Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

"Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων..."

Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:

"Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς"


agioi pantes 02


(Ματθ. ι΄32-33, 37-38, ιθ΄27-30)

Eπιλεγμένα αποσπάσματα από τον υπομνηματισμό του αγίου Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των Αγίων Πάντων (ομιλία ΛΔ΄ από το υπόμνημα του αγίου στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)

Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. ι΄32-33

[…] Αφού απάλλαξε τους μαθητές Του από τον φόβο και την αγωνία που συντάρασσαν την ψυχή τους, τους ενθαρρύνει και πάλι με τα ακόλουθα λόγια, εκβάλλοντας τον φόβο με τον φόβο, και όχι μόνο με τον φόβο, αλλά και με την ελπίδα για μεγάλα έπαθλα. Και τους απειλεί με πολλή εξουσία, προτρέποντάς τους από κάθε άποψη στο να κηρύττουν με θάρρος την αλήθεια και καταλήγει με τα ακόλουθα: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς (: Καθένας λοιπόν που με πίστη και θάρρος και χωρίς να φοβάται τους διωγμούς, θα με ομολογήσει σωτήρα του και Θεό του μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ
μπροστά στον ουράνιο πατέρα μου ως δικό μου. Όποιος όμως με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα αρνηθώ και εγώ να τον παραδεχθώ ως δικό μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου) [Μτθ. ι΄32-33]. Δεν προτρέπει, λοιπόν, μόνο με τα αγαθά, αλλά και με τα αντίθετα και καταλήγει στα δυσάρεστα. Και πρόσεξε την ακρίβεια των λόγων Του. Δεν είπε «ἐμένα» αλλά «ἐν ἐμοί», για να δείξει ότι αυτός που ομολογεί δεν ομολογεί με τη δική του δύναμη, αλλά με τη βοήθεια της χάριτος από τον ουρανό. Για εκείνον που το
αρνείται όμως δεν είπε «ἐν ἐμοὶ» αλλά «ἐμένα», διότι αυτός, επειδή στερήθηκε τη δωρεά, Τον αρνείται κατ’ αυτόν τον τρόπο.
«Ναι, αλλά για ποιο λόγο κατηγορείται», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «εάν αρνείται τον Χριστό, αφού προηγουμένως τον εγκατέλειψε η θεία χάρη;». Διότι η εγκατάλειψη αυτή οφείλεται σε εκείνον που τον εγκατέλειψε ο Κύριος εξαιτίας των πονηρών του έργων.
Για ποιο λόγο όμως ο Κύριος δεν αρκείται στη νοερή πίστη, αλλά ζητεί και την διά του στόματος ομολογία; Επειδή θέλει να μας εξασκήσει στην παρρησία και τη μεγαλύτερη αγάπη και την αγαθή διάθεση και να μας ανεβάσει σε πνευματικά υψηλότερο επίπεδο. Γι’ αυτό και απευθύνεται προς όλους γενικώς τους ανθρώπους και δεν αναφέρεται μόνο στους μαθητές Του, αλλά ήδη και τους μαθητές αυτών τους καθιστά γενναίους. Πραγματικά, εκείνος που θα μάθει αυτό δε θα διδάξει μόνο με παρρησία, αλλά και θα υποφέρει τα πάντα εύκολα και με μεγάλη προθυμία.
Η πίστη, λοιπόν, στη διδασκαλία αυτή οδήγησε πολλούς κοντά στους αποστόλους. Διότι και στην κόλαση η τιμωρία είναι πολύ μεγάλη και στα αγαθά είναι μεγαλύτερη η αμοιβή. Επειδή, δηλαδή, με την πάροδο του χρόνου βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση ο ενάρετος και παράλληλα, ο αμαρτωλός νομίζει ότι με την αναβολή της τιμωρίας κερδίζει, για τον λόγο αυτό εισήγαγε ως αντίρροπο πλεονέκτημα ή μάλλον πολύ μεγαλύτερο πλεονέκτημα, την προσθήκη των αμοιβών. «Έχεις το πλεονέκτημα», λέγει, «επειδή πρώτος εδώ στη γη με ομολόγησες ως Θεό και Σωτήρα σου; Θα υπερθεματίσω και εγώ», λέγει, «και θα σου δώσω περισσότερα, και μάλιστα κατά πολύ περισσότερα, διότι θα σε ομολογήσω εκεί στον ουρανό. Βλέπεις ότι εκεί φυλάσσονται και τα αγαθά και τα κακά; Γιατί λοιπόν βιάζεσαι και τρέχεις; Γιατί ζητείς εδώ στη γη τις αμοιβές, αφού με την ελπίδα έχεις σωθεί; [πρβλ. Προς Ρωμ. 8, 24-25: «τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει; εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα (: Διότι τώρα έχουμε σωθεί με την ελπίδα, τη βέβαιη και ασφαλή. Ελπίδα όμως η οποία είναι αισθητή και ορατή, δεν είναι ελπίδα. Διότι εκείνο το οποίο βλέπει κανείς με τα σωματικά του μάτια, τι λόγος υπάρχει να το ελπίζει, αφού το βλέπει ως πραγματικότητα; Εάν όμως εκείνο που δε βλέπουμε, ελπίζουμε ότι θα το αποκτήσουμε στο μέλλον, τότε με πολλή υπομονή και έντονη επιθυμία το περιμένουμε)»].
Γι’ αυτό λοιπόν εάν κάνεις ένα καλό και δε λάβεις εδώ την αμοιβή, να μην ταράττεσαι, διότι στη μέλλουσα ζωή σε περιμένει η αμοιβή γι’ αυτά επαυξημένη. Και αν κάνεις κάτι πονηρό και δεν τιμωρηθείς, να μην αδιαφορείς, διότι εκεί σε περιμένει η τιμωρία, εάν δε μετανοήσεις και δε γίνεις καλύτερος. Εάν πάλι δεν πιστεύεις, σκέψου τα μέλλοντα με βάση όσα συμβαίνουν εδώ. Πραγματικά, εάν κατά τον καιρό των αγώνων είναι τόσο ένδοξοι όσοι ομολογούν την πίστη τους, συλλογίσου ποια δόξα θα έχουν στον καιρό της απονομής των στεφάνων; Εάν οι εχθροί εδώ σε χειροκροτήσουν, πώς δε θα σε θαυμάσει και δε θα σε επαινέσει ο Κύριος που είναι πιο φιλόστοργος από κάθε πατέρα; Διότι τότε θα δοθούν και οι αμοιβές για τις καλές πράξεις και οι τιμωρίες για τις κακές.
Ώστε όσοι αρνούνται τον Κύριο και εδώ στη γη, βλάπτονται και στον ουρανό επίσης. Εδώ μεν διότι ζουν με πονηρή συνείδηση και εάν δεν πεθαίνουν ακόμη, πάντως θα πεθάνουν και εκεί, διότι θα υπομένουν τη χειρότερη τιμωρία. Οι άλλοι όμως και εδώ και εκεί κερδίζουν, διότι εδώ στη γη ο θάνατος τους παρέχει ωφέλεια και αναδεικνύονται πιο ένδοξοι από τους αμαρτωλούς και στον ουρανό απολαμβάνουν τα άρρητα αγαθά. Διότι ο Θεός δεν είναι πρόθυμος μόνο να τιμωρεί, αλλά και να ευεργετεί και μάλιστα περισσότερο για τον λόγο αυτό, παρά για την τιμωρία. Αλλά γιατί την μεν αμοιβή την αναφέρει μία φορά, ενώ την τιμωρία δύο φορές; Διότι γνώριζε ότι αυτό τους έκανε περισσότερο σώφρονες. Για τον λόγο αυτό, αφού είπε «φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ (: να φοβηθείτε περισσότερο τον Θεό, ο οποίος δύναται και την ψυχή και το σώμα να καταδικάσει στην απώλεια της κολάσεως)» [Ματθ. ι΄28] λέγει πάλι «ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ (: θα τον αρνηθώ αυτόν και εγώ)» [Ματθ. ι΄33]. Το ίδιο κάνει και ο Παύλος αναφέροντας συνεχώς την κόλαση.
Αφού λοιπόν προετοίμασε τον ακροατή από κάθε άποψη (διότι και τους ουρανούς άνοιξε σε αυτόν και το φοβερό εκείνο δικαστήριο έστησε, και τον όμιλο των αγγέλων έδειξε και την ενώπιον αυτών απονομή των στεφάνων καθόρισε, διευκολύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μεγάλο βαθμό το κήρυγμα της ευσεβείας), τώρα πλέον, για να μην εμποδιστεί η διδασκαλία και το κήρυγμα από δειλία δική τους, τούς προτρέπει να προετοιμάζονται και για σφαγή ακόμη, ώστε να μάθουν ότι όσοι επιμένουν στην πλάνη, θα τιμωρηθούν και για την επιβουλή και για τις εναντίον τους επιθέσεις.
Κατά συνέπεια, ας περιφρονήσουμε τον θάνατο, και αν ακόμη η εποχή μας δεν το απαιτεί αυτό, διότι θα μεταβούμε σε πολύ ανώτερη ζωή. Αλλά φθείρεται το σώμα; Μα γι’ αυτό πρέπει να χαιρόμαστε περισσότερο, διότι φθείρεται ο θάνατος και αφανίζεται η θνητότητα και όχι η ουσία του σώματος. Διότι, όταν θα δεις ανδριάντα να λιώνει στη φωτιά, δε θα ονομάσεις το γεγονός αυτό «καταστροφή», αλλά «καλύτερη κατασκευή». Το ίδιο λοιπόν να σκέπτεσαι και για το σώμα και να μη θρηνείς. Διότι τότε έπρεπε να θρηνούμε, εάν έμενε στην κόλαση. Αλλά έπρεπε, θα μπορούσε να πει κάποιος, να συμβαίνει αυτό χωρίς να φθείρονται τα σώματα, αλλά να παραμένουν ανέπαφα. Και ποια ωφέλεια θα είχαν από αυτό οι ζωντανοί ή οι νεκροί; Μέχρι πότε θα αγαπάτε τα σώματα; Μέχρι πότε θα μένετε προσκολλημένοι στη γη και θα στρέφετε την προσοχή σας προς τις σκιές;
Γιατί ποια ωφέλεια θα μπορούσε να προκύψει από αυτό; Ή μάλλον ποια βλάβη δε θα προξενούσε; Πραγματικά εάν δεν φθείρονταν τα σώματα, κατά πρώτον θα έμενε στους περισσότερους ανθρώπους το μεγαλύτερο από τα κακά, η υπερηφάνεια δηλαδή. Διότι ενώ, μολονότι και τα σώματα διαλύονται και γεμίζουν σκουλήκια, πολλοί εντούτοις θέλησαν να ανακηρυχθούν θεοί, σκεφτείτε τι δε θα συνέβαινε εάν το σώμα δεν υφίστατο φθορά; Δεύτερον, δε θα γινόταν πιστευτό ότι το ανθρώπινο σώμα έχει φτιαχτεί από χώμα. Διότι αφού τώρα, αν και το αποδεικνύει η κατάληξή του, πολλοί άνθρωποι έχουν αμφιβολίες ακόμη, τι δε θα φαντάζονταν εάν δεν το έβλεπαν να γίνεται χώμα; Τρίτον, θα αγαπούσαν υπερβολικά τα σώματα και οι περισσότεροι άνθρωποι θα γίνονταν πιο φιλάρεσκοι και πιο αναίσθητοι στα πνευματικά θέματα. Διότι, αφού και τώρα που τα σώματα αφανίζονται, μερικοί εναγκαλίζονται τους τάφους και τα φέρετρα, τι δε θα έκαναν εάν είχαν διαρκώς και το ίδιο το σώμα ανέπαφο; Τέταρτον, δε θα είχαν μεγάλη επιθυμία για τα μέλλοντα. Πέμπτον, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο κόσμος είναι αθάνατος, θα είχαν ισχυρότερα επιχειρήματα και δε θα παραδέχονταν ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός του. Έκτον, δε θα μπορούσαν να γνωρίσουν την αξία της ψυχής και τι σημαίνει να βρίσκεται η ψυχή μέσα στο σώμα. Έβδομο, πολλοί που τους έχουν πεθάνει δικά τους πρόσωπα, θα εγκατέλειπαν τις πόλεις και θα εγκαθίσταντο στα μνήματα και θα γίνονταν σαν παράφρονες, συζητώντας διαρκώς με τους νεκρούς τους. Πραγματικά αφού τώρα κατασκευάζουν εικόνα, επειδή δεν μπορούν να κρατούν το σώμα (διότι αυτό δεν είναι δυνατόν, αλλά και χωρίς τη θέλησή τους φεύγει και διαλύεται) και παραμένουν προσκολλημένοι στις σανίδες, εάν αυτό δε διαλυόταν, ποιο ακόμη άτοπο πράγμα δε θα είχαν επινοήσει; Εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι και ναούς θα κατασκεύαζαν οι περισσότεροι για τα σώματα αυτά και εκείνοι που έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται αυτά και να προβαίνουν σε μαγικές ενέργειες θα έπειθαν τους ανθρώπους ότι οι δαίμονες ομιλούν διαμέσου των σωμάτων αυτών, αφού τώρα βέβαια όσοι αποτολμούν να ασχολούνται με τις νεκρομαντείες επιχειρούν πολύ χειρότερα από αυτά. Πόσες ειδωλολατρίες δε θα δημιουργούνταν από το γεγονός αυτό; Όταν βέβαια ύστερα από τη σκόνη και τη στάχτη προσπαθούν να κάνουν τα ίδια.
Για να αφανίσει ο Θεός όλα τα παραπάνω άτοπα και να μας διδάξει να εγκαταλείπουμε και να περιφρονούμε όλα τα γήινα, αφανίζει τα σώματα από τα μάτια μας. Πραγματικά, ο φιλόσαρκος και αυτός που προσελκύεται από μια όμορφη κοπέλα, αν δε θέλει να διδαχθεί με τα λόγια την αηδία της σωματικής ουσίας, θα την γνωρίσει από την αυτοψία. Διότι πολλές συνομήλικες της ερωμένης πολλές φορές μάλιστα και νεότερες, πεθαίνουν και ύστερα από μία ή δύο ημέρες αποπνέουν δυσωδία και αίμα σάπιο και χυμούς πυώδεις, κατάλληλους για τα σκουλήκια. Συλλογίσου, λοιπόν, τι είδους κάλλος αγαπάς και από ποια ομορφιά είσαι μαγεμένος. Εάν όμως δε φθείρονταν τα σώματα, δε θα υπήρχε η δυνατότητα να το αντιληφθούμε καλά αυτό. Αλλά όπως οι δαιμονισμένοι τρέχουν στους τάφους, κατά όμοιο τρόπο και πολλοί από τους ερωτευμένους θα σύχναζαν στα μνήματα και θα δέχονταν τους δαίμονες στην ψυχή τους και γρήγορα θα καταλαμβάνονταν από τη φοβερή αυτήν μανία. Τώρα όμως μαζί με τα άλλα και αυτό παρηγορεί την ψυχή, το ότι δηλαδή δε βλέπουν το σώμα και έτσι λησμονούν το πάθος.
Εάν επίσης δε συνέβαινε αυτό, δε θα υπήρχαν μνήματα, αλλά θα μπορούσες να δεις τις πόλεις να έχουν νεκρά σώματα αντί ανδριάντων, επειδή ο καθένας θα ήθελε να βλέπει τον δικό του. Και ασφαλώς μεγάλη σύγχυση θα δημιουργούνταν από αυτά και κανείς από τους κοινούς ανθρώπους δε θα φρόντιζε για την ψυχή του και δε θα υπήρχε η δυνατότητα να επικρατήσει μέσω του κηρύγματος η διδασκαλία περί της αθανασίας της ψυχής. Αλλά και άλλα πολλά πολύ χειρότερα από αυτά θα συνέβαιναν, που δεν είναι καλό να αναφέρω.
Γι’ αυτό και σαπίζει αμέσως το σώμα, για να δεις γυμνό το κάλλος της ψυχής. Διότι εάν η ψυχή είναι πρόξενος τόσο μεγάλου κάλλους και τόσης ζωής, θα είναι η ίδια κατά πολύ ανώτερη. Εάν το τόσο δύσοσμο και άσχημο σώμα το συντηρεί, πολύ περισσότερο θα συντηρεί τον εαυτό της. Διότι το καλό δεν είναι το σώμα, αλλά η διάπλασή του και η ανθηρότητα που από την ψυχή διοχετεύεται σε αυτό. Να αγαπάς, λοιπόν, την ψυχή που κάνει το σώμα να φαίνεται όμορφο.
Αλλά γιατί ομιλώ για τον θάνατο; Αφού και στη ζωή την ίδια θα σου δείξω ότι όλα τα καλά είναι δικά της. Πραγματικά, όταν η ψυχή ευχαριστηθεί, τότε ρόδα απλώνει στο πρόσωπο, ενώ όταν λυπηθεί, αφού αφαιρέσει το κάλλος εκείνο, περιβάλλει τα πάντα με μαύρη στολή. Όταν ευφραίνεται συνεχώς η ψυχή, το σώμα γίνεται ανθεκτικό, ενώ όταν υποστεί πόνους, το κάνει περισσότερο αδύνατο και πιο ασθενικό από τον ιστό της αράχνης. Αν πάλι θυμώσει η ψυχή, το καθιστά αποκρουστικό και αισχρό. Αν δείξει ήρεμο μάτι, μεγάλο κάλλος του χαρίζει. Αν φθονεί, του δίδει μεγάλη ωχρότητα και αδυναμία. Αν αγαπά, του δωρίζει μεγάλη ομορφιά. Έτσι, λοιπόν, πολλές γυναίκες, που δεν έχουν ωραία μορφή, έχουν λάβει μεγάλη χάρη από την ψυχή τους. Αντίθετα, άλλες που ακτινοβολούν με την ομορφιά τους, επειδή έχουν άσχημη ψυχή, καταστρέφουν το κάλλος. Πραγματικά, σκέψου πώς κοκκινίζει ένα λευκό πρόσωπο και με την ποικιλία του χρώματος πόση ευχαρίστηση παρέχει, κάθε φορά που πρέπει να νιώθει ντροπή και να κοκκινίζει. Ενώ όταν η ψυχή είναι αναίσχυντη, καθιστά τη μορφή περισσότερο άγρια από κάθε άλλο θηρίο.
Χωρίς αμφιβολία, τίποτε δεν υπάρχει ωραιότερο και γλυκύτερο από την καλή ψυχή. Διότι ο πόθος που αναφέρεται στα σώματα συνοδεύεται από λύπες, ενώ η αγάπη για την ψυχή παρέχει καθαρή και ακύμαντη ηδονή. Γιατί, λοιπόν, αφήνεις τον βασιλέα και προσκολλάσαι στον κήρυκά του; Γιατί εγκαταλείπεις τον φιλόσοφο και μαγεύεσαι από τον διερμηνέα του; Είδες ωραία μάτια; Ζήτησε να μάθεις και τον εσωτερικό κόσμο και αν δεν είναι καλός εκείνος, τότε να περιφρονήσεις και τα μάτια. Διότι ασφαλώς δε θα ένιωθες καμία συμπάθεια, όταν έβλεπες μία γυναίκα άσχημη που θα είχε πρόσωπο ωραίο,όπως πάλι δε θα μπορούσες να ανεχθείς μία γυναίκα καλή και ωραία να κρύπτεται κάτω από το προσωπείο, αλλά θα ήθελες να το αφαιρέσεις, για να τη δεις ακάλυπτη στην ακμή της ομορφιάς της. Το ίδιο λοιπόν να κάνεις και για την ψυχή και αυτή να εξετάζεις πρώτα. Διότι η ψυχή περιβάλλεται το σώμα σαν προσωπείο. Γι’ αυτό και το σώμα παραμένει ως έχει, ενώ η ψυχή και όταν είναι άμορφη, έχει τη δυνατότητα γρήγορα να γίνει ωραία. Και αν έχει μάτι άσχημο, τραχύ και σκληρό, μπορεί να το κάνει καλό, ήμερο, γαλήνιο, γλυκύ και καταδεκτικό.
Αυτήν, λοιπόν, την ομορφιά ας ζητούμε, αυτήν την ωραία όψη ας επιδιώκουμε, ώστε και ο Θεός να επιθυμήσει το ψυχικό μας κάλλος και να μας προσφέρει τα ουράνια και αιώνια αγαθά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
***
(ομιλία ΛΕ΄ από το υπόμνημα του αγίου στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο) Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. ι΄37-38
«Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος (: Εκείνος που αγαπά τον πατέρα ή τη μητέρα του παραπάνω από εμένα και με αρνείται για να μη χωριστεί από τους άπιστους γονείς του, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Και εκείνος που αγαπά τον γιο του ή την κόρη του παραπάνω από εμένα, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Και όποιος δεν παίρνει σταθερή την απόφαση να υποστεί κάθε ταλαιπωρία και σταυρικό ακόμη θάνατο για την πίστη του σε εμένα και δε με ακολουθεί ως αρχηγό και υπόδειγμά του, δεν είναι άξιος για μένα)» [Ματθ. ι΄37-38].
Είδες αξίωμα διδασκάλου; Είδες πώς αποδεικνύει ότι είναι γνήσιος Υιός του Πατρός Του, και δίνει εντολή να εγκαταλείψουν τα πάντα και να προτιμήσουν τη δική Του αγάπη; «Και γιατί αναφέρω», λέγει, «φίλους και συγγενείς; Διότι κι αν ακόμη προτιμήσεις τη ζωή σου από τη δική μου αγάπη, βρίσκεσαι πολύ μακριά από τους δικούς μου μαθητές».
Τι λοιπόν; Τα λόγια αυτά δεν είναι αντίθετα προς τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης; Μη γένοιτο. Όχι μόνο δεν είναι, αλλά μάλιστα και πολύ συμφωνούν προς εκείνην. Διότι και εκεί εκείνους που παρασύρονται στη λατρεία των ειδώλων, δίνει εντολή όχι μόνο να τους μισούν, αλλά και να τους λιθοβολούν. Και στο «Δευτερονόμιο» θαυμάζει αυτούς και λέγει: «ὁ λέγων τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί· οὐχ ἑώρακά σε, καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ οὐκ ἐπέγνω καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἀπέγνω· ἐφύλαξε τὰ λόγιά σου καὶ τὴν διαθήκην σου διετήρησε (: Η φυλή του Λευϊ γεμάτη ιερό ζήλο είπε κατά την κατασκευή του χρυσού μόσχου το οποίο σκόπευαν να προσκυνήσουν οι Ιουδαίοι ως θεό τους, προς τους στενότατους συγγενείς της, τα τέκνα προς τον πατέρα και την μητέρα: ‘’Δεν σε έχω δει άλλην φορά’’• προς τους αδελφούς: ‘’Δεν σας αναγνωρίζω ως αδελφούς’’• και προς τους υιούς: ‘’σας απαρνούμαι’’. Η φυλή του Λευϊ με την συμπεριφορά της αυτήν φύλαξε τα λόγια σου, τήρησε τη διαθήκη σου)» [Δευτ. 33, 9].
Εάν βέβαια ο Παύλος δίνει πολλές εντολές σχετικά με τον σεβασμό προς τους γονείς και μας προτρέπει να υπακούμε ολοκληρωτικά σε αυτούς, να μην παραξενεύεσαι, διότι σε εκείνα μόνο μας λέγει να υπακούμε, που δε ζημιώνουν την ευσέβεια. Διότι, πραγματικά, είναι αρεστό στον Θεό να αποδίδουμε στους γονείς μας όλη την οφειλόμενη τιμή. Όταν όμως απαιτούν κάτι παραπάνω από την τιμή που τους αρμόζει, τότε δεν πρέπει να υπακούμε. Γι’ αυτό και ο Λουκάς στο Ευαγγέλιό του μάς αναφέρει ότι ο Ιησούς είπε: «εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι (: εάν κανείς έρχεται προς εμένα, για να γίνει οπαδός μου, και δεν απαρνείται τον άπιστο πατέρα του και τη μητέρα και τη γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τις αδελφές, εφόσον αυτοί τού είναι πρόσκομμα στη νέα ζωή του, ακόμη επίσης δεν απαρνείται και τη ζωή του, όταν η ανάγκη επιβάλει να τη θυσιάσει, αυτός δεν μπορεί να είναι μαθητής μου)» [Λουκ. 14, 26]. Δεν σε προτρέπει βέβαια να τους μισείς χωρίς αιτία, διότι αυτό είναι πάρα πολύ αντίθετο στον Νόμο του Θεού, αλλά όταν θέλουν να τους αγαπάς περισσότερο από εμένα, τότε να τους μισήσεις για την αιτία αυτή. Διότι το γεγονός αυτό και αυτόν που αγαπάται και αυτόν που αγαπά είναι ικανό να τους καταστρέψει.
Έλεγε επίσης αυτά για να καταστήσει και τα τέκνα περισσότερο γενναία, αλλά και τους πατέρες που σκόπευαν να σταθούν εμπόδιο στην πίστη των παιδιών τους να τους κάνει πιο πράους. Πραγματικά, όταν θα έβλεπαν ότι η διδασκαλία Του έχει τόση επίδραση και δύναμη, ώστε να τους αποσπά τα τέκνα τους από κοντά τους, ασφαλώς, θα έπαυαν την αντίδρασή τους, επειδή θα διαπίστωναν ότι θα επιχειρούσαν πράγματα αδύνατα. Γι’ αυτό αφού άφησε τους μαθητές, απευθύνεται προς τους άπιστους γονείς και τους διδάσκει να μη φέρουν εμπόδια, επειδή αυτά που επιχειρούν είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν.
Στη συνέχεια, για να μην αγανακτούν οι γονείς, ούτε να προβάλλουν δυσχέρειες, πρόσεξε πώς συνεχίζει τον λόγο. Αφού δηλαδή είπε: «όποιος δε μισεί τον πατέρα του και τη μητέρα του», πρόσθεσε «και τη ζωή του». Διότι «γιατί», λέγει, «μου προβάλλεις τους γονείς, τους αδελφούς, τις αδελφές και τη σύζυγο; Τίποτε σε κανέναν δεν είναι περισσότερο επιθυμητό από τη ζωή, αλλά όμως εάν δεν την μισήσεις και αυτήν, θα πάθεις τα αντίθετα από όλα εκείνα που θα απολαύσει εκείνος που με αγαπά». Και μάλιστα δεν έδωσε εντολή να τη μισήσεις μόνο, αλλά να την μισήσεις τόσο, ώστε να είσαι έτοιμος να την εκθέσεις σε πόλεμο, σε μάχες, σε σφαγές και σε αίματα. «καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος (: Και όποιος δεν παίρνει την απόφαση να υποστεί, εάν χρειαστεί, ακόμη και θάνατο σταυρικό, και δεν ακολουθεί με την σταθερή απόφαση αυτή πίσω μου, μιμούμενος σε όλα το παράδειγμά μου, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου και δεν αξίζει για μένα)». Δηλαδή, δεν είπε απλώς ότι πρέπει να είναι έτοιμοι να παραταχθούν και να αγωνισθούν μέχρι θανάτου, αλλά να είναι έτοιμοι να υποστούν βίαιο θάνατο, και όχι μόνο βίαιο, αλλά και ταπεινωτικό. Και δεν κάνει ακόμη κανένα λόγο για το δικό Του πάθος, για να εκγυμνασθούν επί του παρόντος με αυτά και να δεχθούν με μεγαλύτερη ευκολία την αναγγελία του.
Άραγε δεν αξίζει να αναρωτηθούμε, πώς, ακούγοντας όλα αυτά οι μαθητές, δεν έφυγε η ψυχή τους από το σώμα τους, αφού σε κάθε περίπτωση και ανά πάσα στιγμή οι κίνδυνοι ήσαν άμεσοι, ενώ τα αγαθά ήταν μονάχα αντικείμενα ελπίδας; Λοιπόν, γιατί δεν έφυγε η ψυχή τους; Διότι ήταν μεγάλη και η δύναμη του Ομιλούντος και η αγάπη των μαθητών Του. Γι’ αυτό αν και άκουγαν φοβερότερα και βαρύτερα από όσα έπαθαν οι μεγάλοι εκείνοι άνδρες, όπως είναι ο Μωυσής και ο Ιερεμίας, εντούτοις έμεναν πιστοί και δεν διατύπωναν καμία αντίρρηση.
«ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν (: εκείνος που σε καιρό διωγμών θα αποφύγει τη θλίψη και το μαρτύριο, για να σώσει τη ζωή του, θα χάσει την αληθινή και μακαρία ζωή· και όποιος θυσιάσει τη ζωή του για μένα, θα κερδίσει την αληθινή και μακαρία ζωή)» [Ματθ. 10, 39]. Είδες πόση είναι η ζημία εκείνων που αγαπούν τα επίγεια πέρα από το επιτρεπόμενο σημείο; Και πόσο είναι το κέρδος εκείνων που τα μισούν; Επειδή όμως οι εντολές ήσαν βαριές, αφού τους προέτρεπε να έλθουν σε σύγκρουση προς τους γονείς τους, τα παιδιά τους, τη φυσική τάξη, τη συγγένεια, την οικουμένη ολόκληρη και προς την ίδια τους τη ζωή, γι’ αυτό και αναφέρει και την ωφέλεια, που είναι πολύ μεγάλη. «Διότι αυτά όχι μόνο δε θα σας βλάψουν», λέγει, «αλλά και θα σας ωφελήσουν υπερβολικά, ενώ τα αντίθετα θα σας βλάψουν». Αυτό το κάνει συχνά, δηλαδή τους προσελκύει προς τις εντολές Του βασιζόμενος σε εκείνα που επιθυμούν.
Γιατί λοιπόν δε θέλεις να περιφρονήσεις τη ζωή σου; Επειδή την αγαπάς; Λοιπόν γι’ αυτό ακριβώς να την περιφρονήσεις και τότε θα την ωφελήσεις τα μέγιστα και θα ενεργήσεις όπως ακριβώς ενεργεί εκείνος που αγαπά. Και πρόσεξε ανέκφραστη σύνεση. Διότι δεν προετοιμάζει με την εντολή αυτή τη στάση τους μόνο απέναντι στους γονείς και στα τέκνα τους, αλλά και απέναντι στη ζωή τους, που είναι το περισσότερο αγαπητό από όλα, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να γίνει αναμφισβήτητη πεποίθηση στους μαθητές εκείνο και να μάθουν ότι και τους παραπάνω με τη συμπεριφορά τους αυτήν θα ωφελήσουν περισσότερο, καθόσον βέβαια, συμβαίνει αυτό και στη ζωή, την πλέον πολύτιμη όλων.
***
(ομιλία ΞΔ΄από το υπόμνημα του αγίου στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο) Υπομνηματισμός των χωρίων Ματθ. ιθ΄27-30
«Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; (: Τότε του αποκρίθηκε ο Πέτρος και του είπε: ’’ιδού εμείς τα αφήσαμε τα πάντα και σε ακολουθήσαμε. Ποια τάχα θα είναι η αμοιβή μας;)» [Ματθ. 19, 27] Ποια «πάντα» αφήσατε, μακάριε Πέτρε; Το καλάμι του ψαρέματος; Το δίχτυ που έπιανε τα ψάρια; Το πλοίο; Την αλιευτική σας τέχνη; Αυτά εννοείς λέγοντας «τα πάντα»; «Ναι», θα απαντούσε. «Όμως δεν τα λέγω αυτά από φιλοδοξία, αλλά για να παρουσιάσω με την ερώτηση αυτή, το πλήθος των πτωχών ανθρώπων». Επειδή δηλαδή είπε ο Κύριος: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι (: εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα στους φτωχούς και θα αποκτήσεις θησαυρό στον ουρανό και έλα ακολούθησέ με)» [Ματθ. 19, 21], για να μη λέγει κάποιος από τους φτωχούς: «Τι λοιπόν; Εάν δεν έχω υπάρχοντα για να τα μοιράσω σε φτωχούς, δεν μπορώ να γίνω τέλειος;». Γι’ αυτό ρωτά ο Πέτρος, για να πληροφορηθείς και εσύ ο πτωχός ότι δεν έχεις να ζημιωθείς σε τίποτε από την πτωχεία σου αυτήν. Ρωτά ο Πέτρος, για να μην αμφιβάλλεις καθόλου, πληροφορούμενος τούτο από τον Πέτρο (διότι ήταν ακόμη πνευματικά ατελής και δεν είχε λάβει τη χάρη του αγίου Πνεύματος), αλλά δεχόμενος την απόφαση του Διδασκάλου του Πέτρου, να πάρεις θάρρος. Όπως κάνουμε και εμείς, πολλές φορές, δηλαδή, ενώ ομιλούμε για λογαριασμό άλλων, παρουσιάζουμε ως δικά μας τα υπό συζήτηση ζητήματα, το ίδιο λοιπόν, έκανε και ο απόστολος, που ρώτησε σαν εκπρόσωπος της οικουμένης ολόκληρης. Διότι το ότι γνώριζε καλά τα σχετικά με τον εαυτό του, αποδεικνύεται από όσα ειπώθηκαν προηγουμένως. Πραγματικά, αυτός που δέχθηκε από εδώ ακόμη τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, ασφαλώς, θα είχε περισσότερο θάρρος και ελπίδα για να λάβει και τα εκεί αγαθά.
Πρόσεχε, επίσης, την ακριβή ερώτηση του Πέτρου σε αυτά που ο Χριστός ζήτησε. Διότι ο Κύριος δύο πράγματα ζήτησε από τον πλούσιο· να δώσει στους πτωχούς τα υπάρχοντά του και να τον ακολουθήσει. Γι’ αυτό και ο Πέτρος τα δύο αυτά προβάλλει, το γεγονός ότι άφησε τα πάντα και το ότι ακολούθησε τον Κύριο. «Διότι, ιδού, εμείς αφήσαμε», λέγει, «τα πάντα και σε ακολουθήσαμε». Η απάρνηση όμως των πάντων κατέστη δυνατή, επειδή Τον ακολούθησαν, αλλά και ευκολότερα Τον ακολούθησαν, επειδή άφησαν τα πάντα και τους προετοίμαζε να έχουν θάρρος και να χαίρονται για το ότι εγκατέλειψαν τα πάντα.
Και τι απάντησε ο Χριστός; «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ (: Σας διαβεβαιώνω ότι εσείς που με έχετε ακολουθήσει εδώ στη γη, όταν στη συντέλεια των αιώνων αναδημιουργηθεί νέος κόσμος και αναστηθούν οι νεκροί και ο υιός του ανθρώπου καθίσει επάνω στον ένδοξο θρόνο Του, τότε κι εσείς θα καθίσετε επάνω σε δώδεκα θρόνους, για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)» [Ματθ. 19, 28].
«Τι λοιπόν; Και ο Ιούδας», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «θα καθίσει στον θρόνο;». Όχι βέβαια. «Τότε γιατί ο Κύριος λέγει: ‘’εσείς θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους; Πώς θα πραγματοποιηθεί η υπόσχεση αυτή;». Άκουσε πώς και με ποιο μέσο θα εκπληρωθεί. Υπάρχει νόμος καθορισμένος από τον Θεό, που αναγνώστηκε στους Ιουδαίους μέσω του προφήτη Ιερεμία και λέγει τα ακόλουθα: «πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος ἢ ἐπὶ βασιλείαν τοῦ ἐξᾶραι αὐτοὺς καὶ τοῦ ἀπολλύειν, καὶ ἐπιστραφῇ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ἀπὸ πάντων τῶν κακῶν αὐτῶν, καὶ μετανοήσω περὶ τῶν κακῶν, ὧν ἐλογισάμην τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς. καὶ πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλείαν τοῦ ἀνοικοδομεῖσθαι καὶ τοῦ καταφυτεύεσθαι, καὶ ποιήσωσι τὰ πονηρὰ ἐναντίον μου τοῦ μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς μου, καὶ μετανοήσω περὶ τῶν ἀγαθῶν, ὧν ἐλάλησα τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς (: εάν προαναγγείλω και αποφασίσω το τέλος ενός έθνους ή ότι θα εξολοθρεύσω και θα εξαφανίσω μία βασιλεία και τους πολίτες της, εάν εκείνο το έθνος επιστρέψει προς εμένα εν μετανοία, και απαρνηθεί και απομακρυνθεί από όλες τις κακίες, εγώ θα αλλάξω γνώμη σχετικά με τις θλίψεις και τιμωρίες, τις οποίες είχα σκεφτεί να επιφέρω εναντίον των ανθρώπων του λαού αυτού. Εάν εξ αντιθέτου ομιλήσω και αποφασίσω περί ενός έθνους και ενός βασιλείου ότι θα ανοικοδομηθεί, θα φυτευτεί και θα προοδεύσει, ενώ οι άνθρωποι του έθνους αυτού πράξουν πονηρά ενώπιόν μου και δε θέλουν να ακούσουν και να υπακούσουν στη φωνή μου, τότε θα αλλάξω γνώμη σχετικά με τα αγαθά, που είχα προαναγγείλει,ότι θα αποστείλω σε αυτούς)» [Ιερ. 18, 7-10]. «Αυτή την ίδια μεταχείριση, λοιπόν, διαφυλλάσσω και για τους αγαθούς», λέγει. «Δηλαδή, κι αν ακόμη πω ότι θα τους αναστήσω σε έθνος μέγα, δε θα τηρήσω την υπόσχεσή μου, εάν δεν αποδειχθούν άξιοι της υποσχέσεως που τους έδωσα». Πράγμα που συνέβη και με τον άνθρωπο που έπλασε· υπόσχεται ο Κύριος στη Γένεση: «καὶ ὁ τρόμος καὶ ὁ φόβος ὑμῶν ἔσται ἐπὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ἐπὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ κινούμενα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης· ὑπὸ χεῖρας ὑμῖν δέδωκα (: και ας είστε τρόμος και φόβος σε όλα τα θηρία της γης, σε όλα τα πτηνά του ουρανού, σε κάθε τι που ζει και κινείται ακόμη στην ξηρά και σε όλα τα ψάρια της θάλασσας. Υπό την εξουσία σας τα έδωσα όλα αυτά)» [Γεν. 9, 2]. Και όμως δε συνέβη αυτό, διότι ο άνθρωπος απέδειξε τον εαυτό του ανάξιο της εξουσίας αυτής. Όπως ακριβώς και ο Ιούδας.
Επομένως, για να μη γίνουν μερικοί άνθρωποι σκληρότεροι από την απελπισία τους για την τιμωρία, ούτε πάλι, άλλοι να καταστούν πιο αδιάφοροι από την υπόσχεση των αγαθών, θεραπεύει και τις δύο αυτές περιπτώσεις με όσα ειπώθηκαν παραπάνω. Σαν να λέγει, δηλαδή, «εάν σε απειλήσω, να μην απελπιστείς, διότι έχεις τη δυνατότητα να μετανοήσεις και να ανατρέψεις την απόφασή μου, όπως οι Νινευίτες. Εάν πάλι σου υποσχεθώ κάποιο αγαθό, να μην επαναπαυθείς εξαιτίας της υποσχέσεως αυτής. Διότι εάν αποδειχθείς ανάξιος, δε θα σε ωφελήσει καθόλου η υπόσχεσή μου, αλλά θα γίνει αιτία να τιμωρηθείς περισσότερο. Εγώ βέβαια σου έδωσα την υπόσχεσή μου με την προϋπόθεση να φαινόσουν αντάξιος της επαγγελίας αυτής.
Για τον λόγο αυτόν και τότε ομιλώντας προς τους μαθητές Του ο Κύριος δεν τους έδωσε μία απλή υπόσχεση. Δηλαδή, δεν τους είπε, «εσείς μόνο», αλλά πρόσθεσε: «εσείς που με ακολουθήσατε», ώστε και τον Ιούδα να θέσει εκτός, και τους μεταγενέστερους ανθρώπους να προσελκύσει. Διότι αυτό δεν το είπε μόνο προς εκείνους, ούτε και προς τον Ιούδα, βέβαια, που αποδείχθηκε ανάξιος.
Στους μεν μαθητές λοιπόν, υποσχέθηκε τα μελλοντικά αγαθά, όταν τους είπε: «θα καθίσετε σε δώδεκα θρόνους», διότι είχαν περισσότερη πνευματική κατάρτιση και δε ζητούσαν τίποτε από τα επίγεια, στους άλλους όμως υποσχέθηκε και τα παρόντα, τα επίγεια αγαθά: «καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει (: και κάθε ένας, ο οποίος προς χάριν μου άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή χωράφια, θα λάβει εδώ στη γη εκατό φορές περισσότερα, και το σπουδαιότερο, θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή)» [Ματθ. 19, 29].
Για να μη νομίσουν λοιπόν μερικοί, όταν άκουσαν το «Εσείς» [Ματθ. 19, 28], ότι αυτά αναφέρονταν στους μαθητές Του και μόνο (εννοώ, δηλαδή, το ότι θα απολαμβάνουν τα μεγαλύτερα αγαθά και τα πρωτεία στη μέλλουσα ζωή), γι’ αυτό και εξέτεινε τον λόγο και άπλωσε την υπόσχεσή Του σε ολόκληρη τη γη και από τα παρόντα πράγματα διαβεβαιώνει και τα μέλλοντα. Εξάλλου και προς τους μαθητές Του στην αρχή της κλήσεώς τους, όταν ήσαν πνευματικώς ακατάρτιστοι, μιλούσε με βάση τα επίγεια αγαθά. Πραγματικά, όταν τους προσκάλεσε από τη θάλασσα και τους απομάκρυνε από την τέχνη τους και τους προέτρεψε να εγκαταλείψουν το πλοίο, δεν τους έκανε λόγο για ουρανούς, ούτε για θρόνους, αλλά ομίλησε για τα πράγματα της επίγειας ζωής και είπε: «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων (: ακολουθείστε με και εγώ θα σας κάνω ικανούς να αλιεύετε και να προσελκύετε ανθρώπους στη βασιλεία των ουρανών με το δίχτυ του κηρύγματος)» [Ματθ. 4, 19]. Όταν όμως τους ανύψωσε πνευματικά, τότε πλέον τους ομιλεί και για τα πράγματα της άλλης, της ουράνιας και αιώνιας ζωής.
Αλλά τι σημαίνει η φράση «κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ»; Σημαίνει ότι θα τους κατακρίνουν. Διότι δεν πρόκειται βέβαια να καθίσουν ως δικαστές, αλλά όπως ακριβώς είπε ότι η βασίλισσα του νότου θα κατακρίνει τη γενεά εκείνη [«βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε (: η βασίλισσα της χώρας Σαβά, θα αναστηθεί κατά τη μεγάλη εκείνη ημέρα της κρίσεως μαζί με τη γενεά αυτή και θα την καταδικάσει, διότι ήλθε από τα πέρατα της γης να ακούσει τη σοφία του Σολομώντα. Και ιδού ότι εδώ είναι κάτι το ασυγκρίτως ανώτερο από τον Σολομώντα, είμαι εγώ, η ενσάρκωση αυτής ακριβώς της θείας σοφίας)»: Ματθ. 12, 42], όπως και οι Νινευίτες θα τους κατακρίνουν [«ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε (: Στη μέλλουσα κρίση θα αναστηθούν μαζί με τη γενεά αυτήν άντρες Νινεύιτες και θα την καταδικάσουν, διότι εκείνοι μετενόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά. Η σημερινή όμως γενεά μένει σκληρή και αμετανόητη, μολονότι εδώ γίνονται και λέγονται πολύ περισσότερα και ανώτερα από όσα είπε και έκανε τότε ο Ιωνάς)»: Ματθ. 12, 41], κατά όμοιο τρόπο και οι απόστολοι.
Για τον λόγο αυτόν δεν είπε ότι θα κρίνουν τα έθνη και την οικουμένη, αλλά τις φυλές του Ισραήλ. Επειδή οι Ιουδαίοι και οι απόστολοι ήσαν αναθρεμμένοι με τους ίδιους νόμους, τα ίδια έθιμα και το ίδιο πολίτευμα, όταν ισχυρίζονται οι Ιουδαίοι, ότι «γι’ αυτό δεν μπορέσαμε να πιστέψουμε στον Χριστό, διότι μας εμπόδισε ο νόμος να δεχθούμε τις εντολές Του», γι’ αυτό παρουσιάζει τους αποστόλους στο μέσο, που δέχθηκαν τον ίδιο νόμο και όμως πίστεψαν, και έτσι θα κατακρίνουν όλους εκείνους. Πράγμα που ήδη το είπε σε άλλη περίπτωση όταν έλεγε: «καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν (: Και εάν εγώ βγάζω τα δαιμόνια, όπως εσείς λέγετε, με τη βοήθεια του Βεελζεβούλ, τα πνευματικά σας τέκνα -οι μαθητές μου- με τη δύναμη τίνος τα βγάζουν; Γιατί δεν τους κατηγορείτε; Για τον λόγο αυτό οι μαθητές μου θα σας καταδικάσουν για τη μοχθηρία σας και την υποκρισία) [Ματθ. 12, 27].
«Και τι το σπουδαίο», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «υποσχέθηκε σε αυτούς, εάν εκείνο που έχουν οι Νινευίτες και η βασίλισσα του νότου, το έχουν και οι απόστολοι;». Εκτός όμως από αυτά, και άλλα πολλά υποσχέθηκε σε αυτούς προηγουμένως, αλλά και στη συνέχεια υπόσχεται και άλλα· επομένως, δεν θα είναι αυτό μόνο το έπαθλό τους. Εξάλλου, και με την υπόσχεσή του αυτή στην παρούσα περίπτωση άφησε να εννοηθεί κάτι παραπάνω από εκείνους. Πραγματικά, όσον αφορά εκείνους, είπε απλώς: «Άνδρες Νινευίτες θα αναστηθούν και θα κατακρίνουν τη γενεά αυτή» και «Η βασίλισσα του νότου θα την κατακρίνει». Όμως για τους αποστόλους δε μίλησε έτσι. Και πώς ομίλησε; «Εσείς που με έχετε ακολουθήσει εδώ στη γη, όταν στη συντέλεια των αιώνων αναδημιουργηθεί νέος κόσμος και αναστηθούν οι νεκροί και ο υιός του ανθρώπου καθίσει επάνω στον ένδοξο θρόνο του, τότε και εσείς θα καθίσετε επάνω σε δώδεκα θρόνους, για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ» [Ματθ. 19, 28], λέγει, για να δηλώσει ότι θα συμβασιλεύσουν και ότι θα συμμετάσχουν στην δόξα εκείνη. «Εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν (: αν δείχνουμε υπομονή, τότε και θα βασιλέψουμε μαζί με Εκείνον)» [Β΄ Τιμοθ. 2, 12], λέγει ο Παύλος. Βέβαια, οι θρόνοι δε φανερώνουν καθέδρα, διότι μόνο ο Κύριος κάθεται στην έδρα και κρίνει, αλλά με τους θρόνους άφησε να φανεί η απερίγραπτη τιμή και η δόξα.
Στους αποστόλους λοιπόν αυτά είπε ο Ιησούς, ενώ σε όλους τους άλλους ανθρώπους υποσχέθηκε ζωή αιώνια και εκατονταπλασίονα αγαθά στην παρούσα ζωή. Εάν όμως αυτά τα υποσχέθηκε στους άλλους, πολύ περισσότερο τα υποσχέθηκε στους αποστόλους και αυτά και όλα τα πράγματα της επίγειας ζωής. Και αυτό άλλωστε εκπληρώθηκε. Διότι άφησαν οι μαθητές το ψαροκάλαμο και τα δίκτυα και εξουσίαζαν καθ’ ολοκληρίαν τις περιουσίες όλων των Χριστιανών, την αξία των σπιτιών και των χωραφιών και αυτά τα σώματα των πιστών. Πραγματικά, πολλές φορές οι πιστοί προτίμησαν και να σφαγούν ακόμη για χάρη των αποστόλων, όπως μαρτυρεί για πολλούς ο Παύλος, όταν λέγει: «μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι (: διότι μαρτυρώ για σας ότι αν ήταν δυνατόν, τα μάτια σας θα βγάζατε και θα μου τα δίνατε)» [Γαλ. 4, 15].
Όταν λοιπόν ο Κύριος λέγει: «καθένας που άφησε τη γυναίκα του» [Ματθ. 19, 29], δεν το λέγει για να διαλύονται εύκολα και χωρίς λόγο οι γάμοι, αλλά όπως εκείνο που έλεγε για την ψυχή, ότι «εκείνος που θα χάσει τη ζωή του για την πίστη του σε εμένα, θα κερδίσει αυτήν» [Ματθ. 10, 39], δεν το έλεγε για να φονεύουμε τους εαυτούς μας, ούτε για να χωρίζουμε την ψυχή μας από εδώ από το σώμα, αλλά για να θέτουμε την ευσέβεια υπεράνω πάντων, το ίδιο λέγει και για τη γυναίκα και τους αδελφούς. Νομίζω όμως ότι εδώ υπαινίσσεται και τους διωγμούς. «Επειδή δηλαδή υπήρχαν πολλοί πατέρες που παρέσυραν τα παιδιά τους στην ασέβεια και γυναίκες τους άντρες τους, γι’ αυτό όταν» λέγει, «δίνουν παρόμοιες συμβουλές να μην τους θεωρείτε ούτε συζύγους, ούτε πατέρες». Πράγμα βέβαια που και ο Παύλος έλεγε: «εἰ δὲ ὁ ἄπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. οὐ δεδούλωται ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς τοιούτοις. ἐν δὲ εἰρήνῃ κέκληκεν ἡμᾶς ὁ Θεός (: εάν όμως ο άπιστος σύζυγος επιθυμεί και θέλει χωρισμό, ας χωρίζεται από αυτόν η Χριστιανή γυναίκα. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι υποδουλωμένος και δεσμευμένος ο πιστός ή η πιστή. Ο Θεός μάς έχει καλέσει να ζούμε με ειρήνη εσωτερική και με ειρήνη προς τους γύρω μας και δεν είναι ορθό να ταλαιπωρείται ο πιστός σύζυγος από τις έριδες και τις μάχες της άπιστης συζύγου)» [Α΄Κορ. 7, 15].
Αφού λοιπόν εξύψωσε το φρόνημα όλων και τους έπεισε να έχουν θάρρος και για τους εαυτούς τους και για την οικουμένη ολόκληρη, πρόσθεσε: «Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι (: Πολλοί που στον κόσμο αυτόν, εξαιτίας των αξιωμάτων τα οποία κατέχουν και όχι εξαιτίας της αρετής τους, είναι πρώτοι, στη βασιλεία των ουρανών θα είναι τελευταίοι και πολλοί που στον κόσμο αυτόν θεωρούνται τελευταίοι, θα είναι εκεί πρώτοι)» [Ματθ. 19, 30]. Αυτό αν και ειπώθηκε αόριστα και αναφέρεται σε πολλές κατηγορίες ανθρώπων, εντούτοις ειπώθηκε και για αυτούς και για τους Φαρισαίους που δεν πίστευαν. Το ίδιο είπε και προηγουμένως: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων (: αληθινά σας λέγω ότι από τις χώρες της Ανατολής και της Δύσεως, από όλα τα μέρη της οικουμένης, θα έλθουν πολλοί και θα παρακαθίσουν στο πνευματικό δείπνο μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στη βασιλεία των ουρανών. Οι κληρονόμοι όμως της βασιλείας των ουρανών, [οι απόγονοι δηλαδή των πατριαρχών που έχουν τις επαγγελίες του Θεού], θα εκδιωχθούν και ριφθούν στο πυκνότατο σκοτάδι του Άδη. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των δοντιών)» [Ματθ. 8, 11-12].

ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΛΔ΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 477-491 .
• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΛΕ΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 10, σελίδες 499-507 .
• Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ομιλία ΞΔ΄, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 234-245.
• Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 65, σελ. 180-196 (ή: 91-95 του PDF) και τόμος 65, σελ. 201-203 (ή: 97- 98 του PDF) και τόμος 67, σελ.208-213 (ή: 101 – 103 του PDF).
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLVHVFMUh0ODd6QzA/view
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLc00xQlk2TnZfbVE/view
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm
(Επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.