ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΚΤΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΤΟΥ π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
Πρίν δυὸ μέρες
στὸ ἱστολόγιο «Ἀμέθυστος» διαβάσαμε ἕνα σχόλιο συκοφαντικὸ γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο
τὸν Στουδίτη. Τὸ σχόλιο οἱ ἱστολόγοι ἐπεστράτευσαν γιὰ νὰ κατατροπώσουν τὸν π. Ἰωάννη Διώτη, ὁ
ὁποῖος τοὺς κατήγγειλε ὡς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν «φόβο Θεού και εντροπή, αδίστακτους
ανθρώπους που χαρακτηρίζουν τον άγιον Θεόδωρον Στουδίτην ως “θλιβερόν
Άγιον”».
Ἐπισημάναμε κι ἐμεῖς παλαιότερα τὴν κατάντια τοῦ ἁγιομάχου πλέον «Ἀμέθυστου», ὁ ὁποῖος κατηγόρησε ὡς ἁγιομάχο τὸν κ. Σιαμάκη, ἐπειδὴ καταφέρθηκε κατὰ τοῦ (Γέροντος τότε καὶ ἐξ ὑστέρων ἁγιοκαταταχθέντος) ἁγίου Παϊσίου καὶ τώρα αὐτός, ἀποκαλεῖ ἕναν ἤδη ἀναγνωρισμένο Ἅγιο ὡς θλιβερό! Ἡ ὕβρις κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἰσχύει μόνο στὴν μία περίπτωση, κατὰ
τὸν «Ἀμέθυστο», κι ὄχι στὴν ἄλλη!
Τὸ ἀκόμα
χειρότερο εἶναι ὅτι ὁ «Ἀμέθυστος» φέρεται πλέον καὶ ἀνέντιμα. Διότι δημοσιεύει
ἕνα σχόλιο γιὰ νὰ στηρίξει τὶς θέσεις του, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀνακριβὲς καὶ ὄφειλε
νὰ τὸ γνωρίζει, τὴν στιγμὴ ποὺ παρακολουθεῖ καὶ σχολιάζει ὅσα δημοσιεύουμε. Τὸ
κείμενο-σχόλιο ποὺ δημοσιεύει ἐναντίον τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι
δὲν εὐσταθεῖ ἀπὸ μελέτη ἐκτεταμένη του π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, καὶ μάλιστα …δυὸ
φορὲς ἀπὸ τὸ 2009! Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν ὁ «Ἀμέθυστος» νὰ διαβάσει Τρικαμηνᾶ;
Παρουσιάζουμε α)
τὸ σχόλιο τοῦ «Ἀμέθυστου» καὶ β) τὴν ἀπόδειξη τῆς ἀνακρίβεια τοῦ περιεχομένου
τοῦ σχολίου, ἀπὸ ἀπόσπασμα ἐκτεταμένης μελέτης τοῦ π. Εὐθυμίου.
Δὲν
εὐελπιστοῦμε, βέβαια, ὅτι θὰ ἀλλάξουμε τὶς γνῶμες ὅσων τυφλώττουν μπροστὰ στὴν
ἀλήθεια, συκοφαντοῦν πρόσωπα καὶ Ἁγίους ἐπανειλημμένως (καὶ παρὰ τὴν διαμαρτυρία
μας γι’ αὐτὲς τὶς συκοφαντίες), ἀλλὰ τὸ δημοσιεύουμε πρὸς ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας
καὶ γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ὑπόψη τους τὴν συγκεκριμένη ἀπάντηση.
________________________________________________________________________________________________________________________________________________
Τὸ ΣΧΟΛΙΟ:
Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ (ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΤΑ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΟΙ Γ.Ο.Χ.» ΔΙΑΡΚΩΣ ΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΑΙ), ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ! ( ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ). Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ, ΕΙΧΑΝ ΔΙΑΚΟΨΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΤΑΡΑΣΙΟΣ, ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΜΕΘΟΔΙΟΣ. ΤΑ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΤΩΝ ΣΤΟΥΔΙΤΩΝ, ΤΑ ΚΑΤΕΚΡΙΝΑΝ ΠΟΛΛΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ!!! ΟΙ ''ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ'' ΤΟΥ Μ. ΓΕΔΕΩΝ (σελ. 185) ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ: ''Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΕΞΗΝΕΓΚΕΝ ΑΝΑΘΕΜΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΟΥ ΜΟΝΑΧΩΝ ΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΣΧΙΣΑΝΤΩΝ, ΔΙΟΤΙ ΑΝΤΕΙΧΟΝΤΟ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΛΗΘΕΝΤΩΝ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΝΤΩΝ...''! Ο ΜΕΓΑΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΣΤΗ ''ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ'' ΤΟΥ, ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΣΧΙΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ''ΑΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ'' ΚΑΙ ΤΟΝ ''ΑΓΙΩΤΑΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ'' ! (P.G. 108 σελ. 992Β). Ο ΟΣΙΟΣ ΔΑΝΙΗΛ Ο ΣΤΥΛΙΤΗΣ, ΚΑΛΟΥΣΕ ΣΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΩΡΙΖΟΝΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΝΕΥ ΛΟΓΩΝ ΠΙΣΤΕΩΣ ΛΕΓΟΝΤΑΣ: ''ΟΥΚ ΑΚΙΝΔΥΝΩΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΧΩΡΙΖΟΜΕΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΗΜΩΝ ΜΗΤΡΟΣ''! (Les saints Stylites... σελ. 85). ΑΚΟΜΗ ΤΑ ΣΤΟΥΔΙΤΙΚΑ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΚΑΤΕΚΡΙΝΕ ΚΑΙ Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ ( ΟΣΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ, P.G. 116 σελ. 85Α - 88Β ) ΚΑΙ ΟΙ ΙΕΡΟΙ: ΜΕΘΟΔΙΟΣ ( P.G. 99 σελ. 1853D) ΚΑΙ ΔΟΣΙΘΕΟΣ (ΔΩΔΕΚΑΒΙΒΛΟΣ τόμος ζ΄ κεφ. Δ΄).
________________________________________________________________________________________________________________________________________________
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΚΤΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΤΟΥ π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
ΣΤΟΝ π. ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ὁ συγγράψας τὸ σχόλιο!
Ὁ σκοπός μου ὅμως, ὅπως προανέφερα π. Βασίλειε, δέν εἶναι νά ἀσχοληθῶ μέ τά σκόρπια παραδείγματα πού ἐπικαλέσθηκες, πολλά ἀπό τά ὁποῖα δυσκολεύτηκα νά τά ἐντοπίσω μέ βάσι τίς παραπομπές πού ἔδωσες, ἀλλά μέ βασικές θέσεις σου, μέ τίς ὁποῖες πιστεύω ὅτι διαστρέφεις τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία καί Παράδοσι καί μέ τήν γραμμή πού ἀκολουθεῖς ἀποφεύγοντας τεχνηέντως τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων. Δι’ αὐτό ἔρχομαι νά σχολιάσω τά ὅσα ἀνέφερες σχετικά μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη.
Πρέπει κατ’ ἀρχάς νά ἀναφέρωμε, πρίν καταπιασθοῦμε μέ τό τμῆμα τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη, τό ὁποῖο ἀφοροῦσε τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ὅτι δέν θά ἀσχοληθοῦμε, ὄχι μόνο μέ τά σκόρπια παραδείγματα, τά ὁποῖα προσπάθησε νά τά παρουσιάση ὡς δῆθεν ἐν καιρῷ αἱρέσεως Ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἀλλά οὔτε καὶ μὲ ὅσα ἐπικαλέσθηκε, παίρνοντας στοιχεῖα ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες, ἤ ὅσα ἀφοροῦσαν θέσεις καί καταστάσεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Θεωροῦμε ὅτι, δι’ αὐτά, εἶναι ἁρμόδιοι ἐκεῖνοι νά ἀπαντήσουν καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐμᾶς δέν μᾶς ἀφοροῦν. Μέ τήν δόλια καί πονηρή τοποθέτησί του νά τούς κατατάξη ὅλους (Παλαιοημερολογίτες καί ἀποτειχισμένους) στούς Ζηλωτές, δημιούργησε μία σύγχυσι καί ἐπιβάλλεται ἐμεῖς νά ξεχωρίσωμε ὅ,τι ἀναφέρεται στούς ἀποτειχισμένους, ὥστε σέ αὐτά νά ἀπαντοῦμε, καθόσον σέ ἕναν ἁπλό ἀκροατή καί ἀναγνώστη τῶν ἱστοσελίδων, ὁ ὁποῖος προφανῶς δέν γνωρίζει νά κάνη αὐτή τή διάκρισι, δημιουργεῖ τήν ἐντύπωσι ὅτι, αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ π. Βασίλειος, ἀφοροῦν ὅλους καί ἔτσι, τά λάθη τῶν Παλαιοημερολιτῶν, τά φορτώνει στούς ἀποτειχισμένους.
Κατ’ ἀρχάς ὁ π. Βασίλειος ἔρχεται σέ ὀξεία ἀντίθεσι μέ
τόν προηγούμενο εἰσηγητή, τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, διότι αὐτός ἰσχυρίσθηκε ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διέκοψε ὄντως τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία με τούς δύο Πατριάρχες, Ἅγιο Ταράσιο καί Νικηφόρο καί μάλιστα δύο φορές, ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ἰσχυρίσθηκε ὅτι δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς δύο Πατριάρχες, ἁπλῶς μόνο ψυχράνθηκαν οἱ σχέσεις των σέ προσωπικό ἐπίπεδο. Ἐπίσης ὀξεία ἀντίθεσι μεταξύ των παρατηρεῖται καί εἰς τό ὅτι ὁ π. Βασίλειος ἰσχυρίστηκε ὅτι οἱ ἀποσχίσεις αὐτές τοῦ Ὁσίου καταδικάσθηκαν Συνοδικῶς, ἐνῶ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ἰσχυρίσθηκε ὅτι δέν καταδικάσθηκε ὁ Ὅσιος ἀπό καμμία ἐγκεκριμμένη Σύνοδο.
Ἀνέφερε συγκεκριμένα ὁ Πειραιῶς, ἀντιγράφοντας κατά γράμμα τόν καθηγητή Β. Τσίγκο: «Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δέν ἦταν σχισματικός ἤ ἔστω πρόσκαιρα σχισματικός πού ἀργότερα μετενόησε. Πρός ἐπίρρωσι τῶν προαναφερθέντων θά πρέπει νά σημειωθῆ πώς δέν καταδικάσθηκε ὡς σχισματικός ἀπό καμμία ἔγκυρη Σύνοδο τῆς ἐποχῆς του» (σελ. 91 τῆς μελέτης τοῦ καθ. Β. Τσίγκου).
Ὁ π. Βασίλειος στήν εἰσήγησί του ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Ὁ ἅγιος Θεόδωρος εἶναι βέβαια ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ὁμολογητές καθώς διέπρεψε στούς ἀγῶνες κατά τῆς εἰκονομαχίας. Μόνο οἱ δύο ἀνωτέρω πρόσκαιρες ἀποτειχίσεις του ἔχουν καταδικαστεῖ», καί ὀλίγω ἀνωτέρω ἀνέφερε: «οἱ ἀποσχίσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἔχουν καταδικαστεῖ καί δέν θεωροῦνται πρότυπο πρός μίμησι ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες».
Ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς πάλι ἀντιγράφοντας τόν καθηγητή, ἀνέφερε γιά τόν ὅσιο τά ἑξῆς: «Ἀποτελεῖ ἀναντίρρητη πραγματικότητα καί ἀμετακίνητη βεβαιότητα ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση δέν θά τιμοῦσε σχισματικό ἐπί τόσους αἰῶνες, ὡς ἅγιο τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας»· ἐνῶ ὁ π. Βασίλειος ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Ἀρχικά καταδικάστηκαν (οἱ ἀποσχίσεις τοῦ ὁσίου) τό 809 ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τούς Στουδίτες καί τούς ὁμόφρονάς των»· καὶ ὀλίγο κατωτέρω: «Οἱ ἀποσχίσεις τοῦ ὁσίου Θεοδώρου καταδικάστηκαν καί μετά τήν ἀναστήλωση τῆς Ὀρθοδοξίας (842) ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Μεθοδίου Κων/πόλεως τοῦ ὁμολογητοῦ»· καί στή συνέχεια: «Μέ καταδικασμένα λοιπόν ἀπό τήν Ἐκκλησία συγγράμματα προσπαθοῦν οἱ ζηλωτές νά στηρίξουν τά σχίσματά των καί νά διαλύσουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».
Ἡ προκλητική καί σκανδαλώδης αὐτή ἀντίθεσις τῶν δύο εἰσηγητῶν ξεκινᾶ ἀπό τήν ἴδια ἀφετηρία καί ἔχει τόν ἴδιο σκοπό. Δηλαδή ὁ Μητροπολίτης, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης δέν ἔκανε σχίσμα, δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία, δέν κατακρίθηκε κλπ., θέλει νά ἐντάξη τόν ὅσιο στήν γραμμή καί πορεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί χαρτοπολεμιστῶν, ἐνῶ ὁ π. Βασίλειος, λέγοντας τά ἀντίθετα ἀκριβῶς, θέλει νά παρουσιάση τόν ὅσιο, ἐξ αἰτίας τῶν δύο ἀποτειχίσεών του, καθηρημένο, ἀναθεματισμένο μαζί μέ τά συγγράμματά του, ἐκτός Ἐκκλησίας, δηλαδή ἐλεεινό θέαμα πρός ἀποφυγή καί ἀποτροπιασμό μέ ἄλλα λόγια ἀποστροφή καί φτύσιμο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο θέλει νά ἐντάξη τά πρόβατα στό μαντρί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στό στόμα τῶν λύκων (αἱρετικῶν) καί βεβαίως στήν γραμμή καί πορεία τῆς Ν. Ἐποχῆς, μέ τήν ὁποία συνοδοιπορεῖ ὁ Οἰκουμενισμός, μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα. Δι’ αὐτό ἰσχυρίστηκε στήν εἰσήγησί του (καί μάλιστα δύο φορές) ὅτι δέν κηρύσσεται καμμία αἵρεσις, παρά μόνον ἔχουν εἰπωθεῖ μερικές κακόδοξες ἐκφράσεις κάποιων Ἐπισκόπων, ὅπως ἐγίνετο πάντοτε στήν ἱστορία.
Συνεπῶς, σύμφωνα πάντοτε μέ τόν π. Βασίλειο Παπαδάκη, ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς προέβη στήν εἰσήγησί του, στηριζόμενος σέ καταδικασμένα καί ἀναθεματισμένα ἀπό τήν Ἐκκλησία κείμενα, τό ἴδιο βεβαίως καί ὁ καθηγητής Β. Τσίγκος στήν διδακτορική του μελέτη καί τό χειρότερο ὅλων, αὐτά τά καταδικασμένα καί ἀναθεματισμένα (κατά τόν π. Βασίλειο) κείμενα τοῦ ὁσίου, ἔχουν καταγραφῆ στήν Φιλοκαλία τῆς ΕΠΕ (Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν τόμ. 18 Β), ἐκεῖ δηλαδή πού ἐκδίδονται τά ὡραιότερα, θεολογικώτερα καί ὀρθοδοξότερα κείμενα, δίπλα στά κείμενα τοῦ ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος κλπ. Καί βεβαίως μερικά ἀπό αὐτά τά «καταδικασθέντα» καί «ἀναθεματισμένα» κείμενα, ἐπικαλοῦνται οἱ ἐπί Βέκκου ὁσιομάρτυρες στήν ὁμολογιακή τους ἐπιστολή πρός τόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο.
Ἡ ἀνακάλυψις τέλος, τοῦ π. Βασιλείου περί καταδικασμένων καί ἀναθεματισμένων κειμένων, διέφυγε ἀπό τήν γνῶσι τῶν καθηγητῶν τῆς θεολογικῆς σχολῆς πού ἐνέκριναν παμψηφεῖ τήν ἐργασία αὐτή τοῦ κ. Β. Τσίγκου, διότι τοποθετεῖ τά κείμενα τῆς Μοιχειανικῆς αἱρέσεως, μέ τά ὁποῖα ἀποκλειστικῶς ἀσχολήθηκε στήν μελέτη του, ὡς τά κορυφαῖα πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα συνοψίζουν ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία. Γράφει ὁ καθηγητής συγκεκριμένα: «Στίς ἑκατοντάδες συγγράμματά του, ὅπου δέν εἶναι ὑπερβολή ἐάν ὑποστηρίξουμε ὅτι ἀντικατοπτρίζεται σύνολη ἡ διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων...» (Πρόλογος, σελ. 7) καί στόν ἐπίλογο: «Τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἱεροῦ πατρός εἶναι ἡ ἴδια ἡ δογματική διδασκαλία τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας» (σελ. 366). Ἀλλά γιά τά καταδικασμένα, κατά τόν π. Βασίλειο, κείμενα τοῦ ὁσίου θά ἀναφερθοῦμε ἀργότερα, διότι, ὅπως φαίνεται, πρέπει νά ξεκινήσωμε κατά τό δή λεγόμενο ἀπό τό ἄλφα–βῆτα, ἐπειδή δείχνει ἠθελημένα ἤ ἀθέλητα ἄγνοια γιά βασικά θέματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν στόν ὅσιο καί φυσικά στήν Ἐκκλησία καί στήν σύγχρονη αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κατ’ ἀρχάς, ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης στήν εἰσήγησί του, ἀποκαλύπτει παχυλή ἄγνοια τοῦ λόγου γιά τόν ὁποῖο ἀποτειχίσθηκε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καθ’ ὅσον ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς στήν εἰσήγησί του ὡς λόγο ἀποτειχίσεως τόν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος. Δέν ὑπάρχει ὅμως κάτι ψευδέστερον τούτου καί πιστεύω ὅτι ἐσκεμμένως τό ἀναφέρει αὐτό ὡς λόγο ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου, διά νά δυνηθῆ εὐκόλως κι ἀνωδύνως νά ἀποδείξη ὅτι δέν ὑπῆρχε πρόβλημα αἱρέσεως καί ἄρα ἡ ἀποτείχισίς του ἦτο παράνομος. Ἀναφέρει συγκεκριμένα στήν εἰσήγησί του τά ἑξῆς: «Οἱ Ζηλωτές γιά νά δικαιολογήσουν τά σχίσματά τους, ἐπενόησαν μία ἀνύπαρκτη στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία αἵρεσι, τήν αἵρεσι τοῦ μοιχειανισμοῦ».
Δέν εἶναι ἐπινόησις, πάτερ, οὔτε τῶν Ζηλωτῶν, οὔτε τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἡ μοιχειανική αἵρεσις. Δέν ἔχει κανείς δικαίωμα στήν Ἐκκλησία, οὔτε νά ἐπινοῆ, οὔτε νά ἀμνηστεύη αἱρέσεις, ὅπως ἀκριβῶς πράττεις ἐσύ. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι δέν ἀποδέχεσαι οὔτε τό Εὐαγγέλιο, οὔτε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου. Ἄκουσε λοιπόν, τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου καί εἶναι δικαίωμά σου νά τήν ἀποδεχθῆς ἤ νά τήν ἀπορρίψης. Καί ἄν μέν τήν ἀπορρίψης, ἐπειδή δέν ἔχεις νά ἀντιπαραβάλης τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἤ τῶν ἱερῶν Κανόνων ἤ τῶν ἁγίων Πατέρων ἔχει καλῶς. Ἄν ὅμως τήν ἀπορρίπτης ἀντιπαραβάλλοντας τά σκόρπια πρός ἀποφυγή παραδείγματα τῆς ἱστορίας, τότε νομίζω ὅτι ὁ τρόπος καί ἡ πορεία τήν ὁποία ἀκολουθεῖς εἶναι αἱρετική καί δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό αὐτή τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἄλλο Εὐαγγέλιο, ἄλλους Κανόνες, ἄλλους Πατέρες καί φυσικά ἔχουν καί τά σκόρπια σου παραδείγματα.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀθανάσιον ὁ Ὅσιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπειδή δέ διά φωνῆς Κυρίου, ἀποστόλων τε καί προφητῶν, πρός τούτοις δέ καί θεοφόροις Πατράσιν ἐναποδέδεικται, ὅτι αἵρεσις χαλεπωτάτη· βλεπέτω σου ἡ σύνεσις, καί εἰτινοσοῦν ἄλλου ὁμογνωμονοῦντος σοι, ποῦ προσκρούειν μέλλετε. Αἱ γάρ παρ' ὑμῶν προτάσεις περί τοῦ μή εἶναι αἵρεσιν, σύγγνωτε οὐκ ἐκ φωνῆς Κυρίου, οὐδέ ἐκ στόματος ἁγίου· προφητικῶς δέ εἰπεῖν, ἐκ γῆς φωνούντων καί ἐκ νόμων ἀλλοκότων, πληθύος τε τῆς φόβῳ ἀνθρωπίνῳ πάντα λέγειν ἐπιτρεπομένης» (Φατ. 48, 129,11- P.G. 99 1069C ).
Ὁ Ὅσιος λοιπόν ὅ,τι ἔλεγε τό ἐστήριζε, π. Βασίλειε, στούς λόγους τοῦ Κυρίου, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων καί ὄχι στά διάφορα γεγονότα τῆς ἱστορίας. Μέ βάσι λοιπόν αὐτήν τήν διδασκαλία ἀπεδείκνυε ὅτι ἡ (μοιχοζευξία) ἦταν χαλεπωτάτη αἵρεσις καί δέν εἶναι ἐπινόησις τῶν Ζηλωτῶν. Πρέπει λοιπόν κι ἐσύ νά μᾶς ἀναφέρης δευτερολογώντας, ποῦ στηρίζεις τά συμπεράσματά σου, γιά νά καταλάβουμε κι ἐμεῖς, ἄν εἶναι ὀρθόδοξα ἤ αἱρετικά, διότι μέχρι τώρα δέν ἀκούσαμε κάτι νά καταγράψης ἀπό τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους.
Αὐτά ἀναφέρει καί ὁ Ὅσιος στό τέλος μιᾶς ἐπιστολῆς πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ἀφοῦ τοῦ ἐξηγεῖ ὅλη τήν θεολογία καί τίς προϋποθέσεις τοῦ δευτέρου καί τρίτου γάμου: «Ταῦτά μοι κατά τό δυνατόν εὕρηται καί λέλεκται, ὦ παῖ καλέ. εἰ δε σοι ἑτέρως δοκεῖ τἀληθές ἤ τινι ἄλλῳ, μόνον ἐκ γραφικῆς καί πατρικῆς καί κανονικῆς παραστάσεως, συνεπομένης τούτοις καί τῆς οἴκοθεν διανοηματικῆς ἐπιδόσεως, καί ἡμεῖς γε ποδηγηθῆναι ἕτοιμοι καί ἐλλαμφθῆναι πρόθυμοι τῆς παρ’ ἄλλων δᾳδουχίας, ἐνδεεῖς φωτός ὑπάρχοντες ὅτι μάλιστα» (Φατ. 50, 151,120 - P.G.99, 1096).
Οἱ Ἅγιοι λοιπόν ἦταν ἕτοιμοι νά διδαχθοῦν καί ἐθεωροῦσαν τούς ἑαυτούς των «ἐνδεεῖς φωτός», ἀλλά μόνον ἀπό τίς Γραφές, τούς ἱερούς Κανόνες καί τούς ἁγίους Πατέρες. Σήμερα ἡ νεοεποχίτικη μέθοδος εἶναι νά τά ἀφήσωμε ὅλα αὐτά καί νά διδασκώμεθα ἀπό τά πρός ἀποφυγή σκόρπια παραδείγματα τῆς ἱστορίας καί νά εἴμεθα φρόνιμοι καί πειθαρχημένοι στούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, μέ τήν δικαιολογία νά ἀποφύγωμε τό σχίσμα.
Ἡ θεολογία λοιπόν στήν ὁποία ἐστηρίζετο ὁ Ὅσιος, προκειμένου νά ἀποκαλέση «χαλεπωτάτη αἵρεσι» τήν συνοδική κατοχύρωσι τῆς μοιχοζευξίας ἦταν ἡ ἑξῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐδίδαξε ὅτι, ὅποιος χωρίσει τήν γυναῖκα του καί νυμφευθῆ ἄλλη, διαπράττει μοιχεία (Ματθ. 5,32 –Μαρκ. 10,11-12). Τό ἴδιο ἐδίδαξε καί διά τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή (Ρωμ. 7,2-3). Ὅταν λοιπόν ὁ ἱερεύς ἤ ὁ Ἐπίσκοπος τελεῖ ἕναν τέτοιο γάμο καί παρακαλεῖ τόν Χριστό νά τόν εὐλογήση, φέρει τόν ἴδιο τόν Χριστό σέ ἐναντιολογία. Ἀπό τήν μία δηλαδή, ν’ ἀπαγορεύη κάτι καί νά διδάσκη ὅτι αὐτό εἶναι μοιχεία, καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ Ἴδιος νά τό εὐλογῆ καί νά τό ἀποδέχεται ὡς νόμιμο καί θεάρεστο.
Σέ ἐπιστολή του ὁ Ὅσιος, πρός τόν μοναχό Συμεών, ἀφοῦ κάνει αὐτές τίς διευκρινίσεις, ἀναφέρει καί τήν ἴδια τήν εὐχή τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, μέ τήν ὁποία καλοῦμε τόν ἴδιο τόν Χριστό νά τόν εὐλογήση: «Καί σκοπήσωμεν, πάτερ, παρακαλῶ, τό φοβερόν καί ἔκτοπον· ἔχει γάρ οὕτως· "Aὐτός, Δέσποτα, ἐξαπόστειλον τήν χεῖρα σου ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου καί ἅρμοσον τῷ δούλῳ σου τήν δούλην σου. Σύζευξον αὐτούς ἐν ὁμοφροσύνῃ. Ἕνωσον αὐτούς εἰς σάρκα μίαν, οἷς εὐδόκησας συναφθῆναι ἀλλήλοις. Τίμιον τόν γάμον ἀνάδειξον, ἀμίαντον αὐτῶν τήν κοίτην διατήρησον, ἀκηλίδωτον αὐτῶν τήν συμβίωσιν διαμεῖναι εὐδόκησον". Οὐκ ἆρα φρικτόν καί ἀκουόμενον, καί ἐννοούμενον; πόσον ἐστίν ἐνταῦθα ὑπολαβεῖν τόν παροργισμόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ τοιαύτῃ βλασφημίᾳ, συνοργισθῆναί τε τούς ἁγίους ἀγγέλους ἐν ταῖς τηλικαύταις δυσφημίαις; ἤ πῶς οὐ παραυτίκα, ὡς τόν Δαθάν καί Ἀβειρών, ὑπέλαβεν ἡ γῆ χάνασα τόν ὑφηγητήν τοῦ ψεύδους, καί δεικνύντα τό σκότος φῶς, καί τόν Χριστόν εἰς ἐναντιολογίαν περιπεσεῖν πειρώμενον; Πάντως γάρ ὅσα ὁ ἱερεύς ὑποφαίνει, ταῦτα καί Θεός κυροῦν ἐπαγγέλεται, κατά τόν μέγαν Διονύσιον» (Φατ. 22, 58, 22 - P.G. 99,973).
Τώρα, τί κατά κατά τήν γνώμη σου, π. Βασίλειε, συμβαίνει; Ὁ Χριστός κάνει ὑπακοή στόν ἱερέα ἤ τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος τελεῖ ἕναν τέτοιο γάμο, ἤ ἰσχύουν οἱ ἐντολές τίς ὁποῖες ἔδωσε στήν Ἁγία Γραφή; Διότι, ἄν ὁ κάθε Ἐπίσκοπος ἤ ἡ κάθε Σύνοδος εἶχε δικαίωμα νά ἀλλάζη κατά τό δοκοῦν τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, τότε φυσικά ἡ Σύνοδος θά ἦτο ἀνώτερη ἀπό τό Εὐαγγέλιον, καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὑποτακτικός τῆς ἑκάστοτε Συνόδου. Ὅ,τι δηλαδή ἀκριβῶς κάνουν σήμερα οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταργήσει Συνοδικῶς καί ἀλλάξει ὅλες τίς ἐντολές καί τά ἀναθέματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ἀφοροῦν στίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς.
Ὁ Ὅσιος ὅμως, κατά πάντα σύμφωνος μέ τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους, διδάσκει, ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετάβλητες καί ἀναλλοίωτες καί αἰώνιες. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀθανάσιο, ἀκολουθώντας πιστότατα τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὅτι δέ ἀμετάβλητοι αἱ ἐντολαί τοῦ Εὐαγγελίου, ἄκουε τοῦ μεγάλου Βασιλείου βοῶντος· Τάχα τονῶσαί μου τήν ψυχήν, καί νηπτικωτέραν πρός τό ἐφεξῆς καταστῆσαι ὁ Κύριος ἠβουλήθη, ὡς μή προσέχειν ἀνθρώποις, ἀλλά διά τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καταρτίζεσθαι. Αἵ οὔτε καιροῖς, οὔτε περιστάσεσιν ἀνθρωπίνων πραγμάτων συμμεταβάλλονται, ἀλλ' αὐταί διαμένουσιν· ὡς προήχθησαν ἀπό τοῦ ἀψευδοῦς καί μακαρίου στόματος, οὕτω διαιωνίζουσαι. Οἱ δέ δι' ἐναντίας κηρύξαντες τήν μοιχοζευξίαν οἰκονομίαν σωτήριον, τί ἄλλο ἤ τρεπτάς τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ἀπεφήναντο; πῆ μέν μεταβαλλομένας, πῆ δέ οὐ μεταβαλλομένας, ἀλλ' ἐνεργούσας ἀτρέπτως· καιροῖς δέ τισι καί περιστάσεσιν ἀνθρωπίναις, ὥσπερ ἔφασαν αὐτοί περί τῶν κρατούντων, μεταβαλλομένας, καί μή εἰς ἀνομίαν λογιζομένας, ἀλλά γάρ καί τοσοῦτον ἰσχύν ἐχούσας, ὡς καί τούς μή προσιεμένους αὐτάς, ἤγουν τάς παραβάσεις τάς, ὥς φασιν, οἰκονομίας τῶν ἁγίων ἀναθεματισμένους παρά τῇ Ἐκκλησίᾳ εἶναι; Συνῆκται οὖν ἐντεῦθεν οὐδέν ἕτερον, ἤ τό τόν Θεόν τρεπτόν εἶναι καί ἀλλοιωτόν· ὁμοιουμένου τοῦ λέγοντος τῷ οἰκείῳ λόγῳ, τό τε Εὐαγγέλιον ἀόριστον πρός τε σωτηρίαν καί ἀπώλειαν» (Φατ. 48, 135, 167- P.G. 99,1077). Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Μ. Βασιλείου εὑρίσκεται σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἐπίσκοπο Πατρόφιλο (P.G. 32, 921).
Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ αἵρεσις τήν ὁποία ὁ Ὅσιος ἀπεκάλεσε μοιχειανική καί τήν ὁποία, ἄν κατανοοῦσες π. Βασίλειε, θά ἤσουν σέ θέσι νά κατανοήσης καί τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (τήν ὁποία κατ’ ἐπανάληψιν ἀρνήθηκες ὅτι ὑφίσταται). Εἶναι δηλαδή ἡ ἀλλαγή καί ἀλλοίωσις τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, τίς ὁποῖες ἀπό αἰώνιες, διαχρονικές καί ἀμετάβλητες, τίς μεταλλάσσομε σέ προσωρινές καί μεταβλητές κατά τίς ὀρέξεις, τά πάθη, τίς ἰδιοτέλειες καί ἰδεολογίες ἑκάστου. Μέ τήν μετάλλαξι καί ἀλλοίωσι τῶν ἐντολῶν, διδάσκει ὁ Ὅσιος, μεταλλάσσεται καί ὁ νομοθέτης, δηλαδή ὁ Θεός γίνεται τρεπτός καί ἀλλοιωτός καί τό Εὐαγγέλιον «ἀόριστον πρός τε σωτηρίαν καί ἀπώλειαν». Δηλαδή, εἴτε ἔτσι πράξεις, εἴτε διαφορετικά, μπορεῖς νά σωθῆς μέ τίς εὐλογίες, ὄχι βεβαίως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς Συνόδου.
Πρέπει λοιπόν νά μᾶς ἀπαντήσης, π. Βασίλειε, δευτερολογώντας, ἄν ἀποδέχεσαι τήν διδασκαλία, ἄν ὄχι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τήν ὁποία θεωρεῖς ἀναθεματισμένη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, τουλάχιστον τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἄν τήν ἀποδέχεσαι, πρέπει νά συμφωνήσης ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις ἔστω καί μιᾶς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ἀποτελεῖ αἵρεσι, διότι εἰσάγει ἄλλον νομοθέτη καί ἄλλο Εὐαγγέλιο.
Καί μή θεωρήσεις ὅτι ἡ αἵρεσις ἔγκειται εἰς τό νά διακηρύξουν οἱ αἱρετικοί ὅτι αὐτήν τήν ἐντολή τοῦ Εὐαγγελίου δέν τήν ἀποδέχονται, ἀλλά εἰς τό νά τήν ἀθετήσουν στήν πρᾶξι, εἰς τό νά παρουσιάσουν ὡς οἰκονομία τήν ἀθέτησι τῶν ἐντολῶν καί αὐτή ἡ οἰκονομία νά γίνη νόμος αἰώνιος, χωρίς μέτρο ἤ φραγμό, εἰς τό νά δημιουργηθῆ μέ τήν ἀθέτησι τῶν ἐντολῶν ὁ ἐθισμός καί ἡ συνήθεια τοῦ λαοῦ, σέ σημεῖο πού νά μήν προβληματίζεται κἄν μέ τήν φαύλη ἀθέτησι τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, ἀλλά νά τή θεωρῆ ὡς πράξι συνηθισμένη καί νόμιμη.
Αὐτό τό διδάσκει ὁ ὅσιος στήν ἴδια ἐπιστολή πρός τόν μοναχό Ἀθανάσιο ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ' ἐπί τό προκείμενον ὁ λόγος. Ἔφης, μηδενός ἐνισταμένου καί διδάσκοντος τοῦ μοιχεύειν καί λύειν τούς ἀνιέρους, πῶς εὐλόγως καλέσομεν αὐτούς αἱρετικούς; Μοιχεύειν οὖν καί λύειν τούς ἀνιέρους τῷ λόγῳ ἀληθές, οὐ διδάσκουσιν· ἐπεί μηδέ τά ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα μοιχεύειν διδάσκει· καί οὐδέ ἡμεῖς γυμνῶς τοῦτο ἐκφωνεῖν αὐτούς ἐξεθέμεθα· ἤ ὅτι τήν μοιχοζευξίαν κυρώσαντες καί τά σύν αὐτῇ καί δι' αὐτῆς ἑτέρας παραβάσεις τοῦ Εὐαγγελίου, σύν ταῖς τῶν θείων κανόνων λύσεσιν, οἰκονομίαν εἶναι σωτήριον ὑπ' ἀναθέματι· καί τοῦτο καθεκάστην ἐκδικοῦντες διά τῶν προλεχθέντων ἐξοριῶν καί φυλακῶν, τό Εὐαγγέλιον λελύκασι κατά τήν φωνήν τῶν ἁγίων· καί δυνάμει ἐπί πάσης παραβάσεως οἰκονομίαν γίνεσθαι ὑποτίθενται· τάς ἀναλλοιώτους ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ἀλλοιώσαντες, καί τρεπτάς ἀποδεικνύοντες» (Φατ. 48,134,140 - P.G. 99,1076). Δι’ αὐτό λέγομε ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές ἔχουν ἄλλο Εὐαγγέλιο, ἄλλους Κανόνες καί ἄλλους Πατέρες.
Θά ἔλθωμε ἐν συνεχείᾳ στό θέμα τῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες, ὅπως ἀνέφερε στήν εἰσήγησί του, ὁ π. Βασίλειος κατεδίκασαν τά συγγράμματα τοῦ ὁσίου.
Kατ’ ἀρχάς πρέπει νά γνωρίζωμε ὅτι μία Ὀρθόδοξος Σύνοδος δέν καταδικάζει ποτέ οὔτε τούς Ὀρθοδόξους, οὔτε τά ὀρθόδοξα συγγράμματά των, ἀλλά καταδικάζει αἱρετικούς καί αἱρετικά συγγράμματα. Ἀκόμη καί τά συγγράμματα τοῦ Θεοδώρητου Κύρου, τά ὁποῖα καταδικάστηκαν ἀπό τήν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, καταδικάσθηκαν διότι ἀντεστρατεύοντο, στά δώδεκα κεφάλαια τοῦ ἁγίου Κυρίλλου μέ τούς ἰσάριθμους ἀναθεματισμούς, τά ὁποῖα ἀνεκήρυττον Θεοτόκον τήν Παναγία καί κατεδίκαζον τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του καί τά ὁποῖα ὁ Θεοδώρητος παρερμήνευσε καί τά ἐθεωροῦσε αἱρετικά. Ἐπίσης καταδικάζονται ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Συνόδους ὅσοι παρερμηνεύουν καί διαστρέφουν τήν Ὀρθόδοξο διδασκαλία τῶν Ἁγίων: «Τοῖς μή ὀρθῶς τά τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας θείας φωνάς ἐκλαμβανομένοις, καί τά σαφῶς καί ἀριδήλως ἐν αὐταῖς διά τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος χάριτος εἰρημένα, παρερμηνεύειν τε καί περιστρέφειν πειρωμένοις. Ἀνάθεμα (γ΄)». (Συνοδ. Ζ΄Οἰκουμ. –Τριώδιον (σελ. 147) καί ἐπίσης στό ἴδιο τό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς: «Πᾶσι τοῖς δυσσεβέσιν αὐτῶν λόγοις τε καί συγγράμμασιν. Ἀνάθεμα (γ΄)» (σελ. 149).
Πρέπει ὡς ἐκ τούτου νά μᾶς ὑποδείξη ὁ π. Βασίλειος, τί αἱρετικό ἐκήρυξε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὥστε νά καταδικασθῆ καί μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει, ἀπό δύο Συνόδους. Καί ἐπί πλέον νά μᾶς διευκρινίση, πῶς δύναται νά εἶναι κάποιος «ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους Ὁμολογητές», σύμφωνα μέ τά ἴδια τά λόγια του, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία δύο φορές πλανήθηκε, σύμφωνα μέ τίς ὄψιμες θεωρίες του, ἐξῆλθε τῆς Ἐκκλησίας, ἔκανε σχίσματα, παρέσυρε καί πλῆθος ἄλλο σ’ αὐτά κλπ. καί, τό κυριώτερο, συνέγραψε πλῆθος αἱρετικῶν καί ἀναθεματισμένων συγγραμμάτων τά ὁποῖα φυσικό ἦτο νά πλανήσουν πολλούς καί νά τούς ἐξωκείλουν τῆς εὐθείας ὁδοῦ καί τέλος δέν μετενόησε, ὥστε νά ἐπιστρέψη στήν Ἐκκλησία καί νά ὁμολογήση τό λάθος του· καί τό ἀκόμη βασικώτερο, ἡ ἕνωσις καί συνδιαλλαγή μέ τούς δύο ἁγίους Πατριάρχες Ταράσιο καί Νικηφόρο ἔγινε μέ βάσι τήν θεολογία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου καί ἀφοῦ ὡμολόγησαν οἱ δύο Πατριάρχες ὅτι ἔκαναν λάθος καί ὅτι ἡ ἀλήθεια ἦτο μέ τό μέρος τοῦ ὁσίου.
Τά κείμενα τά ὁποῖα παρουσιάζουν αὐτήν τήν ἀλήθεια εἶναι ἐρανισμένα ἀπό τήν δεύτερη βιογραφία του, στήν ὁποία ἀπό τήν πρώτη ἐπάνοδο ἐκ τῆς ἐξορίας του ὁ βιογράφος του περιγράφει τά ἑξῆς: «Aὕτη οὖν ἡ θεοφιλεστάτη ἄνθρωπος, (δηλαδή ἡ Εἰρήνη) ἅμα τοῦ ἐπειλῆφθαι τά τῆς βασιλείας πηδάλια, ἀνακαλεῖται μέν τῆς ἐξορίας τόν μέγαν Θεόδωρον, ποιεῖ δέ αὐτόν ἑνωθῆναι τῷ ἁγιωτάτῳ πατριάρχῃ Ταρασίῳ τοῦ Ἰωσήφ μετά τήν ἐκβολήν Κωνσταντίνου τῆς ἱερατικῆς ἀπογυμνωθέντος ἀξίας· καλῶς πεπραχέναι λέγουσα καί θεαρέστως τούς ἀμφοτέρους· τόν μέν, ὡς τῶν εὐαγγελικῶν δογμάτων μέχρις αἵματος καί ποινῶν ἀναφανέντα συνίστορα, καί διά τούτου τοῖς μεταγενεστέροις τήν καθαράν πραγματευσόμενον τῶν ψυχῶν σωτηρίαν· τόν δέ, ὡς οἰκονομήσαντα συμφερόντως, καί τοῦ οἰστροῦντος ἄνακτος τήν κακότροπον ἐκμοχλεύσαντα γνώμην, τά χείρω τῶν πρό αὐτοῦ βεβασιλευκότων ἐπαπειλοῦντος ποιήσειν εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἰ τῶν κατά νοῦν ἀποπέσοιεν· ταῦτα δέ καί ὁ θεῖος Ταράσιος ἐβεβαίωσε, συναφθείς τῷ καθ' ἡμᾶς Πατρί, ὡς ἀνεγράψατο αὐτός οὗτος ὁ ἀθλητής τοῦ Σωτῆρος Θεόδωρος· οἷς καί ἡμεῖς στοιχήσωμεν, καί μηδέτερον μέρος κακίσωμεν, ἀλλ' ἑκατέρους ἀποδεχόμενοι, ταῖς εὐαγγελικαῖς φωναῖς πειθαρχεῖν εἰσέτι μή παραιτησώμεθα· τά γάρ οἰκονομικῶς γινόμενα οὐ νόμος· ἀλλ' οὐδέ πάντα τό ἄψεκτον κέκτηνται· ἐπεί καί Παῦλος ᾠκονόμησε περιτεμών τόν Τιμόθεον, καί οὐκ εἰς νόμου τάξιν τοῦτό γε κεκράτηκεν· αὐτός γάρ καί ταύτην ἀνέτρεψεν, διωλύγιον ἐκβοῶν· Εἰ περιτομήν κηρύσσω, τί ἔτι διώκομαι;» (P.G. 99, 256D).
Kαί ὀλίγο κατωτέρω ὁ βιογράφος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπεί ὅτι γε μή καλῶς εἰς τοῦτο τάξεως ἦλθε τά τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ἐπί τῶν ἡμερῶν τουτωνί τοῖν δυοῖν βασιλέων, καί αὐτοί σαφῶς ᾔδεισαν οἱ θεόληπτοι πατριάρχαι· οὐδέ γάρ ἄν καλῶς δεδρακέναι τόν μέγαν ἔλεγεν Θεόδωρον ἐκ Θεσσαλονίκης ἐπανελθόντα ὁ τῆς ὀρθοδοξίας πρόμος Ταράσιος, εἰ μή αὐτόν ᾒδει τήν ἀληθῆ τρίβον τοῦ εὐαγγελίου ἀπλανῶς ὁδεύοντα· οὐδ' αὖ πάλιν ἀπεδέχετο αὐτόν ὁ τῆς νίκης ἐπώνυμος ἱεροθέτης, καί ὡς ἀθλητήν ἀληθείας τοῖς ἐπαίνοις κατέστεφεν, εἰ μή ὀρθοτομοῦντα διεγνώκει τόν λόγον τῆς πίστεως. Πρός δέ τοῖς εἰρημένοις καί τοῦτο θετέον, ὅτι εἰ οὐκ εἶχεν ἕκαστος αὐτῶν μή εὖ πεποιηκέναι τό δέξασθαι εἰς ἱερωσύνης τιμήν τόν μοιχοζεύκτην διά βασιλικόν φόβον, οὐκ ἄν μετά θάνατον τῶν ἀνάκτων, καί τήν παρά Θεοῦ εἰς αὐτούς γεγονυῖαν τοῦ ἱεροῦ Θεοδώρου παρά πόδας ἐκδίκησιν, τοῦ χοροῦ τῶν ἱερέων τόν τολμητίαν ἐχώριζον» (P.G. 99, 268D).
Kαί κατά τήν δεύτερη ἐπάνοδο ἀπό τήν ἐξορία ὁ βιογράφος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὅστις Μιχαήλ Χριστιανικώτατος ὑπάρχων καί πιστός ἐν Κυρίῳ, ἀνακαλεῖται τῆς ἐξορίας εὐθύς τούς περί τόν μέγαν Θεόδωρον∙ ἀνεῖσθαι δέ κελεύει καί τούς κατά τά μοναστήρια ὑπό φρουράν ὄντας αὐτοῦ μαθητάς∙ καί γίνεται πρέσβυς χριστομίμητος καί μεσίτης τῶν διεστώτων, σύν τῷ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης∙ καί συνελαύνουσιν ἄμφω, ὁ μέν δι’ ἐπιστολῶν παραινετικῶν, ὁ δέ δι’ αὐτοπροσώπου συνομιλίας καί παρακλήσεως, τόν τε ἁγιώτατον πατριάρχην καί τόν θεσπέσιον Πατέρα ἡμῶν εἰς ὁμονοίας πρεπωδεστάτην συνάφειαν∙ τόν δέ μοιχοζευξίαν τετολμηκότα τῆς λειτουργείας ἀπείρξαντες κατά τήν ἔμπροσθεν ἐπ’ αὐτῷ γεγονυῖαν κρίσιν τοῦ ἀοιδίμου καί μεγάλου Ταρασίου. Καί οὕτω πάλιν Χριστοῦ τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ, γίνεται σταθερά γαλήνη ἐν τῇ αὐτοῦ ἁγιωτάτῃ καί καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐκ μέσου τῶν σκανδάλων ἀφανισθέντων» (P.G.99, 272D).
Σέ ἐπιστολή του ἐπίσης πρός τόν μοναχό Συμεών ὁ Ὅσιος περιγράφει τήν πρώτη ἐπάνοδο καί ἕνωσι μέ τόν Πατριάρχη Ταράσιο: «Ταῦτά ἐστι, Πάτερ ἅγιε, τά φοβοῦντα καί συστέλλοντα ἡμῶν τήν καρδίαν. Καί διά ταῦτα πρός τό μή κοινωνῆσαι αὐτῷ τε καί τῷ προηγησαμένῳ πατριάρχῃ, ἐπάν μετεδίδου τῷ μοιχεύσαντι· ἀπεκλείσθημεν, ἐγώ ἐν ὧ καθέζῃ τόπῳ, ὁ ἡγούμενός τε καί οἱ λοιποί σύν τῷ ἀρχιεπισκόπῳ ἐν τῇ Θεσσαλονίκῃ ὑπερορισθέντες. Ἀλλ' ὁ Θεός πάλιν ἐπισυνήγαγεν ἡμᾶς εὐχαῖς σου. Καί οὐδ’ οὕτως ὡς ἔτυχεν ἡνώθημεν τῷ πατριάρχῃ, εἰ μή ὡμολόγησε καλῶς ἡμᾶς πεποιηκέναι. Ἐάν οὖν οὐδ' ὅτε ἡ μοιχεία ἦν, καί ἡ τῶν κανόνων παράβασις, οὐχ ὑπεστάλημεν δυνάμει Θεοῦ· πῶς οὖν ἄρτι ὅτε εὐσεβοῦσά ἐστιν ἡ βασιλεία, ἕνεκεν ἑνός πρεσβυτέρου καθῃρημένου ὑποσταλησόμεθα, καί προδώσομεν τήν ἀλήθειαν, κινδυνεύοντες κατά ψυχήν; οὐδαμῶς. Ἀλλά πάντα ἡμῖν φορητά μέχρι θανάτου, ἤ μετασχεῖν τῆς ἐκείνου κοινωνίας, καί τῶν ἐκείνῳ συλλειτουργούντων, ἕως ἄν παύσῃ τῆς ἱερουργίας ὥσπερ ἐπί τοῦ προτέρου· καίπερ ὄντως χαλεπωτέρου τοῦ δευτέρου» (Φατ. 22, 61,111, P.G.99, 977).
Ὁ π. Βασίλειος στήν εἰσήγησί του ἀνέφερε τά ἑξῆς: «Ἀρχικά καταδικάσθηκαν τό 809 ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τούς Στουδίτες καί τούς ὁμόφρονές τους, πού εἶχαν ἀποσχισθεῖ “ἀπό τήν ἁγία Ἐκκλησία”», ἐνῶ ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «οὐδ’ αὖ πάλιν ἀπεδέχετο αὐτόν ὁ τῆς νίκης ἐπώνυμος ἱεροθέτης (δηλ. ὁ ἅγιος Νικηφόρος) καί ὡς ἀθλητήν ἀληθείας τοῖς ἐπαίνοις κατέστεφεν, εἰ μή ὀρθοτομοῦντα διεγνώκει τόν λόγον τῆς πίστεως» (P.G. 99, 269A).
Ἐδῶ διαψεύδεται ὁ π. Βασίλειος πανηγυρικά, διότι ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου ἀναφέρει ὅτι ὁ ἅγιος Νικηφόρος ἐδέχθη τόν ὅσιο «ὡς ἀθλητήν ἀληθείας» καί «τοῖς ἐπαίνοις κατέστεφε», ἐπειδή «ὀρθοτομοῦντα διεγνώκει τόν λόγον τῆς πίστεως».
Ἄλλωστε εἶναι γνωστό τοῖς πᾶσι ὅτι, ἐάν ἴσχυε ὁ ἀναθεματισμός καί ἡ καθαίρεσις τοῦ Ὁσίου ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ 809, ἔπρεπε νά γίνη ἀποκατάστασις τοῦ ὁσίου ἀπό ἄλλη Σύνοδο, ἀφοῦ βεβαίως ὁ ἅγιος μετανοοῦσε καί προσήρχετο εἰς αὐτήν νά ζητήση ἔλεος. Ὁ Ὅσιος ὅμως ἐπέστρεφε ἀπό τίς ἐξορίες θριαμβευτικά θά ἐλέγαμε, τιμώμενος ἀπό ὅλους ὡς ἀθλητής τῆς πίστεως καί βεβαίως ἐτιμᾶτο καί ἀπό τούς ἰδίους δύο Πατριάρχες ἀναλόγως.
Ἄκουσε, π. Βασίλειε, πῶς ἐτιμᾶτο ὁ ὅσιος ἀπό ὅλη τήν οἰκουμένη, μηδέ ἐξαιρουμένου καί τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, καί ὅταν ἀκόμη ἦταν ἐξόριστος στή Θεσσαλονίκη: «Ἐκ δέ τούτου φόβος ἐπιπίπτει καθ’ ὅλην μικροῦ τήν ὑπό τῶν Ῥωμαίων ἀρχήν ἐπί τούς τά τοιαῦτα πράσσοντας∙ καί γίνεται τοῖς ἀκολασταίνουσι κημός ὁ τῶν εὐσεβῶν διωγμός, καί ἀναστέλλεται ταύτῃ τοι ἡ τοῦ κακοῦ τοῦδε φορά, τοῦ μή πρόσω προβαίνειν∙ τά γάρ ἀνεπίπληκτα τῶν παθῶν ἕρπει μέν ἀεί πρός τό αἴσχιον ὡς ἔχις καταδράττεται δέ καρδίας καί νοῦ, καί εἰς ὄλισθον ἄγει παντελῆ τόν ἁλόντα∙ ὅπερ ἵνα μή γένηται, ἐν τοῖς προειρημένοις ἀθληταῖς ἡ χάρις τοῦ παναγίου ἐκλάμψασα Πνεύματος, ἤλεγξεν ἀναφανδόν τῆς παρανομίας τό ἔργον... καί οὕτω μᾶλλον ὁ μέγας Θεόδωρος διαβοητότερος καθίσταται, μιμητής τοῦ Προδρόμου δεικνύμενος, καί Ἠλιοῦ τοῦ Θεσβίτου, οὐ μόνον ἐν τοῖς περιοίκοις, ἀλλά καί πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης· ἐν γάρ τῇ Θεσσαλονικέων τόν ἅπαντα χρόνον τῆς Κωνσταντίνου βασιλείας περιφρουρούμενος πόλει, εἰς τάς ἐξωτάτω χώρας τά τῶν ἰδίων κατορθωμάτων ἀπέπεμπε προτερήματα. Γεγράφηκε δέ καί τῷ πάπᾳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης δι’ οἰκείων αὐτοῦ μαθητῶν δῆλα ταῦτα καταστησάμενος∙ καί ἀπεδέχθη παρ’ αὐτοῦ μεγάλως, ὡς μή ὑποστειλάμενος ἀναγγεῖλαι τά φίλα Θεῷ∙ παρ’ οὗ καί ἀντίγραφα ἐδέξατο καταγεραίροντα αὐτοῦ τήν ὑπέρ τοῦ καλοῦ ἔνστασίν τε καί ἄθλησιν, ὡς ἐξισουμένην τῇ τοῦ θείου Προδρόμου ἀξιοπρεπῶς παῤῥησίᾳ» (P.G. 99,256Β).
Δύνασαι, π. Βασίλειε, νά σκεφθῆς ἕναν καθηρημένο, ἀναθεματισμένο καί σχισματικό νά τόν τιμᾶ ὅλη ἡ οἰκουμένη ὡς ἀθλητή τῆς πίστεως, ἀκόμη καί στήν ἐξορία του καί, ὅταν ἐπιστρέφει ἀπό τίς ἐξορίες, νά ὁμολογοῦν ὅλοι αὐτήν τήν ἀλήθεια καί, ἐπί πλέον, νά γίνεται τόσο ξακουστός παντοῦ, εἰς τρόπον ὥστε νά συγκεντρωθοῦν γύρω του περίπου χίλιοι μοναχοί.
Γράφει ὁ βιογράφος του μετά τήν ἐπάνοδο ἀπό τήν πρώτη ἐξορία: «διαφημίζεται δέ κατά τό μᾶλλον ἔτι ἡ τοῦ Σακκουδίωνος προσηγορία, καί Θεόδωρος ἐν τοῖς ἁπάντων ἐμεγαλύνετο στόμασιν∙ καί τό ἔργον αὐτοῦ τῆς διά Θεόν ὑπερορίας εἰς πᾶσαν διατρέχει τήν ὑπ’ οὐρανόν∙ καί διδάσκει πάντας ὁμοῦ τοις εὐαγγελικοῖς ἕπεσθαι παραγγέλμασιν, τόν μέν ἄνδρα μιᾶς εἶναι γυναικός κύριον, τοῦ θείου Λόγου θεσπίσαντος∙ ὡσαύτως δέ καί τήν γυναῖκα, ἑνός ἀνδρός σύνοικον∙ καί ταῦτα ἐννόμως, ἀλλ’ οὐ νόθῳ τινί καί μοιχικῷ συνοικεσίῳ∙ πορνεία γάρ καί τά σαρκός πάθη κατακιβδηλεύει μέν τόν ἄνθρωπον, τῆς πρός Θεόν συναφείας προδήλως ἐξίστησιν∙ ἐκ δέ τούτου πολλοί τῆς μεγαλωνύμου πόλεως οἰκήτορες, καί μέντοι καί τῶν ἐξωτέρων πολιχνῶν καί ἀστυγειτόνων ἄνδρες, οὐ μόνον τῶν ἡμετέρων, ἀλλά καί τῆς ἀπό τῶν ἔξωθεν ὁρμωμένων παιδείας ἐπισημότατοι, πρός τόν μέγαν τοῦτον συνεῤῥύησαν παιδοτρίβην, μοναχικῆς φιλοσοφίας ἐν πείρᾳ γενέσθαι προθέμενοι» (P.G. 99, 257C ).
Ἀλλά θά πρέπει νά περιγράψωμε καί τί εἴδους Σύνοδος ἦτο αὐτή τοῦ 809, ἡ ὁποία τόν κατεδίκασε, ὥστε νά κατανοήση ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης, ποῖες Σύνοδοι καταδικάζουν τούς ἀνθισταμένους εἰς τήν αἵρεσιν. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο καί τούς μοναχούς τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Σάββα, ὁ Ὅσιος περιγράφει τήν συγκρότησι τῆς Συνόδου καί κάποιες ἀποφάσεις της. Ἡ ἐπιστολή αὐτή ἀπό λάθος προφανῶς ἔχει καταχωρηθῆ στίς ἐπιστολές τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως καί μάλιστα ἡ Πατρολογία τοῦ Μigne δημοσιεύει μόνον τήν ἀρχή της: «οὕτω τοῦδε (τοῦ οἰκονόμου Ἰωσήφ) κατά θεοῦ πεπραχότος, πρότερόν τε καί ὕστερον ἕως θανάτου συνδιαιτουμένου τοῖς μοιχωμένοις καί μεταδιδοῦντος τῶν θείων δώρων, εἰ καί εἴρχθη ὑπό τοῦ προηγησαμένου μετά τήν διάρρηξιν τῆς μοιχικῆς βασιλείας, τί νῦν γίνεται ὑπό τοῦ νέου προέδρου μετά καί πεντεκαίδεκα ἱεραρχῶν ἐκ ῥοπῆς τοῦ κρατοῦντος; εἰσκρίνεται πάλιν ἱερουργεῖν ἐν αὐτῇ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ.
Καί ἐπειδή οὐκ ἐγκατέλιπε Κύριος τοσοῦτον τήν καθ᾿ ἡμᾶς γενεάν, ὥστε πάντας κλῖναι γόνυ τῇ Βάαλ, ἀλλ' εὑρεθῆναί τινας ὡς καί ἐπ' αὐτῆς τῆς μοιχείας πρότερον καί αὐτίκα ἐρειδομένους τοῖς τοῦ θεοῦ νόμοις, γνωσθέντων τούτων τῷ δή παραιτουμένῳ τήν κοινωνίαν ἀμφοτέρων κροτεῖται ἐκ προστάγματος βασιλικοῦ καθολική σύνοδος. Καί δή πρό τῆς συνόδου φρουρήσαντες καί περιστοιχήσαντες στρατιωτικόν τάγμα τούς μή συνανομεῖν αὐτοῖς ἀνελομένους ἱστῶσιν ἐπί τοῦ συνεδρίου τῆς παρανομίας, ἀναθεματίζουσιν οἱ μοιχοΐστορες, αὐτοφρονοῦσιν, ὑπερορίζουσιν, εἴργουσιν ἀσφαλῶς ἄλλον ἐξ ἄλλου, οὕς μέν καί σιδηροδεσμίους θέμενοι, ἐνίους δέ καί τῷ ξύλῳ τοῖν ποδοῖν συνείραντες.
Ταῦτά ἐστι τά δραματουργήματα τῆς ἀναφυείσης μοιχειανικῆς αἱρέσεως, ὦ πατέρες. Δεδογματίκασιν οὖν ἐπί τῶν βασιλέων μή κρατεῖν μηδέ ἄρχειν τούς θείους νόμους, ὁπόταν οὐ βούλωνται, ἀλλά τήν σύν αὐτοῖς παρανομίαν καί λύσιν τῶν τοῦ Κυρίου ἐντολῶν οἰκονομίαν προσαγορεύεσθαι. ὅθεν οὐδέ μιμεῖσθαι θεμιτόν τούς ἐν τῇ παρούσῃ γενεᾷ τινα τῶν μέχρις αἵματος ἐναντίον βασιλέων παρρησιασμένων ὑπέρ θείων νόμων φασί· καί διά τοῦτο τόν Πρόδρομον μέν μή διά τόν πρός Ἡρώδην ἐλεγμόν εἶναι πρόδρομον ἔφασαν, κατασμικρύνοντες τήν κορωνίδα τῆς ἀρετῆς τοῦ ἁγίου, εἴπω δέ καί παρωθούμενοι αὐτήν ὡς οὐκ ἀναγκαίαν, τόν δέ Χρυσόστομον καί φωστῆρα τοῦ κόσμου καί φανερῶς εἰπεῖν ἐτόλμησαν καί λέγουσιν οὐ καλῶς πεποιηκέναι ὑπέρ τοῦ τῆς χήρας ἀγροῦ ἐξορισθέντα, ἐλέγξαντα τήν Εὐδοξίαν κἀντεῦθεν ταράξαντα τήν ἐκκλησίαν. ἑκάστῳ τῶν ἱεραρχῶν πρός τό δοκοῦν αὐτῷ ἐν τοῖς παρεμπίπτουσι σφάλμασιν, ἀλλ' οὐχ ὡς ὁ κανών πάντως διαγορεύει, πράττειν ἐξέφηναν, κἄν καθαίρεσις πρόκειται, καί τοῦτο οἰκονομίαν νομίζοντες· μηδέ γάρ ἐγχωροῦν ἐστι φυλάττεσθαι τούς κανόνας φησίν ἅπαντας» (Φατ. 555, 851, 42).
Ἡ Σύνοδος λοιπόν τοῦ 809 ἔγινε καθ’ ὑποβολή καί ἐπίταξι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ὑπῆρχε ἐξαναγκασμός καί πλήρης στέρησις τῆς ἐλευθερίας, σέ σημεῖο πού, ἄν κάποιος εἶχε ἀντίθετο γνώμη, νά θεωρῆται ἔνοχος καί ὑπόδικος, νά ἀναθεματίζεται καί νά παραδίδεται στούς στρατιῶτες διά φυλάκισι καί ἐξορία.
Οἱ ἀποφάσεις δέ τῆς Συνόδου ὥριζαν, ὅτι γιά τούς βασιλεῖς δέν ἰσχύουν οἱ νόμοι τοῦ Θεοῦ, «δεδογματίκασιν οὖν ἐπί τῶν βασιλέων μή κρατεῖν μηδέ ἄρχειν τούς θείους νόμους ὁπόταν οὐ βούλονται»· τήν διάλυσι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου τήν ὠνόμασαν οἰκονομία, ὅτι δέν πρέπει νά μιμούμεθα αὐτούς, οἱ ὁποῖοι σήμερα ἀντιστέκονται στίς παρανομίες τῶν βασιλέων, ὑπερασπιζόμενοι τούς θείους νόμους· ὅτι ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης ἔσφαλε, ἐπειδή ἤλεγξε τόν Ἡρώδη καί δι’ αὐτό δέν εἶναι Πρόδρομος καί, βεβαίως, ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἅγιος καί φωστῆρας τῆς οἰκουμένης κακῶς ἔπραξε πού ἤλεγξε τήν Εὐδοξία γιά τόν ἀγρό τῆς χήρας καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐτάραξε τήν Ἐκκλησία. Ἀπεφάνθησαν τέλος ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι καί Ἱεράρχες δύνανται κατά τό δοκοῦν νά ἀντιμετωπίζουν τά διάφορα σφάλματα καί ὄχι σύμφωνα μέ τούς ἱερούς Κανόνες, ἔστω καί ἐάν πρόκειται ἀκόμη καί γιά καθαιρετικά ἁμαρτήματα τά ὁποῖα τά ἐκλαμβάνουν καί αὐτά ὡς οἰκονομία.
Μία τέτοια Σύνοδος ὄντως, π. Βασίλειε, θά ἔπρεπε νά καθαιρέση καί νά ἀναθεματίση τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη καί, βεβαίως, μία τέτοια Σύνοδος εἶναι ἀρεστή σήμερα καί ἀναγνωρισμένη ἀπό ἐσένα καί τούς Οἰκουμενιστές, διότι παρέχει πλήρη ἀσυδοσία στήν θρησκευτική καί πολιτική ἐξουσία καί, ἀσφαλῶς, προάγει τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀποκλείει κάθε ἀντίστασι ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων.
Τέτοιες Σύνοδοι καθήρησαν τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, τόν Μ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Μάξιμο καί ἅγιο Παῦλο τούς Ὁμολογητές, τόν ἅγιο Φλαβιανό καί πλείστους ἄλλους. Τέτοια συνέδρια κατεδίκασαν τόν Κύριο ἐπί Ἀρχιερέων Ἄννα καί Καϊάφα. Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς θεωρίες σου, προκειμένου νά δεχθοῦμε αὐτές τίς Συνόδους, πρέπει νά ἀλλάξουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τά ὁποῖα, ὅπως προαναφέραμε, καταγράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στά προλεγόμενα τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς καί νά εἰποῦμε: «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ “ἀσεβής” πίστις κυροῖ». Τό σίγουρο βεβαίως εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Νικηφόρος ἀπουσίαζε ἀπό αὐτήν τήν Σύνοδο, διότι δέν θά ἦτο τιμητικό δι’ αὐτόν νά προεδρεύη μιᾶς τέτοιας αἱρετικῆς καί ληστρικῆς Συνόδου, καί ἐκ τῶν ὑστέρων νά ἐκθειάζη τόν Ὅσιο γιά τήν παρρησία καί τήν ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως καί τήν Ὀρθόδοξο στάσι του.
Δεδομένης τῆς εὐκαιρίας καί προκειμένου νά ἀποδείξωμε ὅτι, ἀπό αὐτά πού μελετᾶ ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης, βγάζει πάντοτε τά συμπεράσματα πού τόν ἐξυπηρετοῦν, ἀναφέρομε ἕνα τμῆμα τῆς εἰσηγήσεώς του καί κατόπιν θά τό σχολιάσωμε:
«Ἀρχικά καταδικάσθηκαν (τά σχίσματα τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου) τό 809 ἀπό τήν Σύνοδο τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τούς Στουδίτες καί τούς ὁμόφρονές τους, πού εἶχαν ἀποσχισθεῖ “ἀπό τήν ἁγία Ἐκκλησία”. Πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκοσμεῖτο ἀπό μεγάλους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι –παρά τό ὅτι ἀγωνίσθηκαν κατά τῶν Εἰκονομάχων– ἐν τούτοις δέν συμμετεῖχαν στά σχίσματα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, καί ἑπομένως βρίσκονταν στό πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τούς ἁγίους Μιχαήλ Συννάδων, Θεοφύλακτο Νικομηδείας, Εὐθύμιο Σάρδεων καί τούς ἡγουμένους ἁγίους Θεοφάνη τῆς Σιγγριανῆς, Μακάριο τῆς Πελεκητῆς, Ἱλαρίωνα τῶν Δαλμάτων. Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἅγιοι Πατέρες ἀποκαλοῦνται ὑβριστικά ἀπό τούς ζηλωτές “αἱρετικοί”, “μοιχειανοί”, “μοιχοκυρωταί”, “θηρία”, ἐνῶ οὐδέποτε ὑπῆρξαν αἱρετικοί».
Κατ’ ἀρχάς πῶς διεπίστωσες, π. Βασίλειε, ὅτι αὐτοί οἱ ὅσιοι Πατέρες «δέν συμμετεῖχαν στά σχίσματα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου καί ἑπομένως βρίσκονταν στό πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου»; Μήπως τό εἶδες κάπου γραμμένο καί λησμόνησες νά μᾶς παρουσιάσης τήν παραπομπή, ὅπως ἔκανες στά σκόρπια παραδείγματα πού ἀνέφερες; Καί, ἄν ὄντως αὐτοί οἱ Πατέρες δέν ἦταν μέ τό μέρος τοῦ ὁσίου, σημαίνει ὅτι ἦταν στό πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου; Δέν ὑπάρχει ἡ περίπτωσις νά εἶχαν τηρήσει καί μία οὐδέτερη στάσι; Μήπως ὁ ὅσιος ἀγωνιζόταν γιά κάτι παράνομο καί ἀντίθετο στήν Ἁγία Γραφή καί ἀποφαίνεσαι μετά βεβαιότητος ὅτι, οἱ ὅσιοι αὐτοί Πατέρες ἦσαν ἐναντίον τῆς παρανομίας καί, ἄρα, στό πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου; Ἤ μήπως πρέπει, ἐλλείψει πληροφοριῶν, νά ὑποθέσουμε ὅτι οἱ ὅσιοι αὐτοί Πατέρες ἦσαν στό πλευρό τοῦ ὁσίου, ὡς ἀκριβεῖς καί αὐτοί φύλακες τῶν πατρικῶν Παραδόσεων;
Ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου γράφει ἐν προκειμένῳ τά ἑξῆς, ἀναφερόμενος στήν δευτέρα ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου: «οὕτως οὖν πείθει (ὁ αὐτοκράτωρ) ἄκοντα πάντῃ καί μή βουλόμενον κατά νοῦν τόν τῆς νίκης ἐπώνυμον πατριάρχην πρός τό δέξασθαι συλλειτουργόν τόν ἀνίερον. Καί γίνεται πάλιν διαφωνία καί γνωμῶν σύγχυσις καί προσώπων διαίρεσις ἔν τε τοῖς ἱεράρχαις καί τοῖς μονάζουσιν, τῶν μέν μή προσκροῦσαι τῷ ἄνακτι ἕνεκα τούτου καλῶς ἔχειν ὑπονοούντων, τῶν δέ περί τόν μέγαν Θεόδωρον ἀντιφασκόντων, ὡς οὐ δίκαιόν ἐστι τήν ἐξενεχθεῖσαν πρός τοῦ θεσπεσίου Ταρασίου ἐπί τῷ Ἰωσήφ κρίσιν ἀνατραπῆναι, ἐπί λυσιτελείᾳ τοῦ παντός τηνικάδε γεγενημένην» (P.G. 99, 265 D).
Γιά τήν πρώτη δέ ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου ὁ βιογράφος του ἀναφέρει: «Ἀλλ' οἷον καί ὅσον κατόρθωμα τῇ οἰκουμένῃ πάσῃ ὁ τοῦ θεοφόρου Πατρός ἡμῶν ἐκτετέλεκεν ἄεθλος, ἔξεστιν εὐθύς συνιδεῖν· οἱ γάρ ἐν τοῖς κλίμασι τῆς κατά Χερσῶνα καί Βόσπορον παροικίας ἐπίσκοποι καί πρεσβύτεροι, πρός δέ καί τῶν μοναστῶν οἱ θεοειδέστεροι, τήν τοῦ θείου Πατρός ἡμῶν ἐπακούσαντες πρᾶξιν, καί συνηγοροῦσαν εὑρηκότες τοῖς θείοις Εὐαγγελίοις, ζηλοῦσιν ἐν καλῷ τήν αὐτοῦ παῤῥησίαν· ὡς πληροῦσθαι κἀνθάδε τό, Ὁ ζῆλος ὑμῶν ἠρέθισε τούς πλείονας εἰς τό ἀγαθόν· καί παραυτά μέν ἀπρόσδεκτα τίθενται τά προσφερόμενα δῶρα τῶν τά αὐτά τῷ νεωτέρῳ Κωνσταντίνῳ πραξαμένων ταῖς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαις· ἀφορίζουσι δ' αὐτούς καί τῶν σεπτῶν καί ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων· λέγουσι καί αὐτοί συνῳδά τῷ ἱερόφρονι Θεοδώρῳ πρός τούς φαυλίσαντας τήν Χριστιανικωτάτην παράδοσιν· Οὐκ ἔξεστιν ὑμῖν ἔχειν γυναῖκας παρά τούς τεθέντας Χριστόθεν νόμους· τέλος ἀπελαύνονται καί αὐτοί τῶν ἰδίων ἐκκλησιῶν καί κατασκηνώσεων· καί τἄλλα δέ πάσχουσιν, ὅσα τοῖς δρῶσίν ἐστιν καταθύμια· θυμοῦ στρατηγοῦντος μάλιστα τοῦ δεινοῦ ὁπλίτου καί χειρός βιαίας» (P.G. 99, 253D).
Μήπως λοιπόν, π. Βασίλειε, δύνασαι νά μᾶς κατονομάσης, ποῖοι Ἐπίσκοποι καί Ἱεράρχες ἦσαν αὐτοί πού ἀποτειχίστηκαν καί ποῖοι ἦσαν οἱ θεοειδέστεροι μοναχοί πού ἀκολούθησαν τόν ὅσιο στήν ἀποτείχισι, μέ βάσι τά ὑπάρχοντα κείμενα καί ὄχι τήν καλπάζουσα διάθεσί σου νά τούς ἐντειχίσης καί συστρατεύσης ὅλους αὐτούς πού ἀνέφερες παρά τῷ πλευρῷ τοῦ ἁγίου Νικηφόρου; Ἀλλά καί ἐάν, τέλον πάντων, οἱ Πατέρες αὐτοί, τούς ὁποίους ἀνέφερες, δέν ἐξορίστηκαν διά τήν μοιχειανική αἵρεσι, αὐτό σημαίνει ὅτι ἦσαν παρά τό πλευρό τοῦ ἁγίου Νικηφόρου;
Ἄκουσε, π. Βασίλειε, τί ἀποκαλύπτει ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Θεόφιλο καί κατανόησε ὅτι μέ τήν φαντασία μποροῦμε νά οἰκοδομήσωμε πύργους καί νά κατατάξωμε τούς ἀνθρώπους ὅπως μᾶς βολεύει: «Πείθομαι γάρ καί τήν σήν ὁσιότητα ποθεῖν τήν ἡμετέραν ἀναξιότητα καί ἀκλινῆ διαμένειν τῆς ὀρθοδόξου καί θεαρέστου ἐνστάσεως ἐξ ὧν τε πρότερον καί ὕστερον ὑπέδειξεν ἑαυτήν θεῷ τε καί ἀνθρώποις, ὡς συναιρεῖσθαι ἡμῖν τοῖς ταπεινοῖς καί τόν ὑπέρ εὐσεβείας διωγμόν, κἄν οὐκ ἠβουλήθησαν οἱ κρατοῦντες φειδοῖ τοῦ μή πολλούς ἐξορίζειν καί καθείργειν καί ὡς ἄν δόξωσιν ἐντεῦθεν πείθειν τόν κόσμον εἰς ἡμᾶς μόνους περιίστασθαι τήν πρός αὐτούς διαφοράν καί μή εἶναι ἄλλους τούς ἐνισταμένους˙ οἵ τοσοῦτοι τῷ πλήθει ἐν τῇ ὑπ’ αὐτούς ἐξουσίᾳ, κἄν φόβῳ εἴτε καί οἰκονομίᾳ ὑποκρύπτωσιν ἑαυτούς, ὡς ἔστιν ἀκούειν τοῦ θείου Δαυίδ κράζοντος, ἐξαριθμήσομαι αὐτούς, καί ὑπέρ ἄμμον πληθυνθήσονται» (Φατ. 39, 112,9).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ὅσιος ὅτι, σκεπτόμενοι μέ δολιότητα οἱ ἐξουσιαστές, δέν ἠθέλησαν νά ἐξορίσουν πολλούς ἀποτειχισμένους, γιά νά πείσουν τόν λαό ὅτι τό πρόβλημα περιεστρέφετο μόνο στούς μοναχούς τοῦ Στουδίου καί ὅτι δέν ὑπῆρχαν ἄλλοι ἐνιστάμενοι. Οἱ ἐνιστάμενοι ὅμως ἦσαν τόσοι πολλοί, ἔστω καί ἄν κάποιοι ἀπό φόβο ἤ κατ’ οἰκονομίαν δέν ἤθελαν νά φανοῦν, ὥστε νά ὁμοιάζουν κατά τόν Δαυϊδ μέ τήν ἄμμο τῆς θαλάσσης. Περιμένουμε ὅμως, δευτερολογώντας, νά μᾶς καταθέσης στοιχεῖα γιά τό πῶς ἔκανες αὐτόν τόν διαχωρισμό.
Στό τέλος αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς εἰσηγήσεώς σου, μετά τήν ἀπαρίθμησι τῶν Πατέρων, πού κατά τήν γνώμη καί φαντασία σου ἦσαν παρά τῷ πλευρῷ τοῦ ἁγίου Νικηφόρου, ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἅγιοι Πατέρες ἀποκαλοῦνται ὑβριστικά ἀπό τούς Ζηλωτές “αἱρετικοί”, “μοιχειανοί”, “μοιχοκυρωταί”, “θηρία”, ἐνῶ οὐδέποτε ὑπῆρξαν αἱρετικοί».
Στήν λέξι λοιπόν «θηρία» ἔχεις στήν ὑποσημείωσι ὡς πηγή ἕνα δικό μου κείμενο. Ἐξεπλάγην, λοιπόν, γιά τό πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀποκαλῶ τούς Ἁγίους θηρία καί ἀνεζήτησα τό κείμενό μου αὐτό καί τό ἐμελέτησα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος. Τήν λέξι λοιπόν «θηρία» τήν ἀναφέρω εἰς τό ἑξῆς σημεῖο: «Ὅπως λοιπόν καταλαβαίνει κανείς ὁ ὅσιος ἔδωσε μέσα στή Σύνοδο μάχη μέ θηρία, τά ὁποῖα ἦσαν συγχρόνως καί ρομπότ κατευθυνόμενα καί εἶχαν λάβει ἀπό πρίν τίς ἀποφάσεις, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται καί σήμερα στά λεγόμενα ἐκκλησιαστικά δικαστήρια. Ἀπό αὐτόν ὅμως τόν ἀναθεματισμό τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος δι’ αὐτόν ἦτο τίτλος τιμῆς, μέχρι αὐτά πού φλυαροῦν ὁ πρώην παλαιοημερολογίτης σχολιαστής καί ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης, ὅτι δηλαδή ὁ ὅσιος ἀναθεματίσθηκε ἀπό πολλούς ἁγίους τῆς ἐποχῆς του, ὑπάρχει χάος μέγα, μᾶλλον τελεία διαστροφή τῆς ἀληθείας καί παραπλάνησις τῶν ἀφελῶν καί βολεμένων. Στό σημεῖο αὐτό, ἄν χρειασθῆ, μπορῶ νά ἐπανέλθω μέ πολύ περισσότερα στοιχεῖα».
Ὅπως λοιπόν καταλαβαίνει καί ὁ πλεόν ἀδαής, π. Βασίλειε, τήν λέξι «θηρία» τήν ἀνέφερα δι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο μέσα στή Σύνοδο, καί δι’ αὐτούς πού τήν περιεστοίχιζαν μέ τά ξίφη, καί δι’ αὐτούς πού τήν κατηύθυναν διά νά πάρη τέτοιες ἀποφάσεις, καί ὄχι γιά τούς Ἁγίους πού ἐσύ, σύμφωνα μέ τά σχέδιά σου προσάρμοσες τήν ἔκφρασι αὐτή. Πιό πάνω ἀπό αὐτήν τήν ἔκφρασι ἔδιδα μία ἄλλη περιγραφή τῆς Συνόδου τοῦ 809, ἀπό ἐπιστολή τοῦ ὁσίου πρός τόν μοναχό Ἀθανάσιο: «Μία ἀκόμη περιγραφή γιά τό πῶς ἐλειτούργησε ἡ Σύνοδος μᾶς κάνει ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀθανάσιο:«ὑπέρ τίνος ἡ δι’ ἀρχόντων παράστασις ὑμῶν ἐν τῇ πολυανθρώπῳ συνόδῳ, συγκαθεζομένων καί τριῶν τῶν μεγίστων ἀξιωμάτων; ὑπέρ τίνος ἐγώ ὁ ταπεινός ἐκεῖσε ὑβριζόμενος, καί κυκλόθεν περιστοιχιζόμενος; καί ἀκούων· Οὐκ οἶδας τί φλυαρεῖς, τί λαλεῖς. Βοῶντός μου· Πίπτει ὁ Πρόδρομος· λύεται τό Εὐαγγέλιον· οὐκ ἔστιν οἰκονομία κἀκείνων τό ἐπιλέγειν πολύ, ὅτι οἰκονομία· καί οὕτως οἱ ἅγιοι ᾠκονόμησαν, καί ὁ ἐν ἁγίοις προηγησάμενος. Ἴδε μάρτυρες ὅτι ἐπέτρεψε τήν μοιχοζευξίαν· κἄν οὐκ ἔλεγον αὐτήν οὕτως, ἀλλά καί τό εἰπεῖν, μοιχοζεύκτην, διεπρίοντο τούς ὀδόντας τοῦ οἱονεί ῥοφῆσαι. Ὑπέρ τίνος τό ἀνάθεμα τοῖς μή δεχομένοις τάς οἰκονομίας τῶν ἁγίων διαβοήτως ἀνακραχθέν· καί ἐγώ σύν τῷ Πατρί μου καί Καλογήρῳ ὑπ' ἀρχοντικῆς χειρός ἀφορισθείς ἐκ μέσου· ὁ δέ ἀρχιεπίσκοπος ἐναπολειφθείς· καί διότι μόνον ἐλειτούργησεν ὑπ' ἐμοῦ παρακληθείς εἰς τά Στουδίου, ὡς κοινός πρεσβύτερος καθαιρεθείς κατ' αὐτούς; Τόν γάρ ὑπ' αὐτοῦ Χριστοῦ καθαιρεθέντα καί τῶν θείων κανόνων μοιχοζεύκτην ἠθώωσαν· ἀνένοχον ἀποφηνάμενοι κατά πάντα καί συνιερουργόν αὐτοῖς ὄντα καί πρότερον. Τόν δέ ἀκαθαίρετον ἐκ κανόνων, καθαιρέσει ὑπέβαλον· ἔργῳ τόν λόγον αὐτῶν βεβαιούμενοι ὡς ἐξουσίαν ἔχειν τούς ἱεράρχας, κατά τό αὐτοῖς δοκοῦν, κεχρῆσθαι τοῖς κανόσιν. Ὅπερ ἐνεργοῦσιν εἰς τό ἀεί...» (Φατ. 48,132,90).
Ἐλησμόνησες ἐδῶ, π. Βασίλειε, νά ἀναφέρης στήν εἰσήγησί σου ὅτι δέν ἀπεκάλεσα αὐτούς τούς Ἁγίους μόνο θηρία, ἀλλά καί ρομπότ κατευθυνόμενα. Αὐτό ὅμως προφανῶς τό παρέλειψες, διότι θά ἀπεκαλύπτετο ἡ ἀπάτη καί διαστροφή πού κάνεις στά κείμενα, μέ σκοπό νά βγάλης τά συμπεράσματα πού ἐπιθυμεῖς. Νομίζω ὅμως ὅτι, ἄν σέ βαθμολογοῦσε κανείς στήν διαστρέβλωσι καί παρερμηνεία τῶν κειμένων, θά ἔπαιρνες ἀσφαλῶς ἄριστα, ἐφ’ ὅσον κατώρθωσες νά μᾶς παρουσιάσης, ἐμᾶς πού σεβόμεθα τούς Ἁγίους, σέ σημεῖο πού ὅ,τι λέγομε νά τό στηρίζουμε εἰς τήν διδασκαλία των, ὅτι τούς ὑβρίζομε καί τούς ἀποκαλοῦμε θηρία, ἐνῶ ἐσεῖς πού ἔχετε γράψει τήν διδασκαλία των στά παλαιότερα τῶν ὑποδημάτων σας, ἐσεῖς πού γιά νά στηρίξετε τίς θεωρίες σας ἀνιχνεύετε τά πρός ἀποφυγή παραδείγματα τῆς ἱστορίας, ἐσεῖς πού οὔτε στήν Ἁγία Γραφή θέλετε νά στηριχθῆτε γιά τήν νεοεποχίτικες θεωρίες σας, ἐσεῖς ὑποτίθεται ὅτι σέβεσθε τούς Ἁγίους, ἐνῶ ἐμεῖς τούς ὑβρίζομε. Ἄς κρίνουν οἱ ἀναγνῶστες τά κείμενα ἑκάστης πλευρᾶς καί ἄς ἀποκομίσει ἕκαστος τά συμπεράσματά του.
Ἀμέσως κατωτέρω μετά τήν ἀνάλυσι τοῦ χαρακτηρισμοῦ «θηρία», προκειμένου νά μήν μᾶς διαφύγη τῆς προσοχῆς καί μέ σκοπό νά ἀποκαλύψωμε ὅσο τό δυνατόν τίς βαθύτερες, κατά τήν γνώμη μας, προθέσεις σου ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «Οἱ ζηλωτές δηλαδή, γιά νά δικαιολογήσουν τά σχίσματά τους, Σεβασμιώτατε, ἐπινόησαν μία ἀνύπαρκτη στήν Ἑκκλησιαστική Ἱστορία αἵρεση, τήν αἵρεση τοῦ μοιχειανισμοῦ, στόν ἀγώνα κατά τῆς ὁποίας στηρίζουν τόν δικό τους ἀγώνα».
Ὥστε λοιπόν, π. Βασίλειε, ἡ μοιχειανική αἵρεσις εἶναι ἐπινόησις τῶν Ζηλωτῶν γιά νά δικαιολογήσουν τά σχίσματά των! Εἰλικρινά πρώτη φορά συναντῶ τέτοια διαστροφή, ἡ ὁποία ἀκυρώνει μέ μία μονοκονδυλιά, τόσους ἀγῶνες, ἐξορίες, διωγμούς καί μαρτύρια Ἁγίων Πατέρων, ἐπειδή αὐτό ἐξυπηρετεῖ σήμερα τά σχέδια καί τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Καί νά σκεφθῆ κανείς ὅτι σᾶς ἐκάλεσε ὁ Ἀντιοικουμενιστής Ἐπίσκοπος Πειραιῶς γιά νά εἰσηγηθῆτε γιά ἕνα σοβαρώτατο θέμα πού ἀφορᾶ στήν καταπολέμησι τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μετά λύπης μου λοιπόν διαπιστώνω, μετά τά ὅσα ἔχω ἐπισημάνει, ὅτι δέν θά μποροῦσε νά εὕρη μεγαλύτερο ὑπερασπιστή αὐτῆς τῆς παναιρέσεως τήν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι καταπολεμᾶ.
Στό τέλος τῆς εἰσηγήσεώς σου ἀναφέρεις τά ἑξῆς γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: «Ἡ διδασκαλία καί τό παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατέρων πού ἀναφέραμε μᾶς καθοδηγεῖ στό νά εἴμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στό ζήτημα τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας μέ τούς ἐκκλησιαστικῶς προϊσταμένους μας, καί μάλιστα σήμερα πού δέν κηρύσσεται ἐπίσημα κάποια αἵρεση, καμία αἵρεση».
Δέν κηρύσσεται λοιπόν σήμερα καμμία αἵρεσις, μολονότι οἱ Ἀντιοικουμενιστές γράφουν κατ’ ἐπανάληψι ὅτι κηρύσσεται αἵρεσις, οἱ δέ ὑπεύθυνοι τοῦ γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς ἔχουν καθορίσει καί τήν πορεία της, τήν ἐξέλιξί της, τό σημεῖο πού σήμερα εὑρίσκεται καί τόν τελικό σκοπό της, ἁπλῶς περιμένουν ἀφελῶς νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις αὐτή πού κηρύσσεται γυμνῇ τῇ κεφαλῇ πρῶτα Συνοδικά, προκειμένου ν’ ἀποτειχισθοῦν.
Καί λίγο πρίν ἀναφερθῆ ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης στήν ἀποτείχισι τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ἐπεσήμανε τά ἑξῆς: «Οἱ ζηλωτές βέβαια ἔχουν παράλληλα ὑποστηρίξει καί τήν κακόδοξη θεωρία ὅτι ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐπιτρέπεται ἀκόμη καί γιά μή δογματικούς λόγους. Εὔλογες αἰτίες γιά σχίσματα θεωροῦνται ἀκόμη καί οἱ οἰκονομικές ἀδικίες τῶν ἐπισκόπων, ἡ μετριοπαθής στάση τῶν ἐπισκόπων στό θέμα τῶν διαζυγίων, οἱ ἀθετήσεις κάποιων Παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό ἐκκλησιαστικό ἡμερολόγιο, οἱ νηστεῖες καί ἡ ὁμοιομόρφη τέλεση τῆς λατρείας».
Αὐτά ὅλα βεβαίως, ἔτσι τά κρίνει ὁ π. Βασίλειος, ἐπειδή τήν τέχνη τῆς διαστροφῆς τῶν κειμένων τήν ἀνήγαγε σέ ἐπιστήμη. Διότι ἡ κακόδοξη θεωρία, κατά τήν ἔκφρασί του, δέν εἶναι διδασκαλία τῶν Ζηλωτῶν, ἀλλά τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ Κανόνος. Ἐπίσης τήν ἀκύρωσι καί ἐκθεμελίωσι τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν περί τοῦ ἑνός καί νομίμου γάμου ἀπό τούς σημερινούς Ἐπισκόπους τήν ὠνόμασε «μετριοπαθῆ στάσι τῶν Ἐπισκόπων στό θέμα τῶν διαζυγίων». Δηλαδή ὁ Κύριος ἐδίδαξε ὅτι αὐτή ἡ πρᾶξις εἶναι μοιχεία, ἐνῶ οἱ Ἐπίσκοποι λέγουν ὅτι δέν εἶναι μοιχεία, ἀλλά νόμιμος γάμος, καί ἐπιβάλλουν στόν Χριστό τροπόν τινά νά ἔλθη νά τόν εὐλογήση, θέλει δέν θέλει, ἐπειδή τό θέλουν αὐτοί.
Ὅλα αὐτά τά σημεῖα ἀπό τήν εἰσήγησι τοῦ π. Βασιλείου τά ἀναφέραμε συνοπτικά διά νά καταδείξωμε τόν τρόπο σκέψεως καί πορείας τοῦ ἐν λόγῳ καθηγουμένου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὄντως ἰσοπεδωτικός. Ὁ π. Βασίλειος δηλαδή, κατ’ οὐσίαν, δέν δέχεται τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων, ὅτι ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μιᾶς Εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ἀποτελεῖ αἵρεσι, ἀνατροπή ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου, σύστασι καί ἀποδοχή ἄλλου Εὐαγγελίου, ἀθέτησι καί βλασφημία κατά τοῦ ἰδίου τοῦ Νομοθέτου, δηλαδή τοῦ Θεοῦ καί ἀποδοχή ἄλλου Νομοθέτου, προδρόμου τοῦ Ἀντιχρίστου. Δι’ αὐτό τήν μοιχειανική αἵρεσι τήν ἀπεκάλεσε «ἀνύπαρκτη στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί ἐπινόησι τῶν Ζηλωτῶν», δι’ αὐτό εἰσηγήθηκε ὅτι «σήμερα δέν κηρύσσεται ἐπίσημα κάποια αἵρεσις, καμμία αἵρεσις», δι’ αὐτό τέλος πάντων τήν ἀκύρωσι τῶν ἐντολῶν τοῦ νομίμου γάμου σήμερα ἀπό τούς Ἐπισκόπους τήν ἐβάπτισε «μετριοπαθῆ στάσι τῶν Ἐπισκόπων στό θέμα τῶν διαζυγίων».
Πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά δώσωμε κάποιες ἁπλές ἐξηγήσεις διά τούς καλοπροαίρετους ἀδελφούς, ὥστε νά κατανοηθῆ καί ὁ ἀγῶνας τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐναντίον τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως, καί ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων διά τό ἀναλλοίωτο καί αἰώνιο τῶν Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί, βεβαίως, νά γίνη κατανοητή ἡ διαστροφή τήν ὁποία ἐπιχειρεῖ ὁ π. Βασίλειος Παπαδάκης, σέ σημεῖο ἰσοπεδώσεως τῶν πάντων, τό ὁποῖο θά ἠδυνάμεθα νά ἀποκαλέσωμε ὡς ἕναν προηγμένο Οἰκουμενισμό, ὡς ἕναν Οἰκουμενισμό τοῦ μέλλοντος.
Στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία ὁ Κύριος διδάσκει π.χ. μακάριοι οἱ πτωχοί, μακάριοι οἱ κλαίοντες, μακάριοι οἱ πραεῖς, μακάριοι οἱ ἐλεήμονες κλπ. Ἄν σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι ἀποφάσιζαν Συνοδικῶς ὅτι δέν εἶναι μακάριοι οἱ πτωχοί, ἀλλά οἱ πλούσιοι, οὔτε οἱ κλαίοντες ἀλλά οἱ γελῶντες, οὔτε οἱ πραεῖς, ἀλλά οἱ ὀργίλοι καί ταραχοποιοί, οὔτε οἱ ἐλεήμονες, ἀλλά οἱ ἀνελεήμονες, πῶς θά ἐχαρακτηρίζαμε αὐτή τήν Σύνοδο, ἡ ὁποία θά ἐτολμοῦσε νά ἀθετήση ἔστω καί μία εὐαγγελική ἐντολή; Ἀσφαλῶς θά τήν ἐχαρακτηρίζαμε ὡς αἱρετική καί ἀποστάτρια τοῦ Εὐαγγελίου ληστρική καί παράνομη.
Ἄν τώρα αὐτό, ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος, δέν τό ἔπραττε μέ τά λόγια ἀλλά μέ τά ἔργα, διότι μέ τά λόγια κανείς δέν ἐτόλμησε νά ἀλλάξη κάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο, οὔτε κἄν αὐτοί οἱ Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι παντρεύουν τούς ὁμοφυλόφιλους καί τούς κάνουν κι Ἐπισκόπους, ἄν διά τῶν ἔργων λοιπόν ἀθετοῦσαν τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί ἔλεγαν π.χ. ὅτι Συνοδικῶς ἀποφασίζομε ὅτι οἱ Παπικοί δέν εἶναι ἀναθεματισμένοι και ἄς λέγει ὁ Θεός διά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι εἶναι, ἄν Συνοδικῶς ἀπεφάσιζαν οἱ Ἐπίσκοποι νά ἐνταχθοῦν στό Π.Σ.Ε., ἐνῶ ὁ Θεός ἀπαγορεύει κάθε ἐκκλησιαστική ἀνάμειξι καί ἐπικοινωνία μέ αἱρετικούς, ἀλλοπίστους κλπ., ἄν Συνοδικῶς ἀπεφάσιζαν τίς συμπροσευχές, τίς κοινές δηλώσεις μέ τούς αἱρετικούς, τίς ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίσεις κλπ., ἐνῶ ὁ Θεός τά ἀπαγορεύει ὅλα αὐτά μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ἄν τέλος πάντων Συνοδικῶς ἀπεφάσιζαν τίς μοιχεῖες νά τίς ὀνομάσουν νομίμους γάμους καί νά προσκαλοῦν τόν Θεό νά τούς εὐλογήση, ἐνῶ Αὐτός ὅλα αὐτά τά ἀπαγορεύει, πῶς θά ἐχαρακτηρίζαμε αὐτή τή Σύνοδο, ἡ ὁποία στήν πράξι πετάει στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων τό Εὐαγγέλιο;
Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀγωνίσθηκε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, διά νά μήν ἀλλοιωθῆ ἔστω καί μία εὐαγγελική ἐντολή στήν πράξι. Διότι διδάσκει, ἐάν ἀλλάξη ἔστω καί μία εὐαγγελική ἐντολή, ἀποδεχόμεθα ἄλλο Εὐαγγέλιο καί κάνωμε ἀλλοιωτό καί τρεπτό τόν ἴδιο τόν Θεό, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται πότε νά λέγη ἔτσι καί πότε ἀλλιῶς, τό δέ Εὐαγγέλιο ἀόριστο πρός ἐφαρμογή γιά τή σωτηρία μας, δηλαδή ἀσαφές, πρᾶγμα πού σημαίνει, πώς ὅ,τι καί ἄν πράξης, σώζεσαι.
Δι’ αὐτό δέν δύναται ὁ π. Βασίλειος νά ἀποδεχθῆ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου του Στουδίτου· προσπαθεῖ νά τήν βαπτίση ὡς καταδικασμένη καί ἀναθεματισμένη καί νά καταδείξη ὅτι ὁ ὅσιος διέπρεψε μόνον γιά τούς ἀγῶνες του κατά τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.