Στὶς 23 Μαρ­τί­ου ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α ἑ­ορ­τά­ζει τὴ μνή­μη μιᾶς ἐν­δό­ξου χο­ρεί­ας 200 μαρ­τύ­ρων τοῦ 3ου αἰ­ῶ­νος, τοῦ ἁ­γί­ου Νί­κω­νος τοῦ ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος μα­ζὶ μὲ τοὺς 199 μα­θη­τές του.

Ἡ ζω­ὴ τοῦ ἁ­γί­ου Νί­κω­νος ξε­κι­νᾶ ἀ­πὸ τὴν ἐ­παρ­χί­α τῆς Νε­α­πό­λε­ως τῆς Ἰ­τα­λί­ας. Ἐ­δῶ γεν­νή­θη­κε καὶ ἔ­ζη­σε. Τὸ οἰ­κο­γε­νεια­κὸ πε­ρι­βάλ­λον ὅ­που ἀ­να­τρά­φη­κε ἦ­ταν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ ἀπὸ τὸν πα­τέ­ρα του, βα­θύ­τα­τα ὅ­μως χρι­στι­α­νι­κὸ ἀ­πὸ τὴ μη­τέ­ρα του. Αὐ­τὴ ἡ εὐ­σε­βὴς μη­τέ­ρα ἔ­θε­σε μέ­σα στὴν ψυ­χὴ τοῦ μι­κροῦ Νί­κω­να ὡς θε­μέ­λιο καὶ ἀ­κρο­γω­νια­ῖο λί­θο τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Αὐ­τὴ ἡ πι­στὴ μάν­να, ὅ­πως ὡ­ραῖ­α λέ­ει ὁ ὑ­μνο­γρά­φος, κα­τηύ­γα­σε «μὲ τὸ φῶς τῶν θεί­ων ρη­μά­των» τὴν ἁ­πα­λὴ καρ­διὰ τοῦ παι­διοῦ της.

Νέ­ος, ὡ­ραῖ­ος στὴν ὄ­ψη, ἀ­θλη­τι­κὸς στὸ πα­ρά­στη­μα, ζη­λευ­τὸς στὰ χα­ρί­σμα­τα, ὁ Νί­κων κα­τε­τά­γη νω­ρὶς στὸν ρω­μα­ϊ­κὸ στρα­τό, τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ ὑ­πη­ρέ­τη­σε μὲ τόλ­μη καὶ ἀ­φο­σί­ω­ση. Σὲ κά­ποι­α δύ­σκο­λη πο­λε­μι­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α κιν­δύ­νευ­σαν ὅ­λοι νὰ ἡτ­τη­θοῦν, ὁ γεν­ναῖ­ος Νί­κων θυ­μή­θη­κε τὶς συμ­βου­λὲς τῆς μη­τέ­ρας του. Ἐ­νερ­γο­ποί­η­σε ἀ­μέ­σως τὸ ὅ­πλο τῆς προ­σευ­χῆς. Καὶ μὲ ἰ­σχυ­ρὴ φω­νὴ ἐ­κραύ­γα­σε: «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, βο­ή­θει μοι». Καὶ ὅρ­μη­σε στὴ μά­χη κά­νον­τας τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ. Οἱ ἐ­χθροὶ ἔ­φυ­γαν ντρο­πι­α­σμέ­νοι, ἡτ­τη­μέ­νοι. Εἶ­χε νι­κή­σει «ἡ εὐ­χὴ τῆς πί­στε­ως» ἑ­νὸς στρα­τι­ώ­του – τοῦ Νί­κω­νος! Ὅ­λοι ἐ­πέ­στρε­ψαν πί­σω ἔν­δο­ξοι καὶ τι­μη­μέ­νοι. Ἔκ­πλη­κτοι οἱ συμ­πο­λε­μι­στὲς τοῦ Νί­κω­να μι­λοῦ­σαν γιὰ θαῦ­μα.
Ὅ­λα αὐ­τὰ ὁ Νί­κων τὰ ἀ­νήγ­γει­λε μὲ χα­ρὰ στὴν εὐ­σε­βὴ μη­τέ­ρα του δο­ξά­ζον­τας τὸν Θε­ό. Τῆς ἀ­να­κοί­νω­σε ἀ­κό­μα καὶ τὸ με­γά­λο του πό­θο νὰ ἀ­να­χω­ρή­σει γιὰ τὴν Ἀ­να­το­λή. Καὶ ἐ­κεῖ νὰ βα­πτι­σθεῖ, νὰ λου­σθεῖ στὰ κα­θαρ­τι­κὰ ὕ­δα­τα τῆς ἁ­γί­ας Κο­λυμ­βή­θρας, νὰ γί­νει συ­νει­δη­τὸ μέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ!…
Ἀ­να­χω­ρεῖ λοι­πὸν γιὰ τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Καὶ ἀ­πὸ κεῖ κα­τα­φθά­νει στὴ Χί­ο, ὅ­που καὶ σταθ­μεύ­ει γιὰ μιὰ ἑ­βδο­μά­δα. Ἀ­νε­βαί­νει σὲ ὄ­ρος ὑ­ψη­λό. Ἐ­δῶ ὁ Ἅ­γιος προ­σεύ­χε­ται ἀ­πε­ρί­σπα­στα. Νη­στεύ­ει καὶ ἀ­γρυ­πνεῖ. Πα­ρα­δί­δει τε­λεί­ως τὸν ἑ­αυ­τό του στὸ σχέ­διο τῆς θεί­ας Προ­νοί­ας, τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Καὶ ὁ πα­νά­γα­θος Κύ­ριος, ποὺ εἶ­ναι ὁ ἀ­σφα­λὴς ὁ­δη­γὸς κά­θε κα­λο­προ­αί­ρε­της ψυ­χῆς, μὲ θεῖ­ο ση­μεῖ­ο – ὑ­πό­δει­ξη ἀγ­γέ­λου του – δι­α­τά­ζει τὸ δοῦ­λο του νὰ κα­τε­βεῖ στὴ μι­κρὴ πα­ρα­λί­α καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ μὲ πλοιά­ριο, με­τὰ δύ­ο μέ­ρες, νὰ φθά­σει στὴν Προ­πον­τί­δα στὴν πό­λη Γά­νος τῆς Θρά­κης.
Στὴν πε­ρι­ο­χὴ αὐ­τὴ ὁ Κύ­ριος θὰ προ­ε­τοι­μά­σει τὸν δοῦ­λο του γιὰ νὰ δε­χθεῖ τὴ θεί­α Χά­ρη τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Βα­πτί­σμα­τος ἀλ­λὰ καὶ τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης.
Ἀ­νέρ­χε­ται ὁ ἅ­γιος στὸ ὁ­μώ­νυ­μο βου­νὸ Γά­νος, ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­νε με­γά­λο μο­να­στι­κὸ κέν­τρο τῆς Ἀ­να­το­λῆς. Ἐ­κεῖ εἶ­χε ἀ­πο­συρ­θεῖ καὶ ἀ­σκή­τευ­ε τό­τε ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Κυ­ζί­κου Θε­ό­δω­ρος. Σ’ αὐ­τὸν τὸν ἅ­γιο κα­θο­δη­γὸ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται ὁ Νί­κων τὸν πό­θο του: νὰ βα­πτι­σθεῖ! Ὁ τα­πει­νὸς Ἐ­πί­σκο­πος προσ­δέ­χε­ται μὲ χα­ρὰ τὸν δοῦ­λο τοῦ Θε­οῦ Νί­κω­να. Ἀνα­λαμ­βά­νει ὁ ἴ­διος προ­σω­πι­κὰ νὰ τὸν κα­τη­χή­σει ἢ μᾶλ­λον νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὸ ἔρ­γο ποὺ ἡ εὐ­σε­βὴς μη­τέ­ρα τοῦ Νί­κω­νος εἶ­χε ἀρ­χί­σει. Πά­νω λοι­πὸν στὰ θε­μέ­λια ποὺ ἐ­κεί­νη ἔ­θε­σε στὸ παι­δί της, οἰ­κο­δο­μεῖ καὶ αὐ­τὸς τοὺς τι­μί­ους λί­θους τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, δογ­μα­τι­κῆς καὶ ἠ­θι­κῆς.
Καὶ ὅ­ταν ἔ­φθα­σε ἡ πο­λυ­πό­θη­τη ὥ­ρα τῆς βα­πτί­σε­ως, ὁ Νί­κων μὲ ἱ­ε­ρὴ ἀ­γαλ­λί­α­ση δέ­χε­ται τὴ θεί­α Χά­ρη. Συ­νέ­χι­σε δὲ καὶ με­τὰ τὸ Βά­πτι­σμα τοὺς ἀ­σκη­τι­κοὺς ἀ­γῶ­νες του μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­κρί­βεια. Καὶ ἐ­πει­δὴ ὁ πλοῦ­τος τῶν ἀ­ρε­τῶν του ἦ­ταν τό­σο με­γά­λος, ἐ­κρί­θη ὁ ἅ­γιος Νί­κων ἄ­ξιος ἀ­πὸ τὸν Ἐ­πί­σκο­πο, με­τὰ τρί­α χρό­νια ἀ­πὸ τὴ βά­πτι­σή του, νὰ δε­χθεῖ καὶ τὸ Μυ­στή­ριο τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης καὶ νὰ γί­νει ἱ­ε­ρεὺς τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου.
Ἡ ἀ­σκη­τι­κὴ καὶ φω­τει­νὴ μορ­φὴ τοῦ ἁ­γί­ου Νί­κω­νος ἐ­νέ­πνευ­σε πολ­λούς. Σὰν ἰ­σχυ­ρὸς μα­γνή­της εἵλ­κυ­σε κον­τά του 190 μα­θη­τές. Ὅ­λους αὐ­τοὺς ὁ ὅ­σιος τοὺς κα­θο­δη­γοῦ­σε μὲ σο­φί­α καὶ σύ­νε­ση, τοὺς συ­νέ­δε­ε μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὸ καὶ τοὺς μυ­στα­γω­γοῦ­σε στὰ μυ­στή­ρια τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λοι ἔ­νι­ω­θαν κον­τά του ἀ­σφά­λεια καὶ ἀ­νά­παυ­ση ἀ­πὸ τὴν ποι­μαν­τι­κή του κα­θο­δή­γη­ση. Φρόν­τι­ζε ὁ Ἅ­γιος νὰ με­τα­δί­δει πνευ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ σὲ ὅ­λους τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ φρό­νη­μα!
Ὅ­ταν ξέ­σπα­σε ὁ δι­ωγ­μὸς τοῦ Δε­κί­ου στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ τῆς Ἀ­να­το­λῆς, ὁ ἅ­γιος Νί­κων φω­τι­ζό­με­νος ἀ­πὸ τὸ Πα­νά­γιον Πνεῦ­μα μα­ζὶ μὲ τοὺς μα­θη­τές του ἀ­νε­χώ­ρη­σε ἀ­πὸ τὸν τό­πο τῆς ἀ­σκή­σε­ώς τους σὲ ἀ­σφα­λέ­στε­ρο μέ­ρος. Ἀ­φοῦ κα­τέ­φυ­γαν – ὅ­λοι μα­ζί – γιὰ λί­γο και­ρὸ στὴ Μυ­τι­λή­νη, ἔ­φθα­σαν κα­τό­πιν στὴν Ἰ­τα­λί­α. Συ­νέ­πε­σε δὲ τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη νὰ πε­θά­νει ἡ μη­τέ­ρα του, τὴν ὁ­ποί­α ἐ­κή­δευ­σε ὁ Ὅ­σιος μὲ τι­μή, εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ ἱ­ε­ρὴ συγ­κί­νη­ση, για­τὶ σ’ αὐ­τὴν ὄ­φει­λε τὸν πρῶ­το σπιν­θή­ρα τῆς ἀ­γά­πης του πρὸς τὸν Θε­ό.
Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ αὐ­τὴ συ­νο­δεί­α κα­τέ­λη­ξε στὸ νη­σὶ τῆς Σι­κε­λί­ας. Οἱ θε­ο­φι­λεῖς ἀ­γῶ­νες ὅ­λων συ­νε­χί­στη­καν ἐ­πά­νω στὸ κεν­τρι­κὸ ὄ­ρος τοῦ νη­σιοῦ, τὸ Ταυ­ρο­μέ­νιο (ση­με­ρι­νὴ Τα­ορ­μί­να), στὰ ἐ­ρεί­πια συγ­κρο­τή­μα­τος λου­τρῶν. Στὴ φω­τει­νὴ αὐ­τὴ συ­νο­δεί­α εἶ­χαν προ­στε­θεῖ καὶ ἄλ­λοι ἐν­νιὰ μα­θη­τὲς ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­χὴ ἐ­κεί­νη.
Ἡ φή­μη τῶν εὐ­λα­βῶν καὶ πι­στῶν αὐ­τῶν Χρι­στια­νῶν μο­να­χῶν ἀ­σκη­τῶν ἔ­φθα­σε στὸν εἰ­δω­λο­λά­τρη ἡ­γε­μό­να τῆς Σι­κε­λί­ας Κυν­τια­νό, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοὺς κά­λε­σε σὲ αὐ­στη­ρὴ ἀ­νά­κρι­ση. Τοὺς ἀ­πεί­λη­σε μὲ θά­να­το ἐ­ὰν δὲν ἀρ­νη­θοῦν τὴν πί­στη καὶ δὲν θυ­σιά­σουν στὰ εἴ­δω­λα. Καὶ τό­τε ὅ­λοι μα­ζὶ οἱ ἀ­λη­θι­νοὶ καὶ πι­στοὶ δοῦ­λοι καὶ μα­θη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ μα­ζὶ μὲ τὸν πνευ­μα­τι­κό τους πα­τέ­ρα Νί­κω­να ὁ­μο­λό­γη­σαν μὲ στα­θε­ρό­τη­τα τὴν πί­στη τους στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ὸ καὶ Σω­τή­ρα τους, τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό!
Ἡ ἀ­συμ­βί­βα­στη καὶ ἀ­με­τά­κλη­τη αὐ­τὴ ὁ­μο­λο­γί­α ἐ­ξα­γρί­ω­σε τὸν ἡ­γε­μό­να. Δι­έ­τα­ξε ἀ­μέ­σως τοὺς 199 μα­θη­τὲς νὰ ξα­πλώ­σουν στὴ γῆ γιὰ νὰ τοὺς μα­στι­γώ­σουν μὲ βού­νευ­ρα. Καὶ ἔ­τσι πλη­γω­μέ­νοι βα­ριὰ νὰ κα­τα­κα­οῦν. Καὶ με­τὰ δι­έ­τα­ξε καὶ τοὺς ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν. Τὰ μαρ­τυ­ρι­κά τους σώ­μα­τα τὰ ἔ­ρι­ξαν σὲ με­γά­λη φω­τιὰ ποὺ ἄ­να­ψαν γι’ αὐ­τούς.
Τὸν ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρα Νί­κω­να τὸν ξά­πλω­σαν κα­τα­γῆς, τοῦ τέν­τω­σαν τὰ ἄ­κρα καὶ τὸν ἔ­και­γαν μὲ ἀ­ναμ­μέ­νες λαμ­πά­δες. Με­τὰ ἔ­δε­σαν τὸ κα­τα­πλη­γω­μέ­νο σῶ­μα του πί­σω ἀ­πὸ ὑ­πο­ζύ­για καὶ τὸ ἔ­σερ­ναν βά­ναυ­σα στὴ γῆ, μέ­χρις ὅ­του τὸ ἔ­ρι­ξαν σὲ γκρε­μό. Ἀλ­λὰ καὶ ἐ­κεῖ ὁ­λο­κλή­ρω­σαν ἄ­σπλα­χνα τὸ μαρ­τύ­ριό του. Χτύ­πη­σαν μὲ πέ­τρες τὸ στό­μα του. Τοῦ ἔ­κο­ψαν με­τὰ τὴ γλώσ­σα. Καὶ τε­λι­κὰ τὸν ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν. Ἔ­τος 250 μ.Χ. Τὰ τί­μια λεί­ψα­να τὰ βρῆ­κε ὁ Ἐ­πί­σκο­πος Μεσ­σή­νης Θε­ο­δό­σιος καὶ ἀ­νή­γει­ρε στὴ μνή­μη τῶν μαρ­τύ­ρων να­ό!
Κά­θε μη­τέ­ρα εἶ­ναι προι­κι­σμέ­νη μὲ εἰ­δι­κὴ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ μπο­ρεῖ μὲ τὰ φι­λό­στορ­γά της αἰ­σθή­μα­τα καὶ τὴν πει­στι­κό­τη­τα νὰ συγ­κι­νεῖ τὴν ψυ­χὴ κά­θε παι­διοῦ της καὶ νὰ τὴ στρέ­φει πρὸς τὸν Κύ­ριό μας, τὸν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ὅ­πως τὸ ἔ­πρα­ξε τό­σο ὑ­πεύ­θυ­να καὶ ἡ μη­τέ­ρα τοῦ ἁ­γί­ου Νί­κω­νος.
Ἂν θέ­λου­με καὶ σή­με­ρα ἁ­γί­ους γιὰ νὰ μᾶς σώ­ζουν ἀ­πὸ τὸν δι­ε­φθαρ­μέ­νο κό­σμο, ἂς δι­ευ­κο­λύ­νου­με τὸ ἱ­ε­ρὸ ἔρ­γο κά­θε εὐ­σε­βοῦς μη­τέ­ρας καὶ ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ νὰ τὶς ἐν­δυ­να­μώ­νει στὴ με­γά­λη τους καὶ ἱ­ε­ρὴ ἀ­πο­στο­λή.
Ἀ­πό τό πε­ρι­ο­δι­κό «Ο ΣΩΤΗΡ»
Πηγή