Περί «παραλλήλων συνόδων», «ακύρων μυστηρίων», περὶ «Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς», περὶ «Ἀποκαταστάσεως αἱρετικῆς ἱερωσύνης» καὶ ἄλλα
παρεμφερῆ θέματα ποὺ πρόσφατα ἀνακινήθηκαν.
Ἐπανάληψη ἀπὸ ἐδῶ
Τετάρτη, 13 Αυγούστου 2014
Ἀπάντησις τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ
στήν 2η
ἀπάντησι τοῦ π. Ἰωσήφ.
Ἀγαπητέ καί σεβαστέ π. Ἰωσήφ,
Χαῖρε ἐν Κυρίῳ
Ἔλαβα σέ φωτοτυπίες τήν 2η ἀπάντηση στήν
δημοσιευθεῖσα στό περιοδικό «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος» (τεῦχος 13-14) ἀπάντησί μου στήν
κριτική σου μελέτη στό ἐκδοθέν βιβλίο μου γιά τό ὑποχρεωτικό τοῦ 15ου
κανόνος τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπῆς μνημονεύσεως.
…Καί στήν πρώτη σου ἀπάντησι, σοῦ
ἐπεσήμανα, ὅτι μετέφερες τό θέμα ἐκεῖ πού νόμιζες ὅτι ἐξυπηρετοῦνται οἱ
Παλαιοημερολογίτες καί ὡς ἐκ τούτου ἤσουν ἐκτός θέματος.
Σοῦ ἔγραψα ἐπί τοῦ θέματος τούτου
μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Δέν νομίζω π.
Ἰωσήφ ὅτι δέν κατενόησες τό πνεῦμα τῶν γραφομένων μου, ὥστε νά ἑστιάσης
ἀλλοῦ τό πρόβλημα καί ὡς ἐκ τούτου νά εἶσαι ἐξ ἀρχῆς ἐκτός θέματος εἰς τήν
μελέτην σου» (περ. “Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”, τεῦχος 15-16, σελ. 188). Φαίνεται
ὅμως ὅτι αὐτή ἡ μέθοδος ἀποτελεῖ παγία θέσι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, διότι στήν
ἀλληλογραφία μου μέ αὐτούς τήν συνάντησα πολλές φορές, σέ σημεῖο πού νά
ἐγκαταλείψω τήν περαιτέρω συζήτησι.
Συγκεκριμένα λοιπόν, π. Ἰωσήφ, τό
πρόβλημα μέ τό ὁποῖο εἶχα ἀσχοληθῆ στό προαναφερθέν βιβλίο μου ἦταν τό, ἄν
ὑπῆρχε στήν διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων καί, βέβαια, ἄν στήν πράξι
ἔγινε αὐτό στήν δισχιλιετῆ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ περίπτωσις νά χειροτονήσουμε
ἄλλους Ἐπισκόπους καί νά δημιουργήσουμε ἄλλη Σύνοδο, ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως,
χωρίς νά καταδικαστοῦν προηγουμένως καί νά ἐκβληθοῦν ἀπό τούς θρόνους οἱ
αἱρετικοί Ἐπίσκοποι.
Καί βέβαια γνωρίζεις καλά ὅτι, τήν
Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, δέν τήν προσδιορίζουν οὔτε τήν καθορίζουν οἱ πράξεις
τῶν αἱρετικῶν, οὔτε κάτι πού ἔγινε ἐμπερίστατα, καί μάλιστα ὄχι ἀπό ἁγίους, σέ
κάποια ἀκατάστατη καί ταραχώδη περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά, ἡ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
καθορίζεται πρωτίστως ἀπό τήν ἁγία Γραφή καί κατόπιν ἀπό τήν διδασκαλία τῶν
ἱερῶν Kανόνων καί
τῶν ἁγίων. Οἱ πράξεις τῶν ἁγίων μᾶς διδάσκουν καί αὐτές τήν Παράδοσι τῆς
Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἐναρμονίζονται μέ τήν ἁγία Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες
καί ἐφ’ ὅσον δέν ἀποτελοῦν κάτι σπάνιο, ἤ κάτι πού ἔγινε ἀπό τούς ἁγίους,
ἐπειδή τό ἀπαιτοῦσε ἡ συγκεκριμένη χρονική περίοδος καί ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπειδή π.χ., κάποτε ἐχρειάστηκε ὁ
Μέγας Βασίλειος γιά κάποιο χρόνο νά μήν ὁμολογῆ δημοσίως καί εὐθαρσῶς τήν θεότητα
τοῦ ἁγίου Πνεύματος, δέν σημαίνει ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας,
εἰς τρόπον ὥστε νά κάνουμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο σήμερα, σέ ἀνάλογες περιπτώσεις,
μέ τούς Οἰκουμενιστές, προκειμένου δηλαδή νά διατηρήσουμε τούς θρόνους μας καί
τίς θέσεις μας. Δι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Νικόδημος στήν εἰσαγωγή τοῦ Πηδαλίου του
ἀναφέρει ἐπί τοῦ θέματος τούτου τά ἐξῆς: «Πάντα
τά σπάνια καί οἰκονομικά, καί τά ἐξ’ ἀνάγκης, ἤ τινος πονηρᾶς συνηθείας, καί
ἁπλῶς εἰπεῖν, πάντα τά παρά κανόνας γινόμενα, νόμος, καί κανών καί παράδειγμα
τῆς ἐκκλησίας οὐχ
ὑπάρχουσι» (Πηδάλιο, σελ. ιθ΄).
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἐγώ
ἀνέφερα, στό ἐν λόγῳ βιβλίο μου, ὅτι δέν ὑπάρχει ἐπί τοῦ θέματος τῆς
δημιουργίας ἄλλης Συνόδου καί τῆς χειροτονίας Ἐπισκόπων στούς θρόνους τῶν
αἱρετικῶν, χωρίς νά καθαιρεθοῦν οἱ κατέχοντες αὐτούς (ἤ φυσικά νά ἀποθάνουν)...
Ἐσύ ἀπεναντίας, π. Ἰωσήφ, γιά νά
δικαιολογήσης προφανῶς τίς αὐθαιρεσίες αὐτές
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀνέφερες στήν πρώτη σου
ἀπάντησι ἕνα κάρο, κατά τό δή λεγόμενο, περιπτώσεις, κυρίως ἀπό αἱρετικούς καί κάποιους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἐχειροτονοῦντο αὐτοβούλως καί αὐθαιρέτως, ἐκμεταλευόμενοι τήν ἀκαταστασία τῶν καιρῶν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν κατανοεῖς, ἴσως, ὅτι καταρρακώνεις καί ἐξευτελίζεις τούς ἴδιους τούς Παλαιοημερολογίτες, διότι ἀποδεικνύεις περίτρανα ὅτι σέ τέτοια παραδείγματα ἐστηρίχθησαν, προκειμένου νά ἐμφανιστοῦν ὡς Ἐκκλησία μέ μόνα τά ἐξωτερικά γνωρίσματα (Ἐπίσκοπος, Σύνοδος κ.λπ.) καί νά μεταθέσουν καί μεταβάλλουν ἔτσι τήν Ὀρθόδοξο ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει σάν γνώρισμα τήν ἀποτείχισι, τόν διωγμό καί τό μαρτύριο.
ἀπάντησι ἕνα κάρο, κατά τό δή λεγόμενο, περιπτώσεις, κυρίως ἀπό αἱρετικούς καί κάποιους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἐχειροτονοῦντο αὐτοβούλως καί αὐθαιρέτως, ἐκμεταλευόμενοι τήν ἀκαταστασία τῶν καιρῶν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν κατανοεῖς, ἴσως, ὅτι καταρρακώνεις καί ἐξευτελίζεις τούς ἴδιους τούς Παλαιοημερολογίτες, διότι ἀποδεικνύεις περίτρανα ὅτι σέ τέτοια παραδείγματα ἐστηρίχθησαν, προκειμένου νά ἐμφανιστοῦν ὡς Ἐκκλησία μέ μόνα τά ἐξωτερικά γνωρίσματα (Ἐπίσκοπος, Σύνοδος κ.λπ.) καί νά μεταθέσουν καί μεταβάλλουν ἔτσι τήν Ὀρθόδοξο ἐν καιρῷ αἱρέσεως Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει σάν γνώρισμα τήν ἀποτείχισι, τόν διωγμό καί τό μαρτύριο.
Στήν δεύτερη ἀπάντησί σου, μέ ἡμερομηνία 20/2-5-2014, ἀκολουθώντας
πιστά τήν ἴδια τακτική τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά κοσκινίσης,
τρόπον τινά ἐλεγχόμενος, τά παραδείγματα πού προσήγαγες, ὥστε νά διαπιστώσουμε
καί ἐμεῖς, τί τέλος πάντων ἔκαναν οἱ ἅγιοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί πῶς τό ἔκαναν
(μιά καί δέν ὑπάρχει διδασκαλία τῶν Γραφῶν, τῶν Κανόνων καί τῶν ἁγίων πού νά
τούς κατοχυρώνει), οὐδέν παρουσιάζεις, οὔτε προσκομίζεις κάτι νεώτερο, ἀλλά
ἀπεναντίας φτάνεις στό σημεῖο, προκειμένου νά δικαιολογίσεις τίς αὐθαιρεσίες
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, νά ζητῆς τό ποῦ οἱ Κανόνες ἀπαγορεύουν αὐτές τίς
χειροτονίες καί τίς δημιουργίες παραλλήλων Συνόδων. Γράφεις συγκεκριμένα τά
ἐξῆς:
«Συμφώνως ὅμως μέ τό ἰδικόν σου σοφιστικόν σκεπτικόν θὰ ἀπαιτήσωμεν ἀπὸ
ἐσέ, νὰ κομίσῃς σαφεῖς ἀναφορὰς ἀπὸ τὰς προαναφερομένας πηγὰς ὅπου ἀντλεῖς τὰ
ἐν λόγῳ ἐπιχειρήματά σου, νὰ ἐντέλλωνται τὴν μὴ ἐκτέλεσιν χειροτονιῶν διὰ τὴν
ἀνάδειξιν Ὀρθοδόξων Ἐπισκοπῶν ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἐν ζωῇ αἱρετικός! Ὅταν μᾶς
ἐπιδείξης ἕναν τέτοιον σαφῆ Κανόνα ἢ λόγον Ἁγίου πατρός, τότε θὰ ὑπάρχει
πραγματικὸς λόγος συζητήσεως! Δὲν θὰ εὕρης ὅμως τίποτε, διότι οἱ Πατέρες ὡς
πρώτιστον μέλημά των ἐθεώρησαν νὰ διδάξουν τοῖς πᾶσι τὴν ἄμεσον ἀπομάκρυνσιν
τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν ἐξασφάλισιν αὐτῶν,
ἀποσιωποῦντες τὰ ὑπόλοιπα ὡς αὐτονόητα,
ἀφοῦ αὐτὰ βοοῦσαν μέσα ἀπό τάς ἰδίας πράξεις των» (σελ. 3).
Ὥστε λοιπόν, π. Ἰωσήφ, ἰσχυρίζεσαι,
ἄν σέ ἑρμηνεύω σωστά, ὅτι, στά ὅρια
πού χαράσσουν οἱ Πατέρες καί οἱ Κανόνες, μπορεῖ αὐθαίρετα κανείς νά κινηθῆ καί
νά τά ὑπερβῆ, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει μιά
συγκεκριμένη ἀπαγόρευσι (π.χ. τήν μή ἐκτέλεσι χειροτονιῶν καί τήν δημιουργία
Συνόδων κατά τόν τύπο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετά τήν ἀποτείχισι). Τί εἴδους
ὅρια, ὅμως, εἶναι αὐτά; Καί τί χρειάζονται, ἐφ’ ὅσον δύναται ὁ οἱοσδήποτε νά τά
καταλύη καί νά τά ὑπερβαίνη αὐθαιρέτως; Καί ἄν, τέλος πάντων, ἐπιτρέπεται νά
κινεῖται κάποιος αὐθαιρέτως, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει συγκεκριμένη ἀπαγορευτική
ἐντολή γιά τά μετά τήν ἀποτείχισι, τότε φυσικά εἶναι καί ἀνεύθυνος, ἐφ’ ὅσον
ὅ,τι κάνει, τό κάνει κινούμενος σέ ἐπιτρεπτά καί νόμιμα ὅρια ἤ ἔστω μή σαφῶς
ἀπαγορευμένα. Ἄρα λοιπόν καί τό κατάντημα τῶν σχισμάτων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν
εἶναι φυσιολογικό, ἐπιτρεπτό καί κυρίως ἀνεπιτίμητο, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπῆρχε
ἀπαγόρευσι γιά τίς αὐθαιρεσίες πού ἔπραξαν. Διότι, σύμφωνα μέ τόν Παῦλο, «διά γάρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας» (Ρωμ.
3,20).
Αὐτό
ἐπίσης πού γράφεις ὅτι, δηλαδή, «οἱ Πατέρες ὡς πρώτιστον μέλημα των ἐθεώρησαν
νὰ διδάξουν τοῖς πᾶσι τὴν ἄμεσον ἀπομάκρυνσιν τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν κοινωνίαν μετὰ
τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν ἐξασφάλισιν αὐτῶν, ἀποσιωποῦντες τὰ ὑπόλοιπα ὡς αὐτονόητα, ἀφοῦ αὐτὰ βοοῦσαν μέσα ἀπὸ τὰς
ἰδίας πράξεις των», ποῦ, κατά τό δή λεγόμενο, κολλάει; Γιατί
δηλαδή, τό μέλημα τῶν Πατέρων νά εἶναι μόνο ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν πιστῶν ἀπό τούς
αἱρετικούς, καί ὄχι ἡ μετά ταῦτα πορεία των; Καί ἄν ἡ ἐξασφάλισίς των, ὅπως
ἀναφέρεις, γίνεται διά τῆς ἀποτειχίσεως, τί χρειάζονται τά περαιτέρω αὐτονόητα;
Καί γιατί, τέλος πάντων, νά τά ἀποσιωπήσουν (τά μετά τήν ἀποτείχισι) ὡς
αὐτονόητα, τήν στιγμή πού θά ἔπρεπε νά τούς προτρέψουν σέ χειροτονίες καί
δημιουργίες Συνόδων, προκειμένου νά μήν μείνουν ἀκέφαλοι, ἀποίμαντοι ἤ, τό κυριώτερο, νά μήν θεωρήσουν ὅτι εἶναι ἀρκετή ἡ
ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς καί
ὅλα τά ἄλλα θά τά ρυθμίση ὁ Θεός «ἐν
καιρῷ Ὀρθοδόξου Συνόδου;».
Ἄκουσε, π. Ἰωσήφ, τήν Ὀρθόδοξο
Παράδοσι ἐπί τοῦ θέματος, γιά νά κατανοήσης ὅτι, ἀκριβῶς δι’ αὐτό, οἱ Κανόνες
καί οἱ Πατέρες δέν ἐδίδαξαν τήν μετά τήν ἀποτείχισι δημιουργία Ἐπισκόπων καί
Συνόδων κατά τόν τύπο τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Ὁ Μέγας Βασίλειος σέ μία ἀπό τίς
ἐπιστολές του πρός τόν ἅγιο Εὐσέβιο Ἐπίσκοπο Σαμοσάτων ἀναφέρει στήν ἀρχή τά
ἐξῆς: «Πῶς ἄν σιωπήσαιμεν ἐπί τοῖς
παροῦσιν ἤ, τοῦτο καρτερεῖν μή δυνάμενοι, ἄξιόν τινα λόγον τῶν γινομένων
εὕροιμεν, ὥστε μή στεναγμῷ προσεοικέναι τήν φωνήν ἡμῶν, ἀλλά θρήνῳ τοῦ κακοῦ τό
βάρος ἀρκούντως διασημαίνοντι; Οἴχεται ἡμῖν καί ἡ Ταρσός. Καί οὐ τοῦτο μόνον
δεινόν, καίπερ ἀφόρητον ὄν· ἔστι γάρ τούτου χαλεπώτερον· πόλιν τοσαύτην, οὕτως
ἔχουσαν εὐκληρίας ὥστε Ἰσαύρους καί Κίλικας καί Καππαδόκας καί Σύρους δι'
ἑαυτῆς συνάπτειν, ἑνός ἤ δυοῖν ἀπονοίαις ἀνθρώπων ὀλέθρου γενέσθαι πάρεργον,
μελλόντων ὑμῶν καί βουλευομένων καί πρός ἀλλήλους ἀποσκοπούντων» (Ε.Π.Ε.
1, 128).
Τήν ὑπόθεσι γιά τούς στεναγμούς καί
τούς θρήνους τοῦ ἁγίου τήν ἐξηγεῖ στήν ὑποσημείωσι ὁ ἑρμηνευτής τοῦ τόμου αὐτοῦ
τῆς Ε.Π.Ε., Π. Χρήστου. Ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μετά
τό θάνατον τοῦ ἐπισκόπου Ταρσοῦ Σιλουανοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο φίλος τοῦ Εὐσταθίου
Σεβαστείας καί παρομοίας μέ αὐτόν ἀσταθείας εἰς τά δογματικά θέματα, οἱ
ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καθυστέρησαν πολύ μέ τάς συζητήσεις των εἰς τήν ἐκλογήν
διαδόχου αὐτοῦ καί οὕτως οἱ Ἀρειανοί ἐπέτυχαν νά ἐγκαταστήσουν ἰδικόν των. Παρά
ταῦτα οἱ πλεῖστοι τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς παρέμειναν ὀρθόδοξοι καί εἰς
κοινωνίαν μέ τόν Βασίλειον».
Γιά
τόν Ἐπίσκοπο Ταρσοῦ Σιλουανό γράφει τά ἑξῆς ἡ Θ.Η.Ε.: «Σιλουανός Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ (+373) διαδεχθείς τόν Ἀντώνιο κατά τούς
χρόνους τοῦ Κωνσταντίνου, Ἡμιαρειανός ἀνήκων εἰς τούς ἐπισκόπους ἐκείνους περί
τῶν ὁποίων ἔγραφεν ὁ Μ. Ἀθανάσιος “τήν αὐτήν ἡμῖν διάνοιαν ἔχουσι, περί δέ τό
ὄνομα μόνο διστάζουσι”» (Θ.Η.Ε. 11, 154).
Πιστεύω, π. Ἰωσήφ, νά ἐκατάλαβες πῶς
ἐσκέπτοντο καί ἐνεργοῦσαν στήν προκειμένη περίπτωσι οἱ ἅγιοι. Αὐτό μόνο ἔχω νά
προσθέσω σάν σχόλιο ὅτι, ἄν ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγνώριζε τήν θεολογία τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν, ἀσφαλῶς δέν θά ἐθρήνει καί δὲν θά ὠδύρετο γιατί ἐχάθη ἡ
Ταρσός (ἐπειδή
δηλαδή οἱ Ἀρειανοί ἐπρόλαβαν καί ἐχειροτόνησαν ἰδικόν των Ἐπίσκοπο),
ἀλλά θά προέτρεπε τούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους νά συναχθοῦν καί νά χειροτονήσουν
παραλλήλως τόν ἰδικόν τους Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, μιά καί κατά τίς μαρτυρίες «οἱ πλεῖστοι τῶν κληρικῶν τῆς ἐπαρχίας
παρέμειναν ὀρθόδοξοι καί εἰς κοινωνία μέ τόν Βασίλειο». Οὔτε ἐπίσης θά
ἐστενοχωρεῖτο γιατί οἱ Ὀρθόδοξοι καθυστεροῦσαν στίς διαβουλεύσεις γιά νά
ἐκλέγξουν τόν πλέον ἄξιο.
Νά σκεφθῆς ἐπιπλέον, π. Ἰωσήφ, ὅτι
ἐδῶ ἔχουμε καί Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους στίς πλησίον τῆς Ταρσοῦ ἐπαρχίες, οἱ
ὁποῖοι θά ἠδύναντο νά χειροτονήσουν νομίμους Ἐπισκόπους καί, παρ’ ὅλα αὐτά, ἐφ’ ὅσον
ἐπρόλαβαν οἱ Ἀρειανοί καί ἐχειροτόνησαν, ἀρκέστηκαν στήν
ἐκκλησιαστική ἀποτείχισι, ὅπως καί
οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί τῆς Ταρσοῦ.
Ἄκουσε,
π. Ἰωσήφ, καί δεύτερο παράδειγμα ἀπό τόν φωστῆρα τῆς Καισαρείας. Σέ ἄλλη
ἐπιστολή του πρός τόν
Εὐσέβιο Σαμοσάτων ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἰκόνιον πόλις ἐστί τῆς
Πισιδίας, τό μέν παλαιόν μετά τήν μεγίστην ἡ πρώτη, νῦν δέ καί αὐτή πρώτη προκάθηται
μέρους ὅ ἐκ διαφόρων τμημάτων συναχθέν ἐπαρχίας ἰδίας οἰκονομίαν ἐδέξατο. Αὕτη
καλεῖ ἡμᾶς εἰς ἐπίσκεψιν, ὥστε αὐτῇ δοῦναι ἐπίσκοπον. Τετελευτήκει γάρ ὁ
Φαυστῖνος. Εἰ οὖν δεῖ μή κατοκνεῖν τάς ὑπερορίους χειροτονίας καί ποίαν τινά
χρή δοῦναι τοῖς Σεβαστηνοῖς ἀπόκρισιν καί πῶς πρός τάς τοῦ Εὐαγρίου διατεθῆναι
γνώμας, ἐδεόμην διδαχθῆναι αὐτός συντυχών δι' ἐμαυτοῦ τῇ τιμιότητί σου, ὧν
πάντων ἀπεστερήθην διά τήν παροῦσαν ἀσθένειαν» (Ε.Π.Ε. 1, 268-270).
Καί ἐδῶ, ὅπως βλέπεις, πάτερ, ὁ
Μέγας Βασίλειος προβληματίζεται, ἄν πρέπει νά κάνη ὑπερόριες χειροτονίες, σέ
κενές ὅμως Ἐπισκοπικές ἕδρες. Γιά τόν Ἐπίσκοπο Φαυστῖνο δέν ἔχουμε καμμία ἄλλη
πληροφορία πλήν τῆς παρούσης ἀναφορᾶς τοῦ Μ. Βασιλείου (Θ.Η.Ε. 6, 860).
Προφανῶς νά ἦτο Ἀρειανός, ἐφ’ ὅσον μετά τόν θάνατό του ἐκλήθηκε ἐπειγόντως ὑπό
τῶν Ὀρθοδόξων ὁ Μέγας Βασίλειος διά νά χειροτονηθῆ Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος εἰς τήν
πόλιν αὐτήν. Ἀλλά καί Ὀρθόδοξος νά ἦτο ὁ
Φαυστῖνος, μετά τό θάνατό του, φοβούμενοι οἱ Ὀρθόδοξοι μήπως οἱ Ἀρειανοί
χειροτονήσουν ἰδικόν τους Ἐπίσκοπο,
ἐκάλεσαν πρός βοήθεια τόν Μέγα Βασίλειο. Ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου: «Αὕτη καλεῖ ἡμᾶς εἰς ἐπίσκεψιν, ὥστε αὐτῇ
δοῦναι ἐπίσκοπον», σημαίνει ὅτι ὁ ἅγιος ἐκλήθη ὑπό τῶν ἰδίων
κληρικῶν καί κατοίκων τῆς πόλεως πρός βοήθεια καί αὐτό δείχνει τήν ἀγωνία καί
τόν φόβον των μήπως χειροτονηθεῖ αἱρετικός Ἐπίσκοπος.
Καί
ἐδῶ βέβαια δέν θά ἐδικαιολογεῖτο ἡ ἀγωνία τῶν Ὀρθοδόξων καί ἡ σπουδή τοῦ ἁγίου
πρός τοῦτο, ἐάν ἐγνώριζον τήν ἐκκλησιολογία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, σύμφωνα μέ
τήν ὁποία ἠδύναντο καί μετά τήν χειροτονία τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἡ ὁποία δι’
αὐτούς θά ἦτο ἀνύπαρκτος, νά χειροτονήσουν καί αὐτοί παραλλήλως τόν ἰδικόν τους
Ὀρθόδοξο.
Καί
ἕνα τελευταῖο παράδειγμα ἀπό τόν ἴδιο φωστῆρα τῆς Καισαρείας. Ἀναφέρει τά ἑξῆς
σέ ἄλλη ἐπιστολή πρός τόν ἅγιο Εὐσέβιο, Ἐπίσκοπο Σαμοσάτων, τόν ὁποῖο ὁ Μέγας
Βασίλειος ὑπερευλαβεῖτο καί ἐσυμβουλεύετο. «Ἡ δέ ἑτέρα (ἐπιστολή τοῦ Εὐσεβίου) ...διδασκαλίαν περιεῖχε πρέπουσάν σοι καί ἡμῖν ἀναγκαίαν, μή
καταρραθυμεῖν τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ μηδέ κατά μικρόν προΐεσθαι τοῖς
ὑπεναντίοις τά πράγματα, ἀφ’ ὧν τά μέν ἐκείνων αὐξάνει, τά δέ ἡμετέρα
μειωθήσεται» (Ε.Π.Ε. 1, 276).
Ὁ ἅγιος Εὐσέβιος στήν ἐπιστολή
αὐτή προέτρεπε τόν Μέγα Βασίλειο νά μήν ἀδιαφορῆ, ὅταν ἐκενοῦτο καί ἐχήρευε μία
Ἐπισκοπή, στό νά χειροτονοῦν ἀμέσως ἐκεῖ κάποιον Ὀρθόδοξο, διότι, ἐάν
ἐπρόλαβαιναν νά χειροτονήσουν Ἐπίσκοπο οἱ Ἀρειανοί, παρεδίδοντο οἱ Ἐκκλησίες
στά χέρια τῶν αἱρετικῶν, μέ ἀποτέλεσμα «τά μέ ἐκείνων αὐξάνειν, τά δι’ ἡμέτερα μειωθήσεται».
Ὁ Μέγας Βασίλειος κατωτέρω
ἀπολογούμενος ἐπί τοῦ θέματος, ἐκτός ἀπό τήν ἀσθένειάν του, ἀναφέρει καί τά ἑξῆς:
«Πρός δέ τό ὅτι οὐ ραθυμίᾳ
ἡμετέρᾳ τά τῶν Ἐκκλησιῶν τοῖς ἐναντίοις προδέδοται, εἰδέναι βούλομαι τήν
θεοσέβειάν σου ὅτι οἱ κοινωνικοί δῆθεν τῶν Ἐπισκόπων ἤ ὄκνῳ ἤ τό πρός ἡμᾶς
ὑπόπτως ἔχειν ἔτι καί μή καθαρῶς ἤ τῇ παρά τοῦ διαβόλου ἐγγινομένῃ πρός τάς
ἀγαθάς πράξεις ἐναντιώσει συνάρασθαι ἡμῖν οὐκ ἀνέχονται».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναφέρει τούς λόγους γιά
τούς ὁποίους «τά τῶν Ἐκκλησιῶν τοῖς
ἐναντίοις προδέδοται»· καί αὐτοί εἶναι, τό ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἤ
διακατείχοντο ἀπό ἀμέλεια καί ὀκνηρία, ἤ ἀπό καχυποψία πρός τόν Μέγα Βασίλειο,
ἤ, ἀπό συνεργεία τοῦ διαβόλου δέν ἐπροθυμοποιοῦντο νά ἐνεργήσουν ταχέως.
Σημειώνει δέ ὁ ἑρμηνευτής τῶν ἐπιστολῶν τά ἑξῆς στήν ὑποσημείωσι. «Ἐπιστολή 141. Ἐγράφη εἰς τά μέσα τοῦ θέρους
τοῦ 373 πρός δικαιολόγησιν ἀφ' ἑνός μέν τῆς ἀπουσίας τοῦ Βασιλείου ἀπό τήν
πανηγυρικήν συνάθροισιν εἰς τά Σαμόσατα, ἀφ' ἑτέρου δέ τῆς ἀδιαφορίας του
ἔναντι τῆς ὑπό τῶν Ἀρειανῶν καταλήψεως ὡρισμένων ἐπισκοπῶν εἰς τάς γύρω ἀπό τήν
Καππαδοκίαν περιοχάς. Ἐπί παραδείγματι εἰς
τήν προσφάτως κενωθεῖσαν ἕδραν τοῦ Ἰκονίου εἶχε τοποθετηθῆ ὁ Ἰωάννης,
φιλαρειανός, λόγῳ τῆς ἀδιαφορίας τῶν Ὀρθοδόξων».
Καί ἐδῶ φαίνεται ὅτι ὁ Μέγας
Βασίλειος, καθώς καί ὁ Εὐσέβιος Σαμοσάτων, δέν ἐγνώριζον τήν σημερινή θεολογία
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ὅτι δηλαδή δύνανται παραλλήλως νά χειροτονήσουν τόν
Ἐπίσκοπό των, ἐφ’ ὅσον τήν θέσι καί τήν ἕδρα τήν Ἐπισκοπική τήν κατέχει ὁ
αἱρετικός. Ἀναλογίσου ἐδῶ, πάτερ, ὅτι ἐπρόκειτο γιά τίς πλησίον τῆς Καισαρείας
περιοχές.
Στά παραδείγματα αὐτά φαίνεται,
ἐπίσης, καθαρά ὅτι οἱ Πατέρες δέν ἐμποδίζοντο
ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, ὅπως ἐσύ ἰσχυρίζεσαι, διά νά προβοῦν σέ
χειροτονίες παράλληλες, διότι, ἄν ἴσχυε αὐτό, θά τό ἀνέφερε σάν δικαιολογία ὁ
Μέγας Βασίλειος, θά τό ἐγνώριζε δέ καί ὁ Εὐσέβιος.
Ἀλλά
καί στήν μακρά περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας βλέπουμε ὅτι οἱ ὁμολογητές Πατέρες δέν
ἐγνώριζον αὐτή τήν ὄψιμο θεολογία καί Ἐκκλησιολογία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Δι’
αὐτόν τόν λόγο δέν βλέπουμε πουθενά νά χειροτονοῦν παραλλήλως πρός τούς
εἰκονομάχους Ἐπισκόπους τούς ἰδικούς των Ὀρθοδόξους. Ἐδῶ, ἄν προσκομίσης πάλι,
π. Ἰωσήφ, τήν δικαιολογία ὅτι τούς ἐμπόδιζε ἡ πολιτική ἐξουσία, νομίζω ὅτι, ἤ
θά ὑποτιμᾶς τήν γενναιότητα καί ἀνδρεία τῶν ὁμολογητῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι
ἀψήφισαν τά πάντα χάριν τοῦ Χριστοῦ, ἤ θά ὑποτιμᾶς τήν νοημοσύνη αὐτῶν πού διαβάζουν
τά γραφόμενά σου, διότι, ἄν αὐτή ἡ ὄψιμη ἐκκλησιολογία τῶν Παλαιοημερολογιτῶν
ἀποτελοῦσε τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ἀναμφίβολα αὐτοί οἱ
γίγαντες τῆς ἀνδρείας καί τῆς ὁμολογίας θά τό ἔπραττον ἀντί πάσης θυσίας.
Ἔχουμε πέραν τούτου καί τήν περίοδο
τῆς βασιλείας τοῦ ἐπιεικοῦς εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Μιχαήλ τοῦ Β΄ τοῦ Τραυλοῦ
(820-829). Ὁ αὐτοκράτωρ αὐτός ἐπανέφερε ἐκ τῆς ἐξορίας τούς ὁμολογητάς Πατέρες
καί ἐπέτρεψε νά ἔχη ἕκαστος τήν πίστι πού ἤθελε περί τῶν ἁγίων εἰκόνων, δέν ἀποκατέστησε
ὅμως τούς Ὀρθοδόξους εἰς τούς θρόνους των καί τούς ἡγούμενους εἰς τίς μονές
των, ἀλλά τούς ἐπισκοπικούς θρόνους τούς κατεῖχον οἱ αἱρετικοί. Οἱ Πατέρες
εἶχαν τήν ἄδεια νά κατοικοῦν ἐκτός τῆς Κων/πόλεως καί νά ἐπικοινωνοῦν ἐλεύθερα
μεταξύ των. Σέ μία ἀπό αὐτές τίς συνάξεις τῶν Πατέρων ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν
βίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου (PG 99,317Α) ἀπεφάσισαν οἱ Πατέρες, ὄχι φυσικά νά
χειροτονήσουν Ἐπισκόπους ἤ νά δημιουργήσουν Σύνοδο, ὅπως τόν καιρό τῆς
εἰρήνης, ἀλλά ἀποφάσισαν νά παρουσιαστοῦν στόν αὐτοκράτορα καί νά τόν
παρακαλέσουν νά ἐπαναφέρη τίς εἰκόνες στήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἔγινε, ὅπως
περιγράφεται στόν βίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, οἱ Πατέρες ὡμίλησαν μέ
παρρησία στόν αὐτοκράτορα, ἀλλά τελικά δέν εἰσακούστησαν.
Ὅλα
αὐτά τά ἀναφέρω, π. Ἰωσήφ, γιά νά καταλάβης τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως σκέψι καί τοποθέτησι τῶν ἁγίων, καθώς καί τούς
στόχους καί σκοπούς πού ἔθετον. Ἄν ὅμως εἶχον αὐτήν τήν ὄψιμη ἐκκλησιολογία τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν, ἀσφαλῶς θά ἐνήργουν διαφορετικά καί τό πρῶτο τους μέλημα θά
ἦταν οἱ παράλληλες χειροτονίες καί ἡ δημιουργία Συνόδου, τήν στιγμή μάλιστα πού εἶχαν τήν κανονική χειροτονία
καί εἶχαν ὑποστῆ τήν παράνομο ἐκδίωξι ἀπό τούς θρόνους των,
καθώς ἐπίσης τήν στήριξι καί ἀναγνώρισι τῶν ὑπολοίπων Πατριαρχείων καί εἰδικά τῆς
Ρώμης.
Οἱ Παλαιοημερολογίτες, ὅμως, ἔπραξαν
τό ἐντελῶς ἀντίθετο· χωρίς δηλαδή νά ἔχουν κανονική χειροτονία καί νά ἔχουν
ἐκδιωχθῆ λόγῳ τῆς πίστεως των ἀπό τούς θρόνους των, χωρίς νά ἔχουν τήν στήριξι
καί ἀναγνώρισι οὐδεμιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, χωρίς τέλος πάντων νά ἔχουν κάποιο
παρόμοιο προηγούμενο ἀπό τούς ἁγίους πού νά συνηγορῆ στήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως
στάσι των, ἀπεφάσισαν καί ἐδημιούργησαν Συνόδους καί σχίσματα ὑπερορίως καί
ὑπερατλαντικῶς καί ἀποκατέστησαν τήν ἐξωτερική μορφή τῆς ἐν καιρῷ εἰρήνης Ἐκκλησίας,
χωρίς φυσικά νά καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις καί χωρίς νά ἐκδιωχθοῦν οἱ αἱρετικοί ἀπό
τούς θρόνους των.
Αὐτή ἡ
δημιουργηθεῖσα κατάστασις, ἤ μᾶλλον ἀκαταστασία στήν Ἐκκλησία, εἶναι καί ἡ
κυριώτερη αἰτία, ὅσο καί ἄν δέν θέλουν οἱ Παλαιοημερολογίτες νά τό παραδεχθοῦν,
πού πολλοί ἀντιοικουμενιστές δέν ἀποτειχίζονται, φοβούμενοι δηλαδή μήπως
καταλήξουν καί καταντήσουν καί αὐτοί στά σχίσματα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Τελειώνοντας ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος
θά ἤθελα νά σέ παρακαλέσω, π. Ἰωσήφ, νά ἀναφέρης καί ἐσύ τί ἔπραξαν οἱ ἅγιοι ἐν
καιρῷ αἱρέσεως στό θέμα τῶν παραλλήλων χειροτονιῶν καί τῶν Συνόδων, μιά καί,
ὅπως ὁμολόγησες, δέν ὑπάρχει διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου.
Τά γραφόμενα μας φυσικά θά τά κρίνουν καί οἱ ἀναγνῶστες τῶν ἰστολογίων, οἱ
ὁποῖοι καί αὐτοί θά σχηματίσουν ἀνάλογο γνώμη σύμφωνα μέ τά ἐπιχειρήματα
ἑκάστου. Ἐγώ, ὅπως βλέπεις, ὅ,τι ἀνέφερα, ἦταν ἀπό τίς ἐν καιρῷ αἱρέσεως
πράξεις τῶν ἁγίων καί ὄχι τῶν αἱρετικῶν ἤ τοῦ οἱουδήποτε τυχόντος.
Πάντως, ἄν τελικά ἔχουν ἔτσι τά πράγματα,
ὅπως ἐσύ ἰσχυρίζεσαι (καί βέβαια ὅλοι οἱ Παλαιοημερολογίτες), ἡ ὅλη κατάστασις
ἁπλοποιεῖται· καταργεῖται ὁ ἀγώνας γιά τήν μεταστροφή καί ἐκδίωξι τῶν
αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, καταργεῖται
ὁ διωγμός
καί το μαρτύριο, ἐφ’ ὅσον διά τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων πού
αὐθαιρέτως ἐδημιουργήσαμε, ἔχουμε ἀποκατάστασι τῆς πίστεως, ἀναλαμπή τῆς
Ὀρθοδοξίας, καιρό Ὀρθοδόξου Συνόδου καί καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί, τελικά,
μᾶλλον μᾶς βολεύει νά κατέχουν οἱ αἱρετικοί τίς θέσεις τῶν Ἐπισκόπων, διότι
ἔτσι νομιμοποιεῖται καί διαιωνίζεται ἡ παρουσία τῆς παραλλήλου Συνόδου.
Ἴσως δέ αὐτό, κατά τούς
Παλαιοημερολογίτες, νά ἐννοοῦσε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅταν ἔλεγε στίς
ἐπιστολές του «καιρός Ὀρθοδόξου Συνόδου, ἀναλαμπή τῆς Ὀρθοδοξίας, κ.λπ.», μόνο
πού δέν ἐκατάλαβε ὅτι ὑπάρχει καί ὁ εὔκολος καί ἀνώδυνος δρόμος πρός ἐπίτευξι
τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ καί ἐθεώρησε, ὡς Ὀρθόδοξη ὁδό, τήν ἐκδίωξι ἤ μεταστροφή τῶν
αἱρετικῶν Ἐπισκόπων καί τήν διά μαρτυρίου καί αἵματος ἀποκατάστασι τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως.
Νομίζω ἐν κατακλεῖδι, ἐπί τοῦ
θέματος τούτου, π. Ἰωσήφ, ὅτι καί οἱ ἴδιοι οἱ Παλαιοημερολογίτες (τουλάχιστον
στά ἀρχικά στάδια τοῦ ἀγῶνος των), δέν συμφωνοῦν μέ τίς ἀπόψεις σου αὐτές,
διότι, ὅπως βλέπουμε στίς χειροτονίες πού ἔκαναν, ἔδιναν κατά κανόνα τίτλους
στούς Ἐπισκόπους πάλαι ποτέ διαλαμψάντων Μητροπόλεων καί Ἐπισκοπῶν ἤ καί
ἄλλους, πού αὐτοσχεδίαζαν οἱ ἴδιοι, προκειμένου νά ἀποφύγουν νά δώσουν τούς
τίτλους, στούς Ἐπισκόπους αὐτούς, πού κατεῖχον οἱ Νεοημερολογίτες Ἐπίσκοποι.
(Π.χ. Βρεσθένης, Διαυλείας, Χριστιανουπόλεως, Κυκλάδων, Ταλαντίου, Γαρδικίου,
Μαγνησίας, Θαυμακοῦ, Εὐρίπου, μέχρι καί Κνωσσοῦ κ.λπ.). Ἄν ὅμως εἶχαν τίς
ὄψιμες ἀπόψεις τῶν Παλαοημερολογιτῶν θά ἔπρεπε, νομίζω, νά δώσουν τούς τίτλους
καί τούς θρόνους τῶν Νεοημερολογιτῶν, ἐφ’ ὅσον ἐθεωρεῖτο διακοπεῖσα ἡ Ἀποστολική
Διαδοχή λόγω τῆς αἱρέσεως καί, ἄρα, κενές οἱ Ἐπισκοπικές ἕδρες.
Δεδομένου δέ τοῦ ὅτι εἶχον οἱ
Παλαιοημερολογίτες τήν αἴσθησι τῆς εὐθύνης τῆς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδοξίας (ἐφ’ ὅσον
χειροτονοῦσαν Ἐπισκόπους πλέον καί διά τό ἐξωτερικό π.χ. Λισσαβῶνος, Ἀκουϊλίας,
Μιλάνου, Β. καί Ν. Ἀμερικῆς κ.λπ.), θά ἔπρεπε νομίζω πρωτίστως νά χειροτονήσουν
καί Οἰκουμενικό Πατριάρχη, διά νά ἔχουν καί οἱ ἁγιορεῖτες Ὀρθόδοξο
Ἐπίσκοπο νά μνημονεύουν στίς ἀκολουθίες
καί τά μυστήρια. Δι’ αὐτό, τελειώνοντας ἐπί τοῦ θέματος, νομίζω, π. Ἰωσήφ, ὅτι
σέ δύσκολες στιγμές τῆς Ἐκκλησίας, δέν χρειάζονται μόνο ἀγωνιστές διά νά
παραταχθοῦν στούς αἱρετικούς, ἀλλά χρειάζονται πρωτίστως φωτισμένοι καί
χαρισματοῦχοι ἡγέτες, ὥστε νά μήν ἐκκλίνουν οὔτε δεξιά οὔτε ἀριστερά.
Θά ἔλθω
ἐν συνεχείᾳ καί σέ ἕνα ἄλλο θέμα ἀπό τά πολλά πού θίγεις π. Ἰωσήφ, διότι καί
αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, ἐπειδή ἀφορᾶ τήν Ἀποστολική
Διαδοχή καί, ἐν συνεχείᾳ, θά σοῦ δώσω κάποια στοιχεῖα γιά τήν ἰδική μου ἀποτείχισι, διότι νομίζω ὅτι
καί ἐδῶ διαστρέφεις τήν ἀλήθεια καί τοποθετεῖσαι ἀπροκάλυπτα ὑπέρ τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν, δικαιολογῶν καί καλύπτων τίς αὐθαιρεσίες των. (Συνέχεια περί Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἐδῶ).
…Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος
Παράδοσις ἀπαιτεῖ, ὅταν κάποιοι Ἐπίσκοποι πέσουν σέ πλάνη καί αἵρεσι, νά
γίνεται Σύνοδος ἀπό τίς ὑπόλοιπες τοπικές Ἐκκλησίες, νά καταδικάζωνται οἱ
αἱρετικοί καί νά χειροτονοῦνται κανονικῶς Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι στίς θέσεις τῶν
αἱρετικῶν. Μήπως ἡ Ἐπισκοπή Ταλαντίου εἶχε αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἤ μήπως αὐτός
καταδικάστηκε κανονικά ἀπό τούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐθεώρησαν
ἁρμοδίους τούς ἑαυτούς των δι’ αὐτήν τήν ὑπόθεσι; Δέν δύναμαι νά κατανοήσω, τί
τέλος πάντων ταιριάζει ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου μέ τήν περίπτωσι
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Ἄν ὅμως ἔμεναν, σύμφωνα μέ τήν
Ὀρθόδοξο Παράδοσι καί διδασκαλία, ἁπλῶς ἀποτειχισμένοι, ἔστω γιά τό θέμα τοῦ
ἡμερολογίου, τό ὁποῖο κακῶς ἐδογμάτισαν, θά προσετίθεντο ἐν συνεχείᾳ καί τά
θέματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (π.χ. ἡ αἱρετική ἐγκύκλιος τοῦ 1920, τήν ὁποία τότε δέν ἐγνώριζον, ἡ ἔνταξις στό
Π.Σ.Ε., ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων, ἡ ἀναγνώρισις τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, οἱ
συμπροσευχές κ.λπ.)· θά προσετίθεντο δέ καί οἱ σημερινοί ἀντιοικουμενιστές στόν
χῶρο τῶν ἀποτειχισμένων καί τότε, ὄντως, θά ὑπῆρχε ἡ ἀληθινή διαδοχή, ὄχι
βέβαια στούς θρόνους, ἀλλά στόν διωγμό καί στό μαρτύριο. Διότι τούς θρόνους, οἱ
ἅγιοι, τούς ἐθυσίαζον χάριν τῆς πίστεως καί δέν τούς ἐκυνηγοῦσαν καί, μάλιστα,
μέ αὐτόν τόν παράνομο τρόπο πού συνέβη στήν περίπτωσι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
…Ἄλλωστε, καί στά θέματα τῆς
πίστεως, δέν νομίζω ὅτι οἱ Παλαιοημερολογίτες εἶναι ἀθῶες περιστερές, μιά καί
ἐκεῖ ἑστίασες μόνο τό θέμα τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς. Διότι ἡ δογματοποίησις τοῦ
ἡμερολογίου, σέ σημεῖο νά τό θέτουν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, προκειμένου νά
ἐπικοινωνήσουν μέ κάποιον ἐκκλησιαστικῶς (δηλαδή ἰσάξιο τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας
Τριάδος)· ἡ πλανεμένη ἐκκλησιολογία καί εἰδικά γιά τά θέματα τῶν σχισμάτων· ἡ
πλήρης ἀδιαφορία γιά τήν Ἀποστολική Διαδοχή, σέ σημεῖο νά διαστρέφουμε καί αὐτά
τά κείμενα τῶν ἁγίων, τά ὁποῖα σαφῶς τήν καθορίζουν· ἡ ἐσκεμμένη ταύτησις
ἡμερολογίου καί ἑορτολογίου, σέ σημεῖο πού, ὅπου τά κείμενα ὁμιλοῦν γιά
ἡμερολόγιο, οἱ Παλαιοημερολογίτες νά μεταφράζουν ἑορτολόγιο· ἡ πλανεμένη
διδασκαλία ὅτι, ὅποιος δέν ἀκολουθεῖ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, δέν σώζεται κ.λπ.,
εἶναι πλάνες στά θέματα τῆς πίστεως. Ἄν λοιπόν ἡ Ἀποστολική Διαδοχή καθορίζεται
ὄχι μόνο ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι, ἀλλά σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο,
καί ἀπό τήν «ἔννομο προβολή»,
τότε πάλι ἔχουν ἐκπέσει ἀπό αὐτήν οἱ Παλαιοημερολογίτες, διότι στό θέμα αὐτό
κυριολεκτικῶς τά ἔκαναν, κατά τό δή λεγόμενο, θάλασσα.
Θά ἤθελα στό θέμα αὐτό νά ἐπιμείνω
λίγο, ἀναφέροντας καί κάποια παραδείγματα, τά ὁποῖα νομίζω ὅτι βοηθοῦν στήν
κατανόησι αὐτοῦ τοῦ θέματος. Εἶναι δυνατόν, πάτερ, νά μήν εἶναι ἀπαραίτητες καί
ἀναγκαῖες οἱ ἀνάλογες νόμιμες διαδικασίες, προκειμένου νά ἀποκατασταθῆ ἡ, λόγῳ
τῆς αἱρέσεως, διασαλευθεῖσα καί ἐκτροχειασθεῖσα πορεία τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι
δυνατόν ὁ καθένας νά αὐτοσχεδιάζη καί νά μή
στέκεται στά ὅρια πού ἔθεσαν οἱ Πατέρες καί μάλιστα νά θεωρῆ ὅτι γι’
αὐτά, ἄν καί δέν ὡμίλησαν ὡς αὐτονόητα, εἶναι ὅμως σύμφωνοι; Θά σοῦ ἀναφέρω σάν
παράδειγμα, ἐπειδή καί ἐσύ τό ἀνέφερες, τό θέμα τοῦ γάμου.
Ἄς ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ πατέρας τῆς
οἰκογένειας προδίδει τόν γάμο καί τήν οἰκογένεια καί γίνεται μοιχός καί
ἀποστάτης. Μπορεῖ κατά τήν γνώμη σου νά νομιμοποιηθῆ κάποιος ἄλλος, σάν σύζυγος
καί πατέρας, λέγοντας στήν γυναίκα καί τήν οἰκογένεια: Ἐπειδή ὁ πατέρας
ἐπρόδωσε, ἀπό τώρα θά εἶμαι ἐγώ πατέρας καί σύζυγος, θά γίνη ὁ γάμος στήν
Ἀμερική, διότι ἐκεῖ δέχονται νά τελέσουν τό μυστήριο, καί ἡ οἰκογένεια θά
λειτουργῆ, ὅπως πρίν, μέ τόν προηγούμενο πατέρα, καί αὐτή ἡ διαδικασία μέ
καθιστᾶ νόμιμο, ἄν καί δέν προβλέπεται πουθενά, ὡς αὐτονόητος. Μπορεῖ, τέλος
πάντων, αὐτός ὁ πατέρας νά θεωρηθῆ νόμιμος καί κανονικός, ἄν δέν γίνουν οἱ
νόμιμες διαδικασίες, δηλαδή τῆς ἐκδόσεως τοῦ διαζυγίου, τῆς ἐκδόσεως τῆς ἀδείας
τοῦ δευτέρου γάμου καί τῆς νομίμου τελέσεως του; Αὐτό ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ
Παλαιοημερολογίτες καί δι’ αὐτό ἔφτασαν στά σχίσματα καί στίς
ἀλληλοκαθαιρέσεις, στήν ἀλλαγή τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί σέ ὅλα τά ἄλλα
ἔκτροπα.
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, πάτερ
Ἰωσήφ, ὁ ἅγιος Γρηγόριος δέν θεωρεῖ σάν νόμιμο διάδοχο τῶν Ἀποστόλων μόνο αὐτόν
πού ἔχει τήν Ὀρθόδοξο πίστι, ἀλλά καί τήν ἔννομο
προβολή. Στήν προκειμένη δέ περίπτωσι θά ἔπρεπε, ἄν κάποιοι Ἐπίσκοποι ἤ
τοπικές Ἐκκλησίες ἐκτροχιάστηκαν, λόγω τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, οἱ
ὑπόλοιπες τοπικές Ἐκκλησίες νά ἀντιμετώπιζον καί νά ἐπέλυον τό ζήτημα, ἤ ἔστω
ἐκ τῶν ὑστέρων νά ἀναγνώριζαν ὡς νόμιμες τίς αὐθαίρετες πράξεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Στήν περίπτωσι δέ τῆς ἀδιαφορίας των, ἡ νόμιμος ὁδός εἶναι μόνο ἡ ἀποτείχισις,
χωρίς νά ὑπάρχουν ἄλλα αὐτονόητα. Θά περιμένω ὅμως νά μᾶς ἀναφέρης, τί τέλος
πάντων ἔπραξαν οἱ ἅγιοι στό σημεῖο αὐτό (ἐπειδή, ὅπως βλέπω, ἀποφεύγεις
συστηματικά καί κατ’ ἐπανάληψι νά τό πράξης) καί κατόπιν θά ἐξετάσουμε τό θέμα,
ἄν εἶναι αὐτονόητο νά ἐνεργοῦμε αὐθαιρέτως ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει συγκεκριμένη
διδασκαλία τῶν Γραφῶν, τῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων ἤ εἶναι αὐτονόητο νά μένουμε
σ’ αὐτά τά ὁποῖα ὁμοθυμαδόν μᾶς ἐδίδαξαν καί νά μήν προχωροῦμε παραιτέρω οὐδέ
βῆμα ποδός, διότι νομίζω ὅτι αὐτονόητο εἶναι τό δεύτερο, ὡς ἀσφαλές καί νόμιμο.
Θά ἔλθω
ἐν συνεχείᾳ νά σχολιάσω τό κεφάλαιο τῆς δευτέρας σου ἀπαντήσεως μέ τίτλο «Ἀποκατάστασις
αἱρετικῆς ἱερωσύνης».
Ἐδῶ π. Ἰωσήφ, μεταφέρεις τόν
διάλογο σέ προσωπικό ἐπίπεδο. Τό πλαίσιο
στό ὁποῖο κινεῖσαι εἶναι τό ἑξῆς. Ἐφ’ ὅσον ἐγώ προῆλθα καί ἀποτειχίστηκα ἀπό
τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί ἔχω ἀπό αὐτούς τήν χειροτονία μου, θά ἔπρεπε
μέ τήν ἀποτείχισί μου νά γίνη καί μία ἀποκατάστασις, δηλαδή κάποια Ὀρθόδοξος
καί νόμιμος Σύνοδος νά ἀποδεχθῆ τήν ἱερωσύνη μου, ὅπως π.χ. κάποιες Σύνοδοι
ἐδέχθησαν τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν.
Γράφεις συγκεκριμένως τά ἑξῆς, τά
ὁποῖα πρέπει νά ἀναφερθοῦν, προκειμένου νά μήν φανῆ ὅτι σέ ἀδικοῦμε ἤ σέ
παρεξηγήσαμε. «Μᾶς
λέγεις (ἀναφέρεσαι στήν ἀπάντησή μου), πὼς ἀμφιβάλλεις διὰ τὰ μυστήρια τῶν παλαιοημερολογιτῶν
διὰ τοὺς ἀνωτέρω λόγους ποὺ ἔθεσες, ὅμως, διὰ τὰ ἰδικά σου μυστήρια διατὶ δὲν
κάμεις λόγον; Αὐτὸ τὸ λέγω διότι ἔλαβες τὴν ἱερωσύνην ἀπὸ μίαν ἐκκλησίαν ἐκ τῆς
ὁποίας ἀπετειχίσθεις δι' αἵρεσιν, ὡς
ὁ ἴδιος λέγεις, ἄρα ἡ χειροτονία σου εἶναι αἱρετική! Ἐσὺ ὡς γνώστης τῶν
ἱερῶν Κανόνων, γνωρίζεις καλῶς ὅτι μία τοιαύτη χειροτονία δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ
δεκτὴ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐκτὸς ἐὰν ἐπιληφθῇ αὐτὴν Ὀρθόδοξος Σύνοδος, ὥστε νὰ
τὴν ἀποκαταστήσει. Θὰ ἐπίστασαι λίαν καλῶς ὡσαύτως, ὡς γνώστης τῶν ἔργων τοῦ
ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τί ἐπίστευεν ὁ Ἅγιος περὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰς
χειροτονίας καὶ πῶς γίνεται δεκτὸς ὁ ἐκ τῶν αἱρετικῶν μεταμεληθείς».
Καί ἀναφέρεις ἐν συνεχείᾳ κάποια
κείμενα ἀπό ἐπιστολές τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, στά ὁποῖα ὁ ὅσιος
διδάσκει ὅτι, εἰς τούς μετανοοῦντας καί ἐπιστρέφοντας ἀπό τούς αἱρετικούς,
ἔπρεπε νά ἐπιβληθοῦν ἐπιτίμια καί νά ἐπιλύση κατόπιν Ὀρθόδοξος Σύνοδος τό θέμα,
ἄν θά πρέπη νά ἱερουργοῦν.
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρεις καί τά ἑξῆς,
τά ὁποῖα σημειώνουμε γιά νά καταλάβουμε πλήρως τήν σκέψι σου: «Ἐρωτοῦμεν σέ,
λοιπὸν π. Εὐθύμιε, ποία Σύνοδος ἀπεκατέστησε τὴν κανονικότητα τῆς ἱερωσύνης
σου, ὥστε ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποτείχισίν σου ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴν ἐκκλησίαν νὰ
ἱερουργῇς, ὡσὰν νὰ ἔλαβες αὐτὴν ἀπὸ κατὰ πάντα ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς; Ἀλήθεια,
θὰ μᾶς ἀναφέρῃς τί ἐπιτίμιον ἔλαβες καὶ ἀπὸ ποῖον, ὡς κανόνα διὰ τὸν καιρὸν
ὅπου κοινωνοῦσες πλήρως μὲ τὴν αἵρεσιν; Διὰ τί βγάζεις τὸν ἑαυτόν σου ἔξω ἀπὸ
τὴν κατηγορίαν αὐτήν, τῶν ἐν μετανοίᾳ προσερχομένων, ἐφ’ ὅσον εἶσαι κάτω ἀπὸ τὰ
ἴδια κριτήρια; Ἀμφιβάλλεις διὰ τὰ μυστήρια τῶν ἀποτειχισμένων
παλαιοημερολογιτῶν καὶ ἀδιαφορεῖς διὰ τὰ μυστήρια αὐτῶν ποὺ σὲ ἐχειροτόνησαν
καὶ σοῦ μετέδωσαν τὴν ἱερωσύνην, παραβλέποντας καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἅγιον Θεόδωρον, τὸν ὁποῖον συχνὰ πυκνὰ
ἐπικαλεῖσαι καὶ ὁ ὁποῖος λέγει· «Ἢ ἀγνοεῖτε ὅ φησιν ὁ αὐτὸς Πατήρ (ἐννοεῖ τὸν
Μ. Βασίλειον) ἐν ἑτέρᾳ ἐπιστολῇ; "Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον, μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν
ἐπισκόποις τὸν ἐπὶ καταστροφῇ τῆς πίστεως ὑπὸ τῶν βεβήλων χειρῶν προαχθέντα εἰς
προεδρίαν».
Ἐδῶ μετά λύπης μου, π. Ἰωσήφ, πρέπει
νά παρατηρήσω ὅτι, προκειμένου νά ἀποφύγης νά ἀναφερθῆς γιά τό τεράστιο καί
σοβαρότατο θέμα, τί γίνεται δηλαδή μέ τά σχίσματα καί ἄν ἔχουν χάρι Θεοῦ,
χρησιμοποιεῖς δολιότητα καί ἀπάτη καί, τρόπον τινά, ρίχνεις μελάνι, σάν τήν
σουπιά, γιά νά θολώσης τά νερά.
Κατ’ ἀρχάς ἐγώ δέν σοῦ ἀνέφερα ὅτι ἀμφιβάλλω γιά τά μυστήρια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀλλά σοῦ ἀνέφερα ὅτι οἱ Κανόνες διδάσκουν ὅτι τά μυστήρια τῶν σχισματικῶν δέν
ἔχουν χάρι Θεοῦ. Θά ἔπρεπε λοιπόν
νά μᾶς ἀναφέρης, ἄν ὄντως οἱ Κανόνες διδάσκουν αὐτό τό πρᾶγμα ἤ, ἄν ἐγώ
διαστρέφω τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Κανόνων, καί ἄρα εἶμαι σέ ὁδό πλάνης.
Αὐτό νομίζω θά ἀπαιτοῦσε, ἕνας τίμιος καί εἰλικρινής διάλογος. Λέγοντας, ὅμως,
ὅτι ἐγώ ἀμφιβάλλω γιά τά μυστήρια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μεταφέρεις τό θέμα
ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες στόν π. Εὐθύμιο, καί ἔτσι βγάζεις ἀθῶες περιστερές τά
σχίσματα, γιατί στό κάτω κάτω, ποιός εἶναι ὁ π. Εὐθύμιος πού ἀμφιβάλλει γιά τά μυστήρια
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί τί ἰσχύ ἔχει ἡ γνώμη του μέσα στήν Ἐκκλησία;
Ἐνῶ, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, οἱ ἱεροί Κανόνες ἔχουν ἀπόλυτο ἰσχύ καί εἶναι σημεῖα
ἀναφορᾶς γιά τέτοια σοβαρά θέματα.
Ἐν συνεχείᾳ χρησιμοποιεῖς ἕνα
στρεψόδικο τρόπο καί μεταφέρεις τό θέμα σέ προσωπικό ἐπίπεδο, ὑπό τήν ἔννοια
ὅτι καί ἐγώ εὑρίσκομαι στήν ἴδια κατάστασι καί, ἄρα, δέν θά πρέπει νά ἐλέγχω
αὐτές τίς ἐκτροπές καί πλάνες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο,
ἄθελά σου, παραδέχεσαι ὅτι, ὄντως, ἔτσι ἔχουν τά πράγματα ὡς πρός τά σχίσματα
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, καί ἁπλῶς προβάλλεις σάν δικαιολογία τό ὅτι καί ἐγώ
εὑρίσκομαι στήν ἴδια παρανομία.
Γιατί ὅμως τό ἀναφέρεις αὐτό στήν
προκειμένη περίπτωσι, π. Ἰωσήφ; Μήπως
δηλαδή, ἄν ἐγώ εἶμαι παράνομος, λιγοστεύει ἡ εὐθύνη τῶν σχισμάτων τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν; Ἤ μήπως ἐγώ, μετά τήν ἀποτείχισι, ἐντάχθηκα καί σέ κάποια
Σύνοδο, ὥστε νά ἀκολουθῶ καί ἐγώ τήν ἴδια πορεία; Τί σχέσι ἔχει, τέλος πάντων,
ἡ ἰδική μου περίπτωσις μέ τά σχίσματα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν;
Πρέπει ὅμως στό σημεῖο αὐτό νά
ἀποδείξουμε ὅτι αὐτά τά κείμενα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, πού
ἀναφέρεις, δέν ἔχουν καμμιά σχέσι μέ τήν ἰδική μου περίπτωσι οὔτε φυσικά μέ τό
θέμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί, ἄρα, ὑπάρχει καί ἐδῶ διαστροφή τῆς ἀληθείας
καί παραπλάνησις. Δι’ αὐτό θά κάνω μία μικρή ἀναδρομή στήν ἰδική μου περίπτωσι
τήν ὁποῖα ἔθιξες καί ἰσχυρίστηκες ὅτι δῆθεν ἀνήκει στήν κατηγορία ἐκείνων πού
ἀναφέρει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί, ἄρα, χρειάζεται ἐπιτίμιο καί
ἀποκατάστασις ἀπό Ὀρθόδοξο Σύνοδο.
Τήν οὐσιαστική ἔναρξι τῶν ἀγώνων μου
ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τήν ἔκανα πρίν ἀπό εἴκοσι καί πλέον
χρόνια, καί εἰδικά μετά τήν συμφωνία τῶν Οἰκουμενιστῶν μέ τούς Παπικούς στό
Μπελαμέντ τοῦ Λιβάνου. Τότε ἀνῆκα ἐκκλησιαστικά στήν Μητρόπολι τοῦ Βόλου
(Δημητριάδος) καί ἐζήτησα ἐξηγήσεις γιά τήν ἀπόφασι τοῦ Μπελαμέντ ἀπό τόν τότε
Μητροπολίτη Χριστόδουλο. Τελικά, ἐπειδή ἀρχίσαμε τούς διαπληκτισμούς καί τίς
ἀντιπαραθέσεις, μοῦ εἶπε ὅτι ἔπρεπε νά βρῶ ἄλλη Μητρόπολι γιά νά μετατεθῶ,
διότι στήν Μητρόπολί του ἤμουν ἀνεπιθύμητος. Ἐγώ ἦλθα στήν Μητρόπολι Λαρίσης,
στήν ὁποῖα τότε ὑπῆρχον δύο ἐκκλησιαστικές ἀρχές, τοῦ κανονικοῦ Μητροπολίτου
Θεολόγου καί τῆς λεγομένης τοποτηρητείας. Ἡ Σύνοδος ἀνεγνώριζε τήν
τοποτηρητεία, ἐνῶ τόν Θεολόγο τόν εἶχε κηρύξει ἀκοινώνητο. Ἐμνημόνευα λοιπόν
τόν ἀκοινώνητο Μητροπολίτη Θεολόγο, τόν ὁποῖο ἀπεδέχετο ἕνα μέρος τοῦ κλήρου
καί ὅλος ὁ εὐσεβής λαός τῆς Λαρίσης. Τό ὑπόλοιπο μέρος τοῦ κλήρου ἦταν μέ τό
μέρος τῶν ἰσχυρῶν γιά λόγους ἀσφαλείας.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Θεολόγου, στίς
31/7/1996, δέν ἐμνημόνευσα πλέον ἄλλον Ἐπίσκοπο λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ νέος δεσπότης πού ἔστειλε ἡ Σύνοδος στήν Λάρισα, τό 2004, μέ
ἐξεδίωξε ἀπό τό ἐξωκκλήσι τοῦ Προφήτη Ἠλία στά Ἀμπελάκια, ὅπου διέμενα, καί ἐκίνησε ἐκκλησιαστικές
διαδικασίες γιά τήν καθαίρεσί μου. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2008 ἐξεδόθη ἡ τελική ἀπόφασις
ἀπό τό Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, τό ὁποῖο μέ καθαιροῦσε μέ τίς βασικές
αἰτίες τῆς ἀνυπακοῆς καί τῆς μή μνημονεύσεως.
Τήν περίοδο ἐκείνη μέ ἐπλησίασαν οἱ
τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου καί μοῦ ἐπρότειναν νά ἐνταχθῶ εἰς αὐτούς, ἀλλά
διεπίστωσαν ὅτι οἱ θέσεις μου ἦταν διαφορετικές καί δέν μπορέσαμε νά
συμφωνήσουμε. Ἀπό τότε, πού μοῦ ἐκοινοποιήθη ἡ ἀπόφασις τῆς καθαιρέσεως,
σταμάτησα νά λειτουργῶ (ἄν καί πολλοί κατ’ ἰδίαν μέ παρότρυναν νά μήν τό κάνω
αὐτό), ἐπειδή εἶχα τήν γνώμη καί τήν θέσι ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ἔχει
κανείς δικαίωμα νά δικαιώνη ἤ νά ἀθωώνη τόν ἑαυτόν του, ἐπίσης διότι, μέ τήν
ἀδικία αὐτή, θά ὠφελούμην περισσότερο, παρά μέ τό νά λειτουργῶ. Προσπάθησα δέ
νά θέσω τό θέμα σέ σοβαρούς πατέρες καί κάποιους ἁγιορεῖτες, ὥστε ἐκεῖνοι νά πάρουν
γιά τήν ὑπόθεσι αὐτή μία ἀπόφασι. Οἱ περισσότεροι, λοιπόν, κατ’ ἰδίαν μοῦ
ἔλεγαν νά μήν ὑπολογίσω τήν ἀπόφασι καί νά συνεχίσω νά ἐπιτελῶ τά λειτουργικά
μου καθήκοντα, δημοσίως ὅμως, καί αὐτοί, δέν ἤθελαν νά φανοῦν γιά λόγους πάλι
ἀσφαλείας.
Τελικά, ἐπειδή δέν ἔβγαλα ἄκρη μέ
τούς Ἀντιοικουμενιστές πατέρες, ἀπεφάσισα νά καταφύγω στό Συμβούλιο τῆς
Ἐπικρατείας. Αὐτό τό ἔκανα μέ τό σκεπτικό ὅτι ἦτο ἕνα δικαστικό ὄργανο,
ὁπωσδήποτε δικαιότερο ἀπό τά ἐκκλησιαστικά, καί τό ὁποῖο ἀνεγνώριζε ἡ Ἐκκλησία.
Ὡς ἐκ τούτου μία ἀπόφασίς του, ἡ ὁποία θά ἀκύρωνε τίς ἐκκλησιαστικές, θά ἦτο
ἕνας κόλαφος γιά τούς Οἰκουμενιστές, θά ἄνοιγε δέ προσέτι τόν δρόμο καί σέ
ἄλλους πατέρες πρός τήν ἀποτείχισι, οἱ ὁποῖοι προφανῶς ἐφοβοῦντο τίς
καθαιρέσεις καί τίς ποινές.
Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ πρᾶξις ἔδειξε ὅτι
οἱ δικαστικές αὐτές ἐξουσίες (ἐκκλησιαστική καί κοσμική) συνεργάζονται ἄψογα
καί ἔχουν κοινά κέντρα ἀπό τά ὁποῖα λαμβάνουν ἐντολές καί κατευθύνσεις. Ἡ
ἀπόφασις λοιπόν τοῦ Συμβουλίου ἐπικρατείας ἦτο, κατά τό δή λεγόμενο,
μεσοβέζικη, μέ βασική σκέψι ὅτι τό θέμα τῆς καθαιρέσεως μου ἦτο καθαρά
ἐκκλησιαστικό, χωρίς πολιτικές προεκτάσεις (μισθοδοσίας, συνταξιοδοτήσεως,
οἰκογενείας κ.λπ.) καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν εἰσῆλθε καθόλου στήν οὐσία τῆς
ὑποθέσεως. Τρόπον τινά ἔβγαλε τήν οὐρά του ἀπ’ ἔξω, ἀφήνοντας ἀσύδοτους τούς
Ἐπισκόπους νά καρατομοῦν τούς ὑφισταμένους των, δίκην σουλτάνων καί
μαχαραγιάδων, καί μάλιστα γιά θέματα πίστεως.
Ἐνημερωτικά σοῦ ἀναφέρω, π. Ἰωσήφ,
ὅτι βιντεοσκοπήθηκε τό μεγαλύτερο καί κυριότερο μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς
δίκης, τό ὁποῖο τό ἔχουμε δημοσιεύσει στά ἰστολόγια, μήπως ξυπνήσουν οἱ
ἀφελεῖς, καί συγχρόνως δυστυχεῖς, Ὀρθόδοξοι Ἀντιοικουμενιστές καί κατανοήσουν
ποίους ἀκολουθοῦν καί ἀναγνωρίζουν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Κοντολογίς σοῦ ἀναφέρω ὅτι τά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια σήμερα τῶν
Οἰκουμενιστῶν δέν ἔχουν τίποτε νά ζηλέψουν ἀπό τήν ἱερά ἐξέτασι τοῦ μεσαίωνος,
μέ μόνη ἴσως διαφορά ὅτι σήμερα δέν σέ στέλνουν στήν πυρά, ἀλλά σέ φονεύουν ἱερατικά, προκειμένου νά
συνεχίσουν τό ἔργο των καί, κυρίως, νά δείξουν τήν ἰσχύ των εἰς αὐτούς πού
ἔχουν κάποιους ἔστω λογισμούς Ὀρθοδοξίας καί ἀποτινάξεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί
αἱρετικῆς τυραννίας.
Τελικά, μετά τήν ἀπόφασι τοῦ Σ.τ.Ε.,
προσέφυγα στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη
Ράσκας καί Πριζρένης τῆς Σερβίας Ἀρτέμιο, καί στήν περί αὐτόν
ἀδελφότητα, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί τήν περίοδο αὐτή ἐδιώκοντο ἀπό τήν Σερβική
Σύνοδο γιά λόγους πίστεως. Ἡ αἴτησις μου πρός αὐτούς τούς Πατέρες ἦταν νά
ἐξετάσουν τήν ὑπόθεσι ἀπό ὅλο τόν φάκελο, τόν ὁποῖο τούς ἀπέστειλα, καί νά
γνωμοδοτήσουν, τρόπον τινά, γιά τό ἄν ἦτο σωστό καί χρήσιμο γιά τήν Ἐκκλησία νά
ὑπακούσω ἐγώ σ’ αὐτήν τήν ἀπόφασι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ράσκας
καί Πριζρένης Ἀρτέμιος καί ἡ περί αὐτόν σύναξις τῶν πατέρων ἀποτελουμένη ἀπό
εἴκοσι τρία μέλη (23), ἀφοῦ ἐμελέτησε τόν φάκελο, γνωμοδότησαν ὅτι εἶμαι ἄδικα
δικασμένος καί καταδικασμένος καί ὅτι πρέπει λόγῳ τῆς αἱρέσεως νά ἐπιτελῶ τά
λειτουργικά μου καθήκοντα μνημονεύοντας στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια «ὑπέρ πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων».
Ὅλα αὐτά τά ἀνέφερα, π. Ἰωσήφ, γιά
νά γνωρίζης ἀπό πρῶτο χέρι τήν ἰδική μου ὑπόθεσι τῆς ἀποτειχίσεως καί γιά νά
ἔλθω φυσικά στό ἐπίμαχο θέμα, τό ὁποῖο ἀνέφερες στρεψόδικα καί μεταφέροντας τήν
ὑπόθεσι ἀλλοῦ, στό ἄν δηλαδή ἔπρεπε νά ἐκτελέσω κάποιον κανόνα μετά τήν ἀποτείχισι
καί ἄν ἔπρεπε ἡ Σύνοδος τελικά νά μοῦ ἐπιτρέψη νά λειτουργῶ κ.λπ.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει πρωτίστως καί
πρωταρχικῶς νά ἀναφέρω ὅτι, εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ ἐπιστροφή ἀπό τήν αἵρεσι καί μάλιστα, ὅταν κάποιος γεννηθῆ καί μεγαλώσει εἰς
αὐτήν, καί ἀκόμη ὅταν ἡ αἵρεσις δέν ἔχει καταδικαστεῖ δι’ Ὀρθοδόξου Συνόδου μέ
ὅλα τά ἐπακόλουθα (ἀντικατάστασις δηλαδή ἤ μεταμέλεια τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων),
καί ἄλλο πρᾶγμα, τελείως διαφορετικό, ἡ ἐπιστροφή ἀπό τήν ἄρνησι καί προδοσία. Καί ἡ μέν ἐπιστροφή ἀπό τήν αἵρεσι γίνεται μέ τήν ὁμολογία
καί ἀποτείχισι
ἀπό τούς αἱρετικούς, ἡ δέ ἐπιστροφή ἀπό τήν ἄρνησι γίνεται μέ
τήν ὁμολογία καί ἀποτείχισι καί μέ ἄλλους βαρυτάτους κανόνες
(π.χ παῦσις τῆς ἱερωσύνης, στέρησι Θείας Κοινωνίας κ.λπ.). Ἡ ἄρνησις γίνεται,
ὅταν κάποιος εὑρίσκεται στήν Ὀρθοδοξία καί, ὑπαρχούσης καί διαδιδομένης κάποιας
αἱρέσεως, αὐτός ἀπό φόβο καί δειλία ἤ φιλοδοξία κ.λπ., μετατεθῆ στό στρατόπεδο
τῶν αἱρετικῶν. Ἡ ἄρνησις κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη γινόταν στήν ἐποχή
του μέ δύο τρόπους ἤ μέ ὑπογραφή ἤ μέ τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μνημόνευσι
τῶν αἱρετικῶν.
Θά ἀναφέρω κάποια παραδείγματα ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ
ὁσίου γιά νά γίνη αὐτό κατανοητό. Σέ μία ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τόν μοναχόν
Ναυκράτιο ὁ ὅσιος ἀπαντώντας σέ ἐρωτήσεις περί τῶν ἐπιστρεφόντων ἀπό τήν ἄρνησι
ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πρεσβύτερος εἴτε
ὑπογράψας εἴτε κοινωνήσας φόβῳ, μή φέρων τήν κάκωσιν, εἰργέσθω τῆς κοινωνίας·
κατά Χριστοῦ γάρ κοινωνήσας, πῶς
δύναιτο ἄν Χριστῷ κοινωνεῖν; τῆς γάρ ἐγκρατήσεως τῆς ἱερουργίας
παρά συνοδικῆς ἐπισκέψεως ἡ λύσις. ὁ δόξας μετά τήν ἧτταν ἀναπαλαῖσαι
ἀποχωρείτω τοῦ ἐν ᾧ ἐκαθέζετο πρίν τόπου· ἐπεί πῶς γνωσθήσεται αὐτῷ τε ἐκείνῳ ἡ
ἄρνησις, ἥν ὑπέστη, καί ἄλλοις; οὐ
χωρῶ ἐπιτρέψαι, ἐπάν ἡ ἀναπάλαισις αὐτοῦ μάλιστα οὐκ ἐγένετο ἐπισήμῳ τινί
δράματι, οἷον ἐπί τοῦ Λαοδικείας· οὐδέ γάρ ἐκείνῳ συμβουλεύσαιμι ἄν ἔγωγε
ἱερουργεῖν ἤ μόνον κοινωνεῖν διά τό ἐπίσημον. Οὕτως ἐπί τοῦ τυχόντος
μονάζοντος, οὕτως ἐπί λαϊκοῦ· εἶρξις τῆς κοινωνίας μετά τῶν ἄλλων ἀξίων καρπῶν
τῆς μετανοίας, ἀναμένειν τε τόν καιρόν τῆς ὀρθοδοξίας. Πλήν ἐπειδή ἐνδέχεται
καί ὕφεσιν καί πρόσθεσιν γίνεσθαι παρά τοῦ ἐπιτιμῶντος, ἐπί τῆς κοινωνίας λέγω,
ἐκτεινομένων τῶν χρόνων τῆς αἱρέσεως κατά τά ἀθεώρητα κρίματα τῆς δικαίας ὀργῆς
τοῦ Θεοῦ, ἔστιν καί πρό συνόδου λῦσαι ἐν Κυρίῳ, καθώς ὑποπέπτωκεν τό πρόσωπον
βαρύτερον ἤ ἐλαφρότερον καί καθ᾿ ἣν πάλιν ὑποδείκνυσι μετάνοιαν· εἴς τε τούς
ἡμετέρους καί τούς ἔξω συνεστιᾶσθαι αὐτοῖς οὐ κωλυτέον, οὐχ ἵνα καί εὐλογῶσιν
ἕως λύσεως» (Φατ. 225, 358, 99).
Ἐδῶ, π. Ἰωσήφ, ὁ ὅσιος ἀναφέρει: «πρεσβύτερος εἴτε ὑπογράψας
εἴτε κοινωνήσας φόβῳ, μή φέρων τήν κάκωσιν....»· δηλαδή ἀναφέρει
καθαρά τούς δύο τρόπους τῆς ἀρνήσεως. Κατανοοῦμε, ἐπίσης, ὅτι ὁ πρεσβύτερος
αὐτός εὑρίσκετο στήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἀρνήθηκε, ἐπειδή δέν ἠδυνήθη νά ὑποφέρει
τήν κάκωσι (τό μαρτύριο). Ἐδῶ, ἐπίσης, ὁ ὅσιος
ὁμιλεῖ διά τήν ἄρνησιν: «ἐπεί πῶς
γνωσθήσεται αὐτῷ τε ἐκείνῳ ἡ ἄρνησις,
ἥν ὑπέστη, καί ἄλλοις;».
Ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος, ἐπίσης, ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του
στήν ἡγουμένη Εἰρήνη ἀναφέρει τά ἑξῆς: «τόν
ἁλόντα πρεσβύτερον τῇ κοινωνίᾳ τῶν
αἱρετικῶν, εἴ γε μάλιστα καί ὑπογραφῇ,
μή ἐξεῖναι ἱερουργεῖν ἕως καιροῦ ὀρθοδόξου συνόδου, ἐφ’ ᾗ τά τοιαῦτα καί
θεωρηθήσεται καί διακριθήσεται, ἤ μόνον τό κατά περίστασιν βαπτίζειν,
ἐκκομίζειν νεκρόν, δίδειν σχῆμα μοναχῷ, ἁγιάζειν τῶν Θεοφανίων τό ὕδωρ,
εὐαγγελίζεσθαι κατ’ ὄρθρον καί μεταδιδόναι τῶν ἁγιασμάτων, ἤδη θεουργηθέντων
ὑπό σεσωσμένου πρεσβυτέρου. Καί ταῦτα, ὡς εἶπον, ἐξ ἀνάγκης, ἐπεί, εὑρισκομένου
τοῦ μή ἐμπαρέντος τῇ κοινωνίᾳ ἱερέως, οὐδέ τά προειρημένα πράσσειν
ἐξόν...» (Φατ. 536, 809, 12).
Ἐδῶ πάλι ὁ ὅσιος ἀναφέρει τούς δύο βασικούς τρόπους
τῆς ἀρνήσεως (ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ὑπογραφή) καί ἐπιβάλλει ἐπιτίμια,
κάνει ὅμως καί κάποια οἰκονομία, νά τελεῖ κάποια ἀναγκαῖα πράγματα ὁ ἱερεύς,
ὅταν δέν ὑπάρχει ἄλλος Ὀρθόδοξος, ὁ ὁποῖος νά εἶναι καθαρός ἀπό τήν
ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς.
Πολύ διαφωτιστικά ἐπί τοῦ θέματος, π. Ἰωσήφ, εἶναι καί
τά ἐπιτίμια πού θέτει ὁ ὅσιος ἐρωτηθείς, σέ ἄλλη ἐπιστολή, πάλι ἀπό τόν
Ναυκράτιο. Ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐάν
ὀρθόδοξος διαβληθείς ὡς μή κοινωνῶν ποιήσῃ σταυρόν ὅτι κοινωνῶ·
μηδέ ἕτερον πολυπραγμονηθείς ὑπό τῶν αἱρετικῶν, αὐτοῦ δέ ἔχοντος κρύβδην τῷ
λογισμῷ ὅτιπερ, ἐξ ὀρθοδόξου κοινωνῶν
εἰμι, οὐκ οἰκονομία τό τοιοῦτον, ἀλλά προδοσία τῆς ἀληθείας τό ἐπιτίμιον
ἡμισευμένον πρός τόν ὁλοτρόπως τῇ αἱρέσει κοινωνήσαντα. πόσον δέ τό τοιοῦτον
ἤδη προερωτηθείς καί ἀποκριθείς περιττόν ἐστι δίς τά αὐτά ἐπανακυκλεῖν.
Ἐάν τις πρός
πληροφορίαν τῶν ἀσεβῶν ἐπ’ ὄψεσιν αὐτῶν ἐνέγκοι κρυπταζόμενον πρεσβύτερον κατά
τό τῆς ὀρθοδοξίας δόγμα καί μηδέ ἀναφέροντα αἱρετικόν καί πρός αὐτοῦ
μεθέξοι τῶν ἁγιασμάτων, καί οὗτος ὡς προδότης ἀληθείας τό ἐπιτίμιον
ἐχέτω, ἐνιαυτόν ἀποχήν τῶν ἁγιασμάτων.
Ἐάν τις
ὀμόσῃ μή προσκυνεῖν θείαν εἰκόνα μήτ’ αὖ δέξασθαι ὀρθόδοξον μονάζοντα, μετά τήν
ὁρκωμοσίαν εἰδώς τό πταῖσμα μετανοῇ καί προσκυνῇ κρυπτῶς, βαρύ τό πτῶμα· ἤδη
ἔξαρνος ἐγένετο Χριστοῦ, τῆς τε Θεοτόκου καί τῶν ἁγίων· τριετῆ χρόνον
εἰργέσθω τῶν ἁγιασμάτων σύν πολλῇ φιλανθρωπία.
Ἐάν τις
χρίσειεν δεδοικώς εἰκόνα Χριστοῦ ἤ τινος τῶν ἁγίων, ἑνιαυτόν εἰργέσθω τῆς
κοινωνίας.
Ἐάν τις
ἱερεύς ἀναφέρῃ τόν αἱρετικόν δημοσίᾳ, ἰδίᾳ δέ προσκαλούμενος ὑπό τινος
ὀρθοδόξου ἐν εὐκτηρίῳ στέλλεται ἀναφέρειν τόν αἱρετικόν, εἰ ἆρα ἐν τῷ
τοιούτῳ εὐκτηρίῳ τόν ἀκριβῆ δεῖ προσεύχεσθαι; οὐδαμῶς» (Φατ. 384, 532, 19).
Ἐδῶ πάλι βλέπουμε ὅτι οἱ διάφορες ὑποχωρήσεις ἀπό φόβο
καί δειλία μπροστά στούς αἱρετικούς καί στούς ἐξουσιαστές χαρακτηρίζονται ἀπό
τόν ὅσιο ὡς ἄρνησις καί προδοσία.
Καί ἕνα τελευταῖο παράδειγμα ἀπό τά πολλά πού ἀναφέρει
ὁ ὅσιος. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Μακάριο, λύων κάποιες ἀπορίες του
ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ὑπογράψας
πρεσβύτερος τῇ ἀσεβείᾳ μετανοεῖν ὀφείλει καί προσκλαίειν θερμῶς συγχωρηθῆναι
αὐτῷ τό ἀσέβημα, λειτουργεῖν δέ, κἄν οὐ μνημονεύῃ τοῦ ἀσεβοῦς, οὐδαμῶς,
ἀλλ’ εἴργεσθαι τῆς ἱερουργίας, ἕως ἄν ἐπίδοι Κύριος καί δοίη καιρόν ὀρθοδόξου
συνόδου, ἐν ᾗ λήψεται ἕκαστα τά κατ’ ἀξίαν θεοκρίτως. ἐγώ δέ συμβουλεύω, εἰ μετέσχεν τῆς ἀσεβοῦς
κοινωνίας ἐν μεταλήψει, καί τῶν ἁγιασμάτων ἀπέχεσθαι μέχρις ἑνός ἤ δυοῖν
χρόνοιν˙ γέγραπται γάρ, οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν καί ποτήριον
δαιμονίων, οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων» (Φατ. 294, 433, 14).
Θά ἠδυνάμην νά ἀναφέρω καί τά ἰδικά σου παραδείγματα,
π. Ἰωσήφ, πού ἐρρανίσθης ἀπό τόν ὅσιο στήν δεύτερή σου ἀπάντησι, τά ὁποῖα καί
αὐτά ἐντάσσονται σ’ αὐτούς πού προδίδουν τόν Χριστόν διά τῆς ἀρνήσεως.
Ὅπως καταλαβαίνεις ἡ ἄρνησις ἐκλαμβάνεται ἀπό τούς
Πατέρες ὡς βαρυτέρα ἁμαρτία ἀπό τό νά εὑρίσκεται κάποιος ἁπλῶς στήν αἵρεσι.
Νομίζω ὅτι παίζει σημαντικό ρόλο εἰς αὐτό, τό ὅτι αὐτοβούλως καί ἐν ἐπιγνώσει
μετετέθη κάποιος ἀπό τήν ἀλήθεια στό ψεῦδος,
ἐνῶ στήν αἵρεσι μπορεῖ κάποιος νά εὑρεθῆ ἐξ ἀγνοίας ἤ νά ἐγεννήθη εἰς
αὐτήν ἤ νά προσῆλθε εἰς αὐτήν πλανώμενος νομίζοντας ὅτι εὑρίσκεται στήν ἀλήθεια.
Ἔτσι ἦταν καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Ἰουδαϊσμό καί ἐδίωκε τούς Χριστιανούς,
νομίζοντας ὅτι ὑπηρετεῖ τόν Θεό.
Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ καί στήν περίπτωσι τῶν
ἐπιστρεφόντων ἀπό τήν αἵρεσι χωρίς νά ἔχη προηγηθῆ προδοσία καί ἄρνησις, ἀπό
φόβο, δειλία κ.λπ. Δι’ αὐτούς, ὅταν ἐπιστρέφουν στήν Ὀρθοδοξία δέν ἐπιβάλλεται
κανένα ἐπιτίμιο πέραν τῆς ὁμολογίας καί τῆς ἀπαρνήσεως καί καταδίκης τῆς
αἱρέσεως. Δέν νομίζω δέ νά θεωρῆται ἐπιτίμιο ἄν χρειαστῆ νά μυρωθοῦν ἤ καί νά
βαπτιστοῦν κατά τήν κρίσι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό γίνεται ὅταν ἐπιστρέφει κάποιος
ἀπό καταδικασμένη αἵρεσι καί ἀπό αἱρετικούς ἀποκομμένους καί διαχωρισμένους
ἐπισήμως ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Πάντως ἀμέσως δύνανται νά μεταλάβουν τά Ὀρθόδοξα
μυστήρια. Αὐτό μποροῦμε νά τό διαπιστώσουμε πέραν τῶν ἄλλων καί ἀπό τόν ἅγιο
Ἀναστάσιο τόν Σιναῒτη. Ὑπάρχουν δύο ἀπαντήσεις του σέ ἀνάλογες ἐρωτήσεις οἱ
ὁποῖες μᾶς καταδεικνύουν τήν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ θέματος τούτου,
δεδομένου ὅτι ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναῒτης ἔζησε τόν 6ον αἰώνα, ὁπότε εἶχε διαμορφωθεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις
στό θέμα τῆς ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν. Οἱ ἐρωτήσεις καί οἱ ἀπαντήσεις τοῦ ἁγίου
εἶναι οἱ ἐξῆς.
«ΕΡΩΤΗΣΙΣ: Τίνος χάριν μείζον τῆς πορνείας ἐχούσης
κρῖμα τῆς τῶν αἱρετικῶν βλασφημίας, ἐπιστραφέντων· εἰς μετάνοιαν ἀμφοτέρων, τόν
μέν αἱρετικόν εὐθέως δέχεται ἡ Ἐκκλησία εἰς κοινωνίαν, τόν δέ πόρνον ἀφορίζει
τῆς Ἐκκλησίας ἐπί χρόνον;
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ: Ἐπειδή τό μέν ἑκούσιόν ἐστι, τό δέ τοῦ
αἱρετικοῦ κατά ἄγνοιαν. Λοιπόν δέ, ἵνα καί τούς αἱρετικούς προθυμοτέρους εἰς
ἐπιστροφήν ποιήσηται· τούς δέ πόρνους ὀκνηροτέρους πρός τήν ἁμαρτίαν.
ΕΡΩΤΗΣΙΣ:
Διά τί ἐπιστρέφοντας τούς αἱρετικούς ἐν τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ οὐκ ἀναβαπτίζομεν
αὐτούς;
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ: Ἐάν τοῦτο ἐγένετο, οὐ ταχέως ἄνθρωπος ἐξ
αἱρέσεως ἐπεστρέφετο, τό ἀναβαπτισθῆναι αἰσχυνόμενος. Πλήν καί δι’ ἐπιθέσεως
τῶν χειρῶν τοῦ ἱερέως δι’ εὐχῆς οἶδεν ἐπιφοιτᾷν τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καθά
μαρτυροῦσιν αἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων» (P.G. 89, 712 B).
Ἄν λοιπόν ἡ Ἐκκλησία δέχεται τούς αἱρετικούς
ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθοδοξία ἄνευ ἐπιτιμίου, πολύ περισσότερο, νομίζω, θά
δέχεται αὐτούς ἐπιστρέφοντας, ὅταν ἡ αἵρεσις διαδίδεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί
δέν ἔχει ἀκόμη καταδικαστεῖ τελεσίδικα καί μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα. Ἄρα, λοιπόν,
καί ἀπό αὐτό μαρτυρεῖται ὅτι τά παραδείγματα τῶν ἐπιτιμίων τοῦ ὁσίου Θεοδώρου
τοῦ Στουδίτου πού ἀνέφερες, π. Ἰωσήφ, ἀναφέρονται σέ ἄλλη περίπτωσι, τήν ἄρνησι καί προδοσία δηλαδή,
ὅπως διευκρινήσαμε. Ἄλλωστε ὁ ὅσιος ὁμιλεῖ καθαρά γιά ἄρνησι καί προδοσία, ὅπως
εἴδαμε στά κείμενά του, ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναῒτης τοποθετεῖ τό ἁμάρτημα
τοῦ αἱρετικοῦ στόν χῶρο τῆς ἀγνοίας «ἐπειδή
τό μέν ἐκούσιο ἐστι (ἡ πορνεία δηλαδή), τό δέ τοῦ αἱρετικοῦ κατά ἄγνοια».
Ἀλλά καί ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης εἶναι σύμφωνος μέ αὐτή τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας στό θέμα τῆς
ἐπιστροφῆς τῶν αἱρετικῶν, ὅταν ἡ αἵρεσις διαδίδεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί δέν
ἔχει ἀκόμη καταδικαστῆ τελεσίδικα. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχόν Ναυκράτιο,
ἡ ὁποία εἶναι ἀπό τήν περίοδο τῆς μοιχιανικῆς αἱρέσεως ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τῷ πρεσβυτέρῳ καί ἡγουμένῳ καλῶς ἀπεκρίθης,
εἰρχθῆναι τῆς λειτουργίας τούς νυνί χειροτονηθέντας ὑπό τοῦ εὑρεθέντος ἀρτίως
ἀρχιερέως ἐν ἐκκλησίᾳ, λέγοντος δέ ὅμως ὅτι κακῶς ἐγένετο ἡ σύνοδος, καί,
ἀπολώλαμεν. διατί γάρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει τήν ἀπώλειαν, διαστέλλων ἑαυτόν τῆς
αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρά θεῷ ἐπίσκοπος;
καί εἰσίν αὐτοῦ δεκταί αἱ χειροτονίαι αὐτίκα. ἤ διατί προκειμένης τῆς
αἱρέσεως εἰς χειροτονίαν ὁ ἡγούμενος προήγαγε τούς ἀδελφούς αἱρετικήν; ἄν οὖν ὁ
χειροτονήσας ὤρθωσεν, ἦν αὐτοῖς εὐθύς
ἱερουργεῖν, ὄντος δέ ἐν τῇ αἱρέσει διά τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν αἱρετικόν,
κἄν τό φρόνημα λέγοι ἔχειν ὑγιές, οὐχ οἷόν τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι
λειτουργούς θεοῦ. εἰ δέ πνεῦμα ζήλου θεοῦ ἀνῆψεν ἐν τῷ καθηγουμένῳ καί
προθυμεῖται ὁμολογίας στέφανον ἀναδήσασθαι, μηδέ λειτουργείτω ἐν τῇ ὑπ’ αὐτοῦ
ἐνθρονιασθείσῃ ἐκκλησίᾳ μήτε ἀναφερέτω αὐτόν ὡς ἐπίσκοπον. καί μακάριος
οὗτος, πολλῶν καί ἄλλων παράδειγμα σωτηρίας γινόμενος. τεθέντος δέ θυσιαστηρίου
ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ οὐδέν τό κωλύον λειτουργεῖν ἐκεῖσε» (Φατ. 40, 119, 129).
Ἐδῶ, κατ’ ἀρχάς, βλέπουμε ὅτι δέν
θεωρεῖ ὁ ὅσιος ὁμολογία οἱαδήποτε ἀναγνώρισι τῆς αἱρέσεως, ἐάν αὐτός πού
ὁμολογεῖ δέν ἀπομακρύνεται συγχρόνως ἀπό τούς αἱρετικούς. Ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός
ὁμολογοῦσε «ὅτι κακῶς ἐγένετο ἡ σύνοδος
καί ἀπολώλαμεν», ἀλλά συγχρόνως ἀκολουθοῦσε τούς αἱρετικούς. Μέ τήν
ἔμπρακτον ὅμως ὁμολογία, ἡ ὁποία συνίσταται στήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν αἵρεσι καί
τούς αἱρετικούς, «διαστέλλων ἑαυτόν τῆς
αἱρέσεως», ἀμέσως θεωρεῖται ἀπό τόν ὅσιο ὡς κανονικός ἐπίσκοπος καί,
μάλιστα, ἀποδέχεται στήν περίπτωσι αὐτή καί τίς χειροτονίες πού ἐτέλεσε ὁ
Ἐπίσκοπος αὐτός πρό τῆς ὁμολογίας.
Τό σημαντικό εἶναι, καί πρέπει νά
ἀναφερθῆ γιά νά τό κατανοήσουν οἱ ἀφελεῖς Ἀντιοικουμενιστές, ὅτι στήν αἵρεσι
εὑρίσκεται κάποιος ἁπλῶς καί μόνο μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου «ὄντος
δέ ἐν τῇ αἱρέσῃ, διά τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν
αἱρετικόν, κἄν τό φρόνημα λέγοι ἔχειν ὑγιές...».
Βλέπουμε λοιπόν, π. Ἰωσήφ, ὅτι καί ὁ
ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δέχεται κάποιον μέ μόνη τήν μετάνοια καί ἐπιστροφή
ἀπό τήν αἵρεσι καί τήν ὁμολογία, χωρίς νά ἐπιβάλλη κανόνες ἤ ἐπιτίμια καί ἀπό
αὐτό φαίνεται ὅτι ἔκανες σύγχυσι, στήν ἐπιστροφή
ἀπό τήν αἵρεσι,
μέ τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν ἄρνησι καί προδοσία.
Ἐδῶ πρέπει νά ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἡ
περίοδος ἀπό τήν 7η Οἰκουμενική Σύνοδο (787) ἕως τῆς ἀρχῆς τῆς
Βασιλείας τοῦ Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813) καί εἰδικότερα τῆς εἰκονομαχικῆς
Συνόδου τοῦ 815, ἡ περίοδος λέγω αὐτή, ἦτο διά τήν Κων/πολι Ὀρθόδοξος καί δι’
αὐτό, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, θεωρεῖ προδότες καί ἀρνητές, ὅσους δι’
ὑπογραφῆς ἤ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας αὐτομόλησαν κατόπιν πρός τούς
εἰκονομάχους. Δηλαδή, διά νά θεωρηθῆ κάποιος ἀρνητής καί προδότης, πρέπει νά
μετατεθῆ ἀπό τήν Ὀρθοδοξία στήν αἵρεσι καί ὄχι νά εὑρεθῆ εἰς αὐτήν ἐκ γεννετῆς
ἤ ἔστω ἀπό ἄγνοια νά τήν ἀκολουθήση.
Τό ἴδιο νομίζω, προκειμένου νά
ἀναφέρωμε ἕνα σύγχρονο παράδειγμα, θά συμβῆ ὡς πρός τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν
ἄρνησι καί προδοσία καί, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν αἵρεσι, ἄν
κάποιος δεχθῆ ἀπό φόβο καί δειλία τό σφράγισμα ἤ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τό δεχθῆ
μόλις γεννηθῆ καί βρεθεῖ μέσα σ’ αὐτήν τήν κατάστασι. Ὁ μέν πρῶτος σύμφωνα μέ τό
σκεπτικό τῶν Πατέρων χαρακτηρίζεται ὡς ἀρνητής καί προδότης τῆς πίστεως, ἐνῶ ὁ
ἄλλος, ὡς εὑρισκόμενος ἁπλῶς στήν αἵρεσι καί ἀποστασία. Δι’ αὐτό καί ὁ τρόπος
ἐπιστροφῆς τῶν δύο αὐτῶν καταστάσεων, νομίζω, θά πρέπει νά εἶναι τελείως
διαφορετικός.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων καί ἐφ’
ὅσον σοῦ ἐξιστόρησα ἐν συντομίᾳ τήν ἰδική μου ἀποτείχισι, δέν δύναμαι νά
κατανοήσω, π. Ἰωσήφ, τί σχέσι ἔχει ἡ ἀποτείχισίς μου μέ ὅλα αὐτά πού ἀνέφερες,
ὅτι δηλαδή ἔπρεπε μετά τήν ἀποτείχισι νά μοῦ ἐπιβληθοῦν ἐπιτίμια, νά γίνη ἀναγνώρισις
ἀπό κάποια Σύνοδο τῆς αἱρετικῆς μου χειροτονίας κ.λπ.
Νομίζω ὅτι, ἄν θά ἔπρεπε νά
ἐφαρμοστοῦν τά ἐπιτίμια καί οἱ κανόνες τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, θά
ἔπρεπε νά ἐφαρμοστοῦν στούς τρεῖς Ἐπισκόπους
τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποτειχίστηκαν τό 1937 ἀπό τούς
Νεοημερολογίτες, ἐφ’ ὅσον ἐθεώρουν τό
ἡμερολόγιο θέμα πίστεως καί συγχρόνως ἐπικοινώνουν
μέ τούς αἱρετικούς Νεοημερολογίτες ἐπί δέκα τρία (13) χρόνια. Διότι,
ὅπως ἐξηγήσαμε, οἱ κανόνες καί τά ἐπιτίμια ἐπιβάλλονται σ’ αὐτούς πού, ὅταν ἐπικρατήση
ἡ αἵρεσις ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς καί κατόπιν ἐπιστρέφουν
στήν Ὀρθοδοξία. Ἀλλά, ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ τρεῖς αὐτοί Ἐπίσκοποι ὄχι μόνο
ἔμειναν ἀνεπιτίμιτοι, ἀλλά καί ἀρχηγοί ἔγιναν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, καί
Σύνοδο ἔκαναν, καί χειροτονίες Ἐπισκόπων, καί ἐν γένει ἐθεώρησαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία
πρέπει νά πορεύεται, ὅπως τόν καιρό τῆς εἰρήνης.
Νομίζω τελικά, π. Ἰωσήφ, ὅτι δι’
ἄλλο λόγο ἔκανες τήν ἀναφορά στήν ἰδική μου ἀποτείχισι, προκειμένου δηλαδή νά
στρέψης ἀλλοῦ τόν λόγο καί νά δικαιολογήσης τίς αὐθαιρεσίες καί τά σχίσματα τῶν
Παλαιοημερολογιτῶν.
Θέλω στό σημεῖο αὐτό νά τελειώσω τήν
ἀπάντησί μου στήν δεύτερη ἐπιστολή σου, π. Ἰωσήφ, διότι νομίζω ὅτι, θά δυνάμεθα
νά ὁμιλοῦμε ἀσταμάτητα, ὑποστηρίζοντας ὁ καθένας τίς ἀπόψεις του. Ἐφ’ ὅσον
ὑπάρχει τό ἀνοικτό θέμα, τό τί ἐδίδαξαν δηλαδή καί τί ἔπραξαν οἱ ἅγιοι μετά τήν
ἀποτείχισι, ἄν ἔκαναν χειροτονίες Ἐπισκόπων καί ἄν ἐδημιούργησαν Συνόδους
κ.λπ., στό ὁποῖο νομίζω ἀποφεύγεις συστηματικά καί κατ’ ἐξακολούθησι νά
ἀπαντήσης, περιττεύει κάθε ἀναφορά καί πλατειασμός σέ ἄλλα θέματα.
Ἄν θέλης νά ἀπαντήσω σέ κάτι
συγκεκριμένο μπορεῖς νά μοῦ θέσης εὐθέως τήν ἐρώτησι. Ἄν δέν ἀπαντήσης δέ στό
συγκεκριμένο θέμα καί, μάλιστα, σέ εὔλογο χρονικό διάστημα καί ὄχι μετά δύο
χρόνια (ὅπως συνέβη στήν δεύτερή σου ἀπάντησι), θά θεωρήσω ὡς λήξασα τήν
συζήτησι καί μάλιστα χωρίς νά βγῆ ἀποτέλεσμα. Ἄν πάλι ἀπαντήσης ἀλλοιώνοντας τά
κείμενα τῶν Πατέρων μέ μεταφραστικές ἀκροβασίες, ἀκρωτηριασμούς κ.λπ., θά σοῦ
δώσω μία σύντομο ἀπάντησι γιά νά τελειώση πάλι τό θέμα, ἐπειδή, ὅπως σοῦ
ἀνέφερα, συνήθως οἱ τοῦ Π. Ἡμερολογίου ἀδελφοί, ἀπαντοῦν ἁπλῶς καί μόνο γιά νά
ποῦν ὅτι ἀπάντησαν. Ἄν τέλος, σ’ αὐτά πού ἀνέφερα ἤ ἑρμήνευσα ἀπό τούς Πατέρες,
ἔχω κάνει λάθη, δύνασαι καί ὑποχρεοῦσαι νά μοῦ τά ὑποδείξης ἀδελφικῶς,
προσθέτοντας τήν Ὀρθόδοξο ἑρμηνεία καί ἔννοια τῶν κειμένων.
Ζητῶ συγγνώμη ἄν σέ ἐλύπησα ἤ σέ
ἔθιξα ἀπό παρορμητισμό, ἐμπάθεια, ἐγωϊσμό κ.λπ. σχολιάζοντας τίς ἀπαντήσεις
σου. Διότι μπορεῖ νά εἶναι σοβαρά τά θέματα πού θίγουμε, δέν ἔχουμε ὅμως
δικαίωμα νά θίγουμε καί νά προσβάλλουμε ἐμπαθῶς τά πρόσωπα.
Σέ χαιρετῶ μέ τήν ἐν Κυρίῳ ἀγάπη
ζητώντας τίς εὐχές σου γιά τήν σωτηρία μου καί τήν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μου.
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.