Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Οι θέσεις του π. Σάββα και του π. Ευθυμίου για το Ημερολόγιο

π. Σάββας Λαυριώτης: Ημερολογιακό θέμα;



 Η ενότητα όσων εναντιώνονται στον Οικουμενισμό, δεν μπορεί να στηρίζεται σε Ημερολόγια, αλλά ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ στην Ορθόδοξη Πίστη.

   

    σον ἀφορᾶ τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα, νομίζω ὅτι αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ πρόβλημα, τουλάχιστον σοβαρό, δεδομένου ὅτι ποτὲ δὲν προετάθη σὰν πρότυπο ἑνότητας ἡ λεγόμενη λειτουργικὴ ἑνότητα, ἀλλὰ ἡ δογματική, δηλαδὴ ἡ ἑνότητα πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου στὴν πρώτη π.χ. Οἰκουμενικὴ Σύνοδο κατ’ οὐσίαν ἐκλήθησαν νὰ πολεμήσουν καὶ νὰ καταδικάσουν τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, Πατέρες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν μεταξύ των λειτουργικὴ ἑνότητα, καὶ μάλιστα στὸ σοβαρότατο θέμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Ἀσφαλῶς, σὰν δευτερεῦον θέμα ἐτέθη τὸ νὰ συμφωνήσουν στὸν ταυτόχρονο ἑορτασμὸ τῆς μεγίστης τῶν ἑορτῶν καὶ νομίζω ὅτι, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, οὔτε τότε θὰ εἶχε τὸ θέμα αὐτὸ λυθῆ. Ἄν ὅμως ἦτο θέμα πίστεως, νομίζω ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε λυθῆ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, δηλαδὴ μόλις ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς Πατέρες.
     Δεδομένου τοῦ ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ἐπεκράτησε τελικὰ ὄχι για κάποιον ἐκκλησιαστικὸ λόγο, ἀλλὰ διότι αὐτὸ ἀκολουθοῦσε ἡ πολιτεία (κατ’ ἀκρίβεια καὶ ἡ Κων/πολις καὶ ἡ Ρώμη), εἶναι τουλάχιστον ἄτοπο σήμερα νὰ τοῦ προσδίδωμε αὐτὴν τὴν ἱερότητα καὶ μάλιστα νὰ τὸ θεωροῦμε ὡς μέσον ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος. Κατ’ οὐσίαν δηλαδή, ὑποβαθμίζομε τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ προτάσσομε τὴν ἡμερολογιακὴ ἑνότητα καί, ἀθέλητα ἴσως, πέφτουμε στὴν ἴδια παγίδα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
   Τρανὴ ἀπόδειξις τοῦ ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ἐπεκράτησε
λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὸ ἀνέκαθεν ἐχρησιμοποιοῦσε ἡ πολιτεία καὶ ὄχι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Παλαιοημερολογίτες, ἐπειδὴ δῆθεν τὸ ἐθέσπισε ἡ Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶναι ἐν συντομίᾳ τὰ ἑξῆς:
     Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι κατ’ ἀρχὰς ἐχρησιμοποίουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνο τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο, ἐνῶ ὑπῆρχε στὴν ἐποχή των καὶ τὸ Ἰουλιανό. Μετὰ τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο οἱ ἅγιοι Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος ἐχρησιμοποίουν τὸ Αἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο καί, ἐπὶ αἰῶνες μετά, τὸ Αἰγυπτιακὸ ἡμερολόγιο ἐχρησιμοποίει ὅλη ἡ Ἀφρική. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑκατὸ ἔτη μετὰ τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐχρησιμοποίει ἀνεξάρτητα πότε τὸ Μακεδονικὸ καὶ πότε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο.
    Ὁ χρονογράφος τοῦ Πασχαλίου Χρονικοῦ, ὅταν δὲν πρόκειται
γιὰ ἀναφορὲς σὲ αὐτοκράτορες καὶ γεγονότα τῆς πολιτείας ἐχρησιμοποίει τὸν ἕβδομο αἰῶνα τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο ὡς πρῶτο καὶ τὸ μετέφραζε στὴν ἀντίστοιχη ἡμερομηνία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Πολλὲς φορὲς ὁ χρονογράφος αὐτὸς δὲν κάνει κἂν τὴν μεταφορὰ τῆς ἡμερομηνίας στὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο καὶ ἀφήνει μόνο τὸ Μακεδονικό. Ὁ ἴδιος ὁ χρονογράφος τοῦ Πασχαλίου Χρονικοῦ ἔχει πίνακα, ὁ ὁποῖος δείχνει τὴν ἀντιστοιχία τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα στὸ Ἰουλιανό, τὸ Αἰγυπτιακὸ καὶ τὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο, δεῖγμα ὅτι στὴν ἐποχή του ἐχρησιμοποιοῦντο ὅλα αὐτὰ τὰ ἡμερόγια.
   Ἀναφορὲς στὸ Μακεδονικὸ ἡμερολόγιο κάνει καὶ ὁ ἅγιος Θεοφάνης στὴν Χρονογραφία του, τὸν ἔνατο αἰῶνα, ἂν καὶ εἶναι σαφῶς λιγότερες, δεῖγμα τοῦ ὅτι αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἐπεκράτησε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο.
   Τέλος ὁ Γ. Παχυμέρης τὸν 13ο αἰῶνα δίδει χρονολογίες γιὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἐκκλησιαστικὰ καὶ πολιτικὰ μὲ ἕνα ἀκόμα ἀρχαιότερο ἡμερολόγιο, τὸ λεγόμενο Ἀττικό, χωρὶς μάλιστα τὴν ἀντιπαραβολή των ἀπὸ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀναφέρω διὰ νὰ ἀποδειχθῆ τὸ ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ἐπεκράτησε λόγῳ τῆς πολιτείας καὶ ὄχι λόγῳ τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ἀρκετοὺς αἰῶνες ἀργότερα ἀπὸ τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
   Πρακτικά, τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο εἶναι ἀτελές, διότι δὲν προβλέπει τὴν διόρθωσι τοῦ φυσικοῦ λάθους, ἐνῶ τὸ Ν.Η. εἶναι ἀνθρωπίνως τέλειο, διότι μὲ τὴν συμπλήρωσι τῶν ἑκατονταεντηρίδων διορθώνει τὸ λάθος του, καθιστώντας ἕνα δίσεκτο ἔτος ὡς μὴ δίσκετο καὶ ἐπὶ πλέον τὴν ἐλαχίστη παρέκκλισι, κατὰ τὴν ὁποία μετὰ 2500 καὶ πλέον χιλιάδες ἔτη συμποσοῦται σὲ μία ἡμέρα, δύναται νὰ τὴν διορθώνη, μετατρέποντας καὶ τότε ἓν ἐπὶ πλέον δίσεκτο ἔτος σὲ μὴ δίσεκτο. Ἔτσι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο ὀλίγο κατ’ ὀλίγο χάνει τὶς ἰσημερίες, καὶ ὡς ἐκ τούτου τὶς ἐποχές, ἐνῶ τὸ Νέο τὶς διατηρεῖ.
     Πρακτικὰ ἐπίσης τὸ Ν. Η. ἀποφεύγει τὴν σύγχυση τοῦ Τυπικοῦ καὶ τοῦ νὰ ἑορτάζωνται τὰ χαρμόσυνα γεγονότα ταυτοχρόνως, τὰ ὁποῖα συμβαίνουν στὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο. Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν π.χ. συμπέση ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὴν μεγάλη Παρασκευὴ καὶ τὸ Μ. Σάββατο, ὁπότε συμψάλομε τὸ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου» μὲ τὸ «Σήμερον χαρᾶς Εὐαγγέλια». Ἐπίσης τὸ ἴδιο συμβαίνει ὅταν μὲ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο συμπέση ἡ Καθαρὴ Δευτέρα μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου. Ἐδῶ ἔχουμε πέρα τῆς ὅλης ἀνωμαλίας τοῦ Τυπικοῦ, τῆς νηστείας κλπ. καὶ τὴν μείωση τῶν μεθεόρτων τῶν Φώτων, λόγῳ ἐνάρξεως τοῦ Τριωδίου καὶ φυσικὰ τὴν πλήρη κατάργησι τῶν μεθεόρτων τῆς Ὑπαπαντῆς. Ὅλα αὐτὰ δὲν συμβαίνουν μὲ τὸ Ν. Η., διότι ποτὲ δὲν συμπίπτουν αὐτὲς οἱ ἑορτές, ἀλλὰ αὐτὸ ποτὲ δὲν εἰπώθηκε ἀπὸ τοὺς Παλαιοημερολογίτες. Ἡ παράνομος μετάθεσις τῆς ἑορτης τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅταν αὐτὴ συμπέση τὴν μεγάλη Παρασκευὴ ἢ τὸ μεγάλο Σάββατο, ἔγινε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Κων/λεως πολὺ πρὶν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου. Εἶναι δὲ παράνομος αὐτὴ ἡ μετάθεσις, ἐπειδὴ ἀπαγορεύετα αὐτό, διὰ νὰ καταδεικνύεται ἡ ἐννεάμηνος κυοφορία τῆς Θεοτόκου καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ κατ’ ἀλήθεια ἐνανθρώπησι τοῦ Κυρίου.
    Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα συντόμως ἐξέθεσα ἡ ἄποψίς μου εἶναι (ὅτι μπορεῖ) νὰ ὑπάρξη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν Ἀποτειχισμένων Νεοημερολογιτῶν, λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ τῶν Ἀποτειχισμένων Παλαιοημερολογητῶν, λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὶς Συνόδους. Νομίζω ὅτι ἔτσι μόνο ἀκολουθοῦμε τὸ γράμμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων. Διότι εἶναι τουλάχιστον ἄτοπο νὰ προβάλλεται ὡς πρότυπο ἑνότητος σήμερα τὸ ἡμερολόγιο γιὰ τὸ ὁποῖο ἐπὶ δεκαπέντε (15) καὶ πλέον αἰῶνες δὲν εἰπώθηκε τίποτα (ἀπολύτως τίποτα) ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Μᾶλλον, κατ’ ἀκρίβεια εἰπώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὰ ἀντίθετα, δηλαδὴ νὰ μὴν ἀποσχιζώμεθα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Σύνοδο γιὰ ζητήματα ἑορτῶν καὶ χρόνου. (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης).

.................................................
3) Ἀναφέρω τήν 3η ἐρώτησι διά νά κατανοηθῆ ἡ ἀπάντησις ἀπό τούς ἀναγνῶστες:
«Πως ανέχεσθε και γιατί ακολουθείτε έως και σήμερα ένα ημερολόγιο-εορτολόγιο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως το “πρώτο βήμα” προς την “ποθητήν Κοινωνίαν των Εκκλησιών”, όπως οι ίδιοι “'Οικουμενιστές” τότε ομολογούσαν;».
     Εἰς τήν ἐρώτησι αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως ἀξιόλογος καί σημαντική καί δύναται ἐπί πλέον, ἐφ’ ὅσον δοθοῦν ἐξηγήσεις, κατατεθοῦν ἐνστάσεις κλπ. νά γίνη αἰτία κατανοήσεως καί προσεγγίσεως τῶν διϊσταμένων ἀπόψεων, ἔχω νά ἀναφέρω τά ἑξῆς:
         Κατ’ ἀρχάς γίνεται μία συγκεκριμένη παρανόησις ἐκ μέρους τῶν Γ.Ο.Χ. (πιστεύω ἠθελημένη καί μέ συγκεκριμένο σκοπό) νά ταυτισθῆ τό ἡμερολόγιο μέ τό ἑορτολόγιο καί βλέπω εἰς τήν ἐρώτησι τήν ὁποία μοῦ ὑποβάλατε ἀδελφοί, νά χρησιμοποιῆτε τήν ἴδια γραμμή καί τακτική. Ἐγώ πιστεύω ὅτι αὐτά σαφῶς ξεχωρίζουν τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο καί κάθε συσχέτισις καί ταύτισις, ἀποσκοπεῖ σέ παραπληροφόρησι καί ἀποδοχή λανθασμένων ἀπόψεων. Καί ἀναφέρω ἐπί τούτου συγκεκριμένα τά ἑξῆς:
         Τό ἡμερολόγιο ἀσχολεῖται μέ τόν χρόνο καί τοποθετεῖται μέσα στόν ἐνιαύσιο κύκλο, ὥστε νά τόν διαιρῆ σέ μῆνες, ἑβδομάδες, ἡμέρες, ὧρες κλπ. Τό ἑορτολόγιο πάλι ἔχει ὡς ἀντικείμενο τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας καί τοποθετεῖται μέσα στό ἡμερολόγιο, ὥστε νά ἐπαναλαμβάνονται, καθ’ ἡμέρα, ἤ καθ’ ἑβδομάδα, ἤ ἐτησίως κλπ. οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές καί προσευχές πρός διδασκαλία, λατρεία κλπ. τῶν πιστῶν. Τό ἑορτολόγιο, ἐπί πλέον (κινητῶν καί ἀκινήτων ἑορτῶν), δύναται νά προσαρμοσθῆ σέ ὁποιοδήποτε ἡμερολόγιο, ἐφ’ ὅσον ὁ ἐνιαύσιος κύκλος εἶναι ἕνας καί ὁ αὐτός σέ ὅλα τά ἡμερολόγια καί ἐφ’ ὅσον ὁ σκοπός του εἶναι ἡ ἐπισήμανσις καί ὑπενθύμισις τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων μέσα στόν ἐνιαύσιο κύκλο.  Ἡ προσαρμογή τοῦ ἑορτολογίου σέ ὅλα τά ἡμερολόγια τό κάνει σαφῶς νά διαφέρη καί νά μήν ταυτίζεται μέ αὐτά.
       Θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, τό ὁποῖο, πιστεύω, δύναται νά δώση μία πρακτική εἰκόνα πρός κατανόησι τοῦ θέματος καί τῶν σαφῶς διακριτῶν ὁρίων μεταξύ ἡμερολογίου καί ἑορτολογίου. Ἔχομε ἕνα ρολόϊ (παραδοσιακό, μέ τούς δεῖκτες καί τούς ἀριθμούς στήν περιφέρεια τοῦ κύκλου) τό ὁποῖο δέν μᾶς προσδιορίζει τίς ὧρες καί τά λεπτά, ὡς συνήθως, ἀλλά στήν περιφέρεια εἶναι καταγεγραμμένος, ἀντί τῶν ὡρῶν καί λεπτῶν, ὅλος ὁ ἐνιαύσιος κύκλος, δηλαδή οἱ 365 ἤ 366 ἡμέρες τοῦ χρόνου. Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο βασικούς δεῖκτες μετακινεῖται προσδιορίζοντας τίς ἡμέρες καί ὁ δεύτερος μετακινεῖται ἀργά προσδιορίζοντας τά ἔτη. Ὅλα λοιπόν τά ἡμερολόγια ἀντιπροσωπεύουν καί ἀπεικονίζουν τούς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ καί προσδιορίζουν καί καταμετροῦν τόν χρόνο στόν ἐνιαύσιο κύκλο. Τό ἑορτολόγιο ὅμως δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τούς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ, ἀλλά εἶναι τοποθετημένο στήν περιφέρεια καί μᾶς προσδιορίζει καί ὑπενθυμίζει τήν κάθε ἡμέρα ἤ καί ὥρα, ποῖο γεγονός ἐκκλησιαστικό θά ἐνθυμηθοῦμε, θά τιμήσωμε, θά ἑορτάσωμε κλπ.
Ἄν ὑποθέσωμε πάλι ὅτι οἱ δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ὑποθέσαμε ἀρχικά, ἀντιστοιχοῦν στό ἡμερολόγιο, μετροῦν λανθασμένα τόν χρόνο καί δέν ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα (ἰσημερίες, ἐποχές κλπ.) καί θελήσωμε νά διορθώσωμε τό λάθος, θά τοποθετήσωμε τούς δεῖκτες στήν πραγματική των θέσι, ὥστε νά ἀνταποκρίνωνται ἀληθῶς εἰς τόν εὑρισκόμενο στήν περιφέρεια ἐνιαύσιο κύκλο. Τό ἑορτολόγιο ὅμως εἰς τήν περίπτωσι αὐτῆς τῆς διορθώσεως, οὔτε θίγεται, οὔτε μεταβάλλεται, οὔτε ἔχει οὐδεμία ἐπίπτωσι ἀπό αὐτήν τήν ἀλλαγή καί διόρθωσι. Καί φυσικά δέν δύναται νά ἔχη κάποια ἐπίπτωσι εἰς τήν περίπτωσι αὐτή, διότι δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τούς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ, ἤ μᾶλλον ἔχει τήν σχέσι τήν ὁποία ἔχουν οἱ δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ὡς πρός τούς ἀριθμούς οἱ ὁποῖοι εἶναι καταγεγραμμένοι στήν περιφέρεια. Τό ἑορτολόγιο δύναται νά θιχθῆ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν διόρθωσι τοῦ ἡμερολογίου, ἄν π.χ. τό μετακινήσω στήν περιφέρεια ἤ ὅλο μαζί ἤ κάποια σημεῖα του, ὅπως ἔκαναν οἱ Παπικοί καί ἄλλαξαν τό ἑορτολόγιό τους μαζί μέ τό ἡμερολόγιο καί στίς ἀκίνητες ἀλλά κυρίως στίς κινητές ἑορτές. Ἄν λοιπόν διορθώσω τό ἡμερολόγιο, ἐπειδή προσδιορίζει λανθασμένα τόν χρόνο, χωρίς νά πειράξω τό ἑορτολόγιο, νομίζω δέν ὑπάρχει κανένα, ἀπολύτως κανένα πρόβλημα. Ἄν πάλι προσδώσω ἱερότητα στό ἡμερολόγιο, νομίζω ὅτι εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι σφάλλω καίρια εἰς τήν εὐσέβεια, ὅπως θά ἔσφαλα ἄν, γιά παράδειγμα, προσέδιδα ἱερότητα στό ξύλο τῆς εἰκόνας, ἀσχέτως δηλαδή μέ τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο, γεγονός κλπ.
     Ὅλα αὐτά, ἀδελφοί τά ἔγραψα καί τά ἐπεσήμανα, ἐπειδή οἱ Γ.Ο.Χ. λανθασμένως ἤ καί σκοπίμως, ταυτίζουν αὐτά τά δύο τόσο διακριτά καί ἀνεξάρτητα πράγματα καί εἶναι ἕνα ἀπό τά σημεῖα τῆς ἀντιπαραθέσεώς μας, γιά τά ὁποῖα, ἀνεξαρτήτως ἀπό τίς ἐρωτοαποκρίσεις, θά ἤθελα ἐπί τοῦ θέματος τούτου τήν ἄποψί σας. Ἡ ἰδική μου ἄποψις ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι εἰς τήν περίπτωσι τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, οὐδόλως ἐθίχθη τό ἑορτολόγιο, οὔτε στίς ἀκίνητες, οὔτε πολύ περισσότερο στίς κινητές ἑορτές.  Ἄρα λοιπόν εἶναι λάθος ὁ ἰσχυρισμός σας ὅτι ἀκολουθῶ ἄλλο «ἡμερολόγιο-ἑορτολόγιο», τό ὁποῖο ἀναφέρετε εἰς τήν τρίτη ἐρώτησι.  Τό ἀληθές εἶναι ὅτι ἀκολουθῶ ἄλλο ἡμερολόγιο, ἀλλά τό ἴδιο ἑορτολόγιο, τό ὁποῖο ὑπῆρχε καί διεμορφώθη διαχρονικά εἰς τήν Ἐκκλησία, χωρίς νά ἀλλάξη μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, ὅπως προανέφερα, ἀπολύτως τίποτε εἰς τό ἑορτολόγιο.
         Συνεχίζοντας τήν ἀπάντησι τῆς τρίτης ἐρωτήσεως ἀναφέρω τά ἑξῆς, ἐξηγῶντας τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἀκολουθῶ τό Νέο Ἡμερολόγιο καί ἐφ’ ὅσον σαφῶς τό διεχώρισα ἀπό τό ἑορτολόγιο.
      1. Ἀκολουθῶ τό Νέο Ἡμερολόγιο, διότι στήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀπό τῆς ἀλλαγῆς του διεστράφη καί ἐκακοποιήθη, τρόπον τινα, ἀπό τούς Γ.Ο.Χ. μέ τήν δογματοποίησί του, τήν ταύτησί του μέ τό ἑορτολόγιο, τήν ἱερότητα τήν ὁποία τοῦ προσέδωσαν, μέ τούς μύθους πού περιέπλεξαν ὅτι δῆθεν τό ἐθέσπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος κλπ.
         2. Ἀκολουθῶ τό Νέο Ἡμερολόγιο διότι, αὐτό καθ’ ἑαυτό, δέν μᾶς προσεγγίζει μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπό τήν πορεία τῆς ἀλλαγῆς του μέχρι τώρα καί, ὅπως ἀποδεικνύεται σαφῶς ἀπό τούς πέντε (5) καί πλέον αἰῶνες μετά τό σχίσμα μέ τούς Παπικούς, (συγκεκριμένα ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054 ἕως τό 1580) πού ὑπῆρχε σαφῶς διαχωρισμός ἐκκλησιαστικός Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἐνῶ συγχρόνως ὑπῆρχε τό ἴδιο ἡμερολόγιο καί κυρίως τό ἴδιο ἑορτολόγιο κινητῶν καί ἀκινήτων ἑορτῶν.
         3. Ἀκολουθῶ τό Νέο Ἡμερολόγιο διότι, ἐπειδή δέν ἀποτελεῖ θέμα πίστεως, οὔτε μέ βλάπτει ὡς πρός τήν εὐσέβεια, μέ βοηθᾶ συγχρόνως νά μήν χρησιμοποιῶ δύο ἡμερολόγια (ἄλλο για τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί ἄλλο γιά τήν πολιτική, καθημερινή κλπ.), τό ὁποῖο ἀναγκάζονται νά κάνουν οἱ ἀκολουθοῦντες τό Π. Ἡμερολόγιο.
         4. Ἀκολουθῶ τό Ν. Ἡμερολόγιο διά νά μήν δώσω ἀφορμή πρός κατηγορία εἰς τούς Οἰκουμενιστές καί διά τοῦ ἡμερολογίου παραπλανήσουν τόν λαό ὅτι ἀνήκω στά σχίσματα τοῦ Π. Ἡμερολογίου στίς παρατάξεις κλπ. Ἐπειδή, καλῶς ἤ κακῶς, ἔτσι ἔχει ἐπικρατήσει νά θεωρῆται σήμερα τό Π. Ἡμερολόγιο.
         5. Ἀκολουθῶ τό Ν. Ἡμερολόγιο, ἐπειδή σήμερα αὐτό βοηθᾶ τόν λαό στήν ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι, συνδυαζόμενο μέ τήν καθημερινή του ζωή καί μέ τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.  Ἄν δηλαδή ἀκολουθοῦσα τό Π. Ἡμερολόγιο θά ἤμουν ὑποχρεωμένος νά τό ἀπαιτήσω καί ἀπό τούς πιστούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖο ἀποτειχίζονται ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, τοιουτοτρόπως, θά ἐδυσκόλευα ἀφάνταστα τήν ἀποτείχισί των σέ σημεῖο, πιστεύω, ἀκυρώσεώς της. Διότι οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν αἵρεσι εἶναι ὅλοι οἱ ἀκολουθοῦντες σήμερα τό Ν. Ἡμερολόγιο και, πρακτικά, ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου θά ἦτο μᾶλλον δυσκολότερη παρά ἡ ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι.
         6. Ἀκολουθῶ, τέλος, τό Ν. Ἡμερολόγιο διά νά καταδείξω καί ἀποδείξω ἐμπράκτως ὅτι αὐτό δέν ἀποτελεῖ θέμα πίστεως, οὔτε μέ βλάπτει εἰς τό ἐλάχιστο εἰς τήν εὐσέβεια, ἐφ’ ὅσον διώκομαι ἀπό τούς Οἰκουμενιστάς τοῦ Ν. Ἡμερολογίου καί προσέτι κατηγοροῦμαι ἀπό τούς ἀκολουθοῦντας τό Π. Ἡμερολόγιο. Διά νά καταδείξω ἐμπράκτως, ἐπί πλέον, ὅτι ἡ προσέγγισις σήμερα καί ἕνωσις τῶν Ὀρθοδόξων δέν πρέπει νά συσχετισθῆ μέ κάποιο ἡμερολόγιο, ἐφ’ ὅσον οἱ Οἰκουμενιστές μέ κακό σκοπό τό ἄλλαξαν καί οἱ Γ.Ο.Χ. τό ἐκακοποίησαν σέ σημεῖο πλάνης καί αἱρέσεως, ἀλλά μέ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διά τούς ἀκολουθοῦντας τό Ν. Ἡμερολόγιο καί τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τίς Συνόδους καί τά σχίσματα διά τούς τοῦ Π. Ἡμερολογίου.
         Ἄν ἀδελφοί, σέ αὐτά τά ὁποῖα ἔγραψα κάπου ἔσφαλα ἤ ἤμουν ἐκτός θέματος κλπ., σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ τό ἐπισημάνετε, ὅπως ἔκανα κι ἐγώ εἰς τίς δικές σας ἀπαντήσεις καί, τέλος πάντων, νά κρίνετε καί κατακρίνετε ἐλεύθερα καί δημόσια μέ Ὀρθόδοξα κριτήρια τίς θέσεις μου.
        

Θά θέσω τέλος καί ἐγώ τρεῖς ἐρωτήσεις εἰς τίς ὁποῖες, σύμφωνα μέ τόν τρόπο πού ἐπιλέξαμε νά διεξαχθῆ αὐτός ὁ διάλογος μεταξύ μας, πρέπει νά ἀπαντήσετε.
Πηγή




 Μυστηριακή ή ημερολογιακή ενότητα;





ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ  ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ
ΣΕ  ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ
ΤΩΝ  ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΩΝ
Τοῦ ἱερομονάχου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ



    ξ’ αἰτίας πολλῶν ἐνστάσεων οἱ ὁποῖες διετυπώθησαν σέ δημοσιευθέν προσφάτως κείμενό μου, σχετικά μέ τό ἄν τό Ἰουλιανό Ἡμερολόγιο θεσπίσθηκε στην Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἄν αὐτό τό Ἡμερολόγιο ἀκολουθοῦσαν μετά τήν Α’ Οἰκουμενική οἱ τοπικές Ἐκκλησίες καί τό πῶς θά ἠδύνατο νά ὑπάρξῃ μία ἐκκλησιαστική προσέγγισις μεταξύ τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἔρχομαι νά δευτερολογήσω καί νά καταθέσω κάποιες σκέψεις μέ τήν εὐχή ὅπως συντείνουν στήν ὀρθή τοποθέτησι ὅλων μας. Βεβαίως ἡ καλοπροαίρετη κριτική εἶναι ἐπιθυμητή καί ἀναγκαία διά νά ἀξιολογηθῆ τό κατά πόσον ἀνταποκρίνεται εἰς τήν ἀλήθεια ἡ κάθε ἄποψις, πλήν ὅμως, ἡ ἐκ τῶν προτέρων τυφλή ἀποδοχή περί τῆς ὀρθότητος τῶν θέσεων καί ἀπόψεών μας, οὐδόλως συντείνει εἰς τήν ἀνίχνευσι τῆς ἀληθείας, πολύ περισσότερο δέ ὅταν αὐτή στηρίζεται σέ φανταστικά ἐπιχειρήματα ἤ σέ λάθη τῶν ἄλλων.


 Συνοψίζοντας τά ἐπιχειρήματα πού προετέθησαν ἀπό ἀνωνύμους καί ἐπωνύμους ἀκολουθώντας το Π. Ἡμερολόγιο ἔχω νά παρατηρήσω τά ἑξῆς:

   1. Γίνεται ἕνα τραγικό λάθος ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες τό ὁποῖο κατά τήν γνώμη μου εἶναι πλάνη καί αἵρεσις. Αὐτό εἶναι τό ἑξῆς.

Ἔχουν θέσει ὡς κριτήριο ἑνότητος τό Ἡμερολόγιο καί ἔτσι προτείνουν ἕνα καινοφανές καί πρωτάκουστο εἰς τά ἐκκλησιαστικά δεδομένα θεολογικό μοντέλο, τό ὁποῖο ὑπερτονίζει τήν ἡμερολογιακή ἑνότητα εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς. Αὐτό προφανῶς τό κάνουν ἐπειδή δέν ἔχουν μεταξύ των ἐκκλησιαστική ἑνότητα, ἀλλά μόνο ἡμερολογιακή. Οἱ πατέρες ὅμως ἐδίδαξαν ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότης, ἡ ὁποία ὀνομάζεται καί ἐκκλησιαστική κοινωνία, μᾶς ἑνώνει καί, ὑπαρχούσης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, μᾶς συνδέει ὡς σῶμα Χριστοῦ μέ τήν κεφαλή, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Χριστός.

Οἱ Παλαιοημερολογίτες ἐν προκειμένῳ διδάσκουν
ὅτι οἱ μέν ἀκολουθοῦντες τό Π. Ἡμερολόγιο, ἀλλά ἔχοντες ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς Νεοημερολογίτες Οἰκουμενιστές (π.χ. Ἁγιορεῖτες καί τοπικές Ἐκκλησίες Ρωσίας, Σερβίας κλπ.) εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, λόγῳ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς, οἱ δέ ἀκολουθοῦντες τό Π. Ἡμερολόγιο (καί ἀνήκοντες σέ κάποια παράταξι ἐκτός τῆς ἰδικῆς των) εἶναι καί αὐτοί πάλι ἐκτός Ἐκκλησίας, ἐπειδή δέν ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν παράταξι εἰς τήν ὁποία ἀνήκουν καί ἄρα δέν εἶναι ἐνσωματωμένοι στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἐκ τῶν πραγμάτων λοιπόν τό θεολογικό μοντέλο ἑνότητος πού προτείνουν, τό ὑποστηρίζουν μόνον ὅταν συζητοῦν μέ Οἰκουμενιστές καί ἀντιοικουμενιστές τοῦ Ν. Ἡμερολογίου, ἐνῶ μεταξύ των δέν τό δέχονται, ἀλλά προβάλλουν ὡς πρότυπο τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Ἡ ἐκκλησιαστική δέ ἑνότητα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν  τότε λέγει (ὅπως ἰσχυρίζονται) ὅτι ἡ κάθε παράταξι εἶναι ἡ μόνη συνέχεια καί ταύτησι μέ τήν διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως καί ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας.

Αὐτές τίς θεωρίες τῶν ποιμένων τοῦ Π. Ἡμερολογίου τίς δέχεται ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα καί ὁ λαός, λόγῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς ποιμένες των, ἡ ὁποία ἐκκλησιαστική κοινωνία σημαίνει καί ταύτησι μέ τήν πίστι τῶν ποιμένων. Ὅπως δηλαδή οἱ ἀντιοικουμενιστές Νεοημερολογίτες ταυτίζονται κατά τήν πίστι μέ τούς Οἰκουμενιστές, λόγῳ ἀναγνωρίσεώς των καί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ αὐτούς, ἔτσι καί οἱ Παλαιοημερολογίτες ταυτίζονται μέ τήν πίστι τῶν ποιμένων των, λόγῳ τῆς ἰδίας ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί ἀναγνωρίσεως. Ἄρα λοιπόν τό ἐπιχείρημά των, ὅτι ὁ λαός στό Π. Ἡμερολόγιο εἶναι ἑνωμένος, εἶναι ψευδές, διότι ὁ λαός εἶναι ἑνωμένος ἐκκλησιαστικά καθένας μέ τήν παραταξί του, ἡ δέ ἡμερολογιακή ἑνότης οὐδόλως συντείνει εἰς τήν ἐκκλησιαστική. Οἱ Πατέρες δέ ὡς σημεῖο ἑνότητος ἐθέσπισαν τήν Ὀρθόδοξο πίστι θεωρητικά καί τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα καί κοινωνία πρακτικά. Αὐτό φυσικά δέν ὑπάρχει στούς Παλαιοημερολογίτες.


            2. Τό θέμα τῆς Συνόδου καί τῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες  ὑπάρχουν σήμερα στό Παλαιό Ἡμερολόγιο, εἶναι πραγματικά ἕνας ἐκκλησιολογικός ἐκτροχιασμός γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Διότι πουθενά δέν διδάσκεται ἀπό τούς Ἁγίους τέτοιος τρόπος ἀποτειχίσεως, οὔτε βεβαίως πρακτικά κάποιος ἅγιος ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐνήργησε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο.

Τό λυπηρό εἶναι ὅτι γιά νά δικαιολογηθῆ αὐτή ἡ χαώδης κατάστασις ἐπιστρατεύονται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία σάν παραδείγματα ὄχι ὅ,τι ἔκαναν οἱ Ἅγιοι, ἀλλά ὅ,τι ἔκαναν οἱ αἱρετικοί. Ἐπίσης ἐπιστρατεύονται καί κάποιες ἄλλες μεμονωμένες περιπτώσεις σχισμάτων (π.χ. τό Ἀντιοχειανό σχίσμα) καθώς καί κάποιες σύγχρονες ἐσωτερικές διαφορές καί διενέξεις (π.χ. χριστιανικῶν ὀργανώσεων, τῶν «Ἀγωνιζομένων Λαρισαίων» κλπ.), πού οὐδεμία βεβαίως σχέσι ἔχουν μέ τήν πραγματικότητα. Διότι ἐκεῖ παρά τίς ὅποιες διαφορές ὑπάρχει πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἐνῶ στίς παρατάξεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ὑπάρχει πλήρης ἀκοινωνησία μέ τήν ἐπιπλέον διδασκαλία ὅτι ἡ κάθε παράταξις εἶναι ἡ μοναδική συνέχεια τῆς διαχρονικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί ὅλες οἱ ἄλλες παρατάξεις εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας σχισματικές καί μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα τοῦ σχίσματος.

Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί ἡ σαφεστάτη διακέλευσις τῶν ἱερῶν Κανόνων ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι τά σχίσματα στεροῦνται τῆς χάριτος τοῦ ἁγ. Πνεύματος, εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί βεβαίως τά τελούμενα ἀπό τούς εὑρισκομένους εἰς αὐτά κληρικούς εἶναι ἄκυρα. Στήν περίπτωσι βεβαίως τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἔχουμε κάτι πολύ περισσότερο ἀπό ἁπλά σχίσματα λόγῳ τῆς ἱερατικῆς δομῆς τῶν Συνόδων των καί τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας ἑκάστης παρατάξεως πού προαναφέραμε.

Κάποιος ἀρχιμανδρίτης τοῦ Π. Ἡμερολογίου σέ συζήτησι γιά τό ἐν λόγῳ θέμα τῶν Συνόδων μοῦ ἀνέφερε τήν καινοφανῆ διδασκαλία, ὅτι τά σχίσματα τῶν Παλαιημερολογιτῶν ὁμοιάζουν μέ τόν καθρέπτη, ὁ ὁποῖος ὅταν σπάζει κάθε κομμάτι του ἀντανακλᾶ ὁλόκληρο τόν ἥλιο. Αὐτό βεβαίως δέν ἰσχύει γιά τόν ἁπλούστατο λόγο, ὅτι δηλαδή οἱ Πατέρες καί οἱ ἱεροί Κανόνες διδάσκουν ὅτι τά κομμάτια αὐτά, ὡς σχίσματα, δέν ἔχουν καθόλου ἥλιο, ἐπειδή εὑρίσκονται ἐκτός Ἐκκλησίας.

           

3. Δεδομένης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀκοινωνησίας τῶν παρατάξεων τοῦ Π. Ἡμερολογίου, δέν ὑπάρχει καμμία ἄλλη νόμιμος ἑνότης καί δι’ αὐτό, ἡ ἡμερολογιακή ἑνότης εἶναι προσχηματική. Δηλαδή εἶναι ἑνότης κατ’ ἐπίφασι, ἑνότης μαϊμοῦ. Πουθενά δέ στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων δέν ἀναφέρεται ἄλλη ἑνότης πλήν τῆς ἐκκλησιαστικῆς.

Ἐδῶ γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ ἀποτείχισις, ἀφ’ ἑνός μέν προβάλλεται ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ὡς θέμα πίστεως, προφανῶς διά νά νομιμοποιηθῆ ἡ ἀποτείχισις, προβάλλεται δέ καί ἡ ἐξέλιξις τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γιά νά δημιουργηθοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Ἀλλά καί ὡς θέμα πίστεως, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ἰδοῦμε τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, νομιμοποιεῖται μόνο ἡ ἀποτείχισις, ὄχι ὅμως καί ἡ δημιουργία Συνόδου καί Συνόδων μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα τῶν σχισμάτων.

Τό λυπηρό εἶναι ὅτι οἱ Παλαιοημερολογίτες παρουσιάζουν τό θέμα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου καί τήν ἐκ ταύτης πορεία των, ὅπως πρωτοδημιουργήθηκε, ἐνῶ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τήν παρουσιάζουν ὅπως ἐξελίχθηκε. Τό δίκαιο βεβαίως θά ἦταν νά παρουσιάσουν καί τά δύο ὅπως ἐξελίχθηκαν καί ὅπως τά συναντοῦμε ἐμεῖς τώρα τόν 21ον αἰῶνα, δηλαδή τόν Οἰκουμενισμό ὡς αἵρεσι καί ἀποστασία, καί τό Π. Ἡμερολόγιο σάν σχίσματα καί ἀποστασία ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.

           

4. Οἱ ἀκολουθοῦντες ἐν Ἑλλάδι τό Π. Ἡμερολόγιο, θεωροῦν τήν Ἐκκλησία ὡς Ἐπισκοποκεντρική καί ὄχι Χριστοκεντρική. Αὐτή βεβαίως εἶναι καί ἡ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν. Οἱ μέν Οἰκουμενιστές διδάσκουν αὐτήν τήν αἵρεσι διά νά ἑδραιώσουν τήν ἐξουσία των,  ἡ ὁποία δέν εἶναι θυσιαστική, ἀλλά Παπική, οἱ δέ Παλαιοημερολογίτες διδάσκουν αὐτήν τήν αἵρεσι διά νά δικαιολογήσουν τήν ὕπαρξι τῶν Συνόδων, τίς ὑπερόριες χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων, τά σχίσματα κλπ.

Συζητώντας πρό καιροῦ μέ πατέρες τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου, καί μάλιστα ἀπό τούς προεξάρχοντας καί πλησίον τοῦ ἡγουμένου εὑρισκομένους, μοῦ ἐδήλωσαν ὅτι δέν τελεῖται ἡ Θ. Λειτουργία, ἄν δέν μνημονευθῆ κατ’ αὐτήν Ἐπίσκοπος. Αὐτό σημαίνει ὅτι  οἱ Πατέρες αὐτοί πιστεύουν ὅτι ἡ Θ. Λειτουργία τελεῖται εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου καί ὄχι τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα λοιπόν κατ’ αὐτούς, οἱ ἀποτειχισμένοι πρέπει νά ἔχουν Ἐπίσκοπο καί Σύνοδο (διά νά ἀναπαραγάγη Ἐπισκόπους), προκειμένου νά ἔχη ὑπόστασι καί χάρι ἡ Θ. Λειτουργία.

Ἐκ τοῦ ἀντιθέτου πάλι, ὁ γνωστός διά τούς ἀγῶνες του Παλαιοημερολογίτης π. Χρυσόστομος ἀπό τίς Σπέτσες, μοῦ εἶχε πρό καιροῦ ἀναφέρει προσωπικά ὅτι, οἱ ἴδιοι οἱ Παλαιοημερολογίτες τόν ὀνομάζουν ἀκέφαλο, προκειμένου νά τόν πείσουν νά ἐνταχθῆ καί ἐντειχισθῆ σέ κάποια παράταξι.

Δηλαδή μέ ἄλλα λόγια ἐν καιρῷ αἱρέσεως χωρίς Ἐπίσκοπο δέν ὑπάρχει ἀποτείχισις, δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. Αὐτό βεβαίως ὡς διδασκαλία δέν ὑπάρχει εἰς τούς Ἁγίους, ἀλλά θεωρεῖται ἡ παραμονή στήν Ἐκκλησία μόνον διά τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν αἵρεσι θεωρητικά καί πρακτικά ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους. Αὐτή ἡ ἀποστασιοποίησις ἀπό τήν αἵρεσι σημαίνει παραμονή εἰς τήν διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων, ὁμολογία πίστεως κλπ. Σ’ αὐτό συνηγορεῖ ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς: «οὗ γάρ εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18,20)· καί τοῦ ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἡ ὁποία λέγει: «μή θῶμεν σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἥτις ἐστί καί ἐν τρισίν ὀρθοδόξοις ὁριζομένη κατά τούς ἁγίους» (P.G. 99, 1049Β).

           

5. Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων (ἄν δέν ἔχουν οὕτως, ὀφείλουν οἱ Παλαιοημερολογίτες νά μᾶς τό διευκρινίσουν) δημιουργεῖται τό ἑξῆς πρόβλημα.

Ἄν ἐγώ π.χ., πέραν τῆς ἀποτειχίσεως, θελήσω νά πάω μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο μέ ποιούς θά ἔχω ἐκκλησιαστική κοινωνία; Ἡ ἀπάντησις εἶναι μέ κανένα ἤ τό πολύ μέ πέντε δέκα μεμονωμένους καί ἐκτός Συνόδων. Διότι, ὅπως ἔχει τονισθῆ, διά νά ἔχουν μέ κάποιον ἐκκλησιαστική κοινωνία, δέν ἀρκεῖ ἡ ἀποτείχισις, οὔτε ἀκόμη ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, ἀλλά ἀπαιτεῖται προσέτι καί ἡ προσχώρησις στήν ἰδική των παράταξι.

Ἄν πάλι γυρίσω μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο καί προσχωρήσω καί σέ κάποια παράταξι τότε θά ἔχω ἐκκλησιαστική κοινωνία μόνο μέ τήν παράταξι αὐτή καί μέ κανένα ἄλλο Παλαιοημερολογίτη, οὔτε καί μέ τούς μεμονωμένους δηλαδή καί ἐκτός παρατάξεων. Γιά νά το διευκρινήσωμε δέ ἀκόμη καλύτερα τό θέμα ἀναφέρομε τό ἑξῆς χαρακτηριστικό γεγονός.

Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ράσκας καί Πριζρένης κ. Ἀρτέμιος ὅταν ἀποτειχίστηκε ἀπό τήν Σερβική Σύνοδο, ἐξ αἰτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί ἐνῶ ἐπήγαινε ἤδη μέ τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, μέ ποιούς Παλαιοημερολογίτες τῆς Ἑλλάδος ἀπέκτησε ἐκκλησιαστική κοινωνία; Μέ κανένα.

Ἐδῶ δημιουργεῖται τό ἑξῆς ἐρώτημα. Ἐφ’ ὅσον τό πρόβλημα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἦταν ἐξ’ ἀρχῆς τό Ἡμερολόγιο (ἡ ἡμερολογιακή καινοτομία, ὅπως τήν ὀνομάζουν) καί ἐπ’ ἐσχάτων προσετέθη καί τό πρόβλημα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιατί τώρα πού ὅλα αὐτά ἐπληροῦντο στόν Σεβασμιώτατο Ἀρτέμιο (δηλ. τήρησις τοῦ παλαιοῦ καί ἀποτείχισις ἀπό τήν αἵρεσι) δέν ἐδήλωσαν ἀμέσως, εὐθαρσῶς καί ἀπροκαλύπτως ὅτι τόν δέχονται σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία;

Τό πρόβλημά των λοιπόν ἦτο ἄλλο βαθύτερο, τό ὁποῖο δυστυχῶς δέν δύνανται ἤ δέν θέλουν νά κατανοήσουν ὁ ἁπλός λαός τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Ἔπρεπε δηλαδή ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρτέμιος νά προσχωρήση σέ κάποια παράταξι, ἡ ὁποία λειτουργοῦσα ὡς ὑπερσύνοδος (Οἰκουμενική Σύνοδος) θά ἀποφάσιζε, παπικῷ τῷ τρόπῳ, ὅτι τόν ἐδέχετο καί ἄν δέν τόν ἀναμύρωνε καί δέν τόν ἀναχειροτονοῦσε, θά ἀποφάσιζε ὅτι ἀναγνωρίζει τήν βάπτισί του, τήν χειροτονία του καί τόν δέχεται σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὑπό τήν αὐστηρά προϋπόθεσι ὅτι δέν θά εἶχε εἰς τό ἑξῆς καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ἄλλη παράταξι, διότι αὐτό θά ἀποτελοῦσε προδοσία πίστεως, μεγαλυτέρα ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἐμεῖς ὅμως εὐθύς ἐξ ἀρχῆς θεωρήσαμε δεδομένη τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Ἀρτέμιο μόνο καί μόνο ἐξ αἰτίας τῆς ἀποτειχίσεώς του. Αὐτό σημαίνει νά μήν ἀνήκης σέ παρατάξεις, οὔτε νά δημιουργῆς τέτοιες διά τῆς ἀποτειχίσεως καί προσέτι νά ἔχης ἀποδογματοποιήσει τό θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Ἐμεῖς δηλαδή ἔχομε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Σεβ. Ἀρτέμιο ὡς ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ συγχρόνως ἀκολουθοῦμε διαφορετικά ἡμερολόγια. Ἄν ὅμως θεωρούσαμε θέμα πίστεως τό Ἡμερολόγιο προφανῶς δέν θά ἦτο ἀρκετή ἡ ἀποτείχισις, ἀλλά θά ἔπρεπε νά ταυτισθοῦμε καί στό θέμα τοῦ ἡμερολογίου.

            Πρός πληρεστέρα κατανόησι τοῦ θέματος ἀναφέρω ἐν προκειμένῳ ὅτι ἡ Σύνοδος καί παράταξις τῶν Ἐνισταμένων, θέλησε νά πλησιάση τόν Σεβ. Ἀρτέμιο, ἀλλά δυστυχῶς δέν ἀπέκτησαν μεταξύ των ἐκκλησιαστική κοινωνία, διότι προφανῶς ὁ Σεβασμιώτατος δέν θέλησε νά προσχωρήση εἰς αὐτούς. Ἐδῶ γίνεται φανερό ὅτι ὅπως ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι τό πρόβλημα τῶν Νεοημερολογιτῶν, ἔτσι καί ἡ αἵρεσις τῆς ὑπάρξεως Συνόδων καί παρατάξεων εἶναι τό πρόβλημα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μαζί βεβαίως μέ τήν δογματοποίησι τοῦ ἡμερολογίου.

       Ἡ δημιουργία τῶν Συνόδων  ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι ἕνα πρωτοφανές μόρφωμα εἰς τήν Ἐκκλησία, χωρίς ἱστορικό προηγούμενο καί χωρίς θεολογική κατοχύρωσι. Ὁ ἐκτροχιασμός αὐτός φυσικά ἐξεκίνησε ἀπό τήν δημιουργία τῆς πρώτης Συνόδου τῶν τριῶν Ἐπισκόπων τό 1935, ἡ ὁποία μετά δύο ἔτη ἐσχίσθη εἰς δύο Συνόδους ἀλληλοκαθαιρούμενες καί ἀλληλομισούμενες. Ἄν δέν ὑπῆρχε λοιπόν ἡ  Σύνοδος ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν θά ὑπῆρχαν καί τά σχίσματα καί σήμερα θά ἦταν οἱ Παλαιοημερολογίτες ἑνωμένοι μέ μόνη τήν ἀποτείχισι, τό δέ ἱερατεῖο θά ἀποτελεῖτο ἀπό τούς ἀποτειχισμένους ἀπό τήν αἵρεσι κληρικούς, διότι σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη μέ τήν ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι ἀναγνωρίζεται ἀμέσως καί ἡ ἱερωσύνη (Φατ. 40, 119, 129 – P.G. 99, 1056D).


        6. Θά ἀναφέρω πρίν κλείσω τίς σκέψεις μου καί ὀλίγα τινά  γιά τήν ἰδική μου περίπτωσι,  διότι ἀπό τά σχόλια στό διαδίκτυο διεπίστωσα ὅτι γίνεται προσπάθεια ἀπό τούς Παλαιημερολογίτες  νά ταυτίσουν τήν προσφυγή μου στόν Σεβασμιώτατο Ἀρτέμιο μέ αὐτή τῶν Παλαιοημερολογιτῶν νά προσφύγουν γιά χειροτονίες Ἐπισκόπων ἤ καί γιά ἀναγνωρίσεις καί χειροθεσίες στούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς.

 Ὅταν λοιπόν ἀποτειχίσθηκε ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρτέμιος ἀπό τούς Οἰκουμενιστές, ἐζήτησα ἀπό αὐτόν νά ἐξετάση τήν ὑπόθεσι τῆς καθαιρέσεώς μου ἀπό τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί νά ἀποφανθῆ γραπτῶς μαζί μέ τήν περί αὐτόν Ἀδελφότητα (ὄχι Σύνοδο), ἄν δηλαδή αὐτή ἔγινε σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες ἤ ἐγώ ἐδιώχθηκα ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί καθαιρέθηκα γιά θέματα πίστεως.
  Αὐτό ἀκριβῶς εἶχα ζητήσει καί παλαιότερα ἀπό τούς ἐν Ἑλλάδι Ἀντιοικουμενιστές, νά ἀποφανθοῦν γραπτῶς ἐπί τοῦ θέματος, διότι προφορικῶς μοῦ ἔλεγαν πολλοί, κατ’ ἰδίαν, νά μήν ὑπολογίσω τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως πού μοῦ ἐπεβλήθη καί νά συνεχίσω νά λειτουργῶ, διότι αὐτή ἔγινε γιά θέματα πίστεως. Γραπτῶς ὅμως καί ἐνυπογράφως οἱ πατέρες αὐτοί δέν τό ἐδήλωναν γιά εὐνοήτους προφανῶς λόγους. Ἐγώ εἶχα σχηματίσει τήν πεποίθησι ὅτι, ὅπως καί νά ἔχουν τά πράγματα, δέν ἠδυνάμην μόνος μου νά ἀθωώσω τόν ἑαυτόν μου, διότι τέτοια πρακτική δέν ὑπάρχει εἰς τήν Ὀρθοδοξία. Ἤθελα λοιπόν τήν γραπτή καί ὁμολογιακή συγκατάθεσι τῶν πατέρων. Φαίνεται ὅμως ὅτι εἶναι εὐκολώτερο νά ὁμιλῆς ὀρθόδοξα νά ὑπογράφης ὁμολογίες πίστεως, νά πολεμᾶς μέ χαρτοπόλεμο κλπ. ἀπό αὐτό πού ἐζητοῦσα ἐγώ ἀπό τούς πατέρες.

            Πρός τόν Σεβ. Ἀρτέμιο λοιπόν καί στήν περί αὐτόν Ἀδελφότητα προσέφυγα ἔχοντας δεδομένη τήν μεταξύ μας ἐκκλησιαστική κοινωνία, ἡ ὁποία θά συνεχίζετο, ἀσχέτως δηλαδή τῆς ἀποφάσεως καί γνωματεύσεως γιά τήν ἰδική μου ὑπόθεσι. Αὐτό μάλιστα τό ἐδήλωσα στούς πατέρες καί γραπτώς στό διαβιβαστικό σημείωμα τό ὁποῖο συνόδευε τόν φάκελλο τῆς ὑποθέσεως πού τούς ἀπέστειλα πρός ἐξέτασι καί γνωμάτευσι. Ἡ προσφυγή μου αὐτή στούς πατέρες ἦταν πέραν τῶν ἄλλων καί σύμφωνη μέ τή Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, διότι βλέπομε στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία πολλούς Ἁγίους καί Ὁμολογητές νά προσφεύγουν ὑπερορίως σέ ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες, ὅταν οἱ αἱρετικοί τούς καθαιροῦσαν καί τούς ἐδίωκον ἤ τούς ἐξόριζον (π.χ. Μ. Ἀθανάσιος, ἅγ. Παῦλος Κων/πόλεως ὁ ὁμολογητής, ἅγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος, ἅγ. Μάξιμος ὁμολογητής, ἅγ. Θεόδωρος Στουδίτης κλπ.).

            Οἱ Παλαιοημερολογίτες ὅμως δέν προσέφυγαν δι’ αὐτόν τόν λόγο στούς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς, διά γνωμάτευσι δηλαδή καί καταδίκη τῆς ἀδίκου ἀποφάσεως κάποιας καθαιρέσεως, ἡ ὁποία ἔγινε γιά θέματα πίστεως. Ἀλλά προσέφυγαν διά χειροτονίες ἐξ ὑπαρχῆς καί μάλιστα μέ δεδομένη τήν παρανομία, ἡ ὁποία ἦτο ἡ δημιουργία Συνόδου, ἡ ὁποία θά ἀποκαθιστοῦσε τήν, λόγῳ τῆς αἱρέσεως, διασαλευθεῖσα ἐκκλησιαστική τάξι καί θά λειτουργοῦσε ἡ Ἐκκλησία συνοδικά, ὅπως κατά τόν καιρό τῆς εἰρήνης.

       Οἱ Ρῶσοι μάλιστα τῆς Διασπορᾶς προέβησαν στίς χειροτονίες καί χειροθεσίες θέτοντας ὡς ὅρο στούς Παλαιοημερολογίτες νά ἑνωθοῦν οἱ δύο τότε ὑπάρχουσες παρατάξεις, πρᾶγμα τό ὁποῖο ὄχι μόνον δέν ἔγινε, ἀλλά ἀντιθέτως οἱ παρατάξεις κατόπιν αὐξήθηκαν, ἀποδεικνύοντας δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τήν ἐξ ἀρχῆς διολίσθησι καί παρανομία καί τήν λανθασμένη ἐκκλησιολογία τήν ὁποία εἶχαν ἐνστερνισθῆ οἱ Παλαιοημερολίτες καί τήν ὁποία ἀνεγνώριζον, ὡς ὀρθόδοξο ἐκκλησιολογία ἐν καιρῷ αἱρέσεως οἱ Ρῶσοι.

  Στήν λανθασμένη καί αἱρετική αὐτή ἐκκλησιολογία τῶν παρατάξεων τῶν Παλαιοημερολογιτῶν πρέπει νά προστεθῆ καί τό ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως, προκειμένου νά ἔχουν μέ κάποιον ἐκκλησιαστική κοινωνία, δέν εἶναι ἀρκετή ἡ ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά χρειάζεται ἡ προσχώρησις εἰς τήν παράταξί των, μαζί βεβαίως μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, τό ὁποῖο δι’ αὐτούς ἀποδεικνύεται ὡς θέμα ὑπερδογματικό καί ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ. Δηλαδή ἔχουν δημιουργήσει τήν παραταξιακή Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς συνδετικό κρίκο τό Ἡμερολόγιο.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ὄχι μόνον δέν μποροῦν νά τά βροῦν μεταξύ των, ἀλλά δέν μποροῦν νά τά βροῦν μέ οἱονδήποτε ἀποτειχίζεται ἀπό τήν αἵρεσι.
Τό ὅτι μᾶς θεωροῦν κι ἐμᾶς ὡς μία παράταξι ἀπό τίς ὑπάρχουσες, δέν εἶναι παράξενο, διότι ἐσυνήθισαν πλέον στόν παραταξιακό Χριστιανισμό καί στήν ὁμοσπονδιακή Ὀρθοδοξία. Ἴσως νά τό κάνουν αὐτό καί γιά νά δικαιολογήσουν τά λάθη καί τίς ἐκκλησιολογικές ἐκτροπές των ἤ, τέλος πάντων, ἐπειδή δέν ταιριάζομε μαζί τους ἡμερολογιακά καί ἐκκλησιολογικά.

Τότε λοιπόν, πού ὑπῆρχαν δύο μόνο παρατάξεις, δηλαδή τό 1973, κατηγοροῦσε μέ ἐπιστολές καί κείμενα ἡ μία τήν ἄλλη (π.χ. ὁ π.  Θεοδώρητος Ἁγιορείτης ἐκ μέρους τῶν Χρυσοστομικῶν καί ὁ Εὐγένιος Τόμπρος ἐκ μέρους τῶν Ματθαιϊκῶν) γιά τίς παράνομες χειροτονίες, τήν ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων, τίς κακοδοξίες καί αἱρέσεις κλπ. Τώρα πού οἱ παρατάξεις καί τά σχίσματα ἔγιναν πολλά, λογικό εἶναι ὄχι μόνο νά ἰσχύουν οἱ ἴδιες κατηγορίες, ἀλλά καί νά ἐπιτείνωνται. Κατά τά ἄλλα βεβαίως ἰσχυρίζονται ὅτι τό Ἡμερολόγιο δέν τό θεωροῦν δογματικό ζήτημα, οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι εἶναι ἁπλῶς ὑπόδικοι σέ μία μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο, οἱ Σύνοδοί των ἔχουν προσωρινό χαρακτῆρα καί, βεβαίως, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἑνωμένη, ἀλλά γύρω ἀπό τό Ἡμερολόγιο, ἡ δέ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική.

Ἄν οἱ θέσεις καί οἱ ἰσχυρισμοί μου εἶναι λανθασμένοι, ἄς καταθέσουν τίς ἀπόψεις των οἱ ἀκολουθοῦντες τό Παλαιό Ἡμερολόγιο, ἔστω καί ἄν δέν ἐκφράζουν οἱ θέσεις των κάποια παράταξι, ἀλλά μέ τήν προϋπόθεσι σέ ὅ,τι ἀναφέρουν, νά καταθέσουν καί τά ἀνάλογα ἀποδεικτικά στοιχεῖα. Ἄν ὑπάρχουν καί ἐρωτήσεις ἤ ἀπορίες ἐπί ὅλων αὐτῶν τῶν θεμάτων, μποροῦν νά τίς ὑποβάλλουν καί κατά δύναμι νά ἀπαντήσωμε.

Νομίζω ὅμως ἐν κατακλεῖδι ὅτι δέν πρέπει νά βλέπωμε τυφλά τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας ἤ μέ παρωπίδες, οὔτε νά εἴμεθα κατευθυνόμενοι ἤ πατρωναρισμένοι ἀπό κάποιους, διότι τότε συντείνουμε εἰς τήν περαιτέρω διάσπασι καί διαιώνισι τῶν σχισμάτων.

19/8/2013

Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.