Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

    Οι άγιοι Σέργιος καί Βάκχος ήσαν στρατιώτες τού ρωμαϊκού στρατού καί υπηρετούσαν στίς στρατιωτικές τάξεις τού αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Διακρίνονταν γιά τήν σύνεση καί τήν σωφροσύνη τους, καθώς καί γιά τήν ανδρεία τους στά πεδία τών μαχών, γεγονός τό οποίο παρακίνησε τόν αυτοκράτορα νά τούς απονείμη μεγάλα στρατιωτικά αξιώματα. Αλλά ο θαυμασμός καί η συμπάθεια τού αυτοκράτορα γιά τούς δύο νέους μετατράπηκε σέ προβληματισμό στήν αρχή καί σέ μίσος στήν συνέχεια, όταν πληροφορήθηκε ότι είναι Χριστιανοί. Γι’ αυτό καί διέταξε νά οργανωθούν ειδωλολατρικές τελετές καί θυσίες καί τούς κάλεσε νά παραστούν. Όταν εκείνοι αρνήθηκαν νά τό κάνουν καί ομολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό μέ παρρησία καί θάρρος, τότε ο Μαξιμιανός εξοργισμένος διέταξε νά τούς αφαιρέσουν τά διάσημα τών αξιωμάτων τους καί νά τούς διαπομπεύσουν. Οι στρατιώτες
αφού τούς ενέπαιξαν καί τούς διαπόμπευσαν, στήν συνέχεια τούς έστειλαν σέ έναν σκληρό Δούκα τής Ανατολής, τόν Αντίοχο, ο οποίος μέ πρωτοφανή αγριότητα μαστίγωσε μέχρι θανάτου τόν Βάκχο. Τόν Σέργιο, όμως, τόν μεταχειρίσθηκε μέ διαφορετικό τρόπο, ίσως επειδή θυμήθηκε ότι κάποτε τόν ευεργέτησε. Κατ’ αρχάς τού πρότεινε νά αρνηθή τόν Χριστό καί νά τού χαρίση τήν ζωή, αλλά επειδή εκείνος έμεινε σταθερός στήν πίστη του, διέταξε καί τόν αποκεφάλισαν.
Ο ιερός υμνογράφος τούς αποκαλεί λαμπρά δυάδα μαρτύρων καί οπλίτας τροπαιούχους. Λέγει χαρακτηριστικά: «Τριάδος τής Αγίας οπλίται τροπαιούχοι, η λαμπρά δυάς τών μαρτύρων, ωράθητε εν άθλοις. Σέργιος ο θείος αριστεύς καί Βάκχος ο γενναίος αθλητής διά τούτο δοξασθέντες περιφανώς, προΐστασθε τών βοώντων. Δόξα τώ ενισχύσαντι υμάς, δόξα τώ στεφανώσαντι, δόξα τώ ενεργούντι δι’ υμών, πάσιν ιάματα» (Απολυτίκιο).
Στήν συνέχεια, θά τονισθούν τά ακόλουθα:

Πρώτον.  «Σέργιος ο θείος αριστεύς» 
    Οι μαθητές όταν αριστεύουν στίς σπουδές τους, όπως είναι φυσικό, χαί- ρονται, αλλά καί οι γονείς χαίρονται καί καμαρώνουν γιά τά παιδιά τους, όταν αυτά προοδεύουν καί αριστεύουν. Καί βεβαίως αυτό δέν είναι κακό καί δέν μπορεί νά τό κατακρίνη κανείς, αλλά πρέπει νά τονισθή ότι εκείνο πού έχει μεγαλύτερη αξία είναι τό νά παίρνη κανείς αριστα καθημερινά, σέ όλο τόν επίγειο βίο του. Άριστα στό ήθος, ήτοι στόν τρόπο ζωής καί συμπεριφοράς του. Άριστα στήν αληθινή ανθρωπιά, η οποία έχει τήν ρίζα της καί τήν πηγή της στήν ανόθευτη πίστη, όπως τήν βιώνει καί τήν διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Άριστα στήν υπομονή κατά τήν διάρκεια τών πειρασμών, τών θλίψεων, τών ασθενειών καί τών αντιξοοτήτων καί αποτυχιών τής παρούσης ζωής. Άριστα στήν αντιμετώπιση τού θανάτου, ο οποίος παρά τό ότι μέ τήν Ανάσταση τού Χριστού πατήθηκε καί καταργήθηκε, εν τούτοις εξακολουθεί νά προκαλή ταραχή καί τρόμο σέ όσους ζούν έξω από τήν Εκκλησία, μακριά από τόν Θεό. Ενώ γιά τούς Αγίους, καθώς καί γιά όλους εκείνους οι οποίοι έχουν θέσει τόν εαυτό τους στήν προοπτική τού αγιασμού, ο θάνατος δέν είναι τίποτε άλλο παρά ταξίδι καί «μετάβαση εκ τού θανάτου εις τήν ζωήν».
    Επομένως, τό αριστείο πού έχει τήν μεγαλύτερη αξία καί σπουδαιότητα γιά τόν κάθε άνθρωπο είναι τό αριστείο τής ζωής, τό οποίο συνδέεται άμεσα μέ τήν εσωτερική του κατάσταση, η οποία γίνεται φανερή από τόν τρόπο τού βίου καί τής πολιτείας του καί κυρίως από τό πώς αντιμετωπίζει τά δύσκολα καί σοβαρά γεγονότα τής ζωής του καί ιδιαίτερα τόν θάνατο. Επειδή ο τρόπος μέ τόν οποίο φεύγει κανείς από τόν κόσμο αυτόν μαρτυρεί τήν εσωτερική του κατάσταση, δηλαδή τό πώς έζησε καί πολιτεύθηκε ή ακόμη καί τήν εσωτερική αλλαγή του έστω καί τήν «ενδεκάτην», αφού ο Θεός οικονομεί κατά τέτοιον τρόπο τά γεγονότα τής ζωής τού κάθε άνθρώπου, ούτως ώστε ο καλοπροαίρετος νά βρή τήν οδό τήν «απάγουσαν εις τήν ζωήν» έστω καί ολίγον πρό τής εξόδου του. Ο μακαριστός Γέροντας π. Πορφύριος ο Αγιορείτης έλεγε ότι τό κρεββάτι τού πόνου, καί ιδιαίτερα η ασθένεια τού καρκίνου, έστειλε πολλούς ανθρώπους στόν Παράδεισο. Μέ άλλα λόγια πολλοί έλαβαν τό αριστείο αθλώντας σέ όλο τους τόν βίο καί άλλοι πάλιν αρίστευσαν στό τέλος, αλλά μέ πολλή προσπάθεια καί μεγάλο αγώνα ενάντια στήν πολυχρόνια συνήθεια τής αμαρτίας.

Δεύτερον. «Βάκχος ο γενναίος αθλητής» 
   Ασφαλώς, όμως, τό αριστείο προϋποθέτει προσπάθεια, άσκηση, αγώνα, υπομονή καί πρό παντός γενναιότητα γιά νά μήν αποκάμνη κανείς στίς αποτυχίες, τίς αντιξοότητες, καί τίς δυσκολίες τής παρούσης ζωής. Ο γενναίος αθλητής τού πνευματικού στίβου γνωρίζει πολύ καλά ότι, έστω καί άν κατά τήν διάρκεια τού καθημερινού αγώνα χαθή κάποια «μάχη», αυτό δέν σημαίνει ότι τελείωσαν, όλα, επειδή ο «πόλεμος», εναντίον τού διαβόλου, τών παθών καί τής αμαρτίας συνεχίζεται μέχρι τό τέλος τού επιγείου βίου. Καί γι’ αυτό δέν απελπίζεται, αλλά εκζητεί ταπεινά τήν δύναμη καί τό έλεος τού Θεού καί ταυτόχρονα σηκώνεται καί συνεχίζει απτόητος τήν προσπάθεια καί τόν αγώνα του.
   Εκείνος ο οποίος έχει υπομονή καί γενναιότητα θαυμάζει τά υπεράνθρωπα παλαίσματα τών Αγίων, παραδειγματίζεται από αυτά καί προσπαθεί, πάντοτε στό μέτρο τών δυνατοτήτων του καί μέ πνευματική καθοδήγηση, νά τούς μιμηθή. Ενώ ο δειλός, όταν μελετά ή ακούη γιά τά κατορθώματα τών μαρτύρων, τών οσίων καί γενικότερα όλων τών Αγίων, λόγω τής ραθυμίας καί τής απροθυμίας του νά αγωνισθή καί νά παλαίψη γιά τά μεγάλα καί υψηλά, τά θεωρεί υπερβολικά καί ακατόρθωτα γιά τόν εαυτό του καί δυστυχώς αντί νά ωφελείται σκανδαλίζεται καί βλάπτεται. Γι’ αυτό θά πρέπει νά τονισθή ότι εκείνοι πού ακολουθούν τόν Χριστό, καί αγωνίζονται νά γίνουν «τέκνα φωτόμορφα τής Εκκλησίας» καί θεοί κατά Χάριν, δέν είναι οι δειλοί, αλλά οι γενναίοι. Είναι όσοι τό λέει η καρδιά τους, αυτοί πού έχουν «τσαγανό» κατά τό κοινώς λεγόμενο.
   Η γενναιότητα συμβάλλει τά μεγιστα στήν καταξίωση τού ανθρώπου καί τήν επιτυχία τού σκοπού τής ζωής του, πού είναι η απόκτηση τού αριστείου, δηλαδή τής κοινωνίας μέ τόν ζώντα Θεό.