(Β΄ μέρος)
Ὅπως ὁ ἴδιος
σημειώνει:
«η μελέτη αυτή επικεντρώνεται με ουσιαστική ιστορική τεκμηρίωση στα
καίρια σημεία του προβλήματος της εορτολογικής ασυμφωνίας που εμφανίστηκε ανά
τους αιώνες μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρουσιάζεται ο τρόπος που
αντιμετωπίστηκε αυτή η ασυμφωνία με αποκορύφωμα το ημερολογιακό Σχίσμα του 1924».
Πιστεύουμε, ὅσοι μελετήσουν τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ
παραθέτει ὁ συγγραφέας, νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι τὸ Ἡμερολόγιο, παρ’ ὅτι κακῶς εἰσήχθη,
δὲν ἀποτελεῖ δόγμα, οὔτε ἅπτεται κάποιου δόγματος. Σὲ καιρὸ Παναιρέσεως ἐσχατολογικῆς
(ὅπως ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός), ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ
πολεμήσουν τὴν Παναίρεση, πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένοι στὴν Πίστη, ἀφήνοντες μὴ
δογματικὰ θέματα γιὰ ἀργότερα.
«Π.Π.»
«Οὐ
βουλόμεθα ζῆν ψευδολογοῦντες»
Τοῦ κ. Ἰωάννη Ρίζου
Β΄ μέρος
4. Το "άγιο" Ιουλιανό ημερολόγιο
Ένας από τους πρωτεργάτες της
απόσχισης εξαιτίας της ημερολογικής-εορτολογικής μεταβολής, και ηγέτης του
εορτολογικού αγώνα, ο πρώην επίσκοπος Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης,
αποδίδει στο Ιουλιανό ημερολόγιο «τον φωτοστέφανον», και το ονομάζει «προπύργιον ακαθαίρετον της ορθοδόξου
πίστεως και λατρείας»,[1] που «υπερασπίζει [το ημερολόγιο] την ανεξαρτησία της ορθοδόξου Εκκλησίας από
την παπική απολυταρχία».[2] Κατ΄
αυτόν, το ημερολόγιο είναι τόσο σημαντικό που σχετίζεται ακόμα και με την
χριστιανική ηθική.[3] Αιτία
της σχεδόν αγιοποίησης του Ιουλιανού ημερολογίου είναι, ότι πιστεύει πως οι θεοφόροι
Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής συνέδεσαν την ημέρα εορτής του Πάσχα με την
ισημερία που ίσχυε τότε, αυτήν δηλαδή της
21ης Μαρτίου. Θεώρησε έτσι ότι, οι άγιοι Πατέρες συνέδεσαν
οριστικά και αμετάκλητα τον εορτασμό του Πάσχα με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Την
ίδια άποψη ακολουθούν και οι νεότεροι παλαιοημερολογίτες[4],
αναφέροντας συχνά ότι το Ιουλιανό αντιπροσωπεύει την «Πατροπαράδοτη θεία τάξη των
εορτών, νηστειών, τυπικών κλπ.».[5] Θεωρώντας λοιπόν αγκιστρωμένη την εορτή του
Πάσχα με την τότε ισημερία[6] του
Ιουλιανού ημερολογίου, ο Χρ. Καβουρίδης και οι συν αυτώ[7]
κατέληξαν πως κάθε ημερολογιακή μεταβολή θίγοντας τις αποφάσεις της Α΄
Οικουμενικής, θίγει [συγχρόνως] και το Δόγμα της ενότητας, της Μίας, Αγίας,
Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.[8] «Και τούτο διότι το Δόγμα της ενότητος της
Εκκλησίας δεν έγκειται μόνον εις την ταυτότητα της πίστεως και της θ.
λατρείας, αλλά και εις την ταυτόχρονον και ομοιόμορφον βίωσιν και έκφανσιν
αυτής»[9]… «Δια της εν έτει 1924 επελθούσης ημερολογιακής
μεταβολής διεφθάρη το ιερόν πηδάλιον και ενηργήθη ιεροσυλία και βλασφημία του
Αγ. Πνεύματος, του όλου ζητήματος αναγομένου πλέον εις την περιοχήν όχι της
ακριβείας ή της οικονομίας αλλά της σωτηρίας».[10]
Βέβαια, ο άγιος Νικόδημος στην
ερμηνεία του Ζ΄ Αποστολικού κανόνα,
στην πρώτη υποσημείωση δείχνει να έχει αντιδιαμετρικά αντίθετη θέση λέγοντας: «Το να κάνει τις το Πάσχα μετά της 21ην Μαρτίου ως κάμνομεν εμείς οι Γραικοί ή μετά
την 11ην Μαρτίου ως κάμνουν
οι Λατίνοι δεν είναι έγκλημα. Το να σχίση όμως την Εκκλησίαν είναι αμάρ-τημα
ασυγχώρητον». Όμως τελικά, αποτέλεσμα των θέσεων των παλαιοημερολογιτών
ήταν να κηρύξουν σχισματική την Εκκλησία της Ελλάδος[11] και
φυσικά όσους την ακολουθούν. Για να δούμε όμως αναλυτικότερα αν τα παραπάνω τα
επικυρώνει η ιστορία της Εκκλησίας.
Οι
χριστιανοί των πρώτων αιώνων χρησιμοποιούσαν κατά τόπους τρία πολύ διαφορετικά
μεταξύ τους ημερολόγια. Το Ρωμαϊκό, το Ελληνικό, και το Αιγυπτιακό. Στα ελληνικά
ή ελληνόφωνα μέρη χρησιμοποιούσαν το
ημερολόγιο του Μ. Αλεξάνδρου, το Μακεδονικό μέχρι τα χρόνια του Βυζαντινού αυτοκράτορα
Ηρακλείου (610-641 μ.Χ.). Γι᾿ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (345 -
407) στην ομιλία του Εις το Γενέθλιον του
Χριστού[12]
μετράει τους δώδεκα μήνες του έτους με τα μακεδονικά ονόματα τους (Δίος, Απελλαίος,
Αυδηναίος κ.λ.π). Όμως οι μήνες των τριών ημερολογίων δεν συνέπιπταν ακριβώς
μεταξύ τους· λ.χ. στο μακεδονικό ημερολόγιο οι 11 μήνες είχαν από 30 ημέρες
και ο τελευταίος, ο Υπερβερεταίος είχε 35 μέρες. Το ημερολόγιο αυτό σε 120
χρόνια έχανε έναν μήνα! Αυτό το πολύ ατελές ημερολόγιο χρησιμοποιούν κι άλλοι
Πατέρες όπως ο συγγραφέας του Πασχάλιου Χρονικού (γράφτηκε γύρω στο 600 μ.Χ.).
Η ελληνόγλωσση εκκλησία χρησιμοποιούσε αυτό το ημερολόγιο μέχρι τα χρόνια του
Μ. Φωτίου (9ος αι.). Μετά το 641 μ.Χ. μερικοί και μετά το 900 μ.Χ.
όλοι, άρχισαν να χρησιμοποιούν το Ρωμαϊκό Ιουλιανό.
Δεν είναι αλήθεια αυτό που γράφεται από τους
παλαιοημερολογίτες ότι η Α΄ Οικουμενική θέσπισε να εορτάζεται το Πάσχα με το
Ιουλιανό ημερολόγιο. Ο Μ. Αθανάσιος σύνεδρος και πρωταγωνιστής της Α΄
Οικουμενικής, στις Εορταστικές Επιστολές του, τις οποίες έστελνε επί 45 χρόνια (328-373)
στις εκκλησίες για την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα πάντα έγραφε: «Εσείς που είστε σε εκείνες τις χώρες θα το
εορτάσετε στις τόσες του μηνός του δικού σας ημερολογίου, και εσείς που είστε σε
εκείνες τις χώρες θα το εορτάσετε στις τόσες του μηνός του δικού σας ημερολογίου…κ.λ.π.».
Και ο ίδιος όταν ήταν στην Αλεξάνδρεια το εόρταζε στις τόσες του μηνός Φερμουθί
του Αιγυπτιακού ημερολογίου, ενώ όταν ήταν εξόριστος στη Γαλλία, το εόρταζε
στις τόσες Απριλίου του λατινικού ημερολογίου. Διέφεραν δε τα ημερολόγια πάρα
πολύ ακόμα και στον αριθμό των ημερών του έτους και των μηνών.[13]
Πρίν την
Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Το 150 μ.Χ. ο άγιος Πολύκαρπος
(επίσκοπος Σμύρνης), μεταβαίνει στην Ρώμη και συναντά τον Πάπα Ανίκητο για να
συζητήσουν την επίλυση του ζητήματος του κοινού εορτασμού του Πάσχα. Οι δύο
άγιοι Πατέρες δεν συμφώνησαν γιατί ο μεν Πολύκαρπος έλεγε ότι για τον χρόνο
εορτασμού του Πάσχα τηρεί την διδασκαλία που παρέλαβε από τον μαθητή του Κυρίου
άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο άλλα και από τον Απόστολο Φίλιππο.[14] Ο
Ανίκητος έλεγε κι αυτός, ότι κρατά την διδασκαλία που παρέλαβε από τους
Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Οι δύο Πατέρες ενώ έφτασαν σε αδιέξοδο
συλλειτούργησαν ειρηνικά και αποχωρίστηκαν. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 198
μ.Χ., και ενώ η διαφωνία δεν είχε επιλυθεί, ο Πάπας Βίκτωρας αποπειράθηκε να
διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τον τότε επίσκοπο Σμύρνης Πολυκράτη και
την τοπική εκκλησία της Μικράς Ασίας για το ίδιο λόγο, αυτόν δηλαδή του
διαφορετικού χρόνου στον εορτασμό του Πάσχα.
Ο άγιος Ειρηναίος επίσκοπος στη
Γαλλία, επενέβηκε νουθετώντας τον Βίκτωρα να μη προβεί σε διακοπή της κοινωνίας
και έτσι αποφεύχθηκε το κακό.[15]
Παρόλη αυτήν την εκκρεμότητα και διαφωνία για τον κοινό εορτασμό, οι άγιοι της
εποχής δεν είδαν κάποια δογματική ανατροπή της ενότητας. Δεν προέκριναν δηλαδή
την διακοπή της κοινωνίας μεταξύ τους επειδή δεν έβλεπαν ότι υπάρχει κίνδυνος
για την Πίστη και την σωτηρία. Η αιτία αυτής της διαφοροποίησης στην ημέρα εορτασμού
του Πάσχα ήταν ο διαφορετικός αστρονομικός τρόπος υπολογισμού κι όχι θεολογικής
ή εκκλησιολογικής φύσεως διαφωνία.[16] Αυτή η
διαφοροποίηση του υπολογισμού ακόμα και το 326 μ.Χ. δηλαδή την επομένη χρονιά
της Α΄ Οικουμενικής προκάλεσε διαφορά 8 ημερών στην ημέρα εορτασμού του Πάσχα
σε Ανατολή και Δύση, ενώ το 387 η διαφορά έφτασε τις 5 εβδομάδες![17]
Τρείς αιώνες περίπου μετά την
Θεία Ανάσταση του Κυρίου μας (μέχρι το 325 μ.Χ.), η Εκκλησία πορεύθηκε
χωρίς κοινή συμφωνία για τον χρόνο
εορτασμού του Πάσχα, αλλά συνεπώς και χωρίς πάντα κοινό εορτολόγιο. Σε αυτά τα
χρόνια ο αμπελώνας του Κυρίου μας φωταγωγήθηκε από χιλιάδες θεόπτες Πατέρες,
ποτίστηκε από τα ζωογόνα ύδατα της
Πατερικής διδασκαλίας και κοσμήθηκε από την πορφύρα των αιμάτων ένδεκα περίπου εκατομμυρίων
αγίων Μαρτύρων και Ομολογητών της Πίστεως στους σκληρότατους διωγμούς. Η
απουσία του κοινού εορτολογίου, κοινού εορτασμού του Πάσχα, και η χρήση
διαφόρων ασύμφωνων μεταξύ τους ημερολογίων δεν εμπόδισε να σωθούν «οι θέλοντες σωθήναι».
Μετά την
Α΄ Οικουμενική.
Η
Σύνοδος της Νικαίας αποδέχθηκε τον Αλεξανδρινό τρόπο υπολογισμού για την
εύρεση κοινής ημέρας εορτασμού του Πάσχα. Όμως στην πραγματικότητα αυτή η
συμφωνία δεν εφαρμόζονταν παρά μόνο σποραδικά επί σχεδόν 3 αιώνες !
Πασχάλιος
πίνακας. Είναι εκείνος ο Πίνακας, ο οποίος καταγράφει
τις διάφορες ημερομηνίες των κινητών
εορτών με βάση την ημέρα εορτασμού του
Πάσχα, αλλά και πότε συμβαίνει το εβραϊκό. Αναφέρει δε επιπροσθέτως και τους
βασικούς παράγοντες ευρέσεως της ημερομηνίας του Πάσχα, όπως Ηλίου κύκλους,
Σελήνης Κύκλους, Σελήνης θεμέλιο κ.λπ. Οι Πασχάλιοι Πίνακες δεν σχηματίσθηκαν
αμέσως, ως εφαρμογή της απόφασης της Α΄ Συνόδου, αλλά είναι παρεπόμενοι των Πασχαλίων
Γραμμάτων, τα οποία άρχισαν να συντάσσονται εις επιταγήν της αποφάσεως
της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου περί εορτασμού του Πάσχα, αμέσως μετά το 325. Ο
Πασχάλιος Πίνακας δεν δημιουργήθηκε ούτε εγκρίθηκε από τους Πατέρες της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου. Το ανωτέρω
αποτελεί μύθευμα, καθότι η Α΄ Οικουμενική στην απόφασή της περί της
ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα έθεσε τους 4 όρους εορτασμού και τίποτε άλλο.
Η αποστολή των «πασχαλίων γραμμάτων» από τον Αλεξανδρείας σταμάτησε μετά την Δ΄
Οικουμενική, επειδή στην Αλεξάνδρεια επικράτησαν Μονοφυσίτες Επίσκοποι και έτσι
διακόπηκαν οι σχέσεις Ορθοδόξων Εκκλησιών και Μονοφυσιτών.[18]
Δέκα επτά χρόνια μετά την
Νίκαια, η Σύνοδος της Αντιόχειας(341 μ.Χ.)
«αναγκάζεται» πάλι να επιβάλει το επιτίμιο της ακοινωνησίας σε όσους δεν
ακολουθήσουν την απόφαση της Νικαίας για το πασχάλιο, κάτι που φανερώνει, ότι πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας δεν είχαν
ακόμα συνταχθεί με την απόφαση αυτή. Όμως,
ενώ η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ανέθετε στον Επίσκοπο Αλεξανδρείας να
αναγγέλλει την ημερομηνία της εορτής του Πάσχα, σε όλες τις Εκκλησίες, η Τοπική
Σύνοδος της Σαρδικής του 347 ανέτρεψε την απόφαση αυτή. Η ανατρεπτική
απόφαση της Συνόδου αυτής δεν βρίσκεται στους 21 Κανόνες που εξέδωσε, αλλά σε
μια από τις πέντε αποφάσεις της, οι οποίες ήταν: α) η αποκήρυξη των παρανόμως
τοποθετηθέντων Επισκόπων Αλεξανδρείας, Αγκύρας και Γάζας, β) η καταδίκη των
προβιβασμών αρειανών Επισκόπων, γ) η αποκατάσταση των διωχθέντων από
αρειανούς, δ) η καθαίρεση εκβιαστών αρειανών και ε) η έγκριση περί του Πάσχα: «όπως επί 50 έτη οι Επίσκοποι Ρώμης και
Αλεξανδρείας αγγέλωσιν απανταχού ως έθος την ημέραν της εορτής του Πάσχα»,[19]
ο μεν Ρώμης εις τας Εκκλησίας της Δύσεως, ο δε Αλεξανδρείας εις τας της
Ανατολής. Σε μια πρώτη ματιά δεν φαίνεται κάποιο πρόβλημα με την απόφαση αυτή.
Όμως στην ουσία υπήρξε μεγάλο πρόβλημα και ανατροπή του υπολογισμού του Πασχαλίου πίνακα από την Αλεξάνδρεια, γιατι η Ρώμη υπολόγιζε με διαφορετικό τρόπο την εαρινή ισημερία. Η Ρώμη την υπολόγιζε να
εμφανίζεται στις 18 Μαρτίου, ενώ οι Αλεξάνδρεια στις 21 Μαρτίου. Πράγματι, στη Ρώμη, ο άγιος
Ιππόλυτος, είχε καθορίσει πολύ πριν από την Α΄ Σύνοδο Πασχάλιο κανόνα, με ισημε-ρία
στις 18 Μαρτίου. Η Ρώμη ουδέποτε αναγνώρισε τον αλεξανδρινό κανόνα, μέχρις
ότου της επεβλήθη τελικά από τον Καρλομάγνο (από την πολιτική εξουσία) κάποι-ους
αιώνες αργότερα!
O Μέγας Αθανάσιος γράφει το 359
μ.Χ.[20]
ότι οι Σύριοι είναι οι μόνοι που υπάκουσαν στην απόφαση της Νικαίας. Οι ενορίες
της Μεσοποταμίας όμως και της Κιλικίας δεν ακολούθησαν την απόφαση αυτή. Αλλά,
από ό,τι φαίνεται, ακόμα και στους Σύριους η τήρηση του πασχάλιου δεν είναι βέβαιη
μιας και το 370 στην επιστολή του προς τον Επιφάνιο Σαλαμίνος[21]
ο Αθανάσιος αναφέρει ότι στους αιρετικούς ανήκουν και όσοι γιορτάζουν με τους
Εβραίους το Πάσχα, και το 387 έπρεπε ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος να διδάξει
στην Αντιόχεια το ποίμνιο του με τα γνωστά κηρύγματα για τον σωστό εορτασμό του
Πάσχα. Ο άγιος Μελέτιος Αντιοχείας εφάρμοσε το Αλεξανδρινό Πασχάλιο το 379 μ.Χ.
[22],
δηλαδή 54 χρόνια μετά την απόφαση της Νίκαιας!
Περίπου μεταξύ 397 και 404, δεν
είναι εξακριβωμε-νο[23],
ο Επίσκοπος Γαβάλων της Συρίας Σεβηριανός εκφώνησε στην Κωνσταντινούπολη ένα
λόγο έναντίον των Νοβατιανών αλλά και
όλων αυτών που γιορτάζουν λάθος το Πάσχα, πράγμα που φανερώνει, ότι και την
εποχή εκείνη υπήρχαν ενορίες που δεν γιόρταζαν στην ίδια ημερομηνία.
Τον 4ο αιώνα, από το 328 (με
τον Μ. Αθανάσιο ως Πατριάρχη Αλεξανδρείας) μέχρι το έτος της τρίτης ομιλίας του
Χρυσοστόμου «Κατά Ιουδαίων» το 387,
συνέβησαν:
α) Έξι ημερολογιακές διαφορές
εορτασμού του Πάσχα μεταξύ Ρώμης και Αλεξανδρείας, τις οποίες γνωρί-ζουμε από
τις πασχάλιες Επιστολές του Μ. Αθανασίου προς την Ρώμη. Τρεις φορές
συμβιβάστηκε η Αλεξάνδρεια με το ημερολόγιο της Ρώμης (333, 346, 349) και τρεις
φορές η Ρώμη με αυτό της Αλεξάνδρειας (330, 340, 341).[24]
β) Τουλάχιστον 9 φορές
εορτάστηκε το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες –με απόκλιση 30-35 ημερών– το
326, 337, 343, 350, 357, 358, 360, 373 και 387,[25] παρόλο
που, όπως μαθαίνουμε από την Σύνοδο της Σαρδικής (347 μ.Χ.), συμφωνήθηκε μεταξύ
Δύσεως και Μ. Αθανασίου να γιορ-τάζουν το Πάσχα από κοινού για 50 χρόνια![26]
Έχει σημασία να αναφέρουμε ότι μεταξύ των συμφωνιών περί κοινού εορτασμού, δεν
αναφέρονται η Συρία και η Αντιόχεια, διότι γιόρταζαν το Πάσχα σε άλλη
ημερομηνία. Πραγματικά ο Μ. Αθανάσιος αναφέρει ότι η Συρία, η Μεσοποταμία και η
Κιλικία γιόρταζαν το Πάσχα μαζί με τους Ιουδαίους![27] Η
Σύνοδος της Σαρδικής μας αναφέρει επίσης, ότι υπήρχαν δύο ομάδες, η ανατολική
και η δυτική. Η ανατολική ομάδα θεωρούσε σωστό τον κύκλο (τον τρόπο
υπολογισμού) που θεσμοποίησε ο Επίσκοπος Στέφανος Αντιοχείας, κι όχι της Αλεξάνδρειας
και προφανώς συνέχιζε να εορτάζει διαφορετικά.[28]
Το 387 μ.Χ. οι Ρωμαίοι
γιόρτασαν Πάσχα στις 21 Μαρτίου, οι
Αλεξανδρινοί όμως στις 25 Απριλίου.[29] Ο αυτόκράτορας
Θεοδόσιος ζήτησε εξηγήσεις από τον Επίσκοπο Θεόφιλο Αλεξανδρείας. Αυτός –μαζί
με τον άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων– συντάχτηκε,[30]με τους
Αλεξανδρινούς. Ο δε Κύριλλος Αλεξανδρείας, σε μία επιστολή του προς τον Λέο-ντα
τον Α΄, του υπέδειξε τα λάθη του περί του χρόνου εορ-τασμού του Πάσχα.[31]
Το ίδιο έπραξαν και οι Επίσκοποι Πασχασινός του Λιλυβαίου[32] και
Προτέριος Αλεξανδρείας.[33]
Ο Πάπας όμως παρέμεινε πιστός στο ρωμαϊκό σύστημα προσδιορισμού της ημερομηνίας
μέχρι που ο Βικτώριος από την Ακουιτάνια βελτίωσε το σύστημα αυτό, το οποίο και
αποδέχθηκαν η Γαλατία και η Ιταλία.
Στην λίστα που ακολουθεί φαίνονται
οι διαφορές εορτασμού του Πάσχα μεταξύ Αλεξανδρείας, Ρώμης και Σαρδικής σύμφωνα
με τον Κώδικα της Veronensis 60 μεταξύ του 328 και 387 μ.Χ.
Ετος Σαρδική Αλεξάνδρεια Ρώμη
|
328 14.
Απριλ. 14.
Απριλ. 14.
Απριλ.
|
329 30.
Μαρτ. 6. Απριλ.
6. Απριλ.
|
330 19.
Απριλ. 19.
Απριλ. 19.
Απριλ.
|
331 11.
Απριλ. 11.
Απριλ. 11.
Απριλ.
|
332 2.
Απριλ. 2.
Απριλ. 2.
Απριλ.
|
333 22. Απριλ. 15. Απριλ. 15. Απριλ.
|
334 7. Απριλ. 7. Απριλ. 7.
Απριλ.
|
335 30. Μαρτ. 30. Μαρτ 30. Μαρτ
|
349 23. Απριλ. 26. Μαρτ. 26. Μαρτ.
|
350 15. Απριλ. 8. Απριλ. 15. Απριλ.
|
364 11. Απριλ. 4. Απριλ. 4. Απριλ.
|
367 8. Απριλ. 1. Απριλ. 1. Απριλ.
|
368 23. Μαρτ. 20. Απριλ. 20. Απριλ.
|
374 20. Απριλ. 13. Απριλ. 13. Απριλ.
|
384 31. Μαρτ. 24. Μαρτ 24. Μαρτ
|
385 20. Απριλ. 13. Απριλ. 13. Απριλ.
|
387 28. Μαρτ. 25. Απριλ. 18. Απριλ.
|
Διαφορετικός
εορτασμός του Πάσχα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση έλαβε χώρα και το 414 μ.Χ και
το 417,[34]
αφού οι υπολογισμοί των Αλεξανδρινών (δηλ. των ορισθέντων απο την
Α΄ Οικουμενική) δεν έγιναν δεκτοί από την Ρώμη. Πέρα όμως από το φαινόμενο
πρόκειται και για αθέτηση της εντολής της Α΄Οικουμενικής για το ποιός θα
ορίζει την πασχάλιο ημέρα.
Και πως αντέδρασαν οι άγιοι
Πατέρες και οι επό-μενες Οικουμενικές Σύνοδοι σε όλη αυτή τη κατάσταση; Είναι
πολύ σημαντικό να πούμε ότι δεν αντέδρασαν καθόλου! Συνέχισαν να σώζουν, να
σώζονται, να θαυματοποιούν, να ομολογούν, να μαρτυρούν και να διδάσκουν αγνοώντας
αυτή την εορτολογική αταξία! Και συνέχιζαν να παραμένουν ενωμένοι, παρά την
ημερολογιακή διαφορά!
Η ανυπακοή αυτή διήρκεσε επί 5
αιώνες με ένα ελά-χιστο διάλυμα 17 ετών, καθότι ο πάπας Λέων Α΄ το 444 μ.Χ.
ήλθε σε συνεννόηση με τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και απόδέχτηκε τον αλεξανδρινό
κανόνα, αλλά αυτό μέχρι το 461, οπότε ο νέος πάπας Ιλάριος και οι μετά αυτόν
πάπες επανήλθαν στον κανόνα του Ιππόλυτου τον οποία τήρησαν σχεδόν μέχρι τον 6ο
αιώνα.[35]
Έκτοτε υπήρξαν προσπάθειες από τον Σεβίλλης Ισίδωρο, τον ηγούμενο Διονύσιο το
Μικρό, τον άγγλο μοναχό Βέδα το Σεβαστό (675-735) και τελι-κά τον Καρλομάγνο
(742-814), ο οποίος και επέβαλε τον Αλεξανδρινό κανόνα στη Δύση και έτσι
επιτεύχθηκε η ενότητα στην Εκκλησία στο θέμα αυτό μέχρι το 1582.[36]
Από τα παραπάνω εμφανίζεται μία
σοβαρή παρατηρηση. Στις Οικουμενικές
Συνόδους Α΄, Γ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄ (δηλ. σε όλες πλην της Β΄και Δ΄), οι Πατέρες Ανατολής και Δύσης παρακάθονταν
και συναποφάσιζαν ώς μέλη της ΜΙΑΣ, ΑΓΙΑΣ και ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ενώ εόρτα-ζαν
την μεγάλη εορτή του Πάσχα σε
διαφορετικές ημε-ρομηνίες και προφανώς οι κινητές εορτές που συνδέο-νται
με το Πάσχα, εορτάζονταν και αυτές σε διαφορε-τικές ημερομηνίες!
Πώς λοιπόν οι θεοφόροι Πατέρες
δεν αλληλοκατηγορήθηκαν λόγω αυτής της εορτολογικής διαφοροποίησης που,
μάλιστα, ελεγχόταν ευθέως από Αποστολικό
Κανόνα και Οικουμενική Σύνοδο; Γιατί κανείς από τους αγίους Πατέρες των 5
Οικουμενικών Συνόδων δεν μίλησε καν για αθέτηση του περί της ενότητας δόγματος,
και περί της αθέτησης του Συμβόλου της
Πίστεως που κατά τους παλαιοημερολογίτες επισυμβαίνει με τον μη εορτολογικό
συντονισμό; Και πώς δεν κατάλαβαν οι άγιοι μας ότι: «Δια της επελθούσης ημερολογιακής μεταβολής ενηργήθη ιεροσυλία και
βλασφημία του Αγ. Πνεύματος, του όλου ζητήματος αναγομένου πλέον εις την
περιοχήν όχι της ακριβείας ή της οικονομίας αλλά της σωτηρίας»
σύμφωνα με τις εντυπωσιακές ρήσεις του Χρυσοστόμου Καβουρίδη που υιοθετήθηκαν
από όλους τους επόμενους υποστηρικτές της απόσχισης;
Οι Πασχάλιοι δέλτοι που
ετοιμάστηκαν για τον Κύριλλο Αλεξανδρείας προσδιόριζαν το Πάσχα για τα έτη 437
έως 532 μ. Χ. και υιοθετήθηκαν και από τις εκκλησίες της Ρώμης. Βλέπουμε λοιπόν
ότι ο πρώτος μακροχρόνιος συντονισμός στον εορτασμό του Πάσχα στο σύνολο της
Ορθόδοξης τότε Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε 95 χρόνια μετά την Α΄ Οικουμενική. Ο
αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας προσπάθησε να επιφέρει την ενότητα στον εορτασμό
του Πάσχα που είχε διαταραχθεί εξαιτίας του παλιού ρωμαϊκού τρόπου υπολογισμού
και του γεγονότος, ότι η Αλεξάνδρεια, που εξέδιδε τις πασχάλιες επιστολές, είχε
πέσει στα χέρια των Αρειανών.
Η Αλεξάνδρεια μετακινούσε το
Πάσχα αν έπεφτε με-τά τις 21 Απριλίου. Η Ρώμη αν έπεφτε πριν τις 22 Μαρτίου,
και δεν συμφωνούσαν πάντα μεταξύ τους. Οι πασχάλιοι πίνακες ήταν μέσα βοηθείας
και όχι υποχρεωτικοί Κανόνες γιατί τον τελευταίο λόγο τον είχε πάντα ο
Επίσκοπος Αλεξανδρείας και Ρώμης.
Το 455 συνέβη η μεγάλη πασχάλια
διαμάχη μεταξύ Ρώμης και Αλεξανδρείας. Η Αλεξάνδρεια όρισε το Πάσχα για την
χρονιά εκείνη στις 24 Απριλίου, πράγμα που δεν αποδέχθηκε η Ρώμη. Ο αγιότατος
πάπας Ρώμης Λέων[37]
τέσσερα χρόνια πριν (δηλαδή το 451) έστειλε επιστολή στον Αυτοκράτορα που του
έλεγε, ότι «τόσο αργά δεν έπεσε το Πάσχα
ποτέ». Ο Αυτοκράτορας έστειλε την επιστολή στην Αλεξάνδρεια αλλά δεν έλαβε
απάντηση. Τελικά η Αλεξάνδρεια απάντησε μετά το Πάσχα του 454 (Μάϊο),δηλαδή
μόλις ένα χρόνο πριν το Πάσχα του 455, γεγονός που δεν άφηνε περιθώρια για
διαβουλεύσεις, με απευθείας επιστολή στον Πάπα στην οποία ο Πατριάρχης
Αλεξανδρείας λακωνικά δίδασκε τον Πάπα λέγοντας του, ότι ή θα ακολουθήσει την
Αλεξάνδρεια και όλη την Ανατολή στο Πασχάλιο και ειδικότερα στον εορτασμό του
455 (24 Απριλίου) ή θα προκαλέσει σχίσμα. Η Ρώμη υπάκουσε και γιόρτασε το 455
στις 24 Απριλίου.
Όμως σημαντικότατη είναι η
παρατήρηση, ότι ο Λέων το 451, παρόλο που έστειλε την διαμαρτυρική επιστολή
στον Αυτοκράτορα, συμμετείχε στην Δ΄
Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας χωρίς να προβληθεί ζήτημα κάποιας τάχα
δογματικής ανατροπής περί της ενότητας της Εκκλησίας λόγω της εκκρεμότητας του
μη ταυτόσημου χρόνου εορτασμού του Πάσχα ακόμα και μετά το 455.
Στη Ρώμη που είχε το δικαίωμα
αναγγελίας της ημερομηνίας του Πάσχα του επόμενου χρόνου οι πασχάλιες λίστες του Βικτωρίου είχαν στις
ενδείξεις πολλών ετών διπλές ημερομηνίες. Ήταν υπόθεση του εκάστοτε Πάπα να
ορίσει την τελική ημερομηνία του Πάσχα. Αυτό το δικαίωμα του έδινε μία δύναμη,
η οποία επεκτάθηκε και στον πολιτικό τομέα. Το έτος 498 η σύγκλητος εξέλεξε
τον φιλικά στην Κωνσταντινούπολη προσκείμενο Λαυρέντιο σαν αντιπάπα, ενώ ο
πάπας Σύμμαχος είχε πάρει το μέρος του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου. Ο
Σύμμαχος επεδίωξε να ασκήσει την επιρροή του εκτός από την πολιτική και στο
θέμα του ημερολογιακού ορισμού του Πάσχα. Έτσι ενώ το έτος 501 το Πάσχα έπρεπε
να γιορτασθεί, σύμφωνα με την λίστα του Βικτωρίου και τις μετρήσεις των
Αλεξανδρινών, στις 22 Απριλίου ο Σύμμαχος το γιόρτασε στις 25 Μαρτίου, όπως το όριζε η παλαιορωμαϊκή
Supputatio.[38]
Το έτος 514, ο εκλεγμένος Πάπας
Χορσμίδας άλλαξε πάλι την διπλωματία της Ρώμης και την έκανε φιλοβυζαντινή.
Γι’αυτόν τον λόγο απευθύνθηκε στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για να ορίσουν
από κοινού το Πάσχα του έτους 520. Η ημερομηνία
19 Απριλίου επιβεβαιώθηκε και πιστοποιήθηκε στα Πασχαλινά χρονικά. Κανονικά δεν υπήρχε πρόβλημα με
αυτήν την ημερομηνία, γιατί και ο Βικτώριος την είχε ορίσει στην λίστα του. Ο
Πάπας όμως το έκανε για δύο λόγους: α) Για να επιτύχει την ενότητα του
εορτασμού σε Ανατολή και Δύση, β) για να μάθει πιο πολλές λεπτομέρειες για τον
τρόπο ορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα από τους Αλεξανδρινούς, πράγμα που
φανερώνει, ότι στην Δύση δεν ήταν ακόμα όλες οι λεπτομέρειες γνωστές, συνεπώς
οι διαφοροποιήσεις συνεχίζονταν.
Ο Διονύσιος ο Μικρός (Dionysius
Exiguus) έζησε ανάμεσα στο 470 και 540 μ.Χ. Καταγόταν από την σημερινή
Δοβρουτσά της Ρουμανίας. Εκεί εκάρη μοναχός και έζησε μέχρι το 496 περίπου,
όταν με πρόσκληση του πάπα Γελάσιου Α', ήρθε στην Ρώμη για να αναλάβει μια
γραμματειακή θέση στην παπική αυλή. Ο λόγος για τον οποίο τον κάλεσε ο πάπας
ήταν η εξαιρετική του μόρφωση. Υπήρξε σπουδαίος θεολόγος, μαθηματικός,
αστρονόμος, ασχολήθηκε με την συγκέντρωση και την καταγραφή κανόνων και
δογμάτων που θεσπίστηκαν από τους πάπες από την εποχή του Σιρίκιου (384-389)
μέχρι τον Αναστάσιο Β' (496-498), ενώ μετέφρασε και στην λατινική πολλά έργα
Ελλήνων συγγραφέων (κάποια απ' αυτά έφτασαν μέχρι τις μέρες μας χάρη σ' αυτές
τις μεταφράσεις). Το 525 μ.Χ. ο Πάπας Ιωάννης
Α΄, συνειδητοποιώντας πως οι Αλεξανδρινές Πασχάλιες δέλτοι κόντευαν να λήξουν ζήτησε από τον Διονύσιο
τον Μικρό να ετοιμάσει μια συνέχεια των Αλεξανδρινών δέλτων για τα έτη μετά το
531 μ.Χ. και έτσι η εντολή της Α΄ Οικουμενικής να συντάσσει τα Πασχάλια η
εκκλησία της Αλεξάνδρειας δεν εφαρμοζόταν πλέον. Άλλωστε οι πασχάλιες επιστολές
της Αλεξάνδρειας έπαψαν να εκδίδονται μετα το 451 μ.Χ. όταν η Αλεξάνδρεια
περιήλθε στα χέρια των Μονοφυσιτών.[39] Ο
Διονύσιος άρχισε τις έρευνες του και το έργο του, το οποίο τελικά
πραγματοποίησε μετά από καιρό, επικράτησε σε όλην την αυτοκρατορία. Ο Διονύσιος ανακάλυψε ότι η ημερομηνία του
Πάσχα του 526 ήταν προβληματική, μιας και μεταξύ του υπολογισμού με το
ημερολόγιο της εποχής του Διοκλητιανού[40]
και του υπολογισμού με το Κοπτικό ημερολόγιο της Αλεξανδρείας, προέκυπτε διαφορά (γιατί η κοπτική 1 Ιανουαρίου δεν
ήταν ίδια με την Ρωμαϊκή) την οποία θέλησε να διορθώσει.[41]
Ο Βενεδικτίνος Beda Venerabilis, ολοκλήρωσε
τον πίνακα του Διονυσίου (532–626) σε ένα δεύτερο αλεξανδρινό κύκλο (Zyklus
(532–1063). Η ημερολογιακή αλλαγή του Διονυσίου του Μικρού έγινε δεκτή από την
αυτοκρατορία και την Εκ-κλησία.[42]
Μετά τον θάνατο του Πάπα Ιωάννη
Α΄, οι διάδοχοι του απέρριψαν το σύστημα
του Διονυσίου, μέχρι που το 731 μ.Χ. περίπου,
υιοθετήθηκε εκ νέου από τον Βέδα τον Αιδέ-σιμο και εμφανίστηκε πάλι ο
εορτολογικός συντονισμός περί του Πάσχα σε ανατολική και δυτική εκκλησία.[43]
Το τέλος της ημερολογιακής
διαμάχης
Ο Διονύσιος ο Μικρός κατάφερε να κάνει τις
Αλεξανδρινές ημερολογιακές μετρήσεις κατανοητές και για τους Λατίνους. Έτσι
έγιναν οι αποφάσεις της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας παντού δεκτές.[44]
Γενικά η εργασία
του Διονυσίου για την μέτρηση της ημερομηνίας του Πάσχα μπορεί να κατάνοηθεί
σε πέντε κύριες πηγές[45],
στις οποίες πάντα τονίζει την αυθεντία και την ακρίβεια των 318 Πατέρων της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου αλλά και του Μ. Αθανασίου και Κυρίλλου.
Το
562 δημοσιεύτηκε ένας μικρός πασχαλινός Κανόνας, ο οποίος λανθασμένα
αποδίδεται στον Κασσιόδωρο. Γεγονός είναι ότι από τα μέσα του 6ου
αιώνα όλη η Ανατολή γιόρταζε το Πάσχα κατά την Αλεξανδρινή μέτρηση. Οι Τεσσαρεσκαιδεκατίτες
όπως και οι Πρωτοπασχίτες είχαν εξα-φανισθεί. Αλλά και στην Βόρεια Ιταλία, το
Μιλάνο, την Ραβέννα κ.α. ακολουθούσαν τον εορτασμό του Πάσχα της Ανατολής. Οι
Πάπες είχαν μεν το δικαίωμα να ανακοινώ-νουν το Πάσχα κατά την βούληση τους,
ακολουθούσαν όμως τον δρόμο της ενότητας.[46]
Όταν ο βασιλιάς
της Νορθούμπρια Oswy (ο οποίος επανέφερε την λειτουργική παράδοση της
αυτοκρατορίας) γιόρταζε το 664 το Πάσχα, η βασίλισσα του γιόρταζε την Κυριακή
των Βαΐων, γιατί η καταγωγή της ήταν από το Κεντ, το οποίο ακολουθούσε τον
ρωμαϊκό κύκλο, ενώ ο Oswy τον κελτικό του Βικτωρίου. Στην σύνοδο του Whitby το 664 ο Oswy και οι επίσκοποι, Chad του York και Colman του Lindisfarne, υποστήριξαν το
κελτικό, ιρλανδοσκωτσέ-ζικο πασχάλιο, ενώ την Ρώμη υποστήριξαν οι γιοί του Oswy Ealhfrith, Wilfrid και ο επίσκοπος Agilbert. Οι Κέλτες είχαν ως βάση τους τον Αγ. Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Αγ. Co-lumba, ενώ οι πρίγκιπες τον
Αγ. Πέτρο και την Σύνοδο της Νικαίας. Τελικά ο βασιλιάς δήλωσε ότι δεν τολμάει
να τα βάλει με τον Αγ. Πέτρο και αποδέχθηκε το Πασχάλιο του Διονυσίου του
Μικρού.[47]
Μια πιθανή ένσταση των
Παλαιοημερολογιτών μπορεί να είναι: Ναι, αλλά αυτό το Ημερολόγιο κάποτε, μετά
από τόσες αλλαγές, έγινε Παράδοση της Εκκλησίας. Σύμφωνοι, αλλά όπως
αποδείχτηκε, αυτή η παράδοση δεν είχε δογματικό χαρακτήρα και δεν έθιγε την
λειτουργική ενότητα της Εκκλησίας. Αν θιγόταν η λειτουργική και δογματική
ενότητα, θα το είχαν παρατηρήσει οι θυσιασθέντες χαριτωμένοι Άγιοι των
προηγούμενων αιώνων και δεν θα περίμεναν τον Χρυσόστομο Καβουρίδη και τους
ομοίους τους να το εφεύρουν. Γι’ αυτό και η Εκκλησία (όλες οι άλλες τοπικές
Εκκλησίες που παρέμειναν στο Παλαιό) δεν διέκοψαν την κοινωνία με την Εκκλησία
Ελλάδος που προχώρησε μονομερώς
στην αλλαγή, οικονομώντας την κατάσταση. Εκτός από τους Παλαιοημερολογίτες,
που χωρίς να υπάρχει αίρεση, και αναλαμβάνοντες να δράσουν ως «η Εκκλησία» διέκοψαν την κοινωνία με όλες τις τοπικές Εκκλησίες κι όχι μόνο
με την καινοτομούσα Εκκλησία της Ελλάδος.
Και όπως, κάθε διόρθωση του
ημερολογίου γινόταν παράδοση της
εκκλησίας, έτσι και εκείνη του 1923 έγινε, κατά κάποιο τρόπο, παράδοση της
εκκλησίας που και πάλι στο μέλλον, μπορεί για κάποιους λόγους να αλλάξει, εφ΄
όσον δεν είναι δόγμα.
Η
Γαλατία κράτησε τον υπολογισμό του Βικτώριου ακόμα και μετά την επικράτηση των
αλλαγών του Dionysius Exiguus.[48]
Οι Βρετανοί κράτησαν και αυτοί τον Κύκλο
των Ρωμαίων με κάποιες βελτιώσεις του Sulpitius Severus πράγμα που προκάλεσε
αναστατώσεις που μεταφυτεύ-τηκαν στην Γαλατία μέσω του Αγίου Columban. Μόλις το
729 μ.Χ. δέχθηκαν οι Βρετανοί τον 19ετή κύκλο του και τελικά στο τέλος του 8ου
αιώνα τόν κοινό εορτασμό του Πάσχα.[49]
Επιτέλους οι διαμάχες είχαν τελειώσει και η αυτόκρατορία γιόρταζε πια ενωμένη
την Ανάσταση του Κυρίου.[50]
Συμπεράσματα
Άν προσθέσουμε τα τριακόσια
χρόνια της Εκκλησίας μέχρι την Α΄Οικουμενική Σύνοδο και τα τετρακόσια χρόνια
που χρειάστηκαν ώστε ο Πασχάλιος Κανόνας της Α΄ Οικουμενικής να καθιερωθεί σε
όλη την Εκκλησία, συμπεραί-νουμε ότι επί
επτακόσια χρόνια ανάμεσα στις Εκκλησίες σποραδικά
υπήρχε ταυτόχρονος εορτασμός στην εορτή του Πάσχα. Από την Α΄ Οικουμενική
έως περίπου το 800 μ.Χ., έλαβαν χώρα άλλες 6 Οικουμενικές Σύνοδοι και πολ-λές
Τοπικές. Ποτέ δεν τέθηκε θέμα ότι τάχα έχει διασπα-στεί η ενότητα της Εκκλησίας
και μάλιστα να προκύψει και σχίσμα.
Σε αυτούς τους αιώνες όχι μόνο
κανείς από τους μεγάλους αγίους και διδασκάλους της Εκκλησίας δεν θεώρησε το
ζήτημα δογματικό, ή μια θανατηφόρα αθέτηση του δόγματος της ενότητας και
αθέτηση των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής, άλλα αντιθέτως αδιαφόρησαν για αυτήν
την «λειτουργική αταξία» που για τους παλαιοημερολογίτες ήταν και είναι ζήτημα
σωτηρίας. Γράφει ο Μητρ. Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανός: «Είναι αυτό [δηλ. η εορτολογική
διαφορoποίηση]
ενότης πίστεως; Είναι αυτό «Μία» Εκκλησία;
Είναι κοινή λατρεία; Κοινή θρησκεία;».[51]
Δυστυχώς για αυτόν η απάντηση είναι καταφατική, όπως αποδεικνύουν τα ιστορικά
στοιχεία.
Όταν ο Μ. Αθανάσιος εξορίζονταν
από τη σύνοδο της Τύρου το 336, κατέφυγε στη Γαλλία (Τρέβη) για να τύχει
υποστήριξης από την Τοπική Εκκλησία. Το ίδιο πράττει το 339 πηγαίνοντας στη
Ρώμη[52].
Το 352 προσκαλείται πάλι στη Ρώμη από τον Πάπα Λιβέριο για την συζήτηση της υποθέσεως
του διωγμού του. Και με τον ιερό
Χρυσόστομο συμβαίνει κάτι ανάλογο, όταν διωκόμενος από τη σύνοδο της Δρυός
καταφεύγει δια επιστολών στον Πάπα Ιννοκέντιο, στους επισκόπους Βενέριο του
Μιλάνο και Χρωμάτιο Ακυληίας. Το ίδιο πράττει πολύ αργότερα και ο άγιος
Μάξιμος ο Ομολογητής στην επιδίωξη του για σύγκλιση συνόδου στην Ρώμη κατά των
Μονοθελητών. Κανείς από τους άγιους Πατέρες δεν κατάγγελλε την άλλη Εκκλησία
(της Ρώμης εν προκειμένω) ως σχισματικής, ή ως καταπατούσας την Α΄Οικουμενική
ή τον Ζ΄Αποστολικό, ή τον Α΄Αντιοχείας, ή το 9ο άρθρο του Συμβόλου
της Πίστεως περί της ενότητας, αλλά κοινωνούσαν με αυτήν. Και αν αυτή ήταν η
στάση τους για το σοβαρότατο θέμα του εορτασμού του Πάσχα, μπορούμε να
φανταστούμε το πόσο υποδεέστερο θέμα θεωρούσαν τις από το Πάσχα παρελκόμενες
εορτολογικές μεταβολές. Τα αγιολόγια της Εκκλησίας βρίθουν από αγίους αυτών
των αιώνων και διάφορων γεωγραφικών περιοχών που δεν βίωναν πάντα μεταξύ τους
τον κοινό πασχάλιο εορτασμό ακόμα και μετά την Α΄Οικουμενική. Άλλωστε η έννοια
της λειτουργικής ενότητας ως δόγμα, δεν εμφανίζεται ούτε στη δογματική του
αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού,[53]
ούτε στη δογματική το αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων[54], ούτε
στην νεότερη βιβλιογραφία της Ορθόδοξης Δογματικής.
Η σύνδεση του χρονικού
λειτουργικού συντονισμού ανάμεσα στις Εκκλησίες, ήταν πάντα στόχος και ζητούμε-νο,
όμως ποτέ οι άγιοι μας δεν του έδωσαν σωτηριολογικό περιεχόμενο, όπως το έκαναν
κάποιοι επίσκοποι, κληρικοί και λαϊκοί το 1924.
Η
Εκκλησία έχει αποκλειστικό δικαίωμα να καθορίζει τις ημερομηνίες των διαφόρων
εορτών. Όμως δεν είναι αντικείμενο της να καθορίζει το πότε είναι οι ισημερίες,
οι πανσέληνοι, πότε αρχίζουν ή τελειώνουν οι εποχές και οι μήνες του έτους,
κάτι που αποτελεί αντικείμενο της αστρονομικής επιστήμης. Η Εκκλησία δέχεται
και πρέπει να δέχεται το αστρονομικό
ημερολόγιο, στο οποίο προσαρμόζει, με αποκλειστική της ευθύνη το
εορτολόγιο. Αυτό μας αποδεικνύουν και όλα τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία που
παραθέσαμε.
Λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «Εί τω δείνα μηνί, εί τω δείνα μηνί,
εορτάσητε το Πάσχα ουδείς ποτέ εκολάσθη ουδέ ενεκλήθη [ούτε κλήθηκε σε
απολογία]». Συνεπώς και οι εορτές που
είναι συνδεδεμένες χρονικά με την εορτή του Πάσχα, και ο εορτασμός όλου του
υπολοίπου εορτολογίου είναι άσχετος με την σωτηρία και τα δόγματα, όπως έχουν
δογματοποιήσει οι παλαιοημερολογίτες.[55]
[1] Άπαντα, Χρ.Καβουρίδου, τ. Α΄, σελ. 106, εκδ.Ι.Μ.Αγ.Νικοδήμου
Ελληνικού Γορτυνίας, 1997.
[2] Ό.ά. σελ.119.
[3] Ό.ά. σελ. 115.
[4] π. Νικολάου Δημαρᾶ, Περιοδικό
Ἅγιοι Κολλυβάδες, τεῦχος 28, σελ. 22.
[5] Θεοδωρήτου Ιερομονάχου, Παλαιόν και Νέον, σελ.27, Αγιον όρος
2000
[6] Ό.ά. σελ.210-211.
[7] Θεοδωρήτου Ιερομονάχου,
ό.ά. σελ. 28.
[8] Ό.ά. σελ.163.
[9] πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομου, Θέσεις του εορτολογικού ζητήματος…..,
σελ. 55.
[10] π. Β. Σακκά,Απάντηση εις τον αιδεσ. π.Ε. Θεοδωρόπουλο,
1969, σελ. 15.
[11] Ό.ά. σελ.165.
[12] P.G. 49,358, § 4-5.
[13]Δρ. ΣιαμάκηςΚ.
http://www.philologus.gr/2008-08-02-10-20-04/37--sp-736/293-2016-10-04-20-07-16.
[15] Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδου, Ἱστορική
καί κανονική θεώρησις..., σελ. 137.
[16] Στην
Ανατολή δέχτηκαν ως ισημερία την 21η
Μαρτίου και ως Πασχάλιο κύκλο τον 19ετή. Ενώ στην Δύση δέχτηκαν ως
ισημερία την 17η Μαρτίου και ως Πασχάλιο κύκλο τον 84ετή.
[17] Φ.
Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος α΄, § 84, 3, σελ. 306.
[19] Εόρτιος επιστολή
Αλεξανδρείας Αθανασίου. Προοίμιον.
[21] Chronikon paschale, S. 9, ed. Dindorf I.
[22] Αδ.Τσακίρογλου από E. Schwartz, Zur Kirchengeschichte des 4. Jahrhunderts, ZNW 34 (1935) 129-213 (198) =
ders., Ges. Schr. IV,
Berlin 1960, 1-110 (91).
[24] Αδ. Τσακίρογλου, Henry R. Persival, The Seven Ecumenical
Councils of the Undivided Cherch, 1991, p.55.
[25]
Μητρ. Κυζίκου Καλλίνικου, Η Πρώτη εν
Νικαία Οικουμενική Σύνοδος,σ. 325.
[26] Αδ. Τσακίρογλου, Martin Heimgartner, Der Ostertermin der
sogenannten «Protopaschiten» in der dritten Rede gegen die Juden von Johannes
Chrysostomus, ThZ, 2/60, 2004.
[28] Αδ. Τσακίρογλου, Το κείμενο υπάρχει στην συριακή γλώσσα στον Κώδικα Parisinus syr. 62 και στην λατινική στον Theodosius Diaconus, 60 (7ος αιώνας) της βιβλιοθήκης Capitolare της Βερόνας.
[29] Geoffry Moorhouse, Sun Dancing, New York Harcourt Brace , 1997,p.216.
[34] Α. Δελήμπαση, Πάσχα
Κυρίου, σελ. 459.
[35] Μητρ. Κυζίκου Καλλίνικου,
Η Πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος,
σελ. 325.
[36] Δελικάνη Κ., Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος.
[37] Εορτάζει 18 Φεβρουαρίου.
[38] λατ. τρόπος υπολογισμού.
[39] Θ.Η.Ε. τ.10, σ.117-118.
[40] Ευσέβιος Καισαρείας, ημερολόγιο με βάση την
εποχή των Μαρτύρων.
[41] Εκτός αυτού δεν ήθελε να συνδέσει το όνομα
του μισητού Διοκλητιανού με τον εορτασμό του Πάσχα. Για την εργασία του είχε
στην διάθεση του ένα μεγάλο αρχείο πηγών. Μετάφρασε στα Λατινικά τα έγγραφα που
έλαβε ο πάπας Χορσμίδας και το 525 έκδοσε το έργο του που μετρούσε πια από το
έτος γεννήσεως του Κυρίου, την 3η Ινδικτίωνα, στην υπατεία του
Πρόμπριου. Εκτός αυτού διέθετε και έναν πίνακα για τον 13 Κύκλο της
Διοκλητιανής εποχής (229–247 = 513–531 μ. Χ.). Ενδιάμεσα όμως είχε συγγραφεί
από τον αιγύπτιο μοναχό Ανιανό ο Αλεξανδρινός κύκλος των 532 ετών (532 = 19 ×
28), οποίος ένωνε τον 19ετή Μετωνικό Σεληνιακό κύκλο με τον 28ετή ηλιακό κύκλο.
Ο Διονύσιος ανακάλυψε το έτος 241 (εποχή του Διοκλητιανού) δηλ το έτος 525, το
ακόλουθο: Με το έτος 247 (εποχή του Διοκλητιανού) δηλ. το έτος 531 θα κλείσουν
13 Μετωνικοί κύκλοι. Ήξερε όμως από τις πηγές του, ότι θα έπρεπε να έχουν
περάσει 15 Μετωνικοί κύκλοι. Αποφάσισε λοιπόν να αρχίσει τους χρονολογικούς του
πίνακες από το έτος 248 (εποχή του Διοκλητιανού) με τον αρχή του χρόνου από την
1 Ιανουαρίου (ρωμαϊκή μέτρηση) δηλ. 4 μήνες αργότερα από την κοπτική 1
Ιανουαρίου (1. Tout) με την αναφορά «anni
ab incarnatione Domini» «από την ενσάρκωση του Κυρίου».
[42] Αδ. Τσακίρογλου, Michael Richter: Dionysius
Exiguus. In: Theologische
Realenzyklopädie (TRE). Band 9, de Gruyter, Berlin/New York
1982).
[45] Στην
επιστολή προς τον επίσκοπο Πετρόνιο (άγνωστος σε εμάς επίσκοπος), στους πασχάλιους
πίνακες του Κυρίλλου, στα Argumenta paschalia των Αιγυ-πτίων, στην επιστολή
προς τον πριμικάριο Βονιφάτιο και τον Μπόνους, στα έγ-γραφα περί της πασχάλιας
διαμάχης για τα έτη 444 και 445 μ.Χ. (Αδ.Τσακίρογ-λου).
[46] Αδ.Τσακίρογλου, Beda Venerabilis, Historia
ecclesiastica gentis Anglorum, III, 29, in MPL 95, Sp. 168 ff.: "Quamobrem
oportet vestram celsitudinem, utpote membrum existens Christi, in omnibus piam
regulam sequi perenniter principis apostolorum, sive in pascha celebrandum sive
in omnibus quae tradiderunt sancti apostoli Petrus et Paulus, qui ut duo
luminaria caeli illuminant mundum, sic doctrina eorum corda hominum quotidie
inlustrat credentium").
[47] Arnold Angenendt: Das Frühmittelalter. Die abendländische Christenheit von 400 bis 900. Stuttgart
2001. S. 226f.
Nicole Zeddies: Häresiegesetzgebung in der Spätantike und
im frühen Mittelalter. In: Christoph Auffarth: Religiöser Pluralismus im
Mittelalter? Berlin 2007. S. 70.
[50] Επιπλέον βιβλιογραφία:
Schmid, Joseph, Die Osterfestberechnung in der abendländischen Kirche vom 1.
allgemeinen Konzil von Nicäa bis zum Ende des VIII. Jahrhunderts =
Strassburger theologische Studien IX,
1,Freiburg 1907
Grosjean, P. La date des Pâques et le Concile
de Nicée, in: Bulletin de la classe des sciences de l'académie royale de
Belgique, sér. 5, 48 (1962), 55-66 , reprinted in: Ciel et Terre; Bulletin
de la Société Belge d'Astronomie, de Météorologie et de Physique du Globe, 78
(1962), 20-30. Hilgenfeld, Adolf, Der Paschastreit
der alten Kirche, Halle 1860. Jones, Charles
W. (Hrsg.), Bedae Opera De Temporibus, Cambridge, Massachusetts 1943.
Krusch, Bruno, Studien zur
christlich-mittelalterlichen Chronologie. Die Entstehung unserer heutigen
Zeitrechnung. I. Victorius. Ersatz der fehlerhaften Ausgabe Mommsens in den
M.G. II. Dionysius Exiguus, der Begründer der christlichen Ära, [ Abhandlungen
der Preussischen Akademie der Wissenschaften, phil. - Hist. Klasse, Jahrgang
1937, Nr. 8], Berlin 1938.
Mahler, Eduard, The Subject of Easter at the Councils
of Nice and of Antioch
in: Proceedings of the Society of Biblical Archæology, 26 (1904), 153-162 und 197-206, London 1904.
in: Proceedings of the Society of Biblical Archæology, 26 (1904), 153-162 und 197-206, London 1904.
Schwartz, Eduard,Osterbetrachtungen,in:
Zeitschrift für die neutestamentliche Wissenschaft und die Kunde des
Urchristentums, Bd. VII, 1906, S. 1 – 33,Gieszen 1906.
Strobel, August,Ursprung und Geschichte des
frühchristlichen Osterkalenders
[Texte und Untersuchungen zur Geschichte altchristlicher Literatur, Bd. 121],Berlin 1977.
[Texte und Untersuchungen zur Geschichte altchristlicher Literatur, Bd. 121],Berlin 1977.
van de Vyver, Andre, L'évolution du comput
alexandrin et romain du IIIe au Ve siècle
in: Revue d'histoire ecclésiastique, 52 (1957), 5-25.
in: Revue d'histoire ecclésiastique, 52 (1957), 5-25.
[51] Ιερ.Θεοδώρητος Μαύρος, Παλαιόν και Νέον, σελ. 30.
[52] Μ. Αθανάσιος ,σελ.149 εκδ. ΖΩΗ
[53] «Έκδοσις
ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως».
[54] Στις Κατηχήσεις.
[55]Περιοδικό Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί
Μαρτυρία, τεῦχος 14, σελ. 22. Χρυσοστόμου πρώην Φλωρίνης, Ἀκριβής θέσις
τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος, σελ. 12. Περιοδικό Ὀρθόδοξος Ἔνστασις καί
Μαρτυρία, τεῦχος 15, σελ. 28. Εὐγενίου Τόμπρου, Ὑπόμνημα τῆς ἁγίας καί
ἱερᾶς συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, σελ. 11.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.