ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ [Πράξ. 16, 11-40]
Ο Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΙΛΑ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
«᾿Εγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ
ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις
αὐτῆς μαντευομένη (:Κάποια μέρα, καθώς πηγαίναμε στον τόπο της
προσευχής, συνέβη να μας συναντήσει μια νεαρή δούλη που είχε καταληφθεί από
πονηρό μαντικό πνεύμα και απέφερε πολλά κέρδη στους κυρίους της· διότι με τις
μαντείες της φανέρωνε τα άγνωστα και πληρωνόταν γι’ αυτό). αὕτη κατακολουθήσασα τῷ
Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου
εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας (:Αυτή ακολούθησε
από πίσω τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε λέγοντας: “Αυτοί οι άνθρωποι είναι
δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και
τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε”)» [Πράξ.16, 16-17].
Άραγε όμως ποιος είναι αυτός ο δαίμονας που
είχε κυριεύσει τη νεαρή δούλη; Λέγει γι’ αυτήν το ιερό κείμενο: «ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος (:που είχε
καταληφθεί από πονηρό μαντικό πνεύμα)»· από τον τόπο έτσι ονομάζεται. Βλέπεις ότι και ο Απόλλωνας δαίμονας είναι;
Και επειδή ήθελε να τους βάλει μέσα σε
πειρασμούς, με σκοπό να τους παρακινήσει περισσότερο, την παρακίνησε να λέει
αυτά.
«Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ
Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου
εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας (:Αυτή ακολούθησε
από πίσω τον Παύλο και τον Σίλα και φώναζε λέγοντας: “Αυτοί οι άνθρωποι είναι
δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας και
τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε”)». Μιαρέ και
παμμίαρε δαίμονα! Εάν λοιπόν γνωρίζεις
ότι κηρύττουν οδό σωτηρίας, γιατί δεν θαυμάζεις και δεν αλλάζεις γνώμη με την
θέλησή σου; Αλλά εκείνο ακριβώς που ο Σίμων ο μάγος ήθελε λέγοντας: «δότε
κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον (:Δώστε και σε μένα την εξουσία και τη
δύναμη αυτή, ώστε σε όποιον βάζω επάνω του τα χέρια μου να λαμβάνει Πνεύμα Άγιο)» [Πράξ.8,19], αυτό και αυτός
έκανε· επειδή τους είδε να παρουσιάζουν στο κήρυγμα πρόοδο, υποκρίνεται εδώ,
διότι με τον τρόπο αυτό ήλπισε να
παραμείνει αυτός στο σώμα του κοριτσιού αν θα κηρύξει αυτά.
Εάν όμως δεν ταιριάζει να εκφωνείται τέτοια
υμνητική μαρτυρία εκ μέρους ενός ανθρώπου[ βλ. Σοφ. Σειράχ 15,9: «Οὐχ ὡραῖος
αἶνος ἐν στόματι ἁμαρτωλοῦ, ὅτι οὐ παρὰ Κυρίου ἀπεστάλη (:Δεν ταιριάζει και ούτε ενθρονίζεται ωραίος
ύμνος στο στόμα του αμαρτωλού. Τέτοιος ύμνος δεν του έχει αποσταλεί από τον
Κύριο)»], πολύ περισσότερο δεν
είναι ωραία εκείνη που γίνεται εκ μέρους του δαίμονα. Εάν ο Χριστός δεν
αποδέχεται την μαρτυρία εκ μέρους ανθρώπων, ούτε από τον Ιωάννη, πολύ
περισσότερο δεν την αποδέχεται από δαίμονα· διότι το κήρυγμα δεν είναι έργο ανθρώπων, αλλά του άγιου Πνεύματος.
Επειδή λοιπόν κραύγαζε το δαιμόνιο μέσα στο κορίτσι και η ενέργειά του
αυτή ήταν αλαζονική, νόμισε ότι με την κραυγή θα προξενήσει κατάπληξη, λέγοντας:
«οὗτοι
οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν
σωτηρίας (:αυτοί οι άνθρωποι
είναι δούλοι του Θεού του Υψίστου, και μας γνωστοποιούν το δρόμο της σωτηρίας
και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε)» [Πράξ.16,17]
Γιατί τέλος πάντων ο μεν δαίμονας έλεγε αυτά μέσα από το στόμα του
κοριτσιού αυτού στο οποίο είχε εισέλθει το πονηρό πνεύμα, ο δε Παύλος τον
εμπόδισε; Και εκείνος ενεργούσε, όπως είπαμε,
με κακουργία, αλλά και ο Παύλος με σύνεση· διότι ήθελε να κάνει αυτόν να μην
είναι αξιόπιστος· καθόσον αν ο Παύλος αποδεχόταν την μαρτυρία του, θα
εξαπατούσε πολλούς από τους πιστούς, εφόσον δέχθηκε την μαρτυρία από το
δαιμόνιο· γι’ αυτό ανέχεται να πει αυτός τα όσα είχαν σχέση με τους
αποστόλους Παύλο και Σίλα, για να σταθεροποιήσει τα όσα ήταν υπέρ αυτού, και ο
ίδιος δείχνει συγκατάβαση προς την απώλεια. Στην αρχή λοιπόν δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία ο Παύλος, αλλά αδιαφόρησε
γι’ αυτήν, μη θέλοντας να καταφύγει στην επιτέλεση θαύματος, όταν όμως επέμενε
να κάνει αυτό πει πολλές μέρες και φανέρωσε το έργο αυτών λέγοντας: «οὗτοι
οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν
σωτηρίας (:Αυτοί οι άνθρωποι
είναι δούλοι του Θεού του υψίστου, και μας γνωστοποιούν τον δρόμο της σωτηρίας
και τον ασφαλή τρόπο με τον οποίο θα σωθείτε)» [Πραξ.16, 17], τότε διέταξε το δαιμόνιο να εξέλθει:
«Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας
τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς.
καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ (:Και
αυτό το έκανε για πολλές ημέρες, όχι βέβαια με καλό σκοπό, αλλά το μαντικό πνεύμα επεδίωκε να ελκύσει πάνω
του την απεριόριστη εμπιστοσύνη του λαού και να την εκμεταλλευθεί τελικά με
δολιότητα και πανουργία. Αγανακτώντας λοιπόν ο Παύλος στράφηκε πίσω προς τη
δούλη αυτή που τον ακολουθούσε και είπε προς το πνεύμα: ‘’Σε διατάζω, επικαλούμενος το όνομα του Ιησού Χριστού,
να βγεις απ’ αυτήν’’. Και πραγματικά την ίδια στιγμή το πονηρό πνεύμα βγήκε)».
Τι σημαίνει: «διαπονηθεὶς ὁ Παῦλος»; Αντιλήφθηκε,
λέει, την κακουργία του δαίμονα, καθώς και ο ίδιος λέει αλλού: «ἵνα
μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν (:για να μη νικηθούμε με απάτη από τον
σατανά· και λέω “απάτη του σατανά”, διότι γνωρίζουμε τις δόλιες επινοήσεις του)» [Β΄ Κορ. 2,11].
«Ἰδόντες
δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον
καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον·
οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες καὶ
καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι (:Όταν όμως είδαν τα αφεντικά της ότι έφυγε μαζί με
το δαιμόνιο και η ελπίδα της κερδοφόρου εργασίας και επιχειρήσεώς τους,
συνέλαβαν τον Παύλο και τον Σίλα και τους έσυραν στην αγορά για να τους
παρουσιάσουν στους άρχοντες. Και αφού τους οδήγησαν μπροστά στους στρατηγούς
είπαν: “Αυτοί οι άνθρωποι είναι ταραξίες Ιουδαίοι, και προκαλούν ταραχές στην
πόλη μας. Κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε
Ρωμαίοι να τα παραδεχόμαστε και πολύ περισσότερο να τα τηρούμε και να τα
εφαρμόζουμε”)» [Πραξ.16, 19-21].
Παντού τα χρήματα είναι αίτια των κακών. Πω, πω μέγεθος απανθρωπιάς! Ήθελαν το κορίτσι να διατελεί κάτω από την
εξουσία του δαίμονα, ώστε να κερδίζουν αυτοί χρήματα. «Καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν
ἡμῶν τὴν πόλιν (:Και αφού τους οδήγησαν μπροστά στους στρατηγούς
είπαν: ‘’Αυτοί οι άνθρωποι είναι ταραξίες και προκαλούν ταραχές στην πόλη μας)». Εκείνοι δηλαδή
έλεγαν για τον Παύλο και τον Σίλα ότι «διαταράσσουν
την πόλη μας», ενώ το δαιμόνιο που είχε καταλάβει τη νεαρή δούλη έλεγε ότι
«καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας(:κηρύττουν
σε εμάς οδό σωτηρίας)»·
«Ἰουδαῖοι
ὑπάρχοντες (:είναι ταραξίες
Ιουδαίοι)», λέει · τόσο πολύ αυτό το όνομα έχει συκοφαντηθεί.
«καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν
παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι (:κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα που δεν επιτρέπεται σε μας που είμαστε
Ρωμαίοι να τα παραδεχόμαστε και πολύ περισσότερο να τα τηρούμε και να τα
εφαρμόζουμε)» [Πράξ. 16,21]. Πρόσεχε
που αυτοί ούτε στον δαίμονα προσέχουν, αλλά σε ένα και μόνο αποβλέπουν στην
φιλαργυρία. Τι έκαναν οι δύο απόστολοι; Ενέργειες ενάντια στους Ρωμαίους; Γιατί
λοιπόν δεν τους στείλατε στους στρατηγούς πριν
από την εκδίωξη του πονηρού μαντικού πνεύματος από τη νεαρή σας δούλη;
Παρουσίασαν λοιπόν το πράγμα σαν θέμα έσχατης προδοσίας. Γιατί δεν
είπαν ότι έβγαλαν από μέσα της τον δαίμονα, ότι ασέβησαν προς τον Θεό, αλλά
παρουσιάζουν το πράγμα σαν εσχάτη προδοσία; Αυτό ήταν μια αιτία γι’ αυτούς
προκειμένου να συλλάβουν και να εκδικηθούν και να απομακρύνουν έτσι τους δύο
αποστόλους που είχαν εκδιώξει το κερδοφόρο γι΄αυτούς δαιμόνιο. Το ίδιο έλεγαν
και στην περίπτωση του Χριστού, ότι
ενεργούσε τάχα ενάντια στην εξουσία των Ρωμαίων και θα προκαλούσε αυτό αντίποινα
σε βάρος των Ιουδαίων.
«Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν (:τότε ο όχλος που
είχε μαζευτεί εκεί ξεσηκώθηκε εναντίον τους)» [Πράξ.16,22]. Πω, πω, μέγεθος
παραλογισμού! Δεν τους εξέτασαν, δεν τους επέτρεψαν να μιλήσουν· αν και βέβαια, εφόσον έγινε τέτοιο θαύμα,
έπρεπε να τους προσκυνήσουν, έπρεπε να τους θεωρήσουν σαν ευεργέτες· διότι
αν θέλατε χρήματα, γιατί, ενώ βρήκατε τέτοιον πλούτο, δεν τρέξατε προς αυτόν;
Αυτός τους κάνει λαμπρότερους, το να μπορούν δηλαδή να απομακρύνουν τα
δαιμόνια, παρά το να πείθονται σε αυτούς. Να και θαύματα, αλλά η φιλοχρηματία
υπερίσχυσε.
«Καὶ οἱ στρατηγοὶ
περιῤῥήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς
πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς (:και οι στρατηγοί ξέσχισαν τα ρούχα των δύο
αποστόλων και διέταξαν να τους ραβδίσουν, γυμνούς όπως ήταν, μπροστά σε όλο εκείνο
το πλήθος. Και αφού τους έδωσαν πολλά χτυπήματα, τους έριξαν στη φυλακή,
δίνοντας στον δεσμοφύλακα την εντολή να
τους φρουρεί ασφαλισμένους καλά, για να μην δραπετεύσουν)»
[Πράξ. 16, 22-23]. Ίσως οι στρατηγοί να το έκαναν αυτό θέλοντας να εμποδίσουν
την φασαρία. Επειδή είδαν το πλήθος συγκεντρωμένο, με τα μεν χτυπήματα ήθελαν
κατ’ αρχή να σταματήσουν τον θυμό τους, με το να τους βάλουν όμως στην φυλακή
και να δώσουν εντολή να τους φυλάσσουν καλά, ήθελαν και να λάβουν γνώση για το όλο
το θέμα με όποια ομολογία των αποστόλων κατάφερναν έτσι να τους αποσπούσαν.
Πρόσεξε όμως ότι οι δύο απόστολοι δεν αποκρίνονται ούτε και απολογούνται, για
να γίνουν άξιοι μεγαλύτερου θαύματος· διότι λέει ο Παύλος σε κάποια του
επιστολή: «ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿
ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν
διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι (:με πολλή ευχαρίστηση θα καυχιέμαι
περισσότερο στις ασθένειές μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του
Χριστού. Γι' αυτό ευφραίνομαι στις ασθένειες, στους χλευασμούς, στις ανάγκες,
στους διωγμούς, στις στενοχώριες, όταν τα υποφέρω όλα αυτά για τη δόξα του
Χριστού. Διότι όταν με τις θλίψεις και τις περιπέτειες φαίνομαι εξαιρετικά
ασθενής, τότε είμαι δυνατός. Διότι τότε μου δίνει ο Θεός περισσότερη χάρη)» [Β΄Κορ.12,9-10].
«Ὃς
παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς
πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον (:και ο δεσμοφύλακας, εφόσον είχε πάρει
τέτοια εντολή, τους έβαλε στο πιο βαθύ διαμέρισμα της φυλακής και έδεσε σφιχτά
τα πόδια τους στο τιμωρητικό όργανο που λεγόταν “ξύλο”, για να μην μπορούν
πλέον οι απόστολοι, ούτε στο ελάχιστο να μετακινηθούν)»
[Πράξ.16,24], όπως θα μπορούσε να πει κάποιος τον «νέρβο» [:δηλαδή το ξύλινο όργανο στο οποίο έδεναν τους φυλακισμένους].
Πρόσεχε ότι και ο δεσμοφύλακας πάλι τους
έβαλε στην πιο βαθιά φυλακή και αυτό από θεία οικονομία· διότι, επειδή επρόκειτο να γίνει μεγάλο θαύμα,
κρίνεται κατάλληλος για την ακρόαση ο τόπος που ήταν έξω από την πόλη, που ήταν
απαλλαγμένος από πειρασμούς και κινδύνους. Επίσης, όσο περισσότερο
προσεκτική και αυστηρή γίνεται η φρούρηση, τόσο λαμπρότερο γίνεται το θαύμα.
Για πόσα δάκρυα είναι άξια τα όσα συμβαίνουν σήμερα; Εκείνοι μεν έπαθαν
όλα εκείνα που έπαθαν για την ομολογία της πίστης τους προς τον Χριστό, εμείς
όμως τα παθαίνουμε κάνοντας απολαυστική ζωή, τα παθαίνουμε μέσα στα θέατρα. Γι’
αυτό και οδηγούμαστε στην απώλεια, και καταποντιζόμαστε μέσα στην κακία,
ζητώντας παντού να βρούμε άνεση, και δεν
ανεχόμαστε να λυπηθούμε για χάρη του Χριστού ούτε απλώς δεχόμενοι κάποιο
χλευασμό, ούτε και ένα λόγο μόνο.
Αυτά ας υπενθυμίζουμε παρακαλώ, συνέχεια
στον εαυτό μας, τα όσα έπαθαν οι απόστολοι για τον Χριστό, τα όσα υπέμειναν,
πως δεν θορυβούνταν, πως δεν σκανδαλίζονταν. Το έργο του Θεού εκτελούσαν και
πάθαιναν αυτά.
Δεν έλεγαν· «γιατί κηρύττουμε τον λόγο
του Θεού και δεν μας προστατεύει ο Θεός;». Αλλά και αυτό τους ωφελούσε, και χωρίς την βοήθειά Του, με αυτό ακριβώς
το πράγμα τούς έκανε πιο δυνατούς, πιο ισχυρούς, πιο ατρόμητους. Λέγει ο Παύλος σε επιστολή του: «οὐ
μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν
κατεργάζεται (:δεν καυχιόμαστε
μόνο για τη δόξα που ελπίζουμε, αλλά καυχιόμαστε και για τις θλίψεις· διότι γνωρίζουμε ότι η θλίψη παράγει σιγά-σιγά ως
μόνιμο και τέλειο έργο την υπομονή και η υπομονή παράγει αρετή δοκιμασμένη και
τέλεια, και η δοκιμασμένη αρετή παράγει την ελπίδα στον Θεό. Και η ελπίδα αυτή
δεν ντροπιάζει και δεν διαψεύδει αυτόν που την έχει, διότι η αγάπη που έδειξε
σε μας ο Θεός, στον οποίο ελπίζουμε, εκχύθηκε και πλημμύρισε τις καρδιές μας με
το Άγιο Πνεύμα που μας δόθηκε ως αρραβώνας της ελπίδας μας)» [Ρωμ.5,3-4].
Ας μην επιδιώκουμε λοιπόν την
μαλθακή και την γεμάτη από απολαύσεις ζωή· διότι
όπως ακριβώς εδώ είναι διπλό το καλό, διότι και ισχυροί γίνονται οι
αγωνιζόμενοι για την αρετή, και οι μισθοί είναι μεγάλοι, έτσι και εκεί είναι
διπλό το κακό, διότι και πιο μαλθακοί γίνονται και κανενός καλού πρόξενοι δεν
γίνονται αλλά κακού. Διότι τίποτε δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο άχρηστο
από άνθρωπο που περνά όλη του την ζωή μέσα στην άνεση και την γεμάτη από απολαύσεις
ζωή· «διότι», λέει μια παροιμία, «άνδρας απείραστος και αδοκίμαστος είναι
άχρηστος όχι μόνο στους αγώνες αυτούς, αλλά και σε όλους γενικά τους άλλους».
Η άνεση είναι άχρηστο πράγμα, και μέσα
στην ίδια την ζωή την γεμάτη από απολαύσεις τίποτε δεν είναι τόσο βλαβερό, όσο
η ίδια η απόλαυση· διότι είναι βαρετή. Ούτε από τα φαγητά η ηδονή είναι τόσο
μεγάλη, ούτε από την άνεση, αλλά όλα εξαφανίζονται και χάνονται.
Ας μην την επιζητούμε λοιπόν αυτήν· διότι εάν θελήσουμε να εξετάσουμε
ποιος ζει περισσότερο ευχάριστα, εκείνος που κοπιάζει και ταλαιπωρείται ή
εκείνος που κάνει τρυφηλή ζωή, θα διαπιστώσουμε αυτόν μάλλον που κοπιάζει·
διότι καταρχήν μεν το ίδιο το σώμα αυτού
που κάνει τρυφηλή ζωή είναι άτονο και πλαδαρό, έπειτα και οι αισθήσεις του
σώματός του δεν είναι καθαρές, ούτε υγιείς, αλλά αποχαυνωμένες και μαλθακές· και
εφόσον λοιπόν και αυτές δεν είναι υγιείς, ούτε της υγείας η ηδονή φαίνεται.
«Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ
Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι
τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ
δεσμὰ ἀνέθη ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς
φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς
δεσμίους ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες
γάρ ἐσμεν ἐνθάδε (:Γύρω στα
μεσάνυχτα ο Παύλος και ο Σίλας, σαν να μην τους είχε συμβεί τίποτε και σαν να
μην αισθάνονταν κανένα πόνο, έψαλλαν ύμνους προς τον Θεό. Τους άκουγαν μάλιστα
και οι άλλοι φυλακισμένοι. Και ξαφνικά έγινε τόσο μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν
τα θεμέλια της φυλακής· και άνοιξαν τη στιγμή εκείνη όλες οι θύρες, και λύθηκαν
όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες, με τις οποίες ήταν δεμένοι. Στο μεταξύ
ξύπνησε ο δεσμοφύλακας, και μόλις είδε ανοιχτές τις θύρες της φυλακής, τράβηξε
το μαχαίρι του έτοιμος να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι είχαν δραπετεύσει οι
φυλακισμένοι και συνεπώς θα του επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου. Για να μη
θιγεί η αξιοπρέπειά του λοιπόν, θεώρησε προτιμότερο να αυτοκτονήσει, παρά να
θανατωθεί με το στίγμα της καταδίκης. Όμως ο Παύλος τού φώναξε με δυνατή φωνή: “Μην
κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου
ζητηθούν ευθύνες και να τιμωρηθείς”)» [Πραξ.
16,25-28].
Τι θα μπορούσε να υπάρξει ισάξιο με τις
ψυχές αυτές; Μαστιγώθηκαν, δέχθηκαν πολλά χτυπήματα, κινδύνεψαν μέχρι θανάτου,
ήταν δεμένοι στο ξύλο και κλεισμένοι μέσα στην πιο βαθιά φυλακή, και όμως ούτε και έτσι μπορούσαν να ησυχάζουν,
αλλά έμεναν ξάγρυπνοι όλοι την νύχτα προσευχόμενοι. Βλέπετε πόσο μεγάλο
αγαθό είναι η θλίψη; Εμείς όμως ούτε, και ενώ είμαστε ξαπλωμένοι σε απαλά
στρώματα, δεν φοβόμαστε καθόλου, αλλά
όλη την νύχτα κοιμόμαστε. Ίσως γι’ αυτό να ξαγρυπνούσαν ψάλλοντας όλη την νύχτα, επειδή βρισκόταν μέσα σε αυτές τις
δυσκολίες. Δεν τους κυρίευσε η τυραννική εξουσία του ύπνου, δεν τους λύγισε ο
ανυπόφορος πόνος, δεν τους οδήγησε σε απορία ο φόβος, αλλά ακριβώς αυτά τα ίδια
ήταν εκείνα που τους προξενούσαν μεγαλύτερη διέγερση, και τους γέμιζαν από
πολλή πνευματική ηδονή, επειδή τα έπασχαν για τον Χριστό.
«και.. δε έψαλλαν», λέει «ύμνους…
φυλακισμένοι». Διότι τους φαινόταν σαν κάτι το παράξενο και παράδοξο.
«ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι
τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ
δεσμὰ ἀνέθη (:Και ξαφνικά έγινε
τόσο μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής˙ και άνοιξαν τη
στιγμή εκείνη όλες οι θύρες και λύθηκαν όλων των φυλακισμένων οι αλυσίδες, με
τις οποίες ήταν δεμένοι)» [Πράξ.16,26].
Έγινε σεισμός ώστε να ξυπνήσει και ο δεσμοφύλακας και οι θύρες άνοιξαν, ώστε να
θαυμάσει το γεγονός. Αυτά οι φύλακες δεν τα έβλεπαν· διότι αλλιώς θα έφευγαν
όλοι.
«ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας
τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι
τοὺς δεσμίους ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ
Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε (:Στο μεταξύ ξύπνησε ο δεσμοφύλακας, και
μόλις είδε ανοιχτές τις θύρες της φυλακής, τράβηξε το μαχαίρι του έτοιμος να
αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι και συνεπώς
θα του επιβαλλόταν η ποινή του θανάτου. Για να μη θιγεί η αξιοπρέπειά του
λοιπόν, θεώρησε προτιμότερο να αυτοκτονήσει, παρά να θανατωθεί με το στίγμα της
καταδίκης. Όμως ο Παύλος του φώναξε με δυνατή φωνή: Μην κάνεις κανένα κακό στον
εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν ευθύνες και να
τιμωρηθείς)» [Πράξ.16,27-28].
Ο δεσμοφύλακας έμεινε κατάπληκτος από την
ανδρεία του Παύλου και του Σίλα, διότι αν και μπορούσε να φύγει, δεν έφυγε, και
διότι τον εμπόδισε να αυτοκτονήσει.
«Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος
γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ
καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; (:Μετά λοιπόν απ’ αυτό ο δεσμοφύλακας ζήτησε
να του φέρουν φώτα και πήδησε μέσα στη φυλακή. Και όταν αντιλήφθηκε το θαύμα
και σκέφτηκε ότι είχε κακομεταχειριστεί τους δούλους αυτούς του Θεού, κυριεύτηκε
από τρόμο και έπεσε στα πόδια του Παύλου και του Σίλα. Έπειτα, αφού τους έβγαλε
έξω στην αυλή της φυλακής, τους είπε: “Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να
αποκτήσω κι εγώ τη σωτηρία που κηρύττετε;”)»
[Πράξ.16,29-30].
Είδες πώς τον συνάρπασε το θαύμα; «Οἱ δὲ
εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός
σου καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ
Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ (:Κι αυτοί του απάντησαν: “Πίστεψε στον Ιησού Χριστό ως μόνο Λυτρωτή
και υπέρτατο Κύριο, και θα σωθείς και εσύ και όλη η οικογένειά σου. Και άρχισαν
τότε να αναπτύσσουν σε αυτόν και σε όλους όσους ήταν στο σπίτι του τις
θεμελιώδεις αλήθειες της διδασκαλίας του Κυρίου”)» [Πράξ.16,31-32]. Εσύ θαύμασε όμως περισσότερο και την
φιλανθρωπία του Παύλου, την οποία και επέδειξε αμέσως στον δεσμοφύλακα όχι μόνο
με το να τον απαλλάξει από την απόγνωση για το βάρος των ευθυνών του εάν
έφευγαν οι κρατούμενοι αλλά και επειδή κήρυξε αμέσως τον λόγο του Κυρίου σε
αυτόν, ευθύς μόλις του το ζήτησε.
«Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν,
καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον
αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ (:Τότε ο δεσμοφύλακας τούς πήρε μαζί του την
ίδια εκείνη ώρα της νύχτας, τους έλουσε από τα αίματα που είχαν τρέξει από τα
τραύματα των ραβδισμών και αμέσως βαπτίστηκε και αυτός και όλοι οι δικοί του. Και
αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, τους ετοίμασε τραπέζι και αισθάνθηκε μεγάλη
χαρά μαζί με όλη του την οικογένεια˙ και η αιτία της χαράς του αυτής ήταν το
ότι είχε πιστέψει στον Θεό)»
[Πράξ.16,33-34]. Έπλυνε αυτούς αμείβοντάς τους κατά κάποιο τρόπο για το καλό
που του έκαναν και για να τους τιμήσει με όσα έκανε.
«Ἡμέρας δὲ γενομένης ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ῥαβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον
τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους (:Όταν ξημέρωσε,
έστειλαν οι στρατηγοί τους υπασπιστές και ραβδούχους τους στον δεσμοφύλακα και
του είπαν: “Απόλυσε από τη φυλακή τους ανθρώπους εκείνους”)»
[Πράξ. 16,35]. Έμαθαν ίσως οι στρατηγοί το γεγονός και δεν τολμούσαν από μόνοι
τους να τους απολύσουν.
«Ἀπήγγειλε δὲ ὁ δεσμοφύλαξ τοὺς λόγους
τούτους πρὸς τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν οὖν ἐξελθόντες
πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ ὁ δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς
αὐτούς· δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους Ῥωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον
εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν ἀνήγγειλαν δὲ τοῖς στρατηγοῖς οἱ ῥαβδοῦχοι τὰ
ῥήματα ταῦτα· καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι Ῥωμαῖοί εἰσι καὶ ἐλθόντες
παρεκάλεσαν αὐτούς, καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῖν τῆς πόλεως ἐξελθόντες δὲ ἐκ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν
Λυδίαν, καὶ ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλθον (:Τότε ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά
στον Παύλο και του είπε ότι ‘’έστειλαν οι στρατηγοί ανθρώπους και διέταξαν να
αφεθείτε ελεύθεροι. Τώρα λοιπόν βγείτε από τη φυλακή και πηγαίνετε στο καλό. Ας
είναι μαζί σας ειρήνη’’. Ο Παύλος όμως είπε μέσω του δεσμοφύλακα στους
ραβδούχους: ‘’Μας έδειραν οι στρατηγοί σας δημόσια, χωρίς να μας περάσουν από
δίκη, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, και μας έριξαν στη φυλακή. Και τώρα μας
βγάζουν από τη φυλακή λαθραία; Όχι βέβαια, δεν θα βγούμε καθόλου από εδώ. Ας
έλθουν αυτοπροσώπως και ας μας βγάλουν οι ίδιοι’’. Τότε οι ραβδούχοι μετέφεραν
στους στρατηγούς τα λόγια αυτά: Και οι στρατηγοί, όταν άκουσαν ότι ο Παύλος και
ο Σίλας ήταν Ρωμαίοι, φοβήθηκαν. Διότι επιβάλλονταν βαρύτατες ποινές σε κάθε
άνθρωπο που θα κακομεταχειριζόταν Ρωμαίο πολίτη. Ήλθαν τότε εκεί οι στρατηγοί και τους
παρακάλεσαν να βγουν από τη φυλακή. Κι αφού τους έβγαλαν, τους παρακαλούσαν να
φύγουν από την πόλη. Όταν λοιπόν οι δύο
αυτοί απόστολοι βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Εκεί, αφού
είδαν τους αδελφούς, τους προέτρεψαν να μένουν σταθεροί στο ευαγγέλιο και
έφυγαν)» [Πράξ.16, 36-40].
Αν και οι στρατηγοί τους ειδοποίησαν να
εξέλθουν, όμως ο Παύλος δεν εξέρχεται ίσως για την χάρη της Λυδίας και των
άλλων αδελφών, ή και για να φοβίσει αυτούς, για να μην νομισθεί ότι έχουν
απολυθεί, και για να δώσουν θάρρος στους άλλους. Τριπλό, αγαπητοί ήταν το αδίκημα, και ότι ήταν Ρωμαίοι πολίτες, και ότι
δεν δικάστηκαν και ότι τους έβαλαν στην φυλακή δημόσια.
Βλέπεις ότι πολλά γίνονταν από αυτούς και με τις δικές
τους τις ανθρώπινες δυνάμεις. Ας συγκρίνουμε προς εκείνη την νύχτα αυτές
τις νύχτες, κατά τις οποίες συμβαίνουν γλέντια
και μέθες και ασέλγειες, κατά τις
οποίες παρατηρείται ύπνος που δεν διαφέρει καθόλου από τον θάνατο, κατά τις
οποίες οι αγρυπνίες είναι φοβερότερες από τον ύπνο· διότι εκείνοι μεν
κοιμούνται χωρίς να γίνονται αισθητοί, ενώ εκείνοι ξαγρυπνούν κατά τρόπο
ελεεινό και άθλιο, μηχανευόμενοι δολιότητες, φροντίζοντας για χρήματα,
φροντίζοντας πώς να αντιμετωπίσουν εκείνους που τους αδικούν, μελετώντας έχθρα
και ανταλλάσσοντας καθημερινά υβριστικά λόγια· με τον τρόπο αυτόν υποδαυλίζουν την φωτιά της οργής,
διαπράττοντας πράγματα ανυπόφορα. Πρόσεχε πώς κοιμόταν ο Πέτρος. Κατ’ οικονομία εκείνο έγινε· διότι
παρουσιάστηκε ο άγγελος και έπρεπε κανένας να μη δει εκείνο που έγινε· και αυτό
πολύ καλά γίνεται πάλι έτσι, για να εμποδιστεί ο δεσμοφύλακας να αυτοκτονήσει.
Και γιατί δεν έγινε άλλο θαύμα; Διότι αυτό
προπάντων ήταν ικανό να προσελκύσει αυτόν και να τον πείσει, καθόσον βέβαια και
ο ίδιος θα κινδύνευε, εάν δεν γινόταν· διότι
δεν μας συναρπάζουν τόσο πολύ τα θαύματα, όσο εκείνα που έχουν σχέση με την
σωτηρία μας. Για να μην θεωρηθεί ότι ο σεισμός έγινε τυχαία, επακολούθησε
και αυτό, επιβεβαιώνοντας εκείνο. Και αυτό συμβαίνει κατά την διάρκεια της
νύχτας, διότι τίποτα δεν έκαναν για
επίδειξη, αλλά για την σωτηρία των ανθρώπων. Ο δεσμοφύλακας δεν ήταν κακός άνθρωπος· έβαλε αυτούς
μέσα στην πιο βαθιά φυλακή, όχι από
μόνος του αλλά επειδή πήρε και τέτοια εντολή.
Και γιατί πριν από αυτό δεν
φώναξε ο Παύλος; Ο άνθρωπος ήταν κατακυριευμένος από πολλή κατάπληξη και ταραχή
και δεν θα μπορούσε να το αποδεχθεί. Γι’ αυτό όταν τον είδε να θέλει να
αυτοκτονήσει, τον προλαβαίνει και φωνάζει δυνατά λέγοντας· «μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν·
ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε(:‘’Μην κάνεις
κανένα κακό στον εαυτό σου. Είμαστε όλοι εδώ. Δεν πρόκειται να σου ζητηθούν
ευθύνες και να τιμωρηθείς’’)» [Πράξ.16,28].
Γι’ αυτό και «αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος
προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ (:μετά λοιπόν απ’ αυτό ο
δεσμοφύλακας ζήτησε να του φέρουν φώτα και πήδησε μέσα στη φυλακή. Και όταν
αντιλήφθηκε το θαύμα και σκέφτηκε ότι είχε κακομεταχειριστεί τους δούλους
αυτούς του Θεού, κυριεύτηκε από τρόμο και έπεσε στα πόδια του Παύλου και του
Σίλα)»
[Πράξ.16,29]. Στα πόδια του φυλακισμένου πέφτει ο φύλακας και οδηγεί αυτούς έξω
και λέει: «κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; (:“Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να
αποκτήσω κι εγώ τη σωτηρία που κηρύττετε;”)». Πρόσεξε ότι αυτός παρακαλεί τον Παύλο όχι επειδή σώθηκε και
δε θα του αποδοθούν ευθύνες από τους ανωτέρους του, αλλά επειδή εξεπλάγη από
την δύναμη.
Είδες τι συνέβηκε προηγουμένως
και τι εδώ; Εκεί δούλη απαλλάχθηκε από το πονηρό πνεύμα και έριξαν αυτούς στην
φυλακή, διότι ελευθέρωσε αυτήν από τον δαίμονα, εδώ μόνο έδειξαν πόρτες
ανοιγμένες, και άνοιξε τις πόρτες της καρδιάς του δεσμοφύλακα, έλυσε διπλά δεσμά, άναψε εκείνο το φως·
διότι το φως μέσα στην καρδιά αυτού έλαμπε. Και πήδηξε μέσα και έπεσε στα
πόδια τους και δεν ρωτά: “Πώς συνέβη
αυτό; Τι συνέβη;’’. Αλλά αμέσως λέει: «Τι
πρέπει να κάνω για να σωθώ;» [Πράξ.16,31]. Τι απαντάει λοιπόν ο Παύλος; «πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον
᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου (:“Πίστεψε στον Ιησού Χριστό ως μόνο Λυτρωτή και
υπέρτατο Κύριο, και θα σωθείς και εσύ και όλη
η οικογένειά σου”)» [Πράξ.16,32].
Αυτό προπάντων προσελκύει τους ανθρώπους, η σωτηρία δηλαδή και της οικογένειάς
του.
«Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ (:Και άρχισαν τότε
να αναπτύσσουν σε αυτόν και σε όλους όσους ήταν στο σπίτι του τις θεμελιώδεις αλήθειες της διδασκαλίας
του Κυρίου)·
καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ
ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα (:τότε ο
δεσμοφύλακας τούς πήρε μαζί του την ίδια εκείνη ώρα της νύχτας, τους έλουσε από
τα αίματα που είχαν τρέξει από τα τραύματα των ραβδισμών και αμέσως βαπτίστηκε
και αυτός και όλοι οι δικοί του)· ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε
τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ (:και αφού τους
ανέβασε στο σπίτι του, τους ετοίμασε τραπέζι και αισθάνθηκε μεγάλη χαρά μαζί με
όλη του την οικογένεια˙ και η αιτία της
χαράς του αυτής ήταν το ότι είχε πιστέψει στον Θεό)» [Πράξ.16,34]. Έπλυνε αυτούς και πλύθηκε και ο ίδιος·
εκείνους μεν τους έπλυνε από τις πληγές τους, ο ίδιος όμως πλύθηκε από τις αμαρτίες του· έδωσε
τροφή και ο ίδιος έλαβε τροφή.
Αυτό
ήταν απόδειξη του ότι πίστεψε αυτός,το ότι απαλλάχθηκε από όλα.Τι υπάρχει
χειρότερο από έναν δεσμοφύλακα; Τι σκληρότερο; Τι αγριότερο; Αλλά όμως τους υποδέχθηκε με μεγάλη τιμή. Δεν ένιωσε
ευφροσύνη επειδή σώθηκε, αλλά «το ότι είχε πιστέψει στον Θεό» [Πράξ.16,31].
«Πίστεψε»
λέει, «στον Κύριο» [Πράξ.16,34]. Γι’
αυτό είπε «το ότι είχε πιστέψει στον Θεό», για να μην φανεί ότι
ελευθερώνεται ο δεσμοφύλακας σαν να ήταν κατάδικος και σαν να είχε αμαρτήσει.
«Ἡμέρας
δὲ γενομένης ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ῥαβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον τοὺς ἀνθρώπους
ἐκείνους (:όταν ξημέρωσε,
έστειλαν οι στρατηγοί τους υπασπιστές και ραβδούχους τους στον δεσμοφύλακα και
του είπαν: “Απόλυσε από τη φυλακή τους ανθρώπους εκείνους”).Ἀπήγγειλε δὲ ὁ δεσμοφύλαξ τοὺς λόγους
τούτους πρὸς τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν οὖν ἐξελθόντες
πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ (:Τότε ο δεσμοφύλακας μετέφερε τα λόγια αυτά στον Παύλο
και του είπε ότι έστειλαν οι στρατηγοί ανθρώπους και διέταξαν να αφεθείτε
ελεύθεροι. Τώρα λοιπόν βγείτε από τη φυλακή και πηγαίνετε στο καλό. Ας είναι
μαζί σας ειρήνη)» [Πράξ. 16,36],
δηλαδή τους είπε: «βγείτε με ασφάλεια
χωρίς να φοβηθείτε τίποτα».
Όμως οι απόστολοι του λένε να μεταφέρει
τα εξής στους ραβδούχους: «δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους
Ῥωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ
γάρ, ἀλλὰ ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν (:Μας έδειραν οι στρατηγοί σας δημόσια, χωρίς να μας περάσουν από δίκη,
αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, και μας έριξαν στη φυλακή. Και τώρα μας βγάζουν
από τη φυλακή λαθραία; Όχι βέβαια, δεν θα βγούμε καθόλου από εδώ. Ας έλθουν
αυτοπροσώπως και ας μας βγάλουν οι ίδιοι)» [Πράξ.16,31], για να μην θεωρηθεί το γεγονός αυτό μόνο σαν έργο
της χάριτος, αλλά και δικό τους έργο. Πρόσεχε
την χάρη του Θεού που δείχνει κατά διάφορο τρόπο την πρόνοιά της, το πώς δηλαδή
βέβαια εξήλθε από την φυλακή ο Πέτρος, και πώς ο Παύλος, αν και βέβαια και οι
δύο ήταν απόστολοι.
Άλλωστε ήθελαν και τον
δεσμοφύλακα να τεθεί εκτός κινδύνου, για να μην κατηγορείται συνέχεια. Και δεν
λέει: «αφού μας έδειραν μας έριξαν στην
φυλακή, αν και κάναμε θαύματα»· (διότι δεν
έδιναν σημασία σε αυτά), αλλά εκείνα που προπάντων μπορούσε να δημιουργήσουν
ταραχή στην σκέψη τους και που είναι τα εξής: «χωρίς να έχουμε δικαστεί και
ενώ είμαστε Ρωμαίοι πολίτες».
«Ἀνήγγειλαν δὲ τοῖς στρατηγοῖς οἱ ῥαβδοῦχοι
τὰ ῥήματα ταῦτα· καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι Ῥωμαῖοί εἰσι (:και οι στρατηγοί, όταν άκουσαν ότι ο
Παύλος και ο Σίλας ήταν Ρωμαίοι, φοβήθηκαν· διότι επιβάλλονταν βαρύτατες ποινές
σε κάθε άνθρωπο που θα κακομεταχειριζόταν Ρωμαίο πολίτη)». «Φοβήθηκαν»,
λέει. Φοβούνται διότι ήταν Ρωμαίοι
πολίτες, και όχι διότι τους έριξαν
στην φυλακή άδικα.
«Καὶ ἐλθόντες παρεκάλεσαν αὐτούς,
καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῖν τῆς πόλεως(:Ήλθαν τότε εκεί οι στρατηγοί και τους παρακάλεσαν να βγουν από τη φυλακή.
Κι αφού τους έβγαλαν, τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη)» [Πράξ.
16,39]. Ζήτησαν την χάρη αυτή.
Και
«ἐξελθόντες
δὲ ἐκ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν, καὶ ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς
παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλθον(:όταν
λοιπόν οι δύο αυτοί απόστολοι βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι της Λυδίας.
Εκεί, αφού είδαν τους αδελφούς, τους
προέτρεψαν να μένουν σταθεροί στο ευαγγέλιο και έφυγαν)» [Πράξ.16,34]. Πήγαν λοιπόν στο σπίτι της Λυδίας και
αφού ενθάρρυναν αυτήν στην πίστη της, αναχώρησαν, διότι δεν έπρεπε να αφήσουν εκείνη που τους φιλοξένησε σε αγωνία και ανησυχία.
Και αναχώρησαν όχι υπακούοντας σε αυτό που οι στρατηγοί τούς είχαν παρακαλέσει,
αλλά επειδή βιάζονταν για το κήρυγμα,
ενώ και η πόλη είχε ήδη ωφεληθεί σε
ικανοποιητικό βαθμό· διότι δεν έπρεπε να παραμείνουν άλλο· καθόσον το θαύμα φαίνεται μεγαλύτερο, εφόσον
διακηρύττει αυτό πολύ περισσότερο την δύναμη του Θεού, αν και αναχώρησαν
εκείνοι που το πραγματοποίησαν· διότι η πίστη του δεσμοφύλακα κατείχε θέση
φωνής. Τι μπορεί να εξισωθεί με αυτό; Φυλακίζεται
και φυλακισμένους ελευθερώνει, λύνει διπλό δεσμό, με το να δεθεί ο Παύλος έλυσε εκείνον που τον έδεσε. Αυτόν τον πρώην
φυλακισμένο από την αμαρτία δεσμοφύλακα, ας φέρουμε συνέχεια στην σκέψη μας και
όχι τόσο το θαύμα του σεισμού μέσα στη
φυλακή. Αυτά πραγματικά είναι έργα
χάριτος.
Τι θα πουν οι Έλληνες; Ότι ενώ
ήταν φυλακισμένος, έπεισε τον δεσμοφύλακα; «Και
ποιος», θα έλεγαν στη συνέχεια, «έπρεπε
να πειστεί, παρά ο μιαρός άνθρωπος και ταλαίπωρος και που δεν είχε νου, αλλά
ήταν γεμάτος από αμέτρητα κακά και εύκολα πίστευε;» Ακόμα και αυτά λένε: «Ποιος άλλος λοιπόν πίστεψε; Μόνο κάποιος
βυρσοδέψης, κάποια γυναίκα που πωλούσε πορφύρες, κάποιος ευνούχος, κάποιος
δεσμοφύλακας, κάποιοι δούλοι και κάποιες γυναίκες;». Τι λοιπόν θα μπορέσουν να πουν, όταν αναφέρουμε και εκείνους που
πίστεψαν και είχαν αξιώματα, τον εκατόνταρχο, τον ανθύπατο, όλους εκείνους από
τότε μέχρι σήμερα, τους ίδιους τους κατόχους της εξουσίας,τους βασιλείς;
Αλλά εγώ λέω και κάτι άλλο σπουδαιότερο
από αυτό, ας εξετάσουμε αυτούς τους ευτελείς και άσημους ανθρώπους που
πίστεψαν. «Και πού είναι», θα ρωτούσε
κάποιος, «το άξιο θαυμασμού;». Αυτό βέβαια είναι το άξιο θαυμασμού· διότι
αν μεν πεισθεί κάποιος για τυχόντα πράγματα, δεν είναι καθόλου άξιο θαυμασμού,
όταν όμως ομιλεί σε ανθρώπους ευτελείς για ανάσταση, για βασιλεία των ουρανών,
για ζωή ενάρετη και πείθει αυτούς, αυτό είναι περισσότερο άξιο θαυμασμού, παρά
αν έπειθε σοφούς· διότι όταν δεν υπήρχε κίνδυνος και πείθει κάποιος, πολύ
σωστά προβάλλουν την μωρία, όταν όμως
λέει σε εκείνον που κατά την γνώμη σου
είναι δούλος, ότι αν πεισθείς σε εμένα κινδυνεύεις, όλους θα τους έχεις
εχθρούς, πρέπει να πεθάνεις, να πάθεις αμέτρητα κακά· και στην συνέχεια τόσο
πολύ συναρπάζεις την ψυχή εκείνου, αυτό δεν είναι πλέον δείγμα μωρίας·
διότι εάν μεν τα δόγματα πρόσφεραν ηδονή, πολύ σωστά θα μπορούσε κάποιος να το
πει αυτό, εάν όμως, εκείνο που δεν δέχονταν να το μάθουν οι φιλόσοφοι, αυτό το
μαθαίνει ο δούλος, το θαύμα είναι μεγαλύτερο.
Και αν θέλετε, ας φέρουμε μπροστά μας τον ίδιο τον βυρσοδέψη, και ας
δούμε τι λέει σε αυτόν ο Πέτρος· ή αν θέλεις ας πάρουμε αυτόν τον ίδιο τον
δεσμοφύλακα. Τι λοιπόν είπε σε αυτόν ο Παύλος; «Του είπε ότι ο Χριστός αναστήθηκε», θα έλεγε κάποιος, «ότι υπάρχει ανάσταση των νεκρών, ότι υπάρχει
βασιλεία ουράνια και τον έπεισε εύκολα,
επειδή ήταν ευκολόπιστος». Τι λοιπόν; Για τον τρόπο ζωής δεν είπε τίποτα, ότι
δηλαδή πρέπει να δείχνει σωφροσύνη, ότι πρέπει να είναι εξουσιαστής και όχι
δούλος των χρημάτων, ότι πρέπει να μην είναι σκληρός, ότι πρέπει να δίνει τα
δικά του στους άλλους; Και βέβαια το να πειστεί σε αυτά όχι μόνο δεν ήταν
δείγμα μωρίας, αλλά και δείγμα μεγάλης ψυχής. Διότι ας υποθέσουμε ότι αυτοί
αποδέχονταν τα δόγματα οπωσδήποτε από μωρία, το να αποδέχονται όμως μια τόσο ενάρετη ζωή, ποιας μωρίας αποτέλεσμα
ήταν;
Ώστε όσο ανόητος συμβαίνει να είναι εκείνος
που πείθεται, εφόσον πείθεται για αυτά, για τα οποία δεν μπόρεσαν ούτε οι
φιλόσοφοι να πείσουν τους φιλόσοφους, τόσο
το θαύμα γίνεται μεγαλύτερο και παρουσιάζουν με τα έργα, αυτά για τα οποία οι Πλάτωνες και όλοι
εκείνοι δεν μπόρεσαν να πείσουν κανένα. Και γιατί λέω ότι δεν έπεισαν κανένα; Ούτε τους εαυτούς τους έπεισαν. Διότι για το ότι δεν πρέπει να περιφρονούμε τα χρήματα, δεν έπεισε γι’ αυτό ο
Πλάτων, καθόσον συγκέντρωσε ο ίδιος μια τόσο μεγάλη εξουσία και πλήθος χρημάτων
και χρυσά δαχτυλίδια και δοχεία· για το ότι επίσης δεν πρέπει να
περιφρονούμε την δόξα εκ μέρους των πολλών ανθρώπων, το φανερώνει σε αυτούς ο
Σωκράτης, και αν ακόμα διδάσκει πάρα πολλά γι’ αυτό· διότι όλα τα έκανε αποβλέποντας προς την δόξα. Και αν γνωρίζατε
τους λόγους του Σωκράτη, θα μπορούσα να πω πάρα πολλά γι’ αυτούς, και θα
έδειχνα ότι υπάρχει πολλή ειρωνεία σε
αυτούς, εάν δηλαδή πρέπει να πειθόμαστε σε αυτά που λέει ο μαθητής αυτού,
και πως όλοι οι λόγοι του έχουν σαν
αφορμή την κενοδοξία.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια
κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.