Ἕνα ἐπιχείρημά τους, λοιπόν, ἦταν ὅτι ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀποτειχίστηκε πρὶν τὸ 754 (ποὺ ἔγινε ἡ Εἰκονομαχικὴ
Σύνοδος τῆς Ἱέρειας), ἐπειδὴ προϋπῆρχε, λένε, ἤδη ἀπὸ τὸ 726 μ.Χ. Σύνοδος Εἰκονόφιλη στὴν
Ἀντιόχεια ποὺ εἶχε καταδικάσει τὴν Εἰκονομαχία, κι ὄχι γιατὶ ἀκολούθησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὴν πάγια στάση τῆς Ἐκκλησίας, περὶ ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, εἴτε οἱ αἱρετικοὶ ἔχουν καταδικαστεῖ ἐπίσημα ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἀναμένεται ἡ καταδίκη τους.
Ὁ π. Παῦλος μᾶς παραπέμπει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν γραφομένων του στὴν
Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Στεφανίδη, συγκεκριμένα στὴν σελ. 259, μὲ ἔτος ἔκδοσις τὸ 1970.
Μελετώντας γιὰ ἄλλο λόγο τὴν ἐν λόγῳ Ἱστορία, παρατηρήσαμε ὅτι ὁ Στεφανίδης δὲν
λέγει στὴν συγκεκριμένη σελίδα τίποτα περὶ Συνόδου τοῦ 726 ποὺ ἰσχυρίζεται ὁ π. Παῦλος! Μιλᾶ γιὰ τὴ Σύνοδο τοῦ 754 τῆς Ἱέρειας! Μήπως, λοιπόν, ἔχει τὴν καλωσύνη νὰ μᾶς ὑποδείξει, ποῦ ἀκριβῶς ἀναφέρεται αὐτὴ ἡ
πληροφορία;
Ἂν μᾶς πεῖ ὅτι τὴν ἀντέγραψε ἀπὸ τὸ βιβλίο
τοῦ π. Βασιλείου Παπαδάκη (αὐτοῦ ποὺ "κουβάλησε" στὴν περὶ
Ἀποτειχίσεως τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς Ἡμερίδα μετὰ τοῦ Μητροπολίτου του, γιὰ
νὰ μᾶς πεῖ ὅτι δὲν ...ὑπάρχει αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!!!), τότε θὰ εἴχαμε νὰ τοῦ
παρατηρήσουμε, ὅτι τουλάχιστον γιὰ ἕνα θέμα ἀμφισβητούμενο καὶ κρίσιμο, κάνουμε
τὸν κόπο νὰ ἐρευνήσουμε ἂν οἱ παραπομπὲς στὶς ὁποῖες στηρίζουμε τὶς θέσεις μας,
εἶναι ἀληθεῖς.
Καὶ ἔχει ἠθικὸ χρέος νὰ ἀπαντήσει, γιατί ἤδη ὁ
π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς ἀμφισβήτησε ἐγγράφως τὸ συλλογιασμό του, καὶ μᾶς πληροφόρησε ὅτι αὐτὴ
ἡ Σύνοδος (ἀκόμα κι ἂν ὑπῆρξε) δὲν μνημονεύεται στὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ
ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἀποτειχίστηκε στηριζόμενος στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας,
κι ὄχι σὲ μιὰ Σύνοδο, ἀκόμα κι ἂν αὐτὴ ὑπῆρξε. Τώρα, ἔχει χρέος νὰ ἀπαντήσει,
γιατὶ ἡ πηγὴ στὴν ὁποία μᾶς παραπέμπει ἀποδεικνύεται ψεύτικη, ἀφοῦ οὔτε ὁ Στεφανίδης ἀναφέρει τὴν Σύνοδο αὐτὴ τοῦ 726 στὴν σελίδα 259 (καὶ στὶς προηγούμενες σελίδες), οὔτε ὁ π. Παπαδάκης μᾶς παραπέμπει σὲ ἄλλη πηγὴ στὴν ὁποία μνημονεύεται αὐτὴ ἡ Σύνοδος!
Παραθέτουμε,
1. τὸ ἐξώφυλλο τοῦ σχετικοῦ βιβλίου τοῦ π. Παύλου Δημητρακόπουλου καὶ Ἄγγελου Ἀγγελακόπουλου,
2. τὴν φωτοτυπία ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ δημοσίευμά τους, ποὺ μᾶς λέγει γιὰ Σύνοδο τοῦ 726 καὶ παραπέμπει σὲ σελίδα του Στεφανίδη, ὅπου τέτοια Σύνοδος δὲν ἀναφέρεται,
3. τὴν σελίδα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Στεφανίδη, στὴν ὁποία πράγματι δὲν
ὑπάρχει τὸ κρίσιμο (γιὰ τὸν π. Παῦλο) γεγονός τῆς Συνόδου τοῦ 726,
4. ἀλλὰ καὶ τὸ σημεῖο (ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ
π. Βασ. Παπαδάκη ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἴσως, πῆρε τὴν λανθασμένη παραπομπὴ ὁ π. Παῦλος). Ἔ, λοιπόν, καὶ ἐκεῖ,
αὐτὸ τὸ γεγονός, ποὺ ἐπικαλοῦνται καὶ οἱ δύο, δὲν ὑπάρχει!
5. Τέλος, παραθέτουμε τὸ τμῆμα τῆς
ἀπάντησης στὸν π. Παῦλο, τοῦ π. Ευθυμίου Τρικαμηνᾶ, τοῦ μόνου ποὺ δὲν ἀπαντᾶ μὲ
τσιτάτα, λοιδωρεῖες καὶ ἐξυπναδίστικα εἰρωνικὰ σχόλια (στὰ περὶ Ἀποτειχίσεως),
ἀλλὰ μὲ ὁλόκληρα τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει καμία
ἀμφισβήτηση ὅτι παρουσιάζει ὄχι μόνο τὸ γράμμα, ἀλλὰ καὶ τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων.
Ἡ ἀποτείχισις στά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας
Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Θά
ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στό κεφάλαιο τῆς μελέτης σας «Ἡ ἀποτείχισις στά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας». Ἐδῶ, πατέρες, εἶναι ὁλοφάνερη
ἡ πρόθεσί σας, ὅπως γίνεται καί σέ ὅλη τήν κριτική μελέτη σας, νά μᾶς
παρουσιάσετε τά γεγονότα τῆς ἱστορίας κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε νά φανῆ ὅτι ἡ ἀποτείχισις
τῶν ἁγίων, κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἔγινε μετά ἀπό τήν συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως
τῆς εἰκονομαχίας καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ σημερινή ἀναμονή τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία γίνεται ἀπό τούς ἀντιοικουμενιστές μέ βάσι τήν
δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, εἶναι νόμιμη καί κατά πάντα σύμφωνη μέ τήν
διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Δέν
ἀντιλαμβάνεσθε, ἴσως, οὐδόλως ὅτι κατ’ αὐτόν τόν τρόπο παίζετε κι ἐσεῖς τόν
ρόλο σας καί μάλιστα κατά τρόπον ἄψογο, στήν ὀργανωμένη καί καλά μελετημένη
πορεία τῆς αἱρέσεως, ὥστε ἐσεῖς, ὡς ἀντιοικουμενιστές καί πολέμιοι τῆς αἱρέσεως,
νά γίνετε οἱ ὁδηγοί τῶν Ὀρθοδόξων στήν ἀδράνεια καί τόν ἐφησυχασμό. Νά τούς ὁδηγήσετε
σὲ τέτοιου εἴδους ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες δέν πλήττουν τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς,
ἀλλά ἁπλῶς καθησυχάζουν τίς συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων, (π.χ.
ὁμολογίες πίστεως καί χαρτοπόλεμος). Κυρίως ὅμως, νά προκαλέσετε τήν ἐκ τῶν ἔσω διάσπασι τοῦ ὀρθοδόξου ἀγῶνος, ἐφ’ ὅσον, οὔτε ἐσεῖς ἐξέρχεσθε ἀπό τήν αἱρετική παράταξι καί τό στρατόπεδο τῆς Ν. Ἐποχῆς, οὔτε καί ἀφήνετε νά ἐξέλθουν διά τῆς ἀποτειχίσεως οἱ βουλόμενοι καί θέλοντες νά ἀγωνισθοῦν ὀρθοδόξως.
ὁμολογίες πίστεως καί χαρτοπόλεμος). Κυρίως ὅμως, νά προκαλέσετε τήν ἐκ τῶν ἔσω διάσπασι τοῦ ὀρθοδόξου ἀγῶνος, ἐφ’ ὅσον, οὔτε ἐσεῖς ἐξέρχεσθε ἀπό τήν αἱρετική παράταξι καί τό στρατόπεδο τῆς Ν. Ἐποχῆς, οὔτε καί ἀφήνετε νά ἐξέλθουν διά τῆς ἀποτειχίσεως οἱ βουλόμενοι καί θέλοντες νά ἀγωνισθοῦν ὀρθοδόξως.
Ἐσεῖς,
πατέρες, ὅπως φαίνεται, ἔχετε πρωταρχικό ρόλο στήν ὅλη πορεία τῆς αἱρέσεως,
μεγαλύτερο ἴσως καί ὁπωσδήποτε σημαντικώτερο ἀπό τούς πρωτεργάτες τῆς αἱρέσεως
(Βαρθολομαῖο, Ζηζιούλα κλπ.), διότι ἡ ἐπιτυχής πορεία καί ἔκβασις μιᾶς καλά
μελετημένης καί σωστά προγραμματισμένης ἐκστρατείας ἐναντίον τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως, στηρίζεται πρωτίστως στήν ἐπιτυχή διάσπασι, στήν ἐκ τῶν ἔσω ἐξουδετέρωσι
καί στόν ἔνδοθεν ἀποπροσανατολισμό τοῦ ὀρθοδόξου μετώπου. Πιστεύω ὅτι, ὅταν αὐτά
κατορθώσετε νά τά στηρίξετε καί στούς Ἁγίους, τότε ἡ ἐπιτυχία σας θά εἶναι
πλήρης.
Ἐπειδή,
ὅπως ἀνέφερα καί σέ ἄλλο σημεῖο, (εἶναι ὅμως πολύ σημαντικό καί πρέπει νά
τονισθῆ) δέν ἔχετε οὔτε ἕνα ἁγιογραφικό καί πατερικό κείμενο νά παρουσιάσετε,
πού νά συνηγορῆ ἤ ἔστω νά ὑπαινίσσεται τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος,
προσπαθεῖτε μονίμως στήν μελέτη σας, νά στηριχθῆτε σέ ἱστορικά γεγονότα, τά ὁποῖα
ἀγωνίζεσθε νά προσαρμόσετε στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, βοηθούμενοι ἀπό
τήν ἔλλειψι ἐπαρκῶν ἱστορικῶν στοιχείων καί, βεβαίως, ἀπό τήν χρονική ἀπόστασι
κατά τήν ὁποία αὐτά ἱστορικά ἐξελίχθηκαν.
Κατ’ αὐτόν τόν
τρόπο, παρουσιάζετε τήν ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων νά ἔρχωνται σέ
πλήρη ἀντίθεσι μέ τά ἱστορικά αὐτά γεγονότα, ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξος μέθοδος εἶναι νά ἀνακαλύψωμε σ’ αὐτά ὅλα τήν ἐσωτερική ἑνότητα
καί ἁρμονία πού ὑπάρχει, ἀκόμα καί ὅταν ἐξωτερικά κάπου φαίνεται ὅτι δέν ἐναρμονίζονται.
Δηλαδή τά ἐναρμονισμένα κατά τό πνεῦμα τῶν Πατέρων, ἐσεῖς τά φέρετε σέ ἀντίθεσι,
ἐνῶ θά ἔπρεπε τά ἐξωτερικῶς διεστῶτα νά τά φέρετε σέ συμφωνία. Θεωρῶ τελικά, πατέρες, ὅτι ἡ ἐπιτυχία ὡς πρός
τήν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, στηρίζεται κυρίως σέ ἐσᾶς (ἐννοῶ ὅσους ἔχουν
τέτοια φρονήματα) καί λιγότερο στούς καθαρόαιμους πρωτεργάτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐρχόμενος,
μετά τά ἀνωτέρω, εἰς λεπτομερέστερη ἀνάλυσι αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου τῆς μελέτης σας
ἔχω νά ἀναφέρω τά ἑξῆς. Γράφετε εἰς τό κεφάλαιο αὐτό στήν σελ. 34 τῆς κριτικῆς μελέτης
σας: «Κατά περίεργο τρόπο ὅμως ἀγνοεῖ
(σκόπιμα ἄραγε;) τόν Μεγάλο Πατέρα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας Ὅσιο Ἰωάννη
τόν Δαμασκηνό. Ὁ Μέγας αὐτός Πατήρ ὑπῆρξε ὁ πνευματικός ἡγέτης τοῦ ἀντιαιρετικοῦ
ἀγῶνος κατά τῶν Εἰκονομάχων, ὄχι μόνον διότι μέ τίς τρεῖς περίφημες πραγματεῖες
του “Περί τῶν ἱερῶν εἰκόνων”, κονιορτοποίησε κυριολεκτικά τά θεολογικά ἐπιχειρήματα
τῶν εἰκονομάχων, ἀλλά καί διότι πρωτοστάτησε στήν σύγκληση Τοπικῆς Συνόδου στή
Συρία τό 726 (δηλαδή μέ τήν ἔναρξη τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνος), ἡ ὁποία
καταδίκασε τήν αἵρεση. Μέ τήν Σύνοδο αὐτή ἔχουμε τήν πρώτη καταδίκη τῆς αἱρέσεως
καί, ἑπομένως, ἡ αἵρεση ἦταν ἤδη κατεγνωσμένη Συνοδικά ἀπό τό 726».
Μέ
αὐτά πού ἀναφέρετε, πατέρες, θέλετε νά παρουσιάσετε, ἄν σᾶς ἑρμηνεύω σωστά, ὅτι
οἱ Ἅγιοι τῆς πρώτης περιόδου τῆς εἰκονομαχίας ἀποτειχίστηκαν ἀπό μία
κατεγνωσμένη συνοδικά αἵρεσι, ἔχοντες ὡς ὁδηγό (πέρα ἀπό τή συνοδική καταδίκη τῆς
αἱρέσεως) καί τίς θεολογικές πραγματεῖες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Αὐτό ἄλλωστε
τό ἀναφέρετε καί κατωτέρω ὅπως θά ἰδοῦμε. Γιατί ὅμως, προκειμένου νά στηρίξετε
αὐτό πού ἰσχυρίζεσθε, δέν ἀναφέρετε καί κάποιον ἅγιο τῆς περιόδου αὐτῆς, πού νά
ἀνέφερε κάτι, ἔστω ὡς ὑπαινιγμό, μέ τό ὁποῖο νά φαίνεται ὅτι ἀποτειχίσθηκε ἀπό
τόν εἰκονομάχο Πατριάρχη του, ἐπειδή στηρίχθηκε στή Σύνοδο αὐτή τῆς Συρίας ἤ
στόν Ἅγ. Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό;
Εἶναι
χαρακτηριστικό, πατέρες, ὅτι ὅλες οἱ ἀναφορές καί οἱ συζητήσεις τῶν Ἁγίων τῆς
περιόδου αὐτῆς, ἀναφέρουν τήν περί εἰκόνων Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί
μνημονεύουν (ἀλλὰ καί στηρίζονται) στήν διδασκαλία τῶν παλαιῶν ἀναγνωρισμένων Ἁγίων
καί ὄχι τῶν συγχρόνων των κληρικῶν καί θεολόγων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν ἀκόμα ἀναγνωρισθεῖ
ὡς Ἅγιοι. Καί εἶναι λογικό αὐτό, οἱ Ἅγιοι δηλαδή τῆς περιόδου αὐτῆς, νά μήν
στηρίζωνται οὔτε σέ πρόσφατες καί μή ἀναγνωρισμένες Συνόδους, οὔτε σέ
προσφάτους καί μή ἀναγνωρισμένους Ἁγίους, διότι ἁπλούστατα, ἄν ἐστηρίζοντο εἰς
αὐτά, θά ἠδύναντο ἄριστα οἱ εἰκονομάχοι νά ἀντιπαρατάξουν πρόσφατες εἰκονομαχικές
Συνόδους καί δικούς τους συγχρόνους εἰκονομάχους πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὑπερμάχησαν
καί θεολογικά ὑπεστήριξαν τήν αἵρεσι.
Θά
προσπαθήσω, πατέρες, νά σᾶς ἀποδείξω τό πόσο τά ἐπιχειρήματά σας εἶναι ὄχι
μόνον ἄστοχα, ἀλλά δυστυχέστατα δὲν εἶναι ὀρθόδοξα, ἀντίθετα εἶναι ἐπιχειρήματα
ποὺ βοηθοῦν καὶ στηρίζουν τὴν ἀνεμπόδιστη ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τὴν ἀπόδειξι αὐτή μᾶς τήν προσφέρει ὁ βίος τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Στεφάνου τοῦ
νέου, ὁ ὁποῖος ἔζησε καί ἐμαρτύρησε κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας καί
μάλιστα πολύ πρίν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὁ βίος του καί ἡ ὁμολογία του εἶναι
συγκλονιστική καί ὠφελιμώτατη ὄχι μόνο γιά μᾶς, ἀλλά καί γιά ὅσους μελετήσουν
τίς σκέψεις καί ἀπόψεις μας, ἀναιρεῖ δέ ὅλα τά ἐπιχειρήματά σας καί τά διαλύει ὡς
ἱστόν ἀράχνης.
Κατ’
ἀρχάς εἶναι συγκλονιστικό τό γεγονός πού περιγράφεται στόν βίο του, ὅτι δηλαδή
οἱ εἰκονομάχοι καί ἐν προκειμένῳ ὁ ἔξαρχος καί ἐκπρόσωπος αὐτῶν, ὁ αὐτοκράτωρ
Κων/νος ὁ Κοπρώνυμος, δέν ὑπελόγισε, οὔτε ἔδειξε τό παραμικρό ἐνδιαφέρον, οὔτε
γιά τίς ὀρθόδοξες Συνόδους ὑπέρ τῶν εἰκόνων, πού ἀναφέρετε, οὔτε γιά τίς
θεολογικές πραγματεῖες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, οὔτε γιά τά ὀρθόδοξα
Πατριαρχεῖα, τά ὁποῖα τόν ἐστηλίτευαν, ἀλλά μόνον γιά τούς ἀποτειχισμένους τῆς
περιοχῆς τῆς Κων/πόλεως, τούς ὁποίους περιφρονητικά ἀποκαλοῦσαν «ἀμνημονεύτους»,
ὡς ἀποκομμένους δηλαδή ἀπό τήν ἰδική τους ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Τό
ἀκόμη φοβερώτερο εἶναι ὅτι οὔτε ἡ Σύνοδος τῆς Ἱέρειας τῶν τριακοσίων πενῆντα
(350) περίπου εἰκονομάχων Ἐπισκόπων εἶχε γιά τόν αὐτοκράτορα καί τούς εἰκονομάχους
τόση ἰσχύ καί ἀξία, ὅση θά ἔπαιρνε ἄν κατώρθωναν νά πείσουν νά ὑπογράψη τίς ἀποφάσεις
της ὁ ἔξαρχος καί πνευματικός ἀρχηγός τῶν ἀποτειχισμένων, δηλαδή ὁ ἅγιος
Στέφανος ὁ νέος, ὁ ἡγούμενος τοῦ ὄρους τοῦ Αὐξεντίου. Κατάλαβαν καλά, δηλαδή, οἱ
εἰκονομάχοι, ὅτι μόνο τότε μποροῦσαν νά ἐπιβάλλουν τήν αἵρεσι, ἄν
προσεταιρίζοντο ἤ ἐξουδετέρωναν τόν ἅγιο Στέφανο. Τότε θά καταξιώνετο ἡ αἵρεσις
καί θά ἀποκτοῦσε καθολική ἰσχύ.
Ὑπ’
ὄψιν ὅτι γιὰ ἐμᾶς σήμερα, οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι εἶναι ἀναμφισβήτητα αἱρετικοί,
γιατί γνωρίζουμε τήν τελεσίδικη καταδίκη τους μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Γιά τούς Χριστιανούς ὅμως ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἦσαν οἱ κανονικοί καί νόμιμοι Ἐπίσκοποι!
Ἡ διδασκαλία τους μάλιστα εἶχε ἐπικυρωθῆ ἀπό Σύνοδο Ἐπισκόπων οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας,
τή Σύνοδο τῆς Ἱέρειας. Οἱ ἴδιοι οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι (καί ὅσοι τούς ἀκολουθοῦσαν),
μποροῦσαν νά ἔχουν ἔτσι, ἥσυχη τή συνείδησί τους μὲ τήν δικαιολογία ὅτι ἀκολουθοῦν
τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἡ ὁποία ὑπερτεροῦσε, φυσικά, κάθε ἄλλης
τοπικῆς Συνόδου πού τυχόν εἶχε γίνει σὲ ἄλλο τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα
οἱ Ὀρθόδοξοι (καί μέσα σ’ αὐτούς ὁ ἅγιος Στέφανος), δέν λογάριασαν, οὔτε ἔλαβαν
ὑπ’ ὄψιν τους τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἁπλούστατα γιατὶ ἡ ἀπόφασι τῆς
Συνόδου δέν συμφωνοῦσε (ὅπως εἴπαμε) μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν
προγενεστέρων Ἁγίων.
Συνέβη
δηλαδή τότε, αὐτό ἀκριβῶς πού ἐπαναλαμβάνεται σήμερα ἀπό τούς ἀντιοικουμενιστές·
δέν σπεύδουν νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἄν καί ὁμολογοῦν ὅτι ἀποτελεῖ αἵρεσι καί τήν ἀναθεματίζουν), ἀλλά
περιμένουν τήν ἔγκρισι Συνόδου γιά νά πραγματοποιήσουν τὴν ἀπομάκρυνσι αὐτή.
Ἄς
δοῦμε τώρα, τή συνέχεια. Ἀφοῦ ἐπέλεξε ὁ αὐτοκράτωρ ἕναν κατάλληλο ἀξιωματοῦχο εἰκονομάχο,
τόν ἀπέστειλε πρός τόν ὅσιο Στέφανο λέγοντάς του: «Τόν τοῦ Αὐξεντίου βουνόν καταλαβών, τόν ἐκεῖσε ἐμφωλεύοντα Στέφανον τοὔνομα, καί τοῦτον ἀμνημονεύτων
ἐσμοῦ ὁμόσχημον, τοῦτον ὑπογράψαι ἐν τῇ
συνόδῳ πεῖσον, εἰπών∙ Τῇ πρός σέ φιλίᾳ διά τό εὐσεβές σου τοῦ βίου
κινούμενοι οἱ εὐσεβεῖς καί ὀρθόδοξοι ἡμῶν βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καί Λέων
κελεύουσι ὑπογράψαι σε πρός τόν τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν συνόδου ὅρον∙ δούς αὐτῷ
φοίνικας καί ἰσχάδας, καί ἄλλα τινά ἅπερ εἰσίν ἐπιτήδεια εἰς τροφήν ἀσκητοῦ. Ἤδει
γάρ καί αὐτός ὁ τύραννος τήν ἐγκρατῆ καί Θεῷ ἐγγίζουσαν τοῦ ὁσίου διαγωγήν. Ὁ
δέ παρευθύ τό ὄρος καταλαβών, καί πρός τήν κορυφήν τοῦ βουνοῦ προσταθείς, τῷ ἁγίῳ
Πατρί, τό διά γλώσσης γραμματεῖον ἐκόμισεν, συμβουλεύων ὁ κάκιστος καί ὑπογράψαι
καί ἐπαινέσαι τῶν βασιλέων τόν ὅρον. Ὁ δέ τίμιος οὗτος Στέφανος, ὁ τοῦ προτέρου
ἐφάμιλλος, ὡς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ἀεί τόν Θεόν προορώμενος, καί μή σαλευόμενος ἐν οἱᾳδηποτοῦν
αἱρετικῇ ὑπονοίᾳ πρός τόν πατρίκιον ἔφη∙ Πρόσχες κυριοπατρίκιος∙ αἱρετικῆς ὑπολήψεως
ἐν τῷ ὅρῳ τῆς ψευδοσυλλόγου ταύτης
συνόδου προτεθειμένης, Στέφανος οὔτε ὑπογράφω, οὔτε τό πικρόν γλυκύ ἀποκαλῶ∙ ἵνα
μή τό τοῦ προφήτου οὐαί ἐπισπάσωμαι∙ πρός δέ καί τήν τῶν ἱερῶν εἰκόνων
προσκύνησιν, εὐχερῶς μέλλω ἀποθνήσκειν, μηδένα λόγον ποιούμενος τοῦ ταύτας ἀπωθεῖσθαι
τολμῶντος αἱρεσιάρχου βασιλέως»
(P.G. 100,1124A).
Ἐδῶ
βλέπομε τόν ἅγιο Στέφανο νά γνωρίζη σαφῶς τήν ὀρθόδοξο περί εἰκόνων Παράδοσι
καί νά ἔχη ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα. Ἀποκαλεῖ ἀπερίφραστα ψευδοσύλλογο
τήν εἰκονομαχική Σύνοδο καί αἱρεσιάρχη τόν βασιλέα. Εἶχε δηλαδή ὁ ἅγιος αὐτά,
τά ὁποῖα παντελῶς λείπουν σήμερα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τούς ἀντιοικουμενιστές.
Τόν διακατεῖχε δέ τόση ἀκρίβεια, ὥστε δέν ἐδέχθη οὔτε τά προαναφερθέντα εἰς αὐτόν
τρόφιμα: «Τά δέ παρ’ αὐτοῦ πεμφθέντα βρώματα ἀπόστρεφε. Ἔλαιον γάρ ἁμαρτωλοῦ μή λιπανάτω τήν
κεφαλήν μου, καί ἐκ βρωμάτων αἱρετικοῦ μή γλυκανθήτω ὁ φάρυγξ μου» (P.G. 100, 1124C ).
Ὅταν
ἐν συνεχείᾳ ἔφεραν τόν ἅγιο πλησίον τῆς Κων/πόλεως καί μάλιστα στήν κυριολεξία
«σηκωτό», ἐπειδή ἀπό τήν ὑπέρμετρο ἄσκησι δέν ἠδύνατο νά βαδίση, ἦλθαν πάλι εἰκονομάχοι
Ἐπίσκοποι μέ τόν ὅρο τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας γιά νά πείσουν πάλι τόν ἅγιο νά
τόν ὑπογράψη. Ὁ βιογράφος του μᾶς μεταφέρει τήν ἑξῆς συζήτησι:
«Εἴτα Θεοδόσιος πρός αὐτόν φησίν Ἐφέσου∙ Τίνι
τρόπῳ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ᾑρετίσω ἐν ὑπολήψει ἡμᾶς ἔχειν αἱρετικῇ, καί ὑπερφρονῆσαι
ὑπέρ τε βασιλεῖς καί ἀρχιποιμένας καί ἐπισκόπους καί πάντας Χριστιανούς; Μή ἆρά
γε πάντες ἡμεῖς τήν τῶν οἰκείων ψυχῶν ζημίαν πραγματευόμεθα; Ὁ δέ ἅγιος ἡρεμαίᾳ
τῇ φωνῇ φησιν πρός αὐτούς∙ Προσέχετε, τί γέγραπται ἐν Ἠλίᾳ τῷ προφήτῃ πρός Ἀχαάβ∙
Οὐ διαστρέφω ἐγώ, ἀλλά σύ, καί ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου. Καί γάρ οὐκ ἐγώ ὁ διαστρέφων, ἀλλ’ ὑμεῖς, οἱ τήν ἐκ πρόπαλαι παραβεβηκότες τῶν
Πατέρων διδασκαλίαν, καί νέαν κενοφωνίαν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἰσηγησάμενοι. Εἰ γάρ
τό ἀρχαιότητι διαφέρον, αἰδέσιμον, ὥς
τις σοφός ἔφησεν∙ τά νεωτεροφωνηθέντα παρ’ ὑμῶν, πάντα ἄσημα καί Θεοῦ ἀλλότρια,
οὐ μήν ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας φαλσεύματα. Ἀλλ’ οὖν ἔστιν εἰπεῖν προφητικῶς∙ Οἱ
βασιλεῖς τῆς γῆς καί οἱ ἄρχοντες ἅμα ποιμέσι καί τοῖς προδόταις τῆς ποίμνης
συνήχθησαν ἐπί τό αὐτό κατά τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μελετήσαντες κενά καί
μάταια» (P.G. 100,
1141A).
Ὁ
ἅγιος, βλέπομε πάλι, δέν ἀναφέρει οὔτε συγχρόνους Συνόδους, οὔτε θεολογικές
πραγματεῖες, ἀλλά τήν ἁγ. Γραφή καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικῶς
οἱ εἰκονομάχοι τοῦ ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Δύο
προφανῶς οὐσῶν ἐν σοί τό προκείμενον ἐστίν, ἤ πεπεικέναι σαυτόν, καί ὑπογράψαι∙
εἰ δέ μή γε, θανάτῳ παραδοθῆναι, ὡς Πατέρων καί βασιλέων ἐκ Θεοῦ διδαχθέντων
νόμον ἀντιλέγοντα. Ὁ δέ ἅγιός φησιν∙ Πρόσχες, κυριοπατρίκιος∙ ἐμοί τό ζῇν
Χριστός, καί τό ἀποθανεῖν ὑπέρ τῆς ἁγίας αὐτοῦ εἰκόνος κέρδος καί δόξα∙ ἅπαξ
γάρ καί δίς εἶπόν σοι, τόν παλαιστήν ὑπολακκίσας∙ ὅτιπερ Εἰ τοσοῦτον τό εἰς ἐμέ
ζωτικόν αἷμα, ἐκχυθήτω ὑπέρ τοῦ τοιοῦδε σκοποῦ» (P.G. 100, 1141D).
Ἐδῶ
οἱ εἰκονομάχοι προσπαθοῦν νά ἐπικυρώσουν τήν ἀπόφασί των μέ τήν συγκατάθεσι τοῦ
ἀποτειχισμένου ἁγίου, ὁ δέ ἅγιος προτιμᾶ
τόν θάνατο. Στήν σημερινή δέ αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν ὑφίσταται τέτοιο
πρόβλημα, διότι οἱ ἀντιοικουμενιστές ἀναγνωρίζουν διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας
ὅλες τίς αἱρετικές ἀποφάσεις.
Μετά
δέ ἀπό μία ὁμολογιακή συζήτησι κατά τήν ὁποία ἀπέδειξε ὁ ἅγιος τήν Σύνοδο τῆς Ἱέρειας
ψευδῆ καί δαιμονική ἀναφωνεῖ: «Εἴ τις οὐ
προσκυνεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν εἰκόνι περιγραπτόν κατά τό ἀνθρώπινον,
ἤτω ἀνάθεμα, καί μετ’ ἐκείνων
καταλογισθείη τῶν κραξάντων, Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Ἐκπλαγέντες δέ οὗτοι
οἱ θρυλλολέκται ἐπί τῇ τοῦ ἁγίου παρρησίᾳ, ἔτι αὐτοῦ τόν λόγον συνείρειν ἐθέλοντος,
διαναστάντες αὐτοί, μόνον τό ἐγκλεισθῆναι αὐτόν παρακελευσάμενοι, κατῃσχυμμένοι
ὑπέστρεφον εἰς τά βασίλεια. Τοῦ δέ βασιλέως πυνθανομένου∙ Τί ἆρα ἤνυσαν; ἔτι ἐπισκόπων
τήν ἧτταν κρύπτειν ἐθελόντων, οἱ περί Κάλλιστον ἀπεκρίναντο∙ Ἡττήμεθα, βασιλεῦ,
ἡττήμεθα. Ὑψηλός γάρ πολύ ὁ ἀνήρ τῇ δυνάμει καί τῷ λόγῳ καί τῇ παρρησίᾳ τοῦ
θανάτου. Ὁ δέ ὑπερζέσας τῷ θυμῷ παρευθύς γράφει τήν ἐξορίαν αὐτοῦ πρός τά τοῦ Ἑλλησπόντου
νῶτα, ἐν τῇ λεγομένῃ Προκονήσῳ» (P.G. 100, 1145A).
Ἐδῶ
ὁ ἅγιος ἀναθεματίζει τήν αἵρεσι καί ὅποιους τήν πρεσβεύουν καί αὐτός ὁ ἀναθεματισμός
ἔγινε ὅρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνῶ ἀντίθετα, ὁ ἀναθεματισμός αὐτός δέν
ὑπάρχει στίς περί εἰκόνων πραγματεῖες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Οἱ εἰκονομάχοι
ὁμολογοῦν τήν ἧττα των ἀπό τόν ἀποτειχισμένο∙ ἐνῶ δηλαδή ἀντιμετώπισαν συνοδικῶς
τίς Συνόδους καί τίς θεολογικές πραγματεῖες, δέν ἠμπόρεσαν νά κάμψουν τό
φρόνημα τῶν ἀποτειχισμένων.
Mετά τήν ἐπάνοδο τοῦ ἁγίου ἀπό
τήν ἐξορία γιά νέα ἐξέτασι ἀπό τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, ὁ ἅγιος διαλέγεται μέ
τήν ἴδια παρρησία. Τελικῶς ὁ βιογράφος σημειώνει τό ἑξῆς περιστατικό: «Ὁ δέ σημειοφόρος Στέφανος ἀεί ἐν ἑαυτῷ τόν
Χριστόν περιφέρων, καί ὅλος ὑπ’ αὐτοῦ διδασκόμενος, τήν χεῖρα τῷ στέρνει ἀντανακλάσας,
καί ἔνδον ταύτην εἰσδύσας τοῦ ἱεροῦ κουκουλίου, τό νόμισμα ἐξενεγκών, ἐπεδείκνυεν,
καθάπερ Χριστός τῇ πρίν τῶν Ἰουδαίων συναγωγῇ, εἰκόνα καί ὄνομα φέρον τοῦ ἀλάστορος,
καί φησίν∙ Τίνος ἡ εἰκών αὕτη, βασιλεῦ, καί ἡ ἐπιγραφή; Ὁ δέ τύραννος θαμβηθείς
ἔφη∙ Τῶν βασιλευόντων. Καί ὁ ἅγιος. Ἆρά γε εἰ τοῦτο προσρίψας ἐπί τῆς γῆς ἑκουσίως
πατήσω, ὑποίσω δίκην; Οἱ δέ παρεστῶτες, Ἐκ παντός∙ ὅτιπερ, φησίν, χαρακτῆρα καί
κλῆσιν τῶν ἀηττήτων φέρει βασιλέων. Ὁ δέ ἅγιος μέγα στενάξας εἶπεν∙ Εἰ ὑμεῖς οὕτως
φατέ, ποίαν ἄρα ἐλεεινήν ὑποίσει δίκην ὁ τό τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Μητρός αὐτοῦ ὄνομα
ἐν εἰκόνι πατήσας καί κατακαύσας, ἤ πάντως τῷ ἀτελευτήτῳ πυρί καί αἰωνίῳ καί τῷ
ἀκοιμήτῳ σκώληκι ἐκδοθήσεται; Καί ρίψας
τό νόμισμα, κατεπάτησεν αὐτό. Οἱ δέ τῷ βασιλεῖ παριστάμενοι, ὡς εἴ τινες ἄγριοι
θῆρες εἰσπηδήσαντες κατά τοῦ ἁγίου, κρημνίσαι τοῦτον ἠβουλήθησαν τοῦ ἡλιακοῦ
πρός τό κάταντες» (P.G. 100,
1157D).
Ὁ ἅγιος πάλι νικᾶ χωρίς νά ἀναφέρεται οὔτε σέ Συνόδους, οὔτε σέ θεολογικές
πραγματεῖες.
Ὕστερα
ἀπό αὐτό τό περιστατικό ὁ ἅγιος ἐγκλείεται στήν φυλακή. Ὁ βιογράφος ἐδῶ
περιγράφει ἕνα συγκλονιστικό γεγονός: «Εὗρεν
δέ ἐν τοῖς ἐκεῖσε ἐγκεκλεισμένους λογάδας τοῦ ἁγίου τῶν μοναχῶν σχήματος, ὡσεί τριακοσίους τεσσαράκοντα δύο τόν ἀριθμόν,
ἐκ διαφόρων χωρῶν, τούς μέν ρινοτμήτους, τούς δέ ἀπομμάτους, ἄλλους χεῖρας
κεκομμένας ἔχοντας, ὡς μή ὑπογράψαντας κατά τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἑτέρους ὦτα μή ἔχοντας.
Καί οἱ μέν τῶν ἀνεικάστων δαρμῶν τά λείψανα ἐδείκνυον. Οἱ δέ τρίχας μή ἔχειν ἑαυτούς
ἐπεδείκνυον, ξυρισθέντες παρά τῶν ἀσεβῶν εἰκονοκαυστῶν∙ καί οἱ πλείους τήν
τιμίαν γενειάδα ἐκ πίσσης κεχρισμένην καί κεκαυμένην εἶχον. Ταύτας τάς χαλεπάς
πολυειδεῖς τιμωρίας τῶν τῆς εὐσεβείας μυστῶν ἰδῶν ὁ ἅγιος, ηὐχαρίστει τῷ Θεῷ τῷ
τήν ὑπομονήν αὐτοῖς δωρησαμένῳ. Ἤσχαλλεν δέ καί ἐδυσφόρει, ὅτι οὐκ ἦν αὐτός ἀκμήν
πεῖραν λαχών τινος βασάνου ἤ ἀφαίρεσιν μέλους περί τοῦ προκειμένου. Οἱ δέ
Πατέρες οὗτοι πάντες ἐδέξαντο τοῦτον ὡς ἀρχιποιμένα καί καθηγητήν σωτήριον, καί
παρ’ αὐτοῦ ἐδιδάσκοντο, καί αὐτῷ τούς λογισμούς ἀνέφερον. Λοιπόν γέγονε τό πραιτώριον μοναστήριον, παντός τοῦ μοναχικοῦ
κανόνος ἐπιτελουμένου» (P.G. 100, 1160C ).
Ἐσεῖς,
πατέρες, γράφετε στή μελέτη σας τά ἑξῆς: «Ἐξάλλου,
ἄν ἐξαιρέσουμε τόν Ἅγιο Στέφανο τόν Νέο καί τούς Ἁγίους, πού ἐμαρτύρησαν στά
χρόνια τοῦ εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἀναστασίου, ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἁγίων,
πού ἐμαρτύρησαν ἤ ἐδιώχθησαν ἀπό τούς αἱρετικούς, τοποθετοῦνται στήν περίοδο
μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική, ὅπως τοῦτο σαφέστατα φαίνεται καί ἀπό τόν κατάλογο τῶν
ὀνομάτων, πού παραθέτει ὁ π. Εὐθύμιος (σελ. 138-139)».
Αὐτά
ὅλα πού γράφετε εἶναι προφανῶς ψευδῆ, ἐφ’ ὅσον ὁ ἅγιος εὑρῆκε μέσα στήν φυλακή
τριακόσιους σαράντα δύο (342) ὁμολογητές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπάνω των τά στίγματα
τοῦ μαρτυρίου. Ἄν δηλαδή σέ μία φυλακή καί σέ μία χρονική περιόδο ὑπῆρχαν τόσοι
ὁμολογητές καί μάρτυρες πόσοι θά ἦσαν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι καθ’ ὅλη τήν ἑξηκονταετῆ
πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας;
Ἐδῶ,
πατέρες, γίνεται κατανοητό καί σέ ἕνα νήπιο, ὅτι κατά τήν περίοδο τῆς αἱρέσεως
δέν ἔχομε ἀνάγκη ἀπό Συνόδους πού νά καταδικάσουν τήν αἵρεσι, οὔτε ἀπό
θεολογικές πραγματεῖες ἐναντίον τῆς αἱρέσεως (δηλαδή ὁμολογίες πίστεως καί
χαρτοπόλεμο), ἀλλά ἀπό ὁμολογητές καί μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι θά σηκώσουν τόν
καύσωνα καί τό βάρος τῆς ἡμέρας. Ἐπίσης, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τό μοναστήρι καί τό
Ἅγιον Ὄρος καί ὅ,τι ἄλλο πνευματικό μπορεῖ
κανείς νά φαντασθῆ, εὑρίσκετο στήν φυλακή κι ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ὁμολογία
μέ ὅλες τίς συνέπειές της. Πόσο διαφέρουν ὅλα αὐτά ἀπό τίς θεωρίες σας καί εἰδικά
ἀπό τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος!
Δέν
πρέπει νά παραλείψωμε ἀπό τήν διήγησι αὐτή
τό γεγονός ὅτι ὁ βιογράφος ἀναφέρει πώς οἱ Ἅγιοι αὐτοί στήν φυλακή διηγοῦντο
ὡς αὐτόπτες μάρτυρες τά μαρτύρια ἄλλων ὁμολογητῶν συγχρόνων πατέρων, οἱ ὁποῖοι
μέ διαφορετικούς τρόπους συνελήφθηκαν καί ἐβασανίστηκαν. Δηλαδή οἱ Ἅγιοι αὐτοί ἐβίωναν
σέ προσωπικό ἐπίπεδο ὅ,τι ἐμεῖς σήμερα διαβάζομε στά συναξάρια. Τελικῶς δέ
καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Καί ταῦτα μέν εἰς
τοσοῦτον. Τίς γάρ ἐξαρκέσει ἐξειπεῖν τά κατά πᾶσαν ἐπαρχίαν ὑπό τῶν τοῦ
τυράννου δεινοτέρων ἀρχόντων καί τῆς ἀληθείας ἐχθρῶν ἐφευρήματα καί δεινά
βασανιστήρια; Πολλά γάρ τά τούτων τῆς ἀσεβείας τρόπαια, ἅπερ ἡμεῖς
καταπτύσαντες, τόν τοῦ Δεσπότου, ζηλώσωμεν θάνατον. Οὐ γάρ ἄξια τά παθήματα τοῦ
νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλύπτεσθαι εἰς ἡμᾶς, ὥς φησιν τό σκεῦος
τῆς ἐκλογῆς Παῦλος» (P.G. 100,1168A).
Ἐσεῖς
βεβαίως, πατέρες, εὑρήκατε ἐλάχιστους τούς Ἁγίους πού ἀποτειχίστηκαν κατά τήν
πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, προφανῶς διά νά στηρίξετε τίς θεωρίες σας περί
συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως κλπ.
Ἦταν
τόσος ὁ παραλογισμός τῶν τυράννων καί διωκτῶν, ὥστε ὁ αὐτοκράτωρ Κων/νος ὁ
Κοπρώνυμος ἐξέδωσε, σύμφωνα μέ τήν βιογραφία, τήν ἑξῆς διαταγή: «Εἴτα παρευθύς διετάξατο ἐπερωτήσεις καί ἀνασκυλευσμούς
ἐν τῇ πόλει γενέσθαι. Καί ὅστις εἶχεν, εἴτε συγγενῆ, ἤ φίλον, ἤ ἀγχιστεύοντα τοῦ
μοναχικοῦ καταλόγου τινά, ἤ κἄν ἱμάτιον μελεμβαφές, μετά δαρμούς ἀφορήτους, ἐξορίᾳ
παρεπέμπετο. Καί ἦν ἰδεῖν ἐπίχαρμα ἐχθρῶν παραδιδόντας οὕς ἤθελον. Καί δοῦλοι
δεσπότας διέβαλλον. Καί ἦν ὀδυρμός καί κωκυτός τοῦ Βυζαντίου οὐ μικρός ὑπέρ τάς
πάλαι ἡμέρας Ἰουλιανοῦ τε καί Οὐάλεντος τῶν ἀθέων» (P.G. 100, 1169D).
Ὅλοι
αὐτοί πού ἐδιώκοντο σύμφωνα μέ τίς θεωρίες σας «εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν τους τίς ἀποφάσεις τῶν παραπάνω Συνόδων καί διέκοψαν
τήν ἐκκλησιατική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους». Αὐτά, πατέρες,
μόνο στήν φαντασία σας ὑπάρχουν, πουθενά ὅμως ἀπό τούς Ἁγίους οὔτε ἀναφέρονται,
οὔτε ἔγιναν, ἀλλά οἱ Ἅγιοι αὐτοί εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν των τήν ἁγ. Γραφή καί τήν ὀρθόδοξο
Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί εἶχαν ἐπί πλέον τό ὁμολογιακό καί μαρτυρικό
φρόνημα.
Ἡ
περιγραφή, ἐν τέλει, τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τοῦ ὁσίου Στεφάνου τοῦ νέου εἶναι ἀπό
τίς φοβερώτερες καί δείχνει τό μένος ὅλων τῶν εἰκονομάχων κατά τῶν ἀποτειχισθέντων
καί μή ὑποταχθέντων στούς αἱρετικούς. «Παρ’
αὐτά τῇ γῇ τοῦτον προσρήξαντες ὥσπερ θῆρες ἄγριοι, καί ἐν τοῖς σιδήροις, ἐν οἷς
ἦσαν αὐτοῦ οἱ πόδες ἐγκεκλεισμένοι, κάλους συνδήσαντες, ἐπί τήν δημοσίαν ἔσυρον
τοῦτον, κατά τε τῆς κεφαλῆς καί παντός τοῦ σώματος λακτίζοντες, λιθάζοντες καί
ξύλοις τύπτοντες... Ποῖος δέ λόγος ἱστορήσειεν ἤ ἀκοή παραδέξεται τάς τοῦ ἁγίου ἐν τῇ σύρσει
τῆς δημοσίας μαρτυρίας, καί τούς ἀνεικάστους ἐκείνους πόνους; ποῖον γάρ μέλος
τούτου ὤφθη ἀμάρτυρον στεφάνου, ἐκ τῶν ἀμετρήτων ἐκείνων λιθασμῶν; τούτου γάρ
συρομένου ἐπί τῆς γῆς καί προσκρουομένου ἐκ πλακός πρός πλάκα, χεῖρες ἀπεκόπτοντο,
δάκτυλοι σύν τοῖς ὄνυξιν ἐξέπιπτον, πλευραί δέ τούτου διερρήγνυντο φλέβες ἐκρησσόμεναι
τῷ πλήθει τοῦ αἵματος τήν γῆν κατέβαπτον, ἴνες διασπώμεναι κατά ἁρμογήν τοῦτον
μεληδόν ἐδείκνυντο. Λίθῳ δέ μεγάλῳ τούτου τις φονείως τῇ κοιλίᾳ προσκρούσας,
διχῶς αὐτήν ἐλάκκισεν. Καί ἦν ἰδεῖν πᾶσαν τήν τῶν ἐγκάτων οἰκονομίαν σύν τοῖς ἐντέροις
ἐπί τῆς γῆς προὖπτον συρομένην δεινῶς. Ὄντως οὐδέν τοῦ τοιούτου θανάτου
δεινότερον, οὐδέ ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἐφάνη ποτέ.
»Καί γάρ μετά τό ἐκπνεῦσαι
αὐτόν, τοῖς λίθοις καί τοῖς ξύλοις τό σῶμα νεκρόν ἔτυπτον. Οὐ μόνον γάρ οἱ ἄνδρες,
ἀλλά καί γυναῖκες καί παῖδες τάς διατριβάς κελεύσει τοῦ τυράννου καταλείψαντες,
μετά τῶν λίθων ἔτρεχον. Ἀλλ’ εἰ καί τις ἀπήντησεν τό θεόθυτον τοῦτο ὁλοκάρπωμα,
εἰ τοῦτο λίθοις οὐ προσέκρουσεν, εὐθύνας εἰσεπράττετο, ὡς αὐτοῦ προσφιλής καί τῶν
βασιλέων ἐχθρός. Ὡς δέ τόν τοῦ Βοός τόπον οἱ σύροντες κατέλαβον, κάπηλός τις ἰχθύας
ἐν τῷ τηγάνῳ κατοπτῶν, ἐπί τῆς δημοσίας ἰδών τόν ἅγιον συρόμενον, καί δόξας αὐτόν
ἔτι ζῇν, δαλόν ἐκ τοῦ πυρός δραξάμενος, καί δούς κατά τῆς κεφαλῆς τοῦ ἁγίου, τό
ὀπίσθιον μέρος τῆς κάρας, ὅ λέγεται ἡμίκρανον, μερίσας ἀπέρρηξεν, καί διεχέθη ἐπί
τῆς γῆς τό λεπτόν καί ὑλῶδες τοῦ ἐγκεφάλου» (P.G. 100, 1176 B,D).
Ἀπό
ὅλα αὐτά πού σᾶς ἀνέφερα, πατέρες, φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ Ἅγιοι καί ὁμολογητές
τῆς περιόδου αὐτῆς δέν ἐστηρίζοντο οὔτε σέ Συνόδους, οὔτε σέ θεολογικές
πραγματεῖες, ἀλλά ἐπειδή εἶχαν ἀγαθή καί μαρτυρική προαίρεσι ὡδηγοῦντο ἀπό τήν
χάρι τοῦ ἁγ. Πνεύματος εἰς τό δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Ἀλλά καί οἱ αἱρετικοί
εἰκονομάχοι μόνο γιά τούς ἀποτειχισμένους ἐνδιαφέροντο καί μόνο μέ αὐτούς ἀσχολοῦντο.
Ἐσεῖς ἀντιθέτως διδάσκετε (ἐννοῶ ὅλοι οἱ ἀντιοικουμενιστές) ὅτι ὁ ἀγῶνας πρέπει
νά γίνη μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅτι δέν πρέπει νά βγοῦμε στό περιθώριο, ἐκτός Ἐκκλησίας
κλπ., ὡσάν οἱ ἀποτειχισμένοι νά εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί ἐντός οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές.
Πάντως ὅλοι οἱ ἰσχυρισμοί καί τά ἐπιχειρήματα τοῦ κεφαλαίου αὐτοῦ τῆς μελέτης
σας εἶναι ψευδῆ καί ἀνυπόστατα καί ἐπί πλέον ἐγράφησαν μέ τόν σκοπό νά γίνουν
τροχοπέδη εἰς ὅσους θέλουν νά ἀκολουθήσουν τήν πατερική ὁδό ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Πρέπει
νά ἀναφέρωμε ἀκόμη ὅτι ὄχι μόνο οἱ Πατέρες καί ὁμολογητές τῆς πρώτης περιόδου τῆς
εἰκονομαχίας δέν ἐστηρίζοντο σέ πρόσφατες Συνόδους καί σέ θεολογικές πραγματεῖες
συγχρόνων τους Πατέρων, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἐστηρίχθηκε
εἰς αὐτά, οὔτε ἔστω καί ἀκροθιγῶς ἀνεφέρθη. Ἐνῶ δηλαδή πρός κατοχύρωσι τῆς ὀρθοδόξου
περί εἰκόνων Παραδόσεως κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου ἀνεγνώσθησαν οἱ
διδασκαλίες πλείστων παλαιῶν Ἁγίων, τά παλαιά συναξάρια καί τά θαύματα πού ἀνεφέροντο
σέ εἰκόνες, οὐδέν ἀνεφέρθη περί τῶν θεολογικῶν πραγματειῶν τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ
Δαμασκηνοῦ, ἤ τῶν γενομένων προσφάτων Συνόδων ὑπέρ τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἀπεναντίας
ἐνῶ, ὅπως ἀνεφέρθη, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἀσχολήθηκε μέ ὅλα αὐτά, ἀσχολήθηκε
ἐπισταμένως μέ τήν ἀναίρεσι τῶν θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων τῆς εἰκονομαχικῆς
Συνόδου τῆς Ἱερείας.
Στήν
στ’ συγκεκριμένα πρᾶξι της, οἱ Πατέρες ἐζήτησαν νά ἀναγνωσθοῦν τά πρακτικά τῆς
Συνόδου τῆς Ἱέρειας. Ἡ αἴτησις αὐτή ἀναφέρεται στά πρακτικά τῶν Συνόδων ὡς ἑξῆς:
«Λέων ὁ εὐκλεέστατος ἀσηκρῆτις εἶπεν∙ ἐπίσταται
ἡ ἁγία καί μακαρία σύνοδος, ὡς τῇ προλαβούσῃ συνελεύσει ρήσεις διεξήλθομεν τῶν
θεηλάτων αἱρετικῶν, τῶν αἰτιασαμένων τήν ἁγίαν καί ἀμώμητον τῶν Χριστιανῶν ἐκκλησίαν
ἐπί τῇ ἀναστηλώσει τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Τήμερον δέ μετά χεῖρας ἔχομεν αὐτῶν τῶν
χριστιανοκατηγόρων τήν ἔγγραφον βλασφημίαν, ἤγουν τό ἀλλόκοτον καί εὐανάτρεπτον
καί αὐτέλεγκτον ὅρον τοῦ ψευδοσυλλόγου ἐν πάσει σκιάδουσαν τῇ δυσφημίᾳ τῶν
θεοστυγῶν αἱρετικῶν. Οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί τήν ἔντεχνον καί δραστικωτάτην αὐτοῦ ἀνατροπήν, ἥν τό πνεῦμα τό ἅγιον
παρέσχετο∙ ἔδει γάρ αὐτόν θριαμβευθῆναι σοφαῖς ἀντιρρήσσεσι, καί σπαραχθῆναι ἰσχυραῖς
ἀναλύσεσιν. ἥν καί ὑποβάλλομεν πρός τό παριστάμενον. Ἡ ἀξία σύνοδος εἶπεν∙ ἀναγνωσθήτω.
Ἰωάννης διάκονος καί σακελλάριος ἀνέγνω» (Πρακτικά τῶν Συνόδων τόμος 3ος,
σελ. 325).
Τά
πρακτικά τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, τά ὁποῖα ἀνεγνώσθησαν στήν Οἰκουμενική
Σύνοδο, ἀποτελοῦν ἕξι τόμους καί καταλαμβάνουν ἐνενῆντα (90) στῆλες στόν τρίτο
τόμο τῶν πρακτικῶν τῶν Συνόδων. Στόν ἕκτο τόμο λοιπόν ἀνεγνώσθησαν τά ἑξῆς: «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ἀνέγνω. Γερμανοῦ,
Γεωργίου καί Μανσούρ (Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός) Τῶν κακοδόξων φρόνημα ὑμεῖς
διελύσατε. Γερμανῷ τῷ ὁμόφρονι αὐτοῦ, καί φαλσευτῇ τῶν πατρικῶν διδασκαλιῶν, ἀνάθεμα,
Μανσούρ τῷ κακωνύμῳ καί σαρρακηνόφρονι, ἀνάθεμα, Τῷ εἰκονολάτρῃ καί φαλσογράφῳ
Μανσούρ, ἀνάθεμα. Τῷ τοῦ Χριστοῦ ὑβριστῇ καί ἐπιβούλῳ τῆς βασιλείας Μανσούρ, ἀνάθεμα.
Τῷ τῆς ἀσεβείας διδασκάλῳ καί παρρερμηνευτῇ τῆς θείας γραφῆς Μανσούρ, ἀνάθεμα. Ἡ
τριάς τούς τρεῖς καθεῖλεν τῶν κακοδόξων...» (Πρακτ. τῶν Συνόδων τομ. 3 σελ.
368).
Στήν ζ΄ δέ πρᾶξι
τῆς ἐν Νικαίᾳ Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀνεγνώσθη καί ὁ ὅρος τῆς Συνόδου καί τά ἀναθέματα
κατά τῶν εἰκονομάχων. Τελικά δέ ἀναφέρεται τό ἑξῆς: «Γερμανοῦ τοῦ ὀρθοδόξου αἰωνία ἡ μνήμη. Ἰωάννου καί Γεωργίου αἰωνία ἡ
μνήμη. Τῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας αἰωνία ἡ μνήμη.
Ἡ Τριάς τούς τρεῖς ἐδόξασεν» (Πρακτικά Συνόδων τόμος 3ος,
σελ. 879).
Αὐτή
εἶναι καί ἡ μόνη ἀναφορά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου στόν ἅγ. Ἰωάννη τόν
Δαμασκηνό, νά διαβασθῆ δηλαδή ὁ ἀναθεματισμός του ἀπό τούς αἱρετικούς καί νά
γίνη ἡ ἄρσις αὐτοῦ. Ἡ Σύνοδος, λοιπόν, πρός κατοχύρωσι τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, ἀνεφέρθη
σέ διδασκαλίες παλαιῶν Ἁγίων, σέ συναξάρια καί θαύματα καί οὐδόλως σέ
σύγχρονους Πατέρες ἤ Συνόδους. Σήμερα βέβαια, γνωρίζουμε τήν συμβολή τοῦ ἁγ. Ἰωάννη
Δαμασκηνοῦ καί ἔχομε καί χρησιμοποιοῦμε τά συγγράμματά του.
Τό ἀξιοθαύμαστο,
ἐπίσης, εἶναι ὅτι οὔτε καί οἱ μετανοοῦντες εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι πού προσῆλθαν
στή Σύνοδο ἀνέφεραν ὡς δικαιολογία τῆς πλάνης των τήν ὑπακοή των ἤ τήν
παραπλάνησί των ἐξ αἰτίας τῆς προσφάτου πολυαρίθμου Συνόδου τῆς Ἱέρειας. Ἀνέφερον
εἰς τούς λιβέλλους των ὅτι ἀπό ἀμάθεια, ἀμέλεια
καί νωθρότητα ἔπεσαν στήν πλάνη: «Δέον
γάρ ἦν μή ὑστερηκέναι με πρός τήν τῆς ὀρθοδοξίας ὁμολογίαν· ἀλλά τῆς ἄκρας μου ἀμαθίας
καί νωθρείας καί ἠμελημένης διανοίας ἐστί τοῦτο. ὅθεν καί μᾶλλον αἰτῶ τήν
μακαριότητα ὑμῶν ἐξαιτῆσαι καί παρά Θεοῦ συγχώρησίν μοι παρασχεθῆναι...»
(Πρακτ. 3,229).
Ἐπίσης, σέ
κάποιες συζητήσεις πού ἔγιναν στή Σύνοδο, γιά νά ἐξακριβωθῆ ἡ προαίρεσίς των
καί οἱ αἰτίες τῆς πτώσεώς των, ἀναφέρθηκαν τά ἑξῆς: «Tαράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε∙ ποῖος λόγος ὑμᾶς
ἔστρεψεν εἰς τήν ἀλήθειαν; Ὑπάτιος καί οἱ σύν αὐτῷ ἐπίσκοποι εἶπον∙ τῶν ἁγίων ἀποστόλων
καί πατέρων ἡ διδασκαλία... Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε. Καί πῶς ἔτι ἔχων
ἕως τῶν ὀκτώ ἤ καί δέκα ἐπίσκοπος ἕως τοῦ νῦν οὐκ ἐπείσθης; Λέων ὁ εὐλαβέστατος
ἐπίσκ. Ρόδου εἶπεν∙ ἐπειδή ἐχρόνισε τό κακόν, καί ἡ κακή διδασκαλία∙ καί ἐν τῷ
χρονίσαι αὐτήν ἐξ ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐπλάνησεν ἡμᾶς καί ἐξέκλινεν ἐκ τῆς ἀληθείας∙ ἀλλ’
ἐλπίζομεν εἰς τόν Θεόν σωθῆναι. Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπε∙ τά
χρονιώτερα τῶν παθῶν δυσχερέστερά πως ἐστί πρός τό θεραπεύεσθαι. Οὕτω ψυχή ἐν
σκοτομήνῃ αἱρέσεως οὖσα, τό φῶς τῆς ὀρθοδοξίας δυσχερῶς ἐπιγινώσκει. Κωνσταντῖνος
ὁ ὁσιώτατος ἐπίσκοπος Κύπρου εἶπεν∙ ἔδει ὑμᾶς ἐπισκόπους ὄντας μή διδασκαλίας δεῖσθαι,
ἀλλά διδασκάλους εἶναι ἑτέρων. Λέων ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκ. Ρόδου εἶπεν∙ εἰ μή ἐπέτειναν
οἱ ἐν νόμῳ τήν ἁμαρτίαν, οὐκ ἦν χρεία τῆς χάριτος» (Πρακτ.
3,232).
Ἐσεῖς,
πατέρες, ἀντιθέτως πρός τά γεγονότα γράφετε τά ἑξῆς: «Οἱ δέ Ἅγιοι Πατέρες καί Ὁμολογητές, ὅλος ὁ λαός, ὁ κλῆρος καί οἱ
μοναχοί εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν τους τίς παραπάνω Συνόδους, καθώς καί τά συγγράμματα
τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ὡς ὁδηγό καί γραμμή πλεύσεως στήν ἀποτείχισή
τους ἀπό τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους». Προφανῶς ἐπειδή δέν τά στηρίζετε ὅλα
αὐτά πού ἀναφέρετε, θέλετε νά δικαιολογήσετε τήν ἀδράνεια καί τόν ἐφησυχασμό τῶν
ἀντιοικουμενιστῶν καί μάλιστα νά παρουσιάσετε ὅτι ἔτσι ἔπρατταν οἱ Ἅγιοι. Θά
μπορούσατε ἴσως νά τούς δικαιολογήσετε, ἔστω καί ἐπικουρικά, ἐάν –μέσα στήν
διαχρονική ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας– μᾶς ἀναφέρατε κάποιο παράδειγμα κατά τό ὁποῖο,
ὑπαρχούσης τῆς αἱρέσεως, κάποιοι Ἅγιοι δέν ἀπετειχίζοντο, ἀλλά ἀνέμενον ἐν ὑπομονῇ
τή συνοδική καταδίκη τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, σύμφωνα μέ τή δυνητική ἑρμηνεία
τοῦ Κανόνος.
Πάντως
οἱ Ἅγιοι τῆς πρώτης καί δευτέρας περιόδου τῆς εἰκονομαχίας δέν συμφωνοῦν μέ
τούς σημερινούς ἀντιοικουμενιστές, ἀλλά μᾶλλον τούς ἐκθέτουν ἀνεπανόρθωτα, γιά
τόν ἐπί πλέον λόγο, ὅτι δηλαδή ὁ Οἰκουμενισμός ὡς αἵρεσις εἶναι πολύ χειρότερη ἀπό
τήν εἰκονομαχία, διότι ὁ Οἰκουμενισμός σημαίνει τήν ἰσοπέδωσι τῶν πάντων μέ
τελικό σκοπό τήν ἐκκλησιαστική συμπόρευσι μέ τή Ν. Ἐποχή καί τόν Ἀντίχριστο.
Στό
τέλος αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου στή σελ. 35 γράφετε τά ἑξῆς: «Οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἐπίσκοποι, γιά τούς ὁποίους κάνει ἐκτενῆ λόγο ὁ
π. Εὐθύμιος (σελ. 132-137), ὀρθῶς ἐθεωρήθησαν ἔνοχοι καί ὑπόλογοι ἀπό τούς
Πατέρες τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς, διότι δέν ἔλαβαν ὑπ' ὄψιν τους τίς δύο
προηγούμενες Συνόδους, τήν Σύνοδο τῆς Συρίας (726) καί τήν Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ
(769)».
Ἐδῶ
μᾶς λέτε, πατέρες, ὅτι τιμωρήθηκαν οἱ Ἐπίσκοποι πού ἀνέχτηκαν τούς εἰκονομάχους,
ὄχι γιατί δέν ἀποτειχίστηκαν, ἀλλά γιατί δέν ὑπήκουσαν στίς δύο Συνόδους τοῦ
726 καί τοῦ 769. Εἶναι ὅμως ἄξιον ἀπορίας, πῶς, αὐτή τήν αἰτία πού τούς ἐνοχοποιοῦσε,
δέ τούς τήν ἀνέφεραν οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, ἀλλά τούς ἐπλάνησαν, ἐπειδή
τούς ἄφησαν νά νομίζουν ὅτι εἶναι ἔνοχοι,
διότι ἐπλανήθηκαν ἀπό τήν αἵρεσι, διότι ἔδειξαν δειλία, νωθρότητα καί ἀμέλεια
καί διότι δέν ἀποτειχίστηκαν ἀμέσως ἀπό τούς αἱρετικούς; Ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ
μετανοοῦντες Ἐπίσκοποι δέν ἐκατάλαβαν ὅτι ἔτσι, ὅπως τά βλέπετε ἐσεῖς, πατέρες,
ἔχουν τά πράγματα, καί ἐνόμισαν ὅτι εἶναι ἔνοχοι γιά ἄλλους λόγους. Καί ἀκόμα,
γιατί δέν ἐδικαιολογήθησαν λέγοντες, ὅτι ὑπήκουσαν στὴν πολυάριθμη Σύνοδο τῆς Ἱέρειας;
Τελικά
πιστεύω, πατέρες, πώς πρέπει νά γίνουν κάποιες διορθώσεις, σύμφωνα μέ τίς ἰδέες
σας, στά πρακτικά τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὥστε νά ἀπαλειφθοῦν αὐτά τά λάθη
τῶν Πατέρων καί νά τοποθετηθοῦν τά πράγματα στή θέσι των, γιά νά διατηρηθῆ τό ἀλάθητο
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.