Ἐγώ, μιὰ Ρωμαιοκαθολικὴ καλόγρια,
θὰ ὑποστηρίξω τὴν Ἑλλάδα
τῆς Κατρὶν Μαρτὲν
Ζῶντας ἐδῶ κι ὀκτὼ χρόνια στὴν Ἑλλάδα τὴν κατάσταση τῆς χώρας καὶ τὶς ἀντιδράσεις ποὺ αὐτὴ προκαλεῖ, νιώθω ὑποχρεωμένη νὰ παρέμβω. Ἐδῶ καὶ μῆνες δίδεται γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἡ εἰκόνα μιᾶς χώρας ὅπου βασιλεύει ἡ διαφθορά, ὅπου ἡ φοροδιαφυγὴ εἶναι ἐθνικὸ ἄθλημα κι ὅπου τὰ σκάνδαλα ξεσποῦν καὶ ἀλληλοδιαδέχονται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο μὲ πυρετώδη ρυθμό. Τίποτα ἀπὸ ὅλα τὰ παραπάνω δεν εἶναι ἐντελῶς ψέμα -καὶ προθεσή μου δὲν εἶναι νὰ ἐξωραΐσω τὴν πραγματικότητα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, συχνὰ ἡ νοηματοδότηση καποίου πράγματος ἐξαρτᾶται καὶ ἀπὸ τὸ πῶς αὐτὸ λέγεται.
Ὅμως, γνωρίζω:
πρῶτον ἐμεῖς, οἱ ὑπόλοιποι Εὐρωπαῖοι, δὲν εἴμαστε δὰ καὶ παράδειγμα ἀρετῆς καὶ δὲ δικαιούμαστε νὰ δίνουμε μαθήματα σὲ ἄλλους·
δεύτερον, δεν κερδίζουμε τίποτα μὲ τὸ νὰ ἐξευτελίζουμε ἕναν ἑταῖρο μας ποὺ εἶναι ἤδη ἀποδυναμωμένος, πόσο μᾶλλον ὅταν πρόκειται γιὰ ἕναν ὁλόκληρο λαό· τρίτον, μου φαίνεται πὼς τριάντα χρόνια συμβίωσης δὲν ἀρκοῦσαν γιὰ νὰ γνωρίσουμε πραγματικὰ καὶ νὰ κατανοήσουμε τοὺς Ἕλληνες «ἐξαδέλφους» μας, ποὺ δὲν εἶναι ταυτόσημοι μὲ ἐμᾶς.
Πρόκειται γιὰ κάτι αὐτονόητο, ποὺ ὅμως συχνὰ τὸ λησμονοῦμε: οἱ Ἕλληνες δὲν εἶναι δυτικοευρωπαῖοι -καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲ θὰ γίνουν ποτέ.
Ἀπέναντι στὴ νομοθεσία δὲν ἔχουν τὰ ἴδια ἀντανακλαστικὰ μὲ ἐμᾶς: δὲ διαθέτουν αὐτὴν τὴν προδιάθεση πρὸς τὴ νομιμοφροσύνη, ποὺ δίχως ἄλλο μᾶς ἔχει κληροδοτηθεῖ ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ χαρακτηρίζει τὴ δύση. Στὴν Ἑλλάδα ὁ κανόνας δὲν εἶναι ὑποχρεωτικός· τὰ πράγματα δὲν ἐξελίσσονται σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, ποὺ ἐδῶ ἔχει μᾶλλον ἐνδεικτικὸ ρόλο.
Θυμᾶμαι συχνὰ τί μᾶς εἶχε πεῖ ὁ καθηγητής μας τῶν ἑλληνικῶν στὸ πρῶτο μας μάθημα: ἡ μεγαλοφυΐα τῆς λατινικῆς γλώσσας εἶναι ἡ λογική της αὐστηρότητα· ἡ μεγαλοφυΐα τῶν ἑλληνικῶν ὅμως ἔγκειται στὴν εὐελιξία τους, στὴν τέχνη τῶν ἀποχρώσεων. Ὑπάρχουν σαφῶς γραμματικοὶ κανόνες, ἀλλὰ οἱ ἐξαιρέσεις, οἱ ἀποχρώσεις, οἱ διαφοροποιήσεις, οἱ ἀνώμαλες κλίσεις εἶναι τόσο πολυάριθμες! Μετὰ ἀπὸ τόσο καιρὸ ποὺ ζῶ ἐδῶ, τείνω νὰ πιστέψω πὼς ὅ,τι ἰσχύει στὴ γλῶσσα ἰσχύει καὶ στὶς νοοτροπίες τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ πρωτεῦον ἐδῶ εἶναι οἱ οἰκογενειακοὶ καὶ κοινωνικοὶ δεσμοί. Δὲν ἀρνούμαστε ποτὲ μία χάρη σὲ ἕναν φίλο καὶ συγγενῆ, ἔστω κι ἂν ἡ χάρη αὐτὴ ἐπισύρει κάποιο βαθμὸ παραβίασης τοῦ νόμου. Βοηθοῦμε τὸν πλησίον, τὸ φίλο, νοιαζόμαστε γιὰ τὶς ἀναγκες τῶν ἀνθρώπων, χωρὶς κατ' ἀνάγκη νὰ κατανοοῦμε παρὰ πολὺ καλὰ τὴν ἔννοια τοῦ «γενικοῦ συμφέροντος». Ὁ νόμος παρακάμπτεται χωρὶς συνειδησιακὰ προβλήματα. Οἱ Ἕλληνες ἐξάλλου παραδέχονται πὼς προσπαθοῦν «νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους» χωρὶς νὰ νοιάζονται γιὰ τὸ νόμο: «δὲν εἶναι καλὸ μέν, ἀλλὰ ἔτσι εἴμαστε οἱ Ἕλληνες, καὶ ποτέ μας δὲ θὰ ἀλλάξουμε!». Ἂν περηφανευόμαστε πράγματι γιὰ τὴ διαφορετικότητα, ποὺ τὴ θεωροῦμε τὸν πλοῦτο τῆς Εὐρώπης, θὰ πρέπει νὰ σεβαστοῦμε κι αὐτὴ τὴ διαφορά, χωρὶς νὰ ἐκπλησσόμεθα δῆθεν ποὺ οἱ Ἕλληνες δὲ συμπεριφέρονται σὰν Γερμανοὶ ἢ Γάλλοι. Γιὰ νὰ ἀξίζει τὴν ὀνομασία της ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση (ΕΕ) χρειάζεται ὅσοι τὴ συναποτελοῦν νὰ γνωρίζονται πραγματικά, καὶ ὄχι μόνο ἐπιφανειακά, στὴ βάση στερεοτύπων.
Πρὶν τελειώσω, θὰ ἤθελα ἁπλᾶ νὰ σημειώσω κάτι σχετικὰ μὲ μία ἔκφραση ποὺ στὰ αὐτιά μου ἀκούγεται παράξενα: μιλᾶμε γιὰ «χρέος τῆς Ἑλλάδας πρὸς τὴν Εὐρώπη». Πάντοτε συναισθανόμουν τὸ ἀντίθετο: πὼς εἶναι ἡ Εὐρώπη ποὺ χρωστάει στὴν Ἑλλάδα. Πρόκειται γιὰ ἕνα δάνειό ποὺ παραχωρήθηκε ἐδῶ καὶ πάνω ἀπὸ εἴκοσι πέντε αἰῶνες κι ἔκτοτε ἔχουν δοθεῖ ἀμέτρητες δόσεις, ποὺ δὲ καταμετρῶνται μὲν σὲ δραχμὲς ἢ σὲ εὐρώ, ἀλλά ποὺ ἡ ἀξιοποίησή τους παρήγαγε ἀνεκτίμητους θησαυρούς.
Ὅλοι ὅσοι δὲ θὰ ἤμαστε ἀκριβῶς ὅ,τι εἴμαστε, ἂν δεν εἴχαμε συναντηθεῖ στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας μὲ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἀχιλλέα, τὸν Οἰδίποδα, τὴν Ἀντιγόνη, τὸν Προμηθέα, ἂν δὲν εἴχαμε ἀκούσει νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸν Σωκράτη, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθῶ σὲ λίγα μόνο ἀπὸ τὰ πιὸ διάσημα σχετικὰ παραδείγματα, ἂν ὅλοι οἱ ἰατροὶ θυμοῦνταν τὸν Ἱπποκράτη κι ὅλοι οἱ δημοκράτες τὴν Ἀθῆνα, ἂν ὅλοι κάναμε σωστὰ τοὺς λογαριασμούς μας, ἴσως θὰ ἀναγνωρίζαμε τὸ γεγονός πὼς ἐμεῖς χρωστᾶμε στὴν Ἑλλάδα καὶ πὼς τὰ δισεκατομμύρια εὐρὼ τοῦ ἑλληνικοῦ χρέους δὲν εἶναι τίποτα σὲ σύγκριση μὲ τὸ δικό μας χρέος, ποὺ κανεὶς δὲ μᾶς ζητᾶ ποτὲ νὰ ἀποπληρώσουμε.
Κι ἂς μὴν ἀναφερθοῦμε σὲ ὅλους τοὺς θησαυροὺς γιὰ τοὺς ὁποίους καυχῶνται τὰ μουσεῖα μας, προϊόντα λεηλασίας τῆς ἑλληνικῆς γῆς.
* Η Catherine Martin εἶναι Ρωμαιοκαθολικὴ μοναχή. Τὸ ἄρθρο τῆς δημοσιεύθηκε στὴ γαλλικὴ ἐφημερίδα La Croix καὶ ἀναδημοσιεύθηκε ἀπὸ τὸ site "Προοδευτικὴ Πολιτική".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.