Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

3. Επιστολή μητροπολίτη Πειραιώς προς Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο




Γ΄ Μέρος
ΙΖ) Τό σχίσμα καί ἡ «διηρημένη Ἐκκλησία»
Στήν ὁμιλία Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, στή βασιλική τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, διατυπώνετε τήν οἰκουμενιστική θεωρία περί διῃρημένης καί βαινούσης πρός τήν ἑνότητα Ἐκκλησίας. Ἀναφέρατε: «Εἶναι δέ τοσοῦτον ἀναγκαία ἡ ἐπίτευξις τῆς ἑνώσεως μετά τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ πόθος αὐτός εἶναι πανανθρώπινον αἴτημα  ἀρχαιόθεν, εὑρών ὅμως τήν πραγματικήν σημασίαν καί διάστασιν αὐτοῦ εἰς τήν ἀποκεκαλυμμένην πίστιν τοῦ Χριστοῦ, τήν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας, τῆς διῃρημένης καί βαινούσης πρός τήν ἑνότητα, κατά τό πρόσταγμα Κυρίου». Και παρακάτω εὔχεσθε ὅπως ὁ Κύριος «καταξιώσῃ τῆς ἑνώσεως μετ' Αὐτοῦ ἐν τῇ ἡνωμένῃ Ἐκκλησίᾳ Του». Παρόμοιες θέσεις διατυπώνετε καί στήν Πατριαρχική καί Συνοδική ἐγκύκλιο γιά τά 1700 ἔτη ἀπό τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων: «Δυστυχῶς, ὅταν οἱ Χριστιανοί κατέστησαν πλειονοψηφία εἰς τήν κοινωνίαν, ὑπῆρξαν περιπτώσεις τινές ὑπερζηλωτικῆς τάσεως μεταξύ αὐτῶν. Ἐκ τῶν πλέον ἀξιοκατακρίτων συμπεριφορῶν τῆς μισαλλοδοξίας χριστιανῶν κατ᾿ ἀλλήλων ὑπῆρξε τό μεταξύ αὐτῶν σχίσμα καί ἡ διαίρεσις τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, λησμονησασῶν τῶν ἐπακολουθησασῶν γενεῶν ὅτι "οὐ μεμέρισται ὁ Χριστός" (πρβλ. Α΄ Κορ. α΄ 13) καί ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα "γῆ καί σποδός" (Σοφ. Σειράχ. ι΄, 9) καί ἠγνοήσαμεν καί παραβλέπομεν τήν ἀγωνίαν τῆς διαιρέσεως τοῦ ἀρράφου χιτῶνος τοῦ Kυρίου, τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόπον καί ἐπί μέρους ὡς Μιᾶς καί Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς. Καί ὡς ἄλλη "κάμινος κακίας" (πρβλ. Παροιμ. ις΄ 30), δέν ἔχομεν ἀγάπην καί εἰρήνην καί ἀνεκτικότητα, καί  δέν ὑποβάλλομεν εἰς ἑαυτούς καί ἀλλήλους τό καίριον ἐρώτημα μήπως "ὁ κρίνων πᾶσαν τήν γῆν οὐ ποιήσει κρίσιν" (Γεν. ιη΄, 25-26) καί δι' ἡμᾶς»; Στήν πρόποση Ὑμῶν κατά τό γεῦμα μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ Παπισμοῦ στό Παπικό Ἀρχιεπισκοπικό Μέγαρο τῆς Πράγας σημειώσατε : «ἅπαξ ἔτι ὅτι τό ἔργον καί ὁ ρόλος τῶν Ἁγίων (Κυρίλλου και Μεθοδίου) ἦσαν πάντοτε ἑνωτικά καί μᾶς καλοῦν εἰς βαθεῖαν ἑνότητα καί ὑπέρβασιν τῶν διαιρέσεων» καί ὅτι «ἡ Ἐκκλησία… πρέπει νά εἶναι καί ἡνωμένη». Τέλος, στήν ὁμιλία Ὑμῶν πρός τούς Ἀντιπροσώπους τοῦ Παπικοῦ Ἐπισκοπικοῦ Συμβουλίου καί τά μέλη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Συμβουλίου τῆς Σλοβακίας, παρουσία Παπικῶν, Λουθηρανῶν καί Μεταρυθμισμένων, εἴπατε :  «τήν ὁποίαν (οἰκουμένην) ὁ Κύριος τῆς Ἐκκλησίας θέλει Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, ἡνωμένην».
Εἶναι ἡλίου φαεινότερον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι Ὑμεῖς, ἐκφράζετε καί υἱοθετεῖτε τή θεωρία περί «διῃρημένης Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τήν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι διῃρημένη σὲ ἐπὶ μέρους «ἐκκλησίες»
(ὄχι τοπικές, ἀλλ’ ὁμολογιακές - δογματικές, βλ. τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre) καὶ χρῄζει ἑνώσεως. Ἡ τοιαύτη θεώρησις τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
Ἔχει ἐπισημανθεῖ ὅτι τὸ λειτουργικὸ αἴτημα «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» ἀναφέρεται στὴν ἕνωση πάντων τῶν ἀνθρώπων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας  καὶ ὄχι στὴν ἕνωση Ἐκκλησιῶν διαφορετικοῦ δόγματος· ἄλλωστε ἡ φράση θὰ ἦταν «ὑπὲρ τῆς τῶν πασῶν [καὶ ὄχι “πάντων”] ἑνώσεως», ἂν ἀναφερόταν σὲ Ἐκκλησίες. Ἡ ὀρθόδοξη Πί¬στη παραδέχεται «ἀδιαίρετη διαίρεση» τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες συναπαρτίζουν τὴ Μία Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα Χριστοῦ, χάρη στὴν ἑνότητα Πίστεως, Λατρείας καὶ Διοικήσεως. Λέγει χαρακτηριστι¬κῶς ὁ Ἅγιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας: «[ Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ], ἀφοῦ ἐφύτευσε σὰν κάποιο Παράδεισο τὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες, μᾶς συγκέντρωσε ὅλους σὲ αὐτὲς καὶ ἔφτιαξε μία Ἐκκλησία στὴν Πίστη καὶ στὸ φρόνημα» . Ὅσες χριστιανικὲς Κοινότητες ἔχουν διάφορη Πίστη δὲν εἶναι Ἐκκλησίες , διότι ἡ ἀλλοίωση στὴν Πίστη συνεπάγεται αἵρεση καὶ ἀποκόπτει ἐκ τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ παραβλάπτει τὴν ἑνότητά της, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ξηρὰ ἀποχωριζόμενα κλήματα δὲν βλάπτουν τὴν Ἄμπελο, κατὰ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου .
«Ἡ ἑνότητα, κατὰ τὸν αἰδ. πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ἀνήκει στὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία εἶναι «μόνον μία καὶ μοναδική», κατὰ τὸ ἱερὸ Σύμβολο. Ἡ ἐσωτερικὴ δὲ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται καὶ ἐξωτερικά, ὡς ἑνότητα στὴν Πίστη, τὴ Λατρεία, μὲ τὴν συμμετοχὴ στὰ ἴδια Μυστήρια, ἀλλὰ καὶ στὴ διοίκηση, μὲ κέντρο τοὺς ἐπισκόπους. Εἶναι, λοιπόν, ἑνότητα δογματική, λειτουργικὴ καὶ διοικητικὴ/ κανονική. Οἱ τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐκφράζουν τὴ «μυστικὴ» ἑνότητά τους στὸ ἕνα σῶ¬μα τοῦ Χριστοῦ, μέσῳ τοῦ ἀνωτάτου ἐκκλησιαστικοῦ ὀρ¬γά¬νου τους, ποὺ εἶναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Κάθε ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὶς θεμελιακὲς αὐτὲς προϋποθέσεις καὶ ἀναγκαιότητες γιὰ τὴ διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἐπιφέρει σχισματικὲς καταστάσεις, μὲ τὴν ἀπόσχιση τῆς καινοτομίας καὶ πλάνης ἀπὸ τὸ ἕνα σῶμα. Διότι μένοντας πιστὸ στὴν ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τὸ σῶμα, καθ’ αὑτὸ δὲν σχίζεται, ἀλλὰ τὸ «σεσηπὸς ἐκκόπτεται» κατὰ τὴν χαρακτηρι¬στικὴ ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου».
Ἀντιθέτως πρὸς τὴν οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία, ποὺ βλέπει τὴν Ἐκκλησία ὡς διηρημένη μετὰ τὸ σχίσμα τῆς Ρώμης τὸ 1054, τὸ ἔγκριτο Συνοδικὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας μαρτυρεῖ τὴν πάντοτε ὑπάρχουσα ἀπαρτία καὶ ὁλοκληρία τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὰ σχίσματα τῶν αἱρετικῶν καὶ δὴ τῶν παπικῶν. Λέγουν σχετικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς, στὶς Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς Ἀγγλικανοὺς Ἀνωμότους (1716/1725): «...πρὸ χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀποσφαλεὶς καὶ εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καὶ καινοτομίας ἐμ¬πε¬σών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλη¬σίας καὶ ἀπεσχίσθη· καὶ νῦν ἐστιν οἷον διερρωγός τι τεμάχιον τοῦ ὅλου ἱστίου τῆς πνευματικῆς ὁλκάδος τῆς Ἐκκλησίας [...] Νῦν δὲ τὰ μὲν τέσσαρα μέρη τοῦ ῥηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατὰ χώραν συνημμένα τε καὶ συνεραμμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καὶ ἀκυμάντως τὸ τοῦ βίου τούτου πέλαγος [...] Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβὴς Ἐκκλησία ἐπὶ τέσσαρσιν νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδὴ Πατριάρχαις, καὶ μένει ἀδιάσειστος καὶ ἀκλόνητος» . Περὶ τοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιολογικοῦ σημείου ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδί¬της, λέγοντας χαρακτηριστικῶς· «Ἐπειδὴ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἔπειτα, μὲ πολλοὺς τρόπους πολλὲς αἱρέσεις προσέκρουσαν πάνω της καὶ ἄθεσμοι ρύποι ἀντίθετοι στοὺς Κανόνες, ὅπως καὶ τώρα, ἀλλὰ ἡ ἴδια [ἡ Ἐκκλησία] μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε ἔχει παραμείνει ἄσχιστη καὶ ἀδιαίρετη, καὶ θὰ διαμένει ἔτσι στὸν αἰῶνα, καθὼς θὰ ἀφαιροῦνται ἀπὸ αὐτὴν καὶ θὰ ἀποδιώκονται αὐτοὶ ποὺ ἐφρόνησαν καὶ ἔπραξαν κακά» .
Ἡ ὁμολογία - στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως - εἰς Μίαν Ἐκκλησίαν μαρτυρεῖ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ δεδομένη (καὶ ὄχι ζητουμένη) ἑνότητα τῆς Πίστεως. Κατὰ τοὺς δογματολόγους, ὅπως τὸν Καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, «ἀπὸ τὴν διατύπωση αὐτὴ τοῦ Συμβόλου προκύπτει ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός, στὴν προκειμένη περίπτωση ὡς ἡ ἰδιότητα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, εἶναι τὸ ἀσφαλὲς δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στὴ συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καὶ ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό, διὰ τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός του σ’ αὐτήν, ἤδη ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς δογματικὴ ἀλήθεια ἐκφράζει τόσο τὴν αὐτοσυνειδησία της ὅσο καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία της. Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ κατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τότε μὲ τὴν συνεπῆ ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια καὶ κατὰ κυριολεξία δὲν μποροῦν νὰ ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, ἀλλὰ οὔτε μητέρες, ἀδελφές, θυγατέρες καὶ ἐγγονὲς ἐκκλησίες. Ἡ ΜΙΑ καὶ μόνη ἀδιαίρετη πάντοτε Ἐκκλησία γεννᾶ μυστηριακῶς “δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος” τὰ μέλη της, δὲν γεννᾶ ἄλλες ἐκκλησίες. Οἱ κατὰ τόπους (Ὀρθόδοξες) Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση ἐν τό¬πῳ καὶ χρόνῳ τῆς ΜΙΑΣ καὶ μόνης Ἐκκλησίας (βλ. ἐνδεικτικῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔτε βέβαια μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ταυτόχρονα ΜΙΑ καὶ διηρημένη. Γιατὶ ἡ διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνὸς ὅλου σὲ δύο ἢ περισσότερα μέρη (βλ. Λεξικό, Γ.Μπαμπινιώτη). Κατὰ συνέπεια, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στὴ ρητὴ διατύπωση τοῦ Συμβό¬λου τῆς Πίστεως, πράγμα ποὺ συνεπάγεται, κατὰ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθαίρεση καὶ ἀφορισμό, κατὰ περίπτωση, σ’ ὅποιον ἐμμένει στὴ θεώρηση αὐτή».
Καὶ ὁ ἀγωνιστής καί ἀκατάβλητος στῦλος τῆς Ἐκκλησίας Σεβ. Μητροπολίτης Κυθήρων κ. Σεραφεὶμ τονίζει μὲ ὁμολογιακὴ παρρησία καὶ φρόνημα: «Ὅσοι ἀποδέχονται τὴν θεωρίαν περὶ “διηρημένης Ἐκκλησίας” δὲν ἐννοοῦν, οὔτε ἀποδέχονται οὐσιαστικῶς τὸ σχετικὸν θεόπνευστον ἄρθρον, ἀλλ' ἀντιφάσκουν λέγον¬τες τὸ Ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεώς μας. Διότι τοῦτο εἰς τὸν ἐνεστῶτα χρόνον διαδηλοῖ τὴν πίστιν εἰς “Μίαν, Ἁγίαν ... Ἐκκλησίαν”. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ παρόντος καὶ ὄχι τοῦ παρελθόντος ἤ τοῦ μέλλοντος. Ὅσοι πιστεύουν εἰς τὴν θεωρίαν ταύτην δὲν δύνανται νὰ λέγουν καὶ νὰ τὸ ἐννοοῦν εἰς τὴν εὐχὴν μετὰ τὸν Καθαγιασμὸν τῶν Τιμίων Δώρων. “Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῆς Οἰκουμένης, ὑπὲρ τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας...”, διότι, οὖσα διηρημένη, δὲν δύναται νὰ ὑφίσταται ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ οὕτω πως ἔχομεν ἀντίφασιν ἐν τοῖς ὅροις» .
Πολὺ νωρίτερα ὁ Ἅγιος Ταράσι¬ος εἶχε διακηρύξει : «Δὲν γνωρίζει ὁ τῆς Ἐκκλησίας νόμος καὶ ὅρος, ἔριδα ἢ φιλονεικία, ἀλλ’ ὅπως ἀκριβῶς γνωρίζει νὰ ὁμολογεῖ εὐσεβῶς ἕνα βάπτισμα καὶ μία πίστη, ἔτσι καὶ μία συμφωνία γιὰ κάθε ἐκκλησιαστι¬κὴ ὑπόθεση. Διότι τίποτε δὲν εἶναι τόσο καλῶς ἀποδεκτὸ καὶ εὐχάριστο στὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰ ἑνωθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε μία καθολικὴ ἐκκλησία» .
Διάσπαρτες στοὺς ἁγίους Πατέρες εἶναι οἱ διαπιστώσεις περὶ δεδομένης (ὄχι ζητουμένης) ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως ἐντὸς τῆς Μιᾶς ἀληθοῦς Ἐκκλησίας· «εἰς ἑνότητα πίστεως μιᾶς», «τῶν εἰς κόσμον Ἐκκλησιῶν οὐ διεσπαρμένων εἰς διχόνοιαν ἢ εἰς ἀσύμφωνον δόξαν, ἀλλ’ ἡνωμένων ἐν πνεύματι καὶ οἰονεί πως συνεσφιγμένων εἰς ἓν καθ΄ ἑνότητα τὴν ἐν Χριστῷ διὰ πίστεως», «ὡς ἂν τὸ ἑνιαῖον δόγμα τῆς πίστεως ἐν πολυσχεδέσι γλώσσαις καταγγελθείη, συνάγον εἰς ἓν τὰ διεστῶτα, καταλυθείσης τῆς πολυσχιδοῦς πλάνης», «ἐν τῇ μεγάλῃ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἔνθα ὁμοφρόνως καὶ ὁμογνωμόνως ὁ ὅρος καὶ ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων» , τὶς ὁποῖες δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ παρου¬σιά¬σουμε τώρα ἐν ἐκτάσει. Ἀρκεῖ καὶ μόνη ἡ διαπίστωση τῆς Δ΄ Οἰκουμε¬νικῆς Συνόδου, ὅτι ἡ ἑνότητα στὴν Πίστη εἶναι βεβαιωμένη, δεδομέ¬νη στὴν Ἐκκλησία .
Ὁ Μ. Φώτιος, τοῦ ὁποίου εἶσθε διάδοχος, τόν ὁποῖον οἱ Παπικοί ἀσεβῶς καθυβρίζουν ὡς «αἱρεσιάρχη», πρῶτος κατάφερε τό μέγα πλῆγμα κατά τῆς Δυτικῆς ὀφρύος, ἐπειδή συνεκάλεσε τήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (879-880) καί ἀναθεμάτισε τούς αἱρετικούς Λατίνους, ποῦ τόλμησαν νά προσθέσουν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό Filioque, τό ὁποῖο ἦταν ἡ μοναδική καί πραγματική ἀρχική αἰτία τοῦ σχίσματος τοῦ 1054. Ἡ Σύνοδος αὐτή ὑπέδειξε στόν πάπα καί σέ κάθε ἐπίσκοπο ὅτι ὀφείλει νά σέβεται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς ἐν Νικαία-Κωνσταντινουπόλει Συνόδου, τό ὁποῖο καί οἱ ὑπόλοιπες Σύνοδοι ἐπεκύρωσαν καί ἐπιβεβαίωσαν. Ὁ Μ. Φώτιος, λοιπόν, κατεδίκασε μέ συνοδική ἀπόφαση τήν προσθήκη τοῦ Filioque, τήν ὁποία ἔκαναν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἔθεσε ὑπό ἀφορισμό τούς δράστες. Ἐξαιτίας αὐτοῦ συναισθάνονται τούς ἑαυτούς τους βεβαρημένους κάτω ἀπό τό ἀνάθεμα αὐτῆς τῆς Συνόδου, τῆς ὁποίας τό κύρος μάτην ἀγωνίζονται νά καταρρίψουν. Τό Filioque, δηλ. ἡ δογματική διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, εἶναι φοβερή αἵρεση. Καί εἶναι φοβερή αἵρεση, ἐπειδή εἶναι α) ἀντίθετο πρός τά ἀψευδέστατα λόγια του Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε ὅτι «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» , ἔχουμε δηλ. κατάφωρη ἀθέτηση τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ, β) εἶναι ἀντίθετο πρός τό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νικαίας-Κων/λεως, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «(πιστεύω) καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον, τό Ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», ἔχουμε δηλ. ἀθέτηση καί τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Α΄ καί τῆς Β΄, γ) εἶναι ἀντίθετο πρός τόν 7ο Ἱερό Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει ὁποιαδήποτε πρόσθεση ἤ ἀφαίρεση στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔχουμε δηλ. ἀθέτηση καί τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δ) καταστρέφει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί συγχέει τά ἀκοινώνητα ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν τριῶν προσώπων, ε) ὑποβιβάζει τό Ἅγιον Πνεῦμα στό ἐπίπεδο τοῦ κτίσματος, καί στ) εἰσάγει δυαρχία στήν Ἁγία Τριάδα, ἐφόσον καί ὁ Υἱός εἶναι πηγή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρα ἔχουμε δύο πηγές, δύο ἀρχές, τό Θεό Πατέρα καί τόν Υἱό. Βέβαια, πίσω ἀπό τό Filioque δέν κρύβεται τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ὀφρύ καί ἡ περιωπή τοῦ πάπα, ἡ ἀλαζονεία του, τό ἀλάθητο καί τό πρωτεῖο του νά νομοθετεῖ αὐτός μόνο πάνω ἀπό τά παραδεδομένα ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Παρ’ὅλ’αὐτά Ὑμεῖς, Παναγιώτατε Δέσποτα, γιά ἐπίσπευση τῆς ψευδοενώσεως τῶν δῆθεν λεγομένων «ἐκκλησιῶν», δέν θεωρεῖτε τό Filioque ὡς αἵρεση, ἀλλά ὡς ἕνα τοπικό ἔθιμο τῶν παπικῶν, πού δέν ἐμποδίζει τό «θεολογικό διάλογο» μεταξύ τῶν «ἐκκλησιῶν». Σχετικά μέ τούς ἁγίους Πατέρες, ἔχετε δηλώσει ὅτι «οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τήν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν, ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, καί εὑρίσκονται ἤδη εἰς χείρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπέρ αὐτῶν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τά σφάλματα ἐκείνων...» .
Ἡ χρησιμοποίηση ἐκ μέρους Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, τοῦ παυλείου χωρίου «οὐ μεμέρισται ο Χριστός», εἶναι ἄστοχη καί ἄκαιρη, διότι ὁ Ἀπ. Παῦλος δέν ἀναφέρεται στό σχίσμα τοῦ 1054 τῶν αἱρετικῶν Λατίνων ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού  βεβαίως ἔγινε γιά δογματικούς λόγους, ἀλλά στο σχίσμα τῶν Κορινθίων, οἱ ὁποῖοι αὐτοπροσδιορίζονταν ἀνάλογα μέ τό ποιός τούς εἶχε βαπτίσει καί γι’αὐτό ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι «ἐγώ μέν εἰμί Παύλου», ἄλλοι «ἐγώ δέ Κηφᾶ», ἄλλοι «ἐγώ δέ Χριστοῦ». Γι’αὐτό ὁ Ἀπόστολος μέ ἐπιπληκτικό τρόπο τούς ρωτᾶ : «μεμέρισται ὁ Χριστός; μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ἡμῶν; ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε» ;  Ναί, μέν, βάπτισε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μερικούς, ἀλλά δέν τούς βάπτισε στό ὄνομά του, ἀλλά στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό τό λέει ὁ Ἀπόστολος, ἐπειδή ἔγινε ἡ αἰτία τοῦ σχίσματος, δηλαδή τό νά ὀνομάζονται οἱ βαπτιζόμενοι ἀπό τό ὄνομα ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων, πού τούς βάπτιζαν. Ὅμως, τό ζητούμενο, λέει ὁ Ἀπόστολος, δέν εἶναι ποιός εἶναι ἐκεῖνος, πού βαπτίζει, ἀλλά σέ ποιό ὄνομα βαπτίζει. Ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι αὐτός, πού συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες τοῦ βαπτιζομένου καί τόν κάνει κατά Πνεῦμα υἱό του καί ὄχι ἐκεῖνος, πού τόν βαπτίζει, ὅποιος κι ἄν εἶναι, ἱερεύς ἤ ἐπίσκοπος .

ΙΗ) Οἱ ἀντικανονικές συμπροσευχές
Ὑμεῖς, Παναγιώτατε Δέσποτα, συμπροσευχηθήκατε «συγχοροστα-τῶν» ἔτι μίαν φοράν μέ τούς αἱρετικούς Παπικούς στό Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας . Πιστεύετε εἰλικρινῶς ὅτι τοιουτοτρόπως σφυρηλατεῖτε τήν ἑνότητα τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος καί τήν ἐνίσχυση τοῦ φρονήματος σε μία περίοδο, κατά τήν ὁποία ἰσοπεδώνονται τά πάντα;
Ὡς ἀρχιμανδρίτης ἤδη στήν μελέτη Ὑμῶν «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καί τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἰσχυρίζεσθε ὅτι πολλοί ἀπό τούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων πρέπει νά καταργηθοῦν καί ἐπί λέξει συνεχίζετε : «Δέν δύνανται νά ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καί πρέπει νά τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τάς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρός τούς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους. Δέν δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τήν εἴσοδον εἰς τούς ναούς τῶν ἑτεροδόξων καί τήν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμήν αὕτη διά τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπό κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διά την τελικήν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νά “ἀρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρός “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπί τό φιλανθρωπότερον καί ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται καί δέν πρέπει νά ζῇ ἐκτός τόπου καί χρόνου».
Ὡς Πατριάρχης καταργήσατε οὐσίᾳ αὐτούς τούς Ἱερούς Κανόνες, συμπροσευχόμενος ἐπανειλημμένως μέ αἱρετικούς. Παραιτηθήκατε ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας νά ὁδηγήσει ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, διότι ὅπως ἐπί λέξει εἴπατε : «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά πείση τούς ἄλλους περί συγκεκριμένης τινος ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἤ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νά τούς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως» .
Οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, μέ τήν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν κριτηρίων, εἶναι πολύ φυσικό νά συμμετέχουν χωρίς ἀναστολές σέ κοινές μέ τούς ἑτερόδοξους λατρευτικές ἐκδηλώσεις καί συμπροσευχές, πού πραγματοποιοῦνται συχνά στά πλαίσια τῶν διαχριστιανικῶν συναντήσεων. Γνωρίζετε ὅτι μέ τόν οἰκουμενιστικό αὐτό συμπνευματισμό δημιουργεῖται τό κατάλληλο ψυχολογικό κλῖμα, πού ἀπαιτεῖται γιά τήν προώθηση τῆς ἑνωτικῆς ἀντορθοδόξου προσπαθείας. Οἱ ἱεροί Κανόνες, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἀπαγορεύουν αὐστηρά τίς συμπροσευχές μέ τούς ἑτερόδοξους. Γιατί οἱ ἑτερόδοξοι δέν ἔχουν τήν ἴδια πίστη μ' ἐμᾶς. Πιστεύουν σ' ἕνα διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Ὑπενθυμίζεται ὅτι ὁ 45ος κανών τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὁρίζει ὅτι : «Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον ἀφοριζέσθω, εἰ δε ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαι τι, καθαιρείσθω». «Ὅποιος Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος ἤ Διάκονος συμπροσευχηθεῖ μόνο, ἀλλά ὄχι καί συλλειτουργήσει μέ αἱρετικούς, ἄς ἀφορίζεται. Ἐάν, ὅμως, ἐπέτρεψε νά ἐνεργήσουν ὁ,τιδήποτε ὡς κληρικοί, νά καθαιρεῖται». Καί ὁ 33ος Ἱερός Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Τοπικῆς Συνόδου ὁρίζει ὅτι : «Οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συντύχεσθαι». Ἡ συμπροσευχή, λοιπόν, ἀπαγορεύεται, ἐπειδή δηλώνει συμμετοχή στήν πίστη τοῦ συμπροσευχομένου καί δίνει σ' αὐτόν τήν ψευδαίσθηση ὅτι δέ βρίσκεται στήν πλάνη, ὁπότε δέ χρειάζεται νά ἐπιστρέψει στήν ἀλήθεια. «Ἡ ἀπροκάλυπτος πασίδηλος καί αὐταπόδεικτος καταπάτησις τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ διά τούς ἀνωτέρω οἰκουμενιστάς ὄνειδος καί πτῶσιν, πού μόνον τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δύναται νά ἀποπλύνη διότι μετ’ ἐπιγνώσεως ἀπεμπολοῦν καί περιφρονοῦν τόν λόγον τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας καί Σωτῆρος τοῦ κόσμου «ὁ μή τιμῶν τόν Υἱόν, οὐ τιμᾶ τόν Πατέρα τόν πέμψαντα αὐτόν»  » .
Καί ἐπειδή, Παναγιώτατε Δέσποτα, στίς ὁμιλίες Ὑμῶν χρησιμοποιήσατε τό μεγάλο δογματολόγο, ἀντιπαπικό καί ἀντιοικουμενιστή ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, παρακαλοῦμε υἱϊκῶς νά μελετήσετε τήν ἀπαγορευτική τῶν συμπροσευχῶν γνωμάτευσή του, ὅπως ἐπίσης τό ἄριστο βιβλίο τοῦ αἰδεσιμολογιωτάτου πρεσβυτέρου π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου «Ἡ Συμπροσευχή μέ αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τήν κανονική τάξη τῆς Ἐκκλησίας»  καί τό βιβλίο τοῦ πανοσιολογιωτάτου ἀρχιμανδρίτου π. Κυρίλλου Κωστοπούλου «Ἡ ἀντικανονικότητα τῆς μετά τῶν αἱρετικῶν συμπροσευχῆς» .
Στήν γνωμάτευσή του ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος παραθέτει τούς Ἱερούς Κανόνες, πού ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές, ὄχι μόνο κατά τίς ἐπίσημες ἀκολουθίες καί τήν Θ. Λειτουργία, ἀλλά «κάθε κοινήν μεθ’αἱρετικῶν προσευχήν, ἔστω καί τήν κατ’ἰδίαν». Οἱ κανόνες αὐτοί ἰσχύουν καί σήμερα καί περιλαμβάνουν ὡς αἱρετικούς καί τούς Παπικούς καί τούς Προτεστάντες. «Ἤδη ὁ ἅγιος Σάββας εἰς τήν ἐποχήν του, ἑπτάμισυ αἰῶνας πρίν, δέν ὠνόμαζε τόν ρωμαιοκαθολικισμόν λατινικήν ‘αἵρεσιν’»; Στή συνέχεια διαζωγραφίζει μέ μελανά χρώματα τόν εὐτελισμό, πού ὑφίσταται ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἁγιοπατερική καί Ἁγιοσαββιτική Ἐκκλησία μέ τή συμμετοχή της στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Χαρακτηρίζει ὡς «φρικαλέαν» τήν ἀπόφαση τῆς συμμετοχῆς, ὡς «ἀνήκουστον προδοσίαν», πού προκαλεῖ «ἐντροπήν εἰς πάντα εἰλικρινῆ ὀρθόδοξον, ἀνατραφέντα ὑπό τήν καθοδήγησιν τῶν Ἁγίων Πατέρων». Ὁ ἄλλοτε πιστός μαθητής τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου καί τώρα φιλοπαπικός καί συμπροσευχόμενος Ἐπίσκοπος Μπάτσκας κ. Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς, προλογίζοντας τή «Γνωμάτευση» τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου, ἐκτιμᾷ ὅτι τῶν συμπροσευχῶν «ὑπόβαθρο ἀποτελεῖ ἡ δυτική ἐκκλησιολογία μετά τῆς ἐξ αὐτῆς προκυπτούσης θεωρίας περί τῶν ‘κλάδων’, ἤτοι περί ‘διαιρέσεως’ τῆς Ἐκκλησίας, μετά τοῦ δογματικοῦ minimum καί τῶν δογματικῶν ὑποχωρήσεων μεταξύ Ρώμης καί Γενεύης», καί ὅτι «ταῦτα πάντα εἶναι ἀπαράδεκτα διά τόν π. Ἰουστῖνον, ὡς καί διά πάντα ὀρθόδοξον».
Μέ ὅσες ἑρμηνευτικές παραδοξολογίες καί ἄν ἐπιχειροῦν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι καί Πατριαρχικά Ἱδρύματα νά δικαιολογήσουν τήν πρακτική τοῦ Φαναρίου καί ἄλλων Ἐκκλησιῶν ὑπέρ τῶν συμπροσευχῶν, δέ θά κατορθώσουν τίποτε, διότι προσκρούουν στήν Ἁγιοπνευματική καί ἀλάθητη ἀπόφαση καί ἀπόφανση τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς .

ΙΘ) Ἡ παραχωρήση Ναῶν
Στήν ὁμιλία Ὑμῶν κατά τήν ὑποδοχή καί τήν ἐπίσημη δοξολογία στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου στό Μιλᾶνο ἀποκαλύψατε ὅτι «ἡ ἀπόκτησις τοῦ ναοῦ τούτου καί ἄλλων ἱερῶν ναῶν καί ἡ σύστασις ὀρθοδόξων ἐνοριῶν ἀποτελοῦν προσωπικόν αὐτοῦ (τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἰταλίας καί Μελίτης κ. Γενναδίου), ἐπίτευγμα, ἀποτέλεσμα τῶν προσπαθειῶν του, ἴδιᾳ δέ τῶν ἀγαθῶν σχέσεων, τάς ὁποίας διατηρεῖ καί καλλιεργεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀναπτύσσων τοιουτοτρόπως πνεῦμα συνεργασίας καί διαλόγου μετ' αὐτῆς, τό ὁποῖον ἀμφότεροι ἐδιδάχθημεν ὑπό τοῦ παραδείγματος τοῦ Πατριάρχου τῶν φοιτητικῶν μας χρόνων, ἀοιδίμου ἐκ τῶν προκατόχων ἡμῶν Ἀθηναγόρου, τοῦ προβάντος εἰς τό ἱστορικόν βῆμα τῆς ἐνάρξεως ἐπικοινωνιῶν καί διαλόγου μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς» .
Στό ἐξωτερικό πράγματι εἶναι ἐπίσημη πρακτική τῶν Παπικῶν ἡ παραχώρηση δικῶν τους ναῶν. Προσέξτε ὅμως  μία σημαντική λεπτομέρεια. Ναί μέν παραχωροῦν ναούς σέ ὀρθόδοξους, κατόπιν ὅμως τούς πιέζουν φορτικότατα νά ἀναγνωρίσουν μέ τήν παρουσία τους τήν αἵρεση, πού ἔχει παραχωρήσει τό ναό ἤ τήν αἴθουσα. Αὐτή τους ἡ κίνηση ἐντάσσεται μέσα στήν προπαγανδιστική πολιτική τοῦ Βατικανοῦ, ὅπως φαίνεται ἀπό ἀπόφαση τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου τοῦ 1965. Αὐτή εἶναι ἡ τακτική τῶν «πολιτισμένων» παπικῶν, οἱ ὁποῖοι μέ πλάγια φασιστική μέθοδο θέλουν νά ἐπιβάλλουν τόν Πάπα παγκόσμιο θρησκευτικό πλανητάρχη.
Παραλλήλως ὁ 6ος  Ἱερός Κανών τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου λέει : «Περί τοῦ μή συγχωρεῖν τοῖς αἱρετικοῖς εἰσιέναι εἰς τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐπιμένοντας τῇ αἱρέσει». Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σημειώνει : «Ὁ διορισμός τοῦ παρόντος Κανόνος εἶναι, νά μή ἔχουν τήν ἄδειαν οἱ αἱρετικοί νά ἐμβαίνουν μέσα εἰς τόν ναόν τοῦ Θεοῦ, τόν ὑπό ὀρθοδόξων κρατούμενον, ἐάν ἐπιμένουν εἰς τήν αἵρεσιν, καί δέν θέλουν νά ἐπιστραφοῦν» . Νά σημειώσουμε ἀκόμα ὅτι ἡ ἐν Λαοδικείᾳ Σύνοδος ἐπεκυρώθη ὑπό τοῦ 2ου Ἱεροῦ Κανόνος τῆς      ΣΤ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τέλος, εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στό Μέγα Εὐχολόγιο  ὑπάρχει σχετική εὐχή «ἐπί ἀνοίξει ἐκκλησίας ἀπό αἱρετικῶν βεβηλωθείσης», ὅπου σέ ἕνα σημεῖο ἀναφέρει συγκεκριμένα : «ἐξ αἱρετικῆς ἐγχειρίσεως προσετρίβη λώβησις τῷ ἁγίω σου Θυσιαστηρίῳ».

Κ) Ἡ ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας περί Θεοτόκου
Εἴδαμε Ὑμᾶς, Παναγιώτατε Δέσποτα, μαζί μέ τούς Παπικούς στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, στό Μιλᾶνο. Ἀσφαλῶς δέν ἀγνοεῖτε ὅμως, ὅτι ὑπάρχουν μεγάλες δογματικές διαφορές Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Παπισμοῦ, ὅσον ἀφορᾶ στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ τόνισε ὑπερβολικά τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου αὐτονομῶντας το σημαντικά ἀπό τήν Χριστολογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, καθιέρωσε μία καινοφανῆ διδασκαλία, τήν μαριολογία, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σέ καινά, νέα καί αἱρετικά δόγματα γιά τήν Θεοτόκο. Ἐπίσημα μαριολογικά δόγματα τοῦ Παπισμοῦ εἶναι, πρῶτον τό δόγμα περί τῆς ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Θεοτόκου. Σύμφωνα μέ αὐτό, ἡ Θεοτόκος, ἐπειδή προοριζόταν νά γεννήσει τό Θεό Λόγο πού λάμβανε σάρκα ἀπό Ἐκείνην, ἔπρεπε νά εἶναι παντελῶς ἀναμάρτητη. Γι’ αὐτό μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ συνελήφθη μέν ὡς καρπός πατρός καί μητρός, ἀπαλλαγμένη ὅμως ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα.            
Ὅμως, γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τελείως ἀναμάρτητος εἶναι μόνον ὁ Τριαδικός Θεός καί ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος συνελήφθη, ὄχι ἐκ σπέρματος ἀνδρός, μέσῳ τοῦ ὁποίου μεταδίδεται τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀλλ’ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Ἡ Θεοτόκος, ὡς καρπός ἀνδρός καί γυναικός, ἦταν φορέας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, καθαρίσθηκε ὅμως ἀπ’ αὐτό, ὅταν τήν ἐπεσκίασε τό Ἅγιον Πνεῦμα κατά τόν Εὐαγγελισμό.
Οἱ Παπικοί διακηρύσσοντας ὡς δόγμα τήν ἄσπιλο σύλληψη τῆς Παναγίας, δέν κατανοοῦν ὅτι μέ αὐτό τήν ξεχωρίζουν ἀπό τό ἀνθρώπινο γένος, γεγονός πού ἔχει σωτηριολογικές συνέπειες γιά τήν ἀνθρωπότητα. Ἐάν ἡ Παρθένος ἔφερε ἄλλη φύση, τότε ὁ Κύριος, προσλαμβάνοντας τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπ’ αὐτή, θέωσε ἄλλη φύση καί ὄχι τήν κοινή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων .
Ἑπομένως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔφερε τό προπατορικό ἁμάρτημα καί καθαρίσθηκε ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν τήν ἐπεσκίασε, γιά νά γεννήσει τό Χριστό. Οἱ ὅποιες ἀδυναμίες της δέν σκιάζουν, οὔτε ἐλαττώνουν τήν ἁγιότητά της. Θά εἶναι πάντοτε Παναγία ἡ Παρθένος.
Δεύτερο αἱρετικό δόγμα τοῦ Παπισμοῦ σχετικά μέ τήν Θεοτόκο εἶναι τό δόγμα περί τῆς ἐνσώματης ἀναλήψεως τῆς Θεοτόκου. Τό δόγμα αὐτό εἶναι φυσική συνέπεια καί ἀπότοκός του πρώτου δόγματος. Ἀφοῦ δηλ. ἡ Παναγία ἦταν ἀπηλλαγμένη ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί εἶναι, κατ’ αὐτούς, θεά, δέν ἦταν δυνατόν νά πεθάνει, νά ὑποστεῖ σωματικό θάνατο, ἀλλά ἀναλήφθηκε σωματικῶς. Ἡ Ὀρθόδοξος, ὅμως, Ἐκκλησία κάνει λόγο γιά κοίμηση τῆς Θεοτόκου, δηλ. πραγματικό θάνατο, χωρισμό ψυχῆς καί σώματος, καί γιά μετάσταση τῆς Θεοτόκου, δηλ. ἀνάσταση, ἕνωση ψυχῆς καί σώματος, καί ἀνάληψη κοντά στόν Υἱόν της.
Παράλληλα, καλλιεργοῦνται σέ δογματικό ἐπίπεδο ἀπό τούς Παπικούς οἱ διδασκαλίες γιά τήν Θεοτόκο ὡς συμμεσίτριας καί συλλυτρώτριας. Δηλ. ὅτι ἡ Θεοτόκος, ὡς θεά, μπορεῖ ἀπό μόνη της νά μεσιτεύσει καί νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Χριστός, καί ἀνεξαρτήτως αὐτοῦ. Οἱ διδασκαλίες, ὅμως, αὐτές τῶν Παπικῶν ἀντίκεινται σαφῶς πρός τήν Ἁγία Γραφή .
 Οἱ Παπικοί, ἐπίσης, ἀμφισβητοῦν ἀκόμη καί τόν τόπο κοιμήσεως καί ταφῆς τῆς Θεομήτορος. Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, σύμφωνα μέ τήν ἱστορία, τήν παράδοση καί τήν ὑμνογραφία, ἡ Θεοτόκος κοιμήθηκε καί τάφηκε στά Ἱεροσόλυμα, στή Γεθσημανή. Οἱ Παπικοί, ὅμως, ὑποστηρίζουν ἀμάρτυρα ὅτι ἡ Παναγία ἔζησε καί τάφηκε, ὄχι στά Ἱεροσόλυμα, στή Γεθσημανή, ἀλλά στήν Ἔφεσο. Καί αὐτό τό στηρίζουν σέ κάποιο ὄνειρο μίας φραγκοκαλόγριας, πού τό εἶδε τόν περασμένο αἰῶνα .
Ταπεινῶς ἐρωτῶμεν: Τί ἀπό τά ἀνωτέρω ἀληθῆ εἴπατε στούς Παπικούς παρακολουθούντας;

ΚΑ) Τό ἀληθές νόημα τοῦ χωρίου «Τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ»
Στήν Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιο γιά τά 1700 χρόνια ἀπό τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων γράφετε «καί ὅλον συγκροτεῖ τόν Θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας τό Πνεῦμα, τό Ὁποῖον "ὅπου θέλει πνεῖ... ἀλλ' οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καί ποῦ ὑπάγει∙ οὕτως ἐστί καί πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος" (Ἰωάν. γ΄, 8)». Παναγιώτατε Δέσποτα, ἑρμηνεύετε τό ἀνωτέρω χωρίο οἰκουμενιστικῶ τῷ τρόπω. Στόχος Ὑμῶν βεβαίως εἶναι νά δείξετε ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν ἔχει ὅρια, δέν ἔχει φραγμούς, διακατέχεται ἀπό μία παράξενη ἀσυδοσία, ἐνεργεῖ καί ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δηλ. καί στούς αἱρετικούς καί στούς ἑτεροδόξους. Δηλ. καί οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἑτερόδοξοι ἔχουν Ἅγιον Πνεῦμα. Παρ’ὅλ’αὐτά, εἶναι ἀποκρυσταλλωμένη θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ ἐμπροϋπόθετα, μέ προϋποθέσεις, μέ ὅρια, μέ φραγμούς. Τό Ἴδιο τό Ἅγιον Πνεῦμα ἔθεσε αὐτά τά ὅρια καί τούς φραγμούς, τά ὁποῖα βεβαίως ταυτίζονται μέ τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καί αὐτές οἱ προϋποθέσεις δέν εἶναι ἄλλες ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή (Ὀρθοδοξία καί ὀρθοπραξία), τό Ὀρθόδοξο βάπτισμα, τή συμμετοχή στή μυστηριακή ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί μάλιστα στήν κορωνίδα τῶν μυστηρίων, τήν Θεία Εὐχαριστία, διά τῆς ἀξίας μεταλήψεως τοῦ Τιμίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ἐργασία τῆς τηρήσεως τοῦ θελήματος, τῶν ἐντολῶν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. 
Ἄς δοῦμε, ὅμως, τί σημαίνουν τὰ Κυριακὰ λόγια «Τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ», σύμφωνα πάντα μέ τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνευτικὴ παράδοση.
Τὰ λόγια, λοιπὸν, αὐτὰ λέγονται ἀπὸ τὸν Κύριο πρὸς τὸ νυκτερινό μαθητῆ ἅγιο Νικόδημο στὴ νυκτερινή τους συνομιλία . Κατ' ἀρχήν, ὁ Κύριος χωρὶς περιστροφὲς τὸν διδάσκει περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, λέγοντάς του : «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω σοί, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ὁ ἅγιος Νικόδημος μὲ τὸν κοσμικό του λογισμὸ τὸν ἐρωτᾷ : «πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοί, ἐὰν μὴ τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ἀπαντᾷ, λοιπὸν, ὁ Κύριος στὴν ἀπορία τοῦ ἁγίου Νικόδημου, τονίζοντάς του ὅτι χωρὶς τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος», δηλ. χωρὶς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, δὲ μπορεῖ νὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ συνεχίζει: «τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος, Πνεῦμά ἐστι», ἐξηγώντας τὶς συνέπειες τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως. Ἐπειδὴ, ὅμως, ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς Κύριος εἶδε ἀκόμα ἀποροῦντα τὸν νυκτερινό του μαθητή, τοῦ ἐξηγεῖ μὲ κάποια εἰκόνα τὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος : «μὴ θαυμάσης ὅτι εἶπον σοί, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν, τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ' οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει, οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος». Δηλ. «ὁ ἄνεμος ὅπου θέλει φυσάει κι ἀκοῦς τὴ βοὴ τοῦ ἀλλὰ δὲν ξέρεις ἀπὸ ποὺ ἔρχεται καὶ ποῦ πηγαίνει. Ἔτσι εἶναι καὶ καθένας ἀναγεννημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».
Ἂς δοῦμε τώρα καὶ τοὺς ὀρθοδόξους ἑρμηνευτές. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ στίχο «ἐὰν μὴ τὶς γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» λέγει : «Λέγω ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο τὸ βάπτισμα καὶ δὲν γίνεται ἀλλιῶς νὰ σωθεῖς. Ἡ μὲν γήϊνη γέννηση, ἡ σαρκική, εἶναι ἀπὸ τὸ χῶμα, ἐκείνη δὲ ποὺ εἶναι ἐκ τοῦ Πνεύματος εὔκολα μᾶς ἀνοίγει τὶς οὐράνιες ἁψῖδες. Ἀκοῦστε τὰ αὐτὰ, ὅσοι εἶστε μακριὰ ἀπὸ τὸ Φώτισμα (τὸ ἅγιο Βάπτισμα).Τρομάξτε, στενάξτε, γιατί ἡ ἀπειλὴ εἶναι φοβερή, φοβερὴ καὶ ἡ ἀπόφαση. Δὲν εἶναι δυνατὸν, ὁ μὴ ἀναγεννηθείς δι' ὕδατος καὶ Πνεύματος νὰ εἰσέλθει στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιατί φορεῖ τὸ ἔνδυμα τοῦ θανάτου, τὸ ἔνδυμα τῆς κατάρας, τὸ ἔνδυμα τῆς φθορᾶς. Δὲν ἔλαβε ἀκόμα τὸ σύμβολο τοῦ Δεσπότου, εἶναι ξένος καὶ ἀλλότριος. Δὲν ἔχει τὸ βασιλικὸ γνώρισμα» .
   Ὥστε τὸ βάπτισμα εἶναι αὐτὸ, ποὺ ἀνοίγει τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ. Χωρὶς αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ντυμένος τὸ φόρεμα τοῦ θανάτου, τῆς κατάρας καὶ τῆς φθορᾶς. Πολὺ περισσότερο, ὁ ἀβάπτιστος, καθήμενος ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου, εἶναι ἀδύνατο νὰ δεχθεῖ «σπινθῆρα φωτός», «ἀκτῖνα ζωῆς καὶ ἀληθείας» καὶ νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν οὐράνια πραγματικότητα, μέσα ἀπὸ θρησκεῖες δαιμονικές, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ οἰκουμενιστές!  Γι' αὐτὸ ὁ Χρυσορρήμων ὁμιλεῖ γιὰ «φοβερὰ ἀπειλὴ» στερήσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴν περίπτωσή τῆς μὴ «δι' ὕδατος καὶ Πνεύματος» ἀναγεννήσεως. Λέγει κάτι, ποὺ σήμερα θὰ ἑρμηνευόταν ὡς ἄσκηση «τρομοκρατίας» κατὰ τῆς «ἐλευθέρας θρησκευτικῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου», ὡς πράξη ἀποκλεισμοῦ τοῦ ἄλλου. Ἀλλὰ, ὁ Κύριός μας, ὁ σταυρωθείς καὶ ἀναστᾶς χάριν ἡμῶν γνωρίζει τὴν ὀντολογικὴ ἀδυναμία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἡσυχία τοῦ θανάτου. Μὲ ποικίλους τρόπους τὸν ὁδηγεῖ στὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή.
Παρόμοια λέγει καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν Γ’ Ἀντιρρητικό του λόγο πρὸς Ἀκίνδυνον : «Ποιὸς ἀπὸ τοὺς μεμυημένους στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀπὸ ὅσους συνετὰ ἀκούουν τὰ εὐαγγελικὰ θεσπίσματα δὲν γνωρίζει ὅτι τὰ λόγια: "τὸ γεγεννημένον ἐκ Πνεύματος Πνεῦμα ἐστὶ" λέχθηκαν πρὸς τὸ Νικόδημο γι' αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σ' Αὐτὸν καὶ γι' αὐτοὺς ποὺ βαπτίσθηκαν σ' Αὐτὸν καὶ ἀναγεννήθηκαν ἐκ τοῦ Πνεύματος διὰ τῆς Χάριτος κι ἔγιναν Πνεῦμα δηλ. πνευματικοὶ διὰ τῆς υἱοθεσίας ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Γι' αὐτὸ συμφωνῶντας καὶ μ' αὐτὰ ποὺ εἶπε λίγο πρίν, λέει στὸ Νικόδημο: μὴν ἀπορεῖς πού σοῦ εἶπα ὅτι πρέπει νὰ ἀναγεννηθεῖτε. Τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ..» (ἀκολουθεῖ ἡ ἁγιογραφικὴ συνέχεια) .
Κι ἀπὸ τὴ συνάφεια, λοιπὸν, τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου κι ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίων Πατέρων, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ πνεῦσις Του, σχετίζεται ἐδῶ μὲ τὴ διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἀναγέννηση, ὄχι μὲ μία ἀκαθόριστη πνοὴ τοῦ Παρακλήτου, ποὺ δίνει «ἐμπνεύσεις» καὶ «μεγαλειώδεις συλλήψεις» στὶς διάφορες θρησκεῖες.
Εἶναι, ὅμως, ἀπαραίτητο νὰ δοῦμε καὶ τοὺς ἄλλους ἑρμηνευτὲς Πατέρες εἰδικώτερα γιὰ τὸ συγκεκριμένο χωρίο, «Τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ».
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, σχολιάζοντας τὸ ὡς ἄνω χωρίο, λέγει ὅτι ὁ Κύριός μας σὰν πολὺ καλὸς Διδάσκαλος χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνέμου ὡς παράδειγμα, γιὰ νὰ φανερώσει «τοῦ μυστηρίου τὸν τύπον». Τὸ παράδειγμα αὐτὸ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ποικίλους τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους «μεθοδεύει τῶν ἀκροωμένων τὸν νοῦν», καὶ συνεχίζει : «Τοῦτος ὁ ἄνεμος, ποὺ βρίσκεται στὸν κόσμο, στὴν ἀτμόσφαιρα, πνέει παντοῦ, σ' ὅλη τὴν οἰκουμένη, τρέχει ὅπου θέλει καὶ ἡ παρουσία του γίνεται ἀντιληπτὴ μόνο μὲ τὸ "χτύπημά" του, τὸ θόρυβό του.
Ξεφεύγει μὲν ἀπὸ τὰ μάτια ὅλων, ἀλλὰ καθὼς ἔρχεται σὲ ἐπαφή, σὰν λεπτὴ αὔρα, μὲ τὰ σώματα, δίνει κάποια αἴσθηση τῆς σύμφυτης σ' αὐτόν, τῆς φυσικῆς ἐνεργείας ποὺ τὸ χαρακτηρίζει. Ἔτσι —λέγει ὁ Κύριος στὸν ἅγιο Νικόδημο— πρέπει νὰ ἐννοήσεις τὴν διὰ Πνεύματος ἀναγέννηση. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παραδείγματα νὰ χειραγωγεῖσαι στὰ "μείζονα" καὶ νὰ χρησιμοποιεῖς σὰν εἰκόνα τὸ λόγο μου γιὰ νὰ ἐννοεῖς "τὰ ὑπὲρ αἴσθησιν"». Μέ αὐτὴν τὴν εἰκόνα λοιπόν, ὁ Κύριος, κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο, θέλει νὰ δηλώσει τὴ μυστικὴ καὶ ὑπερφυᾶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τὸ ἴδιο χωρίο στὴ συνέχειά του λέγοντας : «Ἀφοῦ δὲν μπορεῖς νὰ ἑρμηνεύσεις, νὰ κατανοήσεις τὴν ὁρμὴ καὶ τὸ δρόμο, ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ ἄνεμος, ἂν καὶ τὸν αἰσθάνεσαι μὲ τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν ἁφή, πῶς τολμᾶς νὰ περιεργάζεσαι τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»;
Καὶ πιὸ κάτω συνεχίζει : «Ἡ φράση "τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ" ἐλέχθη πρὸς παράστασιν τῆς ἐξουσίας τοῦ Παρακλήτου κι αὐτὸ σημαίνει ὅτι... τὴν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος δὲν μποροῦν νὰ τὴν περιορίσουν οὔτε οἱ νόμοι τῆς φύσεως, οὔτε οἱ ὄροι τῆς σωματικῆς γεννήσεως, οὔτε ὁ,τιδήποτε ἄλλο παρόμοιο» .
Λέγει δὲ ὁ ἱερὸς Πατὴρ κάτι πολὺ σημαντικὸ ὅτι δηλ. ἡ φράση «τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις» εἰπώθηκε στὸ Νικόδημο περὶ τοῦ ἀνέμου. «Οὐ γὰρ ἄν, ἀπίστῳ διαλεγόμενος, καὶ οὐκ εἰδότι τοῦ Πνεύματος τὴν ἐνέργειαν, εἶπε "τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις"» .
Τί μᾶς λέγει ἐδῶ ὁ ἅγιος; Ὅτι ὁ Κύριος ἐπιμένει στὸ παράδειγμα τοῦ ἀνέμου, γιατί αὐτὴ μόνο τὴν ἐμπειρία εἶχε ὁ ἅγιος Νικόδημος. Δὲν τοῦ ὁμιλεῖ περὶ τῆς βιαίας πνοῆς τοῦ Παρακλήτου, διότι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὡς «ἄπιστος», ἀφώτιστος, δὲ γνωρίζει, δὲ μπορεῖ νὰ «ἀκούσει» τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Κι ἂν ὁ νυκτερινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ δὲ γνωρίζει, ὡς «ἄπιστος», τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πολὺ περισσότερο οἱ ἐχθροί του Χριστοῦ, ὁ Φραγκολατῖνος, ὁ Λουθηροκαλβῖνος, ὁ Ἰνδουιστής, ὁ Ἑβραῖος, ὁ Μουσουλμάνος δὲν μποροῦν νὰ ἀπορροφήσουν ἀκτῖνες τῆς θείας ἀκτινοβολίας, καθὸ ἀβάπτιστοι καὶ ἀφώτιστοι.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁμιλεῖ κι αὐτὸς γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Δὲν νοιώθεις καμμιὰ αἰδῶ», λέγει ὁ Θεολόγος στοὺς ἀρνητὲς τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο πνέει σ' ὅσους θέλει, ὅταν θέλει, ὅσο θέλει; Ἐπιδημεῖ στὸν Κορνήλιο καὶ στοὺς ἀνθρώπους του πρὸ τοῦ Βαπτίσματος, σ' ἄλλους μετὰ τὸ βάπτισμα διὰ τῶν Ἀποστόλων, ὥστε κι ἀπὸ τὰ δύο, δηλ. κι ἀπὸ ὅσους ἐπιφοιτᾶ ὡς Δεσπότης, ὄχι δουλικά, κι ἀπὸ ὅσους ἐπιζητεῖται πρὸς τελείωση τοῦ βαπτίσματος νὰ μαρτυρεῖται ἡ θεότης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» .
Μὲ τοὺς πυρίνους αὐτοὺς καὶ θεοπνεύστους λόγους του ὁ ἅγιος Γρηγόριος κηρύττει τὴ θεότητα καὶ κυριότητα, τὴν ἐξουσία καὶ ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μήπως μὲ ὅσα λέγει περὶ τῆς ἐπιδημίας Του στὸν Κορνήλιο πρὸ τοῦ βαπτίσματος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος θέλει νὰ πεῖ ὅτι τὸ Παράκλητον Πνεῦμα ἐνεργεῖ χωρὶς τὴν εἰς Χριστὸν πίστη, χωρὶς τὴν Ἐκκλησία; Μήπως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δρᾷ ἀνεξάρτητο, ἔχει τὸ δικό Του ἔργο, τὴν δική Του Οἰκονομία; Μήπως τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἀπαραιτήτως στὸ Χριστό; Μήπως ἐνεργεῖ δίνοντας «ἐκπληκτικὴ δύναμη πίστεως - δηλαδὴ σχέσεως ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο», χωρὶς αὐτὴ ἡ πίστη νὰ εἶναι ἡ πίστη στὸν ἐν Τριάδι Θεό;
Ἁπλὴ ἀνάγνωση τῶν ἀνωτέρω περικοπῶν πείθει τὸν ἀναγνώστη ὅτι ἡ πίστη ὅλων τῶν ἀνωτέρω προσώπων δὲν εἶναι ψυχολογικῆς τάξεως δύναμη στρεφόμενη σὲ κάποιο Θεό, ἀλλὰ πίστη στὸ Χριστό, δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δωρημένη ἐκ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων, λόγῳ τῆς ἀγαθῆς τους προαιρέσεως.
Συγκεκριμένα, ὁ Κορνήλιος, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος «οὐκ ἔστι Ἰουδαῖος, οὐδὲ ζῶν κατὰ νόμον, ἀλλ' ἤδη προειλήφει τὴν ἡμετέραν πολιτείαν»  δηλ. «δὲν εἶναι Ἰουδαῖος, οὔτε ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο ἀλλὰ ἤδη ἀκολουθοῦσε τὴ Χριστιανικὴ πολιτεία (ζωή)». Προσευχόταν, λοιπὸν, στὸ Θεὸ κι ὄχι στοὺς θεοὺς τῶν εἰδώλων, ἀναζητώντας Τον. Ἔτσι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς, βλέποντας τὴν ἀγαθὴ προαίρεση, τοῦ ἀποστέλλει ἄγγελο, γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Ἀπ. Πέτρο καὶ δι' αὐτοῦ νὰ γνωρίσει τὸ Χριστό. Κατὰ τὴν ἐπικοινωνία μαζί του, ἀκούει τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας καὶ γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ δίδεται διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ σ' ὅσους πιστεύσουν σ' Αὐτόν.
Κι ἐνῷ μιλοῦσε ὁ Ἀπ. Πέτρος, «ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας τὸν λόγον» καὶ «οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοὶ ...ἤκουον ...αὐτῶν λαλούντων γλώσσαις καὶ μεγαλυνόντων τὸν Θεὸν» . Γράφει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος : «...ἐπειδὴ τὴν διάνοιαν αὐτῶν ἔδειξαν θαυμαστὴν οὖσαν καὶ τῆς διδασκαλίας ἀρχὴ γέγονε, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι πάντως τὸ βάπτισμα ἄφεσις ἐστίν ἁμαρτημάτων, τότε ἐπῆλθε τὸ Πνεῦμα». Πίστευσαν, λοιπὸν, στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν διὰ τοῦ βαπτίσματος καὶ τότε ἐπέπεσε σέ αὐτούς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι, λοιπὸν, ἡ χάρις ἐπῆλθεν στοὺς πιστεύσαντας στὸ Χριστό. Καὶ γιατί πρὸ τοῦ Βαπτίσματος; «Ἐκ περιουσίας παρὰ τοῦ Θεοῦ, ἵνα δειχθῆ καὶ ἡ ἀρχὴ οὐ παρὰ τοῦ Ἀποστόλου» , δηλ. ἐπιπλέον, μὲ ἀφθονία (ἐδόθη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα) ἀπὸ τὸ Θεὸ, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς κλήσεως τῶν Ἐθνῶν δὲν ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἦταν δηλ. ἡ ἔλευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο, πρὶν ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἐκ περιτομῆς Χριστιανοὺς καὶ νὰ δοθεῖ ἔτσι ἕνα ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα στὸν Ἀπ. Πέτρο κατὰ τὴν ἀπολογία του πρὸς αὐτούς.
Παράλληλα, ἀποδεικνύεται ἡ ἐξουσία καὶ ἡ Θεότης τοῦ Παρακλήτου, τὸ ὁποῖο δρᾷ πρὸ τοῦ Βαπτίσματος, ὄχι ὅμως ἀνεξάρτητα ἀπ' αὐτό. Γι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἀκολουθεῖ ἀμέσως τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Γράφεται στὴ συνέχεια τῶν Πράξεων : «τότε ἀπεκρίθη Πέτρος• μήτι τὸ ὕδωρ δύναται κωλῦσαι τοῦ μὴ βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔλαβον ὡς καὶ ἡμεῖς; προσέταξεν δὲ αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ βαπτισθῆναι»  .
Ἂν δεχθοῦμε ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χωρὶς τὴν πίστη στὸ Χριστό, χωρὶς τὸ Χριστό, ἐνέργεια ποὺ φωτίζει καὶ δίνει κοινὲς ἐμπειρίες σὲ ἀπίστους καὶ χριστιανοὺς (κι αὐτὸ δεχόμαστε ἂν πιστέψουμε ἀπορρόφηση ἀκτίνων τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς θρησκεῖες-μπαταρίες(!), ἀπὸ τὶς θρησκεῖες ποὺ μάλιστα μάχονται τὸ Χριστὸ καὶ κατασφάζουν τοὺς Χριστιανοὺς), τότε διασποῦμε τὸ Μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀφοῦ οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες εἶναι κοινές, εἶναι τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ, εἶναι καὶ τῶν τριῶν θεαρχικῶν Ὑποστάσεων.
Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως σχέση, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπὸ τὶς προηγούμενες πατερικὲς καὶ ἁγιογραφικὲς μαρτυρίες, μὲ «τὶς ὑψηλότερες θρησκευτικὲς ἐμπνεύσεις τῆς ἀνθρωπότητος». Φωτίζει ὁ Χριστὸς «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» , γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ Φῶς τῆς Βασιλείας του. «Ἔχει κληθεῖ (στὴ σωτηρία) τὸ πλῆθος τῶν ἐθνῶν ὄχι μὲ τὴν παιδαγωγία τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου οὔτε διὰ τῶν ἁγίων προφητῶν. Τὰ διεγείρει μᾶλλον ἡ θεία καὶ ἀπόρρητη χάρις ποὺ λάμπει νοερὰ καὶ βάζει μέσα τους τὴν ἐπιθυμία τῆς σωτηρίας διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» , γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φωτίζει τὰ ἔθνη, γιὰ νὰ τὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία μόνο διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, βγάζοντάς τὰ ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὸ σκότος τῶν ψευδοθρησκειῶν τους. Δὲ ρίχνει τὸ φῶς του μέσα στὴ λατρεία τῶν εἰδώλων (δαιμόνων), στὸ ἀκάθαρτο Ἰσλὰμ ἢ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ γκουρουϊστικοῦ διαλογισμοῦ κ.λ.π.
Βλέποντας τὴν προαίρεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πονῶντας τὸν «κατ' εἰκόνα» Του πλασθέντα ἄνθρωπον, τὸν φωτίζει, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ κοινωνία μαζί Του. Δέχεται τὴ δίψα του, τὴν ἀναζήτησή του καὶ, ὅπως ἔκαμε μὲ τὸν Κορνήλιο, τὸν δέχεται στοὺς κόλπους Του, στὴν Ἐκκλησία Του. Ἔτσι κάμει καὶ σήμερα ὁδηγῶντας Φράγκους, Μουσουλμάνους, Ἰνδουιστές, ἀφοῦ ἀρνηθοῦν τὴν πλάνη τους, στὴν κοινωνία τοῦ Σώματός Του. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐν Τριάδι ζωὴ ὑπάρχει τὸ βαθὺ σκότος τῆς ἀποστασίας, ἡ χώρα καὶ ἡ σκιὰ τοῦ θανάτου.
Τὸ τί θὰ κάμει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀβαπτίστους μᾶς τὸ λέει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου. Θὰ κριθοῦν κατὰ τὸ νόμο, ποὺ εἶναι γραμμένος στὶς καρδιές τους, ὡς πλασθέντες κατ' εἰκόνα Θεοῦ «συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως» . Πουθενὰ δὲ γράφεται ὅτι θὰ κριθοῦν σύμφωνα μὲ τὶς «θρησκευτικές τους ἐμπειρίες», τὴν «προφητικὴ ἐνόραση» ἢ «τοὺς πνευματικοὺς θησαυροὺς ποὺ ἔχουν διατηρήσει». Ὅλα αὐτὰ εἶναι, ὄχι μόνο, ἄχρηστα ἀλλὰ καὶ δαιμονικά, ὅπως ἀπεδείχθη .

Εἶναι πράγματι συγκλονιστική στήν τραγικότητά της καί στόν πόνο ποῦ προκαλεῖ ἡ ἐκτίμηση καί ἡ ἔκκληση τοῦ ἀειμνήστου ἐν Ἁγίοις αὐλιζομένου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, σέ ἀνοικτή ἐπιστολή του πρός τόν μακαριστό πατριάρχη κυρό  Ἀθηναγόρα, πού ἔστειλε τό 1965 μετά τήν συνάντηση τοῦ πατριάρχου μέ τόν πάπα Παῦλο Στ΄ στά Ἱεροσόλυμα, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964. Παραθέτουμε τό σχετικό ἀπόσπασμα:
«Παναγιώτατε:
Μυριάκις προτιμότερον νά ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικός της Κων/λεως Θρόνος καί νά μεταφυτευθῆ εἰς τινά ἔρημον νησίδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῆ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῆ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως΄. Αἱ ἑπτά λυχνίαι τῆς Ἀποκαλύψεως, διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἐσβέσθησαν πρό πολλοῦ. Ἑπτά Ἐκκλησίαι ἀποστολικαί, Ἐκκλησίαι σχοῦσαι τήν ὑψίστην τιμήν νά λάβωσιν, εἰδικῶς αὗται, Γράμματα ἐξ Οὐρανοῦ μέσω τοῦ θεοπνεύστου τῆς Πάτμου Ὁραματιστοῦ, ἐξέλιπον ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς καί ἐκεῖ, ἔνθα ἄλλοτε ἐτελεῖτο ἡ φρικωδεστάτη Θυσία καί ὁ Τριαδικός ἀνεμέλπετο Ὕμνος, σήμερον ἴσως κρώζουσι νυκτικόρακες ἤ ΄ὀρχοῦνται ὀνοκένταυροι΄. Καί ὅμως ἡ Νύμφη τοῦ Κυρίου δέν ἀπέθανεν. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἐξηφανίσθη. Συνεχίζει, τετραυματισμένη καί καθημαγμένη ὡς ὁ Ἱδρυτής αὐτῆς, ἀλλ΄ἀείζωος καί ἀκατάβλητος, τήν διά μέσου τῶν αἰώνων πορείαν αὐτῆς, φωτίζουσα, θάλπουσα, ζωογονοῦσα, σώζουσα. Δέν θά ἀποθάνη λοιπόν αὐτή καί ἄν μετακινηθῆ ἤ καί ἀποθάνη ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος. Οὐδείς Ὀρθόδοξος εὔχεται τήν μετακίνησιν ἡ τόν θάνατον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Μή γένοιτο! Ἀλλά καί οὐδείς θά θυσιάση χάριν αὐτοῦ ἰῶτα ἕν ἤ μίαν κεραίαν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀγωνίσασθε ὑπέρ αὐτοῦ πάση δυνάμει. Ὄχι ἁπλῶς ἔχετε δικαίωμα, ἄλλ΄ὀφείλετε νά στηρίξητε αὐτόν, τό κάθ΄Ὑμᾶς. Θυσιάσατε χάριν αὐτοῦ ὁ,τιδήποτε: χρήματα, κτήματα, τιμάς, δόξας, πολύτιμα κειμήλια, Διακόνους, Πρεσβυτέρους, Ἐπισκόπους ἀκόμη καί τόν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν! Ἕν μόνον κρατήσατε, ἕν φυλάξατε, ἑνός φείσασθε, ἕν μή θυσιάσητε: τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν! Ὁ Οἰκουμενικός Θρόνος ἔχει ἀξίαν καί χρησιμότητα μόνον καί μόνον, ὅταν ἐκπέμπη ἁπανταχοῦ τῆς γῆς τό γλυκύ καί ἀνέσπερόν τῆς Ὀρθοδοξίας Φῶς. Οἱ Φάροι εἶναι χρήσιμοι, ἐάν καί ἔφ΄ὅσον φωτίζωσι τούς ναυτιλλομένους, ἵνα ἀποφεύγωσι τούς σκοπέλους. Ὅταν τό φῶς αὐτῶν σβεσθῆ, τότε δέν εἶναι μόνον ἄχρηστοι, ἀλλά καί ἐπιβλαβεῖς, διότι μεταβάλλονται καί αὐτοί εἰς σκοπέλους.
Παναγιώτατε:
Προυχωρήσατε ἤδη πολύ. Οἱ πόδες Ὑμῶν ψαύουσι πλέον τά ρεῖθρα τοῦ Ρουβίκωνος. Ἡ ὑπομονή χιλιάδων εὐσεβῶν ψυχῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν, συνεχῶς ἐξαντλεῖται. Διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, ὀπισθοχωρήσατε! Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησία σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειρᾶσθε νά ἑνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ρήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε! Ἀλλά φεῦ! Διηνύσατε πολλήν ὁδόν. Ἤδη πρός ἑσπέραν ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα…΄. Πῶς θά ἰδῆτε τάς χαινούσας ἀβύσσους, ἀφ΄ ὧν θά διέλθη μετ΄ὀλίγον ἡ ἀτραπός ἥν ὁδεύετε; Εἴθε, εἴθε ὁ πάλαι ποτέ «στήσας τόν ἥλιον κατά Γαβαών καί τήν σελήνην κατά φάραγγα Αἰλών», νά δευτερώση τό θαῦμα καί νά παρατείνη ἅπαξ ἔτι τό μῆκος τῆς ἡμέρας, νά ἐνισχύση ἔτι πλέον τό φῶς αὐτῆς καί νά διανοίξη τούς ὀφθαλμούς Ὑμῶν, ἵνα ἰδῆτε, κατανοήσητε καί ἐπιστρέψητε. Ἀμήν» .
Κατακλείουμε μέ τή διακήρυξη τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τό 1848: «Παρ΄ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῶ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»  καί πάνυ εὐλαβῶς αἰτούμεθα καί αὖθις τήν σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου.

Μεθ’ υἱϊκῆς ἀγάπης
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΙΣ: Σεβ. Μητροπολίτας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Εἰς τάς ἕδρας αὐτῶν.

1 σχόλιο:

  1. ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ τοῦ Πειραιῶς,να κατηγορῆ και νὰ στυλιτεύη ἀπὸ τή μία τοὺς ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ,
    ΩΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΑΣ,καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἀπαλλάση τὸν Βαρθολομαῖον ἀπὸ πάσης ἐλεγκτικῆς, προσέχων τὴν κάθε λέξι ποὺ θὰ γράψη,ἤ θὰ ἐκστομίση,ἀναμασῶν
    τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, καὶ τὸσον γνωστὰ.
    Ὀ Βαρθολομαῖος εἶναι τὸ ΠΡΟΒΛΗΜΑ.
    ΑΛΛΑ ΤΩΡΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΕΡΑΦΕΙΜ.
    Διότι μὲ τὸν τρόπον του αὐτὸν,ὑποδεικνύει εἰς τὸν Βαρθολομαῖον πράγματα ποὺ ὁ Πατριάρχης ἐσκεμένως καὶ ἀσεβῶς καὶ μετὰ γνώσεως πολλῆς,ἐπιμελῶς
    δηλητηριάζει κσὶ βλασφημεῖ τῶ Πνεύματι τῶ Ἁγίω.

    ΠΑΝΤΑ ΤΑΥΤΑ,ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΤΟΣ 1965.

    ΟΙ ΔΕ ΑΦΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΒΟΛΕΜΕΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ΕΦΗΣΥΧΑΖΟΥΝ ΜΕ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΔΙΑ ΤΟΝ ΜΠΡΟΣΤΑΡΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.

    ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΛΕΓΕΤΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ,
    ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΔΥΣΚΟΛΟΥ ΕΠΟΧΗΣ, ΕΙΝΑΙ:

    Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΡΙΣΚΑΣ ΚΑΙ ΠΡΙΖΡΕΝΗΣ,ΑΡΤΕΜΙΟΣ.
    Στὴν Σερβία.
    ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,Ο πατὴρ Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς.

    ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΟΝΟΝ Αὐτοὶ οἱ δύο φέρουσιν τά στίγματα τοῦ Κυρἰου Ιησοῦ, ἐν τῶ σώματι αὐτῶν.


    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.