Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Απόσπασμα από μελέτη περί Ακύρων μυστηρίων - Αποτείχισης - Οικονομίας


    Σκοπὸς τῆς παρούσας μελέτης εἶναι νὰ παρουσιάσει τὸ κλίμα ρευστότητος ποὺ ὑπῆρχε τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τὴν βασανιστικὴ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους συνύπαρξη μὲ τοὺς αἱρετικούς· νὰ παρουσιάση τὴν ἔμπρακτη διδασκαλία τῶν Ἁγίων, δηλ. τὴν προσπάθεια τῶν Πατέρων διὰ τῆς ἀπομακρύνσεως (τῆς μὴ κοινωνίας, τῆς ἀποτειχίσεως) νὰ ἀποφύγουν τὸν μολυσμὸ καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὸ Θεό  ποὺ ἐπισυμβαίνει διὰ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀφοῦ οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ  καὶ βέβαια νὰ ἀντιμετωπίσουν καὶ δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου τὴν αἵρεση. Δὲν βλέπουμε νὰ ἀσχολοῦνται ἢ νὰ ἀποφαίνονται οἱ Πατέρες καὶ οἱ πιστοὶ γιὰ ἂν ὁ τάδε ἢ ὁ τάδε φιλοαιρετικός (ποὺ δὲν εἶχε καταδικαστεῖ) ἔχει ἢ δὲν ἔχει μυστήρια. Ὅσοι ἦσαν συνειδητοὶ πιστοί, ἀρκοῦνταν στὴ στάση τῆς μὴ κοινωνίας ἀποτειχίσεως διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τῶν αἱρετικῶν... 
     Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος μᾶς παρουσιάζει τὶς θέσεις τοῦ Ὀρθοδόξου Εὐσταθίου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος –γράφει– ὅτι οἱ ὑπόλοιποι Ἐπίσκοποι (ποὺ ἦσαν ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου) συμφώνησαν μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, συμφώνησαν ἐκ φόβου καὶ ὄχι γιατὶ εἶχαν ὀρθόδοξο φρόνημα, γι’ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια τὰ συμφωνηθέντα παρέβαιναν κατὰ περίπτωση. (P.G. 146, 80ΑΒ).
           Ἔτσι.
     Ὡς γνωστὸν οἱ Ἐπίσκοποι Εὐσέβιος Νικομηδείας καὶ Νικαίας Θέογνις εἶχαν δεχθεῖ «τὸ σύμβολο τῆς Νικαίας καὶ τὸν τελικὸ ἀναθεματισμὸ τῆς συνόδου, ἀρνήθηκαν (ὅμως) νὰ δεχθοῦν τὸν προσωπικὸ ἀναθεματισμὸ τοῦ Ἀρείου» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 471).
    Καὶ οἱ δυό τους «ἑρμήνευσαν αὐθαίρετα τὸν ἀναθεματισμὸ τῆς συνόδου. Φιλοξένησαν στὶς ἐπισκοπές τους τὸν Ἄρειο καὶ τοὺς δύο καταδικασμένους ὀπαδούς του ἐπισκόπους καὶ δὲν δίστασαν νὰ τοὺς δεχθοῦν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία… Τοπικὴ σύνοδος τῆς Νικομηδείας καθαίρεσε τοὺς Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας Θέογνι καὶ ἐξέλεξε στὶς θέσεις τους ἄλλους ἐπισκόπους» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 471-472).
    Ὅμως δυὸ γυναῖκες τοῦ παλατιοῦ ἐπηρέασαν τὶς ἐπιλογὲς τοῦ αὐτοκράτορα (Μ. Κων/νου). Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀνακληθοῦν οἱ δύο καθαιρεθέντες καὶ ἐξόριστοι ἀρειανόφρονες ἐπίσκοποι Εὐσέβιος Νικομηδείας καὶ Θέογνις Νικαίας καὶ νὰ ἀποκατασταθοῦν «στὶς ἐπισκοπές τους μὲ ἀπόφαση τοπικῆς συνόδου στὴν Νικομήδεια (327)… Οἱ πανίσχυροι πλέον Εὐσέβιος Νικομηδείας καὶ Εὐσέβιος Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης ἀντλοῦσαν τὴ δύναμή τους κατ’ εὐθείαν ἀπὸ τὸ παλάτι καὶ ἐπηρέασαν τὴ νέα πολιτικὴ τοῦ Μ. Κων/νου, ἡ ὁποία προσδιόρισε γιὰ πολλὲς δεκαετίες τὸ περιεχόμενο τῶν θεολογικῶν ἀντιπαραθέσεων μεταξὺ τῶν ὀπαδῶν καὶ τῶν ἀντιπάλων τῆς συνόδου τῆς Νικαίας» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 472-473).
    Καὶ κατὰ τὸν Κάλλιστο. Ὁ Νικομηδείας Εὐσέβιος καὶ ὁ Νικαίας Θέογνις, κατὰ τὴν πάγια τακτικὴ τῶν αἱρετικῶν, καὶ πάλι ἐδήλωσαν ἐγγράφως καὶ ψευδῶς ὅτι μετανοοῦν καὶ ἔτσι ἔπεισαν τὸν Μ. Κων/νο ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ ἀπέλαβον πάλι τὰς ἰδίας Ἐκκλησίας! Στὸ ἔγγραφο (“βιβλίο”) αὐτὸ ἔγραφαν: «Τὴν ἔννοιαν ἐξετάσαντες ἐπὶ τῷ ὁμοουσίῳ, ὅλοι ἐγενόμεθα τῆς εἰρήνης, μηδαμοῦ τῇ αἱρέσει ἐξακολουθήσαντες…Τῷ δὲ ἀναθεματισμῷ (σ.σ.: τοῦ Ἀρείου) οὐχ ὑπεγράψαμεν, οὐχ ὡς τῆς πίστεως κατηγοροῦντες, ἀλλ’ ἀπιστοῦντες τοιοῦτον εἶναι τὸν κατηγορηθέντα… (σ.σ.: τὸν Ἄρειον). Εἰ δὲ ἐπείσθη ἡ ἁγία ἡμῶν σύνοδος» (σ.σ.: ὅτι ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα) δὲν ἀντιλέγομε, ἀλλὰ συμφωνοῦμε «τοῖς παρ’ ὑμῶν κεκριμένοις» (P.G. 146, 169BC).
     Ἐπισημαίνει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος: «’Εκ ταύτης τοίνυν τῆς παλινῳδίας ἐπανακληθέντες Εὐσέβιός τε καὶ Θεογόνιος, τὰς ἰδίας ἐκκλησίας ἔσχον, τοὺς ἐπ’ αὐταῖς χειροτονηθέντας ἐκβεβληκότες ὡς εἴρηται (δηλ. ἐξεδίωξαν τοὺς ὀρθόδοξους ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶχαν διαδεχθεῖ, καὶ ἔδωσαν τὴν θέση τῶν ὀρθοδόξων σ’ αὐτούς, παρότι ἦσαν αἱρετικοί!). Καὶ προσχήματι τὰ κώδια περιθέμενοι, τὰ λύκων εἰργάσαντο. Τῇ γὰρ βασιλέως φιλανθρωπίᾳ χρησάμενοι ὡς ἐφόδιον ἐξαπάτης, τῷ συνεχεῖ τῆς πρὸς τὰ βασίλεια εἰσόδου, τὴν προτέραν δυναστείαν ἀπολαβόντες, τὰ πάνδεινα ἔδρων…» (Νικηφόρου Καλλίστου, P.G. 146, 169D-172Α).
     «Ἡ σύγχρονη ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καὶ τοῦ συνοδοῦ του διακόνου Εὐζωΐου συνδυάστηκε μὲ τὴ διαδικασία ἄρσεως τῆς καθαιρέσεως καὶ ἀποκαταστάσεώς του στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία (327). Ὁ Ἄρειος ὑποχρεώθηκε νὰ ὑποβάλη γιὰ εὐνοήτους λόγους στὴν τοπικὴ σύνοδο τῶν “κορυφαίων ἐπισκόπων” τῆς φιλοαρειανικῆς τάσεως Ὁμολογία πίστεως» (Σωκράτους, Ἐκκλησ. Ἱστορία, Ι, 14, 1) μὲ μιὰ ἀσαφὴ ἔστω διατύπωση, «ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ κατὰ τρόπο ἀρειανικό (P.G. 67, 1062· Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 473).
    Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὑπὸ τῆς Συνόδου χρησιμοποιήθηκαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅροι ποὺ δὲν περιέχοντο στὴν Ἁγία Γραφή, ἢ ὅτι κάποιοι Ὀρθόδοξοι αἱρέτιζαν, ἦταν θεολογικὰ ἀπαράδεκτα καὶ ὑποκριτικά. Ὅμως δημιουργοῦσε προβλήματα καὶ σύγχυση, ἀφοῦ μὲ τὴν εὐλογοφάνειά του ἐπηρέαζε πολλοὺς ἱερωμένους καὶ πιστούς (ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καὶ σήμερα μὲ τὶς διάφορες δικαιολογίες τῶν Οἰκουμενιστῶν), ποὺ θεωροῦσαν ὅτι ἔπρεπε νὰ μένουν πιστοὶ στὴν Παράδοση.
    Ἡ ἐρώτηση πάλι εἶναι: Αὐτοὶ τότε, ποὺ ἀποδέχονταν αἵρεση καταδικασμένη ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενική, καταδικασμένοι οἱ ἴδιοι ἀπὸ Σύνοδο καὶ ἀνακληθέντες ἀπὸ ψευδοσύνοδο, ἐπειδὴ ξανα-διαβεβαίωσαν ψευδῶς τὴν τάχα ὀρθοδοξία τους, εἶχαν ἔγκυρα μυστήρια; Ἡ αἵρεση δὲν χωρίζει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα κάποιον ποὺ ὄχι μόνο εἶναι αἱρετικός, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ ὑποκρίνεται τὸν Ὀρθόδοξο; Καὶ ἀντίστοιχα ὅσοι Ποιμένες σήμερα, λόγῳ παρομοίας συγχύσεως, ἐσκεμμένως κακῆς πληροφόρησης, λανθασμένης διδασκαλίας ἐκ τῶν ἡγητόρων, φόβου κ.λπ., καὶ ἐνῶ οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι συνειδητοὶ αἱρετικοί, ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια;
    Γράφει καὶ ὁ Φειδᾶς, ὅτι μετὰ τὴν Α΄ Οἰκουμενική: «Κύριος ἐκπρόσωπος τῆς θεολογίας τῶν ἀρειανοφρόνων ἀναδείχτηκε» «μητροπολίτης Καισαρείας Παλαιστίνης Εὐσέβιος», ὁ ὁποῖος στὴν Α΄ Οἰκουμ. Σύνοδο «εἶχε κατηγορηθεῖ ἐπίσημα γιὰ τὶς ἀρειανικές του ἀντιλήψεις». Δὲν «ἀντέδρασε» ὅμως «γιατὶ φοβήθηκε τὶς συνέπειες τῆς ὁποιασδήποτε ἀντιθέσεώς του» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 485).
    «Ἡ θεολογική του ἀντίθεση πρὸς τὸ σύμβολο τῆς Νικαίας ἐπικεντρώθηκε μόνο στὸν ὅρο “ὁμοούσιος” καὶ στὸν κίνδυνο σαβελλιανικῆς ἑρμηνείας του. Τὴ γραμμή του ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλοι ἀρειανόφρονες, ἀλλά –ὅπως καὶ ὁ Εὐσέβιος– ἦσαν πάντοτε ἕτοιμοι νὰ παραιτηθοῦν ἀπὸ τὶς ἀκραῖες θέσεις τους, ὅταν ἡ προσωπικὴ θεολογία τους ἔπρεπε νὰ ἀνακεφαλαιωθῆ σὲ Ὁμολογία πίστεως τῆς Ἐκκλησίας»! Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ Ἄρειος γιὰ τὴν ἀποκατάστασή του. «Ἀπέφυγε σκόπιμα ὅλες τὶς καταδικασμένες ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδο ἀκραῖες θέσεις του» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., 483-484).     
       [Παρόμοια τακτικὴ τοῦ «λέω, ξελέω» κράτησαν καὶ ἐπὶ δεκαετίες οἱ Οἰκουμενιστές· ἔλεγαν ὅτι κάνουν οἰκονομίες γιὰ νὰ κερδίσουν τοὺς ἑτερόδοξους· ὅτι «ἂν δὲν γνωριστοῦμε καὶ δὲν συζητήσουμε, πὼς θὰ τοὺς πείσουμε;»· ὅτι ἐμεῖς δὲν πρόκειται νὰ ἀπεμπολήσουμε τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας κ.λπ. Ἀκόμα καὶ μετὰ τὴν Κολυμπάρια σύνοδο, προσπαθοῦν νὰ κρύψουν ἢ νὰ περιβάλλουν μὲ ὀρθόδοξη ὁρολογία τὶς κακόδοξες θέσεις τους καὶ ταυτόχρονα ἔχουν καταφέρει νὰ ἀπομονώσουν τὸν ἀντι-Οἰκουμενιστικὸ λόγο, νὰ παρουσιάσουν ὡς ζηλωτὲς καὶ γραφικοὺς τοὺς «ἀντι-Οἰκουμενιστές», νὰ δημιουργήσουν διαίρεση μεταξύ τους καὶ νὰ σπείρουν γενικὰ τὴν σύγχυση καὶ τὴν ἀμφιβολία στὸ λαὸ μὲ ἰσχυρὸ ὅπλο τὴν κατηγορία ὅτι, ὅποιος ἀποτειχίζεται βρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
    Καὶ ἀντὶ οἱ Ὀρθόδοξοι (ἀντι-Οἰκουμενιστές) ὁμονοοῦντες νὰ διασκεδάσουν αὐτὲς ὅλες τὶς συκοφαντίες, τὶς ἐντείνουν μὲ τὶς ἰδιότροπες συμπεριφορές τους κι ἀρνοῦνται νὰ συνέλθουν καὶ νὰ συνενοηθοῦν ἀκόμα καὶ μεταξύ τους (παρὰ τὶς παρακλήσεις ἀπὸ τόσους λαϊκούς) μὲ εὐφάνταστες δικαιολογίες-συκοφαντίες, ἀπορρίπτοντας ἐμπράκτως τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. 13, 35).
    Κι ἂν αὐτή τους ἡ τακτικὴ συνεχιστεῖ, θὰ καταντήσουν, ὅπως ἀκριβῶς οἱ σχισματικοὶ τοῦ Π.Η., ποὺ ξεκίνησαν μιὰ διαμαρτυρία μὲ καλὴ διάθεση καὶ ἡ κίνησή τους ἐκείνη κατέληξε σὲ μιὰ τραγωδία, καὶ συνέτεινε μεγάλως, ὥστε οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ χωριστοῦν μεταξύ τους, καὶ νὰ βλέπουν κάθε προσπάθεια καὶ ἀγώνα ὑπὲρ τῆς Πίστεως μὲ φόβο, μήπως ἔχουν τὴν κατάληξη τῶν Γ.Ο.Χ.].
     πανερχόμαστε στὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς παρόμοιας ἐποχῆς τοῦ 4ου αἰῶνος. Παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις καί -δυστυχῶς- ἀντὶ ὁ Εὐσέβιος νὰ συνετιστεῖ, ὡς θὰ ἤλπιζαν οἱ οἰκονομήσαντες τὰ πράγματα Πατέρες τῆς Συνόδου, συνέχιζε τὴν φθοροποιὸ δράση του. Ἔτσι, ὅπως μᾶς μεταφέρει ὁ Στεφανίδης: «Μετὰ τὴν σύνοδον ὁ (ὀρθόδοξος) Εὐστάθιος ἦλθεν εἰς δογματικὴν ἔριν μετὰ τοῦ Καισαρείας Εὐσεβίου δι’ ἐπιστολῶν». Στὶς θέσεις τοῦ Εὐσεβίου «ὡς βραδύτερον θὰ εἴδωμεν, ἀπαντῶσιν αἱ πρῶται ἀρχαὶ τῆς διδασκαλίας τῶν (αἱρετικῶν) Ὁμοιουσιανῶν». Ὅμως, οἱ αἱρετικοὶ ποὺ ἐπηρέαζαν τὸ παλάτι, κατάφεραν νὰ καθαιρεθεῖ καὶ ἐξορισθεῖ ὁ …Ὀρθόδοξος Εὐστάθιος (πρὸ τοῦ 330) ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους Ἐπισκόπους, ποὺ συμφωνοῦσαν μὲ τὴν διαλλακτικὴ πολιτικὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου! (Στεφανίδη Β., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, σελ. 183).
    Ἐκμεταλλεύτηκαν δηλαδή, τὴν ὑπάρχουσα ἀμφισβήτηση περὶ τὴν ὀρθότητα τοῦ γνωστοῦ δογματικοῦ ὅρου “ὁμοούσιος”. «Ἡ τακτικὴ τοῦ ἀγώνα τῶν ἀρειανοφρόνων ἐπικεντρώθηκε πράγματι στὴν ἀμφισβήτηση τῆς ὀρθότητας τοῦ ὅρουὁμοούσιος”, ὁ ὁποῖος δὲν μαρτυρεῖται στὴν Ἁγία Γραφή, εἶχε καταδικασθῆ συνοδικῶς ἡ χρήση του… καὶ παρέμενε ὕποπτος γιὰ εἰσαγωγὴ σαβελλιανικῶν ἀντιλήψεων στὴν τριαδολογικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τακτικὴ αὐτὴ ἐπιβεβαιώθηκε ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς διαμάχης μεταξὺ Εὐσταθίου Ἀντιοχείας καὶ Εὐσεβίου Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης…».
    Ὁ Εὐστάθιος κατηγόρησε τὸν Εὐσέβιο ὅτι παραχαράσσει τὸ σύμβολο τῆς Νικαίας, ἐνῶ ὁ Εὐσέβιος κατηγόρησε τὸν Εὐστάθιο ὅτι εἰσάγει “τὴν Σαβελλίου δόξαν” (Σωκράτους, Ἐκκλησ. Ἱστορία, Ι, 23, 8. Εἰς Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 473-474).
          Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος γιὰ τὸ θέμα σημειώνει:
     «Περὶ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ γενομένης συνόδου, ἣ καθεῖλε τὸν μέγαν Εὐστάθιον…
   »Τηνικαῦτα δ’ ἑτέρα ταραχὴ ἐκ τῶν οἰκείων ἐπισκόπων τὴν ἐκκλησίαν ἐλάμβανε, περὶ τῆς τοῦ ὁμοουσίου λέξεως ἀκριβολογουμένων, καὶ τὸν κατ’ ἀλλήλων ὁπλίζοντο πόλεμον, ὡς μηδὲν τοῦ νυκτομαχεῖν διαφέρειν… Καὶ ὁ μὲν Εὐστάθιος ᾐτιᾶτο Εὐσέβιον, ὡς τὴν ἐν Νικαίαν πίστιν καινοτομοῦντα· ὁ δ’ αὖθις στέργειν μὲν τὰ ἐν Νικαίᾳ δόξαντα ἔλεγεν· ὡς τὰ Σαβελλίου δὲ φρονοῦντα τὸν Εὐστάθιον ἐν αἰτίαις ἐτίθει. Καὶ δὴ συνόδου διὰ ταῦτα ἐν Ἀντιοχείᾳ γεγενημένης, ἀφαιρεῖται τὴν ἐπισκοπὴν ὁ Εὐστάθιος, κατὰ μὲν τὸν ἀληθῆ λόγον, ὅτιπερ τῆς ἐν Νικαίᾳ ὑπερίστατο πίστεως, καὶ τοὺς περὶ Εὐσέβιον καὶ Πατρόφιλον τὸν Σκυθοπόλεως, καὶ τὸν Τύρου Παυλῖνον, ὧν τῇ γνώμῃ οἱ ἀνὰ τὴν ἕω (=Ἀνατολή)  ἱερεῖς εἵποντο, ὡς Ἀρειανόφρονας ἀπεστρέφετο» (P.G. 146, 176D-177B). Ὁ Εὐστάθιος ὅμως, ἦταν ὀρθόδοξος (ὅπως γνωρίζουμε) καὶ ἐφρόνει τὰ τῆς Νικαίας, καὶ κατηγοροῦσε τὸν Εὐσέβιον καὶ τοὺς φίλους του ὡς Ἀρειανόφρονας.
     Αὐτὸ τὸ «ἀπεστρέφετο», σημαίνει ὅτι ὁ Εὐστάθιος δὲν κοινωνοῦσε μαζί τους· δὲν τοὺς μνημόνευε (διακοπὴ μνημοσύνου), παρότι κατεῖχαν τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, λειτουργοῦσαν ὡς ἐπίσκοποι καὶ ἄρα εἶχαν ἔγκυρα μυστήρια. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου ἔγινε, ἐπειδὴ ἦσαν Ἀρειανόφρονες, ἄρα ψευδεπίσκοποι, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀκόμα καθαιρεθεῖ! Γιὰ τοῦτο, αὐτοὶ ἔπεισαν τὴν Σύνοδο καὶ μὲ συκοφαντίες πέτυχαν τοῦ σκοποῦ τους. Παρὰ ταῦτα οἱ ὀρθοφρονοῦντες ἀρχιερεῖς ἀγνοοῦντες τὶς δολοπλοκίες τους, διαμαρτυρήθηκαν κατ’ αὐτῶν, ὡς πρὸς συναδέλφους, ὄχι ὡς πρὸς αἱρετικούς! Ὄχι δηλαδή, γιατὶ ὡς πρὸς μὴ ἔχοντας τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, καὶ ὡς ἐκ τούτου ὡς μὴ ἔχοντας καὶ τὴν ἐπισκοπικὴ ἐξουσίαν τοῦ “δεσμεῖν καὶ λύειν” (αὐτὸ τὸ ἔργο κάνει ἡ Σύνοδος ὅταν καθαιρεῖ ἢ δικαιώνει), ἀλλὰ γιὰ τὸν μὴ κανονικὸ τρόπο καταδίκης τοῦ Εὐσταθίου! «Τῶν δ’ ἄλλων ἀρχιερέων οἳ τὰ τυρευθέντα ἠγνόουν, ἀντελεγόντων, καὶ μὴ κατὰ νόμους τὴν ψῆφον τἀνδρὶ γενέσθαι διατεινομένων», αὐτοί (οἱ Ἀρειανόφρονες) ταχύτατα πῆγαν στὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν ἔπειθαν νὰ διώξει τὸν Εὐστάθιο, «τὸν τοσοῦτον τῆς εὐσεβείας καὶ σωφροσύνης ἀγωνιστήν τε καὶ μαργαρίτην. Δεινὴ δὲ διὰ τὴν ἐκείνου καθαίρεσιν στάσις τῇ Ἀντιόχου ἐξήφθη» (P.G. 146, 176D-180Α).
    Καὶ κατὰ τὸν Φειδᾶ: Οἱ ἀρειανόφρονες προσπάθησαν διὰ τῆς «συκοφαντικῆς δυσφήμισης τοῦ προσώπου ἢ τῆς διδασκαλίας» τῶν δύο Ὀρθοδόξων Ἀρχιεπισκόπων Εὐσταθίου Ἀντιοχείας καὶ Μ. Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας νὰ «ἀποδυναμώσουν τὰ πρόσωπα αὐτὰ τόσο στὶς ἐκτιμήσεις τοῦ αὐτοκράτορα, ὅσο καὶ στὴν τοπικὴ ἐπιρροή» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 475). Κατάφεραν δὲ διὰ συκοφαντιῶν νὰ καθαιρεθεῖ στὴν Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας περὶ τὸ 328, ὁ Εὐστάθιος, ἐνῶ «τὴν προεδρία τῆς συνόδου αὐτῆς ἄσκησε ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 476). Σημαντικὴ εἶναι ἡ πληροφορία ὅτι ὁ Μ. Κων/νος «ἐξέφρασε τὴ χαρά του γιὰ τὴν καθαίρεση τοῦ Εὐσταθίου, τὸν ὁποῖο ἐξόρισε στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θράκης» (Φειδᾶ, ὅπ. παρ., σελ. 476).
      Ἡ Σύνοδος Ἀντιοχείας, λοιπόν, ἀποτελουμένη ἀπὸ ὀρθοδόξους καὶ Ἀρειανόφρονες καταδικάζει τὸν ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο Εὐστάθιο.
     Νά, καὶ πάλι διαμάχες μεταξὺ Ἐπισκόπων, Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, τῶν ὁποίων ἡ αἵρεση εἶχε καταδικαστεῖ ἀπὸ τέσσερις (4) Συνόδους! Κι ὅμως παραμένουν Ἐπίσκοποι μὲ ἔγκυρα Μυστήρια (εἶναι ὅμως ψευδεπίσκοποι σύμφωνα μὲ τὶς προειδοποιήσεις τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ τῆς ΙΕ΄ Συνόδου), συμμετέχουν ὅλοι μαζὶ σὲ Συνόδους, καθαιροῦνται ἀπὸ αὐτὲς τὶς Συνόδους (στὶς ὁποῖες συμμετέχουν αἱρετικοί) Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, ὅταν τὴν πλειοψηφίαν ἔχουν οἱ αἱρετικοί!
    «Οἱ θεολογικὲς αὐτὲς ἀντιθέσεις ὑποδηλώνουν μιὰ γενικότερη σύγχυση τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων ὡς πρὸς τὴν κατανόηση τῶν ὅρων “οὐσία” καὶ “ὑπόστασις” τοῦ συμβόλου τῆς Νικαίας (Φειδᾶ, ὅπ. παρ. σελ. 474).
    Ὁ Εὐστάθιος λοιπον, εἶχε διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Ἀρειανόφρονες (“ἀπεστρέφετο”), ὁ δὲ ἱστορῶν τὸ γεγονὸς Νικηφόρος Κάλλιστος, μᾶς παρουσιάζει τοὺς Ἀρειανόφρονες, ποὺ δὲν εἶχαν καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ὡς κανονικοὺς ἐπισκόπους. Τοὺς προσάπτει βέβαια κι αὐτὸς τὴν κατηγορία ὅτι παρέβησαν τὸ κανονικὸ δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ διαγορεῦον ὅτι γιὰ νὰ καταδικαστεῖ κάποιος ποὺ ἀδίκως κατηγορεῖται (ἐδῶ συκοφαντεῖται) ὡς ὁ Εὐστάθιος, πρέπει νὰ ὑπάρχουν δύο ἢ τρεῖς μάρτυρες, κάτι ποὺ δὲν συνέβη μὲ τὸν Εὐστάθιο, ἀλλά –τὸ παράξενο– δὲν λέει τίποτα ὁ Κάλλιστος Νικηφόρος γιὰ ἄκυρα μυστήρια. Καὶ μὴν πεῖ κάποιος ὅτι αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο, γιατὶ τότε, αὐτονόητη ἦταν καὶ ἡ παράβαση τοῦ «κανονικοῦ δικαίου τῆς Ἐκκλησίας», αὐτονόητα εἶναι τὰ πάντα. Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅταν πρόκειται γιὰ σωτηριολογικὰ θέματα καὶ τὰ πιὸ αὐτονόητα τὰ ἐπαναλαμβάνουν πάλι καὶ πάλι, γιὰ τὴν προστασία τῶν πιστῶν, ἀφοῦ ἡ ἐπανάληψις –κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο– εἶναι ὠφέλιμη: «Ἀδελφοί…, τὰ αὐτὰ γράφειν ὑμῖν ἐμοὶ μὲν οὐκ ὀκνηρόν, ὑμῖν δὲ ἀσφαλές»!
    Ὁ Εὐστάθιος, λοιπόν, διεμαρτύρετο ὄχι γιὰ τὸ ὅτι δὲν εἶχαν τὸ ἐπισκοπικό, καὶ ἄρα τὸ δικαστικὸ ὡς κριτὲς οἱ Ἀρειανόφρονες, ἀλλὰ διαμαρτύρεται γιατὶ παραβαίνουν τοὺς Κανόνες ποὺ ἐπιτάσσουν τὴν παρουσία μαρτύρων γιὰ τὴν καταδίκη κάποιου, καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουν δύο ἢ τρεῖς μάρτυρες, τὸν καταδίκασαν: «Ὡς δὲ μηδένα ἔχειν διεμαρτύρετο τὸν ὅρκον ᾔτουν οἱ πικροὶ δικασταί, καίτοι γε τοῦ νόμου διαρρήδην βοῶντος, ἐπὶ δύο ἢ τριῶν μαρτύρων τὸ βέβαιον ἔχειν τὰ κακῶς φημιζόμενα… Ἐκεῖνοι δὲ τὸν νόμον ἐν δευτέρῳ θέμενοι, ἀμάρτυρον κατὰ τοσούτου ἀνδρὸς ἐποίουν κατηγορίαν»  (P.G. 146, 177CD).
    Ἀποτελεῖ σίγουρα κοινὸ συμπέρασμα, ὅτι ἂν ὑπῆρχε θέμα ἀκύρων μυστηρίων, ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἱστορικοὶ καὶ Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης θὰ τὸ ἀνέφεραν, διότι ὡς χριστιανικὰ εὐαίσθητοι καὶ μὲ αἴσθημα εὐθύνης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τους καθήκοντος ἀνέφεραν κάθε λεπτομέρεια τῆς συγχύσεως, ποὺ ἐπικρατοῦσε, καὶ τῶν ἐπιπτώσεών της. Δὲν θὰ εὐσταθοῦσε, λοιπόν, ἡ πιθανὴ ἐπιχειρηματολογία, ὅτι δὲν τὸ ἔπραξαν, ἐπειδὴ ἦταν αὐτονόητο.
     Μετὰ τὴν ἐκθρόνηση τοῦ Εὐσταθίου, ἐπέτυχον οἱ Ἀρειανόφρονες νὰ ἐκλεγοῦν ὁμόδοξοί τους αἱρετικοὶ στὴν Ἀντιόχεια. «Πάντες δέ (σ.σ.: οἱ διάδοχοι τοῦ Εὐσταθίου) τὴν Ἀρείου λώβην εἰς κόρον ἦσαν ἐκπεπτωκότες, κἂν κρύφα ταύτην περιθάλποντες ἦσαν. Ὧν δὴ χάριν καὶ πολλοὶ τῶν ἐν κλήρῳ καὶ ἱερωσύνῃ, καὶ τῶν ἄλλως ἐχόντων, ὅμως δ’ εὐσεβεῖν ᾐρημένων ὀρθῶς, τὰς ἐπ’ ἐκκλησίας καταλελοιπότες συνάξεις, καθ’ ἑαυτοὺς συνηθροίζοντο. Καὶ Εὐσταθιανοὶ τὸ ὄνομα εἶχον» (P.G. 146, 181Α).
     Στὸ σημεῖο αὐτὸ βλέπουμε ὅτι εἴτε κρυφά, εἴτε φανερὰ διέδιδαν τὶς κακοδοξίες τους οἱ αἱρετικοί, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποτειχίζοντο, ἔπρατταν δηλαδὴ ΜΟΝΟ αὐτὸ ποὺ ἡ ἁγιοπατερική μας Παράδοση μᾶς παραδίδει σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, χωρὶς νὰ ἐγείρουν θέμα ἀκυρότητος μυστηρίων τῶν Ἐπισκόπων τους.
Σημάτης Παναγιώτης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.