Ὁ σήμερα ἑορταζόμενος ἅγιος Πάπας Ρώμης Λέων, ὅπως γράφει ὁ ὑμνογράφος
του «τὰ συγχυτικά τῶν ἀσεβούντων
νοήματα» κατεδίωξε καὶ ἀπεγύμνωσε ὡς Λέων καί, κυριολεκτικά, ἔσβυσε «τῶν θεοστυγῶν αἱρέσεων τὰ ἴχνη», ἀφοῦ «ὁλολαμπὴς ὡς ἥλιος, ἐκ δυσμῶν ἀνατέταλκε»
καὶ «τὴν σύγχυσιν
τοῦ Εὐτυχοῦς» κατεξήρανε «καὶ τοῦ
Νεστορίου, τὴν διαίρεσιν
τέμνων», μᾶς ἐδίδαξε «ἕνα σέβειν, τὸν Χριστὸν ἐν οὐσίαις, δυσὶν ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως».
Ὁ Ἀξώμης μὲ τὸν μονοφυσίτη ..."ἁγιάζουν" τὰ ὕδατα! |
Σήμερα, ὅμως, δυστυχῶς, ἡ σύγχυση ἐπανῆλθε στὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ οἱ Ποιμένες ποὺ εἶναι ἐντεταλμένοι
γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως, ὅπως ὁ Ἀξώμης Πέτρος, συμπροσεύχονται καὶ συναγιάζουν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μονοφυσίτες ποὺ ὁ ἅγιος Λέων καὶ ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατεδίκασε· ὅσοι δὲ καταδικάζουν τέτοιες ἐνέργειες μὲ ἄρθρα τους (ὅπως στὸ παρακάτω ἄρθρο «Ο ΣΩΤΗΡ»), ταυτόχρονα ἐπικοινωνοῦν καὶ συνυπάρχουν
μὲ ἐκείνους ποὺ καταδικάζουν! Καὶ ἔτσι συντελοῦν στὴν ἐπέκταση ἀντὶ στὴν διάλυση τῆς συγχύσεως!
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Ἅγιο, ψάλλοντες μαζὶ μὲ τὸν ὕμνογράφο:
«Λάμπεις νῦν Μύστα τοῦ Χριστοῦ, εὐπρεπείας ἐν στεφάνῳ κοσμούμενος, καὶ ὡς πιστὸς ἱερεύς, δικαιοσύνην ὄντως ἐνδέδυσαι, καὶ Παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, χορεύων θεσπέσιε, ὑπὲρ τῆς Ποίμνης σου, τὸν Δεσπότην ἐκτενῶς καθικέτευε».
Ὁ Λέων τῆς Ρώμης σὲ καιροὺς οἰκουμενισμοῦ
Ἦταν τότε· τὸν φοβερὸ 5ο αἰώνα, ποὺ δύο αἱρέσεις, ἀχόρταγες σὰν τὰ μυθικὰ τέρατα Σκύλλα καὶ Χάρυβδη, καταξέσχιζαν τὸν ἄρραφο χιτώνα τοῦ Κυρίου.
Ὁ Νεστοριανισμὸς ποὺ χώριζε τὸν Χριστό μας στὰ δύο: ἄλλος, ἔλεγε, εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ἰησοῦς. Τὸν κατεδίκασε τὸ ἔτος 431
ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὑπὸ τὴν προεδρία τῆς τιτάνιας θεολογικῆς μορφῆς τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
Ἀμέσως σχεδὸν μετὰ ἔκανε ἀπειλητικὴ τὴν ἐμφάνισή του ὁ Μονοφυσιτισμὸς ποὺ ἐξαφάνιζε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ αἱρέσεις δημιουργοῦσαν φοβερὴ ἀναταραχή, ποὺ μεταβαλλόταν σὲ χάος καὶ σάρωνε ἀπ᾿ ἄκρου σ᾿ ἄκρο τὴν αὐτοκρατορία.
Τότε ἔγινε τὸ θαῦμα τῆς Χαλκηδόνας.
Τὸ 451 συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα, προάστιο τῆς Κων/πόλεως στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τοῦ Βοσπόρου, ἡ μέγιστη σὲ ἀριθμὸ ἐπισκόπων Σύνοδος. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική! Ἑξακόσιοι τριάντα θεοφόροι Πατέρες συνέρρευσαν ἐναγώνιοι ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς αὐτοκρατορίας γιὰ νὰ πατάξουν τὴ διπλὴ πλάνη.
Σὲ κείνη τὴν κρίσιμη περίσταση ἕνα λιοντάρι βρυχήθηκε δυνατὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη, καὶ ὁ βρυχηθμός του ἔφθασε στὴ Χαλκηδόνα καὶ σκόρπισε τρόμο στοὺς ἀσεβεῖς αἱρετικούς. Ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ ἀναγνώσθηκε στὴ μεγάλη Σύνοδο ἡ ἐπιστολὴ ποὺ εἶχε ἀποστείλει δύο χρόνια νωρίτερα ὁ Πάπας Λέων τῆς Ρώμης στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ καὶ ἡ ὁποία εἶναι γνωστὴ στὴ θεολογία ὡς ὁ «Τόμος τοῦ Λέοντος».
Σὲ κείνη τὴν κρίσιμη περίσταση ἕνα λιοντάρι βρυχήθηκε δυνατὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη, καὶ ὁ βρυχηθμός του ἔφθασε στὴ Χαλκηδόνα καὶ σκόρπισε τρόμο στοὺς ἀσεβεῖς αἱρετικούς. Ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ ἀναγνώσθηκε στὴ μεγάλη Σύνοδο ἡ ἐπιστολὴ ποὺ εἶχε ἀποστείλει δύο χρόνια νωρίτερα ὁ Πάπας Λέων τῆς Ρώμης στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ καὶ ἡ ὁποία εἶναι γνωστὴ στὴ θεολογία ὡς ὁ «Τόμος τοῦ Λέοντος».
Μὲ τὸ κύρος τῆς τιμητικῶς πρωτόθρονης Ἐκκλησίας ὁ Λέων συνέτριψε τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν. «Λέων τὰ Κυρίλλου φρονεῖ», ἀνεφώνησαν οἱ Πατέρες, μετὰ ἀπὸ ἀντιπαραβολὴ τοῦ Τόμου μὲ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου.
Ἔτσι, μὲ βάση τὴ διδασκαλία τῶν δύο μεγάλων Ἁγίων καὶ τὸ περίφημο κείμενο «τῶν διαλλαγῶν» τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς, οἱ θεοφόροι Πατέρες συνέταξαν τὸν δογματικὸ ὅρο τῆς Συνόδου, γνωστὸ ὡς «Δόγμα τῆς Χαλκηδόνος», στὴν καρδιὰ τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἡ θαυμαστὴ διατύπωση ὅτι ὁ Κύριος εἶναι: «Εἷς ἐν δύο φύσεσιν»· Ἕνας μὲ δύο φύσεις.
Ἔτσι, μὲ βάση τὴ διδασκαλία τῶν δύο μεγάλων Ἁγίων καὶ τὸ περίφημο κείμενο «τῶν διαλλαγῶν» τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς, οἱ θεοφόροι Πατέρες συνέταξαν τὸν δογματικὸ ὅρο τῆς Συνόδου, γνωστὸ ὡς «Δόγμα τῆς Χαλκηδόνος», στὴν καρδιὰ τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἡ θαυμαστὴ διατύπωση ὅτι ὁ Κύριος εἶναι: «Εἷς ἐν δύο φύσεσιν»· Ἕνας μὲ δύο φύσεις.
Πέρασαν αἰῶνες. Στὸ θρόνο τοῦ λιονταριοῦ τῆς Ρώμης Λέοντος ἄρχισαν νὰ κάθονται «ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα» (Πράξ. κ΄ 30) καὶ νὰ ὁδηγοῦν σταδιακὰ στὴν πλάνη καὶ τὴν ἀποστασία τὴν πρωτόθρονη ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησία. Ἡ ἄλλοτε «προκαθημένη τῆς ἀγάπης» ἔγινε στυγνὸ δικτατορικὸ καθεστὼς καὶ πρόδωσε τὴν πίστη. Αἰῶνες τώρα λυμαίνεται τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Στοὺς καιρούς μας γίνονται κινήσεις πρωτοφανεῖς, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ ἕνωση μὲ τὴν «ἁμαρτωλὴ Ἐκκλησία», τῆς Ρώμης. Τάχα γίνεται καὶ θεολογικὸς διάλογος!
Στοὺς καιρούς μας γίνονται κινήσεις πρωτοφανεῖς, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ ἕνωση μὲ τὴν «ἁμαρτωλὴ Ἐκκλησία», τῆς Ρώμης. Τάχα γίνεται καὶ θεολογικὸς διάλογος!
Ὅμως φθάνει ἡ ξεκάθαρη δήλωση, μετὰ τὴ συνάντησή του μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στὰ Ἱεροσόλυμα, τοῦ σημερινοῦ Πάπα Φραγκίσκου, κορυφαίου ἠθοποιοῦ τῆς παγκόσμιας πολιτικῆς σκηνῆς, γιὰ νὰ διαλύσει κάθε ἀμφιβολία γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μεθοδεύεται νὰ ἐπιτευχθεῖ τὸ ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα. Εἶπε σὲ συνέντευξή του στὴν ἐφημερίδα «La Stampa», ἐπιστρέφοντας στὴ Ρώμη: «Μὲ τὸν Βαρθολομαῖο συζητήσαμε γιὰ τὴν ἕνωση ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ πορεία· δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ τὴν πετύχουμε μὲ μιὰ Διάσκεψη θεολόγων…»!
Μάλιστα θύμισε τὰ λόγια ποὺ εἶχε πεῖ παλαιότερα ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας στὸν Πάπα Παῦλο τὸν ΣΤ΄: «Ἐμεῖς πᾶμε μαζί, μὴν ἀνησυχεῖτε, ὅλους τοὺς θεολόγους θὰ τοὺς κλείσουμε σὲ ἕνα νησὶ νὰ συζητοῦν μεταξύ τους». «Καὶ ἐμεῖς», συνέχισε ὁ Πάπας, «ἂς περπατοῦμε μαζί, ἂς προσευχόμαστε μαζί, ἂς ἐργαζόμαστε μαζὶ καὶ θὰ μᾶς βοηθήσει»...
Ἂς μὴ ζοῦμε λοιπὸν ἄλλο μὲ ψευδαισθήσεις. Ὁδηγούμαστε σὲ ἕνωση ἐν τῇ πράξει, καὶ ὁ λεγόμενος θεολογικὸς διάλογος δὲν εἶναι παρὰ ἐμπαιγμὸς καὶ χρησιμοποιεῖται μόνο ὡς πρόσχημα γιὰ ἐξαπάτηση τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Ξαναγυρίζουμε ἔτσι στὸν 5ο αἰώνα, σὲ ἀνάλογες κρίσιμες ὧρες μὲ ἐκεῖνες τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας. Ἴσως κληθοῦμε καὶ στὴν τελικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὴν ἀποστατημένη Βατικανὴ αὐτοκρατορία. Τὸ παγκόσμιο ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον μεταβάλλεται σὲ πανθρησκειακὴ ζούγκλα. Μὰ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴ ζούγκλα ξανακούγεται ὁ βρυχηθμὸς τοῦ λιονταριοῦ τῆς Ρώμης ἁγίου Πάπα Λέοντος ποὺ τονίζει: «τί ἂν ἀδικώτερον εἴη τοῦ τὰ ἀσεβῆ φρονεῖν;». Ἡ μεγαλύτερη ἀδικία εἶναι ἡ ἀσέβεια στὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως.
Ἀλλὰ μιὰ τέτοια ἀδικία ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς λαὸς τοῦ Κυρίου δὲν πρόκειται νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ποτέ!
Τόμος Λέοντος ἐπισκόπου ῾Ρώμης
Σημείωσις
ἐπιμελητοῦ. τὸ ἑλληνικὸν κείμενον ταύτης τῆς δογματικῆς ἐπιστολῆς
ἐκδίδεται μὲν βάσει τῶν γνωστῶν ἑλληνικῶν πατερικῶν καὶ
δογματοσυμβολικῶν συλλογῶν, διαιρεῖται δὲ ἐνταῦθα εἰς κεφάλαια μεθ᾿
ὑποτίτλων καὶ βιβλικῶν παραπομπῶν βάσει τῶν λατινικῶν ἐκδόσεων.
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης.
[1. ῾Η θρασύτης καὶ ἡ ἀμάθεια εἰς πλάνην τὸν Εὐτυχῆ ὡδήγησαν.]
Τῷ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ Φλαβιανῷ, Λέων [ἐπίσκοπος ῾Ρώμης].
Ἀναγνόντες
τὰ γράμματα τῆς ἀγάπης τῆς σῆς, ἅ περ οὕτω βραδύτατα γεγενῆσθαι
θαυμάζομεν, καὶ τῇ τάξει τῶν ὑπομνημάτων ἐγκύψαντες, ἥ τις ἐπὶ τῶν
ἐπισκόπων ἐπράχθη, μόλις ποτὲ τί τὸ παρ᾽ ὑμῖν σκάνδαλον ἀναφυὲν κατὰ
τῆς ὑγιοῦς πίστεως ἔγνωμεν, καὶ τὰ πρότερον λεληθέναι δοκοῦντα νῦν ἡμῖν
δῆλα γεγένηται· δι᾽ ὧν Εὐτυχής, ὁ τῇ τοῦ πρεσβυτέρου προσηγορίᾳ τιμῆς
εἶναι ἄξιος νομισθείς, πολύ τις ἀσύνετος καὶ λίαν ἀμαθὴς
ἀποδεικνύεται, ὡς περὶ αὐτοῦ καὶ τὸ τοῦ προφήτου
εἰρῆσθαι· «Οὐκ
ἠβουλήθη συνιέναι τοῦ ἀγαθῦναι, ἀδικίαν ἐμελέτησεν ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ»
[Ψα 35:3].
τί δ᾽ ἂν ἀδικώτερον εἴη τοῦ τὰ ἀσεβῆ φρονεῖν καὶ τοῖς εὐ φρονοῦσι καὶ
σοφωτέροις μὴ εἴκειν; εἰς τὴν ἄνοιαν δὲ ταύτην ἐμπίπτουσιν οἱ κατά τι
μὲν ἐμπόδιον ἀσαφείας γνῶναι τὸ ἀληθὲς κωλυόμενοι, οὐκ ἐπὶ τὰς
προφητικὰς δὲ φωνάς, οὐκ ἐπὶ τὰς τῶν ἀποστόλων γραφάς, οὐκ ἐπὶ τὰς
εὐαγγελικὰς αὐθεντίας, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ἑαυτοὺς ἀνατρέχοντες, καὶ διὰ τοῦτο
διδάσκαλοι πλάνης ἀναδεικνύμενοι, ἐπειδὴ τῆς ἀληθείας μαθηταὶ μὴ
γεγόνασι. ποίαν γὰρ ἀπὸ τῶν θείων βίβλων παιδείαν τῆς τε Παλαιᾶς καὶ
Καινῆς Διαθήκης προσέλαβεν, ὃς οὐδὲ αὐτοῦ τοῦ Συμβόλου τῶν προοιμίων
ἐδράξατο; καὶ ὅ περ ἀνὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τῇ φωνῇ πάντων τῶν
ἀναγεννωμένων προφέρεται, τοῦτο κατὰ νοῦν ἔτι τούτου τοῦ γέροντος οὐ
λαμβάνεται;
[2. ῾Η διπλῆ γέννησις καὶ φύσις τοῦ Χριστοῦ]
Ἀγνοῶν
τοίνυν τί δέοι περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ θεοῦ Λόγου νοεῖν καὶ τῶν
θείων Γραφῶν ἐν τῷ πλάτει πονεῖν οὐ βουλόμενος, ὅπως ἂν τοῦ φωτὸς τῆς
ἐντεῦθεν γνώσεως ἄξιος γένηται, ἐκείνην γοῦν ὤφειλε τὴν κοινὴν καὶ μὴ
διαφωνοῦσαν ὁμολογίαν ἐν ἀκροάσει περιμερίμνῳ ποιήσασθαι, ἣν τῶν πιστῶν
ἅπαν τό πλῆθος ὁμολογεῖ· πιστεύειν ἑαυτὸν εἰς θεὸν πατέρα
παντοκράτορα, καὶ εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν
Κύριον ἡμῶν, τὸν τεχθέντα ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου· δι᾽ ὧν τριῶν ἀποφάσεων τὰ πάντων σχεδὸν αἱρετικῶν καταλύεται μηχανήματα.
Ὁπότε
γὰρ θεὸς καὶ παντοκράτωρ καὶ πατὴρ εἶναι πιστεύεται, συναΐδιος αὐτῷ
καὶ υἱὸς ἀποδεικνύεται, ἐν οὐδενὶ τοῦ πατρὸς διαφέρων, ἐπειδή περ ἐκ
θεοῦ θεός, ἐκ παντοκράτορος παντοκράτωρ, ἐξ ἀϊδίου γεννηθεὶς συναΐδιος,
οὐ μεταγενέστερος χρόνῳ, οὐκ ἐλάσσων δυνάμει, οὐκ ἀνόμοιος δόξῃ, οὐ
κεχωρισμένος οὐσίᾳ. ὁ δὲ αὐτὸς τοῦ ἀϊδίου πατρὸς μονογενὴς ἀΐδιος
ἐτέχθη ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου, ἥ τις γέννησις
χρονικὴ τῆς θείας αὐτοῦ καὶ ἀϊδίου γεννήσεως οὔτε τι ἀπεμείωσεν οὔτε
μήν τι ταύτῃ προσέθηκεν· ἀλλ᾽ ὅλην ἑαυτὴν εἰς τὸ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον
πεπλανημένον ἐκένωσεν, ἵνα καὶ τὸν θάνατον νικήσῃ καὶ τὸν διάβολον «τὸν
τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου», τῇ οἰκείᾳ καταβάλῃ δυνάμει. οὐδὲ γὰρ
ἂν ἠδυνήθημεν νικῆσαι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου τὸν ἀρχηγόν, εἰ μὴ
τὴν ἡμετέραν αὐτὸς φύσιν ἀνέλαβε καὶ οἰκείαν εἰργάσατο· ὃν οὔτε ἁμαρτία
μολῦναι οὔτε θάνατος κατασχεῖν ἠδυνήθη.
Συνελήφθη
μὲν οὖν δηλονότι ἐκ πνεύματος ἁγίου ἐν γαστρὶ παρθένου μητρός, ἥ τις
οὕτω φυλαχθείσης τῆς παρθενίας αὐτὸν ἀπεκύησεν, ὥς περ οὖν καὶ ἀκεραίου
μεινάσης τῆς παρθενίας συνέλαβεν. ἀλλ᾽ εἴ περ ἐκ ταύτης τινὰ τῆς ἐν τῇ
πίστει τῶν χριστιανῶν εὐαγεστάτης πηγῆς καθαρὰν ἀρύσασθαι διάνοιαν οὐκ
ἠδύνατο, διὰ τὸ τῆς τηλαυγοῦς ἀληθείας αὐτὸν ἑαυτῷ τὸ φέγγος ἐκ τῆς
οἰκείας ἐπισκοτίζειν τυφλώσεως, τῇ διδασκαλίᾳ γοῦν τῇ τῶν εὐαγγελίων
ἑαυτὸν ὑπήγαγεν ἄν, καὶ λέγοντος Ματθαίου· «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ
Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυίδ, υἱοῦ Ἀβραάμ» [Μθ 1:1]·
καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ δὴ κηρύγματος τὴν εἰσήγησιν ἂν ἐπεζήτησε, καὶ
ἀναγινώσκων ἐν τῇ πρὸς ῾Ρωμαίους· «Παῦλος δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ κλητὸς
ἀπόστολος, ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον θεοῦ, ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν
προφητῶν αὐτοῦ ἐν Γραφαῖς ἁγίαις, περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ τοῦ γενομένου ἐκ
σπέρματος Δαυὶδ τὸ κατὰ σάρκα» [῾Ρω 1:1]·
ἐπὶ τὰς προφητικὰς οὕτως ἂν βίβλους τὴν εὐσεβῆ φροντίδα μετήγαγε καὶ
εὑρίσκων τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ θεοῦ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ λέγοντος· «Ἐν τῷ
σπέρματί σου ἐνευλογηθήσονται πάντα τὰ ἔθνη» [Γε 22:18]·
ὅπως ἂν περὶ τῆς κυριότητος τούτου μὴ ἀμφιβάλλῃ τοῦ σπέρματος,
ἠκολούθησεν ἂν καὶ τῷ ἀποστόλῳ λέγοντι· Τῷ Ἀβραὰμ ἐρρέθησαν αἱ
ἐπαγγελίαι καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ [Γα 3:8].
οὐκ εἶπε, καὶ τοῖς σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν, ἀλλ᾽ ὡς ἐφ᾽ ἑνός· καὶ τῷ
σπέρματί σου, ὅ περ ἐστὶ Χριστός. καὶ τὸ ᾿Ησαΐου δὲ κήρυγμα διὰ τῆς
ἐνδοτέρας κατέσχεν ἂν ἀκροάσεως λέγοντος· «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ
λήψεται καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ περ
ἐστὶ μεθερμηνευόμενον, Μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός» [᾿Ησ 7:14. Μα 1:23].
καὶ τοῦ αὐτοῦ δὲ προφήτου πιστῶς ἂν ὑπανέγνω τὰ ῥήματα· «Παιδίον
ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ
καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θεὸς ἰσχυρός,
ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» [᾿Ησ 9:6].
Οὐδὲ
ματαίως λαλῶν οὕτως ἂν εἶπε σάρκα γεγενῆσθαι τὸν Λόγον, ὡς ὅτι περ ὁ
τεχθεὶς ἀπὸ τῆς παρθένου Χριστὸς εἶχε μὲν ἀνθρώπου μορφήν, οὐκ εἶχε δὲ
τοῦ μητρῴου σώματος τὴν ἀλήθειαν· ἢ τάχα διὰ τοῦτο τὸν δεσπότην Χριστὸν
οὐκ εἶναι τῆς ἡμετέρας ἐνόμισε φύσεως, ὅτι πρὸς τὴν μακαρίαν Μαρίαν ὁ
πεμφθεὶς ἄγγελος εἶπε· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις
ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· δι᾿ ὃ καὶ τὸ γεννώμενον ἐκ σοῦ ἅγιον κληθήσεται
υἱὸς θεοῦ» [Λκ 1:35]·
ὅπως ἂν, ἐπειδή περ ἡ σύλληψις τῆς παρθένου θείας ἔργον γεγένηται
δημιουργίας, ἐκ τῆς φύσεως τῆς συλλαβούσης ἡ σὰρξ τοῦ συλληφθέντος μὴ
γένηται; ἀλλ᾽ οὐχ οὕτω νοητέον ἐκείνην τὴν γέννησιν, ἥ τις μονογενῶς
ἐστι θαυμαστὴ καὶ θαυμαστῶς ἐστι μονογενής, ὥστε διὰ τοῦ καινοπρεποῦς
τῆς γεννήσεως, τὴν τοῦ γένους ἐκβάλλεσθαι κυριότητα. τὸ μὲν γάρ γόνιμον
τῇ παρθένῳ τὸ ἅγιον πνεῦμα παρέσχεν, ἡ δὲ τοῦ σώματος ἀλήθεια
προσελήφθη ἐκ σώματος· καὶ τῆς σοφίας οἰκοδομούσης ἑαυτῇ οἶκον [Πρμ 9:1], «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» [᾿Ιω 1:14], τουτέστιν ἐν τούτῳ τῷ σώματι, ὅ περ ἔλαβεν ἐξ ἀνθρώπου, καὶ ὃ πνεύματι ζωῆς λογικῆς ἐνεψύχωσε.
[3. ῾Η πίστις καὶ ἡ τοῦ θεοῦ οἰκονομία
περὶ τὴν τοῦ Λόγου σάρκωσιν ἐξηγοῦνται]
Σῳζομένης
τοίνυν τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως, καὶ εἰς ἕνα ἄνθρωπον συνιούσης,
ἀνελήφθη ὑπὸ μὲν τῆς θεότητος ἡ ταπεινότης, ὑπὸ δὲ τῆς δυνάμεως τὸ
ἀδύνατον, ὑπὸ τοῦ ἀθανάτου τὸ θνητόν, καὶ πρὸς τὸ τὸ χρεωστούμενον
ὄφλημα τῆς ἡμετέρας φύσεως ἐκτιθῆναι, ἡ θεία φύσις ἡνώθη τῇ φύσει τῇ
παθητῇ, ἵνα τοῦτο δὴ τὸ ταῖς ἡμετέραις ἰάσεσιν ὑπάρχον ἁρμόδιον, ὁ εἷς
καὶ ὁ αὐτὸς ὢν μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς, καὶ
ἀποθνῄσκειν ἐκ τοῦ ἑνὸς δυνηθῇ καὶ τελευτᾶν ἐκ τοῦ ἑτέρου μὴ δυνηθῇ.
ἐν ἀκεραίᾳ τοιγαροῦν ἀληθοῦς ἀνθρώπου καὶ τελείᾳ τῇ φύσει Θεὸς ἀληθὴς
ἐτέχθη, ὅλος ἐν τοῖς ἑαυτοῦ καὶ ὅλος ἐν τοῖς ἡμῶν. ἡμέτερα δὲ λέγομεν, ἅ
περ ἐν ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς ὁ δημιουργὸς ἐναπέθετο καὶ ἅ περ ἀνακαινιστέα
πάλιν ἐδέξατο· ἐκεῖνα γὰρ ἅ περ ὁ ἀπατεὼν ἐπεισήγαγε καὶ ὁ ἀπατηθεὶς
ἄνθρωπος ἥμαρτε, τὸ τυχὸν ἐπὶ τοῦ σωτῆρος ἴχνος οὐκ ἔσχηκεν. οὐδὲ ἐπειδὴ
κοινωνίαν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπεισελήλυθεν ἀσθενείας, διὰ τοῦτο καὶ
κοινωνὸς τῶν ἡμετέρων γέγονεν ἁμαρτημάτων· προσέλαβε γὰρ δούλου μορφὴν
δίχα ῥύπου τινὸς ἁμαρτήματος, καὶ τὸ ἀνθρώπινον αὔξων καὶ τὸ θεῖον οὐ
μειῶν· ἐπειδή περ ἡ κένωσις ἐκείνη, δι᾽ ἧς ἑαυτὸν ὁ ἀόρατος ὁρατὸν
παρεσκεύασε καὶ ὁ ποιητὴς καὶ δεσπότης τῶν ὅλων εἷς τῶν ἀνθρώπων
ἠβουλήθη γενέσθαι, συγκατάβασις ἦν εὐσπλαγχνίας, οὐκ ἀσθένεια τῆς
δυνάμεως.
Τοιγαροῦν
ὃς μένων ἐν μορφῇ θεοῦ πεποίηκεν ἄνθρωπον, αὐτὸς ἐν μορφῇ δούλου
γέγονεν ἄνθρωπος· φυλάττει γὰρ ἑκατέρα φύσις ἀνελλιπῶς τὴν ἑαυτῆς
ἰδιότητα· καὶ ὥς περ οὐκ ἀναιρεῖ τὴν τοῦ δούλου μορφὴν ἡ μορφὴ τοῦ θεοῦ,
οὕτω τὴν τοῦ θεοῦ μορφὴν ἡ τοῦ δούλου μόρφωσις οὐκ ἐμείωσεν· ἐπειδὴ γὰρ
κατεκαυχᾶτο ὁ διάβολος τὸν ἄνθρωπον τὸν ἠπατημένον ἐκ τῆς πλάνης αὑτοῦ
τῶν θείων δωρεῶν ἐστερημένον καὶ τῶν τῆς ἀφθαρσίας ἀγαθῶν γεγυμνωμένον,
ὑπὸ τὴν τοῦ θανάτου χαλεπὴν ἀπόφασιν γεγενῆσθαι, καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις
κακοῖς παραμυθίαν αὐτὸν εὑρηκέναι τινὰ ἐκ τῆς αὐτοῦ τοῦ γεγονότος
προδότου κοινωνίας, ὡς καὶ τὸν θεόν, τοῦτο τῆς αὐτοῦ δικαιοσύνης
ἀπαιτούσης, ἀμεῖψαι περὶ τὸν ἄνθρωπον τὴν οἰκείαν ἀπόφασιν, ὃν ἐν
τοσαύτῃ τιμῇ κατεσκεύασε, χρεία τῆς οἰκονομίας τοῦ ἀπορρήτου μυστηρίου
γεγένηται, ἵνα ὁ ἀναλλοίωτος θεός, οὗ τινος ἡ βούλησις τῆς ἐμφύτου
χρηστότητος στερηθῆναι μὴ δύναται, πρώτην περὶ ἡμᾶς τὴν τῆς οἰκείας
εὐσεβείας ἀπορρήτῳ μυστηρίῳ πληρώσῃ διοίκησιν, καὶ ἵνα ὁ ἄνθρωπος, ὁ
τῇ κακουργίᾳ τῆς διαβολικῆς κακίας πρὸς ἁμαρτίαν συνελαθείς, μὴ παρὰ
βούλησιν ἀπόληται τοῦ θεοῦ.
[4. ᾿Αποτίμησις τῆς τε τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως
καὶ τῶν ἰδιοτήτων τῆς φύσεως]
Προσέρχεται
τοίνυν εἰς τὸ ταπεινὸν τοῦτο τοῦ κόσμου ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ἀπὸ τοῦ
οὐρανίου θρόνου καταβαίνων καὶ ἀπὸ τῆς πατρικῆς δόξης οὐκ ἀφιστάμενος,
καινῇ τινι τῇ τάξει καὶ καινῇ τῇ γεννήσει γεννώμενος· καινῇ μὲν τῇ
τάξει, ὅτι περ ἀόρατος ὢν ἐν τοῖς ἑαυτοῦ, ὁρατὸς γέγονεν ἐν τοῖς παρ᾽
ἡμῖν, καὶ ἀκατάληπτος ὤν, ἠβουλήθη καταλαμβάνεσθαι, καὶ προαιώνιος
μένων, εἶναι ἤρξατο ἀπὸ χρόνου, καὶ τοῦ παντὸς ὢν δεσπότης, τὴν
δουλικὴν μορφὴν ἀνεδέξατο τῆς οἰκείας θεότητος ἐπισκιάσας τὸ μέγεθος,
καὶ ὁ ἀπαθὴς θεὸς οὐκ ἀπηξίωσε παθητὸς εἶναι ἄνθρωπος, καὶ ὁ ἀθάνατος
νόμοις ὑποκεῖσθαι θανάτου· καινῇ δὲ τῇ γεννήσει τεχθείς, ἐπεί περ ἡ
ἄχραντος παρθενία ἐπιθυμίαν μὲν ἠγνόησε, τὴν δὲ τῆς σαρκὸς ἐχορήγησεν
ὕλην, καὶ προσελήφθη ἐκ τῆς μητρὸς τοῦ δεσπότου φύσις, οὐχ ἁμαρτία. οὐ
μὴν ἐπειδή περ ἐν τῷ δεσπότῃ Ἰησοῦ Χριστῷ τῷ τεχθέντι ἐκ τῆς γαστρὸς
τῆς παρθένου θαυμαστή τίς ἐστιν ἡ γέννησις, διὰ τοῦτο ἡμῖν οὐχ ἡ φύσις
ὁμοία· ὁ γὰρ ὢν Θεὸς ἀληθὴς αὐτός ἐστι καὶ ἄνθρωπος ἀληθής.
Καὶ
ψεῦδος οὐδὲν ἐν ταύτῃ τῇ ἑνώσει τυγχάνει, ἐν ὅσῳ τὰ συναμφότερα
μετ᾽ ἀλλήλων ἐστί, καὶ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ταπεινὸν καὶ τῆς θεότητος τὸ
μέγεθος· ὥς περ γὰρ τῷ ἐλεεῖν ὁ θεὸς τροπὴν οὐχ ὑφίσταται, οὕτως
ἄνθρωπος τῷ μεγέθει τῆς θείας ἀξίας οὐκ ἀναλίσκεται· ἐνεργεῖ γὰρ
ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας, ὅ περ ἴδιον ἔσχηκε, τοῦ μὲν
Λόγου κατεργαζομένου τοῦθ᾽ ὅ περ ἐστὶ τοῦ Λόγου, τοῦ δὲ σώματος
ἐκτελοῦντος ἅ περ ἐστὶ τοῦ σώματος· καὶ τὸ μὲν αὐτῶν διαλάμπει τοῖς
θαύμασι, τὸ δὲ ταῖς ὕβρεσιν ὑποπέπτωκε. καὶ καθάπερ ὁ Λόγος ἀπὸ τῆς
ἰσότητος τῆς τοῦ πατρὸς δόξης ἐστὶν ἀχώριστος, οὕτω τὸ σῶμα τὴν φύσιν
τοῦ ἡμετέρου γένους οὐκ ἀπολέλοιπεν. εἷς γὰρ καὶ ὁ αὐτὸς ἀληθῶς υἱός τε
θεοῦ καὶ ἀληθῶς υἱὸς ἀνθρώπου τυγχάνει, θεὸς μὲν κατά τοῦτο, καθ᾿ ὃ «ἐν
ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ Λόγος» [᾿Ιω 1:1]·
ἄνθρωπος δὲ κατὰ τοῦτο, καθ᾿ ὃ «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν
ἡμῖν»· καὶ θεὸς μὲν κατὰ τοῦτο, καθ᾿ ὃ «δι᾽ αὐτοῦ τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ
χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν» [᾿Ιω 1:3], ἄνθρωπος δὲ κατὰ τοῦτο, καθ᾿ ὃ «γέγονεν ἐκ γυναικός, γέγονεν ὑπὸ νόμον» [Γα 4:4].
καὶ ἡ μὲν τῆς σαρκώσεως γέννησις ἀνθρωπίνης ἐστὶ δήλωσις φύσεως, ὁ δὲ
τοκετὸς τῆς παρθένου μήνυμα τῆς θείας ὑπάρχει δυνάμεως· καὶ ἡ μὲν
νηπιότης τοῦ βρέφους διὰ τῆς τῶν σπαργάνων εὐτελείας ἐπιγινώσκεται [Λκ 2:7], τὸ δὲ μέγεθος τῆς αὐτοῦ μεγαλωσύνης διά τῶν ἀγγελικῶν φωνῶν ἀποδεικνύεται [Λκ 2:13]· καὶ ὁμοιοῦται μὲν τοῖς νεωστὶ τικτομένοις ἀνθρώποις οὗτος, ὃν Ἡρῴδης ἀσεβῶς φονεῦσαι βουλεύεται [Μθ 2:16], ἀλλ᾿ ἔστι δεσπότης τῶν ὅλων, ὃν μάγοι χαίρουσιν ἱκετευτικῶς προσκυνεῖν.
Ὅτε δὲ πρὸς τὸ τοῦ προδρόμου ἑαυτοῦ Ἰωάννου ἔρχεται βάπτισμα [Μθ 3:13],
ὅπως ἂν μὴ λάθῃ, ὅτι περ τῷ προκαλύμματι τῆς σαρκὸς ἡ θεότης
ἐκρύπτετο, ἡ τοῦ πατρὸς φωνὴ ἐξ οὐρανῶν ἐπιβοῶσα φησίν· «Οὗτός ἐστιν ὁ
υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» [Μθ 3:17]. τοιγαροῦν ὃν ὡς ἄνθρωπον ἡ τοῦ διαβόλου πειράζει πανουργία, τούτῳ, ἅτε δὴ θεῷ, ἡ τῶν ἀγγέλων τάξις διακονεῖ [Μθ 4:1, 11]·
τὸ μὲν γὰρ πεινῆν καὶ διψῆν καὶ κοπιᾶν καὶ ὑπνοῦν ὁμολογουμένως ἐστὶν
ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὸ πέντε ἄρτοις πέντε χιλιάδας ἀνθρώπων κορέσαι [᾿Ιω 6:5] καὶ χαρίσασθαι τῇ Σαμαρείτιδι ζῶν ὕδωρ [᾿Ιω 4:10] –ὅθεν ἀρυσαμένῃ αὐτῇ ὑπῆρχε τὸ μηκέτι διψῆν– καὶ ἐπὶ μὲν νώτων θαλάσσης περιπατεῖν τῶν ποδῶν οὐ βαπτιζομένων [Μθ 14:25], τὰς δὲ τῶν κυμάτων οἰδήσεις ἐπιτιμωμένου τοῦ κλύδωνος κατευνάζειν [Λκ 8:24],
ἐστὶν ἀναμφιβόλως θεοῦ. ὥς περ οὖν, ἵνα τὰ πολλὰ παραλείψω, οὐ τῆς
αὐτῆς ἐστι φύσεως τὸ κλαίειν ἐκ διαθέσεως οἴκτου τὸν τελευτήσαντα φίλον [᾿Ιω 11:35]
καὶ τὸ τὸν αὐτόν ἀναζῆν μέλλοντα –διασκεδασθέντος τοῦ προσχώματος– τῆς
τεταρταίας ἤδη ταφῆς ἐξαναστῆσαι πρὸς τὸ κέλευσμα τῆς φωνῆς [᾿Ιω 11:43],
ἢ τὸ ἐπὶ ξύλου ἠρτῆσθαι καὶ ἐξ ἡμέρας εἰς νύκτα μεταβληθείσης τὰ
στοιχεῖα πάντα συσσεῖσαι, ἢ τὸ διαπεπάρθαι τοῖς ἥλοις καὶ τὰς τοῦ
παραδείσου πύλας ἀνοῖξαι τῇ πίστει τῇ τοῦ λῃστοῦ [Μθ 27:35]· οὕτως οὐ τῆς αὐτῆς ἐστι φύσεως τὸ λέγειν· «Ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν» [᾿Ιω 10:30], καὶ τὸ λέγειν· «Ὁ πατήρ μου μείζων μου ἐστίν» [᾿Ιω 14:8].
εἰ καὶ τὰ μάλιστα γὰρ ἐν τῷ δεσπότῃ Ἰησοῦ Χριστῷ τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ
ἀνθρώπου ἕν ἐστι τὸ πρόσωπον, ὅμως ἕτερόν ἐστιν ἐκεῖνο ἐξ οὗ ἑκατέρῳ
κοινόν ἐστι τὸ τῆς ὕβρεως, καὶ ἕτερον ἐξ οὗ κοινὸν τὸ τῆς δόξης
καθέστηκεν· ἐξ ἡμῶν μὲν γάρ ἐστιν αὐτῷ ἡ ἐλάσσων τοῦ πατρὸς ἀνθρωπότης,
ἀπὸ δὲ τοῦ πατρός ἐστιν αὐτῷ ἡ μετὰ τοῦ πατρός ἴση θεότης.
[5. ῾Η ἀλήθεια τῆς τοῦ Χριστοῦ σαρκώσεως ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς Γραφῆς]
Διὰ
ταύτην τοίνυν τοῦ προσώπου τὴν ἕνωσιν τὴν ἐν ἑκατέρᾳ φύσει νοεῖσθαι
ὀφείλουσαν, καὶ υἱὸν ἀναγινώσκομεν ἀνθρώπου κατεληλυθέναι ἐξ οὐρανοῦ
–ὁπότε ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ τὸ σῶμα ἐξ αὐτῆς τῆς παρθένου, ἐξ ἧς ἐτέχθη,
προσέλαβε–, καὶ πάλιν ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ σταυρωθεὶς λέγεται καὶ ταφείς
–ὁπότε ταῦτα οὐκ ἐν αὐτῇ θεότητι, ἐν ᾗ μονογενὴς καὶ συναΐδιος καὶ
ὁμοούσιός ἐστι τῷ πατρί, ἀλλ᾽ ἐν τῇ ἀσθενείᾳ τῆς ἀνθρωπίνης
ὑπομεμένηκε φύσεως–. ὅθεν τὸν μονογενῆ υἱὸν τοῦ θεοῦ σταυρωθέντα καὶ
ταφέντα πάντες καὶ ἐν τῷ Συμβόλῳ συνομολογοῦμεν κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ
ἀποστολικόν· «Εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» [2Κο 2:8].
῞Οτε
δὲ αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ σωτὴρ τὴν πίστιν τῶν μαθητῶν διὰ τῶν οἰκείων
ἐξεπαίδευεν ἐρωτήσεων, «Τίνα με», φησί, «λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν
υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;» καὶ ἐκείνων ἀποκριναμένων ἄλλας ἄλλων εἶναι δόξας,
«Ὑμεῖς», φησί, «τίνα με λέγετε εἶναι;» ἐμὲ δηλαδὴ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου
καὶ ὃν ἐν μορφῇ δούλου καὶ ἀληθείᾳ σώματος θεωρεῖτε, «τίνα με λέγετε
εἶναι;» Ἔνθα ὁ μακάριος Πέτρος θεόθεν ἐμπνευσθεὶς καὶ διὰ τῆς οἰκείας
ὁμολογίας πᾶσι μέλλων γίνεσθαι σωτηρία τοῖς ἔθνεσι, «Σὺ εἶ», φησίν, «ὁ
Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» [Μθ 16:16]·
καὶ ἀξίως μακάριος ἀπεφάνθη παρὰ τοῦ Κυρίου καὶ ἀπὸ τῆς πρωτοτύπου
πέτρας τὸ στερεὸν ἐπεσπάσατο τῆς τε ἀρετῆς καὶ τῆς προσηγορίας· ὅς τις
δι᾽ ἀποκαλύψεως τοῦ πατρὸς τὸν αὐτὸν καὶ υἱὸν θεοῦ ὡμολόγησε καὶ
χριστόν· ἐπειδή περ ἓν τούτων δίχα θατέρου λαμβανόμενον, ἀνόνητον
ἐτύγχανεν εἰς σωτηρίαν· καὶ τοῦ αὐτοῦ ὑπῆρχε κινδύνου τὸ τὸν Κύριον
Ἰησοῦν Χριστὸν ἢ θεὸν μόνον ἄνευ ἀνθρώπου ἢ δίχα θεοῦ πιστεύειν
ἄνθρωπον μόνον.
Μετὰ
δὲ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου, ἥ τις δηλαδὴ τοῦ ἀληθοῦς αὐτοῦ σώματος
γέγονεν, ἐπειδή περ οὐκ ἄλλος ἀνέστη εἰ μὴ ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀποθανών, τί
ἕτερον τῇ τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν αὐτοῦ διαγωγῇ γέγονεν ἢ ἵνα ἐκ
πάσης ἀχλύος τὰ τῆς πίστεως ἡμῶν καθαρθῇ; διαλεγόμενος γὰρ τοῖς ἑαυτοῦ
μαθηταῖς καὶ συνδιατρίβων καὶ συναλιζόμενος [Πρξ 1:4]
ἀκριβέστερόν τε καὶ πολυπραγμονικώτερον διὰ τῆς ἁφῆς ἑαυτὸν ψηλαφᾶσθαι
παρὰ τούτων, οὓς ἔπληττε τὸ ἀμφίβολον, ἐνδιδούς· διὰ τοῦτο καὶ
κεκλεισμένων τῶν θυρῶν εἰσῄει πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ τῷ φυσήματι τῷ
ἑαυτοῦ παρεῖχεν ἅγιον πνεῦμα [᾿Ιω 20:22]
καὶ χαριζόμενος τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως τῶν θείων Γραφῶν ἀπεκάλυπτε τὰ
ἀπόρρητα. καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς τὰ τραύματα τῆς πλευρᾶς καὶ τὰς διατρήσεις
τῶν ἥλων καὶ πάντα τὰ τοῦ νεαροῦ πάθους ἐπεδείκνυ σημεῖα λέγων·
«Ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ
θεωρεῖτε ἔχοντα» [Λκ 24:39]·
ὅπως ἂν ἐν αὐτῷ μεμενηκέναι γνωσθῇ ἡ ἰδιότης τῆς τε θείας καὶ τῆς
ἀνθρωπίνης φύσεως ἀδιαίρετος, οὕτω τε μάθωμεν τὸν Λόγον μὴ τοῦτο εἶναι,
ὅ περ ἐστὶν ἡ σάρξ, ἀλλ᾽ ἕνα υἱὸν τοῦ θεοῦ καὶ τὸν Λόγον ὁμολογήσωμεν
καὶ τὴν σάρκα.
῟Ης
τινος πίστεως τοῦ μυστηρίου κοῦφος ὢν Εὐτυχὴς οὗτος καὶ ἀμέτοχος
ὀφείλει νομίζεσθαι, ὃς τὴν φύσιν τὴν ἡμετέραν ἐν τῷ μονογενεῖ υἱῷ τοῦ
θεοῦ οὔτε διὰ τῆς ταπεινότητος τῆς ἀνθρωπότητος οὔτε διὰ τῆς δόξης
ἐπέγνω τῆς ἀναστάσεως, οὕτε τὴν ἀπόφασιν ἐφοβήθη τοῦ μακαρίου
ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ λέγοντος· «Πᾶν πνεῦμα τὸ
ὁμολογοῦν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθέναι ἀπὸ θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶν
πνεῦμα τὸ διαιροῦν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀπὸ θεοῦ οὐκ ἔστιν· καὶ οὗτός ἐστιν ὁ
ἀντίχριστος» [1᾿Ιω 4:1].
τί δέ ἐστι τὸ διαιροῦν Ἰησοῦν, εἰ μὴ τὴν ἀνθρωπίνην ἀπ᾽ αὐτοῦ φύσιν
ἀποχωρίζειν καὶ τὸ μυστήριον, δι᾽ οὗ περ ἐσώθημεν μόνου, πειρᾶσθαι
μάταιον διὰ πλασμάτων ἀναιδῶν ἀπεργάζεσθαι;
῾Ο
δὲ τὴν ἀχλὺν ὑφιστάμενος περὶ τὴν φύσιν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ
ἀναγκαίως καὶ περὶ τὸ πάθος αὐτοῦ τῇ παραπλησίᾳ τυφλώσει παραφρονεῖ.
καὶ γὰρ εἰ τὸν σταυρὸν τοῦ δεσπότου ψευδῆ μὴ νενόμικε, καὶ τὸ πάθος τὸ
ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας ἀναδεχθὲν ἀληθῶς γενόμενον οὐδαμῶς
ἀμφιβάλλει· οὗ τινος οὖν ἐπιγινώσκει τὸν θάνατον, ἐπιγινωσκέτω [καὶ]
τὴν σάρκα· καὶ μηδὲ τῆς ἡμετέρας αὐτὸν σαρκὸς ἄνθρωπον ἀπαρνείσθω, ὃν
παθητὸν ἔγνω γενόμενον, ἐπειδή περ ἡ ἄρνησις τοῦ ἀληθοῦς σώματος ἄρνησίς
ἐστι καὶ τοῦ πάθους τοῦ σώματος. εἰ τοίνυν δέχεται πίστιν χριστιανῶν
καὶ ἀπὸ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου μὴ τὴν οἰκείαν ἀκοὴν ἀποστρέφει,
σκοπείτω ποία φύσις διαπεπαρμένη τοῖς ἥλοις ἐν τῷ τοῦ σταυροῦ ξύλῳ
ἐκρέματο, καὶ ἀνοιγείσης τῆς πλευρᾶς τοῦ προσπεπηγότος τῷ σταυρῷ διὰ
τοῦ δόρατος τοῦ στρατιώτου, νοείτω πόθεν τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ ἐρρύη, ὥστε
τὴν ἐκκλησίαν τὴν τοῦ θεοῦ τῷ τε λουτρῷ καταρδεύεσθαι καὶ τῷ
πόματι.
᾿Ακουέτω
δὲ καὶ τοῦ μακαρίου Πέτρου τοῦ ἀποστόλου κηρύττοντος ὅτι ὁ καθαρισμὸς
τοῦ πνεύματος διὰ τοῦ ῥαντισμοῦ γίνεται τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ· μηδὲ
παροδικῶς ἀναγινωσκέτω τοῦ αὐτοῦ ἀποστόλου τὰ ῥήματα λέγοντος· «Εἰδότες
ὅτι περ οὐ φθαρτοῖς, ἀργυρίῳ ἢ χρυσίῳ, ἐξηγοράσθητε ἐκ τῆς ματαίας
ὑμῶν πατροπαραδότου ἀναστροφῆς, ἀλλὰ τῷ τιμίῳ αἵματι ὡσανεὶ ἀμνοῦ
ἁγίου καὶ ἀμώμου Χριστοῦ Ἰησοῦ» [1Πε 1:18].
καὶ τοῦ μακαρίου δὲ Ἰωάννου τοῦ ἀποστόλου τῇ μαρτυρίᾳ μὴ ἀνθιστάσθω
λέγοντος· «Καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης
ἁμαρτίας» [1᾿Ιω 1:7]· καὶ πάλιν· «Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» [1᾿Ιω 5:4].
τίς ἐστιν ὃς ἐνίκησε τὸν κόσμον, εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ
υἱὸς τοῦ θεοῦ; οὗτος ὁ ἐρχόμενος δι᾽ ὕδατος καὶ αἵματος Ἰησοῦς Χριστός,
οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ᾽ ἐν ὕδατι καὶ αἵματι· καὶ τὸ πνεῦμά ἐστι τό
μαρτυροῦν, ἐπειδὴ τὸ πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια· «τρεῖς γάρ εἰσιν οἱ
μαρτυροῦντες, τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα, καὶ οἱ τρεῖς τὸ ἕν
εἰσι», τὸ πνεῦμα δηλονότι τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τὸ αἷμα τῆς λυτρώσεως καὶ τὸ
ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος· ἅ περ τρία ἕν ἐστι καὶ ἀμέριστα μένει καὶ οὐδὲν
αὐτῶν ἀπὸ τῆς ἑαυτῶν χωρίζεται συναφείας· ἐπειδή περ ἡ καθολικὴ ἐκκλησία
ἐν ταύτῃ ζῇ καὶ προκόπτει τῇ πίστει, ἵνα μήτε δίχα τῆς ἀληθοῦς
θεότητος ἡ ἀνθρωπότης μήτε δίχα τῆς ἀληθοῦς ἀνθρωπότητος ἡ θεότης
πιστεύηται.
[6. Σκολιὰ καὶ διεστραμμένη ἡ τοῦ Εὐτυχοῦς ὁμολογία. τίνι λόγῳ, ἐὰν ἐσωφρονίζετο,
θὰ ἀποκαθίστατο ἐν κοινωνίᾳ. πρέσβεις τοῦ πάπα στέλλονται εἰς ἀνατολήν.]
Πρὸς
μέντοι γε τὴν διαλαλιὰν τῆς ὑμετέρας ἀκροάσεως ὁ Εὐτυχὴς ἀπεκρίνατο
λέγων· Ὁμολογῶ ἐκ δύο φύσεων γεγενῆσθαι τὸν Κύριον ἡμῶν πρὸ τῆς ἑνώσεως,
μετὰ δὲ τὴν ἕνωσιν μίαν φύσιν ὁμολογῶ. θαυμάζω τὴν οὕτως ἀλλόκοτον καὶ
οὕτω διεστραμμένην ὁμολογίαν μηδεμιᾷ τῶν δικαζόντων ἐπιτιμήσει δόξασαν
ἐπιλήψιμον, καὶ τὸν οὕτως ἄφρονα λόγον ἐν παραδρομῇ γεγονότα ὡς τῶν
ἀκουσθέντων οὐδενὶ προσκρουσάντων· ὁπότε τὸν αὐτὸν τρόπον ἐστὶν ἀσεβὲς
τὸ λέγειν ὡς ἐκ δύο φύσεων πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως ὁ μονογενής ἐστιν υἱὸς
τοῦ θεοῦ, ὥς περ ἐστὶν ἀθέμιτον τὸ διαβεβαιοῦσθαι ὡς μετὰ τὸ τὸν Λόγον
σάρκα γενέσθαι μία ἐν αὐτῷ φύσις ἐστίν. ὅ περ ὅπως ἂν μὴ Εὐτυχὴς ὀρθῶς
εἴτ᾿ οὖν ἀνεκτῶς ὑπολάβῃ ῥηθέν, ἐπειδή περ ἐξ οὐδεμίας ἡμῶν
ἐπεστόμισται ψήφου, τὴν τῆν σῆς ἀγάπης ὑπομιμνῄσκομεν ἀκρίβειαν, ἀδελφὲ
τιμιώτατε, ἵνα, εἰ διὰ τῶν τοῦ θεοῦ οἰκτιρμῶν εἰς ἀπολογίαν περιίσταται
τὰ τοῦ πράγματος, ἡ ἀγνωσία τοῦ ἀμαθοῦς ἀνθρώπου καὶ ἀπὸ ταύτης τῆς
φθορᾶς κατὰ τὴν οἰκείαν διάνοιαν καθαρθῇ.
῞Ος
τις μὲν οὖν, ὡς ἡ τάξις τῶν πεπραγμένων δηλοῖ, καλῶς ἀναχωρεῖν ἦν
ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς ἰδίας ἐνστάσεως, ὁπηνίκα τῇ ὑμῶν ἀποφάσει
συνεχόμενος ὡμολόγει λέγειν ἑαυτὸν ὃ πρότερον οὐκ εἰρήκει, καὶ ταύτῃ
ἐφησυχάζειν τῇ πίστει ἧς ἐτύγχανε πρώην ἀλλότριος. ἀλλ᾽ ὁπότε ἐν τῷ
ἀναθεματιστέῳ ἀσεβεῖ δόγματι συναινεῖν οὐκ ἠβούλετο, ἔγνω αὐτὸν ἡ ὑμῶν
ἀδελφότης ἐν τῇ οἰκείᾳ διαμένοντα κακοδοξίᾳ καὶ ἄξιον εἶναι τοῦ
δέχεσθαι τὴν κρίσιν τῆς καθαιρέσεως· ἐφ᾽ ᾧ περ, εἰ πιστῶς καὶ
συμφερόντως ἀλγεῖ, καὶ εἰ βράδιον γοῦν ὅμως ἐπιγινώσκει, ὅπως εἰς δέον ἡ
τῶν ἐπισκόπων ἐπ᾽ αὐτῷ αὐθεντία κεκίνηται, ἤ, εἰ πρὸς τὸ τέλειον τῆς
ἀπολογίας ἴδοι, ὥστε πάντα τὰ παρ᾽ αὐτοῦ κακῶς φρονηθέντα ἐναργεῖ καὶ
παρούσῃ τῇ φωνῇ, καὶ οἰκείᾳ δὲ καταδικασθῆναι ὑπογραφῇ, οὐκ ἔσται
καταγνώσεως ἄξιος ὁ περὶ τόν διορθωθέντα ὁποσοσοῦν ἔλεος· ἐπειδή περ ὁ
Κύριος ἡμῶν ὁ ἀληθινὸς καὶ ἀγαθὸς ποιμήν, ὁ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θεὶς ὑπὲρ
τῶν προβάτων τῶν ἑαυτοῦ [᾿Ιω 10:11], καὶ ὃς ἦλθε τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων σῶσαι, οὐκ ἀπολέσαι [Λκ 9:56],
μιμητὰς ἡμᾶς τῆς οἰκείας ἀγαθότητος εἶναι βούλεται, ἵνα τοὺς μὲν
ἁμαρτάνοντας σωφρονίσῃ τὸ δίκαιον, τοὺς δὲ ἐπιστρέψαντας ὁ τῆς
συμπαθείας οἶκτος μηδαμῶς ἀπώσηται. τότε γὰρ ὄντως, τότε σὺν ἀγαθῷ τῷ
καρπῷ τὸ τῆς πίστεως ἀληθὲς ἐκδικεῖται, ὅτε καὶ παρὰ τῶν τῆς δυσσεβείας
ἐξάρχων ἡ οἰκεία κακοδοξία καταδικάζεται.
Πρὸς
δὲ τὸ πᾶσαν τὴν ὑπόθεσιν εὐσεβῶς καὶ πιστῶς ἐξανυσθῆναι, τοὺς ἁδελφοὺς
ἡμῶν Ἰούλιον τὸν ἐπίσκοπον καὶ ῾Ρενάτον τὸν πρεσβύτερον, ἔτι γε μὴν καὶ
τὸν υἱόν μου ῞Ιλαρον τὸν διάκονον, εἰς τὸν ἡμῶν ἀπεστάλκαμεν τόπον· οἷς
Δουλκίτιον τὸν νοτάριον τὸν ἡμέτερον, οὗ τὴν πίστιν ἐδοκιμάσαμεν,
συνεζεύξαμεν θαρροῦντες τὴν τοῦ θεοῦ παρεσομένην βοήθειαν, ὥστε τὸν
πλανηθέντα, καταδικασθείσης τῆς σκαιότητος τοῦ φρονήματος τοῦ οἰκείου,
σωθῆναι.
Ὁ θεὸς ἐρρωμένον σε διαφυλάττοι, ἀδελφὲ προσφιλέστατε.
[13 ἰουνίου 449]
http://www.symbole.gr/chrtoms/dogma/1167-fides15
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.