Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Βλαχερνώ και επέτειος του «ΟΧΙ»
Σκέπη σου, Ἁγνή, σκέπεις καὶ περιθάλπεις
Τοὺς πίστει ἀφορῶντας πρὸς σέ, Παρθένε.
Μητρὸς Θεοῖο Σκέπη Ἑλλάδα θειόφρονα καλύπτει.
Διαβάζουμε:
«Τῇ αὕτῃ ἡμέρᾳ τὴν ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας
Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἤτοι τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς
Μαφορίου, τοῦ ἐν τῷ σορῷ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὄτε ὁ Ὅσιος
Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς κατεῖδεν ἐφηπλωμένην αὐτὴν ἄνωθεν καὶ πάντας
τοὺς εὐσεβεῖς περισκέπουσαν».
Λόγω
τῶν πολλῶν θαυμάτων ἀπὸ τὴν Παναγία, ποὺ ἀνέφεραν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες
στὸν Ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τὸ 1940, ἡ Ἱερὰ Συνοδὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος μὲ ἀπόφασή της τὸ 1952, καθιέρωσε νὰ ἑορτάζεται ἡ Ἅγια Σκέπη τῆς
Θεοτόκου ἀντὶ γιὰ τὴν 1η Ὀκτωβρίου, στὶς 28 Ὀκτωβρίου.
Ἡ
ἑορτὴ τῆς Ἅγιας Σκέπης τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία τελοῦνταν ἀπὸ παλαιότατων
χρόνων τὴν 1η Ὀκτωβρίου, ἦταν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος τὸ ὁποῖο εἶδε ὁ
Ὅσιος Ἀνδρέας. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς ἀγρυπνίας στὸ παρεκκλήσι τῆς «Ἅγιας
Σοροῦ» τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας
εἶδε τὴν Θεοτόκο νὰ προχωράει ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ
θυσιαστήριο ἀνάμεσα σὲ λευκοφορους ἅγιους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ξεχώριζαν ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὅταν ἔφθασε
στὸ θυσιαστήριο γονάτισε καὶ προσευχόταν γιὰ πολλὴ ὥρα, κλαίγοντας καὶ
παρακάλωντας τὸν Υἱό της γιὰ τὴν σωτήρια του κόσμου. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τὴν
δέησή της, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι της τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, ποὺ φοροῦσε
καὶ μὲ μία κινήση τὸ ἅπλωσε σὰν σκεπὴ ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα. Ἔτσι
ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἐπιφανιο,
ποὺ τὸν συνόδευε. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ ἡ ἱερὴ
ἐσθήτα νὰ σκορπίζει τὴ Χάρη της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει πρὸς
τὸν οὐρανό, ἄρχισε καὶ ἡ Θεία Σκέπη νὰ συστέλλεται καὶ σιγὰ – σιγὰ νὰ
χάνεται. Τὸ ἱερὸ αὐτὸ μαφόριο ποὺ φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τὴν Χάρη καὶ
τὴν προστασία ποὺ παρέχει ἡ Παναγία στοὺς πιστοὺς.
Ἀπολυτίκιον
Τῆς
Σκέπης σου Παρθένε ἀνυμνοῦμεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην
ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν
ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς· σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα
βοῶντές σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ σου, δόξα
τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμηθείᾳ Ἄχραντε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαὼς ἐπισκιάζουσα
Τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε,
Ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ βασιλίδι.
Ἀλλ’ ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος
Περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως
Τοὺς κραυγάζοντας, χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.
Μεγαλυνάριον
Σκέπης
σου τρυγῶντες τὰς δωρεάς, καὶ τὰς καθ’ ἑκάστην, Θεονύμφευτε παροχάς,
ὑμνοῦμεν Παρθένε, τὴν σὴν μεγαλωσύνην, τὴν πρὸς ἡμᾶς σου πρόνοιαν,
μεγαλύνοντες.
Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλλη οι σύζυγοι και τα παιδιά τους Σάρβηλος, Νίτας, Ιέραξ, Θεόδουλος, Φώτιος, Βήλη και Ευνίκη
Σὺν ἑπτὰ τέκνοις ἡ δυὰς τῶν συζύγων
Τιμὴν τομὴν ἡγεῖτο τὴν ἐκ τοῦ ξίφους.
Δειρὴν ὀγδοάτῃ γε Τερέντιος εἰκάδι κάρθη.
Ἦταν μία πραγματικὴ «κατ’ οἶκον ἐκκλησία». Οἰκογένεια ἀληθινὰ χριστιανική, μὲ μιὰ ψυχή, μὲ μιὰ καρδιὰ καὶ τὸ ἴδιο φρόνημα.
Ὅταν
ἄρχισε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, εἰδοποίησαν τοὺς δυὸ συζύγους ὅτι
κινδυνεύουν νὰ συλληφθοῦν. Τότε ὁ Τερέντιος καὶ ἡ Νεονίλλη ἀναρωτήθηκαν
νὰ φύγουν μακριά, προκειμένου νὰ προστατέψουν τὰ παιδιά τους ἢ νὰ
μείνουν καὶ νὰ περιμένουν μὲ γενναιότητα ὁποιοδήποτε μαρτύριο;
Οἱ
πέντε γιοὶ καὶ οἱ δύο θυγατέρες τους, ἔδωσαν ἀποφασιστικὴ ἀπάντηση.
Γιατί νὰ φύγουν; Ὁ διωγμὸς εἶχε ἐξαπλωθεῖ παντοῦ. Ἔπειτα, ἡ ἀναχώρησή
τους θὰ ἐνέσπειρε τὸν πανικὸ στοὺς ἐκεῖ χριστιανούς. Καὶ τὸ
σπουδαιότερο, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐνισχύεται ἀπὸ φυγάδες, ἀλλὰ ἀπὸ μάρτυρες
καὶ ἀθλητές.
Ἔτσι,
ὅλη ἡ οἰκογένεια ἀποφάσισε νὰ μείνει σταθερὴ στὴν ἀπόφασή της. Καὶ ὅλοι
μαζί, ἀφοῦ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό, πέθαναν μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Α΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ο
Όσιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Θράκης (ή κατά άλλες
πηγές στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας περί το 1235 μ.Χ.), από τους ευσεβείς
γονείς Γεώργιο και Ευφροσύνη. Το πρώτο του όνομα ήταν Αλέξιος και ήταν
άνθρωπος μεγάλης εγκράτειας και σωφροσύνης. Ασπάσθηκε τον μοναχισμό σε
νεαρή ηλικία και ασκήτευσε στο Άγιο Όρος και στο μοναστήρι του Γάνου της
Θράκης.
Ο
Όσιος Αθανάσιος διακρίθηκε για την αυστηρότητα των αντιλήψεων του, όχι
μόνο στον μοναχικό βίο αλλά και στην ποιμαντική δραστηριότητα του κλήρου
και ιδιαιτέρως των επισκόπων. Η προσπάθεια του να επιβάλει την τάξη
στους απείθαρχους και περιφερόμενους μοναχούς, όπως και η επιμονή του
για την επιστροφή των επισκόπων που έμεναν στης Κωνσταντινούπολη στις
επαρχίες τους προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις. Οι θαρραλέες προσπάθειές
του, που θα έδιναν ριζικές λύσεις στα σοβαρά προβλήματα της Εκκλησίας,
δυστυχώς δεν τελεσφόρησαν, διότι ήρθαν σε αντίθεση με τις γενικότερες
τάσεις της εποχής του. Στον διορατικό αυτόν Πατριάρχη οφείλονται οι
σχετικές «Νεαραί», που εξεδόθηκαν από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β´ τον
Παλαιολόγο (1282 – 1328 μ.Χ.), όπως φαίνεται από τις αξιολογότατες
επιστολές του Πατριάρχη προς τον αυτοκράτορα. Οι θιγόμενοι από αυτά τα
αυστηρά μέτρα επίσκοποι και μοναχοί έγιναν προσωπικοί του αντίπαλοι και
επιδόθηκαν στην κατασυκοφάντηση του Πατριάρχη, και τον ανάγκασαν να
παραιτηθεί δύο φορές. Την πρώτη φορά διαδέχτηκε τον Γρηγόριο, τον Κύπριο
(1289 - 1293 μ.Χ.) και τη δεύτερη φορά (1304 - 1311 μ.Χ.) τον Ιωάννη
IB'. Κατόπιν αποσύρθηκε του θρόνου και μόνασε σε κάποια Μονή (πιθανότατα
στο μοναστήρι του Ξηρολόφου, που ίδρυσε ο ίδιος), όπου απεβίωσε
ειρηνικά σε ηλικία 100 χρονών (περί το 1323 μ.Χ.).
Το
Λείψανο του Αγίου Αθανασίου Α’ μεταφέρθηκε στη Βενετία από την
Κωνσταντινούπολη το 1455 μ.Χ., μετά την Άλωση της Πόλεως από τους
Τούρκους, από τον Βενετό πλοιοκτήτη Δομήνικο Zottarello, ως λείψανο του
Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου Αρχιεπισκόπου Αλεξάνδρειας και ως τέτοιο
τιμάται μέχρι σήμερα από τους Βενετούς. Το 1705 μ.Χ. η Κάρα του Λειψάνου
καταστράφηκε από πυρκαγιά και αντικαταστάθηκε από επιχρυσωμένη κεφαλή.
Το 1807 μ.Χ. το Λείψανο μεταφέρθηκε στη Μονή του Αγίου Ζαχαρία, όπου και
σήμερα φυλάσσεται.
Οἱ Ἅγιοι Ἀγγελῆς, Μανουῆλ, Γεώργιος καὶ Νικόλαος οἱ Νεομάρτυρες ἐκ Μελάμπων Κρήτης
Ὅλοι γεννήθηκαν στὸ χωριὸ Μέλαμπες Ρεθύμνου Κρήτης, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς.
Ὁ
Ἀγγελῆς καὶ ὁ Μανουῆλ ἦταν γνήσια ἀδέλφια, γιοὶ τοῦ Ἰωάννη Ρετζέπη. Ὁ
Γεώργιος ἦταν γιὸς τοῦ Κωνσταντίνου Ρετζέπη. Ὁ Νικόλαος ἦταν γιὸς
κάποιου ἄλλου, Ἰωάννη Ρετζέπη.
Ὅλοι
δηλαδὴ ἦταν ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια, πλούσιοι, διακεκριμένοι γιὰ τὴν
ἀνδρεία τους, ἔγγαμοι μὲ παιδιὰ καὶ ἀπολάμβαναν ὅλα τὰ προνόμια τῶν
Μωαμεθανῶν, διότι ὑποκρίνονταν τοὺς Τούρκους.
Τὸ
1821 ὅμως, συντάχθηκαν μὲ τοὺς χριστιανοὺς καὶ πολέμησαν γενναία γιὰ
τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας. Ὅταν ἐπέστρεψαν στὴ γενέτειρά τους καὶ πῆγαν
νὰ πληρώσουν τοὺς καθιερωμένους φόρους στοὺς ἐντεταλμένους Τούρκους,
τοὺς κατάγγειλαν σὰν ἀποστάτες τοῦ Μουσουλμανισμοῦ στὸν Μεχμὲτ Πασᾶ τοῦ
Ρεθύμνου.
Συλλήφθηκαν
καὶ ὁδηγήθηκαν δεμένοι στὴν πόλη αὐτή. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ὑπέκυψαν στὶς
κολακεῖες τῶν τυράννων καὶ ἔμειναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους,
βασανίστηκαν μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο.
Τελικὰ
στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1824 τοὺς ἀποκεφάλισαν μπροστὰ στὴν «Μεγάλη Πόρτα»
τοῦ Ρεθύμνου. Οἱ τρεῖς κάρες ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς Νεομάρτυρες, φυλάσσονται
στὸν Ναὸ τῶν τεσσάρων μαρτύρων στὸ Ρέθυμνο.
Ἀπολυτίκιον
Τῆς
Κρήτης γεννήματα καὶ Λάμπης θρέμματα, τοὺς τετραρίθμους Νεομάρτυρας
ἀνευφημήσωμεν, Γεώργιον, Ἀγγελῆν, Μανουῆλ καὶ Νικόλαον, οὗτοι γὰρ διὰ
πίστιν τοῦ Κυρίου σφαγέντες, τὸ αἷμα αὐτῶν ἐθελουσίως ἐν τῇ Ρεθύμνῃ
ἐξέχεαν, διὸ καὶ παρρησίαν ἔχοντες πρὸς Χριστόν, πρεσβεύουσιν ἀεί, ὑπὲρ
τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ὁ Ἅγιος Διομήδης
Μυριάδες ἄστρα λάμπουν στὸν οὐρανὸ καὶ διηγοῦνται τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Μυριάδες
ἄστρα σελαγίζουν καὶ στῆς Ἐκκλησίας τὸ νοητὸ στερέωμα. Σελαγίζουν καὶ
αὐτὰ καὶ προβάλλουν μαζὶ μὲ τὸ πνευματικό τους φῶς τὸν θρίαμβο τῆς
ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητας.
Ἕνα τέτοιο λαμπρὸ ἀστέρι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τοῦ νησιοῦ μας, ἀστέρι πρώτου μεγέθους, εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος Διομήδης.
Ὁ
πανδαμάτορας χρόνος φυσικὰ μαζὶ μὲ τὶς δραματικὲς περιπέτειες ποὺ
πέρασε τὸ μαρτυρικὸ νησὶ ἔσβησε ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν σημερινῶν κατοίκων τὸ
ὄνομά του. Τὸ μεγαλεῖο του ὅμως δὲν ἔσβησε.
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος μὲ τὸν γλαφυρό του κάλαμο τὸν ψάλλει καὶ τὸν προβάλλει σὰν μία ἀπὸ τὶς πιὸ φωτεινὲς μορφὲς τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων.
Μερικὰ
ψήγματα ἀπὸ τὴ ζωή του, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ μεγάλος Ἅγιός μας, θὰ
σημειώσουμε στὶς παρακάτω γραμμὲς γιὰ πνευματικὴ ὠφέλεια ὅλων μας.
Ποῦ
γεννήθηκε καὶ ποιοῖ ἤσαν οἱ γονεῖς του δὲν ξέρουμε. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς λέει
ὁ Ἅγιος, ποὺ τὸν ἐγκωμιάζει, εἶναι πὼς ὁ θεσπέσιος ἀθλητὴς Διομήδης «ἐξ
ἁπαλῶν ὀνύχων» δόθηκε στὸν Χριστό. Τοῦτο προϋποθέτει γονεῖς ὄχι μονάχα
χριστιανοὺς ἄλλα καὶ βαθιὰ πιστούς. Αὐτοὶ φρόντισαν στὴν ψυχὴ τοῦ
παιδιοῦ τους νὰ ἐνσταλάξουν ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἀκόμη ἡλικία τὴν ἀγάπη τους
γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ὅπως ἡ διψασμένη γῆ, σὰν πιεῖ νερὸ καὶ χορτάσει καὶ
ὑστέρα δεχτεῖ τὸν σπόρο, μᾶς τὸν δίνει φυτὸ χαριτωμένο, πολύφυλλο καὶ
πολύκαρπο, ἔτσι καὶ ἡ ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ μικροῦ Διομήδη, ποτισμένη ἄφθονα ἀπὸ
τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἱ καλοὶ γονεῖς πρόσφεραν καθημερινὰ στὴν καρδιὰ
τοῦ παιδιοῦ τους, προαγόταν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα στὴν ζωὴ τῆς ἀρετῆς. Ὅλοι
καμαρώνουν τὸ εὐγενικὸ κι ὑπάκουο παιδὶ καὶ μακαρίζουν τοὺς
εὐτυχισμένους γονεῖς γιὰ τὸν θησαυρό τους.
Σὲ
κάποια εὐκαιρία ἡ Θεία Πρόνοια, ποὺ ὅλα τὰ παρακολουθεῖ καὶ ὅλα τὰ
φροντίζει, ἔφερε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε ὁ μεγάλος τῆς Λευκουπόλεως (=
Λευκωσίας) ἐπίσκοπος Τριφύλλιος, νὰ συναντήσει καὶ νὰ γνωρίσει τὸ παιδί.
Ἡ
ἐκτίμηση τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὑπῆρξε τόση, ὥστε χωρὶς κανένα
ἐνδοιασμὸ τὸν κάλεσε κοντά του καὶ ἀνέλαβε αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό
του, τὸν ἐπίσκοπο τῆς Τριμυθοῦντος, τὸν Ἅγιο καὶ Θαυματουργὸ Σπυρίδωνα,
τὴν συνέχιση τοῦ ἔργου τῶν εὐσεβῶν γονιῶν. Κοντὰ στοὺς δύο αὐτοὺς
κολοσσοὺς τῆς ἀρετῆς καὶ ξεχωριστοὺς τῆς Ἐκκλησίας ἐργάτες, ὁ φλογερὸς
νέος μεγαλώνει καὶ συνεχίζει μὲ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον τὸν ἀγῶνα του καὶ
μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατορθώνει νὰ γίνει πιστὸ ἀντίγραφό τους.
Ἀντίγραφο
στὴν βαθιὰ πίστη καὶ ταπεινοφροσύνη, στὸν ζῆλο καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ. Μαζὶ μὲ τοὺς σεβαστοὺς πατέρες καὶ καθοδηγητὲς τοῦ συχνά –
πυκνὰ ἐπαναλαμβάνει καὶ αὐτὸς τοῦ θείου Παύλου τὰ λόγια: «Τὶς ἡμᾶς
χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ
λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;» Καὶ μαζί τους προσθέτει καὶ τὴν
ἀπάντηση: «Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε
ἀρχαί, οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα, οὔτε ὕψωμα, οὔτε
βάθος, οὔτε τὶς κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η’, 35 καὶ 38 – 39).
Δηλαδὴ ποιὸς λοιπὸν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ποὺ μᾶς
ἔχει ὁ Χριστός; Μήπως ἡ θλίψη ἀπὸ ἐξωτερικὲς περιστάσεις ἢ ἡ στενοχώρια
καὶ ἐσωτερικὴ πίεση τῆς καρδίας μας ἢ διωγμὸς ἢ πεῖνα ἢ γύμνια καὶ
ἔλλειψη φορεμάτων ἢ μαχαῖρι ποὺ νὰ μᾶς φοβερίζει μὲ σφαγή; Ὄχι! Τίποτα.
Εἶμαι
βέβαιος, ἀπόλυτα βέβαιος, πὼς οὔτε ὁ θάνατος μὲ τὸν ὁποῖο εἶναι πιθανὸ
νὰ μᾶς φοβερίσουν, οὔτε καὶ μία ζωὴ τρισευτυχισμένη ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς
ὑποσχεθοῦν, οὔτε τὰ τάγματα τῶν οὐρανίων πνευμάτων, οὔτε δηλαδὴ αὐτοὶ οἱ
ἄγγελοι, οὔτε οἱ ἀρχές, οὔτε οἱ περιστάσεις καὶ τὰ γεγονότα τῆς κάθε
ἡμέρας, οὔτε καὶ τὰ μέλλοντα γεγονότα, οὔτε οἱ δοξασμένες ἐπιτυχίες ποὺ
ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο πολύ, οὔτε καὶ οἱ ταπεινώσεις ποὺ τὸν γκρεμίζουν σὲ
μεγάλα βάθη, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κτίση διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴ ποὺ
βλέπουμε, θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει καὶ νὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν
ἀγάπη, ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ Κυρίου μας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
καὶ ἡ ὁποία μας κρατᾷ δεμένους στενὰ μαζί του κι ἰδιαίτερα
προστατευόμενούς του. Καμιὰ δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Τὰ
λόγια αὐτὰ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου δὲν τὰ μελετοῦν ἁπλῶς οἱ ἅγιοί μας,
ἀλλὰ καὶ τὸ ἐφαρμόζουν στὴν ζωή τους σὲ κάθε στιγμὴ καὶ ὤρα ποὺ τοὺς
ζητοῦν οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως νὰ τὰ ὁμολογήσουν.
Χρόνια
δύσκολα γιὰ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας ἦσαν τὰ χρόνια ἐκεῖνα. Χρόνια διωγμῶν
τόσο ἀπὸ μέρους τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅσο καὶ ἀπὸ μέρους τῶν αἱρετικῶν.
Ἀλλὰ καὶ χρόνια τρομερῶν ἐπιδρομῶν. Σὲ μία τέτοια μάλιστα ἐπιδρομὴ τῶν
ἀπογόνων τῆς Ἄγαρ, τὸ νησί μας δοκίμασε φοβερὲς καταστροφές. Ἄνθρωποι
σφαγιάσθηκαν, παρθένες ἀτιμάσθηκαν, χωριὰ καὶ πόλεις πυρπολήθηκαν, ἱερὰ
καὶ ὅσια συλήθηκαν. Ἀνάμεσα στοὺς αἰχμαλώτους συνελήφθηκε καὶ ὁ ποιμένας
Τριφύλλιος, τὸν ὁποῖο οἱ ἐπιδρομεῖς ἄρχισαν σκληρὰ νὰ βασανίζουν μὲ τὴν
πρόθεση νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ ἀκόμη ἴσως καὶ
μπορέσουν νὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ αὐτὸν καὶ χρήματα. Μὲ θαυμαστὴ ὑπομονὴ
ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ ἀλλεπάλληλα βασανιστήρια. Μὲ
καρτερία ἀληθινὰ ἡρωικὴ δέχεται τὰ κτυπήματα, περιφρονεῖ τὶς ἀπειλὲς καὶ
προσεύχεται γιὰ τοὺς βασανιστές του. Χαίρει καὶ αὐτὸς γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ
τοῦ ἔλαχε ὄχι μόνο νὰ πιστεύει στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχει γιὰ χάρη
Του.
Κατὰ
τὴν ὥρα τῆς σκληρῆς ἐκείνης δοκιμασίας τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα ὁ
νεαρὸς Διομήδης τὰ ἔχασε. Τί μποροῦσε ἕνας ἀδύνατος νέος νὰ κάμει μὲ
τόσους γεροδεμένους καὶ ἄγριους ἐχθρούς; Μὲ τὴν καρδιὰ σπαράσσουσα ἀπὸ
πόνο ἔσπευσε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου καὶ νὰ τρέξει νὰ
κρυφτεῖ στὴν ἀγαπημένη του σπηλιά, ποὺ βρισκόταν στὰ ἀνατολικὰ τῆς
Λευκωσίας. Εἴπαμε ἀγαπημένη του σπηλιά, γιατί σ’ αὐτὴν πολὺ συχνὰ
κατέφευγε γιὰ προσευχὴ καὶ περισυλλογή. Σ’ αὐτὴν τρέχει καὶ τώρα.
Τρέχει
γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ κλάψει καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεος τοῦ
Παντοδύναμου Θεοῦ γιὰ τὸν στοργικὸ πνευματικό του πατέρα. Τρέχει νὰ
προσευχηθεῖ, γιατί πιστεύει ὁ στοργικὸς νέος, πὼς μὲ τὴν προσευχὴ καὶ
αὐτὰ τὰ κάστρα μποροῦν νὰ γκρεμισθοῦν. Τὸ εἶπε Αὐτὸς ὁ Κύριος. «Ἐὰν
ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὀρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν
ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμίν». (Ματθ. ιζ’ 20).
Τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατο σ’ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει μὲ ὅλη του τὴν ψυχή.
Καὶ ὁ νεαρὸς Διομήδης πιστεύει.
Πιστεύει στὴν παρέμβαση τοῦ θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ προστάτη του.
Γονατιστὸς
μὲ δάκρυα περνάει τὴν ἡμέρα του προσευχόμενος. Ὅταν ἡ νύχτα σκέπασε μὲ
τὸ σκοτεινό της πέπλο τὴν γύρω πλάση, σηκώθηκε καὶ ὁ πιστὸς Διομήδης καὶ
μὲ προσοχὴ βγῆκε ἀπὸ τὴν σπηλιά. Περπατᾷ γρήγορα καὶ μὲ ἀρκετὴ
προφύλαξη. Ποῦ πάει; Στὸ μέρος ὅπου τὸ πρωὶ εἶχε ἀφήσει τὸν ἐπίσκοπο στὰ
χέρια τῶν Σαρακηνῶν καὶ εἶχε φύγει. Γνώριζε πολὺ καλά τους τόπους ἡ
ἐπισκοπή. Ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴ Μονὴ τῆς Ὁδηγήτριας ἢ Χρυσοδηγήτριας μὲ τὴ
μεγάλη ἐκκλησία. Ἐκεῖ εἶχε συλληφθεῖ καὶ βασανιζόταν τὸ πρωὶ ὁ ἱερὸς
Τριφύλλιος. Ἐκεῖ στὴ μονὴ κοντὰ, βρισκόταν καὶ τὸ εὐρὺ κοιμητήριο.
Γύρω
στὰ μεσάνυκτα, πότε περπατώντας, πότε τρέχοντας καὶ πηδώντας, ὁ νέος
ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὴ μονή. Μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ κινεῖται στὸ δρομάκι ποὺ
ὁδηγεῖ στὴν ἐπισκοπή. Ἀπὸ μία στενὴ πόρτα ποὺ βρισκόταν στὴν πίσω μεριὰ
μπαίνει στὴν αὐλὴ καὶ προχωρεῖ στὸ κοντινὸ κελί. Ἐκεῖ σὲ μιὰ γωνιὰ
ἀκούει βογγητά. Ἦταν ὁ ἐπίσκοπος. Πλησιάζει στὶς μύτες τῶν ποδιῶν καὶ
γονατίζει μπροστά του. Μὲ βαθιὰ εὐλάβεια τοῦ ἀσπάζεται τὰ χέρια καὶ μὲ
στοργὴ τοῦ προσφέρει κάθε δυνατὴ βοήθεια. Οἱ περιποιήσεις τοῦ νεαροῦ
ἔκαμαν ὥστε νὰ μαλακώσουν οἱ δριμεῖς πόνοι καὶ ὁ μωλωπισμένος ἐπίσκοπος
ἀρκετὰ νὰ συνέλθει ἀπὸ τὴ δοκιμασία του.
Θαῦμα
α’. Κόντευε νὰ ξημερώσει. Ὁ νεαρὸς ἔπρεπε νὰ φύγει. Ἦταν μεγάλος ὁ
κίνδυνος, ἂν οἱ Σαρακηνοὶ τὸν βρίσκανε ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔκαμαν μαζὶ μὲ τὸν
ἅγιο ἐπίσκοπο μία θερμὴ προσευχή, γονάτισε ὁ νέος, πῆρε τὴν εὐχή του καὶ
μὲ τὴν ἴδια προσοχὴ κινήθηκε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν πόλη. Σὲ κάποια ἀπόσταση
ἄκουσε κουβέντες σὲ ξένη γλῶσσα.
Χωρὶς
νὰ χάσει καιρὸ τὸ ἔβαλε στὰ πόδια. Τρέχει μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς
νεανικῆς του ἡλικίας. Πίσω του ἀκούει βαριὰ καὶ πολλὰ βήματα ἀνθρώπων νὰ
τὸν ἀκολουθοῦν. Ἐκεῖ ποὺ πηγαίνει ἀλαφιασμένος, προφέροντας συνέχεια τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἀκούει κάποιον νὰ τοῦ ψιθυρίζει στὸ αὐτί:
«Διόμηδες, ἐπιστραφεῖς, χάραξον πρὸς τοὺς διώκτας τὸ τοῦ σταυροῦ
σημεῖον».
Χωρὶς
νὰ χάσει καιρὸ ὁ ὑπάκουος νέος σταματᾷ. Στρέφεται πρὸς τὰ πίσω, φυσᾷ μὲ
τὸ στόμα καὶ κάμνει ἀπέναντί τους τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.
Τὴν
ἴδια ὥρα θεόσταλτη πέφτει ἐπάνω στοὺς λῃστὲς ἡ τιμωρία. Φούσκωσε ἡ
κοιλιά τους καὶ τρομεροὶ πόνοι ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω τοὺς ἀναγκάζουν νὰ
πέσουν χαμαὶ καὶ νὰ σπαράζουν. Ὁ νέος προχωρεῖ καὶ μπαίνει στὴν σπηλιά
του. Γονατίζει μπροστὰ σὲ μιὰ εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ εἶχε ἐκεῖ καὶ
ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του ἐκφράζει μὲ ὅλη τὴν θέρμη τῆς καρδιᾶς του τὶς
εὐχαριστίες καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του στὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή του. Γιὰ ὥρα
πολλὴ προσεύχεται. Ἀπὸ τὴν στάση ἐκείνη τὸν συνεφέρνει κάποια στιγμὴ
ἕνα συνεχὲς βογγητὸ ποὺ ἀκούει ἀπέξω ἀπὸ τὴν σπηλιά του. Τί νὰ εἶναι
ἄραγε; Προχώρησε προσεκτικὰ πρὸς τὴν ἔξοδο καὶ κοιτάζει γύρω. Τί ἦταν;
Ἕνας ἄνθρωπος, ράκος ἀπὸ τὸν πόνο, ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει:
- Συγχώρησέ με, ἄνθρωπέ μου. Συγχώρησέ με καὶ σπλαγχνίσου με. Σεῖς οἱ χριστιανοί, γνωρίζουμε, πὼς ξέρετε πάντα νὰ συγχωρεῖτε.
Ὁ
νέος τὸν κοίταξε μὲ συμπάθεια καὶ τοῦ εἶπε. Ἂν μετανιώνεις ἀληθινά, καὶ
ἂν ἀποφασίζεις ν’ ἀπαρνηθεῖς τὴν προηγούμενή σου διαγωγὴ καὶ ζωή, θὰ σὲ
ἐλεήσει ὁ Θεός.
-
Μετανιώνω καὶ ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σου. Λυπήσου με, νέε μου, καὶ
βοήθησέ με. Οἱ πόνοι ποὺ δοκιμάζω εἶναι ἀβάσταχτοι. Σύρθηκα ὡς ἐδῶ, γιὰ
νὰ ζητήσω ἀπὸ σένα ἔλεος καὶ βοήθεια.
Τὰ
σπαρακτικὰ λόγια τοῦ λῃστοῦ — γιατί ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦταν ἕνας ἀπὸ
τοὺς πεντακόσιους τόσους λῃστὲς ποὺ κυνήγησαν τὸν νέο — συγκίνησαν βαθιὰ
τὴν εὐγενικὴ ψυχὴ τοῦ Διομήδη, ποὺ χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ γονάτισε καὶ
ὕψωσε τὰ χέρια σὲ προσευχή.
-
Χριστέ μου, εἶπε, Σύ, ποὺ καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Σταυρό Σου ζήτησες ἀπὸ τὸν
ἅγιο Πατέρα Σου τὴ συγχώρηση τῶν σταυρωτῶν Σου, δέξου καὶ ἀπὸ μένα τὴν
παράκλησή μου καὶ κάνε καλὰ τοῦτο τὸ πλάσμα, ποὺ ἀπαρνεῖται τὸν κακὸ
ἑαυτό του καὶ ζητάει τὸ ἔλεός Σου.
Ὕστερα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ νέος σηκώθηκε, πλησίασε τὸν λῃστὴ κι ἔκαμε ἐπάνω του τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Στὴ
στιγμὴ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ λῃστὴς σηκώθηκε καὶ γεμάτος εὐγνωμοσύνη πῆρε
τὰ χέρια τοῦ νέου νὰ τὰ ἀσπασθεῖ. Ὁ νέος τὰ ἀπέσυρε καὶ μὲ καλοσύνη τοῦ
εἶπε: «Τὸν Κύριο Ἰησοῦ νὰ εὐχαριστήσουμε. Αὐτὸς σὲ ἔκαμε καλά».
-
Πιστεύω, νέε μου. Πιστεύω στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Μία χάρη ἀκόμη σοῦ ζητῶ. Νὰ
λυπηθεῖς καὶ τοὺς συντρόφους μου. Εἶναι ὅλοι τους συντετριμμένοι καὶ
ἕτοιμοι νὰ ἀπαρνηθοῦν τὰ πάντα καὶ νὰ πιστεύσουν στὸν Ἰησοῦ. Νὰ ἐκεῖ
εἶναι ὅλοι πεσμένοι χαμαί. Δὲν ἀκοῦς τὰ βογγητά τους;
Ὁ
σπλαγχνικὸς νέος, ἀφοῦ κοίταξε πρὸς τὰ ἀνθρώπινα ράκη ποὺ βογκοῦσαν
πέρα στὴν πλαγιά, στράφηκε πρὸς τὸν μετανοημένο καὶ θεραπευμένο λῃστὴ
καὶ τοῦ εἶπε:
-
Πήγαινε καὶ ρώτησέ τους. Ἂν ἀπαρνοῦνται τὴν κακία καὶ ἂν ἀποδέχονται
τὴν ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τότε θὰ γίνουν, ὁπωσδήποτε,
ὅλοι τους καλά.
Χωρὶς
νὰ προσθέσει τίποτε ἄλλο ὁ καινούργιος προσήλυτος ἔτρεξε πρὸς τοὺς
συντρόφους του, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει σὲ λίγο καὶ μὲ παράκληση θερμὴ νὰ ζητᾷ
ἀπὸ τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς λυπηθεῖ. Ὁ σπλαγχνικὸς Διομήδης χωρὶς ἄλλες
διατυπώσεις προχώρησε πρὸς τοὺς λῃστές.
Πρὶν ἀκόμη πλησιάσει, αὐτοὶ μὲ δάκρυα ἄρχισαν νὰ τοῦ φωνάζουν καὶ νὰ τοῦ λένε:
- Συγχώρησέ μας, καλέ μας ἄνθρωπε. Πιστεύουμε στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Πιστεύουμε μὲ ὅλη τὴν καρδιά.
Ὁ
Ὅσιος, ἀφοῦ τοὺς μίλησε μὲ καλοσύνη, γονάτισε καὶ ἀνέπεμψε θερμὴ πρὸς
τὸν Πανάγαθο Θεὸ προσευχή, σηκώθηκε κι ἔκαμε μπροστά τους τὸ σημεῖο τοῦ
σταυροῦ. Τὴν ἴδια ὥρα τὸ θαῦμα ἐπαναλήφθηκε. Ὅλοι οἱ λῃστὲς ἔγιναν καλὰ
καὶ ἄρχισαν νὰ δοξολογοῦν τὸν Κύριο. Στὸ τέλος ζήτησαν ὅλοι τους νὰ
γίνουν χριστιανοί. Κι ὁ Ὅσιος τοὺς βάπτισε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ
Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στ’ ἀλήθεια. «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν
καὶ μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ».
Τοῦτο
τὸ θαῦμα καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ νὰ πείσει κάθε ἕναν ἀπροκατάληπτο
μελετητὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου, πόσο ὁ Θεὸς χαριτώνει ἐκείνους ποὺ ἐλεύθερα
καὶ εἰλικρινὰ ἀκολουθοῦν τὸ θέλημά Του καὶ κάμνουν τὸν νόμο Του βίωμα
καὶ ζωή τους.
Πόσα
χρόνια ἔζησε ὁ Ὅσιος ποὺ μελετοῦμε δὲν γνωρίζουμε. Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος μᾶς
λέγει μονάχα πὼς ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ φλογεροῦ ἀσκητὴ ὑπῆρξε μία ζωὴ ἀρετῆς
καὶ καλοσύνης καὶ προσφορᾶς γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἀπέθανε, οἱ
πιστοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του – καὶ ἦσαν αὐτοὶ
πολλοὶ – κήδεψαν μὲ δάκρυα τὸ σῶμα τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα ἐκεῖ στὴν
σπηλιὰ καὶ ἀπάνω ἀπὸ αὐτὴν ἔκτισαν ἀργότερα μία ἐκκλησία καὶ γύρω πολλὰ
δωμάτια. Σ’ αὐτὰ ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ ἐκλεκτὲς ψυχὲς εἶχε μαζευτεῖ
καὶ ζοῦσε μ’ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ τὴν ἀγγελικὴ ζωή. Ὁ πόθος τῶν
ἀσκητῶν νὰ ἔχουν μία εἰκόνα, ποὺ νὰ τοὺς θυμίζει τὸν δάσκαλό τους, τοὺς
ὁδήγησε ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια νὰ στείλουν στὴν Κωνσταντινούπολη ἕναν
ἀδελφὸ τῆς Μονῆς, γιὰ νὰ βρεῖ κάποιο ζωγράφο, ποὺ νὰ τοὺς φτιάξει μία
τέτοια εἰκόνα. Ὁ μοναχὸς πῆγε στὴν Πόλη. Βρῆκε πράγματι ἕναν ἐξαίρετο
ζωγράφο καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπίσκεψεώς του. Ὁ ζωγράφος σὰν
ἄκουσε τὸν μοναχὸ εἶπε μὲ ἀπορία:
-
Μάρτυρα Διομήδη, ἐπίσταμαι. Ὅσιον Διομήδη ὅμως οὔτε γινώσκω, οὔτε
ἰστορῆσαι ἰκανῷ. (Μάρτυρα Διομήδη γνωρίζω. Ὅσιο Διομήδη ὅμως οὔτε ξέρω
οὔτε μπορῶ νὰ ζωγραφίσω).
Μὲ
πόνο ὁ μοναχὸς ἄκουσε τὴν ἄρνηση τοῦ ζωγράφου σὲ ὅλα τὰ παρακάλια του.
Λυπημένος ἔφυγε γιὰ τὸ δωμάτιό του. Στὴν προσευχὴ ἡ θεοφιλὴς ἐκείνη
ψυχή, τὴν θερμὴ καὶ ἐπίμονη, ζητάει τὴν παρηγοριά της. Τὰ λόγια του
Κυρίου «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμίν, ζητεῖτε, καὶ εὐρήσετε, κρούετε καὶ
ἀνοιγήσεται ὑμὶν πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ
κρούοντι ἀνοιγήσεται». (Ματθ. ζ’ 7 – 8) προβάλλουν συνέχεια στὴν σκέψη
του. Μὲ ὅλην του τὴν καρδιὰ ποθεῖ νὰ μὴ γυρίσει στὴν Κύπρο μὲ ἀδειανὰ τὰ
χέρια. Θέλει νὰ βρεῖ μία εἰκόνα τοῦ προστάτη τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου. Γι’
αὐτὸ προσεύχεται. Ὅλη νύχτα προσεύχεται καὶ ζητάει τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Καὶ ἡ βοήθεια προσφέρεται.
Θαῦμα β’. Τὴν ἴδια νύχτα στὸν ὕπνο τοῦ ζωγράφου παρουσιάζεται ὁ Ἅγιος Διομήδης καὶ τοῦ λέγει:
— Γιὰ ἰδές, ζωγράφε, αὐτόν, ποὺ λέγεις πὼς δὲν ξέρεις. Ἄκουσε τὸν μοναχὸ καὶ ζωγράφισέ του αὐτὸν ποὺ σοῦ ζητεῖ».
Μόλις
τὰ εἶπε αὐτὰ χάθηκε ἀπὸ μπροστά του ἐκεῖνος ποὺ τοῦ μιλοῦσε. Ὁ
ζωγράφος, μὲ τὸ ποὺ ξύπνησε, σηκώθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι, καὶ ἀφοῦ
ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διομήδη συγχώρηση γιὰ τὴν
προηγούμενη ἄρνησή του, κάθισε καὶ ἄρχισε νὰ ζωγραφίζει. Σὰν τέλειωσε
τὴν εἰκόνα, τὴν πῆρε καὶ τὴν τοποθέτησε στὸ δωμάτιο, ποὺ εἶχε καὶ τὶς
ἄλλες τελειωμένες εἰκόνες.
Ὕστερα
ἀπὸ λίγες ἡμέρες ξαναῆρθε καὶ πάλι ὁ γνωστὸς μοναχὸς καὶ ἄρχισε νὰ τὸν
παρακαλεῖ νὰ τοῦ κάμει τὴν χάρη νὰ τοῦ φτιάξει τὴν εἰκόνα ποὺ τοῦ
ζητοῦσε. Στὴν παράκλησή του ὁ ζωγράφος τὸν ἔστειλε στὸ δωμάτιο καὶ τοῦ
εἶπε νὰ μαζέψει τὶς εἰκόνες. Ἐκεῖνος μόλις μπῆκε καὶ εἶδε τὴν εἰκόνα τοῦ
Ὁσίου, τὴν ἀναγνώρισε καὶ γεμάτος χαρὰ τὴν πῆρε καὶ τὴν ἔφερε στὸν
ζωγράφο, βεβαιώνοντάς τον πὼς ἡ εἰκόνα ποὺ ἔφτιαξε ἀπέδιδε θαυμάσια τὴν
μορφὴ τοῦ Ὁσίου. Ὁ ζωγράφος τότε ἀπεκάλυψε στὸν μοναχὸ τὸ ὄνειρό του καὶ
μὲ δάκρυα καὶ οἱ δυό τους δοξολόγησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν χάρη ποὺ δίνει
στοὺς ἐκλεκτούς του.
Πολλὰ
θαύματα ἔκαμε ὁ Ἅγιος μας. Καὶ σὲ παλαιότερες ἐποχές, μὰ καὶ στὴν ἐποχὴ
τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου ποὺ τὸν ἐγκωμιάζει. Αὐτῆς τῆς ἐποχῆς εἶναι καὶ τὰ
παρακάτω δύο θαύματα, ποὺ τὰ δανειζόμεθα καὶ πάλι ἀπὸ τὸν ἐγκωμιάζοντα
τὸν Ὅσιο Διομήδη, Ἅγιο Νεόφυτο.
1.
Ἕνας ἄνθρωπος ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ πόνους στὴν κοιλιά του. Παρόλο ποὺ
ἔτρωγε μπόλικα καὶ ἡ κοιλιά του φούσκωνε κάθε μέρα, ἐν τούτοις τὸ
δυστυχισμένο τὸ πλάσμα ἔνιωθε πάντα νηστικὸ καὶ διψασμένο καὶ
βασανιζόταν ἀπὸ τρομεροὺς πόνους στὴν κοιλιακὴ χώρα. Κάποια μέρα,
ἀπελπισμένος ἀπὸ τὰ βάσανά του, πῆγε στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔπεσε πάνω
σ’ αὐτὸν καὶ μὲ σπαραγμὸ ψυχῆς παρακαλοῦσε τὸν Ὅσιο νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ
νὰ τὸν κάμει καλά. Μερικοὶ διαβάτες, ποὺ περνοῦσαν ἀπ’ ἐκεῖ,
σπλαχνίσθηκαν τὸν πάσχοντα καὶ ἀφοῦ πλησίασαν, τὸν πῆραν καὶ τὸν
ξάπλωσαν πάνω στὸν τάφο καὶ ἄλειψαν καλὰ τὴν κοιλιά του μὲ τὸ λάδι τῆς
κανδήλας τοῦ Ἁγίου. Ὁ ἄρρωστος ἡσύχασε λίγο καὶ ἀποκοιμήθηκε. Σὰν
ξύπνησε, ἔνιωσε τὴν ἀνάγκη νὰ ἐνεργηθεῖ. Πῆγε στὸ μέρος καὶ ἀπὸ πίσω του
ἀντὶ περιττώματα βγῆκαν δυὸ κομμάτια φιδιοῦ μιάμιση σπιθαμὴ τὸ καθένα. Ὁ
ἄνθρωπος ἡσύχασε. Βρῆκε τὸ χρῶμα του καὶ γεμάτος κέφι ἄρχισε νὰ δοξάζει
τὸν θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο Διομήδη ποὺ τὸν ἔκαμαν καλά.
2.
Μιὰ γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε καὶ αὐτὴ ἀπὸ τρομεροὺς πόνους στὴν κοιλιά, σὰν
ἔμαθε τὴν θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ πιὸ πάνω ἀρρώστου, ἔτρεξε καὶ αὐτὴ
μὲ βαθιὰ πίστη στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ δάκρυα ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ
νὰ τὴ σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ τὴ γιατρέψει. Συγχρόνως πῆρε κι αὐτὴ λάδι ἀπὸ
τὴν κανδήλα τοῦ Ὁσίου καὶ ἄλειψε καλὰ τὴν κοιλιά της. Ἐκεῖ ποὺ γονατιστὴ
ἔκλαιε καὶ παρακαλοῦσε, ἔνιωσε τρομερὴ ἀναγοῦλα. Παραμέρισε γιὰ νὰ
κάμει ἐμετὸ καὶ τότε ἀπὸ τὸ στόμα ἔβγαλε κάτι ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάβουρα.
Αὐτὸ ἦταν ὅλο. Ἡ γυναῖκα μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔγινε τελείως καλὰ καὶ τὰ δάκρυα
τοῦ πόνου της μεταβλήθηκαν στὴ στιγμὴ σὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ βαθιᾶς
εὐγνωμοσύνης καὶ δοξολογίας τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Του γιὰ τὴ
θαυμαστὴ θεραπεία.
Στ’
ἀλήθεια, ἀδελφοί μου. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ». Ναί!
Θαυμαστὸς ὁ Θεός! Ἕνα μόνο χρειάζεται. Πίστη ζωντανὴ καὶ φλογερή. Καὶ
τότε, ἂν αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε εἶναι γιὰ τὸ καλό μας, θὰ μᾶς τὸ δώσει ἡ ἀγάπη
Του. Μᾶς τὸ βεβαιώνει ὁ ἴδιος. «Ἐπικάλεσαι μὲ ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως, καὶ
ἐξελοῦμαι σε, καὶ δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ’ 15). Παιδί μου, φώναξέ με στὴν
θλίψη σου καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω ἀπὸ τὰ βάσανά σου καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Νὰ
Τὸν φωνάξουμε στὴ θλίψη μας. Νὰ Τὸν φωνάξουμε μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη
στὰ λόγια Του. Νὰ Τὸν ἐπικαλεσθοῦμε χωρὶς κρατούμενα. Καὶ τότε τὸ θαῦμα
θὰ γίνεται. Γιατί ὁ «Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς
αἰῶνας».
Ἡ
περιγραφὴ αὐτὴ τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Διομήδη, ὅπως μᾶς δίνεται ἀπὸ τὸν
Ἅγιο Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο, παρουσιάζει μερικὰ ἐρωτηματικὰ σχετικὰ μὲ τὸ
πότε ἔζησε ὁ Ὅσιος. Σὰν λάβουμε ὑπόψη ὅτι οἱ ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς στὸ
νησί μας ἄρχισαν περὶ τὰ μέσα τοῦ ἑβδόμου αἰῶνα καὶ κράτησαν μέχρι τὰ
μέσα τοῦ δεκάτου, τότε γίνεται φανερό, πὼς ὁ Ὅσιός μας δὲν εἶναι δυνατὸ
νὰ ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου, ὁ ὁποῖος ἔζησε πολὺ ἐνωρίτερα,
τὸν πέμπτο περίπου αἰῶνα. Ἐκεῖνο ποὺ συνδέει τοὺς δυὸ Ἁγίους, Τριφύλλιο
καὶ Διομήδη, εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει κάποιος ἄλλος χρονογράφος, ποὺ μᾶς
λέγει πὼς σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομές, οἱ Σαρακηνοὶ ἀνέσκαψαν καὶ
τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου, ποὺ βρισκόταν στὸ κοιμητήριο ποὺ ἦταν
κοντὰ στὸ ναὸ τῆς Ὁδηγήτριας μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βροῦν κάποιο θησαυρὸ καὶ
ἔβγαλαν ἀπὸ μέσα ἀκέραιο καὶ εὐωδιάζον τὸ ἱερὸ λείψανο. Γεμάτοι
ἀγριότητα ἀπέκοψαν τὸ κεφάλι καί, ὦ τοῦ θαύματος!
Ἀπὸ τὸν λαιμὸ ἔτρεξε ἄφθονο αἷμα, ποὺ κατατρόμαξε τὰ ἀνθρωπόμορφα ἐκεῖνα τέρατα.
Τὴν
σκηνὴ αὐτὴ παρακολουθοῦσε κάποιος ἀσκητὴς ποὺ ἀσκήτευε σὲ μία σπηλιὰ
κοντὰ στὸ προάστιο τῆς Λευκωσίας, τὸν Λευκομιάτη, ὁ Ἅγιος Διομήδης.
Ἐκμεταλλευόμενος ὁ ἀσκητὴς τὴ σύγχυση τῶν τυμβωρύχων, ἅρπαξε τὴν ἱερὰ
κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Τριφυλλῖου καὶ ἔτρεξε νὰ τὴ μεταφέρει στὸ ἀσκητήριό
του. Κάποιος ὅμως τὸν ἀντελήφθη καὶ τὸν πρόδωσε καὶ 500 Σαρακηνοὶ
περίπου τὸν καταδίωξαν.
Αὐτὸ τὸ περιστατικὸ εἶναι ὅτι συνδέει τοὺς δυὸ Ἁγίους, Τριφύλλιο καὶ Διομήδη.
Ταῖς τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου πρεσβείαις ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Άγιος Δημήτριος Μητροπολίτης Ροστόφ
Ο
Άγιος Δημήτριος του Ροστόφ, γιος του αξιωματικού Σάββα Τουπτάλα,
γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1651 μ.Χ. στην κωμόπολη Μακάρωφ, κοντά στο
Κίεβο. Το βαπτιστικό του όνομα Λίαν Δανιήλ. Ανατράφηκε και διδάχθηκε τα
πρώτα γράμματα μέσα σε μια βαθύτατα ευσεβή οικογένεια. Από το 1662 μ.Χ.
μέχρι το 1665 μ.Χ. ο Δανιήλ φοιτησε στο κολλέγιο Κιεβο-Μογγιλιάνσκυ,
όπου για πρώτη φορά εκδηλώθηκαν τα σπάνια χαρίσματα και οι εξαιρετικές
διανοητικές ικανότητες του. Πολύ γρήγορα έμαθε την ελληνική και λατινική
γλώσσα και σπούδασε κλασσικές επιστήμες. Στις 9 Ιουλίου του 1668 μ.Χ.
εκάρη μοναχός στη μονή του Αγίου Κυρίλλου και πήρε το όνομα Δημήτριος,
προς τιμήν του μεγαλομάρτυρας αγίου Δημητρίου του Θεσσαλονικέως (βλέπε
26 Οκτωβρίου).
Στις
25 Μαρτίου του 1669 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκονος, από τον μητροπολίτη
Κιέβου Ιωσήφ, και στις 23 Μαΐου του 1675 μ.Χ. πρεσβύτερος, από τον
αρχιεπίσκοπο Τσερνιγώφ Λάζαρο. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και ηγούμενος σε
διάφορες μονές της Ουκρανίας, Λιθουανίας και Λευκορωσίας. Γύρω στα 1684
μ.Χ. άρχισε να συγγράφη, στη Λαύρα του Κιέβου, το μεγάλο έργο του, τον
Συναξαριστή («Τσέτμινέϊ»), δηλαδή τους βίους των αγίων ολοκλήρου του
εκκλησιαστικού έτους. Ο προϊστάμενος της Λαύρας αρχιμανδρίτης Βαρλαάμ
(Γιασίνσκυ), γνωρίζοντας καλά το υψηλό διανοητικό επίπεδο, τη μόρφωση,
τη φιλοπονία και το λογοτεχνικό χάρισμα του μαθητού του, τον προέτρεψε
επίμονα ν' ασχοληθή μ' αυτή τη σπουδαία εργασία.
Από
τότε ολόκληρη η ζωή του Αγίου Δημητρίου αφιερώθηκε στη σύνταξη του
Συναξαριστού. Το 1688 μ.Χ. εκτυπώθηκε ο πρώτος τόμος (Σεπτέμβριος,
Οκτώβριος, Νοέμβριος), το 1695 μ.Χ. ο δεύτερος (Δεκέμβριος, Ιανουάριος,
Φεβρουάριος) και το 1700 μ.Χ. ο τρίτος (Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος).
Εν
τω μεταξύ, το κηρυκτικό χάρισμα και το συγγραφικό έργο του ιερομόναχου
Δημητρίου προκάλεσαν την προσοχή του πατριάρχου Αδριανού (+ 1700 μ.Χ.)
και άλλων εκκλησιαστικών αξιωματούχων, οι όποιοι εκτίμησαν βαθιά τα
πνευματικά προσόντα, τις αρετές και τον ένθεο ζήλο του. Έτσι, στις 23
Μαρτίου 1701 μ.Χ. χειροτονείται στον ναό της Κοιμήσεως του Κρεμλίνου
μητροπολίτης Τομπόλσκ και Σιβηρίας. Επειδή όμως, λόγω της εύθραυστης
υγείας του, ήταν αδύνατη η παραμονή του στη Σιβηρία, στις 4 Ιανουαρίου
1702 μ.Χ. εκλέγεται μητροπολίτης Ροστόφ και Γιαροσλάβ. Μόλις έφθασε στην
έδρα του, την 1η Μαρτίου του 1702 μ.Χ., άρχισε ένα ευρύ έργο για την
πνευματική και υλική ανόρθωση της επαρχίας και του ποιμνίου του.
Δυστυχώς όμως οι περισσότεροι οραματισμοί του έμειναν ανεκπλήρωτοι ή
ημιτελείς, λόγω ελλείψεως οικονομικών μέσων: Ήταν η εποχή που η πολιτεία
επιζητούσε με όλα τα μέσα να περιορίση τις δυνατότητες της Εκκλησίας,
πλήττοντας πρωτίστως την οικονομική ευρωστία της.
Ο
Άγιος Δημήτριος αγωνίσθηκε σθεναρά και για την ενότητα της Ρωσικής
Εκκλησίας, πού υπέστη βαρύτατο πλήγμα με το σχίσμα των παλαιοπίστων
[Παλαιόπισιοι ή ρασκόλνηκοι (ρασκόλ = σχίσμα): Ρώσοι σχισματικοί, οι
οποίοι τον 17ο-18ο αι μ.Χ., χωρίσθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή
η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας, με πρωτοβουλία του πατριάρχου
Μόσχας Νίκωνος, έκανε ορισμένες διορθώσεις και βελτιώσεις στα βιβλία της
λατρείας]. Έκτος από πολυάριθμα κηρύγματα, αφιέρωσε στη μελέτη και την
κριτική της σχισματικής διδασκαλίας και το έργο «Έρευνα περί της πίστεως
του Μπρύνσκ» (Μπρύνσκ ήταν η περιοχή πού ζούσαν οι πιο πολλοί
σχισματικοί).
Το
1709 μ.Χ., τελευταίο έτος της επιγείου ζωής του, ο άγιος Δημήτριος
τελείωσε και τον τέταρτο τόμο του Συναξαριστού (Ιούνιος, Ιούλιος,
Αύγουστος), ενώ συγχρόνως αναθεώρησε και τους προηγουμένους τρεις
τόμους.
Στις
28 Οκτωβρίου του 1709 μ.Χ., κατά τη διάρκεια νυκτερινής προσευχής, ο
άγιος ιεράρχης αναπαύθηκε εν Κυρίω ζώντας μέσα σε απόλυτη πτώχεια. Εκτός
από βιβλία και χειρόγραφα, δεν βρέθηκε κανένα άλλο περιουσιακό του
στοιχείο. Τούτο μαρτυρεί και η συγκινητική διαθήκη του. Ετάφη στη μονή
του αγίου Ιακώβου του Ροστώφ, σε μια γωνιά του Καθολικού πού ο ίδιος
είχε επιλέξει, στις 25 Νοεμβρίου του 1709 μ.Χ.
Η
εύρεσης του ιερού σκηνώματος του έγινε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1752
μ.Χ. Το δρύινο φέρετρο και τα χειρόγραφα, που υπήρχαν μέσα σ' αυτό,
είχαν σχεδόν καταστραφή από την υγρασία του τόπου, αλλά το σώμα του
αγίου ιεράρχου βρέθηκε άφθορο, καθώς επίσης και η αρχιερατική ενδυμασία
και το μεταξωτό κομποσχοίνι του. Το χαριτόβρυτο σκήνος του, μετά την
ανεύρεση του, άρχισε να χαρίζη τη θεραπεία σε πολλούς ασθενείς και να
επιτελή ποικίλα θαύματα. Γι' αυτό η λαϊκή εκκλησιαστική συνείδησης του
έδωσε την προσωνυμία του θαυματουργού.
Όταν
η Ιερά Σύνοδος πληροφορήθηκε τα γεγονότα, απέστειλε επιτροπή, από τον
μητροπολίτη Σουζντάλ Σίλβεστρο και τον αρχιμανδρίτη της μονής Σιμωνώφ
Γαβριήλ, για να εξέταση το σκήνωμα του ιεράρχου Δημητρίου και να
πιστοποίηση τις επιτελούμενες απ' αυτό θαυματουργικές θεραπείες.
Μετά
από εισήγηση της επιτροπής, στις 29 Απριλίου του 1757 μ.Χ. η Ιερά
Σύνοδος της Εκκλησίας της Ρωσίας συγκατέλεξε με πράξη της τον αοίδιμο
μητροπολίτη Ροστόφ και Γιαροσλάβ Δημήτριο, κατά κόσμον Δανιήλ Σάββιτς
Τουπταλα, στη χορεία των αγίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.