Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Οι άγιοι επτὰ Μακαβαίοι και λόγος Γρηγορίου του Θεολόγου



Οἱ Ἅγιοι Ἑπτὰ Μακαβαῖοι             
                 
Ἀβεὶμ (ἢ Ἄβιβος), Ἀντώνιος (ἢ Ἀντωνίνος), Γουρίας, Ἐλεαζάρος, Εὐσέβωνας, Ἀχείμ, Μάρκελλος (ἢ Σάμωνας, ἢ Εὔλαλος ἢ Μᾶρκος) ἡ μητέρα τους Σολομονὴ καὶ ὁ διδάσκαλός τους Ἐλεαζάρος


      «Αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός». Ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς εἶναι κυρίαρχος καὶ ἐξουσιαστὴς ἐπὶ τῶν παθῶν. Αὐτὸ μὲ περίσσια ἀνδρεία ἀπέδειξαν οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ Μακκαβαίοι μὲ τὴ στάση τους ἀπέναντι στὸν βασιλιὰ τῆς Συρίας Ἀντίοχο, ὅταν αὐτὸς τοὺς ἔταξε δόξες, τιμὲς καὶ ἐπίγειες ἀπολαύσεις, ἂν αὐτοὶ καταπατοῦσαν τὸν Μωσαϊκὸ νόμο καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ ἀπαγορευμένα φαγητὰ ποὺ τοὺς πρόσφερε.
    Προηγήθηκε ὁ ἐνενηκονταετὴς διδάσκαλός τους, Ἐλεάζαρος, ποὺ ἐφάρμοσε στὸ ἔπακρο τὸ νόμο ποὺ τοὺς δίδασκε, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἀντίοχος νὰ τὸν ρίξει στὴ φωτιά. Ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ γέροντα διδασκάλου τους, τὰ ἑπτὰ ἀδέλφια κράτησαν τὴν ἴδια γενναία στάση ἀπέναντι στὸ βασιλιά, ὅταν τοὺς κάλεσε μπροστά του.
    Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀντίοχος προσπάθησε νὰ τοὺς κολακεύσει μὲ διάφορα ἐγκώμια γιὰ τὴ νιότη τους. Τοὺς εἶπε ὅτι ἂν ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα ποὺ τοὺς πρόσφερε, θὰ ἀπολάμβαναν μεγάλες τιμές, καὶ φυσικὰ θὰ τοὺς ἔσῳζε ἀπὸ τὸ θάνατο. Τότε οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ ἀπάντησαν στὸν Ἀντίοχο: «χαλεπώτερον γὰρ αὐτοῦ τοῦ θανάτου νομίζομεν εἶναι σου τὸν ἐπὶ τῇ παρανόμῳ σωτηρία ἡμῶν ἔλεον». Δηλαδή, εἶναι περισσότερο ἐπιβλαβὴς καὶ ἀπ’ αὐτὸν τὸ θάνατο, νομίζουμε, ἡ συμπάθειά σου γιὰ τὴν παράνομη σωτηρία μας. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Ἀντίοχος, μὲ τροχούς, φωτιὰ καὶ ἀκόντια, ἕναν – ἕναν τοὺς σκότωσε ὅλους.
    Ὅταν εἶδε αὐτὸ ἡ μητέρα τους Σολομονή, ρίχτηκε μόνη της στὴ φωτιὰ καὶ ἔτσι ὅλοι μαζὶ πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μακκαβαίων τὸν ἑπτάριθμον δῆμον, σὺν τῇ μητρὶ Σολομονῇ τῇ ἁγίᾳ, καὶ Ἐλεάζαρ ἅμα εὐφημήσωμεν· οὗτοι γὰρ ἠρίστευσαν, δι’ ἀγώνων νομίμων, ὡς φρουροὶ καὶ φύλακες, τῶν τοῦ Νόμου δογμάτων· καὶ νῦν ὡς καλλιμάρτυρες Χριστοῦ, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, ἀπαύστως πρεσβεύουσι.

Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Σοφίας Θεοῦ, οἱ στῦλοι οἱ ἑπτάριθμοι, καὶ θείου φωτός, οἱ λύχνοι οἱ ἑπτάφωτοι, Μακκαβαῖοι πάνσοφοι, πρὸ Μαρτύρων μέγιστοι Μάρτυρες, σὺν αὐτοῖς τὸν πάντων Θεόν, αἰτεῖσθε σωθῆναι τοὺς τιμῶντας ὑμᾶς.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἡ ἑπτάκλωνος συνδρομή, ὄρπηκες ὡραῖοι, Μακκαβαίων τῆς πατριᾶς, σὺν μητρὶ τῇ θείᾳ, ἅμα καὶ διδασκάλῳ, οἱ εὐκλεεῖς τοῦ Νόμου, καὶ θεῖοι φύλακες. 


Εις τους Μακκαβαίους, λόγος ιε'
του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

    1. Και οι Μακκαβαίοι1;  Δι' αυτούς γίνεται ο πανηγυρισμός αυτός και ας μη τους τιμούν πολλοί, επειδή η άθλησίς των δεν έγινε μετά Χριστόν. Αξίζει όμως να τους τιμούν όλοι, διότι η υπομονή των αφωρούσε την υπεράσπισιν της θρησκείας των προγόνων των. Και εκείνοι που εμαρτύρησαν πριν από τα πάθη του Χριστού, τι τάχα θα έκαναν εάν κατεδιώκοντο μετά Χριστόν και ήθελαν να μιμηθούν τον θάνατον εκείνου προς χάριν μας; Αυτοί που χωρίς παράδειγμα έδειξαν τόσην ανδρείαν, πως δεν θα εφαίνοντo πολύ πιο γενναίοι, εάν αντιμετώπιζον τον κίνδυνον έχοντες εμπρός των τέτοιο παράδειγμα;

Και υπάρχει και ένας μυστικός και απόρρητος λόγος πολύ πιθανός, δι' εμένα βέβαια και όλους τους φίλους του Θεού, ότι κανείς από όσους ετελειώθησαν2 προ Χριστού δεν το επέτυχε χωρίς πίστιν εις τον Χριστόν. Ο Λόγος δηλαδή παρουσιάσθη αργότερα, όταν ήτο ο ωρισμένος καιρός, είχε γίνει όμως γνωστός και πρωτύτερα εις όσους ήσαν καθαροί εις τον νουν, όπως γίνεται φανερόν από όσους έχουν τιμηθή πριν από την εμφάνισίν του.
   2. Δεν πρέπει λοιπόν να τους περιφρονούμε, επειδή έδειξαν την αρετή των πριν από τον σταυρόν είναι αξιέπαινοι, διότι έπραξαν κατά την υπόδειξιν του σταυρού, και είναι άξιοι της τιμής, που προήλθεν από τα κίνητρα της πράξεώς των. Διότι δεν εμαρτύρησαν, δια να λάβουν κάποιο κέρδος ή δόξαν Θεού (ποίαν άλλην δόξαν να λάβουν, αφού η πράξις των είναι καθεαυτή ένδοξος;) αλλά δια να δοξασθούν όσοι τους δοξάζουν και όσοι ακούουν να ζηλέψουν την ανδρείαν των, ορμώντας εις τους ιδίους άθλους κεντρισμένοι από την μνήμην των.

    Ποιοι είναι αυτοί και από πού κατάγονται και με ποίαν ανατροφήν και διαπαιδαγώγησιν εξεκίνησαν από την αρχήν, δια να φθάσουν εις τέτοιο σημείον ανδρείας και δόξης, ώστε να τους τιμώμεν με αυτούς τους ετησίους εορτασμούς και πανηγυρισμούς και όμως όλοι να πιστεύουν ότι η δόξα των αξίζει δια πολύ περισσότερα, αυτά όλα θα τα εξηγήση εις τους φιλομαθείς, και φιλόπονους το σχετικόν με εκείνους βιβλίον3, που διδάσκει ότι κυρίαρχος των παθών είναι το λογικόν, καθώς επίσης είναι κύριος και της ροπής που χωρίζεται εις δύο, εννοώ την αρετήν και την κακίαν. Το βιβλίον αυτό εχρησιμοποίησε και πολλάς άλλας αποδείξεις, αλλά και τα μαρτύρια τούτων. Δι' εμενα θα είναι αρκετόν να περιορισθώ εις όσα ακολουθούν.

     3. Ο Ελεάζαρος4 είναι εδώ ο αρχηγός όσων εμαρτύρησαν πριν από τον Χριστόν (όπως ο Στέφανος των μετά τον Χριστόν). Ήτο Ιερεύς, γέρων, λευκός εις τα μαλλιά και εις την φρόνησιν, που έκαμε τας θυσίας του λαού και παρακαλούσε δι' αυτόν, και τώρα προσφέρει τον εαυτόν του εις τον Θεόν τελειότερον θύμα, εξιλαστήριον όλου του λαού (ευοίωνον προσοίμιον του μαρτυρίου, προτροπήν με λόγους και χωρίς λόγους). Προσφέρει μαζί και τα επτά παιδιά, τα αναστήματα των κόπων του, θυσίαν ζωντανήν, Αγίαν, αρεστήν εις τον Θεόν, λαμπροτέραν και καθαροτέραν από κάθε ιερουργίαν του Μωσαϊκού Νόμου. Από τα νομιμώτερα και δικαιότερα είναι να καταλογίζεται η συμπεριφορά των παιδιών εις τον πατέρα.

    Υπάρχουν εκεί παιδιά γενναία και μεγαλόψυχα, αρχοντικής μητέρας αρχοντικά βλαστάρια, φιλότιμοι αγωνισταί της αληθείας, που διασκελίζουν την εποχήν του Αντιόχου5 και γίνονται γνήσιοι μαθηταί του Μωσαϊκού νόμου, έχομεν τους πιστούς φύλακας των προγονικών παραδόσεων, αριθμόν από τους ιερούς των Εβραίων, τιμημένον με το μυστήριον της επταημέρου αναπαύσεως. Κοινή η πνοή των, κοινός ο στόχος των, ένας ο τρόπος της ζωής των, ο θάνατος δια τον Θεόν, όχι ολιγώτερον αδελφοί εις τας ψυχάς απ' ό,τι εις τα σώματα, ζηλεύοντες ο ένας τον άλλον δια τον θάνατόν του. Ω, το πρωτάκουστον θαύμα! Ως θησαυρόν άρπαζαν τα μαρτύρια πριν τους επιβληθούν, κινδυνεύοντες τολμηρά προς χάριν του παιδαγωγού νόμου· δεν φοβούνται τόσον τα μαρτύρια που επάθαιναν, όσον επιζητούσαν αυτά που τους επερίμεναν ακόμη. Τούτο μόνον ετρόμαζαν μη κουρασθή να τους βασανίζη ο τύραννος και φύγουν αστεφάνωτοι μερικοί από αυτούς, χωρισμένοι, παρά την θέλησίν των, από τους αδελφούς των με το κέρδος μιας κακής νίκης· να μη πάθουν δηλαδή τίποτε παρά τον αγώνα των.

     4. Και κοντά τους μία μητέρα τολμηρή και γενναία, φιλότεκνος μαζί και φιλόθεος. Σπαράζονται τα μητρικά σπλάχνα της, όχι όμως με τον γνωστό κανόνα της φύσεως. Δεν επονούσε τα παιδιά της που εβασανίζοντο, αγωνιούσε μήπως δεν βασανισθούν. Δεν εποθούσεν όσους είχαν αποθάνει, όσον παρακαλούσε να πάνε κοντά τους και όσοι είχαν απομείνει. Πιο πολύ ενδιαφέροντα δι' αυτούς παρά δια τους νεκρούς· διότι η πάλη των πρώτων ήτο ακόμη άκριτος, ενώ των άλλων το τέλος ήτο ασφαλισμένον. Τους πρώτους τους είχεν εμπιστευθή εις τα χέρια του Θεού και εφρόντιζε να πάρη ο Θεός και τους άλλους.

    Ω ψυχικός ανδρισμός εις γυναικείον σώμα! Ω αξιοθαύμαστη μεγαλόψυχη πρόοδος! Ω θυσία ανωτέρα και από του Αβραάμ, αν δεν είναι τολμηρός ο λόγος μου! Διότι εκείνος προσφέρει πρόθυμα βέβαια ένα μόνον υιόν και ας ήτο μονογενής και ας τον είχεν αποκτήσει έπειτα από υπόσχεσιν προς αυτούς, που είχεν εκπληρωθή και το μεγαλύτερον, ότι δεν είναι μόνον το πρώτον θύμα του λαού του, αλλά γίνεται αρχή και ρίζα των θυμάτων αυτών. Ενώ εκείνη αφιερώνει εις τον Θεόν παράταξιν ολόκληρον παιδιών και ενίκησε και μητέρας και Ιερείς με τα πρόθυμα δια την σφαγήν θύματά της και τα λογικά ολοκαυτώματα, τα ολοπρόθυμα σφάγια. Τους έδειχνε το στήθος6 που τους εθήλασε, τους υπενθύμιζε την ανατροφήν των, άπλωνε τα άσπρα μαλλιά της και επρότεινε τα γηρατειά της αντί άλλης παρακλήσεως.
    Δεν εζητούσε την σωτηρίαν, αλλά επετάχυνε το τέλος των, θεωρούσα κίνδυνον την αναβολήν και όχι τον θάνατον. Τίποτε δεν την ελύγισε, τίποτε δεν την εμαλάκωσε, τίποτε δεν την έκανε πιο δειλήν. Τα στρεβλωτήρια των μελών που έφεραν, οι τροχοί που κουβαλούσαν, οι βασανιστικοί εκσφενδονισταί, αι αιχμαί των σιδερένιων νυχιών, τα εξαγριωμένα θηρία, τα ακονισμένα ξίφη, το ζεματιστό νερό, η φωτιά που ελαμπάδιζεν, ο απειλητικός τύραννος, ο κόσμος, ο στρατιώτης που τους έσπρωχνεν, η γύμνωσίς των, τα τσακισμένα των μέλη, αι ξεσχισμέναι σάρκες των, τα αυλάκια του αίματος που εκυλούσαν, τα νιάτα που εθυσιάζοντο, τα παρόντα δεινά των και τα χειρότερα που τους επερίμεναν, και αυτό που εις ανάλογους περιστάσεις είναι το βαρύτερον δι' άλλους, η παράτασις του κινδύνου, ήτο δι' εκείνην το ελαφρότερον. Εχαίρετο με το θέαμα και κατά κάποιον τρόπον επροσπαθούσε να παρατείνη τα παθήματά των. Δεν ήτο μόνον το πλήθος των βασανιστηρίων που τους έκαναν και που τα επεριφρονουσαν όλα με την ιδίαν ορμήν που κάποιος άλλος δεν θα επεριφρονούσεν ούτε ένα μόνον από αυτά. Ήσαν και οι λόγοι, λόγοι κάθε είδους του διώκτου των, που ύβριζεν, εφοβέριζεν, εκολάκευε, και τι δεν έκαμε δια να επιτύχη αυτά που ήθελε.

    5. Αλλά και οι απαντήσεις των παιδιών προς τον τύραννον, μεσταί από τόσην σοφίαν μαζί και γενναιότητα, ώστε εμπρός εις την ιδικήν των καρτερίαν να είναι ασήμαντα τα κατορθώματα όλων των άλλων μαζεμένα. Αλλά και η καρτερία ήτο μικρή εμπρός εις την σύνεσιν των απαντήσεών των. Και είναι ιδικόν των γνώρισμα μόνον να βασανίζωνται με τέτοιον τρόπον και να φιλοσοφούν συνάμα με τας απαντήσεις των, με όλας τας απειλάς του διώκτου και τα φοβερά που τους επρότεινε. Τίποτε δεν ενικούσε τα γενναία παιδιά και την γενναιοτέραν μητέρα. Αφού ανέδειξε τον εαυτόν της ανώτερον από όλους και αφού ανέμειξε την αγάπην με το σθένος, προσφέρει τον εαυτόν της ωραίον εντάφιον δώρον εις τα παιδιά της ακολουθούσα αυτά εις τον θάνατον των. Και τούτο με αυτόν τον τρόπον εβάδισε με την θέλησίν της προς τους κινδύνους, ώστε να μη εγγίση καν άναγνον σώμα το σώμα το ιδικόν της, το αγνόν και γεναίον. Και τι λογής ήσαν οι επιτάφιοι λόγοι της; Καλά όσα είπαν τα παιδιά εις τον τύραννον καλά, κάλλιστα. Πώς όχι; όσα είχαν αντιτάξει εις τον τύραννον και τον ενίκησαν με αυτά. Ακόμα καλύτεροι οι λόγοι της μητέρας, οι ενθαρρυντικοί εις την αρχήν και έπειτα επιτάφιοι.

     Ποίοι ήσαν οι λόγοι των παιδιών; Είναι καλό να τους αναφέρω, δια να έχετε παράδειγμα όχι μόνον αθλήσεως, αλλά και παράδειγμα λόγων μαρτύρων εις τους καιρούς τούτους. Διαφορετικοί βέβαια ήσαν οι λόγοι καθενός και όπως ενεπνέετο ο καθείς από τους λόγους του τυράννου, από την σειράν των μαρτυρίων των, από την φιλοτιμίαν της ψυχής των. Είχον αυτόν τον τύπον οι απαντήσεις των. «Δι' εμάς, Αντίοχε και όσοι στέκεσθε γύρω, ένας βασιλεύς υπάρχει, ο Θεός, από τον οποίον επλάσθημεν και εις τον οποίον θα επιστρέψωμεν, και ένας νομοθέτης, ο Μωυσής. Αλλά τους αγώνας του ανδρός δια την αρετήν και τα πολλά θαύματα του δεν θα τα προδώσωμεν ούτε θα τους προσβάλωμεν, ούτε και αν μας φοβερίζη ένας  Αντίοχος ακόμη φοβερώτερος από εσένα. Και η ασφάλειά μας είναι μία, η τήρησις της εντολής και να μη ραγίση ο νόμος που μας περιτειχίζει. Και η δόξα μας είναι μία, να περιφρονήσωμεν κάθε δόξαν, που μας υπόσχεσαι. Και ο πλούτος μας ένας· όσα ελπίζομεν. Φοβερό κανένα δι' ημάς, μόνον το να φοβηθώμεν κάτι περισσότερον από τον Θεόν. Με αυτάς τας σκέψεις στεκόμεθα απέναντι σου και αυτός είναι ο οπλισμός μας. Προς τέτοια παλληκάρια απευθύνεσαι.
    Είναι γλυκύς δεν λέγομεν ο κόσμος αυτός, και το χώμα της πατρίδας και οι φίλοι και οι συγγενείς και οι συνομήλικοι και ο ναός αυτός ο μεγάλος και εξακουστός και αι προγονικαί εορταί, τα μυστήρια και όσα νομίζομεν ότι μας κάνουν να διαφέρωμεν από τους άλλους. Δεν είναι όμως γλυκύτερα από τον Θεόν και τους κινδύνους δια το καλόν. Μη σου περάση τέτοια ιδέα. Υπάρχει ένας άλλος κόσμος δι' ημάς, ανώτερος από ό,τι βλέπομεν και πιο μόνιμος. Μια άλλη πατρίδα, η ουρανία Ιερουσαλήμ, που κανείς  Αντίοχος δεν θα πολιορκήση, ούτε θα ελπίση πως θα την υποτάξη, ισχυρά και άπαρτη. Συγγενείς μας είναι η χάρις του Πνεύματος και όσοι εγεννήθησαν μέσα εις την αρετήν. Φίλοι μας, οι Προφήται και οι Πατριάρχαι, που μας έχουν δώσει ήδη το παράδειγμα της ευσέβειας. Συνομήλικοι μας αυτοί που σήμερα κινδυνεύουν μαζί μας και συγκαρτερούν. Από τον Ναον, πιο μεγαλοπρεπής ο Ουρανός. Πανήγυρις η συνάθροισις των αγγέλων και μυστήριον, μεγάλο και τρισμεγάλο, και εις τους πολλούς ολότελα κρυφόν, ο Θεός, εις τον οποίον αναφέρεται και η τωρινή μυστική θυσία.
     6. «Παύσε λοιπόν να υπόσχεσαι μικρά και εντελώς ανάξια πράγματα. Δεν θεωρούμε τιμήν μας αυτά που είναι άτιμα τα ίδια, ούτε θα βγάλωμε κέρδος από πράγματα βλαβερά. Δεν θα κάνωμεν αυτό το θλιβερόν εμπόριον. Παύσε και να μας απειλής, αλλιώς θα σού ανταποδώσωμεν την απειλήν, ότι θα εκθέσωμεν την αδυναμίαν σου και κοντά εις αυτό και τα βασανιστήρια που μάς κάνεις. Έχομε και εμείς φωτιά, δια να τιμωρούμε τους διώκτας μας. Νομίζεις ότι πολεμάς με λαούς και πόλεις και με τους πιο ανάνδρους βασιλείς, που άλλοι θα νικήσουν και άλλοι μπορεί και να νικηθούν, και που δεν αντιμετωπίζουν τους ιδίους με σένα αντιπάλους.
     Συ πολεμάς τον νόμον του Θεού, τας θεοχαράκτους πλάκας, τους πατροπαράδοτους θεσμούς, καθιερωμένους από ρητήν αναγνώρισιν και από τον χρόνον, πολεμάς επτά αδελφούς δεμένους με μίαν ψυχήν, που με επτά τρόπαια θα σε εξευτελίσουν. Να τους νικήσης δεν είναι σπουδαίον, μεγάλη εντροπή να νικηθής. Είμεθα γενεά και μαθηταί εκείνων, που τους ωδηγούσεν ο στύλος από φωτιάν και η νεφέλη, που η θάλασσα εχωρίζετο εμπρός των και το ποτάμι εστέκετο, ο ήλιος εσταματούσε, το ψωμί εμουσκεύετο και το άπλωμα μόνον των χεριών κατετρόπωνε μυριάδας με την δύναμιν της προσευχής· που ενικούσαν τα θηρία και η φωτιά δεν τους ήγγισε και αποχωρούσαν οι βασιλείς θαυμάζοντες την γενναιότητά των.
    Θα σού ειπούμε και κάτι από αυτά που γνωρίζεις. Είμεθα μαθηταί του Ελεαζάρου, που εγνώρισες την γενναιότητά του. Προηγήθη εις τον αγώνα ο Πατέρας, ακολουθούν τα παιδιά. Έφυγεν ο ιερεύς, θα τον ακολουθήσουν τα θύματα. Με πολλά μάς τρομάζεις; Δια περισσότερα ετοιμάσθημεν. Τι θα μας κάμης με τας απειλάς σου, υπερήφανε, και τι θα πάθωμεν; Τίποτε πιο ισχυρόν από τον πρόθυμον να υποφέρη τα πάντα. Διατί αργείτε, δήμιοι; Διατί αναβάλλετε; Διατί περιμένετε την χαριστικήν διαταγήν; Πού είναι τα ξίφη; τα δεσμά πού; Τα ζητώ το ταχύτερον. Ας ανάψη περισσότερον η φωτιά, πιο επιθετικά τα θηρία, αι στρέβλαι πιο λεπτολογημέναι. Ας γίνουν όλα βασιλικά και υπερβολικώτερα.
     Εγώ είμαι πρωτότοκος, θυσίασε με πρώτον. Εγώ τελευταίος, ας αλλάξη η σειρά. Ας περάση και ένας μεσαίος εις την πρώτην, δια να μοιρασθούμε εξ ίσου την τιμήν. Διστάζεις; Περιμένεις μήπως καμμίαν μεταβολήν; Πολλές φορές τον ίδιον λόγον θα σου ξαναπούμε. Δεν θα ακολουθήσωμεν την μερίδα των μικρών, δεν θα υποχωρήσωμεν. Γρηγορώτερα θα σεβασθής εσύ την ιδικήν μας πίστιν από ό,τι θα υποχωρήσωμεν εμείς εις τας διαταγάς σου. Και το συμπέρασμά μας· ή επινόησε καινούργιους τρόπους βασανισμού ή κατάλαβε ότι περιφρονούμε τους τωρινούς.
      7. Αυτά έλεγαν εις τον τύραννον. Τι έλεγαν τώρα ο ένας εις τον άλλον, σαν να αλληλοενθαρρύνοντο εις την μάχην, είναι δια τους φιλόθεους πιο ευχάριστα από κάθε άλλο θέαμα ή ακρόαμα. Εμένα τουλάχιστον γεμίζει η ψυχή μου από αγαλλίασιν να τα ενθυμούμαι και να τους παραστέκομαι νοερά εις το μαρτύριόν των και αισθάνομαι ικανοποίησιν με την εξιστόρησίν του.

     Επερικύκλωναν όλοι ένα, αγκαλιάζονταν, ήτο πανηγύρι, σαν να είχε τελειώσει το άθλημά τους. «Πάμε εις τον κίνδυνον, αδελφοί, εφώναζαν, πάμε. Ας βιασθούμε, όσο βράζει εναντίον μας ο τύραννος. Μη μαλακώση και ζημιωθούμε την σωτηρίαν μας. Στρωμένο το τραπέζι μπροστά μας, ας μη λείψωμεν. Είναι ωραίον, αδέλφια, να μένωμεν μαζί, να τρώμε μαζί, να πολεμούμε μαζί, ωραιότερον όμως να κινδυνεύσωμεν μαζί χάριν της αρετής. Αν ήτο δυνατόν, θα επροτείναμε τα στήθη μας εις την μάχην, δια να υπερασπισθούμε την πατρικήν κληρονομιάν. Είναι και αυτός ο θάνατος αξιέπαινος. Επειδή όμως δεν είναι ώρα πολέμου, ας προσφέρωμεν θυσίαν τα ίδια τα σώματά μας. Και αν δεν πεθάνωμεν τώρα, δεν θα πεθάνωμεν οπωσδήποτε αργότερα; Δεν θα δεχθώμεν τας συνεπείας της γεννήσεως; Ας κάνωμεν την ανάγκην φιλοτιμίαν, ας σοφιτευθούμε τον θάνατον, ας κάνωμεν ατομικήν μας την κοινήν μοίραν, ας εξαγοράσωμεν με τον θάνατον την ζωήν. Ας μη σταθή λοιπόν κανείς από μας φιλόψυχος ούτε άτολμος.
     Ας απελπισθή ο τύραννος ότι θα λυγίση και τους άλλους, αφού συνήντησεν εμάς. Αυτός θα βάλη εις σειράν τα βασανιστήρια και εμείς θα βάλωμεν τέλος εις την σειράν εκείνων που καταδιώκονται. Καμία διαφορά μεταξύ μας εις τούτο, εις τον βαθμόν της προθυμίας, και ο πρώτος ας άνοιξη τον δρόμον δια τους άλλους και ο τελευταίος ας βάλη εις την άθλησιν την σφραγίδα. Εις όλους εμάς ας ισχύση χωρίς εξαίρεσιν τούτο, να στεφανωθή όλη η οικογένεια, να μη αρπάξη ο διώκτης κάποιον από μάς και καυχηθή δια τον ένα, σαν να πρόκειται δι' όλους, βράζων από κακίαν. Ας αποδειχθούμε ο ένας αδελφός του άλλου και εις την γέννησιν και εις τον θάνατον. Όλοι σαν ένας ας κινδυνεύσωμεν και καθένας δι' όλους.
     Δέξου μας, Ελεάζαρε· ακολούθησέ μας, μητέρα. Ιερουσαλήμ θάψε τους νεκρούς σου μεγαλόπρεπα, αν ευρεθή κανένα απομεινάρι δια τον τάφον. Διηγήσου την Ιστορίαν μας εις τους κατοπινούς, δείξε εις τους φίλους σου της μιας μητέρας το ευλαβικόν πολυάνδριον»7.

     8. Αυτά είπαν και έκαμαν, και αφού επτέρωσαν ο ένας το φρόνημα του άλλου, επερίμεναν την σειράν της ηλικίας με την ιδίαν προθυμίαν. Χαρά και θαυμασμός των ομοφύλων, φόβος και ξάφνιασμα δια τους διώκτας, που ενώ είχαν εκστρατεύσει εναντίον όλου του έθνους μας, έπαθαν τέτοιαν ήτταν από την ψυχικήν ενότητα των επτά αδελφών, που ηγωνίζοντο χάριν της ευσέβειας, ώστε μήτε δια τους υπολοίπους να μην έχουν ενθαρρυντικάς ελπίδας.

      Και η γενναία μητέρα των, η αληθινά ανταξία των παιδιών, που είχαν τόσην και τέτοιαν αρετήν, το θαυμαστόν και μεγαλόψυχον ανάθρεμμα του νόμου, ήτο έρμαιον της χαράς και του φόβου, εις το μεταίχμιον δύο συναισθημάτων της χαράς, δια την γενναιότητα των παιδιών και ό,τι εβλεπε· του φόβου, δια το μέλλον και το υπερβολικόν πλήθος των βασανιστηρίων. Και όπως η πουλομάνα προστατεύει τα μικρά της8, όταν τα πλησιάζη το φίδι ή κάποιος άλλος εχθρός των, έτσι και αυτή επετούσε γύρω των, φώναζε σαν τρυγόνα, επαρακαλούσε, εσυμμερίζετο τον αγώνα των, χωρίς να παραλείπη τίποτε απ' όσα λέγουν και πράττουν όσοι προετοιμάζουν αθλητάς δια την νίκην.
     Άρπαζε τας σταγόνας του αίματος, εδέχετο τα κομμάτια της σαρκός των, επροσκυνούσε τα λείψανά των, τον ένα περιεμάζευε, τον άλλον παρέδιδε, τον άλλον προετοίμαζε. Και έλεγεν εις όλους· Μπράβο, παιδιά μου, μπράβο, υπερασπισταί του νόμου και των γηρατειών μου και της πόλεως που σας εμεγάλωσε και σας έφερεν εις αυτό το σημείον της αρετής. Ολίγη υπομονή ακόμη και ενικήσαμεν. Εκουράσθησαν οι βασανισταί σας, τούτο μονάχα φοβούμαι. Ολίγον ακόμη και θα είμαι μακαρισμένη ανάμεσα εις τας μητέρας, μακαρισμένοι και εσείς ανάμεσα εις τους νέους. Αλλά μήπως ποθείτε την μητέρα σας; Μα δεν θα σας αφήσω. Αυτό σας το υπόσχομαι, δεν θα φανώ εχθρά των παιδιών μου.

      9. Όταν είδεν ότι είχαν πλέον τελειωθή9 και ησφαλίσθη ότι το μαρτύριον όλων είχε συντελεσθή, αφού εσήκωσε το κεφάλι γεμάτη χαρά, σαν κάποιος ολυμπιονίκης με πτερωμένον φρόνημα, και με τα χέρια απλωμένα εις προσευχήν φωνάζει με δυνατήν ολοκάθαρον φωνήν: Σε ευχαριστώ, Πατέρα Άγιε, και εσένα. Νόμε παιδαγωγέ, και εσένα πατέρα μας, Ελεάζαρε, οδηγέ των παιδιών σου εις τον αγώνα. Σας ευχαριστώ που εδέχθητε τον καρπόν των πόνων μου και που έγινα από όλας τας μητέρας πιο σεβαστή. Χωρίς να κρατήσω τίποτε μέσα εις τον κόσμον, τα εδωσα όλα εις τον Θεόν, τον θησαυρόν μου, τας ελπίδας των γηρατειών μου.

   Τι μεγαλόπρεπο τιμήν που εκέρδισα, τι γηροκόμησιν υπερβολικήν! Δεν ζητώ τα τροφεία, παιδιά μου· σάς είδα να αγωνίζεσθε δια την αρετήν, σάς είδα όλους στεφανωμένους, βλέπω ως ευεργέτας τους βασανιστάς σας. Ολίγον ακόμη και θα ευχαριστήσω τον τύραννον, που με εκράτησε δια τον κίνδυνον τελευταίαν εις την σειράν. έτσι αφού όπως εις θέατρον επαρουσίασα πρώτα τα παιδιά μου, και αφού μαζί με καθένα από αυτά εμαρτύρησα, θα τα ακολουθήσω, θύματα τέλεια, εις τον θάνατον με τέτοιαν ασφάλειαν. Δεν θα μαδήσω τα μαλλιά μου, δεν θα κομματιάσω τα ρούχα μου, δεν θα ξεσχίσω τας σάρκας μου, δεν θα σηκώσω θρήνον, δεν θα καλέσω γυναίκας δια να θρηνήσουν μαζί μου, δεν θα κλεισθώ εις το σκοτάδι, δια να θρηνήση και ο αέρας μαζί μου, δεν θα περιμένω παρηγορητάς, δεν θα κάμω πένθιμον τραπέζι. Αυτά είναι δια τας αναξίους μητέρας, που είναι μητέρες σωμάτων μονάχα, που τα παιδιά των φεύγουν, χωρίς να αφήσουν ένα θρύλον ηρωισμού.
      Δι' εμενα δεν επεθάνατε, πολυαγαπημένα μου, αλλά ήλθε η ώρα του ωριμάσματός σας. Δεν εχάθητε, αλλάξατε κατοικίαν. Δεν σάς εχώρισαν, σάς συνήνωσαν. Δεν σάς άρπαξε θηρίον, δεν σάς κατεπόντισε το κύμα, δεν σάς εσκότωσε ληστής, δεν σάς έλειωσεν η αρρώστια, δεν εγίνατε θύματα του πολέμου, τίποτε άλλο μικρόν ή μεγαλύτερον από όσα συμβαίνουν εις τους ανθρώπους. Θα σάς εθρηνούσα και μάλιστα γοερά, αν σάς ετύχαινε κάτι τέτοιο. Θα εφαίνετο τότε με το κλάμα μου πόσο σάς αγαπούσα, όπως φαίνεται τώρα με το να μη θρηνώ.
     Προσθέτω και τούτα τα λόγια. Θα σάς έκλαιγα αληθινά, αν εγλυτώνατε αισχρά, αν σάς ελύγιζαν τα μαρτύριά σας, αν ενικούσε κάποιον από σάς, όπως ενικήθησαν τώρα οι διώκται σας. Τώρα όμως έπαινος, χαρά, δόξα, χοροί, ευθυμία εις όσους έμειναν. Εγώ γίνομαι σπονδή εις τον τάφον σας, θα σταθώ απέναντι στο Φινεές, θα δοξασθώ μαζί με την Άνναν. Εκτός μόνον που αυτός ήτο ένας, ενώ σεις τόσον πολλοί ζηλωταί πορνοκτόνοι, που εσκοτώσατε όχι την σωματικήν πορνείαν, αλλά την ψυχικήν και εκείνη προσέφερε ένα παιδί δωρημένον από τον Θεόν και μάλιστα νεογέννητον, ενώ εγώ αφιέρωσα εις τον Θεόν επτά τελείους άνδρας με την θέλησίν των.
    Ας συμπλήρωση τα επιτάφια λόγια μου ο Ιερεμίας όχι δια θρήνους, αλλά με τελικόν Ιερόν ύμνον. «Περισσότερον από το χιόνι ελάμψατε, εδώσατε τυρί καλύτερον από ό,τι το γάλα, περιδέραιον με λίθους πολυτιμότερους από ζαφείρια, εγεννήθητε δια τον Θεόν και εις αυτόν προσεφέρθητε». Τι άλλο απομένει; Πρόσθεσε, τύραννε, και εμένα εις τα παιδιά μου, αν κάμνουν χάριν και οι εχθροί, δια να γίνη επιβλητικώτερον το αγώνισμα που εκήρυξες. Μακάρι να επερνούσα από όλα τα μαρτύρια, δια να αναμείξω το αίμα μου εις το αίμα των, εις τας σάρκας των τα γέρικα κρέατά μου. Προς χάριν των παιδιών μου αγαπώ και τα βασανιστήρια. Και αν όχι τούτο ρίψε τουλάχιστον την σκόνην μου εις την σκόνην των και ας μας δεχθή κοινός τάφος. Μη μάς στέρησης από το κοινόν τέλος, εμάς που είμεθα ίδιοι εις την αρετήν.
     Χαρήτε, μητέρες, χαρήτε, παιδιά. Έτσι να μεγαλώνετε τα παιδιά σας, έτσι σάς εμεγαλώναμεν. Ωραίον παράδειγμα σάς εχω δώσει, δια να αγωνισθήτε τον καλόν αγώνα».

      10. Αυτά έλεγε και επρόσθετε τον εαυτόν της εις τα παιδιά. Με ποίον τρόπον; Ώρμησε εις την φωτιάν όπως εις νυφικόν θάλαμον και εις αυτήν κατεδικάσθη. Δεν επερίμενεν αυτούς που θα την ωδηγούσαν, δια να μη εγγίση καν το άναγνον σώμα των το σώμα της το αγνόν και άγιον.

     Έτσι εχάρηκε την Ιερωσύνην ο Ελεάζαρος, μυημένος ο ίδιος εμύησε εις τα μυστήρια του ουρανού. Δεν αγίασε τον Ισραήλ με εξωτερικούς ραντισμούς, αλλά με τα ιδικά του αίματα, και τελών τελευταίον μυστήριον, τον θάνατόν του. Έτσι οι νέοι δεν έγιναν δούλοι εις τας ηδονάς της νεότητος, αλλά κύριοι των παθών τους, εκράτησαν αγνόν το σώμα των και έφθασαν εις την απαθή ζωήν. Έτσι εχάρηκε την πολυτεκνίαν της η μητέρα των και ζωντανούς τους εκαμάρωσε και όταν απέθαναν ανεπαύθη μαζί των. Παρέταξε κοντά εις τον Θεόν αυτούς που εγέννησε μέσα εις τον κόσμον, με τα μαρτύρια των εμέτρησε τους πόνους της και εγνώρισε με τους θανάτους των τα επακολουθήματα της γεννήσεως. Διότι η άθλησις επανελήφθη εις όλους από τον πρώτον μέχρι του τελευταίου. Και όπως εις τον σάλον των κυμάτων, ο ένας μετά τον άλλον επαρουσίαζε την αρετήν του και ήτο προθυμότερος να υποφέρη και ενδυνάμωνε με τους κινδύνους του προηγουμένου, ώστε ο τύραννος έμεινεν ικανοποιημένος, που δεν είχε γίνει μητέρα περισσοτέρων παιδιών. Διότι θα ήτο μεγαλύτερα η εντροπή και η ήττα του.
     Τότε δια πρώτην φοράν εκατάλαβεν ότι δεν ήτο πανίσχυρος με τα όπλα του, όταν εκτύπησεν άοπλα παιδιά ωπλισμένα μ' ένα όπλον μονάχα, την ευσέβειαν και την προθυμίαν να υπομένουν περισσότερα από ό,τι είχε προετοιμασθή εκείνος να τους χτυπήση.

     11. Το κατόρθωμα τούτο είναι θυσία πιο ασφαλισμένη και πιο μεγαλόπρεπη από του Ιεφθάε 10. Δεν έκαμε εδώ την προσφοράν απαραίτητον η θερμότης του ταξίματος και η επιθυμία να κερδηθή μία απελπισμένη μάχη, όπως εκεί. Αλλά μία θεληματική προσφορά θυσίας και που μοναδική αμοιβή της ήτο αγαθαί ελπίδες. Τούτο δεν είναι κατώτερον από τους άθλους του Δανιήλ, που ερρίφθη τροφή των λιονταριών και νίκησε τα θηρία με το άπλωμα των χεριών του μονάχα. Τούτο δεν είναι δεύτερον μετά το αγώνισμα των νέων εις την Ασσυρίαν, που ο Άγγελος τους εδρόσισε μέσα εις την φωτιάν, αφού δεν κατεπάτησαν τον νόμον των πατέρων των, ούτε εδέχθησαν τροφήν βέβηλον και ανίερον. Τούτο δεν είναι από τα κατοπινά χάριν του Χριστού θαύματα μικρότερον εις μεγαλείον. Διότι εκείνα, όπως είπα εις την αρχήν του λόγου μου, ηκολούθησαν τα αιμάτινα ίχνη του Χριστού και ήτο οδηγός των εις τους θαυμαστούς αυτούς άθλους ο Θεός, που έκαμε προς χάριν μας τόσον μεγάλην, τόσον παράδοξον προσφοράν. Αυτοί όμως δεν είχαν πολλά ούτε τέτοιου είδους παραδείγματα.

     Ολόκληρη η Ιουδαία εθαύμασε την αντοχήν των και σαν να είχε στεφανωθή η ιδία εχαίρετο και εσκιρτούσε. Διότι ήτο αγών, ο μέγιστος από όσους είχαν τύχει έως τότε εις την πόλιν ή να καταλυθή ο νόμος κατά την ημέραν εκείνην ή να δοξασθή. Και είχε σταθή η τύχη όλου του Ιουδαϊκού έθνους τότε με την άθλησιν εκείνων εις το κρισιμώτερον σημείον. Την γενναιότητα των ανδρών ημπορούν να την θαυμάζουν και οι αντίπαλοί των, όταν κρίνεται η πράξις ανδρείας μόνη της μετά την παύσιν του θυμού. Έτσι εθαύμασε και ο  Αντίοχος, που με αυτόν τον τρόπον ήλλαξε σε θαύμα η απειλή. Φεύγει λοιπόν άπρακτος, αφού επαίνεσε πολύ τον πατέρα του Σέλευκον, που είχε τιμήσει το έθνος και είχε δείξει μεγαλοψυχίαν εις τον ναόν και αφού εκατηγόρησε πολύ τον Σίμωνα που τον είχε συμβουλεύσει, διότι έγινεν αίτιος και απανθρωπίαν να δείξη ο βασιλεύς και να εξευτελισθή.

     12. Αυτούς ας μιμούμεθα και Ιερείς και μητέρες και παιδιά. Οι Ιερείς προς τιμήν του πνευματικού των πατέρα, του Ελεαζάρου, που μας έδειξε το καλύτερον με λόγον και έργον. Αι μητέρες προς τιμήν της γενναίας μητέρας των, να φανούν αληθινά φιλότιμαι, αφού φέρουν κοντά εις τον Χριστόν τους υιούς των, δια να αγιασθή και ο γάμος των από μίαν τέτοιαν θυσίαν. Οι νέοι από σεβασμόν προς τους Αγίους αυτούς νέους, ας δαπανούν την νεότητάν των όχι εις πάθη αισχρά, αλλά εις αγωνίσματα κατά των παθών, παλεύοντες γενναία προς τον καθημερινόν Αντίοχον, που πολεμά κάθε μέλος του σώματος και με διαφόρους τρόπους μάς καταδιώκει.

    Ποθώ να έχωμεν αθλητάς εις κάθε στιγμήν και με κάθε τρόπον εις κάθε γένος και κάθε ηλικίαν, που και φανερά να πολεμούνται και κρυφάς επιβουλάς να δέχωνται, να βοηθούνται από τας παλαιάς διηγήσεις, καθώς επίσης και από τας νέας και από παντού, καθώς αι μέλισσαι, να μαζεύουν τα πιο χρήσιμα, δια να φιλοτεχνήσουν μία λαμπάδα με το γλυκύ φως των. Και έτσι με την βοήθειαν της παλαιάς και της Νέας Διαθήκης να κυριαρχή μέσα μας ο Θεός, που δοξάζεται και εις το όνομα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που γνωρίζει τους ιδικούς του και οι ιδικοί του τον γνωρίζουν και αυτοί, που τον ομολογούμεν αλλά και μάς ομολογεί, που τον δοξάζομεν και μάς δοξάζει εις το όνομα του Χριστού, εις τον οποίον ανήκει η δόξα εις τους αιώνας. 
Αμήν.


Σημειώσεις:
1. Δηλ. δεν είναι άξιοι να τιμώνται ως μάρτυρες.
2. «Ετελειώθησαν» δηλαδή ετελείωσαν την ζωήν των και ωλοκληρώθησαν εις την πίστιν.
3. Το βιβλίον τούτο είναι του Ιωσήφ, Περί αυτοκράτορος λογισμού.
4. Β΄ Μακκαβ. VI, 18.
5. Τού Επιφανούς.
6. Ομήρου Ιλιάς Χ, 79. Εκεί κάνει το ίδιο η Εκάβη εις τον Έκτορα δια να τον εμπόδιση να συγκρουσθή με τον Αχιλλέα.
7. Τα πολυάνδρια ήσαν κοινοί τάφοι συνήθως πτωχών και ασήμαντων ανθρώπων· αλλ' εδώ ο Γρηγόριος τα μεταβάλλει εις κοινά προσκυνήματα.
8. Ομήρου Ιλιάς Β΄, 315.
9. Βλέπε Σημ. 2.
10. Κριταί 11,30. 

Πηγή: Ευγενίας Σοφρά - Μάθεση: "Οι Μακκαβαίοι Παίδες" Βιβλικά Πατήματα Ζ΄. Μέγαρα 2013. Επτάλοφος ΑΒΕΕ. Σελ. 95-111.
Μετάφραση τού  κ. Ιγνατίου Σακαλή, Φιλολόγου, από την έκδοση: Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας των πατερικών εκδόσεων Γρηγόριος ο Παλαμάς του βιβλιοπωλείου Βυζάντιον, Θεσσαλονίκη, του κ. Ελευθερίου Μερετάκη, έκδοση 1980, σελ. 15-39.
Αναδημοσίευση αρχαίου κειμένου από: http://users.uoa.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.