Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

«Ή ΘΕΟΣ ΠΑΣΧΕΙ Ή ΤΟ ΠΑΝ ΑΠΟΛΛΥΤΑΙ»!.. ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ.



«Ή ΘΕΟΣ ΠΑΣΧΕΙ

Ή ΤΟ ΠΑΝ ΑΠΟΛΛΥΤΑΙ»!..


Ο Άγιος Iερομάρτυς Διονύσιος, πολιούχος Αθηνών, μέλος της «εξ’ Αρείου Πάγου βουλής» υπερείχε πάντων στον πλούτο την δόξα, την σύνεση, την σοφίαν. Ήτο μετρίου αναστήματος ισχνός, με χρώμα δέρματος λευκόν υποκίτρινο, η μύτη του κάπως πλατιά, συμμαζεμένα τα φρύδια του. Είχε μάτια βαθουλωτά και μεγάλα αυτιά, λευκά μαλλιά και πλούσια, η δε γενειάδα του λευκή και αυτή μακριά, κάπως αραιή και τα δάκτυλα των χειρών του ήσαν μακριά.

Σε νεαρή ηλικία βρέθηκε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου (κοντά στο σημερινό Κάιρον) ακριβώς την εποχή της Σταυρώσεως του Κυρίου. Την Μεγάλη εκείνη Παρασκευή, την ώρα της Σταυρώσεως του
Χριστού αν και μεσημέρι, σκοτίσθηκε ο ήλιος "Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γὴν ἕως ὥρας ἐνάτης"(Ματ. Κζ 45). Ο Διονύσιος συγκλονίσθηκε από το παράδοξο αυτό φαινόμενο και αναφώνησε: «Ή Θεός πάσχει ή το πάν απόλλυται» (ή ο Θεός υποφέρει ή χάνεται το παν)! Σημείωσε δε με επιμέλεια την ημέρα και ώρα του υπερφυσικού αυτού γεγονότος του σκοτισμού του Ηλίου.


Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, ήκουσε το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, να μιλά για εκείνο το υπερφυσικό σκοτάδι κατά την Σταύρωση του Κυρίου, διαλύοντας κάθε αμφιβολία για την εγκυρότητα της νέας του Πίστεως!.. Βαπτίσθηκε, με την οικογένειά του κατά το έτος 52. Ανεφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (ιζ 34) «τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶΔιονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶγυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶἕτεροι σὺν αὐτοῖς». Χειροτονήθηκε Επίσκοπος Αθηνών, διαδεχθείς τον Άγιο και σοφόν Ιερόθεο. Από τον προκάτοχό του εδιδάχθη πολλά στοιχεία της πίστεως, θεία και απόρρητα μυστήρια. Παρατίθενται, ευθύς αμέσως τινά εξ’ αυτών, προερχόμενα από σύγγραμμά του.


Γράφει ο Άγιος Διονύσιος: «Όταν κάποτε πήγα στην Κρήτη, με φιλοξένησε ο ιερεύς Κάρπος, ο οποίος ήτο πολύ ενάρετος, είχε καθαρότατη διάνοια και, έτσι, με την χάρη του Θεού, ήτο καταλληλότατος σε θεοπτίες. Ο ιερεύς δε αυτός δεν άρχιζε ποτέ την θεία Λειτουργίαν αν προηγουμένως, δηλαδή κατά την ώρα που έκανε την προετοιμασία και διάβαζε τις σχετικές ευχές, δεν εμφανιζόταν σ’ αυτόν κάποια ιερή και ευμενής οπτασία. Μου έλεγε λοιπόν ο ιερεύς αυτός ότι κάποτε τον είχε πικράνει κάποιος άπιστος, επειδή απέσπασε από την Εκκλησία έναν χριστιανό και τον παρέσυρε στην αθεΐα.


Και ενώ είχε την πικρίαν αυτή, δεν προσευχήθηκε, καθώς έπρεπε να πράξει, για τους δύο αυτούς ανθρώπους και να ζητήση την βοήθεια του Θεού, ώστε να μπορέση τον μεν παρασυρθέντα στην απιστία να τον επαναφέρη στους κόλπους της Εκκλησίας, τον δε άπιστο να τον προσελκύση στην πίστη του Χριστού· ούτε πήρε την απόφαση να τους νουθετή αδιαλείπτως και διά βίου, ώστε να τους οδηγήση στην θεία γνώση. Αλλά, μου έλεγε, τέτοιο πράγμα δεν το είχε ξαναπάθει, δηλαδή το ότι έπεσε και κοιμήθηκε αγανακτισμένος και με την πικρία στην ψυχή του. Και εγώ βέβαια δεν γνωρίζω πώς ενστάλαξε στην ψυχή του τέτοια δυσμένεια και πικρία.


»Συνεχίζοντας λοιπόν ο Κάρπος, μου είπε ότι κοιμήθηκε αμέσως μόλις ενύκτωσε. Περί το μεσονύκτιο ξύπνησε, για να ψάλη την ώραν εκείνην, όπως συνήθιζε, τους θείους ύμνους. Όμως κατά την ώραν αυτή της προσευχής του στενοχωρούνταν, χωρίς να πρέπει, και δυσανασχετούσε συλλογιζόμενος ότι δεν ήτο δίκαιο να ζουν άνθρωποι άθεοι, που διαστρέφουν τις άγιες και ορθές οδούς του Κυρίου. Σκεπτόμενος δε αυτά, παρακαλούσε το Θεό να ρίξη έναν κεραυνό και να κατακαύση δια μιάς και τους δυό τους χωρίς οίκτο.


»Και ενώ αυτά συλλογιζόταν, του φάνηκε ξαφνικά πως σείσθηκε ολάκερη η οικία στην οποία βρισκόταν. Εν συνεχεία δε η οικία εκείνη διαιρέθηκε σε δύο μέρη, από την οροφή μέχρι και τα θεμέλια, ενώ μία πολύφωτη φλόγα πυρός που ξεκινούσε από τον ουρανό, έφτανε μπροστά στην οικία. Ο τόπος εκείνος έδινε την εντύπωση πως ήταν υπαίθριος. Ο ουρανός φαινόταν ανοικτός και πάνω του καθόταν ο Ιησούς Χριστός. Γύρω δε από τον Ιησού παρίσταντο αναρίθμητοι άγγελοι με ανθρώπινη μορφή. Αυτά λοιπόν έβλεπε κοιτάζοντας προς τα πάνω και θαύμαζε.
»Όταν όμως ο Κάρπος κοίταξε προς τα κάτω, όπως μου είπε, είδε το έδαφος σχισμένο με ένα χάσμα αχανές και ολοσκότεινο. Και στην μεν άκρη του στομίου τού χάσματος αυτού είδε τους άνδρες εκείνους, τους οποίους καταριόταν λίγο πριν, να στέκωνται ελεεινοί και περίτρομοι, αφού διέτρεχαν τον άμεσο κίνδυνο να πέσουν στο βάραθρο εξ αιτίας της αστάθειας των ποδιών τους. Από τα βάθη δε του χάσματος ανέβαιναν φίδια, τα οποία άλλοτε τυλίγονταν γύρω από τα πόδια των δύο αυτών ανθρώπων και τους τραβούσαν άλλοτε τους υπογαργάλιζαν με τα δόντια τους και τους κτυπούσαν ελαφρά με τις ουρές τους και άλλοτε μηχανεύονταν διαφόρους άλλους τρόπους, όπως σφυρίγματα, σπρωξίματα από κάτω και χτυπήματα, προκειμένου να τους ρίξουν στο ολοσκότεινο βάραθρο. Φαίνονταν οι άνθρωποι αυτοί ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στο να πέσουν στο βάραθρο, είτε μόνοι τους από απελπισία, είτε πιεζόμενοι από τις ενοχλήσεις των φιδιών.


»Έλεγε δε ο Κάρπος ότι ένιωθε ευχαρίστηση να βλέπη προς τα κάτω, ενώ τα άνω που υπήρχαν στον ουρανό τα παραμελούσε και δυσανασχετούσε που ακόμη οι δύο άνδρες δεν είχαν πέσει στο βάραθρο. Και επειδή η κατάσταση αυτή δεν ελάμβανε τέλος, λυπόταν κατάκαρδα και καταριόταν. Σε κάποια στιγμή όμως ύψωσε το βλέμμα του και πάλι προς τον ουρανό και είδε τον Ιησού, όπως τον είδε και προηγουμένως. Ο Ιησούς σηκώθηκε από τον επουράνιο θρόνο Του και κατέβηκε σ’ αυτούς τους δυστυχείς ανθρώπους να τους ελεήση και να τους δώση χείρα βοηθείας. Μαζί Του πήρε και τους αγγέλους, οι όποιοι βοηθούσαν εκείνους τους δύο, πιάνοντας άλλοι τον ένα και άλλοι τον άλλο, ώστε να μη πέσουν στο χάος. Και ενώ οι άγγελοι έδιναν χείρα βοηθείας στους δύο ανθρώπους, ο Ιησούς με τεντωμένο το χέρι Του προς τα μπρος και κοιτάζοντάς τον του είπε: “Λοιπόν Κάρπε, κτύπα εμένα. Είμαι πράγματι έτοιμος να πάθω και πάλι και πολλές φορές για την σωτηρία των ανθρώπων. Πλην όμως εσύ κοίταξε και συλλογίσου αν κρίνης καλό να βρίσκεσαι στο χάος μαζί με τα φίδια και όχι στον ουρανό μαζί με τον Θεό και τους αγαθούς και φιλανθρώπους αγγέλους Του».


Επί Δομετιανού (81-96) απεκεφαλίσθη, ανερχόμενος στεφανηφόρος εις τον Μεγάλον Αρχιερέα Χριστόν. Μετά τον αποκεφαλισμό του συνέβη το εξής μέγιστο πανθαύμαστο συγκλονιστικό γεγονός: Ό Άγιος πήρε στις παλάμες του την αγία κάρα του και κρατώντας την περπάτησε περίπου δύο μίλια, αφήνοντας άφωνους τους αυτόπτες μάρτυρες. Στην αγία κεφαλή του δεν την άφησε από τα χέρια του παρά όταν συνάντησε την ευλαβέστατη χριστιανή Κατούλα, ενώπιον της οποίας εστάθη και την εναπέθεσε στις παλάμες της! Συγχρόνως με τον αποκεφαλισμό του Αγίου Διονυσίου αποκεφαλίσθηκαν και οι δύο μαθηταί του Ρουστικός και Ελευθέριος. Τα σκηνώματα των δύο αυτών αγίων, μαζί με του διδασκάλου των ο τύραννος τα άφησε άταφα, ώστε να αποτελέσουν τροφή θηρίων και ορνέων. Εν συνεχεία η ευλαβεστάτη Κατούλα περισυνέλεξε τα τίμια λείψανα και τα διεσφάλισε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.