Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Η Εκκλησία διαλέγεται εν αγάπῃ με κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο


    "Ἀπάντηση" στὸ κείμενο τοῦ μητροπ. Πρεβέζης Μελετίου ποὺ  πρόσφατα δημοσιοποιήθηκε καὶ ἀναρτήσαμε (ἐδῶ), ἀπὸ τὸ βιβλίο "Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς θεολογικοὺς Διαλόγους". Ἡ ἀπάντηση ἀπαντᾶ εἰδικότερα στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τῆς ἀποπροσανατολιστικῆς χρησιμοποίησης κειμένου τοῦ μητροπολίτου Μελετίου ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο.
α) Ἡ Ἐκκλησία διαλέγεται  ἐν ἀγάπῃ  μὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ δέχεται καλοπροαίρετο τὴν “νουθεσία” της

ξιοπρόσεκτο εἶναι τὸ παράδειγμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Ὅταν οἱ αἱρετικοὶ “Ἀνόμοιοι” ἤθελαν νὰ τὸν ἀκούσουν νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὶς διαφορὲς ποὺ ὑπῆρχαν μεταξὺ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς αἱρέσεώς τους, ὁ Ἅγιος  ἐφαρμόζοντας θετικὰ τὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, βλέποντας δηλαδὴ ὅτι οἱ “νουθεσίες” του ἔπιαναν τόπο, «ἀνεχόταν μέσα στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τὴν παρουσία» τῶν Ἀνομοίων κατὰ τὴν ὥραν τοῦ κηρύγματος[1], δὲν ἀνταποκρινόταν ὅμως, σκοπίμως, στὴν ἐπιθυμία τους νὰ ὁμιλήσει διεξοδικὰ γιὰ τὶς διαφορὲς Ὀρθοδόξων καὶ Ἀνομοίων, ἀναβάλλοντας αὐτὸ τὸ θέμα γιὰ ἀργότερα∙ γράφει:  «ἐγὼ μὲν γὰρ καὶ πάλαι τούτους ὤδινον πρὸς ὑμᾶς τοὺς λόγους εἰπεῖν, ἔμελλον δὲ καὶ ἀνεβαλλόμην, ὅτι πολλοὺς τῶν ταῦτα νοσούντων ἑώρων μεθ' ἡδονῆς ἡμῶν ἀκροωμένους, καὶ οὐ βουλόμενος ἀποσοβῆσαι τὴν θήραν, τέως ἐπεῖχον τὴν γλῶτταν τούτων τῶν παλαισμάτων, ὥστε μετὰ τὸ κατασχεῖν αὐτοὺς ἀκριβῶς, τότε ἐπαποδύσασθαι»[2].
Διαπιστώνουμε λοιπὸν στὸ παράδειγμα αὐτό -διαφορετικά τὸ ἑρμηνεύει ὁ καθηγητὴς Θεοδώρου- [σ.σ.: βλέπουμε πὼς ὁ Πρεβέξης Μελέτιος χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια παραπλανητική-διαστρεβλωτικὴ ἑρμηνεία], πὼς ὁ Ἅγιος ἔκανε ἕνα εἶδος κατήχησης, ἀφοῦ διέκρινε πὼς στὴν καρδιά τους εἶχε ἀρχίσει ἡ διαδικασία τῆς μετάνοιας, ἀφοῦ «μεθ' ἡδονῆς» ἄκουγαν τὰ κηρύγματά του καὶ ὑπόμεναν τὴν δοκιμασία ὑπακοῆς ποὺ τοὺς ὑπέβαλε, δέχονταν δηλαδὴ τὴν «νουθεσίαν» του∙ καὶ τότε μόνο
ἀνταποκρίθηκε μὲ ἀγάπη στὴν ἐπιθυμία τους γιὰ «Διάλογο», ἀφοῦ ἐγκαθιδρύθηκε ἕνα κλίμα ἐμπιστοσύνης μεταξύ τους, ποὺ θὰ τοὺς βοηθοῦσε νὰ ἀντέξουν τὴν χειρουργικὴ ἐπέμβαση τῆς καθαίρεσης τῶν αἱρετικῶν καρκινωμάτων: «ἐπειδὴ δὲ διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν αὐτῶν ἤκουσα παρακαλούντων καὶ ἐνοχλούντων εἰς τούτους ἐμβῆναι τοὺς ἀγῶνας, θαρρῶν ἀπεδυσάμην λοιπὸν καὶ τὰ ὅπλα ἔλαβον τὰ τοὺς λογισμοὺς καθαιροῦντα καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ταῦτα δὲ ἔλαβον τὰ ὅπλα, οὐχ ἵνα βάλω τοὺς ἐναντίους, ἀλλ' ἵνα ἀναστήσω κειμένους· αὕτη γὰρ τῶν ὅπλων τούτων ἡ δύναμις τοὺς μὲν φιλονεικοῦντας πλήττειν οἶδε, τοὺς δὲ εὐγνωμόνως ἀκούοντας μετὰ πολλῆς θεραπεύειν τῆς ἐπιμελείας· οὐχὶ δίδωσι τραύματα, ἀλλὰ θεραπεύει νοσήματα»[3].
Στὶς συζητήσεις τῶν Πατέρων μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὀρθόδοξος ποιμένας  ἔχει  τὸν πρῶτο λόγο,  ἀφοῦ αὐτὸς θὰ κρίνει τὴν ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὅταν συζητεῖς μὲ αἱρετικό, λέγει ὁ Χρυσόστομος, νὰ τοῦ κάνεις καίριες ἐρωτήσεις, νὰ τὸν ἐλέγχεις, μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ σοῦ ξεφεύγει καὶ νὰ στρέφει τὴν συζήτηση ὅπου θέλει αὐτός, νὰ ἀποδεικνύεις τὸ λάθος τῶν λογισμῶν του: «Κάτεχε τὸν αἱρετικόν· μὴ ἀφῇς ἀναχωρῆσαι»[4]. «Κἂν λέγῃ σοι ὁ αἱρετικός,… κατάσπασον αὐτοῦ τὸ φρόνημα εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτόν, …καὶ τότε ἐκεῖνα ἐρώτα. Κάτασχε αὐτὸν καὶ περίστηθι, καὶ μὴ ἀφῇς ἀποπηδῆσαι, μηδὲ ἀναχωρῆσαι εἰς τὸν λαβύρινθον τῶν λογισμῶν· ἀλλὰ κάτασχε, καὶ ἀπόπνιξον, μὴ τῇ χειρὶ, ἀλλὰ τῷ ῥήματι· μὴ δῷς αὐτῷ διαστολὰς καὶ διαφυγάς, ἃς βούλεται. Ἐκεῖθεν θόρυβον ἐμποιοῦσι τοῖς διαλεγομένοις, ἐπειδὴ ἡμεῖς αὐτοῖς ἀκολουθοῦμεν καὶ οὐκ ἄγομεν ὑπὸ τοὺς νόμους τῶν θείων Γραφῶν. Περίθες τοίνυν αὐτῷ τειχίον πάντοθεν, τὰς ἀπὸ τῶν Γραφῶν μαρτυρίας, καὶ οὐδὲ χᾶναι δυνήσεται»[5]. Εἶναι φανερό, ὅτι μιὰ τέτοια διαδικασία διαλόγου ποὺ δὲν ἀρχίζει ἀπὸ ὅσα μᾶς ἑνώνουν, τὰ «ἑνοῦντα», καὶ ὅσα βολεύουν τοὺς ἑτερόδοξους –ὥστε νὰ καλύπτουν τὶς κακοδοξίες τους καὶ τὴν ἀμετανοησία τους–, εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ στοιχεῖ στὴν Ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ…».


β) Οἱ Πατέρες ἀποκλείουν τὸν Διάλογο “ἐπὶ ἴσοις ὅροις”
Ὄχι συμβιβασμός, ἀλλἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία

Εἶναι φανερό, λοιπόν, πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀρνεῖται τὸ Διάλογο. Τὸν διεξάγει ὅμως μὲ βάση τὶς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, (καὶ τὴν ἐν λόγω ἐπιταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλουαἱρετικὸν ἄνθρωπονπαραιτοῦ”)· στηρίζεται  γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν Διαλόγων στοὺς Ἱ. Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ποὺ ἀπὸ κοινοῦ ἐφάρμοζαν τότε ὡς Ὀρθόδοξεςπρὶν τὸ σχίσμαἡ Ἀνατολικὴ καὶ ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία· καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι γνωστὰ στὸ Βατικανό.
«Ἡ ἀντίθεση (τῶν Ὀρθοδόξων) στὴν Ἕνωση ὀφείλεται στὴν ἐπιμονὴ τῶν λατίνων στὶς καινοτομίες καὶ στὶς αἱρέσεις τους. Διαβάζουμε σὲ κείμενο Συνόδου τοῦ 13ου αἰ.: Πς γον θεμιτν κα θεάρεστον νωθναι τος τοιούτοις μς, ν δικαίως κα κανονικς ξεκόπημεν, μεταβλήτως χουσι τν αρέσεων;… Ε γρ λέγοιεν θέλειν νωθναι, κα μεταβληθήτωσαν κα νούσθωσαν· ε δ μετ τς κακίας ατν τοτο βούλονται, ο δυνήσονται…”»[6].
Ἔτσι, σταθερὴ ἀπαίτηση τῶν Συνόδων, ὅταν συζητοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἦταν: νὰ ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δώσουν ὀρθόδοξη ὁμολογία Πίστεως. Εἶναι πολλὲς δεκάδες οἱ Σύνοδοι ποὺ πανομοιότυπα ζητοῦν αὐτὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε δὲν χρειάζεται ἕνας κουραστικὸς κατάλογος Συνόδων, παρὰ μόνο κάποια παραδείγματαἀπὸ Συνόδους τῶν τελευταίων αἰώνων.
Τὴν Σύνοδο τοῦ 1895 ἐν Κων/πόλει συνεκάλεσε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἄνθιμος. Σ’ αὐτὴ ἀποφάσισαν γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ ἔδιναν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πάπα. Μὲ τὴν ἀπαντητικὴ πρὸς Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ἐπιστολή της ἡ Σύνοδος, καταδικάζει μὲν τὸν Παπισμό, δείχνει ὅμως καὶ τὸν μόνο ἀληθῆ δρόμο γιὰ τὴν Ἕνωση: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «διακας πιποθε τν νωσιν» ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν « τς Ρώμης πίσκοπος (νά) ποτινάξ παξ δι παντς τν ρμαθν τν…εαγγελικν νεωτερισμν, τν κα προκαλεσάντων τν λυπηρν διαίρεσιν τν κκλησιν νατολς κα Δύσεως, κα πανέλθ ες τ δαφος τν γίων πτ Οκουμενικῶν Συνόδων»[7].
Καὶ ἡ Σύνοδος κάνει τὴν ἑξῆς σημαντική, λογικότατη καὶ ἀφοπλιστικὴ πρόταση: Δὲν ὑποχωρεῖ νὰ δεχθεῖ συζήτηση εἰς τὰ τῆς Πίστεως –αὐτὰ εἶναι δεδομένα καὶ ἀσάλευτα– ἀλλὰ δέχεται νὰ ἐξετάσουν ἀπὸ κοινοῦ μόνο ποιό ἀπὸ τὰ δύο μέρη ἔχει παραβεῖ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὰ Δόγματα∙ καὶ ἐὰν στὸν μεταξύ μας Διάλογο ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε προσθέσει κάποια καινοτομία, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀποβάλλουμε: «π τ ερ σκοπ τς νώσεως νατολικ ρθόδοξος…κκλησία στν τοίμη ποδέξασθαι λοψύχως, ε τυχν παρέφθειρεν μ κατέχοι, πν ,τι πρ το νάτου αἰῶνος μολόγουν μοφώνως τε νατολικ κα Δυτικ κκλησία…»[8].
Καὶ συνεχίζει: Ἂν ὅμως ἀποδειχτεῖ, ὅτι ἡ μὲν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «κρατε τ ρχαιοπαράδοτα δόγματα», ἀντίθετα δὲ ἡ «Δυτικ διέστρεψεν ατ δι ποικίλων νεωτερισμν, τότε κα τος νηπίοις δλον, τι φυσικωτέρα δς πρς τν νωσίν στιν πάνοδος τς Δυτικς κκλησίας ες τ ρχαον δογματικν κα διοικητικν καθεστώς»[9].
Παρόμοια ἀπάντηση εἶχε δώσει στὴν Α΄ Σύνοδο Βατικανοῦ καὶ ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ϛ΄, ποὺ δὲν ἀποδέχτηκε τὴν Παπικὴ πρόσκληση νὰ συμμετάσχει στὴ Σύνοδό τους, καθόσον οἱ Παπικοὶ μένουν ἀμετανόητοι στὶς αἱρετικὲς προσθῆκες τους. Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ περιέχεται στὸ βιβλίο τοῦ Βουτηρᾶ Σ., Ἡ Παπικὴ μοναρχία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀθῆναι 1902. Ἀξίζει νὰ ἀποδοθεῖ ἐν περιλήψει:
Τὸ 1868 ὁ Πάπας, ἔστειλε στὸ Φανάρι ἐκπροσώπους του καὶ ἐπέδωσε Προσκλητήριον Ἐπιστολὴν στὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ϛ’. Ὁ Πατριάρχης δέχτηκε μὲν τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ Πάπα, δὲν παρέλαβε δὲ τὴν Ἐπιστολή. Γιατί (τοῦ ἐξήγησε), μάθαμε διὰ τοῦ «Τύπου» τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς, πὼς δηλαδὴ μὲ τὴν Ἐπιστολὴ καλεῖται τὸ Πατριαρχεῖο μας νὰ λάβει μέρος στὴν «Οἰκουμενικὴ Σύνοδο» ποὺ ἑτοιμάζει ἡ Ρώμη, διαδικασία ἀντίθετη μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας∙ ὡς ἐκ τούτου μὲ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ δὲν συμφωνοῦμε.
Περιμέναμε, συνέχισε ὁ Πατριάρχης, «ν’ ἀκούσωμεν νέον τι», κάποια ἀλλαγὴ στάσεως τῆς ΡΚαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως ὁ Πάπας ἐπαναλαμβάνει στὴν Ἐπιστολὴ «τὰς ἰδίας ἀντιχριστιανικὰς ἀρχὰς ἀντιστρατευομένας εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου». Μᾶς καλέσατε (ὑπενθυμίζει στὸν παπικὸ ἐκπρόσωπο) καὶ τὸ 1848 σὲ «Συνοδικὸ Διάλογο» στὴ Ρώμη καί, λόγω τῶν ἀντιθέτων πρὸς τὴν πατροπαράδοτη πίστη προτάσεων καὶ τότε ἀρνηθήκαμε. Πρὸς τί λοιπόν, ὁ Διάλογος, ἀφοῦ τὸ Βατικανὸ ἐπιμένει πεισμόνως στὶς ἀρχές του; Ἐμεῖς δὲν ἐπιθυμοῦμε «ἀναξέσαι παλαιὰς πληγάς… διὰ συζητήσεων καὶ λογομαχιῶν… οὔτε ἔστι δυνατὴ συνενόησις καὶ συνδιάλεξις Συνοδικὴ μὴ ὑπάρχοντος κοινοῦ ὁρμητηρίου τῶν αὐτῶν ἀρχῶν».
Καὶ ἐφαρμόζοντας τὸ ἀποστολικὸ «αἱρετικὸν ἄνθρωπον …παραιτοῦ» καὶ ἀρνούμενος Διάλογον «ἐπὶἴσοις” ὅροις» καταλήγει: «Ἡμεῖς φρονοῦμεν ὅτι ἡ ἐπιτυχεστάτη καὶ ἀπαθεστάτη τῶν τοιούτων ζητημάτων λύσις ἐστὶν ἱστορική. Ἐπειδή, ὑπῆρξεν Ἐκκλησία πρὸ δέκα αἰώνων τὰ αὐτὰ ἔχουσα δόγματα ἔν τε Ἀνατολῇ καὶ Δύσει,… ἀναδράμωμεν ἑκάτεροι εἰς ἐκείνην καὶ ἴδωμεν ὁπότεροι προσέθεντο ἢ ἀφεῖλον∙ ἐκκοπτέσθω ἡ προσθήκη, ἐὰν ὑπάρχῃ καὶ ὅπου ὑπάρχει∙ προστιθέσθω τὸ ἀφαιρεθέν, ἐὰν ὑπάρχῃ καὶ ὅπου ὑπάρχει∙ καὶ τότε σύμπαντες ἀνεπαισθήτως εὑρεθησόμεθα εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον τῆς καθολικῆς ὀρθοδοξίας, ὁπόθεν ἡ Ρώμη τῶν κάτω αἰώνων μακρυνομένη ἐπὶ μᾶλλον ἀρέσκεται νὰ πλατύνῃ τὸ χάσμα διὰ νέων ἀεὶ δογμάτων καὶ θεσπισμάτων, ἐκτρεπομένων τῆς ἱερᾶς παραδόσεως»[10].
Ἂς ξαναδιαβάσουν οἱ Πατριαρχικοὶ τὴν καθαρὴ αὐτὴ ἀπάντηση τοῦ Γρηγορίου κι εἴθε νὰ τὴν μιμηθοῦν.
Δὲν γνωρίζουν ἄραγε ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν Διαλόγων μὲ τὴν Ἐκκλησία μας οἱ Παπικοί; (Δὲν τὴν γνωρίζουν καὶ οἱ ἡμέτεροι;). Δὲν γνωρίζουν τὶς προϋποθέσεις μετανοίας καὶ ἀποκηρύξεως τὴς αἱρέσεως, ὡς τοὺ μοναδικοῦ τρόπου ἐπιστροφῆς τους στὴ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ; Τὸν γνωρίζουν, καὶ ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦν, ἔπεισαν τοὺς ἡμετέρους (οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦτο «μεῖζον κρίμα λήψονται») νὰ παραβοῦν τὴν Πατερικὴ γραμμή, ποὺ ἀποτελεῖ θεῖο Θέλημα, γιὰ νὰ γίνει Ἕνωση τῆς ΜΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ μὲ τὴν ΑΙΡΕΣΗ καὶ ὄχι ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὅ,τι προκύψει ἀπὸ τὴν ἐπιδιωκόμενη Ἕνωση δὲν θὰ εἶναι ἡ ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ἀλλὰ μιὰ ἄλλη αἱρετικὴ Ὁμολογία, ἀπὸ τὴν ὁποία –ὅσοι μείνουν Ὀρθόδοξοι– θὰ ἀπομακρυνθοῦν∙ καὶ ἤδη κάποιοι ἀποτειχίζονται, διακόπτουν τὸ μνημόσυνο τῶν οἰκουμενιζόντων Ἐπισκόπων (καὶ ἄρα αἱρετιζόντων) ἢ ἀποφεύγουν σὲ πρώτη φάση τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ Ἐπισκόπους αὐτούς.
Ὁ καθηγητὴς Καρμίρης, ποὺ ἐργάστηκε γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ ὅταν κατάλαβε τὸ ἀδιέξοδο διαχώρησε τὴ θέση του, ἔγραψε: «Ὁ Ὀρθόδοξος Οἰκουμενισμὸς περιλαμβάνει ἐπιστροφὴν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἀρχαίαν πρὸ τοῦ σχίσματος ἡνωμένην Ἐκκλησίαν… Διότι ἡ ἐποχὴ τῶν ἀρχαίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ Πατέρων ἀποτελεῖ τὴν κοινὴν πασῶν τῶν συγχρόνων Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν καὶ Κοινοτήτων ρίζαν καὶ ἀρχὴν καὶ ἱστορίαν…Ἐπ’ ἐκείνης λοιπὸν τῆς κοινῆς καὶ ἀρχαίας καὶ ἀποστολικῆς Παραδόσεως, ἐξ ἧς πᾶσαι αἱ μεταγενέστεραι ἀπέρρευσαν, …οἰκοδομεῖ ἡ Ὀρθοδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία τὸν ἑαυτῆς Οἰκουμενισμόν…»[11].

Ἂς ξαναέλθουμε τώρα σὲ παλαιότερους Πατέρες, γιὰ νὰ θαυμάσουμε τὴν ἑνότητα πνεύματος παλαιῶν καὶ νέων Πατέρων ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παραδειγματιστοῦν ἀπ’ αὐτό, ὅσοι ἐργάζονται συναινοῦν καὶ ἀνέχονται αὐτὴ τὴν διαδικασία τοῦ παπικοῦ-προτεσταντικοῦ οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἴδαμε νὰ ὑποστηρίζει, πὼς οἱ Διάλογοι μὲ τοὺς ἑτερόδοξους, ποὺ μάλιστα ἔχουν παγιωμένη καὶ μακροχρόνια τὴν αἱρετικὴ δοξασία, ἀπαγορεύονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴν ἐντολή («αἱρετικὸν ἄνθρωπον…παραιτοῦ»), ἐκτὸς ἂν ὁ λόγος μας ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ τοὺς νουθετήσει: «Πρῶτον μὲν τὸ τοὺς ἐναντιουμένους ἡμῖν χρονίως τε καὶ συνοδικῶς πεπαγιῶσθαι ταῖς οἰκείαις δόξαις, ἡμᾶς δὲ ἀποστολικῶς τε καὶ πατρικῶς κεκωλῦσθαι συνᾶραι μετὰ τῶν οὕτω κεκρατημένων τὸν περὶ πίστεως λόγον»[12]. Καί· «Ἐπεὶ δὲ περὶ Θεοῦ καὶ εἰς Θεὸν ὁ λόγος, οὐχ ὁ τίσδε ἢ τίσδε, ἀλλ' οὐδ' εἰ Πέτρος καὶ Παῦλος οὐδ' ἄν τις τῶν ἀγγέλων εἴη, τολμήσειεν ἂν κἂν τὸ βραχύτατον παρακινῆσαι, ὡς διὰ τούτου τοῦ παντὸς εὐαγγελίου ἀνατρεπομένου· πρός τε τὸ συνᾶραι λόγον ἀντιρρητικὸν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ, οὐ καθῆκον, εἰ μή τι πρὸς νουθεσίαν μόνον. καὶ διὰ τοῦτο οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ εὐσεβοῦς ὑμῶν κράτους καὶ γρύξαι μόνον οὐ κατατολμῶμεν»[13].
Στὴν β’ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἐπίσκοπον Πατρόφιλον[14], ὁ Μ. Βασίλειος, τονίζει: α) πὼς εἶναι ἀντίθετος στὶς συμφωνίες μὲ τοὺς ἐπιβλαβεῖς αἱρετικοὺς ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς εἰρήνης, διότι προξενεῖται μεγάλη βλάβη: «ἡ πρὸς τοὺς βλαβεροὺς συμφωνία ἐν εἰρήνης προσχήματι τὰ τῶν πολεμίων τοὺς προσδεχομένους ἐργάζεται».
Στὴν ἐπιστολὴν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς τὸν Νεστόριο βλέπουμε τὴν ἴδια γραμμή. Δὲν συζητάει ἄλλο ὁ ἅγιος Κύριλλος μὲ τὸν Νεστόριο· δὲν συνεχίζει ἐπ’ ἀόριστον τὸν «Διάλογο». Τοῦ λέγει κατὰ πρόσωπον, ὅτι ἑρμηνεύει διεστραμμένως τὸ Σύμβολο. Καὶ προτρέπει τὸν Νεστόριο νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθόδοξη πίστη, τοῦ ἀνακοινώνει μάλιστα καὶ τοὺς ὅρους ἐπιστροφῆς (ὁμολογία, μετάνοια). Δὲν φτάνει, τοῦ λέγει, μόνο νὰ ὁμολογήσεις μαζί μας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλὰ αὐτή σου τὴν ὁμολογία νὰ τὴν καταθέσεις ἐγγράφως καὶ μὲ ὅρκο καί, ἐπίσης, νὰ ἀναθεματίσεις τὰ «μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματά» σου:
«Οὐκ ἀρκέσει δὲ τῇ σῇ εὐλαβείᾳ τὸ συνομολογῆσαι μόνον τὸ τῆς πίστεως σύμβολον τὸ ἐκτεθὲν κατὰ καιροὺς ἐν ἁγίῳ πνεύματι παρὰ τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς κατὰ καιροὺς συναχθείσης ἐν τῇ Νικαέων (νενόηκας γὰρ καὶ ἡρμήνευσας οὐκ ὀρθῶς αὐτό, διεστραμμένως δὲ μᾶλλον, κἂν ὁμολογῇς τῇ φωνῇ τὴν λέξιν), ἀλλὰ γὰρ ἀκόλουθον ἐγγράφως καὶ ἐνωμότως ὁμολογῆσαι ὅτι καὶ ἀναθεματίζεις μὲν τὰ σαυτοῦ μιαρὰ καὶ βέβηλα δόγματα, φρονήσεις δὲ καὶ διδάξεις ἃ καὶ ἡμεῖς ἅπαντες οἵ τε κατὰ τὴν Ἑσπέραν καὶ τὴν Ἑῴαν ἐπίσκοποι καὶ διδάσκαλοι καὶ λαῶν ἡγούμενοι».
Κατὰ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσ/νίκης «οὐ πᾶσι διδόναι λόγον ἀνάγκη..., ἀλλὰ τοῖς μὲν ζητοῦσι μαθεῖν διαλέγεσθαι μετ’ εἰρήνης, τῶν δ’ αὗ (πάλι) φιλονικεῖν αἱρουμένων ἀφίστασθαι».
Τὴν ἀνωτέρω ἄποψη συνιστοῦν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, συμβουλεύοντες νὰ μὴ παρασυρόμαστε στὴν λογομαχία τῶν αἱρετικῶν καὶ ἰδίως, ὅταν καθίσταται φανερὸ ὅτι δὲν ἔχουν σκοπὸ νὰ μετανοήσουν. Ἐὰν δηλαδὴ οἱ ἑτερόδοξοι ἀπειθοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ἐμμένουν στὶς ἀπόψεις τους, οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς Διαλόγους καὶ τὴν προσπάθεια διαφωτίσεως καὶ ἐπαναφορᾶς τους στὴν Ἐκκλησία πρὸς καιρόν, διότι αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος καὶ μὲ τὸ παράδειγμά Του, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἐντολή Του «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» καὶ ἀκόμα, διότι ὑπάρχει κίνδυνος ἐξοικιώσεως μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος. Ἡ διακοπὴ τῶν Διαλόγων πρέπει νὰ γίνεται σύντομα, (συμπεραίνουν οἱ Πατέρες τῆς μονῆς του Ὁσ. Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους) σύμφωνα μὲ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή: “Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ …δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ”)[15].
Καὶ σὲ ἄλλο κείμενο τοῦ Χρυσοστόμου: «Δος γρ μ τις παραφθαρ π τς τν αρετικν γπης. Τοτο γρ λον ανττεται τ οτως επεν. Κα ρα πς ατ τθησιν· Ο δι' μέ, φησί, τατα λγω, λλ' να τε μες ελικρινες· τουτστιν, να μηδν νθον δγμα τ τς γπης προσχματι παραδχησθε. Πς ον λλαχο φησιν, Ε δυνατόν, μετ πντων νθρπων ερηνεετε; Ερηνεετε, επεν, ο τοτο δηλν, τι Οχ οτως γαπτε, στε π τς φιλας βλπτεσθαι· Ε γρ φθαλμς σου δεξις σκανδαλζει σε, φησίν, κκοψον ατόν, κα βλε π σο· λλ', να τε ελικρινες, τ κατ Θεν δηλοντι, κα πρσκοποι, τ κατ νθρπους. Πολλος γρ πολλκις α φιλαι βλπτουσιν. Ε γρ κα σ οδν βλπτει, φησίν, λλ' τερος προσκπτει. Ες μραν Χριστο· τουτστιν, να ττε ερεθτε καθαροί, μηδνα σκανδαλσαντες· Πεπληρωμνοι καρπν δικαιοσνης τν δι ησο Χριστο, ες δξαν κα παινον Θεο· τουτστι μετ τν δογμτων κα βον ρθν χοντες. Ο γρ πλς ρθν εναι χρή, λλ πεπληρσθαι καρπν δικαιοσνης»[16].
Τὸ 1443, ὁμόφρονες τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ Ἐπίσκοποι, κληρικοὶ καὶ  μοναχοί, ἀπευθυνόμενοι πρὸς τὸν αὐτοκράτορα τοῦ εἶπαν μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ ἑξῆς ἁπλὸ ὡς πρὸς τὸν «διάλογο» μὲ τοὺς Λατίνους: Οἱ Λατῖνοι ἑρμηνεύουν μὲ τὸ δικό τους αἱρετικὸ τρόπο τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Πατέρων. Ὅμως στὶς τυχὸν μεταξύ μας συζητήσεις, δὲν ὑπάρχει τρίτος ἀντικειμενικὸς κριτής, «ὁ ὁποῖος θὰ ἀκούσῃ μὲ ἀπάθεια τοὺς λόγους καὶ τῶν δύο μερίδων καὶ θὰ ἀποδώσῃ δικαιοσύνη». Ὁπότε ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἐπιτύχουμε μὲ τὸ «διάλογο» θὰ εἶναι ἡ φιλονικία καὶ ἡ σύγκρουση «καὶ  δν θὰ προκύψῃ  τίποτε τ γαθό»[17].
Σκέψη τόσο ξεκάθαρη, ποὺ ὅμως δὲν τὴν καταλαβαίνουν ὅσοι ἐπιθυμοῦν διαλόγους ποὺ πίσω τους κρύβονται ἄλλες ἐπιδιώξεις καὶ σκοποί. Πράγματι, ὅταν ὁ θεολογικὸς Διάλογος γίνεται κατ’ ἀπομίμηση τῶν πολιτικῶν διαλόγων[18], τότε τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι ἡ εὕρεση τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ὁ συμβιβασμός, καὶ μάλιστα ὁ συμβιβασμὸς εἰς βάρος τοῦ “κοσμικὰ” ἀδύνατου. Διότι ἡ ἀλήθεια δὲν εὑρίσκεται μὲ διαλόγους, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἐν ταπεινώσει καὶ μετανοίᾳ προσερχομένους πρὸς τοὺς θεοφώτιστους Πατέρες.
Ἀλλὰ καὶ ὁ σύγχρονός μας, γέρων Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης τὸ 1969 (λίγο πρὶν ἡ Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα -τῇ προτροπῇ του- διακόψει τὸ «μνημόσυνο» τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἕνεκα τῶν οἰκουμενιστικῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ τελευταίου) γράφει σὲ ἐπιστολή του[19]:
«Ἂς εὐχηθοῦμε νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς τὸν φωτισμόν Του σὲ ὅλους μας καὶ εἰς τὸν Πατριάρχην μας κ. Ἀθηναγόραν, διὰ νὰ γίνῃ πρῶτον ἡ ἕνωσις αὐτῶν τῶν «ἐκκλησιῶν» (ἐννοεῖ τῶν Ὀρθοδόξων), νὰ πραγματοποιηθῇ ἡ γαλήνη ἀνάμεσα στὸ σκανδαλισμένο ὀρθόδοξο πλήρωμα, ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ κατόπιν ἂς γίνῃ σκέψις διὰ τὴν ἕνωσιν μετὰ τῶν ἄλλων «Ὁμολογιῶν», ἐὰν καὶ ἐφὅσον εἰλικρινῶς ἐπιθυμοῦν νἀσπασθοῦν τὸ Ὀρθόδοξον Δόγμα»[20].
Πολλοὶ «προοδευτικοὶ» θεολόγοι σήμερα, ἐπισημαίνουν καὶ καταδικάζουν αἱρετικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουν εἰσχωρήσει στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴ Δυτικὸ χριστιανισμό. Ἂν ὅμως, ἡ Πατερικὴ διδασκαλία εἶναι ἀντίθετη μὲ κάθε Δυτικὴ παρέκκλιση καὶ τοὺς καρπούς της –ὅπως τὸν κάθε εὐσεβισμό, τὸν ὁποῖο καλῶς, ἀλλὰ μονόπλευρα καταδικάζουν–, τότε εἶναι ἀντίθετη καὶ μὲ τὴν κάθε Οἰκουμενιστικὴ θεωρία καὶ πρακτική, τὸν κάθε Διάλογο ποὺ συμβάλλει στὴν ἐξίσωση τῆς ἀλήθειας μὲ τὴν αἵρεση· εἶναι ἀντίθετη μὲ τοὺς Διάλογους τῶν “εἰδικῶν” καὶ τὴν ἀδιάκριτη ἐπικοινωνία, ποὺ συσκοτίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ ἀμβλύνουν τὸ ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ· εἶναι ἀντίθετη μὲ τὶς ἐπινοήσεις καὶ τοὺς πειραματισμοὺς μεμονωμένων ἀξιωματούχων (Πατριαρχῶν, Ἐπισκόπων, ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων)· εἶναι ἀντίθετη μὲ κρυφὰ σχέδια καὶ τὶς μυστικὲς διαβουλεύσεις ἐρήμην τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλο τὸν κλῆρο καὶ ὅλο τὸν λαό καὶ δὲν ποδηγετεῖται ἀπὸ κάποια ὁμάδα “εἰδικῶν” κληρικῶν ἢ λαϊκῶν, ἀδιάφορο.
Εἶναι, ἐπίσης, ἀντίθετη μὲ τοὺς Διαλόγους ποὺ στηρίζονται σὲ μεθοδολογίες δυτικότροπες καὶ ὀρθολογιστικές, οἱ ὁποῖες π.χ. «ξεχνοῦν» τὸν καθοριστικὸ παράγοντα τῆς πίστεως καὶ τῆς  ὑπακοῆς, τῆς μετανοίας γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων ἢ διαγράφουν τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἀποστόλου γιὰ τὸ “παραιτοῦ” τῶν ἀμετανόητων αἱρεσιαρχῶν, οἱ ὁποῖοι –εἶναι γνωστό– πὼς γνωρίζουν καλύτερα ἀπὸ μᾶς τὴν ἐγκεφαλικὴ καὶ ἄνευ Ἁγίου Πνεύματος θεολογία. Ἴσως στὸ τελευταῖο ἐπιχείρημα ἀντιτάξει κανεὶς τὴ θέση, «μὰ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ γίνεται ὁ Θεολογικὸς Διάλογος, γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν τὸ λάθος τους. Χωρὶς τοὺς Διαλόγους πῶς θὰ τὸ καταλάβουν;».
Μὰ σὲ ἕνα Διάλογο ποὺ γίνεται ἐπὶ «ἴσοις ὅροις», τίθεται ὡς βασικὴ προϋπόθεση ἡ θέση, πὼς ὁ ἔχων τὴν Ἀλήθεια, τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία, τὴν ἀφήνει στὴν ἄκρη κατὰ τὴν διαδικασία τῆς συζήτησης, συζητάει χωρὶς αὐτὰ τὰ πνευματικὰ «ἐπιχειρήματα» τῆς πίστεως, ἀφοῦ αὐτὰ ἀμφισβητοῦνται ἢ δὲν κατανοοῦνται πνευματικά, ἀπὸ τὸν ἕτερο ὀρθολογιστικὰ σκεπτόμενο συνομιλητή, ὁ ὁποῖος καὶ τὰ ἀρνεῖται. Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος ἀκυρώνει τὰ κύρια ὅπλα του, ποὺ εἶναι ὅσα ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ βίωση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς∙ καὶ ἡ συζήτηση γίνεται διανοητικὴ γιὰ πνευματικὰ θέματα καὶ πνευματικὲς ἐμπειρίες, καὶ ἐπὶ πλέον ἀποκλείεται ὡς βάση ἡ μετάνοια καὶ ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία.
Νὰ ἐπαναλάβω ὅμως, πὼς ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς παραδείσιας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὣς ἐκείνη τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καὶ Πατέρων, ἡ εἰσδοχὴ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἐν ἐλευθερίᾳ, ὑπακοῇ καὶ μετανοίᾳ. Δὲν ἀναφέρεται στὴν Παράδοσή μας ἄλλος τρόπος. Αὐτὴ εἶναι ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, αὐτὲς εἶναι οἱ πρακτικὲς τῶν Συνόδων καὶ τῶν Πατέρων, αὐτὸ ἐντέλλεται ἡ ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Κάθε τι ἄλλο εἶναι βεβιασμένο, ἀντιπατερικὸ καὶ ἐκ τοῦ πονηροῦ. Σὲ ὅλα τὰ κείμενα τῶν Πατέρων (ὅπως καὶ στὰ παρακάτω), παρέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ὁμολογία Πίστεως, προσφέρεται ἡ “νουθεσία”, ἀπαιτεῖται ἡ καλὴ διάθεση, ἡ ὑπακοὴ στὸ θεῖο λόγο καὶ ἡ ὀρθὴ πίστη, καὶ ὄχι ἡ ἀπροϋπόθετη διαλογικὴ συζήτηση γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἀλήθειας ἢ τὴν ἐπιβολὴ διὰ τῆς πειθοῦς, γιατὶ ἡ Ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται, ποτὲ δὲν εὑρίσκεται ἀπὸ ἀνθρώπους κακοπροαίρετους. Ἡ περαιτέρω διερεύνηση τῆς Ἀλήθειας, οἱ ἀποδείξεις καὶ ὁ Διάλογος ἕπονται, ἀποτελοῦν δευτερεύοντα στοιχεῖα καὶ γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν καλὴ διάθεση.
Ὡς ἐκ τούτων, ὁ τρόπος ποὺ γίνονται οἱ Διάλογοι σήμερα, ἀποτελεῖ ὕβρι, ἀφοῦ δὲν δὲν ἀκολουθεῖται πιστὰ κάποια μεθοδολογία (ὅσες ἐφαρμόστηκαν ἀπέτυχαν), δὲν τηρεῖται κάποια ἀρχή, ἔστω αὐτὴ ἡ “ἐπὶ ἴσοις ὅροις”, ὁπότε τουλάχιστον θὰ ἐσώζοντο τὰ προσχήματα.




[1] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, Ὁ ἱ. Χρυσόστομος γιὰ τοὺς Οἰκουμενικοὺς Διαλόγους, περιοδ. «Θεολογία», τ. 79, ΙΑΝ 2008, σελ. 17.
[2] Χρυσοστόμου Ἰω., Κατὰ Ἀνομοίων, λόγος α΄, l. 188-190.
[3] Ὅπ. παρ.  
[4] Χρυσοστόμου Ἰω., Κατὰ Ἀνομοίων, λόγος α΄, line 278-279.
[5] Χρυσοστόμου Ἰω., Ἀπόδειξις τοῦ χρησίμως τὰς περὶ Χριστοῦ καὶ ἐθνῶν καὶ τῆς ἐκπτώσεως Ἰουδαίων προφητείας ἀσαφεῖς εἶναι,  vol 56, pg 166, ln 58-pg 167, ln 13.
[6] LaurentDarrouzès, Dossier grec, s. 395,397, εἰς Ἀραμπατζῆ Χρ., Ἡ Σύνοδος τῆς Λυών, σελ. 175.
[7] Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 630.
[8] Εἰς Ψαλτάκη Γ., Οἰκουμενισμός, σελ. 15.
[9] Μπιλάλη Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 541-542.
[10] Χρυσοστόμου, Ἐπισκόπου Ροδοστόλου, Ἰδοὺ ὁ παπισμός, σελ. 477-480.
[11]  Καρμίρη, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία..., ὅπ. π., σελ. 308-309, ὑποσ. 197.
[12] Στουδίτου Θεόδ., Ἐπιστολαί, Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλῳ βασιλεῦσιν, P.G. 99, 1332Α.
[13] Στουδίτου Θ., πιστολαί, Ἐπιστολὴ ἐκ προσώπου πάντων τῶν ἡγουμένων πρὸς Μιχαὴλ βασιλέα, P.G. 99, 1332Α.
[14] Μ. Βασιλείου, Πατροφίλῳ,  Ἐπισκόπῳ Αἰγῶν, ἐπιστ. 250 (σν΄), ὅπ. παρ.: «Ε δ πρς τος βλαβερος συμφωνα ν ερνης προσχματι τ τν πολεμων τος προσδεχομνους ργζεται, σκπησον τνες εσν ος νμιξαν αυτούς, ο τ δικον μσος μσησαν μς, λλ' ο τς μερδος τν κοινωντων μν».
[15] Οἱ Ἀγῶνες τῶν Μοναχῶν, ὅπ. παρ., σελ. 371.
[16] Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς τὴν Πρὸς Φιλιππισίους, ὁμιλ. βʹ, vol 62, pg 191, ln 2-22.
[17] Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν, ὅπ. παρ., σελ. 301.
[18] Στοὺς διαλόγους αὐτοὺς «πρυτάνευσαν ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ οἱ σκληρημένες …ἐξουσιαστικὲς φιλοδοξίες τῶν θεσμῶν. Κυριάρχησε ἡ ἀλλοτριωτικὴ ‘‘ἐκκοσμίκευση’’: ἡ ἀλλοτρίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας σὲ ἰδεολογία… Παρενεβλήθησαν καὶ καινούργιες πολιτικὲς σκοπιμότητες: νὰ ἐμφανιστεῖ ἑνωμένος ὁ χριστιανικὸς κόσμος… ἢ νὰ ὑπηρετήσουν οἱ ἐκκλησίες τὴν ‘‘εἰρηνιστικὴ’’ προπαγάνδα κ.α.π. Κάποια στιγμὴ ἐμφανίστηκαν καὶ πρωτοβουλίες διαθρησκειακῶν ‘‘διαλόγων’’… (οἱ ὁποῖοι) μοιάζει νὰ ἀνταποκρίνονται... στὴν πρακτικὴ μὲ τὴν ὁποία ‘‘διαλέγονται’’ σήμερα οἱ συνδικαλιστές, οἱ πολιτικοί… Καὶ βλέπει κανεὶς ‘‘ἐκπροσώπους’’ πανάρχαιων θρησκευτικῶν παραδόσεων,… νὰ ὑποτάσσονται στὰ θελήματα τοῦ κάθε μικρονοϊκοῦ μεγιστᾶνα τοῦ χρήματος καὶ τῶν μηχανῶν τοῦ θανάτου…» (Γιανναρᾶ Χρ., ἐφημ. "ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ", 17-3-2002).
[19] Μπιλάλη Νικόδημου, ἁγιορείτου μοναχοῦ, Ἡ Ἀκυρότητα τῶν “Μυστηρίων” τῶν Λατινοπαπικῶν ὡς Αἱρετικῶν, σελ. 73.
[20] Κατ’ ἄλλη μαρτυρία ὁ γέρων Παίσιος ἔλεγε: «Μαζεύονται καὶ συνεδριάζουν καὶ κάνουν συζητήσεις ἀτέλειωτες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν χωράει συζήτηση, ποὺ οὔτε οἱ ἴδιοὶ Πατέρες συζήτησαν ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες εἶναι τοῦ πονηροῦ, γιὰ νὰ ζαλίζουν καὶ νὰ σκανδαλίζουν τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς σπρώχνουν ἄλλους στὴν αἵρεση καὶ ἄλλους σὲ σχίσματα, καὶ νὰ κερδίζει ἔδαφος ὁ διάβολος…. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἔχουν ἐλαφρότητα καὶ θέλουν νὰ κάνουν προβολή, «Ἱεραποστολή», συγκαλοῦν συνέδρια μὲ ἑτεροδόξους, γιὰ νὰ γίνεται ντόρος καὶ νομίζουν ὅτι θὰ προβάλουν ἔτσι τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ τὸ νὰ γίνουν δηλαδὴ ταραμοσαλάτα μὲ τοὺς κακοδόξους»  (Διονυσίου Δ. Τάτση, Πρεσβ., "Ἀθωνικὸν ἡμερολόγιον").

1 σχόλιο:

  1. Μεγαααλες αλήθειες για το πώς α κ ρ ι β Ω ς πρέπει να είναι η πατερική στάση στους διαλόγους με αιρετικους μας γνωστοποιείς και όχι μόνο και τόσα άλλα περί της πίστεως μας αγαπητή πατερική παράδοση.Μεγαααλες αλήθειες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.