Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Σκέψεις για έγκυρα-άκυρα μυστήρια (Στ΄ μέρος)

Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ἔγκυρα καὶ ἄκυρα μυστήρια
 Ὁ μολυσμός
 Ἡ Ἀποτείχιση τῶν πιστῶν
 * Ἡ Οἰκονομία 
Στ΄ μέρος
Στὴν ἕκτη συνέχεια τῶν θεμάτων ποὺ συζητοῦμε γιὰ τὴν ἐγκυρότηταἀκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν μὴ καταδικασμένων αἱρετικῶν, τῆς Οἰκονομίας, τῆς ἀποτειχίσεως καὶ τοῦ μολυσμοῦ θὰ προτάξουμε ἕνα συγκινητικὸ παράδειγμα, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ποὺ μᾶς παραδίδει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος, ποὺ ὅταν τὸ διαβάσουμε, θὰ καταλάβουμε πόσο πίσω εἴμαστε ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς Χριστιανούς.
Ἰδιαιτέρως πρέπει νὰ τὰ δοῦν οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστές ἡμι-αποτειχισμένοι καὶ νὰ ξανασκεφτοῦν, πόσο κακὸ κάνουν μὲ τὴν ἐσφαλμένη –ὅσον ἀφορᾶ τὴν θεώρηση, τὴν χρονικὴ στιγμὴ καὶ τὴν ἐφαρμογή– διδασκαλία τους, διὰ τῆς ὁποίας, ἀντὶ οἱ πιστοὶ νὰ διδάσκονται νὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἁγιοπατερικὴ πρακτικὴ τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς κι ἀπ’ ὅσους κοινωνοῦν μαζί τους, προτρέπονται νὰ κοινωνοῦν μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές!
Εἶναι ἕνα παράδειγμα ποὺ καταντροπιάζει ὅσους σήμερα ὁμιλοῦν γιὰ οἰκονομία, καὶ φροντίζουν νὰ μήν …κουραστοῦν τάχα οἱ πιστοὶ ποὺ ποιμαίνουν καὶ χρησιμοποιώντας τὴν εὐκολία τοῦ αὐτοκινήτου, ταξιδέψουν π.χ. ἀπὸ τὴν Θεσ/νίκη στὴν Πτολεμαΐδα ἢ στὶς Σταγιᾶτες τοῦ Βόλου γιὰ νὰ κάνουν …Πάσχα (τότε ποὺ τὰ εἶπαν ἦταν περίοδος Μ. Τεσσαρακοστῆς)!
Τὸ παράδειγμα ποὺ παραθέτουμε ἔχει σχέση μὲ τὴ στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στοὺς αἱρετίζοντες ψευδεπισκόπους. Μᾶς διηγεῖται καὶ τὴν πεζοπορία καὶ τὴν ἀπόφαση μιᾶς μητέρας νὰ θυσιάσει ἀκόμα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ βρέφους της, παρὰ νὰ κοινωνήσει μὲ αἱρετικούς!

     Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἐκδίωξε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ τῶν Ἐδεσσηνῶν τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Βάρσην, ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος «τὰς τῆς ἀρετῆς ἀπήστραπτε λαμπηδόνας» (Νικηφόρος Κάλλιστος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146, 636D),  καὶ στὴ θέση του τοποθέτησε κάποιον ἀρειανόφρονα ποὺ ἦταν “ὄνομα καὶ πρᾶγμα” Λύκος!
     «Ἐπειδὴ γὰρ τὸν εἰρημένον Βάρσην τῆς ποίμνης ἐστέρησεν, Λύκον ἀντικαθίστη» (ὅπ. παρ.).
    Ὅμως τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ἀντέδρασε μὲ σφοδρότητα καὶ δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει σὲ κοινωνία μὲ τὸν “προβατόσχημο λύκο” καὶ ψευδεπίσκοπο Λύκο. Γι’ αὐτὸ ΟΛΟΙ βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ συγκεντρώθηκαν σὲ ἕναν εὐκτήριο οἶκο ἀφιερωμένο στὸν ἀπόστολο Θωμᾶ.
     Καὶ ὁ βασιλιᾶς Οὐάλης ἔδωσε ἐντολὴ στὸν ἔπαρχο Μόδεστο νὰ ἐκδιώξει μὲ στρατιωτικὴ ἐπιχείρηση τὸ πλῆθος ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, κάνοντας χρήση ἀκόμα καὶ τῶν σπαθιῶν!
    Ὁ Μόδεστος ἑτοιμάστηκε νὰ πραγματοποιήσει τὴν διαταγή. Ἀλλ’ ὅμως τὴν προηγούμενη ἡμέρα (γιὰ ἀδιευκρίνιστους λόγους) εἰδοποίησε κρυφὰ τοὺς Ἐδεσσηνοὺς νὰ μὴν προσέλθουν στὸ μέρος ποὺ ἔκαναν τὶς συναθροίσεις τους καὶ νὰ προφυλαχτοῦν γιατὶ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἔχει δώσει ἐντολή, ὅσοι εὑρεθοῦν ἐκεῖ νὰ τιμωρηθοῦν.
    «Ὡς δὲ τὸ πλῆθος δυσχεραῖνον τὴν κοινωνίαν σφοδρῶς ἀπεσείετο, πάντες τὴν πόλιν καταλιπόντες πρὸ τοῦ ἄστεος συνηθροίζοντο· ἦν δὲ ἐκεῖσε Θωμᾶ τῷ ἀποστόλῳ ἐπιφανὲς εὐκτήριον· ὃ ἱστορῆσαι βουλόμενος Οὐάλης, σύναμα τῷ ὑπάρχῳ, Μόδεστος οὗτος ἦν, ἦκεν ἐντειλαμένος πρότερον, τὸ συνιστάμενον ἐκεῖσε πλῆθος μετὰ τῆς ὁπλιτικῆς περὶ αὐτὸν δυνάμεως διασκεδάσαι, ράβδοις καὶ ροπάλοις παίοντας, εἰ δὲ δεήσει, χρησομένους καὶ ξίφει. Ὁ δὲ τὸ κελευόμενον ἔδρα· καὶ λάθρα τοῖς Ἐδεσσηνοῖς ἐδήλου φυλάξασθαι τὴν ὑστεραίαν, μὴ εἰς τὸν εἰωθότα συνελθεῖν τόπον· πρόσταγμα γὰρ βασιλέως εἶναι τιμωρίαν ἐπάγειν οἷς ἁλῶναι συμβαίη. Καὶ ὁ μὲν οὗτος ἠπείλει καίπερ ἑτερόδοξος· ἢ μηδένα ἢ ὀλίγους κινδυνεῦσαι προμηθούμενος, ἢ ἴσως καὶ παραιτούμενος ἑαυτὸν πρὸς τὴν τοῦ κρατοῦντος ὀργήν» (ὅπ. παρ. 637Β).
     Ὅμως οἱ Ἐδεσσηνοὶ ὀρθόδοξοι πιστοί, ὄχι μόνον ἀγνόησαν τὶς ἀπειλές, ἀλλὰ πρωΐ-πρωῒ μετέβησαν μὲ μεγαλύτερη προθυμία στὸν καθορισμένο τόπο τῆς συνάξεως πραγματοποιώντας τὰ λατρευτικά τους καθήκοντα.
    «Ἐδεσσηνοὶ μέντοι ἐν δευτέρῳ θέμενοι τὰς ἀπειλάς, ἅμα ἕῳ πρόθυμοι μᾶλλον ἢ πρότερον ἐπὶ τὸν τόπον ἐχώρουν, καὶ τὸ εἰωθὸς ἔπραττον» (ὅπ. παρ. 637C).
    Στὴν συνέχεια ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος μᾶς διηγεῖται τὸ ἑξῆς συγκινητικὸ περιστατικό. Ὁ Μόδεστος, πηγαίνοντας μὲ στρατιωτικὸ ἄγημα στὸ μέρος ποὺ ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ Χριστιανοί, συνάντησε μιὰ γυναῖκα ποὺ μὲ τὸ βρέφος της πήγαινε στὴν συνάθροιση τῶν πιστῶν. Διέταξε νὰ τὴν συλλάβουν καὶ ζητοῦσε νὰ μάθει, ποῦ πηγαίνει ἔτσι βιαστικά. Αὐτὴ ἀπάντησε: Στὸ μέρος ποὺ ἔχουν συγκεντρωθεῖ οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. «Ἐπὶ τὸ πεδίον ἔνθα οἱ τῆς εὐσεβείας θεράποντες».
    Καὶ συνέχισε· γνωρίζω καλὰ ὅσα κακὰ μᾶς ἑτοιμάζετε καὶ τρέχω νὰ προλάβω κι ἐγὼ νὰ ἀξιωθῶ νὰ πάθω τὰ ἴδια, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὴν δόξα ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς (σ’ ὅσους παραμένουν πιστοὶ στὶς Ἐντολὲς Του, μὴ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικούς):
    «…καὶ σπεύδω καὶ αὐτὴ τῶν ἴσων ἐκείνοις ἀξιωθῆναι γερῶν, ἵνα μὴ κατόπιν δρόμου γεγενημένη τῆς παρὰ Θεῷ δόξης ἁμάρτω»!
    Καὶ ὁ ἔπαρχος ρώτησε· γιατὶ σέρνεις μαζί σου καὶ τὸ βρέφος; Κι αὐτὴ ἀπάντησε:
    «Ἵνα καὶ αὐτὸ τῆς ἴσης ἀξιωθήσεται τιμῆς, μετασχὸν τῶν παθῶν»! (ὅπ. παρ. 637D).
    Καὶ ὁ Μόδεστος μένοντας ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ἀνδρεία ἀπάντηση, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν γενναιότητα τῆς γυναίκας καὶ συμπεραίνοντας ὅτι, ἂν μιὰ γυναῖκα εἶχε τέτοια ἀνδρεία στάση, πόσο μᾶλλον ἦταν ἀποφασισμένοι καὶ πρόθυμοι νὰ πάθουν ὁτιδήποτε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ οἱ ὑπόλοιποι πιστοί,  ἐπέστρεψε στὰ βασίλεια. Συναντήθηκε μὲ τὸν αὐτοκράτορα Οὐάλη καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ μὴν πραγματοποιήσει τὴν διωκτικὴ τῶν Χριστιανῶν ἀπειλή (ὅπ. παρ. 637-640).
    Ὁ Οὐάλης ὅμως δὲν πείστηκε, ἀλλὰ διέταξε νὰ συλληφθοῦν οἱ «ἡγούμενοι τοῦ πλήθους», ἐκτὸς ἐάν  –ὅπως σημειώνει ὁ Νικηφόρος– «τῶ λύκῳ καὶ οὐ ποιμένι» κοινωνήσουν. Διαφορετικὰ θὰ τοὺς ἐκδίωκε ἀπὸ τὴν πόλη, καὶ θὰ τοὺς ἐξόριζε σὲ ἀπομακρυσμένες περιοχές (ὅπ. παρ. 640Α).
    Ὁ ἔπαρχος συγκέντρωσε τοὺς πιστοὺς καὶ προσπαθοῦσε νὰ τοὺς πείσει νὰ ὑπακούσουν. Αὐτοὶ τὸν ἄκουγαν ἐν σιωπῇ καὶ δὲν ἀπαντοῦσαν, ἀφήνοντας τὴν πρωτοβουλία τῆς ἀπαντήσεως στὸν Ἐπίσκοπό τους Εὐλόγιο, ποὺ ἦταν «ἀνὴρ βίῳ καὶ λόγῳ τὸ ἀξιέπαινον ἔχων» (ὅπ. παρ. 640Β).
    Τότε ὁ ἔπαρχος ἐστράφη πρὸς τὸν Εὐλόγιο καὶ διελέγετο μὲ αὐτόν. Κι ὅταν τὸν ρώτησε ἂν θὰ κοινωνήσει μὲ τὸν αἱρετικὸ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ὁ Εὐλόγιος μειδιάσας καὶ μὲ χαριτωμένο τρόπο εἶπε: «Προσφέρει γὰρ καὶ μετὰ τῆς βασιλείας καὶ τὸ ἱερᾶσθαι κεκλήρωται»!
    Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπάντηση ὁ ἔπαρχος, ἀφοῦ ἐπέπληξε τὸν Εὐλόγιο καὶ τὸν εἰρωνεύτηκε, εἶπε: Δὲν ἐννοοῦσα αὐτό, ἀλλὰ τὸ νὰ κοινωνήσεις μὲ ἐκείνους τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ὁ αὐτοκράτορας διατάσσει.
    Καὶ ὁ Εὐλόγιος ἀπάντησε ὅτι ἀκολουθεῖ τοὺς «καλοὺς ποιμένες» κι ὄχι τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ προσφέρουν μολυσμένη καὶ  δηλητηριώδη τροφή:
    «Ἀλλ’ ἐγὼ καὶ ποιμένας οὐκ ἄμοιρος· οὗ τῆς φωνῆς ὡς γνησίας ἐπῃσθημένος, καὶ τοῖς ἐκείνου δόγμασι ἕπομαι· καὶ οὐ χρή μοι τῆς τοιαύτης νοσερᾶς πόας καὶ θανασίμου» (ὅπ. παρ. 640CD).
    Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ θυμὸ ὁ ἔπαρχος καὶ συνέλαβε καὶ ἐξόρισε ὀγδόντα πιστούς, ἐκείνους ποὺ ἦσαν οἱ ἐξέχοντες καὶ «τὰ στηρίγματα» τῶν πιστῶν. Ἐξ  αὐτῶν τὸν «Εὐλόγιο μέντοι καὶ Πρωτογένην τὰ δεύτερα μετ’ ἐκεῖνον ἔχοντα εἰς Ἀντινὼ τὴν Θηβαίων ἐξόριζεν. Ὅσην δ’ ἐκείνων ἡ ἀρετή, ἐντεῦθεν δειχθήσεται. Ἐπεὶ γὰρ σύμφρονά τινα ἐπίσκοπον εὗρον ἐκεῖσε, κοινωνεῖν εἵλοντο, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν μετεῖχον συλλόγων» (Νικηφόρος Κάλλιστος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, P.G. 146, 641Α).  

Σταματοῦμε ἐδῶ τὴν παράθεση παραδειγμάτων ἀπὸ τὴν περίοδο τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ἐρχόμαστε νὰ προσεγγίσουμε κάποια κείμενα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ ἀντιμετώπισαν τὴν αἵρεση τοῦ Νεστορίου. Σ’ αὐτὴν οἱ Πατέρες ἀποφασίζουν τὴν καθαίρεση τοῦ Νεστορίου καὶ τὸ τέλος τῆς ἀποφάσεως εἶναι, ὅπως μᾶς τὸ παραδίδει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος:
«Ὁ βλασφημηθεὶς παρ’ αὐτοῦ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὥρισε διὰ τῆς παρούσης ἁγίας συνόδου ἀλλότριον εἶναι τὸν αὐτὸν Νεστόριον τοῦ τε ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ παντὸς συλλόγου ἱερατικοῦ» (P.G. 146, 1172D).
Σύνοδος λοιπόν,  ἀ φ α ι ρ ε ῖ  τὸ  ἱερατικὸ  ἀξίωμα  ἀπὸ τὸν Νεστόριο –δὲν τὸ χάνει μόνος του– ἐπειδὴ ἀσφαλῶς παρέμεινε ἀμετανόητα αἱρετικός. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ ἀφαιρέσεις κάτι ποὺ δὲν ὑπῆρχε. Ἀκολούθως, ὅπως στὰ παραδείγματα τῆς ἰατρικῆς ποὺ τόσο συχνὰ χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, τὸ μέλος ὑπῆρχε, ἦταν ὅμως
σαπρό, καὶ μετὰ τὴν ἰατρική/συνοδικὴ διάγνωση ἀπεκόπη/ἐκβλήθη ἀπὸ τὸ ὑγιὲς σῶμα.
Στὸν πρῶτο Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαβάζουμε:
«Ἐπειδὴ ἐχρῆν καὶ τοὺς ἀπολειφθέντας τῆς ἁγίας συνόδου, καὶ μείναντας κατὰ χώραν, ἢ πόλιν, διά τινα αἰτίαν, ἢ ἐκκλησιαστικήν, ἢ σωματικήν, μὴ ἀγνοῆσαι τὰ ἐν αὐτῇ τετυπωμένα, γνωρίζομεν τῇ ὑμετέρᾳ ἁγιότητι καὶ ἀγάπη, ὅτι περ, εἴ τις μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας, ἀποστατήσας τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, προσέθετο τῷ τῆς ἀποστασίας συνεδρίῳ (ἐνν. τὴν Σύνοδο τοῦ Ἰωάννου Αντιοχείας ποὺ ἀντετέθη στὴν Γ΄ Οἰκουμενική), ἢ μετὰ τοῦτο προστεθείη, ἢ τὰ Κελεστίου ἐφρόνησεν, ἢ φρονήσει, οὗτος κατὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων διαπράττεσθαί τι οὐδαμῶς δύναται, πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς συνόδου ἐκβεβλημένος, καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχων. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς τοῖς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόποις, καὶ τοῖς πέριξ μητροπολίταις, τοῖς τὰ τῆς ὀρθοδοξίας φρονοῦσιν, ὑποκείσεται εἰς τὸ πάντη καὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπισκοπῆς ἐκβληθῆναι».
Ὁ πρῶτος Κανόνας, λοιπόν, τῆς Γ΄ Συνόδου ὁμιλεῖ γιὰ συγκεκριμένα γεγονότα καὶ διδάσκει ὅτι ὅποιος μετὰ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐχωρίσθη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Σύνοδο καὶ ἑνώθηκε μὲ τοὺς καταδικασθέντας αἱρετικούς (Νεστόριο, Κελέστιο κ.λπ.), ἢ φρονεῖ ὅσα αὐτοὶ κακόδοξα φρονοῦν, ἢ μετὰ ταῦτα ἑνωθεῖ μὲ αὐτούς, αὐτὸς δὲν ἔχει καμιὰ ἱερατικὴ ἐξουσία, γιατὶ ἑνωθεὶς ἢ φρονῶν τὰ κακόδοξα φρονήματα τῶν καταδικασμένων αἱρετικῶν, ἀπὸ μόνος του ἀποχώρησε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Δὲν ἔχει λοιπόν καμιὰ ἱερατικὴ ἐξουσία, ὄχι διότι αὐτὸς διὰ τῆς αἱρέσεως ἔχασε τὴν ἐξουσία νὰ τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια (παρ’ ὅτι ἔχασε προσωπικὰ τὴν Θ. Χάρη), ἀλλὰ διότι αὐτὸς κατεδικάσθη ἀπὸ τὴν Σύνοδο· «ἔγινε ἀπόβλητος ἀπὸ τὴν Σύνοδο» (Πηδάλιο, σελ. 171, ἑρμηνεία Α΄ Κανόνος).
Ὡς ἐκ τούτου –συνεχίζει ἑρμηνεύων ὁ ἅγιος Νικόδημος– νὰ μὴ φοβοῦνται οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ πιστοὶ ἂν «πράξῃ τι κακὸν κατ’ αὐτῶν» ὁ ἱερωμένος ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς καταδικασμένους αἱρετικούς· διότι «μὲ τὸ νὰ ἔχῃ νὰ γίνεται πάντη ἀπόβλητος εἰς τὸ ἑξῆς τοῦ τῆς Ἐπισκοπῆς βαθμοῦ, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, καὶ τοὺς πέριξ ὄντας Μητροπολίτας» δὲν ἔχει καμιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία «μὲ τὸ νὰ ἔγινε ἀπόβλητος ἀπὸ τὴν Σύνοδον ταύτην κάθε ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καὶ ἱεροπραξίας» (Πηδάλιο, σελ. 171). Εἶναι φανερὸ λοιπόν, ὅτι χάνει τὴν ἱερατικὴ ἐξουσία καὶ γίνεται ἀπόβλητος, ἀνενέργητος ὄχι αὐτόματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Σύνοδο: «πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς Συνόδου ἐκβεβλημένος». Καὶ στὴ συνέχεια, λέγει ἡ Σύνοδος, ὅποιος ἑνωθεῖ μὲ τοὺς καταδικασμένους αἱρετικούς, νὰ ἀποβάλεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους  (Πηδάλιο, Κανὼν Α΄ τῆς Γ΄ Οἰκ. Συνόδου, σελ. 170).
Καὶ ὁ δεύτερος Κανόνας τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γράφει:
«Εἰ δέ τινες ἐπαρχιῶται ἐπίσκοποι ἀπελείφθησαν τῆς ἁγίας συνόδου, καὶ τῇ ἀποστασίᾳ προσετέθησαν, ἢ προστεθῆναι πειραθεῖεν, ἢ καὶ ὑπογράψαντες τῇ Νεστορίου καθαιρέσει, ἐπαλινδρόμησαν πρὸς τὸ τῆς ἀποστασίας συνέδριον· τούτους πάντη κατὰ τὸ δόξαν τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ ἀλλοτρίους εἶναι τῆς ἱερωσύνης, καὶ τοῦ βαθμοῦ  ἐκπίπτειν».
Ὅποιος προστεθεῖ λοιπόν, στὸ συνέδριο τῆς ἀποστασίας, δηλαδὴ ὅποιος διαχωρίσει τὴν θέση του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐξέλθει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐνταχθεῖ στὴν συγκεκριμένη αἱρετικὴ ὁμάδα  ποὺ  ε ἶ χ ε  καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ἡ σύνοδος ἀποφασίζει ὅτι εἶναι ξένος, ἀλλότριος τῆς ἱερωσύνης. Στὴν προκειμένη περίπτωση ἡ Σύνοδος τὴν αἴρει· ἀλλὰ κι ὅταν ὁ ἴδιος δηλώσει ὅτι φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐντάσσεται σὲ αἱρετικὴ ὁμάδα (ἢ σχισματική, τὸ ἴδιο εἶναι). Τοῦτο ἕως τώρα, δὲν ἔκαναν οὔτε κάνουν οἱ Οἰκουμενιστές, οὔτε τοὺς ζητήθηκε ἀπὸ κάποια σύνοδο νὰ ἀποφασίσουν νὰ διαλέξουν, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὑποστηρίζουν ὅτι εἶναι ὀρθόδοξοι καὶ ὅτι μένουν στὴν Ἐκκλησία· εἶναι γι’ αὐτό, βέβαια, αἱρετικοί, εἶναι ψευδεπίσκοποι, ποὺ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς Πίστεως (ἄρα εἶναι ψευδοποιμένες), ἀλλὰ τὰ μυστήριά τους ἔχουν ἰσχύ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ τρίτος Κανόνας τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δείχνει ὅτι ἔχουν ἰσχὺ οἱ καθαιρέσεις ποὺ εἶχε κάνει ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος πρὶν καθαιρεθεῖ. Γι’ αὐτὸ συντάσσει τὸν Γ΄ Κανόνα, διὰ τοῦ ὁποίου ἀκυρώνει αὐτὲς τὶς καθαιρέσεις ποὺ ἔκανε «Πατριάρχης ὢν ὁ Νεστόριος» καὶ ἀποδίδει «τὸν ἴδιον βαθμὸν» στοὺς καθαιρεθέντας ὀρθοδόξους (Πηδάλιο, σελ. 172).
Καὶ προχωροῦμε στὸν ἕκτο Κανόνα.
«Ὁμοίως δὲ καὶ εἴ τινες βουληθεῖεν, τὰ περὶ ἑκάστου πεπραγμένα ἐν τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ, τῇ ἐν Ἐφέσῳ, οἱῳδήποτε τρόπῳ παρασαλεύειν, ἡ ἁγία σύνοδος ὥρισεν, εἰ μὲν ἐπίσκοποι εἶεν, ἢ κληρικοί, τοῦ οἰκείου παντελῶς ἀποπίπτειν βαθμοῦ· εἰ δὲ λαϊκοί, ἀκοινωνήτους ὑπάρχειν».
Ἑρμηνεύοντας τὸν Κανόνα αὐτὸ ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει ὅτι, αὐτὸς ὁ Κανόνας εἶναι γενικὸς καὶ ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια του λέγει ὅτι αὐτὸς προστάζει πὼς «ὅσοι ἤθελαν τολμήσουν νὰ παρασαλεύσουν τὰ πραχθέντα ἐν τῇ ἐν Ἐφέσῳ Συνόδῳ, εἰ μὲν Ἐπίσκοποι εἶναι, νὰ καθαιροῦνται, εἰ δὲ λαϊκοί, νὰ ἀφορίζωνται» (Πηδάλιο, σελ. 173).
 Κι ἐδῶ βλέπουμε ὅτι χρειάζεται ἡ πράξη συνόδου γιὰ νὰ ἀποκοποῦν οἱ αἱρετικοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἔτσι νὰ παύσουν νὰ ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ τελοῦν ἔγκυρα μυστήρια.
Τέλος καὶ στὸν Ζ΄ Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς πάλι ἡ Σύνοδος ὁρίζει νὰ καθαιροῦνται ὅσοι τολμήσουν «νὰ συνθέσουν ἄλλο Σύμβολο πίστεως…
«Τούτων ἀναγνωσθέντων, ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν, ἤγουν συγγράφειν, ἢ συντιθέναι, παρὰ τὴν ὁρισθεῖσαν παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ Νικαέων συναχθέντων πόλει, σὺν ἁγίῳ Πνεύματι. Τοὺς δὲ τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν, ἢ γοῦν προκομίζειν, ἢ προφέρειν τοῖς θέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, ἢ ἐξ ἑλληνισμοῦ, ἢ ἐξ ἰουδαϊσμοῦ, ἢ γοῦν ἐξ αἱρέσεως οἱασδηποτοῦν· τούτους, εἰ μὲν εἶεν ἐπίσκοποι, ἢ κληρικοί, ἀλλοτρίους εἶναι τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπισκοπῆς, καὶ τοὺς κληρικοὺς τοῦ κλήρου· εἰ δὲ λαϊκοὶ εἶεν ἀναθεματίζεσθαι. Κατὰ τὸν ἴσον δὲ τρόπον, εἰ φωραθεῖεν τινες, εἴτε ἐπίσκοποι, εἴτε κληρικοί, εἴτε λαϊκοὶ ἢ φρονοῦντες, ἢ διδάσκοντες τὰ ἐν τῇ προκομισθείσῃ ἐκθέσει παρὰ Χαρισίου τοῦ πρεσβυτέρου, περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἤγουν τὰ μιαρὰ καὶ διεστραμμένα τοῦ Νεστορίου δόγματα, ἃ καὶ ὑποτέτακται, ὑποκείσθωσαν τῇ ἀποφάσει τῆς ἁγίας ταύτης καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου· ὥστε δηλονότι, τὸν μὲν ἐπίσκοπον, ἀπαλλοτριούσθαι τῆς ἐπισκοπῆς, καὶ εἶναι καθῃρημένον· τὸν δὲ κληρικόν, ὁμοίως ἐκπίπτειν τοῦ κλήρου· εἰ δὲ λαϊκός τις εἴη, καὶ οὗτος ἀναθεματιζέσθω, καθὰ προείρηται».
Καὶ ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Οἱ τοιοῦτοι (σ.σ.: καὶ ὅσοι θὰ συντάξουν καὶ εἰσάγουν σὲ χρήση ἄλλο Σύμβολο) εἰ μὲν Ἐπίσκοποι ὦσι, καὶ Κληρικοί, νὰ ᾖναι τῆς Ἐπισκοπῆς καὶ τοῦ κλήρου ἀπόβλητοι, εἰ δὲ Λαϊκοί, νὰ ἀναθεματίζωνται. Παρομοίως (νὰ τιμωροῦνται) καὶ ὅσοι φανερωθοῦν πὼς φρονοῦν καθ’ ἑαυτούς, ἢ διδάσκουν τοὺς ἄλλους τὰ μιαρὰ καὶ αἱρετικὰ» φρονήματα τοῦ Νεστορίου» (Πηδάλιον, σελ. 173-175).
Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν 2η ὑποσημείωση στὰ Προλεγόμενα τῆς Γ΄ Συνόδου: Στὸν ἕβδομο Κανόνα τῆς Γ΄ Συνόδου γράφεται: «ὅτι ὅσοι Ἐπίσκοποι καὶ κληρικοί, ἢ λαϊκοὶ φρονοῦσι τὰ περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μιαρὰ δόγματα τοῦ Νεστορίου, νὰ ἀλλοτριοῦνται τοῦ ἀξιώματός των» (Πηδάλιον, σελ. 166).
Πρέπει ἐν τέλει νὰ προβληματίσει τοὺς δεχομένους ὅτι τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρα, ἀδιακρίτως ἂν εἶναι καθαιρεμένοι ἀκαθαίρετοι καὶ ἡ παρακάτω θέση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ περίοδο συγγενῆ μὲ τὴν αἱρετικὴ οἰκουμενιστικὴ δική μας περίοδο. Ἐνῶ γράφει ὅτι «οἱ παρὰ τῶν Αἱρετικῶν βαπτισθέντες ἢ χειροτονηθέντες, οὔτε ὅλως Χριστιανοὶ δύνανται νὰ ᾖναι μὲ τὸ αἱρετικὸ βάπτισμα, ἢ μᾶλλον μόλυσμα, οὔτε ἱερεῖς», στὴν συνέχεια γράφει: «Εἰ δὲ καὶ Δημήτριος ὁ Χωματεινός (σελ. 320, τοῦ Γιοῦρις) καὶ Ἰωάννης ὁ Κίτρους (σ.σ.: ἔζησε τὸν 12ο αἰώνα, δηλαδὴ δεκαετίες μετὰ τὸ Σχίσμα) (Ἀποκρ. Ιβ΄. ἐν χειρογράφοις σωζομένῃ) εἶπον ὅτι, δὲν σφάλλομεν ἂν νομίζωμεν ἅγια τὰ παρὰ τῶν Λατίνων ἱερουργούμενα, τοῦτον εἶπον ὡς βεβαπτισμένους τότε δεχόμενοι, ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχον ἀθετήσει τὰς ἀναδύσεις καὶ καταδύσεις τοῦ βαπτίσματος. Ὅρα δὲ ὅτι οἱ τοιαῦτα λέγοντες, πάλιν προσθέτουν ὅτι νὰ μὴ μεταλαμβάνῃ τινὰς ὀρθόδοξος ἐξ  αὐτῶν» (Πηδάλιον, σελ. 90-91).
Βλέπουμε ἐδῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος, παρότι εἶχε προηγηθεῖ Σύνοδος ποὺ κατεδίκαζε τοὺς δημιουργήσαντες τὸ σχίσμα καὶ ὅσους τοὺς ἀκολουθοῦσαν (ἀλλὰ δὲν κατεδίκαζε ὅλη τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία), δικαιολογεῖ τὴν θέση τοῦ Ἰωάννου Κίτρους (σ.σ.: ποὺ φυσικὰ ἴσχυε τὸν 12ο αἰώνα κι ὄχι σήμερα) διότι -λέγει- ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν βαπτιστεῖ μὲ ὀρθόδοξο βάπτισμα, παρόλο ποὺ κοινωνοῦσαν σὲ μιὰ περίοδο συγκεχυμένη μετὰ τῶν ἄλλων αἱρετικῶν Λατίνων, ἀναγνωρίζει ὡς «ἅγια τὰ παρὰ τῶν Λατίνων ἱερουργούμενα»! Ἄλλο λοιπόν ἡ ἀποτείχιση ἀπὸ αὐτούς, κι ἄλλο ἡ ἰσχὺς τῶν μυστηρίων, ἐφ’ ὅσον δὲν εἶχαν ἀκόμα καταδικαστεῖ, ἢ δὲν εἶχε παγιωθεῖ ἡ διαίρεση σὲ ὅλη τὴ Δύση. Ὅποιος ἔχει μάτια διακρίνει ὅτι κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ σήμερα!
Στὴν συνάφεια αὐτὴ νὰ προσθέσουμε καὶ κάποια ἄλλα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ «Πηδάλιο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου.
Εἶναι γνωστὴ ἡ παρακάτω τοποθέτησή του, ἀλλὰ τὴν παραθέτουμε ἐδῶ γιατὶ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἀναφέρεται σὲ μὴ καταδικασμένους, ἀλλὰ σὲ διακεκριμένους αἱρετικούς, ποὺ δὲν εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἴτε γιατὶ καταδικάστηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἴτε οἱ ἴδιοι ἐξεκόπησαν ἀπὸ αὐτή, καὶ δημιούργησαν δική τους ὁμάδα. Γράφει:
«Οἱ παρὰ τῶν αἱρετικῶν βαπτισθέντες, ἢ χειροτονηθέντες, δὲν εἶναι δυνατόν, ταὐτὸν εἰπεῖν, ἀδύνατον εἶναι νὰ ᾖναι οὔτε Χριστιανοί, οὔτε κληρικοί, ἀκολουθοῦντες λέγω, εἰς τοὺς Κανόνας τούτους, Κανόνα ἐξέθεντο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποβάλλουσι τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν ὁμοῦ. Ἀποδεικνύοντες τοῦτο, καὶ ἐκ πολλῶν ἄλλων γραφικῶν ρητῶν, μάλιστα δὲ ἐξ ἐκείνου τοῦ Ἀποστολικοῦ. Εἷς Κύριος, μία Πίστις, ἓν Βάπτισμα. (Πρὸς Ἐφεσ. δ΄.). Εἰ γάρ φησι, μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἓν εἶναι τὸ ἀληθὲς Βάπτισμα, πῶς ἠμπορεῖ νὰ ᾖναι ἀληθὲς βάπτισμα τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, εἰς καιρὸν ὁποῦ αὐτοὶ δὲν εἶναι μέσα εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ἐξεκόπησαν ἀπὸ αὐτὴν διὰ τῆς αἱρέσεως; Εἰ δὲ ἀληθὲς εἶναι τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, ἀληθὲς δὲ εἶναι καὶ τὸ τῆς ὀρθοδόξου καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας, λοιπὸν δὲν εἶναι ἓν βάπτισμα, καθὼς ὁ Παῦλος βοᾶ, ἀλλὰ δύω, “ὅπερ ἐστὶ ἀτοπώτατον”. Προσθέτουσι δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἡ γνώμη αὕτη, τὸ νὰ μὴ δέχωνται τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, δὲν εἶναι καινούρια καὶ πρόσφατος ἰδική τους, ἀλλὰ παλαιά, καὶ ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους αὐτῶν δεδοκιμασμένη. Ταύτης τῆς συνόδου τὸν Κανόνα καὶ ἡ ἁγία Οἰκουμενικὴ ϛ΄. Σύνοδος. (Κανόνι β΄.) ἐπεσφράγισε».
Τοῦτο φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ λεγόμενα τοῦ ἁγίου εἰς τὴν ὑποσημείωση τοῦ ἰδίου Κανόνος. Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος εἰς τὸν Μ. Βασίλειον γράφει: «Προθέμενος γὰρ εἰς τὸν εἰς τὸν α΄. αὐτοῦ Κανόνα νὰ εἴπῃ ποῖα βαπτίσματα εἶναι δεκτά, καὶ ποῖα ἄδεκτα, εἰς δύω ταῦτα μοιράζει, λέγοντας· “Ὅτι· τὸ μὲν βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ἤτοι τῶν παντελῶς χωρισμένων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν πίστιν διαφερόντων ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ ὧν ἡ διαφορὰ ἀποβλέπει παρευθὺς εἰς τὴν εἰς Θεὸν πίστιν, ἐφάνη εὔλογον εἰς τοὺς ἀρχαίους παντελῶς νὰ ἀθετηθῇ. Τὸ δὲ βάπτισμα τῶν σχισματικῶν, ἐφάνη μὲν εὔλογον εἰς τὴν περὶ τὸν Κυπριανὸν καὶ Φιρμιλιανὸν τὸν ἰδικόν μας σύνοδον, νὰ ἀθετηθῇ καὶ αὐτό, ὡσὰν ὁποῦ οἱ σχισματικοί, οἱ καθαροὶ λέγω ὀνομαζόμενοι, καὶ ἐγκρατῖται, καὶ σακκοφόροι καὶ ὑδροπαραστάται καὶ ἄλλοι, ἐχώρισαν κατὰ τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ χωρισθέντες δὲν εἶχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς τοῦ λόγου τους πλέον, ὡσὰν ὁποῦ ἡ μετάδοσις αὐτῆς διεκόπη· ὅθεν ὡς λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε χάρισμα εἶχον πνευματικόν, οὔτε εἶχον ἐξουσίαν νὰ βαπτίζουν, ἢ νὰ χειροτονοῦν, καὶ ἀκολούθως οἱ παρ’ αὐτῶν βαπτιζόμενοι, ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζόμενοι, ἐπρόσταξαν νὰ βαπτίζωνται μὲ τὸ ἀληθινὸν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας Βάπτισμα· ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ καὶ ἐφάνη εὔλογον εἰς μερικοὺς Πατέρας τῆς Ἀσίας νὰ ᾖναι δεκτὸν τὸ Βάπτισμα τῶν σχισματικῶν διὰ κἄποιαν οἰκονομίαν τῶν πολλῶν, ἂς εἶναι δεκτόν”» (Πηδάλιον, ὑποσ. σελ. 52).
Λίγο παρακάτω καὶ στὴν ἴδια ὑποσημείωση, ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος στοὺς Λατίνους πάλι ἀναφέρει ὅτι οἱ ἴδιοι «ἐξεκόπησαν» καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Μίαν Ἐκκλησία (κάτι ποὺ δὲν ἔχουν κάνει ἀκόμα οἱ Οἰκουμενιστές, ποὺ θεωροῦν –παρὰ τὸ ὅτι αἱρετίζουν– ὅτι ἀποτελοῦν τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἀφοῦ βέβαια δὲν τοὺς ἔχει θέσει τὸ δίλημμα οὔτε τοὺς ἔχει καθαιρέσει ἀκόμα κάποια Σύνοδος). Γράφει ὁ Ἅγιος: «Λοιπὸν ὄντας ὁμολογούμενον, πὼς οἱ Λατῖνοι εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί, ἐν πρώτοις εὐθὺς ἀπὸ τοῦτο εἶναι ἀβάπτιστοι, κατὰ τὸν μέγαν Βασίλειον ἀνωτέρω… Διατὶ λαϊκοὶ γενόμενοι, μὲ τὸ νὰ ἐξεκόπησαν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, δὲν ἔχει πλέον μὲ λόγου τους τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διὰ τῆς ὁποίας οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς τελειόνουσι τὰ μυστήρια… β. οἱ Λατῖνοι εἶναι ἀβάπτιστοι, διατὶ δὲν φυλάττουσι τὰς τρεῖς καταδύσεις εἰς τὸν βαπτιζόμενον» (Πηδάλιον, ὑποσ. σελ. 55). Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ καὶ πάλι ὅτι οἱ Λατῖνοι ἐξεκόπησαν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Μία Ἐκκλησία καὶ μὲ τὸν νὰ τὴν καταδικάσουν Συνοδικά. Δηλαδή, μὲ τὸ νὰ θεωροῦν ὅτι ἔχουν συγκροτήσει δική τους Ἐκκλησία, διαφορετική, ἄλλη Ἐκκλησία, νὰ ἔχουν τουτέστιν ἀπὸ μόνοι τους ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ἐπίσης ἂς προβληματίσει τοὺς περὶ ἀκύρων μυστηρίων κατ’ ἀπόλυτον τρόπο διδάσκοντας καὶ ἡ παρακάτω θέση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Σύμφωνα μὲ αὐτή, ὅσοι βαπτίστηκαν ὀρθόδοξα, ἔστω κι ἂν πέσουν στὴν αἵρεση, ὅταν ἐπιστρέψουν δὲν ἀναβαπτίζονται. Ἀρκοῦν συγκεκριμένες πράξεις μετανοίας γιὰ ἐνταχθοῦν πάλι στὴν Ἐκκλησία. Γράφει:
«Δὲν λέγει λοιπὸν ὀρθῶς ὁ Βαλσαμὼν ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ ιθ΄. Κανόνος τῆς ά. ἢ καὶ ἄλλοι τυχὸν τοῦ Βαλσαμῶνος ὁμόφρονες, ὅτι πρέπει νὰ βαπτίζωνται δευτέραν φορὰν ἐκεῖνοι, ὁποῦ ὄντες πρότερον ὀρθόδοξα βαπτισμένοι, ὕστερον ἔγιναν αἱρετικοί, καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν ἐπιστρέψουν εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν. Φέροντες εἰς μαρτυρίαν τὸν παρόντα Ἀποστολικὸν Κανόνα, καὶ τὸν ιθ΄. τῆς ά. ὁποῦ λέγει. Ὅτι οἱ Παυλιανίσαντες ὅταν προσφύγουν εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, πρέπει νὰ ἀναβαπτίζωνται· δὲν λέγουσι, λέγω οὗτοι ὀρθῶς διὰ τρία αἴτια· ά. Διὰ τὶ μὲ τὸν ἀναβαπτισμὸν τοῦτον ὁποῦ αὐτοὶ θέλουσι, δύω βαπτίσματα εἰσάγουσιν ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς πίστεως ἓν ὁμολογεῖ τὸ βάπτισμα, λαμβάνουσα τὴν ἀφορμὴν τῆς τοιαύτης ὁμολογίας ἀπὸ τὸν Παῦλον εἰπόντα, «εἷς Κύριος, μία Πίστις, ἓν Βάπτισμα». Καὶ ὅσον τὸ κατ’ αὐτοὺς ἀνασταυρώνουσι μὲ τὸν ἀναβαπτισμόν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ τὸν θάνατον δευτερόνουσιν, ὅπερ ἐστιν ἀσεβέστατον καὶ ἀδύνατον… καὶ τοὺς ἅπαξ φωτισθέντας, “εἶτα παραπεσόντας (δηλονότι Ἰουδαϊσμῷ καὶ ἁπλῶς αἱρέσει, κατὰ τὸν Χρυσόστομον) πάλιν διὰ μετανοίας ἀνακαινίζειν, ἀνασταυροῦντας ἑαυτοῖς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ” (Ἑβρ. Ϛ΄.).  β΄. ὅτι ὁ Ἀποστολικὸς οὗτος Κανών, ὃν εἰς μαρτυρίαν τῆς γνώμης αὐτῶν φέρουσι, δὲν λέγει διὰ τοὺς ὀρθοδόξους πρότερον βαπτισθέντας, ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀπὸ γεννέσεως αἱρετικοὺς ὄντας, καὶ παρ’ αὐτῶν μεμολυσμένους, εἶτα πρὸς τὴν ὀρθοδοξίαν ἐλθόντας. Ὅθεν καὶ δὲν λέγει νὰ ἀναβαπτίζωμεν αὐτούς, ὡς πρότερον ὄντας βεβαπτισμένους, ἀλλὰ νὰ βαπτίζωμεν, (ἐὰν γάρ φησι μὴ βαπτίσῃ) ὡς μὴ ὄντας ποτὲ ὀρθοδόξως βεβαπτισμένους. Ὁ δὲ ιθ΄. τῆς ά. λέγων νὰ ἀναβαπτίζωνται οἱ Παυλιανίσαντες. Παυλιανίσαντας ὀνομάζει τοὺς ἀπὸ γεννήσεως, ἔχοντας τὴν αἵρεσιν τοῦ Παύλου, καὶ ὄχι τοὺς ὕστερον γενομένους τοιούτους (εἰ καὶ τοιοῦτόν τι φαίνεται νὰ σημαίνῃ ἡ λέξις τοῦ παυλιανίζω) ἐπειδὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Ϛ΄. Σύνοδος ἐν τῷ ɥέ. αὐτῆς Κανόνι, ἐνθυμουμένη αὐτὸν τὸν ἴδιον Κανόνα τῆς ά. τό, Παυλιανισάντων, εἰς τό, Παυλιανιστῶν μετέβαλεν, ὁμοίως δηλονότι μὲ τό Δονατιστῶν, καὶ Μοντανιστῶν, τὰ ὁποῖα ὀνόματα φανερώνουσι τὴν ἀπὸ γεννήσεως αἵρεσιν μᾶλλον, καὶ ὄχι τὴν ὕστερον γενομένην. Καθὼς καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ Βαλσαμών, ἀλλὰ καὶ ὁ Ζωναρᾶς, κατὰ τὸ νόημα τοῦτο ἑρμηνεύουσι τὸν Κανόνα, ὡς θέλομεν ἰδῇ ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ ἐκείνου. Εἰ δὲ καὶ ὁ Κανὼν αὐτὸς ἐμεταχειρίσθη τὴν λέξιν τοῦ ἀναβαπτίζω, τὸ ὁποῖον φανερώνει τό, δευτέραν φορὰν βαπτίζω, ἀλλὰ τὴν ἐμεταχειρίσθη ὄχι κυρίως, ἀλλὰ καταχρηστικῶς: ἀναφέροντας δηλαδὴ τὸ βάπτισμα τὸ ἐδικόν μας πρὸς τὸ βάπτισμα τοῦ αἱρετικοῦ Παύλου. Καθὼς καὶ ὁ μέγας Βασίλειος εἰς τὸν μζ΄. Κανόνα τὴν αὐτὴν λέξιν ἐμεταχειρίσθη τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, ὄχι πῶς ἦτο ἀληθὲς βάπτισμα ἐκεῖνο, ἀλλὰ καθὼς ἐκεῖνοι οἱ αἱρετικοὶ τὸ ὠνόμαζον… Καὶ γ΄. ὅτι ἂν ἦτο συγκεχωρημένον νὰ βαπτίζωνται πάλιν οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ γένουν αἱρετικοὶ ἢ ἀρνηθοῦν τὴν πίστιν, διὰ τί ἡ ἰδία πρώτη σύνοδος ἐν τῷ ιά. καὶ ιβ΄. αὐτῆς Κανόνι διορίζει, ὅτι οἱ ἀρνηθέντες εἰς τὸν καιρὸν τοῦ διωγμοῦ, νὰ κάμνουν τόσους χρόνους ἀκροώμενοι, καὶ τόσους ὑποπίπτοντες, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἦτο δυνατὸν νὰ τοὺς βαπτίσῃ δευτέραν φοράν, καὶ ἔτσι καὶ αὐτοὺς νὰ καθαρίσῃ ἀπὸ τὴν ἄρνησιν, καὶ αὐτὴ νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τόσους κόπους καὶ φροντίδας τῆς τούτων ψυχικῆς διορθώσεως; Διὰ ταῦτα λοιπὸν τὰ αἴτια δὲν εἶναι συγκεχωρημένον νὰ βαπτίζῃ τινὰς δευτέραν φορὰν τὸν ἀληθῶς βεβαπτισμένον, κατὰ τὸν μζ΄. τοῦτον Ἀποστολικόν, καὶ τὸν νζ΄. τῆς Καρθαγ. ἂν καὶ παρὰ αἱρετικῶν ἐμολύνθη, ἐπειδὴ καὶ μένει τὸ πρῶτον βάπτισμα, ὅτι τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμεταμέλητα. Δι’ ὃ καὶ ὁ λέ. τῆς ἐν Καρθ. δὲν συγχωρεῖ νὰ ἀναβαπτίζωνται οἱ καθαιρεθέντες Κληρικοὶ διὰ ἐγκλήματα, καὶ οὕτω πάλιν νὰ προβιβάζωνται εἰς ἱερωσύνης βαθμόν. Καθαρίζεται δέ τις ἀπὸ τὸν μολυσμὸν τῆς αἱρέσεως, μὲ τὸν ἀναθεματισμὸν τῆς αὐτῆς αἱρέσεως, μὲ μετάνοιαν ἀξιόλογον, μὲ τὴν διάταξιν τῶν Ἱλαστικῶν εὐχῶν τοῦ Πατριάρχου Μεθοδίου, τὰς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία ἀναγινώσκει εἰς τοὺς ἀρνησαμένους, καὶ τελευταῖον μὲ τὴν σφραγῖδα τοῦ Ἁγίου Μύρου. Ὕστερον δὲ ἀπὸ τὴν πρέπουσαν δοκιμασίαν, καὶ Κανόνα τὸν διορισθέντα παρὰ τοῦ πνευματικοῦ πατρός, καὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου, “Τὸ αἷμα γὰρ φησὶ τοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας” (ά. Ἐπιστ. Ἰωάννου ά.). τὰ δὲ παιδία τῶν ἀγαρηνῶν ὁποῦ βαπτίζονται εἰς τὸ ἰδικόν μας βάπτισμα, ὄχι μὲ σκοπὸν εὐσεβῆ, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ γίνωνται τὰ σώματα αὐτῶν νοσώδη, ἢ δυσώδη, ἀπεφασίσθη συνοδικῶς, ἐπὶ τοῦ Πατριάρχου κυρίου Λουκᾶ νὰ βαπτίζωνται δεύτερον, ἀνίσως ἤθελαν ἔλθῃ εἰς τὴν ἐδικήν μας πίστιν, ἐπειδὴ εἰς τὸ βάπτισμα αὐτῶν δὲν ἦτο σύμφωνος ἡ τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν γονέων πίστις. Ὁμοίως πρέπει νὰ βαπτίζωνται καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἤθελαν βαπτισθῇ ἀπὸ ἀνίερον μέν, σχηματισθέντα δὲ ψευδῶς, ὅτι εἶναι ἱερεύς»[1] (Πηδάλιον, ὑποσ. σελ. 55-58).

Ἂς ἔλθουμε στὴν συνέχεια στὴν ἐποχὴ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιὰ νὰ διαπιστώσουμε κι ἐδῶ ὅτι (σύμφωνα μὲ τὰ Πρακτικά της) ἡ σύνοδος εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν αἱρετικό, τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, καθόσον ἐκείνη τοῦ τὸ ἔδωσε διὰ τῶν τριῶν ἢ περισσοτέρων ἐκπροσώπων της ποὺ τὸν χειροτόνησαν.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες (ἐκτὸς τῶν ἄλλων) μᾶς διαφωτίζουν, λοιπόν, γιὰ τὸν χρόνο ἀπωλείας τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης τῶν αἱρετικῶν. Οἱ αἱρετικοί –συγκεκριμένα ἐδῶ ὁ Διόσκορος– εἶναι ὑπόδικοι στὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλά, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ἀπομακρύνσεως ἀπ’ αὐτούς (ἀφοῦ ἡ μετ’ αὐτῶν κοινωνία μολύνει, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων) μέχρι τὴν καθαίρεσή τους ἔχουν τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Διότι ἂν δὲν τὸ εἶχαν, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἀφαιρεθεῖ, μιᾶς καὶ τὸ μὴ ὑπαρκτὸν δὲν δύναται νὰ ἀφαιρεθεῖ, ὅπως σημειώσαμε καὶ παραπάνω.
Τοῦτο βλέπουμε νὰ ἰσχύει καὶ μὲ τὴ στάση τῶν Πατέρων καὶ σὲ ἄλλες Συνόδους· π.χ. στὴν περίπτωση τῶν τριῶν Ἐπισκόπων ποὺ ὑπεστήριζαν τὸν Ἄρειο· στὴν περίπτωση τῶν πιστῶν τῆς Κων/πόλεως ποὺ ἐπαινοῦνται ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἐκ τοῦ Νεστορίου (ὁ Ἅγιος δὲν μιλάει ἐπ’ οὐδενὶ στὶς ἐπιστολές του στοὺς ἀποτειχισμένους πιστοὺς γιὰ ἄκυρα Μυστήρια, ἀλλὰ μόνο γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν αἵρεση). Κι ἐδῶ ὁ Ἅγιος θεωρεῖ τὸν Νεστόριο ὡς ἔχοντα τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, τὸ ὁποῖο ἡ Σύνοδος, μὲ τὸ νὰ τὸν καθαιρέσει, τοῦ τὸ ἀφαίρεσε. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Καλέκα ἐπὶ ἐποχῆς ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κ.ἄ.
Παρατηροῦμε, λοιπόν, στὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι ὁ αἱρετικὸς Διόσκορος καὶ Πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 (ἀντίστοιχος τοῦ Βαρθολομαίου τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης) ἀρχικὰ περιλαμβάνεται στὸ κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα μετὰ τὸν Ἀνατόλιο Κων/πόλεως καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων:
 «Ἀρχὴ τῆς συνόδου Χαλκηδόνου
Ὑπατείᾳ τοῦ δεσπότου ἡμῶν Μαρκιανοῦ…, καὶ Ἀνατολίου τοῦ ὁσιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλωνύμου πόλεως Κων/πόλεως Νέας Ρώμης καὶ Διοσκόρου τοῦ θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλοπόλεως Ἀλεξανδρείας, καὶ τῶν λοιπῶν ὁσιωτάτων καὶ εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων, τουτέστιν Μαξίμου Ἀντιοχείας Συρίας, Ἰουβεναλίου Ἱεροσολύμων…».
Τὰ ἴδια -καὶ μὲ τὴν ἴδια σειρά- μᾶς παρουσιάζει καὶ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία του (P.G. 147, 85Β).
Συνεχίζεται στὰ Πρακτικὰ ἡ παράθεση τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν μαγίστρων, ἐπάρχων, ὑπάτων καὶ ἐν τέλει τῶν Ἐπισκόπων (πάνω ἀπὸ 680 περίπου πρόσωπα). Μόλις τελειώνει ὁ μακρὺς αὐτὸς κατάλογος στὰ πρακτικὰ μὲ τὰ ὀνόματα, κάθονται στὰ ἀριστέρα οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ρώμης Λέοντος, ὁ Κων/πόλεως Ἀνατόλιος, ὁ Ἀντιοχείας Μάξιμος… καὶ οἱ λοιποὶ τῶν «εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων τῆς τε Ἀνατολικῆς καὶ Ποντικῆς καὶ Ἀσιανῆς καὶ Θρακικῆς…, ἐκ δὲ τοῦ δεξιοῦ αὐτῶν μέρους καθεσθέντων Διοσκόρου τοῦ εὐλαβεστάτου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας καὶ Ἰουβεναλίου τοῦ εὐλαβεστάτου ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων…».
Κι ἀφοῦ ὅλοι ἔλαβαν τὴν θέση τους ὡς Ἐπίσκοποι, καὶ ὁ Διόσκορος μὲ τοὺς ἄλλους Ἐπισκόπους τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 ἔγιναν δεκτοὶ ὡς κανονικοὶ Ἐπίσκοποι, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πάπα Λέοντος Πασχασῖνος δηλώνει ὅτι ἔχει ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Πάπα νὰ ἀποχωρήση ἀπὸ τὴν αἴθουσα, ἂν παρέμενε στὶς θέσεις τῶν συνοδικῶν κριτῶν ὁ Διόσκορος:
«Τοῦ ἀποστολικοῦ ἐπισκόπου τῆς Ρωμαίων πόλεως κεφαλῆς ὑπάρχοντος πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν… προστάξεις ἔχομεν… ὅπως Διόσκορος μὴ συγκαθεσθῇ τῷ συνεδρίῳ, εἰ δὲ ἐπιχειρήσοι τοῦτο τολμῆσαι, ἐκβληθείη… εἰ παρίσταται τοίνυν τῇ ὑμετέρᾳ μεγαλειότητι, ἢ ἐκεῖνος ἐξέλθῃ ἢ ἡμεῖς ἔξιμεν» (T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,1, page 65, line 17).
Τὰ ἴδια μᾶς παραδίδει καὶ ὁ Κάλλιστος: «Ὧν ἁπάντων καθεσθέντων, οἱ τὸν τόπον ἐπέχοντες Λέοντος εὐθὺς μὴ χρῆναι σφίσι συγκάθεδροι εἶναι Διόσκορον ἔλεγεν. Τοῦτο γὰρ ἐπιτετράφθαι πρὸς Λέοντος» (P.G. 147, 85ΒC).
Οἱ διεξάγοντες τὶς συζητήσεις τῆς Συνόδου ἄρχοντες παρενέβησαν καὶ κάλεσαν τὸν Διόσκορο νὰ σταθεῖ στὸ κέντρον τῆς αἰθούσης (P.G. 147, 85C), «ὡς μὴ ἔχων δικαίωμα ψήφου» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Α΄, 2015, σελ. 642).
«Οἱ ἐνδοξότατοι ἄρχοντες καὶ περιφανέστατοι συγκλητικοὶ εἶπον· Ποία γὰρ εἰδικὴ μέμψις ἐπάγεται Διοσκόρῳ τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπῳ;». Τὸν λόγο ζήτησε καὶ πῆρε ὁ Δορυλαίου Εὐσέβιος ὁ ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων εἶπε: «Ἠδίκημαι παρὰ Διοσκόρου· ἠδίκηται ἡ πίστις» (P.G. 147, 85C). «Εὐσέβιος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος τῆς Δορυλαέων πόλεως (εἶπε): «…ὁ χρηστὸς Διόσκορος παρ’ οὐδὲν θέμενος τὸν τοῦ δικαίου λόγον καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον, ὁμόδοξος ὢν καὶ ὁμόφρων Εὐτυχοῦς τοῦ ματαιόφρονος καὶ αἱρετικοῦ… τὴν κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς …ἐβεβαίωσεν… δεόμεθα καὶ προσπίπτομεν τῷ ἡμετέρῳ κράτει θεσπίσαι τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Διόσκορον ἀπολογήσασθαι τοῖς παρ’ ἡμῶν αὐτῷ ἐπαγομένοις…, δι ὧν δυνάμεθα ἀποδεῖξαι αὐτὸν καὶ ἀλλότριον ὄντα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ αἵρεσιν ἀσεβείας πεπληρωμένην κρατύναντα καὶ ἀδίκως ἡμᾶς καθελόντα» (T.LG., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,1, page 66, line 20).
Καὶ κατὰ τὸν Κάλλιστο: Ὁ Διόσκορος «λανθάνων δὲ τοὺς πολλούς…, τὴν κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς τοῦ μονάζοντος, ἥτις ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἀπεκηρύχθη, ἐβεβαίωσεν»  (P.G. 147, 88ΑC). 
Βλέπουμε λοιπόν, ἀπὸ πολλὰ σημεῖα τῶν Πρακτικῶν ὅτι τὸν Διόσκορο, ποὺ ἦταν ἀποδεδειγμένα αἱρετικός, καὶ μάλιστα αἱρεσιάρχης, καὶ ἡ αἵρεση ποὺ κήρυττε ἦταν κατεγνωσμένη («ἐξ ἀρχῆς παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἀπεκηρύχθη»), καὶ κυρίως ἦταν ὁ Πρόεδρος τῆς Ληστρικῆς Συνόδου ποὺ εἶχε ἀναγνωρίσει συνοδικὰ τὶς κακοδοξίες, ἡ Σύνοδος τὸν ἀποδέχεται ὡς Ἐπίσκοπο καὶ τὸν δικάζει ὡς Ἐπίσκοπο μὲ ἔγκυρα μυστήρια. Ἂν κάποιος ὑποστηρίξει, ὅτι πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ἡ ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τοῦ Διόσκορου, θὰ τοῦ λέγαμε ὅτι ἐξίσου πουθενὰ δὲν ἀναφέρεται ἡ ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων, ὅπως ἐφάνη ἀπὸ τὴν μέχρι τώρα παρουσίαση. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἰσχύει τότε τὸ in dubio pro res δηλ. ἰσχύει ἡ ἐγκυρότητα. 
Καὶ ἀφοῦ κατετέθησαν καὶ περιεγράφησαν στὴ Σύνοδο καὶ οἱ κακοδοξίες, καὶ οἱ ληστρικοὶ τρόποι καὶ φονικὲς διαθέσεις ποὺ ἐπέδειξε στὴν Ληστρικὴ Σύνοδο ὁ Διόσκορος (P.G. 147, 89), οἱ διευθύνοντες τὴν Σύνοδο «ἐνδοξότατοι ἄρχοντες» εἶπαν ὅτι πρέπει νὰ ἐπιβάλει ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων «στὸν Διόσκορο τὸν εὐλαβέστατο ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, καὶ Ἰουβενάλιον τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Ἱεροσολύμων… (σ.σ.: ἀναφέρονται καὶ ἄλλα ὀνόματα Ἐπισκόπων) «τοὺς ἐξουσίαν ἐσχηκότας καὶ ἐξάρχοντας τῆς τότε συνόδου, ἐκπεσεῖν διὰ τῆς ἱερᾶς ταύτης συνόδου, κατὰ τοὺς κανόνας, τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος…» (P.G. 147, 92CD). 
Στὴ συνέχεια τῆς διαδικασίας, βέβαια, ὡς γνωστὸν ἡ πλάστιγγα ἔγειρε ἐναντίον τοῦ Διοσκόρου, ἀφοῦ κατεδείχθησαν οἱ πλάνες του καὶ ἡ ἀνυπακοή-περιφρόνηση τῆς Συνόδου, καὶ ἡ ποινὴ ποὺ προβλεπόταν ἦταν ἡ καθαίρεση.
Ἐπειδὴ ὁ Διόσκορος ἀντελήφθη ὅτι ἐπίκειται ἡ καθαίρεσή του δὲν προσῆλθε στὴ Σύνοδο.
«Πασχασῖνος ὁ ἐπίσκοπος εἶπεν· Ἐπειδήπερ οὐχ ὁρῶμεν παρόντα Διόσκορον τὸν Ἀλεξανδρείας ἁγιώτατον ἐπίσκοπον…»  (T.LG., ὅπ. παρ. Tomëvolumëpart 2,1,2, page 9, line 39).
Ἡ Σύνοδος τὸν καλεῖ τρεῖς φορές, πάντα ἀποκαλώντας τον ἐπίσκοπο:
«Ἡ Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῷ θεοφιλεστάτῳ ἐπισκόπῳ Ἀλεξανδρέων Διοσκόρῳ…» (T.LG., ὅπ. παρ., page 12, line 31).
Καὶ στὴν 3η πρόσκληση:
«Ἡ Ἁγιωτάτη καὶ Οἰκουμενικὴ μεγάλη Σύνοδος τ ὁσιωτάτῳ ἐπισκόπῳ Διοσκόρῳ…». (T.LG., ὅπ. παρ. page 25, line 7).
Ἀφοῦ ὁ Διόσκορος ἐπέλεξε νὰ μὴν προσέλθει, οἱ συνοδικοί, ἔχοντες ἀποκτήσει ἰδίαν γνώμην γιὰ τὰ ὅσα «τετόλμηκε» ὁ Διόσκορος καὶ διότι ἀγνόησε τὴν Σύνοδο, τὸν καθαίρεσε, καὶ τώρα πλέον, δὲν τὸν ἀποκαλεῖ ἐπίσκοπο, ἀλλ’ ἁπλῶς Διόσκορον!
Γράφει ὁ Νικ. Κάλλιστος: «Οἱ τὸν τόπον ἐπέχοντες Λέοντος τοῦ  τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης ἐπισκόπου ταῦτ’ ἐπὶ λέξεως ἀπεφήναντο. “Δῆλα γεγένηνται τὰ τετολμημένα Διοσκόρῳ… Ὅθεν ὁ ἁγιώτατος… Ρώμης Λέων δι’ ἡμῶν καὶ τῆς παρούσης συνόδου… ἐγύμνωσεν αὐτὸν τοῦ τε ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, καὶ πάσης ἱερατικῆς ἠλλοτρίωσεν ἐνεργείας”» (P.G. 147, 96D-97D). 
Καὶ στὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμ. Συνόδου διαβάζουμε: Ὁ Διόσκορος «αὐτὸς καθ’ ἑαυτοῦ τὴν ψῆφον ἐξήνεγκεν… ὅθεν ὁ ἁγιώτατος …Ρώμης Λέων δι’ ἡμῶν καὶ τῆς παρούσης ἁγιωτάτης συνόδου… ἐγύμνωσεν αὐτὸν τῆς τοῦ ἐπισκόπου  καὶ πάσης ἱερατικῆς ἠλλοτρίωσεν ἀξίας» (T.LG., ὅπ. Παρ., page 29, line 7).
«Ἀνατόλιος ἐπίσκοπος τῆς βασιλευούσης Κων/πόλεως νέας Ρώμης εἶπεν· …σύμψηφος κἀγὼ γίνομαι ἐπὶ τῇ καθαιρέσει Διοσκόρου τοῦ γενομένου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἑαυτὸν πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας ἀλλότριον ἀποδείξαντος». (T.LG., ὅπ. παρ., page 29, line 21).
Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά:
«Καθαίρεσις πεμφθεῖσα παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου Διοσκόρῳ.
ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ θεοφιλεστάτων βασιλέων ἡμῶν συναχθεῖσα ἐν τῇ Χαλκηδονέων πόλι τῆς Βιθυνίας ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς ἁγιωτάτης καὶ καλλινίκου μάρτυρος Εὐφημίας Διοσκόρῳ.
Γίνωσκε σαυτὸν διὰ τὴν κατὰ τῶν θείων κανόνων ὑπεροψίαν καὶ διὰ τὴν ἀπείθειάν σου τὴν περὶ τὴν ἁγίαν ταύτην καὶ οἰκουμενικὴν σύνοδονκαὶ τοῖς ἄλλοις σου πλημμελήμασινὈκτωβρίου μηνὸς τοῦ ἐνεστῶτος τρισκαιδεκάτῃ (σ.σ.: δηλ. τὴν 13η Ὀκτωβρίου τοῦ 451 μ.Χ.) παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου καθαιρεῖσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ ὑπάρχειν ἀλλότριον» (T.LG., ὅπ. παρ., page 41, line 33, σελ. 229-230).
Ἀμέσως παρακάτω διαβάζουμε καὶ τὰ ἑξῆς:
«Τοῖς κληρικοῖς Ἀλεξανδρείας περὶ τῆς καθαιρέσεως Διοσκόρου. Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα… Γινωσκέτω ὑμῶν ἡ εὐλάβεια Διόσκορον τὸν γενόμενον ὑμῶν ἐπίσκοπον… κατὰ τὴν χθὲς ἡμέραν, ἤτοι τοῦ ἐνεστῶτος μηνὸς Ὀκτωβρίου τρισκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ σαββάτου, παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου κατὰ τὸ δοκοῦν τῇ ἐκκλησιαστικῇ καταστάσει καθαιρεῖσθαι τῆς ἐπισκοπῆς καὶ παντὸς ἐκκλησιαστικοῦ βαθμοῦ γενέσθαι ἀλλότριον» (T.LG., ὅπ. παρ., page 42, line 4, σελ. 230).
Ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸν Νικ. Κάλλιστο: «Τῇ δ’ ἐφεξῆς συνελεύσει (τῆς συνόδου) …παριὼν Κωνσταντῖνος σεκρετάριος ἀνέγνω… “φαίνεται ἡμῖν κατὰ τῷ Θεῷ ἀρέσκον δίκαιον εἶναι, …τῶν αὐτῶν ἐπιτιμίων τυχεῖν Διόσκορον τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας, καὶ Ἰουβενάλιον…, οἳ τῆς τότε συνόδου (σ.σ. 449) ἐξῆρχον, κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀλλοτρίους γενέσθαι πάντων τῶν παρακολουθησάντων τῇ θείᾳ κορυφῇ γνωριζομένων”» (P.G. 147, 108ΑC). 
Ἀπὸ τὰ παραπάνω συμπεραίνει κανεὶς ξεκάθαρα μέχρι πότε ἴσχυε καὶ ἀπὸ πότε ἔπαψε νὰ ὑπάρχει τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα καὶ τὰ μετ’ αὐτοῦ σχετικὰ Μυστήρια.
Σύνοδος λοιπόν, ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα νὰ αἴρει  τὸ χάρισμα τοῦ τελεῖν μυστήρια ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ τὸ εἶχε δώσει κατὰ τὴν χειροτονία ὑπὸ τριῶν τουλάχιστον Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι χειροτονοῦν συνοδικά.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν Πρακτικῶν· ὅταν κάποιοι Ἀρχιμανδρῖτες παρουσιάστηκαν στὴν Σύνοδο γιὰ νὰ παρακαλέσουν ὑπὲρ τοῦ Διοσκόρου καὶ εἶπαν μεταξὺ ἄλλων: «…δεόμεθα τῆς ἁγιωσύνης ἡμῶν πάντα ἀκολούθως προβῆναι καὶ παρεῖναι κατὰ τὸ συνέδριον τοῦτο τὸν ἁγιώτατον ἀρχιεπίσκοπον Διόσκορον…», μόλις ἄρχισαν νὰ λένε αὐτά, τοὺς διέκοψαν οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου:
«…οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐβόησαν Ἀνάθεμα Διοσκόρῳ. Διόσκορον ὁ Χριστὸς καθεῖλεν. Τούτους ἔξω βάλε. ἆρον ὕβριν τῆς συνόδου… Τῶν δεήσεων τούτων οὐκ ἔστι τῆς συνόδου ἀκοῦσαι. Τὸν καθαιρεθέντα παρὰ πάσης ὁμοῦ τῆς συνόδου ἐπίσκοπον ἐτόλμησαν ὀνομάσαι· οἱ κανόνες διὰ τί πατοῦνται;» (T.LG., ὅπ. παρ., page 117, line 9, σελ. 300).
«Πρόθεμα κατὰ Διοσκόρου
Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ θεοφιλεστάτων… Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον ὡς μετὰ τὴν ἐκ τῶν θείων κανόνων τῆς ἱερωσύνης ἀφαίρεσιν  Διόσκορος ὁ γενόμενος τῆς Ἀλεξανδρείας μεγαλοπόλεως ἐπίσκοπος ἐπιχειρήσας διαθρυλεῖν αὖθις ἀπολαβεῖν τὴν ἱερωσύνην, ἣν πρότερον ἔχων οὐκ εἰς θεραπείαν τοῦ δεδωκότος Χριστοῦ, ἀλλ’ εἰς ἀδικίαν καὶ λύμην τῶν θείων κανόνων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως ταύτῃ ἀπεχρήσατο. ἵνα τοίνυν ἅπαντες οἱ τῆς εὐαγοῦς πίστεως τρόφιμοι ἀναμφίβολον ἔχητε τὴν ἔνδικον ἐπ’ αὐτῷ παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς καθαιρέσεως ψῆφον, τόδε τὸ γράμμα ἐδικαιώσαμεν προτεθῆναι διασημαίνοντες ὡς ὁ παρὰ τοῦ δεσπότου Θεοῦ καὶ παρὰ τοσαύτης πληθύος ἐπισκόπων δι’ ὧν ἀσύγγνωστα δέδρακεν, τῆς κατὰ τὴν ἱερωσύνην χάριτος ἀφαιρεθεὶς οὐδεμίαν τὸ σύνολον ἔχει ἀποκαταστάσεως ἐλπίδα ὡς μετὰ τῆς αὐτοῦ ἀποβολῆς παυσαμένων καὶ τῶν σκανδάλων. Πεπλήρωται ἡ β΄ πρᾶξις τῶν ἐν Χαλκηδόνι συνελθόντων ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων» (T.LG., ὅπ. παρ., page 42, line 20, σελ. 230).

κ τούτων καθίσταται φανερὸ ὅτι καθαίρεση ἀπὸ τὴν Σύνοδο σημαίνει ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης. Ἄρα δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ἐπίσκοπος καὶ νὰ τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια ὁ Διόσκορος πρὶν τὴν καθαίρεσή του. Ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη ἡμέρα, ὅμως, τῆς καθαιρέσεώς του, καθότι ἡ Ἐκκλησία ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης τοῦ τὸ ἀφαίρεσε, δὲν καλεῖται ὁ Διόσκορος ἐπίσκοπος. Πρέπει βέβαια νὰ ἐπαναληφθεῖ πώς, τὸ ὅτι δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ, δὲν σήμαινε ὅτι δὲν ἦταν αἱρετικός, ὅτι δὲν μόλυνε τοὺς πιστοὺς μὲ τὴν διδασκαλία του. Καὶ αἱρετικὸς ἦταν καὶ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως μετέδιδε «ὡς πανοῦκλαν» (κατὰ τὸν ἅγιον Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη) καὶ διὰ τοῦτο ὄφειλαν οἱ πιστοὶ νὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς «ἀπὸ ὄφεως», ὅπως ὀφείλουν καὶ σήμερα, ἀπὸ τοὺς συγχρόνους αἱρετικοὺς νὰ ἀπομακρύνονται, διότι εἴτε εἶναι καταδικασμένος ὁ αἱρετικός, εἴτε δὲν εἶναι καταδικασμένος, ἡ ζημιὰ ποὺ προκαλεῖ στοὺς πιστοὺς καὶ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γενικότερα, εἶναι μεγάλη.
Ἐδῶ πρέπει νὰ μνημονεύσουμε πάλι, τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς χειροτονίας ἀπὸ τὸν Διόσκορο, τοῦ ἁγίου Ἀνατολίου, ὁ ὁποῖος «ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς κεχειροτόνητο παρόντος καὶ Εὐτυχοῦς» τοῦ αἱρεσιάρχου  (Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 12, 1042). «Ἐχειροτόνησε δὲ τὸν Ἀνατόλιον ὁ Διόσκορος, ὅτε δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ εἰσέτι, ἤτοι μετὰ τὴν ἐν Ἐφέσῳ ληστρικὴν Σύνοδον καὶ πρὸ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἥτις καθήρεσε καὶ τὸν Διόσκορο καὶ τὸν Εὐτυχῆ» (Θ.Η.Ε. τ. 2, σ. 642). «Καὶ τότε ἐξεδηλώθη ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀντίδρασις κατὰ τῆς χειροτονίας ταύτης» (ὅπ. παρ. και Μ. 6, 44). «Ἀλλ’ ὅμως ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐδέχθη τὸν Ἀνατόλιον ὡς ἔξαρχον αὐτῆς» (Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, Μ. 6, 565). «Ἡ δὲ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ τοῦτον ὡς Ἅγιον τὴν 3ην Ἰουλίου μηνός».
«Τί λέγετε περὶ ᾽Ανατολίου; οὐχὶ ἔξαρχος τῆς ἁγίας τετάρτης συνόδου ἐγεγόνει; καὶ ἰδοὺ ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς κεχειροτόνητο παρόντος καὶ Εὐτυχοῦς. καὶ ἡμεῖς γοῦν δεχώμεθα τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, ὡς καὶ ᾽Ανατόλιος ἐδέχθη. καὶ αὖθις ἀληθῶς φωνὴ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι οὐκ ἀποθανοῦνται τέκνα ὑπὲρ πατέρων, ἀλλ' ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται, καὶ ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία» (Μansi 12, 1042).
Χρειάζεται ἐδῶ μιὰ ἐπιπλέον σημείωση (γιατί κάποιοι μὲ e-mail τὸ ζητοῦν) ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς, ἤδη ἀπὸ τὸ 2012 (ἐδῶ) ἔχει διατυπώσει τὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση ὡς πρὸς τὴν στάση μας πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὰ μυστήριά τους, μὲ τὴν ἔκφραση «κατ’ οἰκονομίαν ἔγκυρα», ζητώντας πάντα, ὅταν στὸ σημεῖο αὐτὸ ὑπῆρξαν κάποιες ἐνστάσεις ἢ διαφοροποιήσεις, τὴν κατοχύρωση τῶν ἐνστάσεων ἀπὸ κείμενα ἐκκλησιαστικά. Ἔγραφε σχετικά: «Ἄν τώρα κάποιος ἀπό τούς συγχρόνους Ὀρθοδόξους ἔχει ἀντίρρησι ἐπί τοῦ θέματος, ἄς ψάξη τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς Ἁγίους καί ἄς καταθέσει τήν ἐπί τοῦ θέματος διδασκαλία, ὥστε νά ἀποδείξη ὅτι οἱ Πατέρες αὐτοί ψεύδονται καί ἄρα μᾶς ὁδηγοῦν σέ λάθος δρόμο… Ἄν ἐπί τῶν θεμάτων πού ἐθίγησαν ὑπάρχουν ἀντιρρήσεις ἀπό ἀδελφούς εἶναι σωστό νά κατατεθοῦν, ὥστε νά ἰδοῦμε μήπως κάπου σφάλλομε, παραποιοῦντες τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων» (ἐδῶ).
Γιὰ τὰ ἄκυρα-ἔγκυρα μυστήρια, τώρα, ἔγραφε πρὸς ἁγιορείτη μοναχό τότε:
«Β) Ξεχωρίζεις τούς καταδικασμένους αἱρετικούς ἀπό αὐτούς πού ἔχουν αἱρετικά φρονήματα καί τά κηρύττουν δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ποιμαντική τῶν Πατέρων εἶναι ὅτι ὅλοι (καταδικασμένοι δηλαδή καί μή) ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία τῶν αἱρετικῶν καί οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλουν νά ἀπομακρυνθοῦν (ἀποτειχισθοῦν) ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτούς. Ἡ μόνη ἴσως διαφορά, τῶν καταδικασθέντων δηλαδή καί μή καταδικασθέντων αἱρετικῶν, εἶναι  τό ὅτι οἱ μή καταδικασθέντες καί φαινομενικά κινούμενοι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, δύνανται ἀνενόχλητοι νά ἀσκοῦν τό ἔργο τοῦ διαβόλου πρός ἄγρα ψυχῶν καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι χειρότεροι, ὑπουλώτεροι  καί ἐπικινδυνώτεροι τῶν ἄλλων…
Ἄν δέ πάλι, θεωρήσωμε (ὅπως ἐσεῖς πράττετε) ὅτι καί οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες συμφωνοῦν εἰς αὐτήν τήν στάσι μας (τῆς ἀναμονῆς δηλαδή καί ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρετικῶν ποιμένων μέχρι τήν καταδίκη των ἀπό τήν Σύνοδο), τότε παρουσιάζομε καί τούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους ὡς συνεργάτες τῶν αἱρετικῶν καί βοηθούς εἰς τήν ἐπέκτασι τῆς αἱρέσεως. Αὐτά βεβαίως ἰσχύουν γενικῶς διά τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καί ὄχι διά κάποιο μικρό χρόνο κατ’ οἰκονομίαν ἀναμονῆς μέχρι βεβαιώσεως καί συνοδικῆς διακηρύξεως τῆς αἱρέσεως ἤ γιά τό ἄν κατ’ οἰκονομία εἶναι ἔγκυραἄκυρα τά ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα μυστήρια κλπ.».
          Θὰ συνεχίσουμε σὲ ἑπόμενη ἀνάρτηση μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ μονοφυσίτη πατριάρχη Ἀνθίμου.
Το Α΄ μέρος ἐδῶ     Το Β΄ μέρος ἐδῶ    Το Γ΄ μέρος ἐδῶ    Το Δ΄ μέρος ἐδῶ   Το Ε΄ μέρος ἐδῶ  


[1] (Ἡ συνέχεια τοῦ κειμένου τοῦ ἁγίου Νικοδήμου): Καὶ πρὸς τούτοις ἐκεῖνοι, ὁποῦ ἤθελαν βαπτισθῇ ἀπὸ λαϊκὸν ἐν καιρῷ κινδύνου, ἂν δὲν ἀποθάνουν ἀλλὰ ζήσουν μετὰ ταῦτα, ἐπειδὴ κατὰ τὸν μζ΄. τοῦτον Ἀποστολικόν, εἰς μόνους τοὺς Ἐπισκόπους, καὶ Πρεσβυτέρους εἶναι ἄδεια νὰ βαπτίζουν, καὶ ὄχι εἰς λαϊκούς, κατὰ τὸν ά. τοῦ Βασιλείου, ὁποῦ λέγει, τοὺς παρὰ λαϊκὸν βαπτισθέντας βαπτίζομεν. Τὸ γὰρ ἐν καιρῷ κινδύνου καὶ κατὰ περίστασιν γινόμενον δὲν εἶναι νόμος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, κατὰ τὸν ιζ΄. τῆς ά. καὶ β΄. τὰ αὐτὰ λέγει καὶ Βαλσαμών, καὶ ὁ Βλάσταρις. Πρέπει δὲ νὰ προσθέσωμεν καὶ τοῦτο εἰς τὴν παροῦσαν ὑποσημείωσιν, ὅτι κατὰ τὸν π΄. τῆς Καρθ. καὶ πδ΄. τῆς Ϛ΄. πρέπει νὰ βαπτίζωνται τὰ παιδία ἐκεῖνα ὁποῦ μήτε αὐτὰ ἠξεύρουν ἂν ἐβαπτίσθησαν διὰ τὸ ἀνήλικον, μήτε ἄλλοι μάρτυρες εὑρίσκονται βεβαιοῦντες, ὅτι ἐβαπτίσθησαν. Ὅρα καὶ τὴν ὑποσημ. τοῦ κδ΄. τοῦ Νηστευτοῦ, περὶ τοῦ ἐν κινδύνῳ ὑπὸ ἀνιέρου βαπτισθέντος νηπίου, ὅτι δηλαδὴ ἐὰν αὐτὸ ζήσῃ, βαπτίζεται ὑπὸ ἱερέως. Καθ’ ὅτι καὶ Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας Ἰουδαῖόν τινα, βαπτισθέντα ὑπὸ λαϊκοῦ ἐν καιρῷ ἀσθενείας θάνατον ἀπειλούσης, ἐβάπτισεν αὐτὸν ἐξαρχῆς ἀφ’ οὗ πάλιν ἀνέζησεν, ὡς ἱστορεῖται ἐν τόμ. ιά. σελ. 188. τῆς Βυζαντίδος. Προσθέτομεν δὲ ἐδῶ ὅτι ἂν ὁ Λαϊκὸς ἐν καιρῷ ἀνάγκης δύναται νὰ τὰ βαπτίσῃ, δύναται ἀκολούθως καὶ νὰ τὰ μυρώσῃ, καὶ νὰ τὰ κοινωνήσῃ (καὶ ὅρα τὴν ὑποσημείωσιν τοῦ νή. τῆς Ϛ΄.). Εἶναι δὲ γνώμη τινῶν, ὅτι τὰ ὑπὸ λαϊκῶν ἐν ἀνάγκῃ βαπτισθέντα νήπια, πρέπει νὰ μνημονεύωνται μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ἐὰν ἀποθάνουν, ὡς ἐν ἐλπίδι ὄντα Θείου ἐλέους τυχεῖν. Τὰ δὲ μὴ ἐν ἀνάγκῃ βαπτισθέντα παρὰ λαϊκοῦ, καὶ ἀνιέρου ὑποκρινομένου δὲ τὸν ἱερέα, ταῦτα ἀποθανόντα νὰ μὴ μνημονεύωνται, ἀβάπτιστα γάρ εἰσιν. Σημείωσε δέ, ὅτι τοὺς Λατίνους δὲν λέγομεν ὅτι ἀναβαπτίζομεν, ἀλλ’ ὅτι βαπτίζομεν. Ἐπειδὴ τὸ βάπτισμα αὐτῶν ψεύδεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Καὶ οὐχ ὅλως ἐστὶ βάπτισμα, ἀλλὰ ῥάντισμα μόνον ψιλόν».

3 σχόλια:

  1. Ανώνυμος21/12/18, 11:23 π.μ.

    Δεν αφαιρεί η Σύνοδος το χάρισμα,αλλά ο Θεός.Η Ιεροσύνη είναι Μυστήριο.Τα Μυστήρια δεν τα κάνουν οι κληρικοί,τα κάνει ο Θεός.Οι κληρικοί δεν κάνουν τίποτα,ευχές διαβάζουν.Δεν μπορούν να δώσουν και να πάρουν την Ιεροσύνη των κληρικών.Αυτή είναι δουλειά του Θεού.Ένας είναι ο Αρχιερέας,ο Δεσπότης Χριστός.Όταν εγώ,σαν κληρικός,διδάξω ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός αλλά είναι μόνο άνθρωπος,τότε,αυτομάτος από κληρικός είμαι λαϊκός αιρετικός και δεν έχει κοινωνία μαζί μου η Χάρις του Θεού.Τα γράφει καθαρά ο Χρυσόστομος Αντιοχείας,αλλά ποιός τον διαβάζει.Με την εκκλησιαστική ιστορία και τον ορθολογισμό δεν μπορούν να εξηγηθούν τα δόγματα και τα Μυστήρια.Το δόγμα της Εκκλησίας λ3ει ότι οι αιρετικοί και οι σχισματικοί δεν έχουν Ιεροσύνη και Μυστήρια.Οι Ιεροί Κανόνες των Αγίων Αποστόλων ομιλούν για αυτό το θέμα.Τότε,στην εποχή των Αποστόλων,δεν υπήρχαν αιρετικοί κληρικοί.Δηλαδή είναι λάθος ο διαχωρισμός των αιρετικών σε κεκριμένουν και μή κεκριμένους.Αιρετικός είναι αυτός που διδάσκει κακοδοξίες και είναι καταδικασμένος και αυτοκατάκριτος,όπως λέει ο Απ.Παύλος,αυτόματα.Η Σύνοδος μπορεί να κανει λάθος,ο Θεός όμως όχι.Απλά,όταν ο κληρικός δεν διδάσκει αίρεση αλλά κάνει αμαρτίες,τότε,το Μυστήριο είναι εγκυρο γιατί η αμαρτία μπορεί να συγχωρεθεί από τον Θεό,η βλασφημία όμως του Αγίου Πνεύματος σε βγάζει εκτός Εκκλησίας και Ιεροσύνης αυτόματα.Αυτή είναι η θέση των Αγίων Πατέρων που έχω διαβάσει.Υπάρχουν αρκετά λάθη στις σκέψεις του κειμενογράφου που οδηγούν σε λαθος συμπεράσματα.Το μεγάλο ομως πρόβλημα είναι ότι αυτά τα συμπεράσματα δεν βοηθούν τους αιρετικούς,αλλά τους αφήνουν στην πλάνη τους και στον πνευματικό θάνατο.Όταν ο ιστολόγολος ολοκληρώσει την δημοσίευση της εργασίας του,τότε θα γράψουμε και εμείς τις θέσεις των Αγιων Πατέρων για αυτό το απλό θέμα(το οποίο εκάναμεν δύσκολο).

    Ι.Ε. Άγιον Όρος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος21/12/18, 12:00 μ.μ.

      Να, λοιπόν, που μας προέκυψε άλλος διδάσκαλος, που διδάσκει ότι ο Θεός ενεργεί χωρίς την παρέμβαση των ανθρώπων ιερέων, παρότι Αυτός τους έδωσε την εξουσία του δεσμείν και λύειν. Και λέει τάχα ότι είναι Αγιορείτης! Που επικαλείται τον ι. Χρυσόστομο και διδάσκει τα αντίθετα από αυτόν. Να τι λέει και ο άγιος Χρυσόστομος και ο άγιος Νικόδημος:
      Άγιος Νικόδημος: «Ειδέ και ειπή τις ότι κατά τον θείον Χρυσόστομον (ομιλ. β . της β . προς Τιμόθεον, και ια . Της προς Θεσσαλ. α . και της η . προς Κορινθ. α .) η χάρις μη πάντας χειροτονούσα, δια πάντων όμως και αυτών των αναξίων ενεργεί: αποκρινόμεθα, ότι και δια πάντων ενεργεί των ακαθαιρέτων, αλλ’ όχι και των καθηρημένων και των αποχειροτονηθέντων» (Πηδάλιον, σελ. 28, υποσ. 2).
      Η αίρεση σε βγάζει εκτός Εκκλησίας, σου στερεί την προσωπική χάρη, αλλά αυτά που διαβάζουμε στα παραδείγματα των Αγίων, δείχνουν ότι έως να καταδικαστεί από Σύνοδο ο αιρετικός, τελεί τα μυστήρια.

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος21/12/18, 12:21 μ.μ.

      Ι.Ε. Άγιον Όρος: Στην αρχή λες Ι.Ε. ότι "ο Θεός ενεργεί χωρίς την παρέμβαση των ανθρώπων ιερέων". Και μετά λες: "Το δόγμα της Εκκλησίας λ3ει ότι οι αιρετικοί και οι σχισματικοί δεν έχουν Ιεροσύνη και Μυστήρια". Ποιοι το έγραψαν το Δόγμα και τους Ι. Κανόνες; Όχι άνθρωποι; Και τα Ευαγγέλια, και τα Δόγματα, και τους Κανόνες άνθρωποι τους έγραψαν με τη θεία φώτιση. Τα απορρίπτεις εσύ αυτά; Και ποιο Δόγμα της Εκκλησίας λέει αυτό που ισχυρίζεσαι Ι.Ε.; Και αυτά που αναφέρει το άρθρο δεν στηρίζονται σε Ι. Κανόνες;

      Διαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.