«Μη κλαίε» (Λουκ. 7,13)
Μητροπ. Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Μην κλαίτε τους νεκρούς, κλάψτε τους ζωντανούς!
ΘΑ σᾶς πῶ ἁπλᾶ λόγια, καὶ θέλω νὰ προσέξετε.
Ἀκούσατε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε μόνο ἕνα θαῦμα. Ἔκανε μυριάδες θαύματα. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης; μετρᾷς τὰ φύλλα τῶν δέντρων; μετρᾷς τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ; Ἄλλο τόσο κι ἀκόμη πιὸ δύσκολο εἶνε νὰ μετρήσῃς τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀκούσατε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ μᾶς διηγεῖται ἕνα θαῦμα.
Ὁ Χριστὸς δὲν ἔκανε μόνο ἕνα θαῦμα. Ἔκανε μυριάδες θαύματα. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης; μετρᾷς τὰ φύλλα τῶν δέντρων; μετρᾷς τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ; Ἄλλο τόσο κι ἀκόμη πιὸ δύσκολο εἶνε νὰ μετρήσῃς τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ.
Δὲν εἶνε μόνο τὰ θαύματα ποὺ διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο· αὐτὰ εἶνε τὰ λιγώτερα. Ὁ Χριστιανισμὸς εἶνε γεμᾶτος θαύματα. Ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ μας εἶνε αἰωνία· θαυματουργοῦσε, θαυματουργεῖ καὶ θὰ θαυματουργῇ. Ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).
Ἐγώ, ὕστερα ἀπὸ τόσα θαύματα ποὺ ἔγιναν στὸν κόσμο, ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι.
* * *
Τὸ θαῦμα ποὺ μᾶς διηγεῖται σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα.
Ὁ Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, δὲν ἔμενε σ᾿ ἕνα μέρος. Πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις καὶ χωριά, γιὰ νὰ διδάξῃ, γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ τοὺς ἀρρώστους, προπαντὸς ὅμως γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ κάτι ἀκόμα μεγαλύτερο.
Τὸ μεγαλύτερο δὲν εἶνε νὰ γίνῃς καλὰ καὶ νὰ ζήσῃς ὀγδόντα, ἐνενήντα, ἑκατὸ χρόνια. Τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν. Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ πεθάνῃ χωρὶς ν᾿ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸ Χριστὸ ―μὲ τὸ στόμα τοῦ πνευματικοῦ― τὸ «Τέκνον, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι». Ἔχουμε ἕνα μεγάλο χρέος. Κάθε ἁμαρτία μας εἶνε ἕνα χρέος.
Ὁ Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, δὲν ἔμενε σ᾿ ἕνα μέρος. Πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις καὶ χωριά, γιὰ νὰ διδάξῃ, γιὰ νὰ κάνῃ καλὰ τοὺς ἀρρώστους, προπαντὸς ὅμως γιὰ νὰ τοὺς δώσῃ κάτι ἀκόμα μεγαλύτερο.
Τὸ μεγαλύτερο δὲν εἶνε νὰ γίνῃς καλὰ καὶ νὰ ζήσῃς ὀγδόντα, ἐνενήντα, ἑκατὸ χρόνια. Τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν. Ἀλλοίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ θὰ πεθάνῃ χωρὶς ν᾿ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸ Χριστὸ ―μὲ τὸ στόμα τοῦ πνευματικοῦ― τὸ «Τέκνον, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι». Ἔχουμε ἕνα μεγάλο χρέος. Κάθε ἁμαρτία μας εἶνε ἕνα χρέος.
Γλέντησε, ἄνθρωπε, φάγε καὶ πιές. Θὰ πεθάνῃς μιὰ μέρα, κι ἀλλοίμονό σου ἂν πεθάνῃς μὲ ἀνεξόφλητο τὸ χρέος σου.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς πήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό· γιὰ νὰ διδάξῃ, νὰ παρηγορήσῃ, νὰ θεραπεύσῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσῃ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν.
Ἔτσι περπατώντας ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς του ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὴ Ναΐν. Ἐκεῖ εἶδε συγκεντρωμένο κόσμο πολύ.
Τί ἦταν, γάμος; Ὤ, ἂν ἦταν γάμος, θ᾿ ἀκούγονταν βιολιὰ καὶ χοροί. Τώρα ἀκούγονταν κλάματα φοβερά.
Ἦταν κηδεία ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, ἑνὸς παλληκαριοῦ. Ἕνα λουλούδι, ποὺ δὲν ἄνοιξε ἀκόμη τὰ πέταλά του, ποὺ δὲν ἀπήλαυσε τὴ ζωή.
Δὲν εἶχε φτάσει στὰ εκοσί του χρόνια, καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ πέθανε. Νεκρὸ τώρα μέσα στὸ φέρετρο. Τὸ πῆραν στὰ χέρια καὶ τὸ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, γιὰ νὰ τὸ θάψουν στὴ μαύρη γῆ. Ἐκεῖ συνάντησε ὁ Χριστὸς τὸ χάρο, τὸ θάνατο.
Πίσω ἀπ᾿ τὸ φέρετρο ἀκολουθοῦσε μιὰ μάνα δυστυχισμένη. Δὲν εἶχε ἕξι – ἑφτὰ παιδιά. Ἕνα τὸ εἶχε καὶ μονάκριβο. Κι αὐτὴ ἦταν χήρα. Πρὶν λίγα χρόνια ἔχασε τὸν ἄντρα της. Παρηγοριά της ἔμενε τὸ παιδί. Καὶ τώρα ἐκεῖνο πέθανε, κι αὐτὴ κλαίει σπαρακτικά.
Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλος ἀγάπη, τί κάνει; Πλησιάζει τὸ φέρετρο, ποὺ τὸ κρατοῦν τέσσερις ἄντρες, καὶ λέει στὴ γυναῖκα· «Μὴν κλαῖς». Μὰ μπορεῖς σὲ μιὰ μάνα ποὺ ἔχει μπροστά της ἕνα φέρετρο νὰ πῇς, «Μὴν κλαῖς»; Εὔκολο νὰ τὸ πῇς. Ὅλοι τὸ λέμε. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε μὲ ἔργο. Ποιό ἔργο; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Τί ἔκανε;
Μὲ τὰ χέρια του τὰ παντοδύναμα ἄγγιξε τὸ νεκρὸ κορμί, ποὺ ἦταν μέσα στὸ φέρετρο. Καὶ μόλις τὸ ἄγγιξε, ἦρθε ἡ ζωή. Ἡ νεκρὴ καρδιὰ ἄρχισε νὰ χτυπάῃ. Τὰ μάτια ἄνοιξαν. Τὰ αὐτιὰ ἄρχισαν ν᾿ ἀκοῦνε. Τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια κινήθηκαν. Τινάχτηκε ὁλόκληρος.
Ὤ Θεέ μου! Ὅταν τὸ εἶδαν, ὅλοι στὴ συνοδεία φοβήθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ νὰ λένε· Τέτοιο πρᾶγμα δὲν ξανάδαμε· ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὴ γῆ!
Φαντασθῆτε τώρα τὴ χήρα, πῶς θὰ ἔπεσε καὶ θὰ προσκύνησε τὸ Χριστὸ καὶ μὲ τί λόγια θὰ ἐξεδήλωνε τὴν εὐγνωμοσύνη της.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς πήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό· γιὰ νὰ διδάξῃ, νὰ παρηγορήσῃ, νὰ θεραπεύσῃ, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσῃ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν.
Ἔτσι περπατώντας ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς του ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὴ Ναΐν. Ἐκεῖ εἶδε συγκεντρωμένο κόσμο πολύ.
Τί ἦταν, γάμος; Ὤ, ἂν ἦταν γάμος, θ᾿ ἀκούγονταν βιολιὰ καὶ χοροί. Τώρα ἀκούγονταν κλάματα φοβερά.
Ἦταν κηδεία ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, ἑνὸς παλληκαριοῦ. Ἕνα λουλούδι, ποὺ δὲν ἄνοιξε ἀκόμη τὰ πέταλά του, ποὺ δὲν ἀπήλαυσε τὴ ζωή.
Δὲν εἶχε φτάσει στὰ εκοσί του χρόνια, καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ πέθανε. Νεκρὸ τώρα μέσα στὸ φέρετρο. Τὸ πῆραν στὰ χέρια καὶ τὸ ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, γιὰ νὰ τὸ θάψουν στὴ μαύρη γῆ. Ἐκεῖ συνάντησε ὁ Χριστὸς τὸ χάρο, τὸ θάνατο.
Πίσω ἀπ᾿ τὸ φέρετρο ἀκολουθοῦσε μιὰ μάνα δυστυχισμένη. Δὲν εἶχε ἕξι – ἑφτὰ παιδιά. Ἕνα τὸ εἶχε καὶ μονάκριβο. Κι αὐτὴ ἦταν χήρα. Πρὶν λίγα χρόνια ἔχασε τὸν ἄντρα της. Παρηγοριά της ἔμενε τὸ παιδί. Καὶ τώρα ἐκεῖνο πέθανε, κι αὐτὴ κλαίει σπαρακτικά.
Καὶ ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλος ἀγάπη, τί κάνει; Πλησιάζει τὸ φέρετρο, ποὺ τὸ κρατοῦν τέσσερις ἄντρες, καὶ λέει στὴ γυναῖκα· «Μὴν κλαῖς». Μὰ μπορεῖς σὲ μιὰ μάνα ποὺ ἔχει μπροστά της ἕνα φέρετρο νὰ πῇς, «Μὴν κλαῖς»; Εὔκολο νὰ τὸ πῇς. Ὅλοι τὸ λέμε. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τὸ εἶπε μὲ ἔργο. Ποιό ἔργο; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστός. Τί ἔκανε;
Μὲ τὰ χέρια του τὰ παντοδύναμα ἄγγιξε τὸ νεκρὸ κορμί, ποὺ ἦταν μέσα στὸ φέρετρο. Καὶ μόλις τὸ ἄγγιξε, ἦρθε ἡ ζωή. Ἡ νεκρὴ καρδιὰ ἄρχισε νὰ χτυπάῃ. Τὰ μάτια ἄνοιξαν. Τὰ αὐτιὰ ἄρχισαν ν᾿ ἀκοῦνε. Τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια κινήθηκαν. Τινάχτηκε ὁλόκληρος.
Ὤ Θεέ μου! Ὅταν τὸ εἶδαν, ὅλοι στὴ συνοδεία φοβήθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ δοξάζουν τὸ Θεὸ καὶ νὰ λένε· Τέτοιο πρᾶγμα δὲν ξανάδαμε· ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὴ γῆ!
Φαντασθῆτε τώρα τὴ χήρα, πῶς θὰ ἔπεσε καὶ θὰ προσκύνησε τὸ Χριστὸ καὶ μὲ τί λόγια θὰ ἐξεδήλωνε τὴν εὐγνωμοσύνη της.
* * *
Αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ εἶπε στὴ χήρα ὁ Χριστός,
«Μὴν κλαῖς», τὰ δια λέει καὶ σήμερα σ᾿ ἐμᾶς. Γιατὶ καὶ σήμερα κλαῖνε οἱ ἄνθρωποι, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία ἐποχή· καὶ θὰ κλαῖνε πάντοτε.
Καὶ ποιός δὲν κλαίει, ἀγαπητοί μου! Κλαίει ὁ πατέρας γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ ἔχασε. Κλαίει ἡ μάνα γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἔχασε. Κλαίει ὁ ἄντρας γιὰ τὴ γυναῖκα ποὺ ἔχασε νέα. Κλαῖνε οἱ γυναῖκες γιὰ τοὺς ἄντρες των. Κλαίει κόσμος καὶ κόσμος.
Δὲν ὑπάρχει σπίτι, ετε καλύβα ετε παλάτι, ποὺ νὰ μὴ χύνῃ δάκρυα. Μὲ δάκρυα γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ζωή του ὁλόκληρη εἶνε ἕνα κλάμα. Ἂν μπορούσαμε νὰ μαζέψουμε τὰ δάκρυα ποὺ χύνουν οἱ ἄνθρωποι, θὰ κάναμε μιὰ λίμνη, τὴν πιὸ μεγάλη λίμνη τοῦ κόσμου, μὲ μιὰ ἐπιγραφή· «Ἡ λίμνη τῶν δακρύων».
Ἀλλ᾿ ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13).
―Νὰ μὴν κλαῖμε; Πῶς νὰ μὴν κλαῖμε;
Ἄχ, ἀδελφοί μου! Ἂν μποροῦσαν οἱ πεθαμένοι ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ μνήματα νὰ μιλήσουν, ξέρετε τί θὰ μᾶς λέγανε; Μὴν κλαῖτε γιὰ ᾿μᾶς. Ἐμεῖς, ὅσοι πιστεύαμε στὸ Χριστό, ὅσοι τὸν λατρεύαμε ὅταν ἤμασταν στὴ γῆ, τώρα περνοῦμε πολὺ καλύτερα στὸν ἄλλο κόσμο.
―Μπά, ὑπάρχει ἄλλος κόσμος;
Ναί, ὑπάρχει ἄλλος κόσμος. Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι αὔριο ξημερώνει Δευτέρα, ἄλλο τόσο νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος κόσμος.
Θὰ μᾶς λέγανε λοιπὸν οἱ νεκροί·
Μὴν κλαῖτε γιὰ ᾿μᾶς. Ἐμεῖς φύγαμε ἀπὸ τὴν καλύβα καὶ εμαστε στὰ παλάτια τ᾿ οὐρανοῦ. Εμαστε κοντὰ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Μὴν κλαῖτε γιὰ μᾶς. Νὰ χαίρεστε, γιατὶ εμαστε κοντὰ στὸ Χριστό, κοντὰ στοὺς ἁγίους, στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων.
Νὰ κλαῖτε γιὰ σᾶς, ὄχι γιὰ τοὺς ἀποθαμένους. Τὰ δάκρυα, ποὺ χύνετε γιὰ τοὺς ἀποθαμένους, εἶνε χαμένα δάκρυα. Νὰ κλαῖτε γιὰ τοὺς ζωντανούς.
Ἐσεῖς οἱ γυναῖκες ποὺ εἶστε παντρεμένες, νὰ κλαῖτε ὄχι ὅταν ἀποθάνῃ ὁ ἄντρας σας, ἀλλὰ τώρα, ποὺ εἶνε ζωντανὸς μὰ δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία.
Μοῦ ἔλεγε μιὰ γυναίκα·
―Πάω κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Τό ᾿χω ὅμως καημὸ στὴν καρδιά μου. Ὁ ἄντρας μου ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ στεφανωθήκαμε ἔχει δεκαπέντε χρόνια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία. Βλαστημάει, βρίζει, δὲν θέλει ν᾿ ἀκούσῃ γιὰ τὸ Θεό…
Γυναῖκες, ποὺ βλέπετε τοὺς ἄντρες σας νὰ σαπίζουν στὶς ταβέρνες καὶ νὰ ἔρχωνται μετὰ τὶς δώδεκα στὸ σπίτι· γυναῖκες, ποὺ βλέπετε τοὺς ἄντρες σας νὰ χαρτοπαίζουν, νὰ πίνουν καὶ νὰ βλαστημᾶνε τὸ Θεό· ἐσεῖς, γυναῖκες, κλαύσατε τοὺς ἄντρες σας.
Κ᾿ ἐσεῖς, οἱ ἄντρες, ἂν βλέπετε τὶς γυναῖκες σας νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ βαδίζουν μὲ τὰ θελήματα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας, κλαύσατέ τις τώρα ποὺ εἶνε ζωντανές, ὄχι ὅταν ἀποθάνουν.
Κ᾿ ἐσεῖς, οἱ πατεράδες καὶ μανάδες, κλαύσατε ὄχι γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ πέθαναν· αὐτὰ εἶνε ἀγγελούδια. Μὴν κλαῖτε τὰ μικρὰ παιδιά. Τὰ πῆρε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά σας, γιὰ νὰ εἶνε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Μακάρι κ᾿ ἐμεῖς νὰ πεθαίναμε μικρὰ παιδιά, γιὰ νὰ εμεθα τώρα μαζὶ μὲ τὸ Θεό. Κλαύσατε γιὰ τὴ νεότητα, γιὰ τὰ σημερινὰ παιδιά, ποὺ φύγανε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν πιστεύουν πιά. Τὰ σημερινὰ παιδιὰ κινδυνεύουν καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς.
Εἶδα ἕναν πατέρα ποὺ ἔκλαιγε μὲ λυγμούς.
―Τί ἔχεις καὶ κλαῖς; τὸν ἐρωτῶ.
―Ἔχασα τὸ παιδί μου, ἀπαντᾷ.
―Πέθανε τὸ παιδί σου;
―Ὄχι. Καλύτερα νὰ πέθαινε.
―Ζῇ τὸ παιδί σου καὶ κλαῖς;
―Κλαίω, γιατὶ πῆρε τὸν κακὸ τὸ δρόμο. Γυρίζει στὰ κέντρα. Ἔγινε ἀλήτης καὶ κακοποιός…
Θὰ σᾶς πῶ κάτι ἀκόμα καὶ τελειώνω.
Ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα, νὰ κλαύσωμε. Ὄχι τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ τοὺς ζωντανούς. Τὰ δάκρυα στοὺς τάφους εἶνε μάταια. Ἀλλοῦ χρειάζονται δάκρυα. Κ᾿ ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ καλόγεροι, ἂν φοροῦμε τὰ ῥάσα μαῦρα, τὰ φοροῦμε εἰς ἔνδειξιν πένθους, γιὰ νὰ κλαύσωμε τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ μας.
Νὰ κλαύσωμε. Γιατὶ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Φτάνουν πιὰ οἱ ἁμαρτίες μας. Φτάνουν οἱ βλαστήμιες. Φτάνει ἡ ψευδορκία. Φτάνουν τὰ διαζύγια, ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία. Φτάνουν πιὰ ὅλα αὐτά. Διότι «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Ἐφ. 5,6). Εδαμε ὣς τώρα δυὸ παγκοσμίους πολέμους. Ἔρχεται ὁ τρίτος, ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16). Αὐτὸς πιὰ θὰ εἶνε ὁ τελευταῖος πόλεμος.
Μανάδες ποὺ ἔχετε παιδιά, πατεράδες ποὺ ἔχετε νέους, κλαύσατε μὲ δάκρυα γιὰ νὰ σώσετε τὰ παιδιά σας. Κόσμε, ποὺ γλεντᾷς, μετανόησε καὶ κλαῦσε. Ἄλλαξε πορεία, γιὰ νὰ γίνῃ ἵλεως ὁ Θεὸς καὶ νὰ παρατείνῃ τὸ ἔλεός του.
Καὶ ποιός δὲν κλαίει, ἀγαπητοί μου! Κλαίει ὁ πατέρας γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ ἔχασε. Κλαίει ἡ μάνα γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἔχασε. Κλαίει ὁ ἄντρας γιὰ τὴ γυναῖκα ποὺ ἔχασε νέα. Κλαῖνε οἱ γυναῖκες γιὰ τοὺς ἄντρες των. Κλαίει κόσμος καὶ κόσμος.
Δὲν ὑπάρχει σπίτι, ετε καλύβα ετε παλάτι, ποὺ νὰ μὴ χύνῃ δάκρυα. Μὲ δάκρυα γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ζωή του ὁλόκληρη εἶνε ἕνα κλάμα. Ἂν μπορούσαμε νὰ μαζέψουμε τὰ δάκρυα ποὺ χύνουν οἱ ἄνθρωποι, θὰ κάναμε μιὰ λίμνη, τὴν πιὸ μεγάλη λίμνη τοῦ κόσμου, μὲ μιὰ ἐπιγραφή· «Ἡ λίμνη τῶν δακρύων».
Ἀλλ᾿ ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ· «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,13).
―Νὰ μὴν κλαῖμε; Πῶς νὰ μὴν κλαῖμε;
Ἄχ, ἀδελφοί μου! Ἂν μποροῦσαν οἱ πεθαμένοι ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ μνήματα νὰ μιλήσουν, ξέρετε τί θὰ μᾶς λέγανε; Μὴν κλαῖτε γιὰ ᾿μᾶς. Ἐμεῖς, ὅσοι πιστεύαμε στὸ Χριστό, ὅσοι τὸν λατρεύαμε ὅταν ἤμασταν στὴ γῆ, τώρα περνοῦμε πολὺ καλύτερα στὸν ἄλλο κόσμο.
―Μπά, ὑπάρχει ἄλλος κόσμος;
Ναί, ὑπάρχει ἄλλος κόσμος. Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι αὔριο ξημερώνει Δευτέρα, ἄλλο τόσο νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλος κόσμος.
Θὰ μᾶς λέγανε λοιπὸν οἱ νεκροί·
Μὴν κλαῖτε γιὰ ᾿μᾶς. Ἐμεῖς φύγαμε ἀπὸ τὴν καλύβα καὶ εμαστε στὰ παλάτια τ᾿ οὐρανοῦ. Εμαστε κοντὰ στοὺς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους. Μὴν κλαῖτε γιὰ μᾶς. Νὰ χαίρεστε, γιατὶ εμαστε κοντὰ στὸ Χριστό, κοντὰ στοὺς ἁγίους, στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων.
Νὰ κλαῖτε γιὰ σᾶς, ὄχι γιὰ τοὺς ἀποθαμένους. Τὰ δάκρυα, ποὺ χύνετε γιὰ τοὺς ἀποθαμένους, εἶνε χαμένα δάκρυα. Νὰ κλαῖτε γιὰ τοὺς ζωντανούς.
Ἐσεῖς οἱ γυναῖκες ποὺ εἶστε παντρεμένες, νὰ κλαῖτε ὄχι ὅταν ἀποθάνῃ ὁ ἄντρας σας, ἀλλὰ τώρα, ποὺ εἶνε ζωντανὸς μὰ δὲν πατάει στὴν ἐκκλησία.
Μοῦ ἔλεγε μιὰ γυναίκα·
―Πάω κάθε Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Τό ᾿χω ὅμως καημὸ στὴν καρδιά μου. Ὁ ἄντρας μου ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ στεφανωθήκαμε ἔχει δεκαπέντε χρόνια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησία. Βλαστημάει, βρίζει, δὲν θέλει ν᾿ ἀκούσῃ γιὰ τὸ Θεό…
Γυναῖκες, ποὺ βλέπετε τοὺς ἄντρες σας νὰ σαπίζουν στὶς ταβέρνες καὶ νὰ ἔρχωνται μετὰ τὶς δώδεκα στὸ σπίτι· γυναῖκες, ποὺ βλέπετε τοὺς ἄντρες σας νὰ χαρτοπαίζουν, νὰ πίνουν καὶ νὰ βλαστημᾶνε τὸ Θεό· ἐσεῖς, γυναῖκες, κλαύσατε τοὺς ἄντρες σας.
Κ᾿ ἐσεῖς, οἱ ἄντρες, ἂν βλέπετε τὶς γυναῖκες σας νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ βαδίζουν μὲ τὰ θελήματα τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁμαρτίας, κλαύσατέ τις τώρα ποὺ εἶνε ζωντανές, ὄχι ὅταν ἀποθάνουν.
Κ᾿ ἐσεῖς, οἱ πατεράδες καὶ μανάδες, κλαύσατε ὄχι γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ πέθαναν· αὐτὰ εἶνε ἀγγελούδια. Μὴν κλαῖτε τὰ μικρὰ παιδιά. Τὰ πῆρε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά σας, γιὰ νὰ εἶνε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Μακάρι κ᾿ ἐμεῖς νὰ πεθαίναμε μικρὰ παιδιά, γιὰ νὰ εμεθα τώρα μαζὶ μὲ τὸ Θεό. Κλαύσατε γιὰ τὴ νεότητα, γιὰ τὰ σημερινὰ παιδιά, ποὺ φύγανε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν πιστεύουν πιά. Τὰ σημερινὰ παιδιὰ κινδυνεύουν καὶ σωματικῶς καὶ ψυχικῶς.
Εἶδα ἕναν πατέρα ποὺ ἔκλαιγε μὲ λυγμούς.
―Τί ἔχεις καὶ κλαῖς; τὸν ἐρωτῶ.
―Ἔχασα τὸ παιδί μου, ἀπαντᾷ.
―Πέθανε τὸ παιδί σου;
―Ὄχι. Καλύτερα νὰ πέθαινε.
―Ζῇ τὸ παιδί σου καὶ κλαῖς;
―Κλαίω, γιατὶ πῆρε τὸν κακὸ τὸ δρόμο. Γυρίζει στὰ κέντρα. Ἔγινε ἀλήτης καὶ κακοποιός…
Θὰ σᾶς πῶ κάτι ἀκόμα καὶ τελειώνω.
Ὅλοι ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὸν εἰκοστὸ αἰῶνα, νὰ κλαύσωμε. Ὄχι τοὺς νεκρούς, ἀλλὰ τοὺς ζωντανούς. Τὰ δάκρυα στοὺς τάφους εἶνε μάταια. Ἀλλοῦ χρειάζονται δάκρυα. Κ᾿ ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ καλόγεροι, ἂν φοροῦμε τὰ ῥάσα μαῦρα, τὰ φοροῦμε εἰς ἔνδειξιν πένθους, γιὰ νὰ κλαύσωμε τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ μας.
Νὰ κλαύσωμε. Γιατὶ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Φτάνουν πιὰ οἱ ἁμαρτίες μας. Φτάνουν οἱ βλαστήμιες. Φτάνει ἡ ψευδορκία. Φτάνουν τὰ διαζύγια, ἡ μοιχεία καὶ ἡ πορνεία. Φτάνουν πιὰ ὅλα αὐτά. Διότι «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας» (Ἐφ. 5,6). Εδαμε ὣς τώρα δυὸ παγκοσμίους πολέμους. Ἔρχεται ὁ τρίτος, ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως (16,16). Αὐτὸς πιὰ θὰ εἶνε ὁ τελευταῖος πόλεμος.
Μανάδες ποὺ ἔχετε παιδιά, πατεράδες ποὺ ἔχετε νέους, κλαύσατε μὲ δάκρυα γιὰ νὰ σώσετε τὰ παιδιά σας. Κόσμε, ποὺ γλεντᾷς, μετανόησε καὶ κλαῦσε. Ἄλλαξε πορεία, γιὰ νὰ γίνῃ ἵλεως ὁ Θεὸς καὶ νὰ παρατείνῃ τὸ ἔλεός του.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Αὐγουστῖνος
Αὐγουστῖνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.