνης, Ἅπαντα, τόμος α΄, σελ. 81.
[25] Φ.Ο. 1950, φ. 94, σελ. 2.
[26] Ηλία Αγγελοπούλου, Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος
Καβουρίδης, σελ. 81.
[27] Φ.Ο. 1950, φ. 86, σελ. 7.
[28] Ε.Π.Ε. 34, σελ. 189.
[29] Ό.ά.
[31] Μ. Αθανάσιος, σελ. 152, εκδ. ΖΩΗ.
[32] Ἠλία Ἀγγελοπούλου, Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος
Καβουρίδης, σελ. 79.
[33] Ό.ά. σελ. 17-18.
[34] Περιοδικό Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί
Μαρτυρία, τεῦχος 24-25, σελ. 299.
[35] Ἰω. Βώκου,
Ἡ διάσπασις τῆς Ὀρθοδοξίας, σελ. 14-15.
[36] Θα περιοριστούμε σε
παραδόσεις που αφορούν χρόνους, καιρούς και εορτές.
[37] Διαυλείας Πολύκαρπου, Το Α΄ Πανελλαδικόν….., σελ. 74.
[38] Αρχιμ. Χρυσοστόμου
Σπύρου, Η αποτείχισις μου, σελ. 86,
Σπέτσαι 2008.
[39] Αρχιεπ. Χρυσόστομου, Ημερολογιακά Β΄ 1929, σελ. 6, 7.
[40] Σωφρονίου Ευστρατιάδου, Το εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
[41] Ώρα 11.02 UTC.
[42] Αρ. 9, 6-11.
[43] Β΄ Παραλ. 30,13-27.
[44] Θ.Η.Ε. τ. Ι΄, σελ. 118.
[45] π. Νικολάου Δημαρά,
Περιοδικό Άγιοι Κολλυβάδες, τ. 28,
σελ. 60.
[46] Ό.ά.
[47] Θεοδωρήτου ἱερομ., Ὅταν οἱ φύλακες προδίδουν, περιοδικό Ἐκκλησιαστική Παράδοσις, φ. 117, σελ. 22,23.
[48] Ε.Π.Ε. 34, σ.158 κ.ε.
[49] Β. Στεφανίδου, ἔνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 313.
[50] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ἔλεγχος παραποιήσεως συνοδικῶν πράξεων καί
πατριαρχικῶν ἐγγράφων, ἐν περιοδικῷ Γρηγόριος
Παλαμᾶς, τεῦχος 193, σελ. 66-67.
[51] Χριστοδούλου Κ.
Παρασκευαΐδου, ἔνθ᾿ ἀνωτ. σημείωσις 36, σελ. 7.
[52] Β. Στεφανίδου, ό.ά. σελ. 314,315
[53] Φ. Βαφείδου, ἔνθ᾿ ἀνωτ. § 86, 1, σελ. 313.
[54] Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου, Ἡμερολογιτικῶν
κατηγοριῶν ἔλεγχος, σελ. 27.
[55] Σωφρ. Εὐστρατιάδου, Το
εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας σελ. 25.
[56] Ό.ά.
[57] Θ.Η.Ε. τ. 11, σελ. 952.
[58] Ἑρμείου Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία, τόμος ζ΄, κεφ. ιθ΄, P.G.67, 1476A.
[59] Φ. Βαφείδου, ἔνθ᾿ ἀνωτ. § 85, 4, σελ. 307. P.G.67, 632B-636A.
[60] P.G.67, 632B-636A.
[61] Οσίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί των αγίων νηστειών, κεφ. γ΄,
P.G.95, 68AB.
[62] P.G.89, 1392A. Λόγος δ΄.
[63] Θεοδώρου Βαλσαμῶνος, Ἀποκρίσεις..., ἐρώτησις γ΄, P.G.138, 940D-941A.
[64] Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, τόμος
δ΄, σελ. 591.
[65] Ό.α., σελ. 566, 577.
[66] Βιβλίο ε΄, κεφ. κ΄, P.G.1, 900B-901A.
[67] Μεγάλου Φωτίου, Ἐπιστολή ιγ΄, βιβλίο α΄, κεφ. ε΄, P.G.102, 724CD. Και
Β. Στεφανίδου, ό.ά. σελ. 323.
[68] Ἐπιστολή β΄, βιβλίο α΄, P.G.102, 608B.
[69] Λεξικό Δ.Δημητράκου.
[70] Καραμήτσου Σ. Ο σύγχρονος ομολογητής της Ορθοδοξίας,
σελ. 86, εκδ. Ορθ. Σύλλογος Παναγία η Θεοτόκος, Αθήνα,1990.
[71] Ε.Π.Ε 34, σελ. 179.
[72] Ό.ά.
[73] Ό.ά. σελ. 183.
[74] Ε.Π.Ε. 34, 190.
[75] Ε.Π.Ε. 31,472.
[76] Ιερομ. Θεοδωρήτου Μαύρου,
Παλαιόν και Νέον, σελ. 98.
[77] Ματθαίου Λαγγή, εκδ. 1987.
[78] Μεγάλου Φωτίου, Ἐπιστολή β΄, βιβλίο
α΄, P.G.102, 604CD.
Και Φ. Βαφείδου, ό.ά. § 110, 3, σελ. 52.
[79] P.G.102, 605C.
[80] ιγ΄ κανών ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,
P.G.137, 560B.
[81] Μεγάλου Φωτίου, Ἐπιστολή ιγ΄, βιβλίο α΄, κεφ. στ΄,
P.G.102, 725A.
[82] Ιω. Καρμίρη, ό.ά. σελ. 341-342.
[83] Β. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος β΄, σελ. 113.
[84] Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί
της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 26, σελ. 230.
[85] Ἱ. Κοτσώνη, Προβλήματα
τῆς «ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας», § 11, σελ. 27.
[86] Ε.Π.Ε. 34, 180.
[87] Πηδάλιον, σελ. 190, 231232, σημείωση
α΄, σελ. 235, σημ. α΄, σελ. 237 καί σημ. α΄, σελ. 299, σελ. 281, σημ. στ΄, σελ. 696.
[88] Κεφ. κβ΄, ιδ΄, P.G.120, 796-816.
[89] Σωζομενού, Εκκλησιαστική ιστορία, τ. Ε΄, σελ.384.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.