Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Έχουμε ανάγκη κηρύγματος μετανοίας

Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων (Μάρκ. 1,1-8)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Ἔχουμε αναγκη κηρυγματος μετανοιας

«Ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας…» (Μᾶρκ. 1,4)

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ


Ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Ὁ Χριστὸς θὰ βαπτισθῇ στὸν Ἰορδάνη καὶ θ᾿ ἁγιασθοῦν τὰ νερά. Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα εἶνε σχετικὸ μὲ τὸ γεγονὸς αὐτό. Τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο;

* * *

Προτοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστὸς στὸν Ἰορδάνη, ζοῦσε ἐκεῖ ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἅγιος· ἦ­ταν ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος ποὺ παρουσιάστη­κε στὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστό. Ὁ Πρόδρο­μος ἦταν παραπάνω κι ἀπὸ πατριάρχες κι ἀ­πὸ προφῆτες. Ἦταν ἁγιασμένος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι καὶ οἱ γονεῖς του, ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ Ἐλισάβετ, ἀ­γαποῦσαν τὸ θεῖο νόμο, ἔκαναν προσευχή, νήστευαν, ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Οἱ γονεῖς εἶνε ὅπως τὸ δέντρο. Ὅταν ἡ ῥίζα εἶνε κακή, οἱ καρποὶ θά ᾿νε σάπιοι· ὅταν ἡ ῥίζα εἶνε καλή, καὶ οἱ καρποὶ θά ᾿νε ἐκλεκτοί. Κι ὅταν ὁ σπόρος ποὺ σπέρνουμε στὴ γῆ εἶνε κα­λός, καὶ τὰ στάχυα θά ᾿νε καλά. Δὲν χρησιμο­ποιοῦμε ὁποιοδήποτε σπόρο. Ζούφιος σπόρος θὰ κάνῃ ζούφια σπαρτά. Ῥίζα καὶ δέν­τρο λοιπὸν εἶνε οἱ γονεῖς. Σπόρος εἶνε ὁ πατέρας, γῆ ἡ μητέρα. Ὅταν ὁ ἄντρας εἶνε ἀλκο­ολικὸ καὶ μέθυσος, ὅταν αἰσχρολογῇ, βρίζῃ, βλαστη­μάῃ, κ.τ.λ., τότε ἡ ῥίζα δὲν εἶνε καλή. Κι ἀπὸ τέτοια ῥίζα τί θὰ βγῇ;
Ἄνθρωπος κα­κὸς καὶ κα­κοῦργος. Κι ὄχι μόνο κακὸς ἀλλὰ καὶ μισερός· ἄλλος στραβός, ἄλλος κουτσός… Διαβάστε νὰ δῆτε· ὅσοι πατεράδες μεθᾶνε, βγάζουν παι­διὰ ἐ­λαττωματικά. Πῆγα σ᾿ ἕνα χωριὸ καὶ εἶδα καμμιὰ δεκαριὰ παιδιὰ διανοητικῶς καθυστερημέ­να. Λέω· Τί συμβαίνει; Κατάλαβα· ὅλοι με­θᾶ­νε. Σὲ ἄλλο χωριὸ τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο δὲν μάθαιναν· ἦταν ὅλα βλᾶκες, δὲν καταλάβαιναν τί­ποτα, κοιμοῦνταν ὄρθια. Ἔφταιγαν τὰ παιδιά; Ὄχι. Ὁ πατέρας ἔφταιγε· ὁ ἀλκοολικός, ὁ μέθυσος πατέρας, ποὺ γεννάει τέτοια παιδιά.
Μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν γονέων. Γι᾿ αὐτὸ ἐ­σεῖς οἱ μανάδες καὶ οἱ πατεράδες νὰ προσέχετε. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ ἀντρόγυνα ἔκαναν προσευχή, νήστευαν Τετάρτη καὶ Παρασκευή, πήγαιναν στὴν ἐκκλησία· καὶ μέσα ἀπὸ τέτοια ἅγια ἀντρόγυνα, ἔβγαιναν ἄγγελοι. Τώ­ρα, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιά ἔννοια Θεοῦ ἀλ­λὰ τὸν βλαστημᾶνε, ἀπὸ τέτοια ἀντρόγυνα βγαίνουν τέρατα. Τί θὰ δοῦμε…
Ἐπαναλαμβάνω· ἀπὸ ἁγιασμένους γονεῖς βγαίνουν ἅγια παιδιὰ καὶ μεγάλοι ἄνθρωποι, ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὴν ἁμαρτία θὰ βγοῦνε τέρατα. Θυμηθῆτε τὸ λόγο αὐτό. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ περισσότερα, ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ λέω εἶνε καὶ ἐπιστημονικῶς καὶ ἁγιογραφικῶς σωστό, καὶ ἡ καθημερινὴ πεῖρα τὸ ἐπιβεβαιώνει.
Ἦταν λοιπὸν ἁγιασμένος ὁ Ἰωάννης. Εἶχε καλὴ ἀνατροφή. Ἀλλ᾿ ὅταν μεγάλωσε λίγο, δὲν ἔμεινε στὸ σπίτι του. Σηκώθηκε κ᾿ ἔφυγε. Πῆγε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, σ᾿ ἕνα μέρος ἔ­ρη­­μο. Κ᾿ ἐκεῖ πῶς ζοῦσε; Σὰν ἄγγελος. Ποιό ἦταν τὸ φαγητό του; Οὖζο καὶ κρασὶ δὲν ἔβαλε ποτέ στὸ στόμα του· ἀλλὰ τί ἔπινε; Νεράκι. Οὔτε ποτήρια εἶχε οὔτε σερβίτσια πολυ­τελείας. Ζοῦσε μιὰ πολὺ ἁπλῆ ζωή. Πήγαινε στὸ ποτάμι καὶ μὲ τὶς χοῦφτες του ἔπινε νερό, σὰν τὸ πουλάκι.
Καὶ τὸ φαγητό του τί ἦταν; Δὲν ἦταν κρέατα καὶ ψάρια καὶ ἄλλα ἀ­κριβά, ποὺ θέλουμε ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὶς πολιτεῖες, οἱ ἄνθρωποι τῆς καλοπεράσεως. Τὸ φαγητό του ἦταν «ἀκρί­δες καὶ μέλι ἄγριον» (Μᾶρκ. 1,6). Ποιές εἶνε οἱ «ἀκρίδες»; Αὐτὲς ποὺ πετοῦν στὰ χωράφια. Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο. Καὶ σήμερα οἱ βεδουΐνοι ποὺ ζοῦν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ὅπως ἐδῶ παίρνουν τὶς πιπεριὲς καὶ τὶς ξεραίνουν, ἔτσι αὐ­τοὶ παίρνουν τὶς ἀκρίδες, τὶς ξεραίνουν καὶ τὶς τρῶνε. Εἶνε μιὰ τροφὴ τῶν φτω­χῶν ἀν­θρώπων.
Ἔτρωγε λοιπὸν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο. Καὶ τὸ ροῦχο του ποιό ἦταν; Φοροῦσε μεταξωτά, σὰν αὐτὰ ποὺ φορᾶμε ἐμεῖς οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ πλούσιες κοκῶνες; Ὄχι. Ἦταν πολὺ φτωχὸ τὸ ροῦχο του· μιὰ προβειὰ ἦταν φτειαγμένη ἀπὸ τρίχες καμήλας.
Καὶ τὸ στρῶμα του; Εἶχε τέτοια κρεβάτια πολυτελείας, σὰν αὐτὰ ποὺ θέλουμε ἐμεῖς νὰ ξαπλώνουμε τὰ ἄθλια κορμιά μας καὶ ν᾿ ἀναπαυώμαστε; Ὄχι. Δὲν εἶχε σουμιέ. Εἶχε κάνει στρῶμα ἀπὸ τὶς καλαμιὲς τοῦ Ἰορδάνου. Πάνω στὰ καλάμια κοιμόταν.
Καὶ σπίτι; Δὲν εἶχε σὰν τὰ δικά μας πλουσιόσπιτα· ὄχι δά. Σπίτι του ἦταν οἱ σπηλιές καὶ οἱ κουφάλες τῶν δέντρων, καὶ συντροφιά του εἶχε τὰ ἄγρια θηρία.
Ἔτσι ἀσκητικὰ ἔζησε ὁ Ἰωάννης. Ἦταν ἅ­γιος ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ ἔτρεχαν ὅλοι στὸν Ἰ­ορδάνη, ἄντρες – γυναῖκες, μικροὶ – μεγάλοι, ἀ­ξιωματικοὶ – στρατιῶτες, πλούσιοι – φτωχοί. Ὅπως ὁ μαγνήτης τραβάει τὸ σίδερο, ἔτσι πή­γαιναν ὅλοι κοντὰ στὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή.

* * *

Καὶ τί τοὺς ἔλεγε, ποιό ἦταν τὸ κήρυγμά του; Ἀνοῖξτε τ᾿ αὐτιά σας νὰ τ᾿ ἀκούσετε. Ἦ­ταν μία λέξι. Ὅπως ἔχεις κλειδὶ κι ἀνοίγεις τὸ σπίτι, ἔτσι καὶ ἡ λέξι αὐτὴ εἶνε τὸ κλειδὶ τῆς σωτηρίας. Μιὰ λέξι, ποὺ ἂν τὴν ἐφαρμόζαμε ἡ ζωή μας θὰ ἄλλαζε τελείως.
Τώρα δὲν τὴν ἐφαρμόζουμε καὶ ὁ κόσμος εἶνε ζούγκλα. Προτιμότερο νὰ ζῇς στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ τὰ ἄγρια θηρία, παρὰ μέσα σὲ μιὰ τέτοια κοινωνία. Ἦρθε κάποτε ἕνας ἄν­τρας καὶ μοῦ λέει· «Ὅλα τὰ πῆρα· τηλεόρασι, ῥαδιόφωνο, ἔπιπλα πολυτελείας… Ἀλλὰ κάθε βράδυ, ὅταν πάω στὸ σπίτι, τρέμω. Προτιμό­τερο νὰ εἶμαι ἔξω στὸ κρύο, παρὰ νὰ κατοι­κῶ μὲ μιὰ τέτοια γυναῖκα…». Καὶ ἡ γυναίκα ὅμως προτιμότερο νὰ κατοικῇ ἔξω στὰ χιόνια, παρὰ μὲ ἕναν ἄντρα βάναυσο, μέθυσο, βλάσφημο, αἰ­σχρολόγο… Νά, λοιπόν, ποὺ ἡ κοινωνία μας ἔ­γινε ζούγ­­κλα. Καὶ ὅμως ἡ ζούγκλα αὐτὴ μποροῦσε νὰ γίνῃ παράδεισος· νὰ εἶνε εὐλογημένα τὰ σπίτια, εὐλογημένα τὰ χωριά, εὐλογημένη ἡ πατρίδα μας. Πῶς;
Μὲ μιὰ λέξι, ποὺ ἐκήρυττε ὁ Ἰωάννης. Ποιά λέξι; «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μὰ τί θὰ πῇ «μετανοεῖτε»; Ν᾿ ἀλλάξουμε μυαλό, ν᾿ ἀλλάξουμε γνώμη. Δηλαδή, ν᾿ ἀφήσουμε τὴν κλεψιά, τὴν ἀ­τιμία, τὴν ἀδικία, τὴ βλασφημία, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία, ὅλο τὸ κακό· νὰ τὸ διώξουμε ἀπὸ πάνω μας. Καὶ τότε ἀμέσως ἀλλάζει ἡ κοινωνία, ἀλλάζει ὁ κόσμος.
«Μετανοεῖτε»! Πήγαιναν κοντά του πλούσιοι. Τοὺς κολάκευε ὁ Ἰωάννης; Ὄχι. –Θὰ κολαστῆτε! τοὺς ἔλεγε. –Τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε; –Τί νὰ κάνετε; Ὅσα εἶνε κλεμμένα, αὐτὲς τὶς περιουσίες ποὺ φτειάσατε, νὰ τὶς δώσετε πίσω…
Βλέπετε τὸ Εὐαγγέλιο; Γι᾿ αὐτὸ δὲν περιμέναμε νὰ ἔρθῃ ὁ σοσιαλισμὸς καὶ ὁ κομμουνισμὸς νὰ μᾶς τὰ πῇ· τὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ μεγαλύτερη ἐπανάστασι εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ λέει· Ὄχι μόνο νὰ ἐπιστρέψῃς τὰ κλεμμένα, ἀλλὰ νὰ δώσῃς καὶ ἐλεημοσύνη ἀπ᾿ τὰ δικά σου. Ἔχεις δυὸ ψωμιά; δῶσε τὸ ἕνα. Ἔ­χεις δυὸ ζευγάρια παπούτσια; δῶσε τὸ ἕνα.… Αὐτὰ λέει στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἰωάννης. Ἂν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας, θὰ τὸν ἔκλειναν στὴ φυλακὴ μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι θέλει ν᾿ ἀνατρέ­ψῃ τὸ καθεστώς. Αὐτὰ ἔλεγε γιὰ τοὺς πλουσίους.
Ὅταν κατόπιν ἔρχονταν στρατιωτικοὶ τί τοὺς ἔλεγε; – Ἀλλοίμονό σας! Ἂν τὸ σπαθὶ τό ᾿χετε γιὰ νὰ ἐπιβάλλετε τὸ ἄδικο, θὰ κολαστῆ­τε. Τὸ σπαθὶ εἶνε γιὰ νὰ ὑπερασπίζῃς τὸ δί­καιο, τὸ καλὸ τῆς ἀνθρωπότητος…
Μετὰ ἔρχονταν φτωχοί, ἔρχονταν γυναῖκες καὶ παιδιά. Στὰ παιδιὰ ἔλεγε· Ν᾿ ἀκοῦτε τοὺς γονεῖς σας. Στὶς γυναῖκες· Νὰ σέβεστε τοὺς ἄντρες σας. Στοὺς ἄντρες· Ν᾿ ἀγαπᾶτε τὶς γυναῖκες σας. Καὶ ἂν πήγαιναν σημερινοὶ παπᾶ­δες καὶ δεσποτάδες, θὰ τοὺς ἔλεγε· Προσέξτε· θὰ κολαστῆτε, ἂν ἀγαπᾶτε τὰ λεφτά!…
Ἔλεγε ἀκόμα σὲ ὅλους· Ἑτοιμαστῆτε, για­τὶ ἔρχεται ὁ Χριστός. Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτα μπρο­στά του. Εἶμαι ἕνα ἄχυρο, ἕνα μηδέν. Δὲν εἶ­μαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ πόδια του. Αὐτὸς εἶνε πολὺ μεγάλος, εἶνε Θεός, κ᾿ ἐγὼ εἶμαι πολὺ μικρός.
Τέλος τί ἔλεγε; Φωτιὰ καὶ τσεκούρι! «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10). Ὅποιος ἄνθρωπος, ὅποια κοινωνία, ὅποιο ἔθνος κάνει ἀτιμίες, θὰ πέσῃ φωτιὰ καὶ τσεκούρι. Τὸ δέντρο τὸ ἄχρηστο ὁ γεωργὸς τὸ κόβει καὶ τὸ ῥίχνει στὸ φοῦρνο. Εἶνε αὐτὸ παγκόσμιος βιολογικός, ἠθικὸς καὶ θρησκευτικὸς νόμος. Αἰώνια λόγια. Γι᾿ αὐτὸ «Μετανοεῖτε».

* * *

Ἄχ νὰ ἐρχόταν πάλι ὁ Ἰωάννης! Καὶ ὅπως τότε στάθηκε στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, νὰ στεκόταν τώρα δίπλα στὸν Ἁλιάκμονα, στὸν Ἀξιό, στὸ Δούναβι, στὸ Σηκουάνα, σὲ ὅλους τοὺς ποταμοὺς τῆς γῆς, καὶ νά ᾿λεγε στὸν κόσμο· Μετανοεῖτε πράσινοι, κόκκινοι, μαῦροι, λευκοί, ἄνθρωποι ὅλων τῶν χρωμάτων!
Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Ἀμμοχωρίου – Φλωρίνης τὴν 5-1-1975.
Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.