Η ευχαριστία στο Θεό ανεβάζει εμάς τους θνητούς πάνω από τη φθορά της θνητότητας, μας απαλλάσσει από εκείνο που κάποια στιγμή πρέπει ν’ απαλλαγούμε, είτε το θέλουμε είτε όχι. Η ευχαριστία μας ενώνει με τον ζώντα κι αθάνατο Θεό. Αν δεν είμαστε ενωμένοι μαζί Του σ’ αυτή τη ζωή, τότε δε θα τον δούμε στην αιωνιότητα. Η ευχαριστία εξευγενίζει τον άνθρωπο και ενθαρρύνει τα καλά έργα. Η ευχαριστία εμπνέει την ευεργεσία στον κόσμο και ενισχύει τις αρετές. Η θνητή γλώσσα του ανθρώπου αδυνατεί να περιγράψει το κάλλος της ευγνωμοσύνης ή την ασχήμια της αγνωμοσύνης τόσο παραστατικά, όσο παρουσιάζονται στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ: Η θεραπεία των δέκα λεπρών
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς (Λουκ. ιζ 12-19)
Συχνά είμαστε αδύναμοι να διδαχτούμε από τα μεγάλα πράγματα και διδασκόμαστε από τα μικρά. Αφού δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς o Θεός βλέπει όλους τους ανθρώπους, ας παρατηρήσουμε πώς στέλνει ο ήλιος το φως του παντού στη γη, σ’ όλα τα πράγματα. Αν αδυνατούμε να κατανοήσουμε πως η ψυχή
του ανθρώπου δεν μπορεί ούτε στιγμή να ζήσει χωρίς Θεό, ας δούμε πώς το σώμα του ανθρώπου δεν μπορεί ούτε στιγμή να ζήσει χωρίς τον αέρα. Αν δεν μπορούμε ν’ αντιληφθούμε γιατί ο Θεός ζητάει υπακοή από τους ανθρώπους, ας καταλάβουμε γιατί ο αρχηγός της οικογένειας απαιτεί υπακοή από τα μέλη της, ο βασιλιάς από τους υπηκόους του, ο διοικητής από τους στρατιώτες του κι ο αρχιτέκτονας από τους οικοδόμους. Αν δεν κατανοούμε γιατί ο Θεός ζητάει ευγνωμοσύνη από τους ανθρώπους, ας αναλογιστούμε γιατί ο πατέρας ζητάει την ευγνωμοσύνη των παιδιών του. Γιατί ο πατέρας επιμένει πως ο γιος του πρέπει να πάρει το κύπελλό του, να του κάνει υπόκλιση και να λέει ευχαριστώ για το κάθε τι, μικρό ή μεγάλο, που παίρνει από τους γονείς του; Γιατί το κάνουν αυτό οι γονείς; Μήπως πλουτίζουν περισσότερο με τις ευχαριστίες των παιδιών, μήπως γίνονται πιο δυνατοί ή πιο διάσημοι ή αποκτούν μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνία; Όχι, τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Αφού λοιπόν οι γονείς δεν κερδίζουν προσωπικά τίποτα από την ευγνωμοσύνη των παιδιών, δεν είναι περίεργο που διδάσκουν συνέχεια τα παιδιά τους να είναι ευγνώμονα; Κι αυτό δεν το κάνουν μόνο οι πιστοί γονείς, μα ακόμα κι οι άπιστοι. Όχι, αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο, αλλά μάλλον ευγενές. Αυτό που κάνει τους γονείς να διδάσκουν την ευγνωμοσύνη στα παιδιά τους, είναι η ανιδιοτελής αγάπη τους. Γιατί; Επειδή αυτό είναι για το καλό των παιδιών τους. Για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους όπως τα καλλιεργημένα καρποφόρα δέντρα κι όχι όπως τα άγρια αγκάθια. Κι αυτό για να επιβιώσει το παιδί τους ανάμεσα στους ανθρώπους στην πρόσκαιρη ζωή, ανάμεσα σε φίλους κι εχθρούς, σε χωριά και σε πόλεις, στην εξουσία ή στο εμπόριο. Τον ευγνώμονα άνθρωπο τον εκτιμούν παντού, τον αγαπούν, τον καλοδέχονται και τον βοηθούν. Αυτός που μαθαίνει την ευγνωμοσύνη, μαθαίνει να είναι κι εύσπλαχνος. Κι ο εύσπλαχνος άνθρωπος περπατάει ελεύθερος σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ας αναρωτηθούμε τώρα γιατί ο Θεός αναζητά τις ευχαριστίες των ανθρώπων. Γιατί ζήτησε από το Νώε, το Μωυσή, τον Αβραάμ κι απ’ άλλους προπάτορες να προσφέρουν θυσίες ευχαριστίας στο Θεό (βλ. Γεν. η’ 20-21, ιβ’ 7-8, λε’ 1, Λευϊτ. γ’); Γιατί ο Κύριος έδινε καθημερινά παραδείγματα στον κόσμο πώς πρέπει να προσφέρουν ευχαριστίες στο Θεό (βλ. Ματθ. ια’ 25, ιδ’ 19, κστ 26-27); Γιατί και οι απόστολοι έκαναν το ίδιο (βλ. Πράξ. β’ 47, κζ’ 35) και συμβούλευαν τους πιστούς να ευχαριστούν το Θεό για όλα (Εφ. ε 20, Κολ. γ’ 17); Μήπως μας φαίνονται ακατανόητα τα λόγια που είπε ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας, «τον έλεον Κυρίου εμνήσθην, τας αρετάς Κυρίου εν πάσιν, οις ημίν ανταποδίδωσι» (Ησ. ξγ’ 7); Ή μήπως δεν είναι κατανοητά αυτά που συμβουλεύει ο Ψαλμωδός την ψυχή του, «ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον, και μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις αυτού» (Ψαλμ. ρβ’ 2); Γιατί λοιπόν ο Θεός ζητά τις ευχαριστίες των ανθρώπων και γιατί οι άνθρωποι ευχαριστούν το Θεό; Αυτό οφείλεται στην αμέτρητη αγάπη Του για τον άνθρωπο. Αυτός είναι ο λόγος που ο Θεός ζητά να τον ευχαριστούν οι άνθρωποι.
Οι ευχαριστίες των ανθρώπων δε θα κάνουν σπουδαιότερο το Θεό, δε θα τον κάνουν πιο δυνατό, πιο ένδοξο, πιο πλούσιο ή πιο ζωντανό. Όλ’ αυτά θα τ’ αποκτήσουν οι άνθρωποι. Η ευγνωμοσύνη των ανθρώπων δε θα προσθέσει τίποτα στην ειρήνη και τη μακαριότητα του Θεού, θα προσθέσει τα χαρακτηριστικά αυτά όμως στους ανθρώπους. Η ευχαριστία κι η δοξολογία στο Θεό δε θ’ αλλάξει σε τίποτα την ύπαρξή Του, θ’ αλλάξει όμως κάτι στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο Θεός δεν έχει ανάγκη την ευγνωμοσύνη μας, ούτε και τις προσευχές μας. Ο ίδιος ο Κύριος όμως είπε: «Οίδε γαρ ο πατήρ υμών ων χρείαν έχετε προ του υμάς αιτήσαι αυτόν» (Ματθ. στ 8). Και προέτρεψε τους μαθητές «προς το δειν πάντοτε προσεύχεσθαι αυτούς και μη εκκακείν» (Λουκ. ιη’ 1). Ο Θεός δεν έχει ανάγκη τις προσευχές μας, μας προτρέπει όμως να προσευχόμαστε. Δεν έχει ανάγκη την ευγνωμοσύνη μας, αλλά την απαιτεί από μας. Οι ευχαριστίες μας δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά μια προσευχή.
Η ευχαριστία στο Θεό ανεβάζει εμάς τους θνητούς πάνω από τη φθορά της θνητότητας, μας απαλλάσσει από εκείνο που κάποια στιγμή πρέπει ν’ απαλλαγούμε, είτε το θέλουμε είτε όχι. Η ευχαριστία μας ενώνει με τον ζώντα κι αθάνατο Θεό. Αν δεν είμαστε ενωμένοι μαζί Του σ’ αυτή τη ζωή, τότε δε θα τον δούμε στην αιωνιότητα. Η ευχαριστία εξευγενίζει τον άνθρωπο και ενθαρρύνει τα καλά έργα. Η ευχαριστία εμπνέει την ευεργεσία στον κόσμο και ενισχύει τις αρετές. Η θνητή γλώσσα του ανθρώπου αδυνατεί να περιγράψει το κάλλος της ευγνωμοσύνης ή την ασχήμια της αγνωμοσύνης τόσο παραστατικά, όσο παρουσιάζονται στη σημερινή ευαγγελική περικοπή.
***
«Εισερχομένου αυτού (του Ιησού) είς τινα κώμην απήντησαν αυτώ
δέκα λεπροί άνδρες, οι έστησαν πόρρωθεν. και αυτοί ήραν φωνήν λέγοντες-
Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς» (Λουκ. ιζ’ 12,13). Ήταν δέκα λεπροί.
Είναι φρικτό να βλέπεις ένα λεπρό, πόσο μάλλον να δεις δέκα μαζί. Ένα
σώμα καλυμμένο ολόκληρο, από την κορφή ως τα νύχια, με άσπρες κηλίδες,
κακοφορμισμένες πληγές, που στην αρχή δημιουργούν φαγούρα κι έπειτα
καίνε σαν φλόγα. Ένα σώμα που φθείρεται συνέχεια και λειώνει. Ένα σώμα
που έχει περισσότερο πύον παρά αίμα. Ένα σώμα που μυρίζει τόσο εξωτερικά
όσο κι εσωτερικά. Κι όταν η λέπρα προσβάλει το στόμα, τη μύτη ή τα
μάτια, φαντάζεστε τι αέρα ανασαίνει ο λεπρός από το γεμάτο πύον στόμα
του, τι γεύση έχει αυτό που τρώει, και πώς του φαίνεται ο κόσμος που
βλέπει από τα γεμάτα πύον μάτια του.Σύμφωνα με το Νόμο του Μωυσή, στους λεπρούς απαγορευόταν νά ‘ρθουν σ’ οποιαδήποτε επαφή με τους άλλους ανθρώπους. Το ίδιο γίνεται και στις μέρες μας, στις περιοχές όπου κατοικούν λεπροί [*]. Κι οι λεπροί, για να εμποδίσουν τους άλλους ανθρώπους να τους πλησιάσουν, τους φώναζαν από μακριά, με το μοναδικό όνομα που αναφέρεται στο Νόμο γι’ αυτούς: «Ακάθαρτος! Ακάθαρτος!» Αναφέρεται στο Νόμο: «Και ο λεπρός εν ω έστιν η αφή, τα ιμάτια αυτού έστω παραλελυμένα και η κεφαλή αυτού ακάλυπτος, και περί το στόμα αυτού περιβαλέσθω, και ακάθαρτος κληθήσεται» (Λευϊτ. ιγ’ 45). Τα ρούχα του πρέπει να είναι σχισμένα, για να φαίνεται η λέπρα του. Το κεφάλι του να είναι ακάλυπτο, και το στόμα του καλυμμένο, για τον ίδιο λόγο. Και κυρίως έπρεπε να φωνάζουν: «Ακάθαρτος! Ακάθαρτος!» Απομακρύνονταν από τις πόλεις και τα χωριά και ζούσαν χειρότερα κι από τα ζώα, περιφρονημένοι και ξεχασμένοι. Αναφέρεται στο Λευϊτικό: «Ακάθαρτος έσται, κεχωρισμένος καθήσεται, έξω της παρεμβολής αυτού έσται η διατριβή» (Λευϊτ. ιγ’ 46). Τους λογάριαζαν νεκρούς, αλλ’ η μοίρα τους ήταν χειρότερη κι από των νεκρών.
Μια μέρα ο Κύριος Ιησούς, η πηγή της υγείας, του κάλλους και της δύναμης, πέρασε κοντά απ’ αυτά τα ανθρώπινα ράκη, αυτά τα δύσοσμα υπολείμματα της ζωής. Μόλις οι λεπροί κατάλαβαν πως δίπλα τους περνούσε Εκείνος, σήκωσαν τη φωνή τους από μακριά και είπαν: Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς. Πώς γνώριζαν οι ταλαίπωροι αυτοί άνθρωποι για τον Ιησού και τη δύναμη που είχε να τους βοηθήσει, αφού δεν είχαν επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους; Θα πρέπει κάποιος από κείνους που τους άφηνε από μακριά ψωμί στο δρόμο, να τους είχε πληροφορήσει για τα νέα. Η φήμη του νέου θαυματουργού στον κόσμο, που θα μπορούσε να τους ενδιαφέρει, θα πρέπει να είχε φτάσει στ’ αυτιά τους. Όλα τ’ άλλα που γίνονταν στον κόσμο, όπως οι αλλαγές των αρχόντων κι οι πόλεμοι ανάμεσα στα έθνη, η ίδρυση κι η καταστροφή των πόλεων, οι εορταστικές εκδηλώσεις, οι πυρκαγιές κι οι σεισμοί, όλ’ αυτά τους ήταν εντελώς αδιάφορα. Πνιγμένοι μέσα στο πύον, το μόνο που θα σκέφτονταν ήταν η αθλιότητά τους και ίσως Εκείνος που θα μπορούσε να τους απαλλάξει από τις πληγές, τα ράκη και το πύον και να τους ντύσει με το ένδυμα της υγείας. Άκουσαν για τον Κύριο Ιησού και σίγουρα πληροφορήθηκαν κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις, που ο Κύριος θεράπευσε λεπρούς σαν κι εκείνους (βλ. Λουκ. ε 12,13). Θα νοσταλγούσαν λοιπόν τη μοναδική ευκαιρία να βρεθούν μπροστά στον Κύριο.
Κάπου στην άκρη της πεδιάδας της Γαλιλαίας, εκεί που ο δρόμος αρχίζει ν’ ανηφορίζει προς τη Σαμάρεια, τον περίμεναν. Και να που η ευτυχισμένη και μοναδική ευκαιρία που περίμεναν τους πλησίασε, όχι κατά τύχη, αλλά με την πρόνοια του Θεού. Είδαν το Χριστό να περνάει από κει με τους μαθητές Του κι έκραξαν με μεγάλη φωνή: Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς! Γιατί τον ονόμασαν Επιστάτη; Επειδή η λέξη αυτή είναι πιο επιβλητική από το «διδάσκαλος». Επιστάτης δεν είναι μόνο ο διδάσκαλος, αλλά εκείνος που εποπτεύει, που καθοδηγεί, που με τα λόγια, το παράδειγμα και τη μέριμνά Του οδηγεί τους ανθρώπους στο δρόμο της σωτηρίας. Γιατί τότε δεν τον ονόμασαν «Κύριο», που είναι ακόμα πιο επιβλητική λέξη από το «επιστάτης»; Επειδή δεν είχαν γνωρίσει ακόμα τη δύναμη και την εξουσία του Χριστού.
Ελέησον ημάς, κραύγαζαν. «Και ιδών είπεν αυτοίς· πορευθέντες δείξατε εαυτούς τοις ιερεύσι». Και καθώς πήγαιναν στους ιερείς, στο δρόμο καθαρίστηκαν. Σε προηγούμενη περίπτωση θεραπείας λεπρών, ο Κύριος έκτεινε το χέρι Του κι ακούμπησε το λεπρό λέγοντας: «θέλω, καθαρίσθητι. και ευθέως η λέπρα απήλθεν απ’ αυτού» (Λουκ. ζ’ 13). Τώρα όμως όχι μόνο δεν άγγιξε τους λεπρούς, μα δεν τους πλησίασε καν, ήταν μακριά τους, αφού έστησαν πόρρωθεν, και αυτοί ήραν φωνήν. Τους μιλούσε από απόσταση.
Γιατί ο Κύριος τους έστειλε στους ιερείς; Επειδή οι ιερείς είχαν το καθήκον να τους κηρύξουν ακάθαρτους και να τους αποκλείσουν από την κοινωνία, όπως είχαν και το δικαίωμα να δηλώσουν πως είναι θεραπευμένοι και καθαροί, για να ξαναγυρίσουν κοντά στους ανθρώπους (βλ. Λευϊτ. ιγ’ 34,44). Ο Κύριος δε θα καταργήσει το Νόμο, καθώς μάλιστα ο Νόμος δεν εμποδίζει το έργο Του, αλλά μάλλον το ενισχύει σ’ αυτήν την περίπτωση. Οι ίδιοι οι ιερείς θα πείθονταν πως οι δέκα λεπροί καθαρίστηκαν, αφού βεβαιώθηκαν γι’ αυτό. Οι δέκα λεπροί άκουσαν τι τους είπε ο Κύριος και που τους έστειλε και ξεκίνησαν για το χωριό, να εκτελέσουν την εντολή Του. Να, όμως, που καθώς βάδιζαν, η λέπρα τους καθαρίστηκε, εξαφανίστηκε. «Και εγένετο εν τω υπάγειν αυτούς εκαθαρίσθησαν» (Λουκ. ιζ’ 14). Κοίταξαν τα σώματά τους και διαπίστωσαν πως είχαν γίνει καθαροί, υγιείς. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον κι έκαναν την ίδια διαπίστωση. Οι πληγές, το πύον κι η δυσοσμία είχαν εξαφανιστεί. Μόνο τα ίχνη της φοβερής αρρώστιας είχαν μείνει, για να μαρτυρούν τη θεραπεία τους.
Ποιος θα μπορούσε να πει πως το θαύμα αυτό του Χριστού δεν ήταν ανώτερο από ανάσταση νεκρών; Ας εγκύψουμε βαθύτερα στο γεγονός πώς, μ’ ένα Του λόγο, τα λεπρά σώματα που τα είχε καταφάγει η αρρώστια, ξαφνικά καθαρίστηκαν, έγιναν καλά. Όσο εμβαθύνει κανείς στο θαύμα αυτό, αναγνωρίζει κι ομολογεί πως θνητός άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αρθρώσει τέτοιο λόγο. Μόνο ο Θεός μπορεί να προφέρει αυτόν τον θεραπευτικό λόγο, μέσα από τα ανθρώπινα χείλη Του. Είναι αλήθεια πως ο λόγος αυτός βγήκε από ανθρώπινα χείλη. Είναι σίγουρο όμως πως προήλθε από τα ίδια βάθη, απ’ όπου κι ο λόγος της δημιουργίας του κόσμου. «Αυτός είπε και εγενήθησαν».
Υπάρχουν λόγια και λόγια. Υπάρχουν λόγια αγνά κι αναμάρτητα, που είναι και λόγια δυνάμεως. Τα λόγια αυτά προέρχονται από την πρωταρχική πηγή της αιώνιας Αγάπης. Οι πύλες ολόκληρης της δημιουργίας είναι ανοιχτές μπροστά τους. Τα πάντα, άνθρωποι, ασθένειες και πνεύματα τους υποτάσσονται. Υπάρχουν όμως και λόγια διασπαστικά, ωμά, που τα έχει νεκρώσει η αμαρτία. Τα λόγια αυτά δεν έχουν μεγαλύτερη επιρροή απ’ όση έχει το σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στις καλαμιές. Όσα τέτοια νεκρά λόγια κι αν ακουστούν, παραμένουν τόσο ανίσχυρα, όσο ο καπνός που προσκρούει σε σιδερένια πόρτα.
Αναλογιστείτε όμως πόση απερίγραπτη ανακούφιση και παρηγοριά νιώθουμε, όταν γνωρίζουμε σε πόσο δυνατό και στοργικό Κύριο ανήκουμε! «Πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν, εν τω ουρανώ και εν τη γη» (Ψαλμ. ρλδ’ 6). Αυτός είναι ο Κύριος της ζωής, Αυτός κυβερνά την αρρώστια, Αυτός δίνει τους νόμους της φύσης, είναι ο νικητής του θανάτου. Δεν δημιουργηθήκαμε από την αλόγιστη φύση. Είμαστε δούλοι του ζωντανού Θεού που αγαπά τον άνθρωπο. Δεν είμαστε τυχαία πλάσματα της τύχης. Είμαστε πλάσματα Εκείνου που δημιούργησε όλους τους πρεσβύτερους αδελφούς μας, τους αγγέλους, τους αρχαγγέλους κι όλα τ’ αθάνατα όντα του ουρανού. Αν υποφέρουμε σ’ αυτή τη ζωή, Εκείνος γνωρίζει το νόημα και το σκοπό των βασάνων μας. Αν μας έκανε λεπρούς η αμαρτία, ο λόγος Του είναι ισχυρότερος από τη λέπρα, είτε σωματική είναι αυτή είτε πνευματική. Την ώρα που πνιγόμαστε, το σωστικό χέρι Του είναι κοντά μας. Την ώρα που πεθαίνουμε, μας περιμένει στην άλλη πλευρά του τάφου.
Ας γυρίσουμε τώρα στη διήγηση του ευαγγελίου, στη θεραπεία των λεπρών. Ας ρίξουμε μια ματιά στην καθαρή απεικόνιση της ευγνωμοσύνης και της αγνωμοσύνης. Τι έκαναν οι λεπροί αυτοί όταν διαπίστωσαν πως είχαν θεραπευτεί από τη λέπρα τους; Μόνο ο ένας απ’ αυτούς γύρισε για να ευχαριστήσει το Χριστό. Οι άλλοι εννιά τράβηξαν το δρόμο τους. Ούτε που σκέφτηκαν να γυρίσουν και να ευχαριστήσουν τον Ευεργέτη και Σωτήρα τους.
«Εις δε εξ αυτών, ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν. και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ· και αυτός ην Σαμαρείτης» (Λουκ. ιζ’ 15, 16). Ο ευγνώμων αυτός άνθρωπος, μόλις είδε πως είχε απαλλαγεί από τη φοβερή αρρώστια του, ένιωσε την ψυχή του ν’ ανασαίνει ανάλαφρα. Ήταν σα να είχε βγάλει από μέσα του κάποια φαρμακερά φίδια. Η πρώτη του σκέψη λοιπόν ήταν να τρέξει και να ευχαριστήσει Εκείνον που τον έσωσε απ’ αυτήν τη φοβερή αθλιότητα. Λίγο νωρίτερα είχε κράξει, Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς. Τώρα ξανασήκωσε τη φωνή του και βροντοφώναξε από τα βάθη της ψυχής του κι από τα καθαρά χείλη του ευχαρίστησε το Θεό. Δεν του έφτασε αυτό όμως. Έτρεξε αμέσως να βρει τον Ευεργέτη του, να του εκφράσει τις ευχαριστίες του. Μόλις έφτασε κοντά στο Χριστό έπεσε μπροστά Του να τον προσκυνήσει. Γονάτισε τώρα όχι με πονεμένα πόδια από τις ανοιχτές πληγές, αλλά με πόδια θεραπευμένα και υγιή. Είχε πια ένα σώμα τελείως υγιές, μια καρδιά γεμάτη χαρά και δυο μάτια γεμάτα δάκρυα.
Αυτός ήταν αληθινός άνθρωπος. Στιγμές νωρίτερα ήταν μια μάζα από πυώδη σάρκα. Τώρα ξανάγινε άνθρωπος. Στιγμές νωρίτερα ήταν απόβλητος από τη ζωή των ανθρώπων. Τώρα ξανάγινε άξιο μέλος της κοινωνίας τους. Στιγμές νωρίτερα ήταν μια θλιβερή σάλπιγγα που ηχούσε μονότονα μια μόνο λέξη: «Ακάθαρτος! Ακάθαρτος!» Τώρα μεταβλήθηκε σε μια θριαμβευτική σάλπιγγα που ανέπεμπε ευχαριστίες και δοξολογίες στο Θεό.
Αυτός ο ένας και μοναδικός θεραπευμένος κι ευγνώμων άνθρωπος δεν ήταν Ιουδαίος, αλλά Σαμαρείτης. Οι Σαμαρείτες δεν ήταν Ιουδαίοι αλλά ούτε και καθαρόαιμοι Ασσύριοι ή μιγάδες από Ασσύριους και Ιουδαίους γονείς. Ήταν οι Ασσύριοι εκείνοι που κάποτε εγκατέστησε ο βασιλιάς Σαλμανάσαρ σε τόπους της Συρίας, αφού μετακίνησε από κει τους Ιουδαίους στην Ασσυρία (βλ. Β’ Βασ. ιζ’ 3-6, 24). Το ότι ο ευγνώμων αυτός άνθρωπος ήταν καθαρόαιμος Ασσύριος προκύπτει κι από τα λόγια του Κυρίου που τον ονόμασε αλλογενή.
«Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ουχί οι δέκα εκαθαρίσθησαν; οι δε εννέα πού; ουχ ευρέθησαν υποστρέφαντες δούναι δόξαν τω Θεώ ει μη ο αλλογενής ούτος;» (Λουκ. ιζ’ 17,18). Πόσο ευγενικά μέμφεται τους αγνώμονες ο Κύριος! Ρώτησε μόνο αν θεραπεύτηκαν κι αυτοί και γιατί δε γύρισαν να τον ευχαριστήσουν. Δε ρώτησε βέβαια επειδή ο ίδιος δεν ήξερε ότι είχαν θεραπευτεί όλοι. Όχι. Γνώριζε πως θα θεραπευτούν προτού καν τους δει και τους συναντήσει. Έκανε όμως την ερώτηση σαν μια ευγενική επίπληξη. Εμείς, όταν δίνουμε ένα νόμισμα σε κάποιον επαίτη, εκνευριζόμαστε και ξεσπούμε σε κραυγές αν δε μας ευχαριστήσει. Σκεφτείτε τώρα πόσο θα εκνευριζόμασταν και θα καταγγέλαμε τους εννιά αυτούς ανθρώπους, αν υποτεθεί πως είχαμε τη δύναμη και τους θεραπεύσαμε από τέτοια φοβερή αρρώστια κι εκείνοι δε γύρισαν να μας πουν ούτε ένα ευχαριστώ.
Οι μέρες μας είναι γεμάτες από οργισμένους ανθρώπους ενάντια στους αγνώμονες. Ο αέρας που μας περιβάλει είναι γεμάτος από μίση και ύβρεις που εκστομίζονται από χείλη ανθρώπων καθημερινά, από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός, προς τους αγνώμονες. Πόσο μικρά όμως είναι αυτά που κάνει ο άνθρωπος, σε σχέση με τα μέγιστα που ακούραστα και αδιάλειπτα κάνει ο Θεός για τους ανθρώπους, από τη στιγμή που γεννήθηκαν ως το θάνατό τους! Ο Θεός όμως ποτέ δε μέμφεται, ποτέ δεν οργίζεται στον αγνώμονα, αλλά τον επιπλήττει ευγενικά και ρωτάει όσους τον λατρεύουν στο ναό: «Πού είναι τα άλλα παιδιά Μου; Δεν έδωσα την υγεία σε χιλιάδες; Γιατί βρίσκονται μόνο λίγες δεκάδες στο ναό Μου; Δε δίνω το φως του ήλιου σε εκατομμύρια; Γιατί είστε μόνο λίγες εκατοντάδες οι ευγνώμονες; Δεν ομόρφηνα τους αγρούς, δεν τους γέμισα με πλούσια σοδειά, με κάθε χόρτο για τα κοπάδια; Γιατί είστε μόνο λίγοι εσείς που γονατίζετε με ευχαριστία μπροστά Μου; Πού είναι τα άλλα παιδιά Μου; Πού είναι οι δυνατοί και ισχυροί που κυβερνούν τα έθνη με τη δική Μου δύναμη και ισχύ; Πού είναι οι ισχυροί, πού οι επιτυχημένοι που πλούτισαν από τα πλούτη Μου και πέτυχαν χάρη στο έλεός Μου; Πού είναι οι ευτυχισμένοι που αντλούν την υγεία και την ευτυχία από τη δική Μου πηγή; Πού είναι οι γονείς που τα παιδιά τους τα βοηθάω να μεγαλώσουν και να γίνουν δυνατοί; Πού είναι οι δάσκαλοι που τους χορηγώ σοφία και γνώση; Πού είναι όλοι οι άρρωστοι που θεράπευσα; Πού είναι όλοι οι αμαρτωλοί που καθάρισα τις ψυχές τους από την αμαρτία, σα νά ‘ταν από λέπρα;»
Προσέξτε, ει μη ο αλλογενής ούτος! Μόνο αυτός γύρισε για να ευχαριστήσει. Είναι όμως κανένας ξένος, αλλογενής, στο Χριστό; Δεν ήρθε για να σώσει όλους τους ανθρώπους κι όχι μόνο τους Ιουδαίους; Οι Ιουδαίοι υπερηφανεύονταν επειδή ήταν ο «περιούσιος», ο εκλεκτός λαός του Θεού, πως είχαν γνώση του Θεού, πως απ’ αυτήν την άποψη ξεπερνούσαν κάθε άλλο έθνος στη γη. Υπάρχει όμως ένα παράδειγμα που φανερώνει το σκότος του μυαλού τους και τη σκληρότητα της καρδιάς τους. Ένας Ασσύριος, ειδωλολάτρης, είχε πιο φωτισμένο μυαλό και πιο ευγενική καρδιά από τους αυτοθαυμαζόμενους Ιουδαίους. Η ιστορία αυτή με τους εκλεκτούς ή τους μη εκλεκτούς, δυστυχώς επαναλαμβάνεται και στις μέρες μας. Και σήμερα κάποιοι ειδωλολάτρες έχουν πιο ανοιχτό μυαλό και πιο ευγνώμονα καρδιά προς το Θεό από πολλούς χριστιανούς. Υπάρχουν μωαμεθανοί, βουδιστές ή παρσιστές (οπαδοί του ζωροαστρισμού) που ντροπιάζουν πολλούς χριστιανούς με τις καρδιακές προσευχές τους στο Θεό και τη θερμή ευγνωμοσύνη τους προς Εκείνον.
Η παραβολή τελειώνει με τα λόγια του Σωτήρα μας προς τον ευγνώμονα Σαμαρείτη: «Και είπεν αυτώ· αναστάς πορεύου· η πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. ιζ’ 19). Προσέξτε τη μεγαλοσύνη της ταπείνωσης του Κυρίου, την αρχοντιά Του! Ο ίδιος χαίρεται να ονομάζει τους ανθρώπους συνεργάτες Του στα μέγιστα και καλά έργα Του. Θέλει έτσι να ενισχύσει το ηθικό της ταπεινωμένης και υποτιμημένης ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι υπεράνω της ανθρώπινης υπερηφάνειας και ματαιότητας και θέλει να μοιράσει τη δική Του αξία με άλλους, τα πλούτη Του με τους φτωχούς, τη δόξα Του με τους άπορους και τους θλιμμένους.
Η πίστις σου σέσωκέ σε. Ο Σαμαρείτης είχε πραγματικά πιστέψει, όπως κι οι άλλοι εννιά λεπροί. Αν δεν είχαν πιστέψει στη δύναμη του Κυρίου, δε θα φώναζαν Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς. Σε τι τους χρησίμευε η πίστη τους όμως; Με την ίδια πίστη θα μπορούσαν να φωνάξουν σε χιλιάδες διάσημους γιατρούς του κόσμου: «Ελεήστε μας, θεραπεύστε μας!» Όλα όμως θ’ απέβαιναν μάταια. Αν κάποιος απ’ αυτούς τους χιλιάδες θνητούς γιατρούς του κόσμου τους είχε θεραπεύσει, πιστεύετε πως θ’ απέδιδε τη θεραπεία στην πίστη του αρρώστου ή στη δική του ικανότητα κι επιστημοσύνη; Δε συνηθίζουν οι γιατροί του κόσμου να ξεπερνούν σιωπηλά τις ευχαριστίες των αρρώστων για την αποκατάσταση της υγείας τους, δίνουν μεγάλη έμφαση στη δική τους αξία και συμμετοχή. Αυτή είναι η συμπεριφορά του ανθρώπου προς άνθρωπο. Ο Χριστός όμως συμπεριφέρεται διαφορετικά στους ανθρώπους. Ο Χριστός έχει ένα βαγόνι γεμάτο σιτάρι κι ο λεπρός Σαμαρείτης πρόσθεσε ένα σπυρί σιτάρι στο φορτίο. Το φορτίο με το σιτάρι είναι η θεϊκή Του δύναμη και εξουσία. Το σπυρί του λεπρού είναι η πίστη του στο Χριστό. Ο Χριστός αγαπά πραγματικά τον άνθρωπο και δεν υποτιμά το μικρό σπυρί, αλλ’ αντίθετα θα το τιμήσει περισσότερο από το δικό Του μεγάλο φορτίο. Γι’ αυτό και δε λέει, όπως θά ‘λεγε κάθε άνθρωπος σε τέτοια περίπτωση: «Το φορτίο μου με το σιτάρι θα σε θρέψει». Δε λέει «Εγώ σε έσωσα», αλλά η πίστις σου σέσωκέ σε. Πόση μεγαλοψυχία κρύβεται στα λόγια αυτά! Πόσο μεγάλη είναι για όλους μας η διδαχή Του! Πόσο μεγάλη είναι η επίπληξη στην ανθρώπινη ιδιοτέλεια κι υπερηφάνεια!
***
Όλοι εκείνοι που κρύβουν το σπυρί της αξίας του άλλου και
δίνουν έμφαση στο δικό τους φορτίο, ας ταπεινωθούν, ας διδαχτούν από το
Χριστό, το Δίκαιο. Δεν είναι λιγότερο ληστές και κλέφτες από
τον πλούσιο, που προσθέτει το μικρό αγρό του φτωχού στ’ απέραντα δικά
του στρέμματα. Όλοι οι στρατηγοί που κρύβουν το ρόλο που έπαιξαν οι
στρατιώτες στη νίκη και διασαλπίζουν προς κάθε κατεύθυνση μόνο τη δική
τους συμμετοχή, ας σκύψουν λίγο κι ας διδαχτούν από το Δίκαιο Χριστό.
Όσοι ασχολούνται με τη βιομηχανία και το εμπόριο και αποδίδουν στον
εαυτό τους και στην αξία τους, στη σοφία και την τύχη τους, όλη την
επιτυχία που ανήκει στους εργάτες και τους υπαλλήλους τους, ας
παραδειγματιστούν από τον ταπεινό Ιησού. Τέλος όλοι οι άνθρωποι,
που με την τυφλή υπερηφάνεια τους αποδίδουν κάθε καλό, κάθε ικανότητα
και κάθε επιτυχία μόνο στον εαυτό τους κι αγνοούν ή ξεχνούν την τεράστια
συμβολή του Θεού, ας διδαχτούν από το Θεό, που αγαπά ολόκληρο
το ανθρώπινο γένος. Ας πλησιάσουν κι ας μάθουν πως ο Θεός δεν αγνοεί και
δεν κρύβει ούτε ένα σπυρί από την αξία του ανθρώπου που προσθέτει στο
μέγιστο δικό Του φορτίο αξιών. Το μόνο που κρύβει είναι η δική Του
συμβολή και δίνει έμφαση στη συμμετοχή των ανθρώπων.Υπάρχει μεγαλύτερο χτύπημα και πιο φοβερή επίπληξη στους ανθρώπους για την κλοπή, τη ληστεία, τη σκληρότητα, την υπερηφάνεια και την έλλειψη αγάπης που δείχνουν προς τον άνθρωπο και το Θεό; Όποιος έχει αίσθηση συστολής, πρέπει πραγματικά να ντραπεί και να ταπεινωθεί μπροστά στην ταπείνωση του Χριστού. Εκείνος που διατηρεί έστω και μια σπίθα της συνείδησής του αναμμένη, ας μετανοήσει για το χυδαίο κι ανόητο αυτοθαυμασμό και την αυταρέσκειά του κι ας γίνει ευγνώμων στο Θεό και στους ανθρώπους. Η ευγνωμοσύνη θα του διδάξει την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και την ταπείνωση.
Αν εμείς οι χριστιανοί γνωρίζαμε την ποικιλία και το πλήθος των πνευματικών νοσημάτων, από τα οποία ο Χριστός μας θεραπεύει κάθε μέρα, θα στρέφαμε γρήγορα προς Εκείνον το πρόσωπό μας και θα πέφταμε στα πόδια Του να τον ευχαριστήσουμε από τη στιγμή αυτή ως το θάνατό μας. Η ώρα αυτή δεν είναι μακριά για κανένα μας.
Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
[*] Ο άγιος Νικόλαος κοιμήθηκε το 1956, όταν ακόμα δεν είχε ανακαλυφθεί το φάρμακο για τη λέπρα.
(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Γ’ – ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤ’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014)
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.