ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑ ΠΡΩΤΕΙΟΜΑΝΟΥΣ
Γράφει ο Γεώργιος Καραλής
Πρωτειομανής: Επειδή
πέρασε αρκετός καιρός από τον τελευταίο μας διάλογο για τον
Σεβασμιώτατο Περγάμου θα προτιμούσα να συνεχίσουμε με αυτόν από την
στιγμή που θεωρείται ο μεγαλύτερος μεταπατερικός θεολόγος και πολλοί
θεολόγοι στην ανατολή και στην δύση ασχολούνται με τα γραπτά του και
προσπαθούν να καταλάβουν τον τρόπο της σκέψεώς του. Βέβαια θα πρέπει να
ξέρουμε ότι η εξέταση του έργου του Σεβασμιωτάτου Περγάμου είναι μία
εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, ιδιαίτερα όταν υπαρχει ένας περιορισμένος
χώρος. Κατά πρώτον επειδή ο Σεβασμιώτατος δεν επεριορισθη μόνο στην
εκκλησιολογία, αλλά στην Τριαδολογία και στην Χριστολογία. Καταφέρνει
κατ᾽αυτόν τον τρόπον να ασχοληθεί με όλους τους τομείς της ορθοδόξου
θεολογίας και να δώσει μία νέα ώθηση στην μονολιθική ορθόδοξη θεολογία η
οποία πριν από αυτόν αδυνατούσε να ξεπεράσει πλήρως την αρχαία της
παράδοση. Ο τρόπος σκέψεως του Σεβασμιωτάτου –και αυτό δεν θα πρέπει
ποτέ να λησμονείται- είναι αναγνωρισμένος από την Δύση και ειδικά από
την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
Ορθόδοξος: Το ερώτημα
όμως που τίθεται όταν κανείς διαβάζει τα πάμπολλα άρθρα του Σ. Ιωάννου
Ζηζιούλα είναι αν συμφωνεί με την Πατερική παράδοση ή διατυπώνει μια
θεολογία η οποία βρίσκεται εις τους αντίποδας με αυτήν των Αγίων Πατέρων
και Διδάσκάλων της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αν διαφωνεί με την
ορθόδοξον παράδοση, τότε η θεολογία του Περγάμου, ο “ζηζιουλιανισμός»
είναι άκρως επικίνδυνος γιατί εισάγει καινούργια δόγματα, τριαδολογικά,
χριστολογικά και εκκλησιολογικά. Με άλλα λόγια δεν είναι μία
τριαδολογική αίρεση όπως ο αρειανισμός, ή μια χριστολογική αίρεση όπως ο
Νεστοριανισμός, αλλά μία αλλοίωση της ορθοδόξου παραδόσεως, μία
παναίρεση: εκκλησιολογική, χριστολογική και τριαδολογική. Βρισκόμαστε
μπροστά σε μία προσπάθεια να ξαναγραφεί με διαφορετικό, μοντέρνο τρόπο η
ορθόδοξος θεολογία ουτως ώστε να είναι σε θέση να συναντήσει την
προτεσταντική και λατινική παράδοση για να προωθήσει την ένωση των
χριστιανών όχι εν τῆ αληθεία, αλλά εν τῶ προσώπω του καθολικού πρώτου.
Πρωτειομανής: Νομίζω ότι
προσπαθείς να βρεις αιρέσεις παντού, σε μιά εποχή μάλιστα που γίνεται
επίμονη προσπάθεια να ξεπεραστεί το αρνητικό παρελθόν που διαίρεσε τους
χριστιανούς. Δεν θα πρέπει όμως ποτέ να ξεχνάμε ότι ο Σεβασμιώτατος
εξέθεσε τις απόψεις του σε πολλαπλά άρθρα πολλές φορἐς ασύνδετα το ένα
από το άλλο, από τα οποία τα περισσότερα, και θα έλεγα και τα πιο
σημαντικά, δεν βρίσκονται στην ελληνική γλώσσα. Για συντομία χρόνου σε
αυτόν τον διάλογο θα χρησιμοποιήσουμε, αν συμφωνείς, έργα του
μεταφρασμένα ή γραμμένα στα ελληνικά καθώς και μεταφράσεις κατά τας
πανεπιστημιακάς παραδόσεις στο οικουμενιστικό Πανεπιστήμιο San
Bernardino της Βενετίας, όπου παρουσιάζουν το έργο του Ζηζιούλα
μεταφάζοντας τις πανεπιστημικάς του παροδόσεις στα Ιταλικά υπό την
επιμέλεια του ρωμαιοκαθολικού επισκόπου κυρίου Ιωάννου Σπιτέρη. [1]
Ορθόδοξος: Συμφωνώ απόλυτα
Πρωτειομανής: Για να
είμαι ειλικρινής μου αρέσει πολύ ο ορισμός της Εκκλησίας που δίνει ο
Σεβασμιώτατος Περγάμου και η απόσταση που παίρνει από την λατινική και
προτεσταντική παράδοση. Γιατί προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό του τι
εστί η φύσις της Εκκλησίας, ισχυρίζεται ότι είναι ένα δύσκολο εγχείρημα “επειδή
η ταυτότης της εκκλησίας δεν είναι αρκετά σαφής στη σκέψη μας…Η
Εκκλησιολογία με τον τρόπο που ανεπτύχθη στο περιβάλλον της
ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και της προτεσταντικής, δεν διαφοροποιείται
από την κοινωνιολογία»[2]
“Η φύσις όμως της ορθοδόξου
εκκλησιολογίας είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν των άλλων ομολογιών
και δεν είναι δυνατόν να εξαχθῆ η ταυτότης αυτής βασιζόμενοι στην ομολογία της πίστεως».[3]
Ορθόδοξος: Με συγχωρείς που διακόπτω τον ειρμό της σκέψεώς σου. Άκουσα καλά αυτό που ισυρίζεται ο Σεβασμιώτατος; “Η
φύσις όμως της ορθοδόξου εκκλησιολογίας είναι εντελώς διαφορετική από
αυτήν των άλλων ομολογιών και δεν είναι δυνατόν να εξαχθῆ η ταυτότης
αυτής βασιζόμενοι στην ομολογία της πίστεως». Εμείς
σαν ορθόδοξοι όμως γνωρίζουμε ότι μια εκκλησιολογία που δεν στηρίζεται
στην ομολογία της πίστεως, τότε θα πρέπει να θεωρεί την κάθε αιρετική
σύναξη ως Εκκλησία Χριστού. Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που
ισχυρίζεται ο Περγάμου ο Μέγας Αθανάσιος, οι Καππαδόκες Πατέρες και ο
λοιποί ορθόδοξοι επίσκοποι θα έπρεπε να θωρούσαν την ευχαριστιακή σύναξη
των αρειανών καθώς και τους επισκόπους των ως Εκκλησία Χριστού και
να βρισκόντουσαν σε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Όπως καταλαβαίνει
κανείς αυτή η άποψις είναι βλάσφημος κατά την ορθόδοξον Παράδοσιν και
τους Πατέρας της Εκκλησίας. Αλλά συνέχισε την έκθεση της απόψεώς σου
Πρωτειομανης: «Από πού λοιπόν μπορούμε να εξάγουμε εμείς οι ορθόδοξοι την ταυτότητα της εκκλησίας; …Το μόνο έγκυρο κριτήριον για την θεώρηση της εκκλησιολογίας παραμένει σε κάθε περίπτωση αύτη η εμπειρία της Εκκλησίας.»[4] “Η
αρχαία πατερική περίοδος κληροδότησε στην χρυσή εποχή της Εκκλησίας του
τετάρτου αιώνα και στην μεταγενέστερη πατερική και βυζαντινή εποχή
ορισμένες θεμελιώδης αρχές πνευματικότητας, που επρόκειτο να αποβούν
παραδειγματικές για τους επόμενους αιώνες, έως την εποχή μας. Μέσα
σ᾽αυτή την ιστορική κληρονομιά υπήρχαν, αναφορικά με την πνευματικότητα,
δύο θεμελιακοί τρόποι σκέψης ή στάσεις: από την μιά, ο
τύπος της πνευματικότητας που βασιζόταν στην ευχαριστική κοινότητα, και
θεωρούσε την κοινότητα και τον εσχατολογικό της προσανατολισμό ως τους
αποφασιστικούς παράγοντες της πνευματικότητας (άνω τελεία) και από την
άλλη ο τύπος της πνευματικότητας που βασιζόταν στην εμπειρία του ατόμου που αγωνίζεται εναντίον των παθών για την επίτευξη της ηθικής τελειότητας,
μια πνευματικότητα συνοδευόμενη από μιά μυστική ένωση του νού με τον
Λόγο του Θεού. Ο πρώτος τύπος αναδείχθηκε κάτω υπό την επίδραση των
Πατέρων που ήταν ποιμένες της Εκκλησίας, όπως ο Ιγνάτιος Αντιοχείας και ο
Ειρηναίος, ενώ ο δεύτερος επηρεάσθηκε κυρίως από τον Ωριγένη και τους θεολόγους της Αλεξανδρείας.»[5]
Ορθοδοξος:
Συγνώμη πάλι που σε διακόπτω ακούοντας όλα αυτά που εξέθεσες πριν
καταλαβαίνω ότι ο Ζ. δείχνει να μην έχει καταλάβει τι σημαίνει
ασκητισμός. Ο ασκητές δεν προσπαθούν να αποκτήσουν μία ηθική τελείωση.
Προσπαθούν να καταργήσουν το γνωμικό θέλημα – το θέλημα δηλαδή που
ανήκει στο πρόσωπο, το οποίο αποτελεί την παρα φύσιν φορά του φυσικού
θελήματος -. Με αυτόν τον τρόπο ο χριστιανός, ο μοναχός καταργεί
ουσιαστικά οριστικά και αμετάκλητα το γνωμικό θέλημα και κινείται κατά
το φυσικό θέλημα το οποίο είναι κοινό για όλους τους ανθρώπους. Εδώ θα
πρέπει να τονιστεί ότι καταργώντας το γνωμικό θέλημα και ακολουθώντας το
φυσικό, ο μοναχός όπως και ο κάθε χριστιανός που ασκείται, ακολουθεί
τον Χριστό, επειδή ο Χριστός προσέλαβε ανθρωπίνην φύσιν άνευ γνωμικού
θελήματος. Ένας ο Χριστός, δύο οι φύσεις,- θεϊκή και ανθρωπίνη- δύο και
τα φυσικά θελήματα.
Θα ήθελα να τονίσω επίσης ότι η ασκητική εμειρία δεν επηρεάσθηκε κυρίως από τον Ωριγένη και τους θεολόγους της Αλεξανδρείας, όπως
λανθασμένα ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος. Και σ᾽αυτό το σημείο ο Ζ.
αγνοεί παντελώς την ιστορία του ασκητισμού. Ανάγει τον ασκητισμό σε
αιρετικούς όπως ο Ωριγένης και ο Ευάγριος Ποντικός χωρίς να το
αποδείξει. Συχνά ο Ζ. συμπεριφέρεται κατά τοιούτον τρόπον. Και οι οπαδοί
του τον ακολουθούν πιστεύοντας ότι επειδή το είπε ο Σεβασμιώτατος
Περγάμου θα πρέπει και να αληθεύει. Είναι σαν να ισχυρίζεται κανείς ότι
οι αρχαίοι χριστιανοί ήταν όλοι αρειανοί και πίστευαν ότι ο Λόγος
δημιουργήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων και ο Μ. Αθανάσιος
καθώς και οι μετέπειτα Πατέρες προσπάθησαν να διορθώσουν την αιρετική
διδασκαλία των αρχαίων χριστιανών για να είναι πιο συνεπείς με την
ερμηνεία που έδιναν στην Γραφή. Αλλά συνέχισε τον ειρμό της σκέψεώς σου.
Είμαι περιέργος να δώ τί άλλες αναπόδεικτες τοποθετήσεις θα ακούσω.
Πρωτειομανής: “Η
μελέτη της ιστορίας της Εκκλησίας από τον 4 αιώνα, αποκαλύπτει ότι
αυτοί οι δύο τύποι πνευματικότητας δεν έπαψαν ποτέ να συνυπάρχουν, αλλά
ταυτόχρονα, και ότι δεν συμβιβάζονταν εύκολα μεταξύ τους. Ο ωριγενικός
τύπος πνευματικότητας ήταν δημοφιλής επειδή ο Ωριγένης διαβαζόταν σε
μεγάλη κλίμακα από τους μοναχούς της Αιγύπτου τον 4 αιώνα. Η κάθαρση του
νου από τους κακούς λογισμούς κατέστη το κυρίαρχο θέμα μιας ορισμένης,
έντονα ωριγενικής μοναστικής παρόδοσης, γνωστής ως ευαγριασμός (από το
όνομα του Ευάγριου Ποντικού, του θεμελιωτή αυτής της παράδοσης) Ο
ευαγριανισμός, μαζί με τον ωριγενισμό ως σύνολο, έδειξε πολύ νωρίς τις
θεμελιακές αδυναμίες και τους κινδύνους του και, παρά την εντυπωσιακή
του επέκταση και επιρροή, τελικά απορρίφθηκε από τον βασικό κορμό της
Εκκλησίας. Ο ωριγενισμός καταδικασθηκε επίσημα από την Ε´Οικουμενική
σύνοδο το 552μχ. ᾽᾽
“Ήδη στην διάρκεια του
τετάρτου αιώνα παράλληλα με την ευαγριανή πραγματικότητα, ένας άλλος
πνευματικός τύπος άνθιζε, ο οποίος συνδεόταν με καποια κείμενα που
αποδίδονται στον Μακάριο τον Αιγύπτιο. Αυτός ο πνευματικός τύπος
αντιπροσώπευε μια θεμιελιώδη διόρθωση του ωριγενισμού κατά τούτο:
ότι μετατόπισε το κέντρο της πνευματικότητας από τον νου στην καρδιά,
την οποία μετέτρεψε σε επιστημονικό ή γνωσιολογικό κέντρο της ανθρώπινης
ύπαρξης. Σύμφωνα με αυτή την πνευματικότητα εκείνο που χρειάζεται
κάθαρση και πνευματική άσκηση είναι η καρδιά, ο τόπος στον οποίον
συνάπτονται οι δύο αρετές της υπακοής και της αγάπης. Μέσω του
μακαριανικού μοναχισμού, η αγάπη, η οποία δεν επέτρεπε την περιφρόνηση
του αμαρτωλού ή την καύχηση για την κατοχή γνώσης και πνευματικής
τειότητας, έγινε το κατ᾽εξοχήν πνευματικό θέμα και η πηγή έμπευσης για
μια ολόκληρη σειρά πνευματικών Πατέρων, γνωστών ως Γερόντων (κατά
κυριολεξία ηλικιωμένοι οι οποίοι είχαν πνευματικά τέκνα και
καθοδηγούσαν). Αυτή ήταν μια σημαντικότατη εξέλιξη, η οποία έσωσε την
χριστιανική πνευματικότητα στην πατερική περίοδο από τους κινδύνους του
ωριγενισμού και, κατά κάποιο τρόπο, την επανέφερε στις βιβλικές και
αρχαίες πατερικές της ρίζες.
Παρά την επίδραση του μακαριανικού
μοναχισμού στην ανατολή, το πρόβλημα επιβίωσης της ευχαριστιοκεντρικής
πρωτοχριστιανικής πνευματικότητας παρέμεινε σοβαρό για πολλούς αιώνες. Η
μακαριακή πνευματικότητα υπογράμισε την σπουδαιότητα της καρδιάς καθώς
και της υπακοής και της αγάπης, δίνοντας έτσι σ[6]την έννοια της κοινωνίας μιά
διάσταση αποφασιστική. Αλλά το ερώτημα σχετικά με τη σημασία που έχει
για την πνευματικότητα η συγκεκριμένη δομή της Εκκλησίας, ο κλήρος της
και τα μυστήριά της, παρέμεινε ανοιχτό. Είχαν άραγε την ίδια
σπουδαιότητα για την πνευματική ζωή, όσο ο μοναχισμός; Ήταν ένας επίσκοπος τόσο σημαντικός πνευματικός Πατέρας, όσο ένας Γέρων, ένας πνευματικός Πατέρας κάποιου μοναστηριού;
Αυτές οι ερωτήσεις διατρέχουν την ιστορία της πνευματικότητας του
Βυζαντίου, όπως και πολλών μυστικών ρευμάτων στην Δύση, και δείχνουν την
αντίθεση ανάμεσα σ᾽αυτή τη μεταγενέστερη ιστορική περίοδο και την
περίοδο του Ιγνατίου ή Ειρηναίου.»[7]
Ορθόδοξος: Πριν
αρχίσω την κριτική των απόψεων θα πρέπει να υπενθυμίσω σε σένα και σέ
κάθε πρωτειομανή το χαρισματικο στοιχείο που ενώνει τα πάντα. Δεν αρκεί
μόνο η σύναξη επί το αυτό για να έχουμε την εκκλησία. Αλλά πρωτίστως η
ορθόδοξος Εκκλησία προϋποθέτει ορθοδοξία και ορθοπραξία. Ο Γέρων και ο
επίσκοπος θα πρέπει να διαθέτουν την ορθόδοξον πίστιν όπως και θα πρέπει
να βρίσκονται ή στο στάδιον της καθάρσεως, ή στο στάδιο του φωτισμού, ή
αυτό της θεώσεως. Όταν δεν ισχύουν όλες αυτές οι προϋποθέσεις τότε ο
επίσκοπος όχι μόνο δεν είναι σημαντικός αλλά είναι ψευδοπροφήτης και θα
πρέπει να αποφεύγεται από το πλήθος των πιστών ορθοδόξων χριστιανών.
Κρίνοντας τα γραφόμενα του Σεβασβιωτάτου αντιλαμβάνομαι ότι ο Ζ. [8]
διακρίνει, στην ορθόδοξον κατ᾽ αυτόν παράδοσιν, μεταξύ ευχαριστιακής
εκκλησιολογίας, όπως την αποκαλεί, και ασκητικής-θεραπευτικής
εκκλησιολογίας. Ισχυρίζεται ότι η πρώτη είναι κοινωνία προσώπων τα οποία
συνέρχονται επί το αυτό υπό ενός πρώτου και πασχίζει να την θεμελιώσει
στον Ειρηναίο και τις επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας και η δεύτερη
είναι μία άσκηση του απομονωμένου ατόμου που αποσκοπεί στην ηθική
τελείωση, κατά τα πρότυπα όμως αιρετικών όπως του Ωριγένους και του
Ευαγρίου Ποντικού, αιρετικών που αναγκαστικά θα πρέπει να διορθωθούν.
Πρωτειομανης: Συγνώμη
που σε διακόπτω αλλά για την καλύτερη κανανόηση σ᾽αυτό ακριβώς το σημείο
θα χρειαστεί μία δευκρίνηση: Οι διορθώσεις έγιναν, κατά τον
Σεβασμιώτατον Περγάμου, από τον αββά Μακάριο και τον Άγιο Μάξιμο τον
Ομολογητή.
Ορθόδοξος: Ναί
έχεις δίκιο αλλά, όπως πληροφορούμεθα από τον τον Ζ., οι δύο αυτοί
Πατέρες δεν κατάφεραν να εξαλείψουν όλες τις παρερμηνείες κατά πρώτον
επειδή ο Μακάριος άφησε ανοιχτά ορισμένα ερωτήματα: "ο κλήρος και τα
μυστήρια" είχαν άραγε την ίδια σπουδαιότητα για την πνευματική ζωή, όσο ο μοναχισμός;
Ήταν ένας επίσκοπος τόσο σημαντικός πνευματικός Πατέρας, όσο ένας
Γέρων, ένας πνευματικός Πατέρας κάποιου μοναστηριού» και κατά δεύτερον "ο
Μάξιμος ο Ομολογητής ομιλεί μόνο περιστασιακά για την ευχαριστιακή
προοπτική. Από πολλούς θεωρείται ακόμη αντιπροσωπευτικός της ασκητικής
θεραπευτικής εκκλησιολογίας. Αλλά η μεγαλύτερη ζημιά[9]
έγινε από τους μεταγενέστερους Πατέρες, κυρίως από τον Γρηγόριο Παλαμά
του οποίου η θεολογία παρουσιάζεται σαν ένα σύμβολο που χαρακτηρίζει την
ορθόδοξη ταυτότητα σε αντιπαράθεση με τον χριστιανισμό της δύσης».[10]
Ο Ζ. λοιπόν πιστεύει, ως μη
έπρεπε, ότι στην ορθόδοξον παράδοσιν υπάρχει διάκριση μεταξύ
ευχαριστιακής και ασκητικής-θεραπευτικής εκκλησιολογίας και ότι αυτές οι
δύο εκκλησιολογίες –η πρώτη ορθόδοξη και η δεύτερη αιρετική- βρίσκονται
σε σύγκρουση μεταξύ τους. Αλλά γιατί βλέπει αυτήν την διάκριση στην
ορθοδοξία και αφού την κάνει ίνα τί απορρίπτει ως αιρετική την ασκητική
εκκλησιολογία για να στηριχθεί μονομερώς στην ευχαριστιακή και να
ισχυρισθεί ότι άνευ Ευχαριστίας και επισκόπου ο οποίος την τελεί δεν θα
μπορέσει ποτέ να υπάρξει σωτηρία; Γιατί λοιπόν φτάνει να βλασφημά κατά
των αγίων αναχωρητών ισχυριζόμενος με άλλα λόγια ότι ο Μέγας Αντώνιος
και τόσοι άλλοι ερημίτες, η Μαρία η Αιγυπτία δεν θα μπορούσαν ποτέ να
αγιάσουν άνευ της σωτηριώδους χειρός του επισκόπου; μήπως επειδή ήταν
απομονωμένα άτομα που ευρίσκοντο εκτός εκκλησίας, από την στιγμή που δεν
κατάφεραν να γίνουν πρόσωπα και να επιτύχουν την προσωπική κοινωνία και
σχέση μέσω της ευχαριστιακής σύναξης; Ακριβώς σ᾽ αυτό εδώ το σημείο
γίνεται αντιληπτό ότι ο Ζ. προσπαθεί να δημιουργήσει μία νέα
εκκλησιολογία στηριζόμενος σε αιρετικές τριαδολογικές και χριστολογικές
προϋποθέσεις, οι οποίες βασίζονται στην μοντέρνα φιλοσοφία και στον
οικουμενισμό.
Πρωτειομανής: Αναφέρεσαι προφανώς στην φύση και στην αναγκαιότητα αυτής. [11]
Όντως, όπως αποδείξαμε σε προηγουμένους διαλόγους που κάναμε, ο
Σεβασμιώτατος Περγάμου ισχυρίζεται ότι κάθε λογική φύση είναι
απαραιτήτως αναγκαστική και στερείται ελευθερίας. Σύμφωνα με αυτό το
σκεπτικό η φύση θεωρείται ότι αναγκάζει τον καθένα να είναι έτσι όπως
αυτή θέλει επειδή κινείται υπό την επήρεια ορισμένων δυνάμεων ή φυσικών
νόμων που την υποχρεώνουν να συμπεριφέρεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο.
Για να ξεπεράσει την αναγκαιότητα της φύσεως ο Ζ. εισάγει μια καινούργια ιδέα, μια οντολογία που αναφέρεται στο πρόσωπο και στην ετερότητα, θεωρούμενα
σαν αποκλειστικές πηγές ελεθευρίας, εντελώς ανεξάρτητες από την κοινή
φύση. Με αυτό το σκεπτικό η φύση στερείται ελευθερίας κινείται εντελώς
αναγκαστικά και η ελευθερία ανήκει στο πρόσωπο, (“το μόνο αληθινό που υπάρχει και το οποίο μπορεί να ξεπεράσει την αναγκαιότητα της φύσεως) που και αυτό όμως υπόκειται στον εξαναγκασμό από την μηχανική κίνηση της φύσεως.
Ορθόδοξος: Σύμφωνα
με τον μετανεωτερικό τρόπο σκέψεως που ακολουθεί ο Ζ. το πρόσωπο
φαίνεται να έχει μεγάλο πρόβλημα με την δήθεν μηχανική κίνηση της φύσεως
και επειδή όσοι αντιλαμβάνονται έτσι τα πράγματα νομίζουν ότι τα
πρόσωπα δεν κινούνται μηχανικά, αλλά διαθέτει το καθένα τους δική του
ελευθερία. Έτσι το πρόβλημα που θα έπρεπε να λυθεί από τον Ζ. είναι πώς
θα απαλλαγεί ο άνθρωπος από την δήθεν εσωτερική μηχανική ανάγκαιότητα
της φύσεώς του. Αλλά προτού προβεί σε οποιαδήποτε λύση μεταβιβάζει το
ίδιο πρόβλημα στον Θεό, εισερχόμενος στην τριαδολογία αλλοιώνοντας τα
δόγματα των Πατέρων. Φαντάζεται τα πρόσωπα της Παναγίας Τριάδος και
ιδιαίτερα αυτό του Πατρός κάτω από την επήρεια της δήθεν εξαναγκασμένης φύσεως Του. Αυτή η υποταγμένη στην αναγκαιότητα φύση Του τον εξαναγκάζει να είναι και Θεός και Αγαθός.
Στην πραγματικότητα το ερώτημα που θέτει ο Σεβασμιώτατος Περγάμου είναι: πώς θα μπορούσε να απαλλαγεί ο Θεός από την φυσική του αγαθότητα; Αν κατάφερνε να απαλλαγεί Αυτός θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε και ημεις!
Πρωτειομανής: Επιβεβαιώνω γιατί ο Σεβασμιώταττος ισχυρίζεται ότι: Ο
τρόπος με τον οποίον ο Θεός ασκεί την οντολογική ελευθερία Του, εκείνο
που τον κάνει να είναι οντολογικά ελεύθερος, είναι ότι υπερβαίνει και
καταργεί την οντολογική αναγκαιότητα της ουσίας με το να είναι Θεός ως
Πατήρ, δηλαδή ως Εκείνος, που γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα[12]!!!
Κατά συνέπεια για να απαλλαγεί ο Θεός από την αναγκαιότητα της φύσεώς
Του – σύμφωνα με τον Σεβασμιώτατο Περγάμου– πρέπει πρωτίστως η
ελευθερία και η θέληση να μεταφερθούν από την φύση στο πρόσωπο και
μάλιστα στο πρόσωπο του Πατρός, ούτως ώστε το κάθε πρόσωπο να προηγείται
οντολογικά από την φύση. Για τους Έλληνας Πατέρας το ενιαίον του
Θεού ο ένας Θεός και η οντολογική αρχή ή αιτία της προσωπικής τριαδικής
ζωής του Θεού δεν συνίσταται εις την μίαν ουσίαν του Θεού, αλλά εις την
υπόστασιν, δηλαδή το πρόσωπον του Πατρός. Ο ένας Θεός δεν είναι η μία
ουσία, αλλά ο Πατήρ, ο οποίος είναι η αιτία της γεννήσεως του Υιού και
της εκπορεύσεως του Πνεύματος[13]
Το πρόσωπο έχει προτεραιότητα ως προς τη φύση (αυτό δίνει ύπαρξη
υπόσταση στην φύση), η προσωπική ετερότητα και ελευθερία συγκεφαλαιώνει
και εκδηλώνει τις φυσικές ενέργειες , δίχως να υποτάσσεται σε αυτές[14]
Ορθόδοξος: Σ᾽ αυτήν
την τερατώδη αντίληψη περί Θεού όμως ο Άγιος Σωφρόνιος ο μέγας
πατριάρχης Ιεροσολύμων και πνευματικός οδηγός του αγίου Μαξίμου του
Ομολογητού απαντά: έστιν ουν μετά το είναι Θεός, Πατήρ ο Πατήρ, και
ούτε Υιός, ούτε Πνεύμα Άγιον, αλλ᾽ όπερ ο Υιός κατ᾽ ουσίαν εστι, καί κατά
φύσιν το Πνευμα τυγχάνει τό άγιον. Και έστι μετά το είναι Θεός, Υιός ο
Υιός, και ουτε Πατήρ, ούτε Πνεύμα Πανάγιον, αλλ᾽ όπερ ο Πατήρ κατα φύσιν
κηρύττεται, και ὃ κατ᾽ουσίαν το Πνευμα καθοραται το άγιον. Και έστι μετά
το είναι Θεός, Πνεύμα άγιον το Πνεύμα το άγιον και ούτε Πατήρ
θεωρούμενον, ούτε Υιός λαμβανόμενον, αλλ᾽ όπερ ο Πατήρ κατ᾽ ουσίαν
πεπίστευται, και όπερ ο Υιός κατά φύσιν αγγέλλεται[15]
Εντελώς αντίθετα προς τον Άγιον Σωφρόνιο
για τον Σεβασμιώτατον Περγάμου η θεία φύση είναι αναγκαστική και αν
κάποιος πει τον Θεό, φύσει Θεό και φύσει αγαθό και φύσει δημιουργό, Τον βάζει υπό το κράτος μιας ανάγκης, η οποία αίρεται μόνο με τη “οντολογία» του προσώπου. Αν
η ψυχή είναι φύσει αθάνατος τότε η προσωπική επιβίωσις είναι
αναγκαστική, επανερχόμεθα πάλιν εις την αρχαίαν κλασσικήν οντολογίαν.
Τότε και ο Θεός είναι αθάνατος από την φύση του, δηλαδή κατ᾽ ανάγκην και ο
άνθρωπος συγγενεύει ουσιαστικά, αναγκαστικά, με τον Θεόν[16]. Ο
Θεός λοιπόν δεν είναι αναγκασμένος από την φύση του να είναι Θεός,
διότι το πρόσωπο του Πατρός ελεύθερα αποφασίζει να είναι Θεός, να έχει
δηλαδή αυτή την φύση. Επομένως η φύση εκπηγάζει από το πρόσωπο του
Πατρός, πράγμα που για τον Παλαμά και όλους τους Πατέρες είναι μια
μεγάλη δυσέβεια. 17]
συνεχίζεται
συνεχίζεται
[1] Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S.
Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Βενετία 2000
[2]
Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S.
Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Κεφ. Εισαγωγή και
σύνθεση μαθημάτων. Βενετία 2000 σελίδα 50. Εδώ ένας προσεκτικός
αναγνώστης θα καταλάβει ότι αυτό που ισχυρίζεται ο Ζ. δεν το αποδεικνύει
ως θα έπρεπε να πράξει αλλά το θεωρεί αυτονόητο.
[3]
Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S.
Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Βενετία 2000. Σελίς
51 κεφ. Εισαγωγή και σύνθεση των μαθημάτων. Σ᾽αυτό το κεφάλαιο ο Ζ.
επαναλαμβάνει συνεχώς αυτό που θα θελήσει να αποδείξει στο επόμενα
κεφάλαια
[4]
Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S.
Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Βενετία 2000. Σελίς
51 κεφ. Εισαγωγή και σύνθεση των μαθημάτων. Σ᾽αυτό το κεφάλαιο ο Ζ.
επαναλαμβάνει συνεχώς αυτό που θα θελήσει να αποδείξει στο επόμενα
κεφάλαια
[5] Ιωάννης Ζηζιούλας: Α. Εκκλησιολογικά μελετήματα. Εκδοσεις Δόμος. Αθηνα 2016. Αρθρο: «Προς την μεσαιωνική πνευματικότητα» σελίς 170
[6]
Την κοινωνία οι Πατέρες δεν την έβλεπαν σαν κοινωνία και σχέσεις
προσώπων, αλλά κοινωνία φύσεως. Κατά τους Πατέρες στην Αγία Τριάδα τα
πρόσωπα είναι ακοινώνητα και υπάρχει μόνο κοινωνία φύσεως. Κατά συνέπεια
δεν υπάρχει στην Παναγία Τριάδα ο ερών και ο ερώμενος, αλλά κοινή και
μία είναι η αγάπη του Πατρός και του Υιού. Επειδή λοιπόν είναι μία η
αγάπη, μία η θέληση με την ίδια αγάπη και θέληση που ο Πατέρας αγαπά και
θέλει τον Υιόν με την ίδια θέληση και ο Πατήρ αγαπιέται και θέλεται από
τον Υιόν. Η αγάπη στην οποίαν αναφέρεται ο αββάς Μακάριος είναι η
φυσική αγάπη και όχι μία κοινωνική αγάπη η οποία στηρίζεται σε μία
αμοιβαιότητα.
[7] Ιωάννης Ζηζιούλας: Α. Εκκλησιολογικά μελετήματα. Εκδοσεις Δόμος. Αθηνα 2016. Αρθρο: «Προς την μεσαιωνική πνευματικότητα» σελίς 170 -171
[8] Σεβασβιώτατος Περγάμου κ.κ.Ζηζιούλας
[9]
Προφανώς ζημιά στην ζηζιούλια ευχαριστιακή εκκλησιολογία. Δηλαδή με
άλλα λόγιο ο Γρηγόριος Παλαμάς δημιούργησε πολλά προβλήματα στην
εκκλησιολογία του Ζ. και ο Μάξιμος ο Ομολογητής στην χριστολογία του
όπως θα δούμε.
[10]
Pontificio Ateneo Antonianum. Istituto di Studi Ecumenici “S.
Bernardino” Venezia. Σημειώσεις για τους φοιτητάς. Κεφ. Εισαγωγή και
σύνθεση των Μαθημάτων. Βενετία 2000. Σελίς 55
[11] Γεώργιος Ι. Καραλής: «Η μωρία του Θεού και η σοφία του ανθρώπου». Εκδόσεις Αρμός. 2017 Κεφάλαιο 6: « φύση και ανακγαιότητα» σελίδα 76-101
[12] Ιωάννης Ζηζιούλας. “Η ιδιοπροσωπεια του νέου ελληνισμού»: συλλογή κειμένων. Ιδρυμα Γουλανδρη Χορν Αθηνα 1983. Σελίδα 314
[13] Ιωάννης Ζηζιούλας «Η ιδιοπροσωπεια του νέου ελληνισμού»: συλλογή κειμένων. Ιδρυμα Γουλανδρή Χορν Αθηνα 1983. Σελίδα 310
[14] Χρήστος Γιανναράς. «Aλφαβητάρι της πίστης» Εκδόσεις Δόμος. Αθήνα 1983. Κεφ. «Ασυγχυτως και Αδιαιρέτως» σελίδα 145
[15] EPISTULA SYNODICA. Sophronius of Jerusalem and Seventh-Century Heresy.The Synodical Letter and Other Documents. Edited by Pauline Allen. Oxford Early Christian Texts. Σελίδα 82 παράγραφος 2.2.6
[16] Ιωάννης Ζηζιούλας: « Η ιδιοπροσωπεία του νέου ελληνισμού»: συλλογή κειμένων. Ιδρυμα Γουλανδρή Χορν Αθηνα 1983. Σελίδα 318
[17] “Τῶν τριῶν τοιγαροῦν ἐστί καί ἐκ τῶν τριῶν Πατρός Ὑιοῦ καί Πνεύματος αὓτη ἡ λαμπρότης ἡ δε φύσις τῶν τριῶν ἐστί αλλ’ οὒκ ἐκ τῶν τριῶν ἃπαγε τῆς δυσσεβείας».Λόγος 4. Κατά Γρηγορά, 55
Β΄μέρος
Πρωτειομανής: Κατά
πρώτον αγαπητέ δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνά κανείς ότι βρισκόμαστε στην
μετανεωτερική εποχή η οποία βοηθά όλους τους χριστιανούς και ειδικά τους
ορθοδόξους να ξεφύγουν από ένα παρελθόν το οποίον τους καρατούσε
δέσμιους σε απόψεις ξεπερασμένες. Απόψεις που στην σημερινή εποχή δεν
έχουν τίποτε να προσφέρουν. Κατά δεύτερον σήμερα το ορθόδοξον ποίμνιον
και η ορθόδοξος θεολογία δεν είναι σε θέση να μελετήσει όλους τους
Πατέρες και βέβαια οι περισσότεροι αγνοούν τον Μέγα Σωφρόνιο όπως
αποκαλείς τον Πατριάρχη Ιερουσαλήμων και πνευματικό οδηγό του Αγίου
Μαξίμου του Ομολογητού. Η μοντέρνα όμως θεολογία και το ορθόδοξον
ποίμνιον γνωρίζουν κι έχουν μελετήσει τον άγιον Σωφρόνιο του Έσσεξ που
μιλάει για την υποστατική αρχή και εννοεί ακριβώς αυτό που ισχυρίζεται ο
Ζ.
Ορθόδοξος: Εγώ
δεν συμφωνώ ότι η θεολογία των Πατέρων στην σημερινή εποχή δεν έχει
τίποτε να προσφέρει και θα πρέπει να την ξεπεράσουμε για να στηριχθουμε
σε νέους θεολόγους όπως τον Σωφρόνιο του Έσσεξ. Πιστεύω αντίθετα ότι
είναι η μοναδική λύση έναντι των νέων αιρέσεων που επικρατούν σήμερα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό των Πατέρων και Οικουμενικών συνόδων καταλαβαίνει
κανείς ότι ο Ζ. μεταφέροντας την ελευθερία, την θέληση και
κατ᾽ επέκτασιν την ενέργεια από την φύση εις το πρόσωπον[18] τότε
καταφέρνει να δημιουργήσει τεράστιες αιρέσεις κατά πρώτον στην θεολογία
και κατά δεύτερον στην χριστολογία.
Πρωτειομανής: Όπως πάντα
έχεις μία μεγάλη δόση υπερβολής. Θα πρέπει και να αποδείξεις ότι
υπάρχουν αιρέσεις στην θεολογία και στην Τριαδολογία.
Ορθόδοξος: Κατά
πρώτον, αγαπητέ σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, εις το κάθε
πρόσωπο της Παναγίας Τριάδος, τα υποστατικά ιδιώματα, ανήκουν μόνα σε
αυτό και όχι σε άλλα προσωπα. Δεν υπάρχει υποστατική κοινωνία προσώπων
γιατί τα πρόσωπα είναι υποστατικώς ακοινώνητα.[19]
Αν λοιπόν η ελευθερία είναι δεμένη με το πρόσωπο του Πατρός ανήκει μόνο
σε αυτό και δεν κοινωνείται σε κανένα άλλο πρόσωπο. Τίθεται λοιπόν το
ερώτημα: υπάρχει ελευθερία στον Υιο και στο Πνεύμα; Και αν υπάρχει τί
είδους ελευθερία είναι αυτή κτιστή ή άκτιστη; Αν είναι άκτιστη ποία θα
είναι η διαφορά της ελευθερίας του Υιού ή της ελευθερίας του Πνεύματος
από την ελευθερία του Πατρός; Μήπως με αυτό τον τρόπο σκέψεως προκύπτει η
ανάγκη να διακριθούν τρεις ελευθερίες διαφορετικές στα τρία πρόσωπα της
Αγίας Τριάδος; Δεν πέφτουμε έτσι στον κίνδυνο της τριθείας; Και μάλιστα
αν κανείς ισχυρίζεται ότι το ενιαίον του Θεού οφείλεται εις το πρόσωπο
του Πατρός, αν στην Τριάδα οι διακρίσεις προηγούνται των ενώσεων, τότε ο
ένας Θεός εξαφανίζεται. Και δεν σὠζεται η κατάσταση αν αποδωθεί μόνο
στον Πατέρα η αιτία της υπάρξεως του Υιού και του Πνεύματος. Και στην
ελληνική μυθολογία ο Δίας είναι η αιτία των άλλων θεών, αλλά βέβαια οι
αρχαίοι έλληνες δεν πίστευαν σ᾽έναν Θεό αλλά σε δώδεκα. Και ο Αδάμ είναι
η αιτία της Εύας αλλά δεν συναποτελεί με τη Εὐα έναν άνθρωπο.
Κατά δεύτερον αν μεταφερθεί στην Χριστολογία[20]
ο ίδιος τρόπος σκέψεως τότε πώς κατά τους Πατέρας και Οικουμενικάς
Συνόδους προκύπτει ότι το πρόσωπο του Υιού που εσαρκώθη διαθέτει δύο
φύσεις- θεϊκή και ανθρωπίνη- καθώς και δύο φυσικές ελευθερίες, μία
ανθρωπίνη και μία Θεϊκή; Γιατί σύμφωνα με το σκεπτικό του Ζ. η ελευθερία
ανήκει στο πρόσωπο. Αλλά αν αυτό αληθεύει τότε και ο Χριστός θα είχε
μία μόνο ελευθερία δηλαδή αυτή του Λόγου που εσαρκώθη και όχι δύο
φυσικές, όπως ισχυρίζονται οι Πατέρες και οι οικουμενικοί σύνοδοι.
Ο Σεβασμιώτατος Περγάμου σταματά άραγε
στην ελευθερία ή ξεκινώντας από αυτήν φτάνει και στην θέληση και
πιστεύει ότι υπάρχει προσωπική θέληση του Πατρός;
Πρωτειομανής: Σύμφωνα με τον Ζ. “η
εκκλησιολογία πρέπει να τοποθετείται μέσα στο πλαίσιο της τριαδικής
θεολογίας. Πρέπει να αρχίσουμε με μία σαφή διάκριση των προσώπων στην
Αγία Τριάδα, όπως με επιμονή τόνιζαν οι Καππαδόκες Πατέρες. Ο Πατήρ
είναι άλλο πρόσωπο, διαφορετικό από τον Υιό, το ίδιο και το Άγιον
Πνεύμα. Η Εκκλησία υπάρχει προπάντων, επειδή ο Πατήρ, ως διακριτό πρόσωπο, θέλει την ύπαρξή της.
Είναι η πρωτοβουλία και η ευδοκία του Πατρός που οδηγούν την ύπαρξή
της. Και όχι μόνο αυτό, αλλά είναι στον Πατέρα, ως πρόσωπο άλλο από τον
Υιό, που θα οδηγηθεί τελικά η Εκκλησία, όταν ο Χριστός θα υποτάξει τα
πάντα σ᾽αυτόν. Έτσι η Εκκλησία από την άποψη τόσο της προέλευσή της όσο
και του προορισμού της είναι πάνω απ᾽όλα η Εκκλησία του Θεού (για την
Αγία Γραφή ο Θεός είναι ο Πατήρ) πριν να είναι Εκκλησία του Χριστού ή
Εκκλησία αυτού ή εκείνου του τόπου. Όπως πολύ σωστά έδειξε ο L. Cerfaux,
εδώ και πολλά χρόνια, η πρώτη αρχική εικόνα της Εκκλησίας συσχετίζεται
με την γενική του Θεού. Ίσως μέχρι εδώ όλοι συμφωνούμε σ᾽αυτό”[21]
Ορθόδοξος: Θα
καταλαβαίνεις κι᾽εσύ ότι όντως ένας είναι ο Πατήρ, διακρίνεται από τον
Υιό και το Πνεύμα, αλλά ξεχνά να αναφέρει ο Ζ. ότι κατά τους Καπαδόκες
Πατέρες ένας είναι και ο Θεός. Μία είναι η φύση ή η ουσία. Επομένως η
θέληση κατά τους Αγίους Πατέρες δεν είναι του προσώπου αλλά της φύσεως. Ο
Πατήρ δεν θέλει καθό Πατήρ αλλά καθό Θεός (ουσία) και επειδή Θεός είναι
ο Υιός, Θεός και το Πνεύμα η θέληση είναι φυσική και μία όπως πολύ
σωστά διακηρύσσει ο Ιωάννης Δαμασκηνός. Ο Θεός των όλων και Πατέρας
θέλει καθό Πατήρ ή καθό Θεός. Αλλά αν θέλει καθό Πατήρ άλλο θα είναι το
θέλημά του από τον Υιό. Γιατί ο Υιός δεν είναι Πατέρας. Αν όμως θέλει
καθό Θεός, Θεός είναι και ο Υιός Θεός και το Πνεύμα το Άγιο. Άρα το
θέλημα είναι χαρακτηριστικό φύσεως, δηλαδή φυσικό [22]
Αυτή είναι η αποκάλυψη από εδώ ξεκινούν
οι Πατέρες για να θεολογήσουν και όχι από ανθρώπινες κοινωνίες και
σχέσεις για να δημιουργήσουν νέους οντολογικούς στοχασμούς! Αν ο Πατήρ
είχε μία προσωπική θέληση τότε η θέληση του Πατρός θα ήταν διαφορετική
από αυτήν του Υιού και του Πνεύματος, με άλλα λόγια θα υπήρχαν τρεις
Θεοί με τρεις διαφορετικές θελήσεις στην θεολογία και όχι εις
τρισυπόστατος Θεός (άνω τελεία) εις δε την χριστολογία επειδή η θέληση
κατά τον Ζ. είναι δεμένη με το πρόσωπο τότε ο Λόγος που εσαρκώθη δεν θα
διέθετε δύο φυσικές θελήσεις, μία ανθρωπίνη και μία θεϊκή, αλλά μία μόνο
θέληση αυτή του προσώπου του Λόγου, όπως ισχυρίζοντο ο Σεβήρος και οι
μονοθελήτες. [23]
Πρωτειομανής: Κατά τον Ζ. όμως τα πρόσωπα σαν ελεύθερα που είναι, καθώς και οι προσωπικές διαφορές τους προηγούνται της αναγκαιότητος
της φύσεώς τους. Με άλλα λόγια δεν την έχουν ανάγκη από την στιγμή που
μόνα τους μπορούν να βρεθούν σε σχέση και να κοινωνήσουν. Νά γιατί ο Ζ.
αναφέρεται συνεχώς σε προσωπική κοινωνία και σχέση. Ορίζει λοιπόν την
Εκκλησία σαν μία κοινωνία-πλέγμα σχέσεων διακριτών προσώπων το
καθένα με το δικό του γνωμικό θέλημα, τα οποία για να κοινωνήσουν έχουν
ανάγκη ενός πρώτου, εικονίζοντας έτσι την Παναγία Τριάδα [24] που, κατά
τον ίδιον, είναι προσωπική σχέση και κοινωνία υπό του πρώτου ο οποίος
είναι ο Πατήρ.
Ορθόδοξος: Συγνώμη που
διακόπτω τον ειρμό της σκέψεώς του για να παρατηρήσω ότι στην θεότητα
δεν μπορεί κατά τους Πατέρας να υπάρχει ένας πρώτος. Όταν στην κτιστή
γλώσσα χρησιμοποιούμε την λέξη πρώτος αμέσως συνακολουθεί ο δεύτερος και
ο τρίτος. Κατ᾽αυτόν τον τρόπο όμως η Άκτιστος Παναγία Τριάς
υποβιβάζεται εις κτίσμα όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο
Θεολόγος: “Ενα μεν Θεόν ειδώς, εν Τριάδι προσκυνούμενον, τρία δέ εις
μίαν θεότητα συναγόμενα (άνω τελεία) και οὓτε τῶ ενι Σαβελλίζων, οὓτε
τοις τρισιν Αρειανίζων, ἢ τῶ κατατέμνειν ανίσοις αλλοτρότησιν, ἢ
μεγέθους ἢ φύσεως. Οὗ γαρ ἕκαστον ακατάληπτον καί υπέρ την ἡμετέραν
επίνοια, πῶς ενταῦθα το υπεραῖρον ἢ νοηθήσεται, ἢ δογματιθήσεται; Ποῦ δε μετρεῖται το άπειρον, ἲν᾽ ὃ τῶν περατουμένων εστί, τοῦτο πάθη θεότης, βαθμοῖς μετρουμένη καί υποβάσεσιν» (PG 35 1005 ΙΣ´Β)
Πρωτειομανής: Συνεχἰζω με τα γραφόμενα του Ζ. συνεχώς διακοπτόμενος. “Η
καινούργια ταυτότητα, που δινόταν εκ του Πνεύματος αποκτούσε υπόσταση
μέσα από την ενσωμάτωση στο σώμα του Χριστού στην Εκκλησία, μέσα από ένα
πλέγμα σχέσεων. Οι σχέσεις αυτές ήταν ταυτόσημες με την σχέση του Χριστού προς τον Πατέρα.
Για τον λόγο αυτό το βάπτισμα ισοδυναμούσε με υιοθεσία…Παρόμοια αυτή η
ταυτότητα συνεπαγόταν κοινωνικές σχέσεις που αποκτούσαν μέσα στην
κοινότητα της Εκκλησίας και δι᾽αυτής, και όχι μέσω της βιολογικής
οικογένειας ή του κράτους. Μία από τις θεμελιώδεις συνέπειες του
βαπτίσματος ήταν ότι ο νέος άνθρωπος δεν θα είχε τον Πατέρα του στη γή
αλλά στους ουρανούς (Ματθ 23,9) και ότι οι αδελφοί του θα ήταν μέλη της
Εκκλησίας. Επίσης δεν θα ήταν πολίτης της γης, αλλά του ουρανού (Φιλιπ
3,20) εφ᾽όσον η πόλις του θα ήταν η μέλλουσα Βασιλεία. (Εβρ 13,14). Έτσι
θα ήταν ξένος σε τούτη την γή. Αυτό ήταν το υπαρξιακό νόημα του
βαπτίσματος ως θανάτου του παλαιού ανθρώπου και ως γέννηση του νέου
εσχατολογικού ανθρώπου. Η δικιμασία του ήταν βασική εκκλησιολογική και
όχι ηθική ή ψυχολογική, όπως συχνά νομίζεται. Η πνευματικότητα είχε να
κάνει με την απόκτηση νέων σχέσεων και μέσω αυτών μιάς νέας ταυτότητας, εφ᾽όσον οι ταυτότητες, είτε αυτές είναι βιολογικές, είτε κοινωνικές, είτε πνευματικές πάντα πηγάζουν μέσα από σχέσεις». [25]
Ορθόδοξος: Αναγκάζομαι να σε διακόπτω συνεχώς γιατί δεν μπορώ ν᾽ακούω αυτά τα πράγματα.
Πρωτειομανής: Ποιό είναι το πρόβλημά σου;
Ορθόδοξος: Ισχυρίζεται ο Ζ. ότι οι ταυτότητες, είτε αυτές είναι βιολογικές, είτε κοινωνικές, είτε πνευματικές πάντα πηγάζουν μέσα από σχέσεις. Δηλαδή
κατανοώ ότι μόνο η σχέση δίνει μία ταυτότητα κατά τον Ζ., όχι η φύση.
(Όταν οι Πατέρες αναφέροντο εις φύσιν εννοούσαν ότι δεν υπάρχει φύσις
ανυπόστατος.) Δηδαδή το ότι ο Γιώργος είναι άνθρωπος, ανήκει στην
ανθρωπίνη φύσιν αυτό κατά τον Ζ. δεν του δίνει καμμία ταυτότητα. Η σχέση
που θα έχει ο Γιώργος με τον δείνα ίππο για παράδειγμα ή με άλλους
ανθρώπους, αυτές θα του δώσουν ταυτότητα κατά τον Ζ. Ποία όμως; Το ότι ο
Γιώργος δεν είναι ίππος σημαίνει ταυτότητα; Το ότι ο Γιώργος αγόρασε
τον δείνα ίππον σημαίνει και αυτό ταυτότητα; καθώς και το ότι ο Γιώργος
είναι Έλληνας ή φίλος του Ιωάννου και σύζυγος της Άννας; Κατά δεύτερον
αναφέρεις χωρίο του Μητροπολίτου που ισχυρίζεται: Η καινούργια
ταυτότητα, που δινόταν εκ του Πνεύματος αποκτούσε υπόσταση μέσα από την
ενσωμάτωση στο σώμα του Χριστού στην Εκκλησία, μέσα από ένα πλέγμα
σχέσεων. Οι σχέσεις αυτές ήταν ταυτόσημες με την σχέση του Χριστού προς τον Πατέρα. Αλλά
η σχέση Πατρότητος και υιότητος στον Θεόν είναι άρρητος, ακατανόητος,
αμέθεκτος κατά τους Πατέρας. Οι ανθρώπινες σχέσεις λοιπόν είναι και
αυτές άρρητες, ακτανόητες και αμέθεκτες ή μήπως δεν είχαν δίκιο οι
Πατέρες που τόλμησαν να ισχυρισθούν αντιζηζιουλικές θέσεις; Μάλλον το
δεύτερο θα πρέπει να ισχύει γι᾽αυτό προσπαθείτε όλοι εσείς οι
νεοεποχίτες να τους ξεπεράσετε
Πρωτειομανής: Θα πρέπει
να αντιληφθείτε όλοι εσείς οι ορθόδοξοι που ακολουθείτε τους Πατέρες ότι
η σχέση του εγώ με το εσύ ορίζει και το εγώ και το εσύ. Αν δεν υπήρχε
αυτή η σχέση τότε το εγώ θα υπήρχε μόνο σαν μία φύση ατομική. Γι᾽αυτό
όποιος δεν καταλαβαίνει την υποστατική αρχή παραμένει κλειστός σε μία
φύση, ένα άτομο, δηλαδή εν δυνάμει πρόσωπον, όπως πολύ εύλογα παρατηρεί ο
πατέρας Σωφρόνιος του Έσσεξ.
Ορθόδοξος: Αν κατάλαβα
καλά ο Θεός – κατά τον Σωφρόνιο που ισχυρίζεται τα ίδια με τον Ζ.- δεν
κατάφερε να μας κάνει πρόσωπα παρά μόνο δυνάμει. Δηλαδή μπορούμε και να
μη γίνουμε ποτέ πρόσωπα, αλλά να παραμείνουμε άτομα. Άτομα βέβαια
κλεισμένα σε μία φύση απομονωμένα χωρίς σχέσεις- ποιός στην
πραγματικότητα παρατήρησε αυτή την απομόνωση;- άτομα τα οποία στην
πραγματικότητα δεν μπορούν ούτε να ορισθούν από την στιγμή που
στερούνται σχέσεων! Αν θέλουμε να κάνουμε μία αναλογία είναι σαν να
ισχυριζόμαστε ότι ο Θεός δεν δημιούργησε ανθρώπους αλλά κενταύρους,
μυθολογικά όντα μη οριζόμενα, που έχουν την δυνατότητα να γίνουν
άνθρωποι δηλαδή εν δυνάμει άνθρωποι, αλλά μπορούν και να παραμένουν
κένταυροι! Τι να πώ ο κάθε σκεφτόμενος άνθρωπος μπορεί από μόνος του να
εξάγει τα συμπεράσματά του. Ας προχωρήσουμε όμως ακόμη στην ευχαριστιακή
εκκλησιολογία του Ζ. Μέχρις στιγμής έχουμε ακούσει πολλά διαμάντια που
βέβαια όχι μόνο οι Πατέρες αλλά και οι αιρετικοί του παρελθόντος
αδυνατούσαν όχι μόνο να ισχυρισθούν αλλά και να διανοηθούν!
Πρωτειομανής: Από την οντολογία του προσώπου, εκπηγάζει η ευχαριστιακή εκκλησιολογία: «Πρέπει να έχουμε υπ᾽όψη μας αυτό το υπόβαθρο, ώστε να καταλάβουμε την σπουδαιότητα της Ευχαριστίας για την χριστιανική πνευματικότητα. Η Ευχαριστία κατανοήθηκε στους πρώτους αιώνες ως το γεγονός
που συγκέντρωνε τον διασκορπισμένο λαό του Θεού επί το αυτό,
προκειμένου όχι μόνο να γιορτάσουν, αλλά επίσης να αποτελέσουν την
εσχατολική μεσσιανική κοινότητα εδώ και τώρα. Μ᾽αυτή την έννοια, η
Ευχαριστία ήταν το κατ᾽εξοχήν πνευματικό γεγονός , γιατί ήταν η
εσχατολογική πραγματικότητα φανερωμένη μέσα στην ιστορία, η πρόγευσή της
μέσα στην ιστορία. Οι βαπτισμένοι οδηγούνταν σ᾽αυτήν την κοινότητα,
προκειμένου να πάρουν τη θέση τους σ᾽αυτήν, πράγμα που συνεπαγόταν το
προνόμιο να μπορούν να αποκαλούν τον Θεό Πατέρα– αποκτώντας την υιότητα που ο Χριστός είχε ανέκαθεν– και ταυτόχρονα το προνόμιο να αποκαλούν τα άλλα μέλη της Εκκλησίας αδελφούς και να μοιράζονται με αυτούς τον αιώνιο προορισμό».[26]
Ορθόδοξος: Άκουσα καλά: «Οι
βαπτισμένοι οδηγούνταν σ᾽αυτήν την κοινότητα, προκειμένου να πάρουν τη
θέση τους σ᾽αυτήν, πράγμα που συνεπαγόταν το προνόμιο να μπορούν να
αποκαλούν τον Θεό Πατέρα– αποκτώντας την υιότητα που ο Χριστός είχε ανέκαθεν» Αν
ο κάθε πιστός αποκτήσει την υιότητα που είχε ανέκαθεν ο Υιός τούτο
σημαίνει ότι ούτος δεν είναι πλέον μονογενής. Το κάθε πρόσωπον κατά τον
Ζ. μπορεί στην ευχαριστιακή κοινότητα να αποκτήσει την υποστατική
ιδιότητα που ο Υιός είχε ανέκαθεν! Πόσους Υιούς λοιπόν θα έχει ο Πατήρ;
Πρωτειομανής: Διαθέτεις
έναν ιδιότυπο τρόπο σκέψης που εκνευρίζει τον συνομιλητή σου θα ήθελα
όμως να συνεχίσω με την ευχαριστιακή εκκλησιολογία
Ορθόδοξος: Παρακαλώ αγαπητέ απλώς σκεφτόμουνα αν θα πρέπει ν´αλλάξουμε και το πιστεύω ειδικά στο σημείο που αναφέρει …και εις έναν κύριον Ιησουν Χριστόν τον Υιό του Θεού τον μονογενή από την στιγμή που οι
βαπτισμένοι οδηγούνταν σ᾽αυτήν την κοινότητα, προκειμένου να πάρουν τη
θέση τους σ᾽αυτήν, πράγμα που συνεπαγόταν το προνόμιο να μπορούν να
αποκαλούν τον Θεό Πατέρα– αποκτώντας την υιότητα που ο Χριστός είχε ανέκαθεν. Και οι Λατίνοι πρόσφατα άλλαξαν το Πάτερ Ημών,
γιατί λοιπόν εμείς να μείνουμε τόσο πίσω; Τόσο καθυστερημένοι εμείς οι
ορθόδοξοι από την στιγμή που διαθέτουμε τέτοια θεολογικά αναστήματα;
Πρωτειομανής: Πρέπει να συνεχίσω έχεις μεγάλη διάθεση για αστεία σήμερα. Ας πούμε και κάτι πιο σοβαρό: «Η Ευχαριστία πρόσφερε θετικά εκείνο που το βάπτισμα σήμαινε αρνητικά: ο
θάνατος της παλαιάς βιολογικής ταυτότητας αντικαθίστατο από την γέννηση
της νέας ταυτότητας, η οποία δινόταν στην ευχαριστιακή κοινότητα.
Εφ᾽όσον η παλαιά βιολογική ταυτότητα βασίζεται στην φυσική αναγκαιότητα,
οδηγεί στον θάνατο. Ενώ η νέα ταυτότητα που δίνεται στην Ευχαριστία – βασισμένη σε νέες και αθάνατες σχέσεις, πάνω απ᾽όλα στην αιώνια υιική σχέση ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό,
η οποία δινόταν ως δάνειο στον χριστιανό κατά το βάπτισμα παρέχει
αιώνια ζωή. Η Ευχαριστία είναι αιώνια ζωή, πρωτίστως επειδή προσφέρει
αυτό το πλέγμα των σχέσεων, το οποίο συνάγεται μία αιώνια ταυτότητα. Να
ανήκει κανείς στην κοινότητα της ευχαριστίας ισοδυναμεί επομένως, με την
απόκτηση της αιώνιας ζωής.[27]
Η πνευματικότητα σ᾽αυτήν την ευχαριστιακή συνάφεια αποκτά οντολογικό
και όχι απλώς ηθικό ή ψυχολογικό περιεχόμενο. Δεν πρόκειται απλώς για βελτίωση της ανθρωπίνης φύσεως[28]
ή για βελτίωση του τρόπου δράσης και συμπεριφοράς της μέσω ηθικών
επιτεύξεων και αρετής (άνω τελεία) δεν είναι απλώς μία ψυχολογική
εμπειρία των καρπών του Πνεύματος, όπως της ειρήνης της χαράς της
υπομονής κ.λ.π. Είναι πάνω απ᾽όλα ταυτόσημη με την υπέρβαση του θανάτου
μέσα από την απόκτηση μιάς νέας ταυτότητας βασισμένη σε νέες σχέσεις, οι
οποίες είναι ταυτόσημες με την σχέση Πατέρα και Υιού στην Αγία Τριάδα…
Η Πνευματικότητα ως η κατοχή του Πνεύματος σημαίνει πάνω απ᾽όλα
συμμετοχή στην ίδια υιότητα που έχει ο Ιησούς Χριστός, μια σχέση με τον
Θεό, η οποία προσφέρει μία αθάνατη αιώνια ταυτότητα.[29]
Η ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας ως του σώματος εκείνων που μέσω του
βαπτίσματος και της Ευχαριστίας απέκτησαν μία τέτοια ταυτότητα, ήταν
πηγή της αληθινής πνευματικότητας. Η Πνευματικότητα είναι εκκλησιαστική
και όχι ατομική εμπειρία. Η Εκκλησία ως εικόνα ή το σημείο της
εσχατολογικής κοινότητας πρόσφερε μέσω της Ευχαριστίας την πρόγευση της
αιώνιας ζωής , παρέχοντας στους πιστούς ένα πλέγμα σχέσεων που θα τους
έδινε μια αθάνατη αιώνια ταυτότητα, καθώς επίσης και την εμπειρία μιάς
ζωής στην οπoία όλες οι φυσικές και κοινωνικές διαιρέσεις που
συνεπάγονταν την διάλυση και τον θάνατο θα υπερβαίνονταν μέσα στην
ενότητα του σώματος του Χριστού. …[30]”
Ορθόδοξος:
Γίνεται όμως αντιληπτό ότι η ευχαριστική εκκλησιολογία του
Σεβασμιωτάτου Περγάμου η οποία στηρίζεται όπως είδαμε στην αντιπατερική
οντολογία του προσώπου δεν μπορεί ποτέ να ανεχθεί την άσκηση των
αναχωρητών που προσπαθούν να καταργήσουν το γνωμικό θέλημα – το θέλημα
δηλαδή που ανήκει στο πρόσωπο, το οποίο αποτελεί την παρα φύσιν φορά του
φυσικού θελήματος-. Με αυτόν τον τρόπο ο χριστιανός, ο μοναχός καταργεί
ουσιαστικά οριστικά και αμετάκλητα το γνωμικό θέλημα και κινείται κατά
το φυσικό θέλημα το οποίο είναι κοινό για όλους τους ανθρώπους. Εδώ θα
πρέπει να τονιστεί ότι καταργώντας το γνωμικό θέλημα και ακολουθώντας το
φυσικό, ο μοναχός όπως και ο κάθε χριστιανός που ασκείται, ακολουθεί
τον Χριστό, επειδή ο Χριστός προσέλαβε ανθρωπίνην φύσιν άνευ γνωμικού
θελήματος. Ένας ο Χριστός, δύο οι φύσεις,- θεϊκή και ανθρωπίνη- δύο και
τα φυσικά θελήματα. Όπως με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να ανεχθή τον
ισχυρισμό ότι δεν αρκεί η σύναξις επί το αυτό για να δημιουργηθή η Εκκλησία αλλά χρειάζεται πρωτίστως η ορθοδοξία και η ορθοπραξία.
Ο Ζ. όμως σε αντίθεση με την Πατερικη
παράδοση, εικάζει ότι κατά την πτώση ο άνθρωπος έγινε άτομο: ένα κλειστό
υποκείμενο σε μία φύση αδύνατο να βρεθεί σε πλέγμα σχέσεων. Φέρει την
εντύπωση ότι η άσκηση είναι “βελτίωση της ανθρωπίνης φύσεως ή
βελτίωση του τρόπου δράσης και συμπεριφοράς της μέσω ηθικών επιτεύξεων
και αρετής (άνω τελεία) απλώς μία ψυχολογική εμπειρία των καρπών του
Πνεύματος, όπως της ειρήνης της χαράς της υπομονής κ.λ.π.»[31]
Έτσι ο αναχωρητής της ερήμου ως μεμονωμένο άτομο μακριά από τον κόσμο
προσπαθώντας να θεραπεύσει την φύση του από την αμαρτία παραμένει
αιχμαλωτισμένο στην αναγκαιότητα της φύσεώς του και δεν μπορεί να βρεθεί
σε πλέγμα σχέσεων, να γίνει δηλαδή πρόσωπον. Κατ᾽ αυτόν τον τρόπον η ασκητική εκκλησιολογία
-όπως την αποκαλεί- στηρίζεται στους αντίποδες της “Εκκλησίας» και
κανένας αναχωρητής – ασκητής δεν μπορεί να ανήκει στην «Εκκλησία» από
την στιγμή που δεν μπορεί να βρεθεί σε προσωπική κοινωνία και σχέση μέσω
της ευχαριστίας και του πρώτου. Αυταπατάται λοιπόν όποιος πιστεύει ότι
μπορεί να υπάρξει σωτηρία άνευ επισκόπου: όπως ακριβώς την ίδια αυταπάτη
έτρεφαν πρωτίστως οι Άγιοι Προπάτορες, η Παναγία, ο Μέγας Αντώνιος, η
Μαρία η Αιγυπτία, ο Συμεών ο νέος Θεολόγος, ο Γρηγόριος Παλαμάς και
πλήθος άλλων αγίων Πατέρων. Το συστατικό γεγονός της υποστάσεως
είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένον με το φυσικόν ένστικτον, με μίαν ορμήν
δεδομένην και «ανεξέλεγκτον» από την ελευθερίαν. Έτσι το πρόσωπον ως
«όν» υφίσταται όχι ως ελευθερία αλλ᾽ως ανάγκη. Το αποτέλεσμα είναι ότι
δεν έχει την δυνατότητα να βεβαιώσει την υπόστασίν του με απόλυτον
οντολογικήν ελευθερίαν, όπως την περιγράψαμε ενωρίτερα: εάν
επιχειρήση να αναγάγη την ελευθερίαν εις το οντολογικόν απόλυτόν της θα
αντιμετωπίση τον κίνδυνο του μηδενισμού. Το δεύτερον πάθος είναι φυσική
συνέπεια του πρώτου. Εις το πρώτον στάδιον θα μπορούσε να ονομασθη το
πάθος του ατομικισμού, της διαστάσεως της υποστάσεως. Τελικά όμως
ταυτίζεται με το έσχατον και μέγιστον πάθος του ανθρώπου, με την
διάστασιν της υποστάσεως, τον θάνατον. Η βιολογική σύστασις της
υποστάσεως του ανθρώπου δεσμευμένη εις την βάσιν της με την αναγκαιότητα
της «φύσεώς» της, καταλήγει εις την διαιώνησιν της «φύσεως» αυτής με
την δημιουργία σωμάτων, δηλαδή υποστατικών ενοτήτων που βεβαιώνουν την
ταύτότητά τους ως διάστασιν από τας άλλας ενότητας ή υποστάσεις. Το σώμα
που γεννάται ως βιολογική υπόστασις, ενεργεί ως φρούριον κάποιο εγώ ως
νέον «προσωπείον» που εμποδίζει την υπόστασιν να γίνει πρόσωπον, να
βεβαιωθή δηλαδή ως αγάπη και ελευθερία. Το σώμα τείνει εις το πρόσωπον
αλλά οδηγεί εις το άτομον. Αποτέλεσμα αυτής της καταστάσεως είναι το ότι
δια να βεβαιώση πλέον ο άνθρωπος την υπόστασίν του, δεν χρειάζεται την
σχέσιν (την οντολογικήν και όχι απλώς ψυχολογική) με τους γονείς του: αντιθέτως η διακοπή της σχέσεως αυτής αποτελεί προϋπόθεσιν της αυτοβαιβεώσεώς του»[32]
Είμαστε όμως σίγουροι ότι αυτό που
διατύπωσε με πομπώδη τρόπο ο Σεβασβιώτατος Περγάμου δεν το είχαν
διανοηθεί και διατυπώσει αιρετικοί στον παρελθόν; Όντως οι αρειανοί για
παράδειγμα, πίστευαν, ερμηνεύοντας όπως νόμιζαν τον Αριστοτέλη, ότι: πᾶν φυσικόν πάντως καί ἡναγκασμένον,
ότι δηλαδή η φύση είναι αναγκαστική, σε υποχρεώνει να είσαι αυτό που
είσαι και η φύση κινείται πάντοτε με αυτόν τον τρόπο. Και γιατί λοιπόν
εκμεταλλεόντουσαν έτσι τον Αριστοτέλη; Επειδή ήθελαν να αποδείξουν ότι ο
μόνος άκτιστος είναι ο Πατέρας και ότι ο Υιός και το Πνεύμα είναι
δημιουργήματα του Θεού, δηλαδή προϊόντα της Θείας θελήσεως, όπως ακριβώς
είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Ο Πατέρας, σύμφωνα με αυτούς, ήθελε να
γεννήσει τον Υιόν και τον γέννησε με την θέλησή Του. Επομένως ο Υιός, ως
προϊόν, είναι ένα κτίσμα και δεν έχει άκτιστη φύση. Γιατί η θέληση,
όπως είδαμε, είναι μία άκτιστη ενέργεια του ακτίστου Πατρός και παράγει
κτίσματα. Οι ορθόδοξοι όμως έλεγαν ότι ο Υιός δεν είναι προϊόν της
θελήσεως, αλλά της φύσεως του Πατρός. Δηλαδή ο Πατήρ τον γεννάει κατά φύσιν (φυσικά)
και όχι από την θέλησή Του. Από την μοναδική κοινή θέληση του Πατρός
και των άλλων δύο προσώπων, πηγάζει ο ορατός και αόρατος κόσμος. Άλλο
λοιπόν για τους ορθοδόξους σήμαινε το ρήμα γεννώ και άλλο το ποιώ. Το
γεννώ είναι υποστατικό ιδίωμα ακοινώνητο του Πατρός, το ποιώ όμως είναι
ενέργεια και ανήκει και στα τρία πρόσωπα γιατί ανήκει στα κοινά, που
έχουν στον ίδιο βαθμό και τα τρία πρόσωπα της Παναγίας Τριάδος.
Οι Αρειανοί όμως όταν άκουσαν από τους ορθοδόξους να λένε ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιόν κατα φύσιν (φυσικά) και Αυτός δεν είναι αποτέλεσμα της θελήσεως του Πατρός, σκανδαλίσθησαν και αντέδρασαν ως εξής. Αφού
λοιπόν δεν είναι προϊόν της θελήσεως ο Υιός, ο Πατέρας, έλεγαν, είναι
αναγκασμένος από την φύση Του να Τον γεννά. Επομένως το κατα φύσιν γι αυτούς ήτανε συνώνυμο με το κατ’ ανάγκην. Δηλαδή πᾶν φυσικόν πάντως καί ἠναγκασμένον.
Νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο σκέψης θα στριμώξουν τους ορθοδόξους,
έκαναν μια δύσκολη ερώτηση: πώς ο Πατήρ γεννά τον Υιόν; ἀραγε επειδή
Τον θελει; Ή μήπως Τον γεννάει φυσικά; Αν απαντούσε κάποιος επειδή Τον
θέλει θα του απαντούσαν: άρα ο Υιός είναι προϊόν της θελήσεως, δηλαδή
κτίσμα, τον έκτισε ο Πατήρ πριν από όλους τους αιώνες και βέβαια υπήρχε
χρόνος που υπήρχε ο Πατήρ άνευ του Υιού (ἧν ποτέ ὃτε οὐκ ἧν). Αν απαντούσε κάποιος ότι Τον γεννά φυσικά, γιατί δεν υπήρχε ποτέ καιρός που υπήρχε ο Πατήρ ανευ του Υιού (οὒκ ἧν ποτέ ὃτε οὒκ ἧν),
τότε θα του έλεγαν. Άρα είναι αναγκασμένος να Τον γεννά χωρίς να Τον
θέλει, απλώς η φύση Του Τον αναγκάζει να Τον γεννήσει. Σ’αυτήν την
δύσκολη ερώτηση πρώτος απαντησε ο μέγας Αθανάσιος, με πολύ
αποτελεσματικό τρόπο και αυτήν την απάντηση την συναντάμε σ᾽ όλους
βέβαια τους Πατέρες: επειδή αυτός είναι φυσικός Υιός και όχι κατά
θέληση, μήπως νομίζετε ότι είναι Υιός αθέλητος από τον Πατέρα και, είναι
Υιός μη θέλοντος του Πατρός; όχι βέβαια! Αντιθέτως είναι Υιός
επιθυμητός και αποδεκτός από τον Πατέρα και, όπως αυτός λέγει, ο Πατήρ
αγαπά τον Υιόν και όλα τα δείχνει σ’ αυτόν . Και όπως ο Πατήρ δεν άρχισε
να είναι καλός από θέληση και είναι καλός όχι ενάντια στην θέληση και
πρόθεση Του, έτσι και ο Υιός δεν άρχισε να υπάρχει από θέληση, δεν
υπάρχει όμως παρά τη θέληση, ούτε ενάντια στην πρόθεσή Του. Γιατί όπως
επιθυμεί την δική Του ουσίαν έτσι και ο Υιός ομοούσιος Αυτού, δεν είναι
ανεπιθύμιτος εις Αυτόν. Τον θέλει και τον αγαπά ο Πατήρ τον Υιόν και το
θέλειν του Θεού, κάποιος αν σκέφτεται με ευσέβεια, δεν πρέπει να το
εννοήσει χωρίς βούληση. Και βέβαια ο Υιός αγαπήθηκε και θελήθηκε με την
ίδια θέληση από τον Πατέρα που και αυτός ο ίδιος αγαπά και θέλει και
τιμά τον Πατέρα, και μία είναι η θέληση του Πατρός και του Υιού. Έτσι
λοιπόν πρέπει να θεωρήσουμε τον Πατέρα εν τω Υιω. Κανένας λοιπόν δεν
πρέπει να νομίζει ότι η θέληση στον Θεό προηγείται από την φύση, σύμφωνα
με τον Ουαλεντίνον. Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ Πατρός
και Υιού δηλαδή κάτι σαν θέληση. Γιατί βέβαια θα ήταν τρελλός αυτός που
εισάγει μεταξύ Πατρός και Υιού θέληση και σκέψη. [33]
Δηλαδή ο Μέγας αυτός Πατήρ μας λέει ότι η
φύση δεν είναι αναγκαιότητα και εξηγεί το γιατί. Κατά τον Μεγα
Αθανασιο, ο αυθορμητισμός της φύσεως δεν ελέγχεται ούτε καθορίζεται από
τη θέληση, αλλά υπέρκειται της θελήσεως. Έτσι ο Πατήρ, ο Υιός και το
Πνεύμα είναι αγαθοί, όχι γιατί το διάλεξαν και το θέλησαν αλλά επειδή
αυθορμήτως, ανάρχως και ελευθέρως η φύση τους εκδηλώθηκε έτσι,[34]
γι᾽αυτό ακριβώς και δεν υπάρχει ανάγκαιὀτητα ούτε στον Θεό, ούτε στον
άνθρωπο. Και βέβαια δεν υπάρχει καμμιά ενδιάμεση θέληση, ακριβώς γιατί η
φύση είναι αυθόρμητη, αλλά ο αυθορμητισμός αυτός της φύσεως, δεν είναι
ούτε κατά της θελήσεως, ούτε και ακούσιος. [35]
Συνεχίζοντας ο μέγας αυτός Πατήρ,
τονίζει, με ιδιαίτερο τρόπο, ότι κοινή και μία είναι η αγάπη του Πατρός
και του Υιού. Επειδή λοιπόν είναι μία η θέληση και η αγάπη, με την ίδια
θέληση και αγάπη που ο Πατέρας αγαπά και θέλει τον Υιόν με την ίδια
θέληση και ο Πατήρ αγαπιέται και θέλεται από τον Υιόν. Καταλαβαίνουμε
λοιπόν ότι στην Παναγία Τριάδα δεν υπάρχει ο ερών και ο ερώμενος, δηλαδή
αυτός που αγαπάει και αυτός που αγαπιέται. Αλλά, επειδή η αγάπη είναι
κοινή και μοναδική, με την ίδια αγάπη που ο Πατήρ αγαπάει τον Υιόν και
το Πνεύμα με την ίδια αγάπη αγαπιέται και από τους δύο. [36]Δεν
υπάρχει λοιπόν καμμιά αμοιβαιότητα στην Παναγία Τριάδα: γι᾽αυτό είναι
ένας ο Θεός με τρία πρόσωπα που τα πάντα τα έχουν κοινά, εκτός από τα
ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα. Δηλαδή η φύση είναι αυθόρμητη,
αυτεξούσια (με ελευθέρα θέληση) και εκούσια.
Αργότερα άλλοι πατέρες της εκκλησίας θα επαναλάβουν αυτήν την απάντηση του μεγάλου Αθανασίου και θα καταλήξουν ότι: όχι
μόνο η θεία και άκτιστη φύση είναι απαλλαγμένη από αναγκασμό, αλλά και η
νοερά και κτιστή. Και αυτό είναι φανερό. Γιατί αφού ο Θεός είναι κατά
φύση αγαθός κατά φύση δημιουργός και κατά φύση Θεός, όλα αυτά δεν
υπόκεινται στην ανάγκη. Άλλωστε ποιός θα μπορούσε να εισαγάγει στον Θεό
αυτή την ανάγκη;[37]και ο Μάξιμος ο ομολογητής λέει: αν
το φυσικό ήταν αναγκασμένο τότε και ο Θεός που φυσικά είναι Θεός
,φυσικά αγαθός και φυσικά δημιουργός, θα ήταν αναγκασμένος να είναι Θεός
και αγαθός και δημιουργός. Επομένως αν κάποιος απλώς διανοηθεί να πει
ποτέ κάτι τέτοιο αυτό συνιστά εσχάτη βλασφημία, γιατί ποιός θα μπορούσε
να εισαγάγει στον Θεό αυτήν την ανάγκη;… βέβαια ο μακάριος Κύριλλος, στο
τρίτο κεφάλαιο προς τις μέμψεις του Θεοδωρήτου, μας απάλλαξε από
περιττά πράγματα διασαφηνίζοντας με μεγάλη ακρίβεια ότι κανένα φυσικό
δεν είναι ακούσιο στην νοερή φύση[38]. Και όποιος θέλει να μάθει περί τούτου ας πάρει να διαβάσει αυτό το κεφάλαιο.[39]
[18] Εἰ
δέ εἲποιεν, ὃτι τῆ ενεργεία πρόσωπον συνεισάγεται, ἐροῦμεν, ὃτι, εἰ τῆ
ἐνεργεία πρόσωπον συνεισάγεται, κατά την εὒλογον αντιστροφήν καί τῶ
προσώπω ἐνεργεία συνεισαχθήσεται, καί ἒσονται, ὣσπερ τρία πρόσωπα ἢτοι
υποστάσεις τῆς Αγίας Τριάδος, οὒτω και τρεῖς ἐνέργειαι, ἢ ὣσπερ μία η
ενέργεια, οὓτω και ἓν πρόσωπον και μία ὑπόστασις. Οἱ δέ Ἁγιοι Πατέρες
συμφώνως ειρήκασιν τά τῆς αὐτῆς οὐσίας καί τῆς αὐτῆς ἐνεργείας. Ιωάννης Δαμασκηνός. ἑκδοσις Ακριβής Ορθοδόξου πίστεως. Εκδόσεις Πουρναρά Θεσσαλονίκη 1989 σελίς 280
[19] “Τό γάρ τῶ Υιῶ καθ᾽υπόστασιν ιδικῶς ενθεωρούμενον, Πατρί και Πνεύματι καθ᾽ὑπόστασιν παντελῶς ακοινώνητον.» Μάξιμος Ομολογητής. «Κεφάλαια Θεολογικά και Πολεμικά». Πατερικαί Εκδοσεις «Γρηγοριος Παλαμας». Φιλοκαλία 15 Α σελίς 38
[20] “Εἰ
δέ λέγοιεν, ὡς περί τῆς Ἁγίας Τριάδος διαλεγόμενοι οι πατέρες οἱ ἃγιοι
ἒφασαν (άνω τελεία) ὧν ἡ οὐσία μία, τούτων και η ἐνέργεια, και ὧν
διάφορος η οὐσία, τούτων διάφορος και ἡ ἐνέργεια, καί ὡς οὑ χρή τά τῆς
θεολογίας ἐπί τήν οἰκονομίαν μετάγειν, ἐροῦμεν (άνω τελεία)εἰ επί τῆς
θεολογίας μόνον εἲρηται τοῖς πατράσιν, καί οὐκ ἒτι μετά την σάρκωσιν τῆς
αυτῆς ἐνεργείας ο Υιός τῶ Πατρί οὐδέ τῆς αὐτῆς ἒσται ουσίας». Ιωάννης Δαμασκηνός. Εκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως. Πατερικαι εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμας εκδοσις Πουρναρά 1989 σελίς 278
[21] Ιωάννης Ζηζιούλας. «Α. Εκκλησιολογικά μελετήματα.» Εκδοσεις Δόμος. Αθηνα 2016 κεφ. «Το μυστήριο της Εκκλησίας στην Ορθόδοξη παράδοση» σελίδα 83.
[22] Ιωάννης Δαμασκηνός. Εκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως. Πατερικαι εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμας εκδοσις Πουρναρά 1989 σελ. 266
[23] Θεός
γάρ ὑπάρχων , τέλειος και άνθρωπος τέλειος ο αυτός , καθ᾽εκάτερον ὧν
ὑπῆρχεν ὑπόστασις, φυσικῶς ενήργει μή διαιρούμενος. Εἰ δέ καθ᾽ἑκάτερον
ὧν ὑπῆρχεν ὑπόστασις φυσικῶς ενήργει μή διαιρούμενος, δῆλον ὃτι μετά τῶν
φύσεων, ὧν ὑπόστασις ἦν, και τάς οὐσιώδεις αὐτῶν καί συστατικάς
ενεργείας εἶχεν, ὧν αὐτός ἓνωσις ἦν, ἑαυτῶ προσφυῶς ἐνεργῶν, καί οἷς
ἐνήργει πιστούμενος, τήν τῶν εξ᾽ὧν, ἐν οἷς τε καί ἃπαρ ὑπῆρχεν,
ἀλήθειαν. Εἷς οὖν εκ δύο φύσεων ο Χριστός, θεότητός τε καί ανθρωπότητος,
μονογενής Λόγος και Υιός καί Κύριος τῆς δόξης, ἐν αἷς γνωρίζεται καί
αἷς αληθῶς ὑπάρχων πιστεύεται, δύο τε φυσικάς καί γενικάς , καί τῶν
εξ᾽ὧν ἦν συστατικάς κινήσεις, ἢγουν ενεργείας ἔχων, ὧν αποτελέσματα τα
κατά μέρος ἦν ενεργήματα, εξ᾽αυτοῦ τε προβαλλόμενα και υπ᾽αυτοῦ
τελειούμενα, χωρίς τομῆς τῶν εξ᾽ὧν ὑπῆρχε καί οἱασοῦν δίχα συγχύσεως. Μάξιμος Ομολογητής. «Κεφάλαια Θεολογικά και Πολεμικά». Πατερικαί Εκδοσεις «Γρηγοριος Παλαμας». Φιλοκαλία 15 Α σελίς 44-46
[24]
Ευτυχώς που οι εικονοκλάστες δεν γνώριζαν τότε από τους ορθοδόξους της
εποχής αυτών, αυτόν τον εικονισμό που εικάζει ο Ζ., διαφορετικά δεν θα
είχαν επιτεθεί ποτέ κατά των εικόνων (ο Χριστός κατ᾽αυτούς δεν
εικονίζεται) αλλά κατά των ορθοδόξων οι οποίοι – σαν γνήσιοι οπαδοί του
Ζ. – θα πίστευαν ότι η ευχαριστιακή σύναξη εικονίζει τις Άκτιστες
υποστάσεις της Παναγίας Τριάδος!
[25]Ιωάννης Ζηζιούλας: “Α. Εκκλησιολογικά μελετήματα». Εκδοσεις Δόμος. Αθηνα 2016. Άρθρο. «Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού» Κεφ. “Το βάπτισμα και η ευχαριστία» σελίς 153
[26] Α. Εκκλησιολογικά μελετήματα.» Εκδοσεις Δόμος. Αθηνα 2016. Άρθρο. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού Κεφ. “Το βάπτισμα και η ευχαριστία» σελίς 153
[27]
Η αιώνια ζωή κατά τον Ζ. σημαίνει ότι το κάθε ανθρώπινο κτιστό πρόσωπο
αποκτά τις αθάνατες σχέσεις πατρότητος και Υιότητος. Mήπως στην
πραγματικότητα το Άγιον Πνεύμα δεν εκπορεύεται εκ του Πατρός μόνον αλλά
και εκ του Υιού όπως ισχυρίζονται οι Λατίνοι και εκ κάθε ανθρωπίνου
προσώπου από την στιγμή που το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο εισήλθε στην
Πατρότητα και Υιότητα και όπως θα πει παρακάτω κατέχει το Άγιον Πνεύμα;
[28]
Η ανθρωπίνη φύση που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο και που κατά τον Μάξιμο
τον ομολογητή είναι γεμάτη από αρετές, χρειάζεται βελτίωση; Κάτι λοιπόν
ξέχασε να μας δωρίσει ο Θεός, κατά τον Σεβασιώτατον Περγάμου, που θα
χρειασθεί να το αποκτήσουμε δια της ασκήσεως.
[29]
Κατοχή του Αγίου Πνεύματος τι να σημαίνει άραγε; Ότι το Άγιον Πνεύμα ως
πρόσωπον είναι υπό κατοχή των προσώπων που βρίσκονται μέσα στις
αθάνατες, -και κατά τους Πατέρας ακατανόητες, αμέθεκτες,- σχέσεις
Πατρότητος και Υιότητος; Ή ακόμη χειρότερα κατέχεται εκ του πρώτου της
ευχαριστιακής συνάξεως και είναι υποχρεωμένο να πεμφθεί όπου ο πρώτος
επιθυμεί αποφεύγοντας να πνεύσει όπου το ίδιον θέλει, δηλαδή με την
κοινή και μία θέληση της Παναγίας Τριάδος;
[30] Ιωάννης Ζηζιούλας: “Α. Εκκλησιολογικά μελετήματα.» Εκδοσεις Δόμος. Αθηνα 2016. Άρθρο. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού Κεφ. “Το βάπτισμα και η ευχαριστία» σελίς 153-155
[31] Βλέπε άνωθεν σελίδα 9
[32] http://antifono.gr/ Published: Monday, 11 October 2010. 08:00
σελίδα 309
[33] Μέγας Αθανάσιος Κατά Αρειανῶν III. ( PG 26 , 461-464, 66 C-A
) «Αρ᾽οὖν επεί φύσει και μη εκ βουλήσεως εστίν ο Υιός, ήδη καί αθέλητος
εστί τῶ Πατρί, και μή βουλομένου του Πατρός εστίν ο Υιός; Οὐμενοῦν
αλλά και βουλόμενος εστί ο Υιός παρά του Πατρός και, ὡς αυτός φησίν, Ο
Πατήρ φιλεῖ τον Υιόν και πάντα δείκνυσιν αυτῶ. Ως γαρ το εἶναι αγαθός
ουκ εκ βουλήσεως μέν ήρξατο, οὐ μη αβουλήτως και αθελήτως εστίν αγαθός
(άνω τελεία) ὃ γαρ εστί, τούτον και θελητόν εστί αυτῶ (άνω τελεία) οὓτω
και το εἶναι τον Υιόν, ει και μη εκ βουλήσεως ήρξατο, αλλ᾽ουκ αθέλητον,
ουδέ παρά γνώμην εστί αυτῶ. Ὣσπερ γαρ της ιδίας υποστάσεως εστί θελητής,
οὓτω και ο Υιός ἲδιος ὢν αυτοῦ της ουσίας, ουκ αθέλητος εστί αυτῶ.
Θελέσθω και φιλείσθω τοίνυν ο Υιός παρά του Πατρός (άνω τελεία) και οὓτω
το θέλειν καί το μη αβούλητον τοῦ Θεοῦ τις ευσεβῶς λογιζέσθω. Και γάρ ο
Υιός τῆ θελήσει η θέλεται παρά του Πατρός, ταύτη και αυτός αγαπᾶ και
θέλει και τιμᾶ τον Πατέρα(άνω τελεία) και ἓν εστί θέλημα το εκ Πατρός εν
Υιῶ, ὡς και εκ τούτου θεωρεῖσθαι τον Υιόν εν τῶ Πατρί, και τον Πατέρα
εν τῶ Υιῶ. Μη μέντοι κατά Ουαλεντῖνον προηγουμένην τις βούλησιν
επεισαγέτω(άνω τελεία)μηδέ μέσον τις ἑαυτόν ὠθήτω του μόνου Πατρός προς
τον μόνον Λόγον, προφάσει του βουλεύεσθαι. Μαίνοιτο γάρ ἂν τις μεταξύ
τιθείς Πατρός και Υιοῦ βούλησιν και σκέψιν”
[34] “῝Ομοιον
γάρ ὡς εἰ ελέγετο. Ηδύνατο καί μή εἶναι αγαθός ο Πατήρ. Αλλ´ὣσπερ
αγαθός αεί και τῆ φύσει, οὓτως αεί γεννητικός τῆ φύσει ο Πατήρ.» Μέγας Αθανάσιος Κατά Αρειανῶν III. ( PG 26 , 464, 66 Β)
[35] “Ως
γάρ καί επί τοῦ απαυγάσματος ἂν τις είποι και του φωτός, ὃτι το
απαύγασμα ουκ έχει μέν βούλησιν προηγουμένην εν τῶ φωτί (άνω τελεία)
ἒστι δε φύσει αυτοῦ γέννημα θελόμενον παρά τοῦ φωτός τοῦ και γεννήσαντος
αυτό, ουκ εν σκεψει βουλήσεως, αλλά φύσει και αληθεία (άνω τελεία) οὓτω
και επί τοῦ Πατρός και του Υιοῦ ορθῶς αν τις ειποι, ὃτι ο Πατήρ αγαπᾶ
και θέλει τον Υιόν και ο Υιός αγαπᾶ και θέλει τον Πατέρα». Μέγας Αθανάσιος Κατά Αρειανῶν III. ( PG 26 , 464, 66 C)
[36] βλέπε ανωτέρω σημείωσιν 35 όπου ο Μέγας Αθανάσιος μας αναφέρει ότι η αγάπη Πατρός και Υιοῦ είναι φυσική και μία
[37] Δαμασκηνός ¨Εκδοσις ακριβής ορθοδόξου πίστεως. Εκδόσεις Πουρνάρα Θεσσαλονίκη 1989 σελιδα 269
[38] Κύριλλος. Apologeticus contra Theodoretum pro XII capitibus, III, PG 76, 401D.
[39] Μάξιμος ο Ομολογητής. Disputatio cum Pyrrho, Διάλογος μετά Πύρρου
PG 91, 293-296. Εδώ ο Μάξιμος ο ομολογητής δημιουργεί τεράστια
προβλήματα στην Χριστολογία και θεολογία του Σεβασβιωτάτου Περγάμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.