Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων (Μάρκ. 1,1-8)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Ἔχουμε αναγκη κηρυγματος μετανοιας
«Ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας…» (Μᾶρκ. 1,4)
Ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἡμέρα τῶν Θεοφανείων. Ὁ Χριστὸς θὰ βαπτισθῇ στὸν Ἰορδάνη καὶ θ᾿ ἁγιασθοῦν τὰ νερά. Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα εἶνε σχετικὸ μὲ τὸ γεγονὸς αὐτό. Τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο;
* * *
Προτοῦ νὰ ἔρθῃ ὁ Χριστὸς στὸν
Ἰορδάνη, ζοῦσε ἐκεῖ ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Δὲν ἦταν
ἁπλῶς ἕνας ἅγιος· ἦταν ὁ πιὸ ἅγιος ἄνθρωπος ποὺ παρουσιάστηκε στὴ γῆ,
ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστό. Ὁ Πρόδρομος ἦταν παραπάνω κι ἀπὸ πατριάρχες κι
ἀπὸ προφῆτες. Ἦταν ἁγιασμένος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του. Τί σημαίνει
αὐτό; Ὅτι καὶ οἱ γονεῖς του, ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ Ἐλισάβετ, ἀγαποῦσαν τὸ
θεῖο νόμο, ἔκαναν προσευχή, νήστευαν, ἦταν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Οἱ γονεῖς εἶνε ὅπως τὸ δέντρο. Ὅταν ἡ ῥίζα εἶνε κακή, οἱ καρποὶ θά ᾿νε σάπιοι· ὅταν ἡ ῥίζα εἶνε καλή, καὶ οἱ καρποὶ θά ᾿νε ἐκλεκτοί. Κι ὅταν ὁ σπόρος ποὺ σπέρνουμε στὴ γῆ εἶνε καλός, καὶ τὰ στάχυα θά ᾿νε καλά. Δὲν χρησιμοποιοῦμε ὁποιοδήποτε σπόρο. Ζούφιος σπόρος θὰ κάνῃ ζούφια σπαρτά. Ῥίζα καὶ δέντρο λοιπὸν εἶνε οἱ γονεῖς. Σπόρος εἶνε ὁ πατέρας, γῆ ἡ μητέρα. Ὅταν ὁ ἄντρας εἶνε ἀλκοολικὸ καὶ μέθυσος, ὅταν αἰσχρολογῇ, βρίζῃ, βλαστημάῃ, κ.τ.λ., τότε ἡ ῥίζα δὲν εἶνε καλή. Κι ἀπὸ τέτοια ῥίζα τί θὰ βγῇ;
Οἱ γονεῖς εἶνε ὅπως τὸ δέντρο. Ὅταν ἡ ῥίζα εἶνε κακή, οἱ καρποὶ θά ᾿νε σάπιοι· ὅταν ἡ ῥίζα εἶνε καλή, καὶ οἱ καρποὶ θά ᾿νε ἐκλεκτοί. Κι ὅταν ὁ σπόρος ποὺ σπέρνουμε στὴ γῆ εἶνε καλός, καὶ τὰ στάχυα θά ᾿νε καλά. Δὲν χρησιμοποιοῦμε ὁποιοδήποτε σπόρο. Ζούφιος σπόρος θὰ κάνῃ ζούφια σπαρτά. Ῥίζα καὶ δέντρο λοιπὸν εἶνε οἱ γονεῖς. Σπόρος εἶνε ὁ πατέρας, γῆ ἡ μητέρα. Ὅταν ὁ ἄντρας εἶνε ἀλκοολικὸ καὶ μέθυσος, ὅταν αἰσχρολογῇ, βρίζῃ, βλαστημάῃ, κ.τ.λ., τότε ἡ ῥίζα δὲν εἶνε καλή. Κι ἀπὸ τέτοια ῥίζα τί θὰ βγῇ;
Ἄνθρωπος κακὸς καὶ κακοῦργος.
Κι ὄχι μόνο κακὸς ἀλλὰ καὶ μισερός· ἄλλος στραβός, ἄλλος κουτσός…
Διαβάστε νὰ δῆτε· ὅσοι πατεράδες μεθᾶνε, βγάζουν παιδιὰ ἐλαττωματικά.
Πῆγα σ᾿ ἕνα χωριὸ καὶ εἶδα καμμιὰ δεκαριὰ παιδιὰ διανοητικῶς
καθυστερημένα. Λέω· Τί συμβαίνει; Κατάλαβα· ὅλοι μεθᾶνε. Σὲ ἄλλο
χωριὸ τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο δὲν μάθαιναν· ἦταν ὅλα βλᾶκες, δὲν
καταλάβαιναν τίποτα, κοιμοῦνταν ὄρθια. Ἔφταιγαν τὰ παιδιά; Ὄχι. Ὁ
πατέρας ἔφταιγε· ὁ ἀλκοολικός, ὁ μέθυσος πατέρας, ποὺ γεννάει τέτοια
παιδιά.
Μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν γονέων. Γι᾿ αὐτὸ ἐσεῖς οἱ μανάδες καὶ οἱ πατεράδες νὰ προσέχετε. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ ἀντρόγυνα ἔκαναν προσευχή, νήστευαν Τετάρτη καὶ Παρασκευή, πήγαιναν στὴν ἐκκλησία· καὶ μέσα ἀπὸ τέτοια ἅγια ἀντρόγυνα, ἔβγαιναν ἄγγελοι. Τώρα, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιά ἔννοια Θεοῦ ἀλλὰ τὸν βλαστημᾶνε, ἀπὸ τέτοια ἀντρόγυνα βγαίνουν τέρατα. Τί θὰ δοῦμε…
Ἐπαναλαμβάνω· ἀπὸ ἁγιασμένους γονεῖς βγαίνουν ἅγια παιδιὰ καὶ μεγάλοι ἄνθρωποι, ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὴν ἁμαρτία θὰ βγοῦνε τέρατα. Θυμηθῆτε τὸ λόγο αὐτό. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ περισσότερα, ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ λέω εἶνε καὶ ἐπιστημονικῶς καὶ ἁγιογραφικῶς σωστό, καὶ ἡ καθημερινὴ πεῖρα τὸ ἐπιβεβαιώνει.
Ἦταν λοιπὸν ἁγιασμένος ὁ Ἰωάννης. Εἶχε καλὴ ἀνατροφή. Ἀλλ᾿ ὅταν μεγάλωσε λίγο, δὲν ἔμεινε στὸ σπίτι του. Σηκώθηκε κ᾿ ἔφυγε. Πῆγε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, σ᾿ ἕνα μέρος ἔρημο. Κ᾿ ἐκεῖ πῶς ζοῦσε; Σὰν ἄγγελος. Ποιό ἦταν τὸ φαγητό του; Οὖζο καὶ κρασὶ δὲν ἔβαλε ποτέ στὸ στόμα του· ἀλλὰ τί ἔπινε; Νεράκι. Οὔτε ποτήρια εἶχε οὔτε σερβίτσια πολυτελείας. Ζοῦσε μιὰ πολὺ ἁπλῆ ζωή. Πήγαινε στὸ ποτάμι καὶ μὲ τὶς χοῦφτες του ἔπινε νερό, σὰν τὸ πουλάκι.
Καὶ τὸ φαγητό του τί ἦταν; Δὲν ἦταν κρέατα καὶ ψάρια καὶ ἄλλα ἀκριβά, ποὺ θέλουμε ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὶς πολιτεῖες, οἱ ἄνθρωποι τῆς καλοπεράσεως. Τὸ φαγητό του ἦταν «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μᾶρκ. 1,6). Ποιές εἶνε οἱ «ἀκρίδες»; Αὐτὲς ποὺ πετοῦν στὰ χωράφια. Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο. Καὶ σήμερα οἱ βεδουΐνοι ποὺ ζοῦν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ὅπως ἐδῶ παίρνουν τὶς πιπεριὲς καὶ τὶς ξεραίνουν, ἔτσι αὐτοὶ παίρνουν τὶς ἀκρίδες, τὶς ξεραίνουν καὶ τὶς τρῶνε. Εἶνε μιὰ τροφὴ τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων.
Ἔτρωγε λοιπὸν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο. Καὶ τὸ ροῦχο του ποιό ἦταν; Φοροῦσε μεταξωτά, σὰν αὐτὰ ποὺ φορᾶμε ἐμεῖς οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ πλούσιες κοκῶνες; Ὄχι. Ἦταν πολὺ φτωχὸ τὸ ροῦχο του· μιὰ προβειὰ ἦταν φτειαγμένη ἀπὸ τρίχες καμήλας.
Καὶ τὸ στρῶμα του; Εἶχε τέτοια κρεβάτια πολυτελείας, σὰν αὐτὰ ποὺ θέλουμε ἐμεῖς νὰ ξαπλώνουμε τὰ ἄθλια κορμιά μας καὶ ν᾿ ἀναπαυώμαστε; Ὄχι. Δὲν εἶχε σουμιέ. Εἶχε κάνει στρῶμα ἀπὸ τὶς καλαμιὲς τοῦ Ἰορδάνου. Πάνω στὰ καλάμια κοιμόταν.
Καὶ σπίτι; Δὲν εἶχε σὰν τὰ δικά μας πλουσιόσπιτα· ὄχι δά. Σπίτι του ἦταν οἱ σπηλιές καὶ οἱ κουφάλες τῶν δέντρων, καὶ συντροφιά του εἶχε τὰ ἄγρια θηρία.
Ἔτσι ἀσκητικὰ ἔζησε ὁ Ἰωάννης. Ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ ἔτρεχαν ὅλοι στὸν Ἰορδάνη, ἄντρες – γυναῖκες, μικροὶ – μεγάλοι, ἀξιωματικοὶ – στρατιῶτες, πλούσιοι – φτωχοί. Ὅπως ὁ μαγνήτης τραβάει τὸ σίδερο, ἔτσι πήγαιναν ὅλοι κοντὰ στὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή.
Μεγάλη ἡ εὐθύνη τῶν γονέων. Γι᾿ αὐτὸ ἐσεῖς οἱ μανάδες καὶ οἱ πατεράδες νὰ προσέχετε. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὰ ἀντρόγυνα ἔκαναν προσευχή, νήστευαν Τετάρτη καὶ Παρασκευή, πήγαιναν στὴν ἐκκλησία· καὶ μέσα ἀπὸ τέτοια ἅγια ἀντρόγυνα, ἔβγαιναν ἄγγελοι. Τώρα, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιά ἔννοια Θεοῦ ἀλλὰ τὸν βλαστημᾶνε, ἀπὸ τέτοια ἀντρόγυνα βγαίνουν τέρατα. Τί θὰ δοῦμε…
Ἐπαναλαμβάνω· ἀπὸ ἁγιασμένους γονεῖς βγαίνουν ἅγια παιδιὰ καὶ μεγάλοι ἄνθρωποι, ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὴν ἁμαρτία θὰ βγοῦνε τέρατα. Θυμηθῆτε τὸ λόγο αὐτό. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ περισσότερα, ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ λέω εἶνε καὶ ἐπιστημονικῶς καὶ ἁγιογραφικῶς σωστό, καὶ ἡ καθημερινὴ πεῖρα τὸ ἐπιβεβαιώνει.
Ἦταν λοιπὸν ἁγιασμένος ὁ Ἰωάννης. Εἶχε καλὴ ἀνατροφή. Ἀλλ᾿ ὅταν μεγάλωσε λίγο, δὲν ἔμεινε στὸ σπίτι του. Σηκώθηκε κ᾿ ἔφυγε. Πῆγε κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, σ᾿ ἕνα μέρος ἔρημο. Κ᾿ ἐκεῖ πῶς ζοῦσε; Σὰν ἄγγελος. Ποιό ἦταν τὸ φαγητό του; Οὖζο καὶ κρασὶ δὲν ἔβαλε ποτέ στὸ στόμα του· ἀλλὰ τί ἔπινε; Νεράκι. Οὔτε ποτήρια εἶχε οὔτε σερβίτσια πολυτελείας. Ζοῦσε μιὰ πολὺ ἁπλῆ ζωή. Πήγαινε στὸ ποτάμι καὶ μὲ τὶς χοῦφτες του ἔπινε νερό, σὰν τὸ πουλάκι.
Καὶ τὸ φαγητό του τί ἦταν; Δὲν ἦταν κρέατα καὶ ψάρια καὶ ἄλλα ἀκριβά, ποὺ θέλουμε ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὶς πολιτεῖες, οἱ ἄνθρωποι τῆς καλοπεράσεως. Τὸ φαγητό του ἦταν «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (Μᾶρκ. 1,6). Ποιές εἶνε οἱ «ἀκρίδες»; Αὐτὲς ποὺ πετοῦν στὰ χωράφια. Μὴ σᾶς φανῇ παράξενο. Καὶ σήμερα οἱ βεδουΐνοι ποὺ ζοῦν στὰ μέρη ἐκεῖνα, ὅπως ἐδῶ παίρνουν τὶς πιπεριὲς καὶ τὶς ξεραίνουν, ἔτσι αὐτοὶ παίρνουν τὶς ἀκρίδες, τὶς ξεραίνουν καὶ τὶς τρῶνε. Εἶνε μιὰ τροφὴ τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων.
Ἔτρωγε λοιπὸν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο. Καὶ τὸ ροῦχο του ποιό ἦταν; Φοροῦσε μεταξωτά, σὰν αὐτὰ ποὺ φορᾶμε ἐμεῖς οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ πλούσιες κοκῶνες; Ὄχι. Ἦταν πολὺ φτωχὸ τὸ ροῦχο του· μιὰ προβειὰ ἦταν φτειαγμένη ἀπὸ τρίχες καμήλας.
Καὶ τὸ στρῶμα του; Εἶχε τέτοια κρεβάτια πολυτελείας, σὰν αὐτὰ ποὺ θέλουμε ἐμεῖς νὰ ξαπλώνουμε τὰ ἄθλια κορμιά μας καὶ ν᾿ ἀναπαυώμαστε; Ὄχι. Δὲν εἶχε σουμιέ. Εἶχε κάνει στρῶμα ἀπὸ τὶς καλαμιὲς τοῦ Ἰορδάνου. Πάνω στὰ καλάμια κοιμόταν.
Καὶ σπίτι; Δὲν εἶχε σὰν τὰ δικά μας πλουσιόσπιτα· ὄχι δά. Σπίτι του ἦταν οἱ σπηλιές καὶ οἱ κουφάλες τῶν δέντρων, καὶ συντροφιά του εἶχε τὰ ἄγρια θηρία.
Ἔτσι ἀσκητικὰ ἔζησε ὁ Ἰωάννης. Ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ ἔτρεχαν ὅλοι στὸν Ἰορδάνη, ἄντρες – γυναῖκες, μικροὶ – μεγάλοι, ἀξιωματικοὶ – στρατιῶτες, πλούσιοι – φτωχοί. Ὅπως ὁ μαγνήτης τραβάει τὸ σίδερο, ἔτσι πήγαιναν ὅλοι κοντὰ στὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή.
* * *
Καὶ τί τοὺς ἔλεγε, ποιό ἦταν τὸ
κήρυγμά του; Ἀνοῖξτε τ᾿ αὐτιά σας νὰ τ᾿ ἀκούσετε. Ἦταν μία λέξι. Ὅπως
ἔχεις κλειδὶ κι ἀνοίγεις τὸ σπίτι, ἔτσι καὶ ἡ λέξι αὐτὴ εἶνε τὸ κλειδὶ
τῆς σωτηρίας. Μιὰ λέξι, ποὺ ἂν τὴν ἐφαρμόζαμε ἡ ζωή μας θὰ ἄλλαζε
τελείως.
Τώρα δὲν τὴν ἐφαρμόζουμε καὶ ὁ κόσμος εἶνε ζούγκλα. Προτιμότερο νὰ ζῇς στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ τὰ ἄγρια θηρία, παρὰ μέσα σὲ μιὰ τέτοια κοινωνία. Ἦρθε κάποτε ἕνας ἄντρας καὶ μοῦ λέει· «Ὅλα τὰ πῆρα· τηλεόρασι, ῥαδιόφωνο, ἔπιπλα πολυτελείας… Ἀλλὰ κάθε βράδυ, ὅταν πάω στὸ σπίτι, τρέμω. Προτιμότερο νὰ εἶμαι ἔξω στὸ κρύο, παρὰ νὰ κατοικῶ μὲ μιὰ τέτοια γυναῖκα…». Καὶ ἡ γυναίκα ὅμως προτιμότερο νὰ κατοικῇ ἔξω στὰ χιόνια, παρὰ μὲ ἕναν ἄντρα βάναυσο, μέθυσο, βλάσφημο, αἰσχρολόγο… Νά, λοιπόν, ποὺ ἡ κοινωνία μας ἔγινε ζούγκλα. Καὶ ὅμως ἡ ζούγκλα αὐτὴ μποροῦσε νὰ γίνῃ παράδεισος· νὰ εἶνε εὐλογημένα τὰ σπίτια, εὐλογημένα τὰ χωριά, εὐλογημένη ἡ πατρίδα μας. Πῶς;
Μὲ μιὰ λέξι, ποὺ ἐκήρυττε ὁ Ἰωάννης. Ποιά λέξι; «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μὰ τί θὰ πῇ «μετανοεῖτε»; Ν᾿ ἀλλάξουμε μυαλό, ν᾿ ἀλλάξουμε γνώμη. Δηλαδή, ν᾿ ἀφήσουμε τὴν κλεψιά, τὴν ἀτιμία, τὴν ἀδικία, τὴ βλασφημία, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία, ὅλο τὸ κακό· νὰ τὸ διώξουμε ἀπὸ πάνω μας. Καὶ τότε ἀμέσως ἀλλάζει ἡ κοινωνία, ἀλλάζει ὁ κόσμος.
«Μετανοεῖτε»! Πήγαιναν κοντά του πλούσιοι. Τοὺς κολάκευε ὁ Ἰωάννης; Ὄχι. –Θὰ κολαστῆτε! τοὺς ἔλεγε. –Τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε; –Τί νὰ κάνετε; Ὅσα εἶνε κλεμμένα, αὐτὲς τὶς περιουσίες ποὺ φτειάσατε, νὰ τὶς δώσετε πίσω…
Βλέπετε τὸ Εὐαγγέλιο; Γι᾿ αὐτὸ δὲν περιμέναμε νὰ ἔρθῃ ὁ σοσιαλισμὸς καὶ ὁ κομμουνισμὸς νὰ μᾶς τὰ πῇ· τὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ μεγαλύτερη ἐπανάστασι εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ λέει· Ὄχι μόνο νὰ ἐπιστρέψῃς τὰ κλεμμένα, ἀλλὰ νὰ δώσῃς καὶ ἐλεημοσύνη ἀπ᾿ τὰ δικά σου. Ἔχεις δυὸ ψωμιά; δῶσε τὸ ἕνα. Ἔχεις δυὸ ζευγάρια παπούτσια; δῶσε τὸ ἕνα.… Αὐτὰ λέει στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἰωάννης. Ἂν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας, θὰ τὸν ἔκλειναν στὴ φυλακὴ μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι θέλει ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστώς. Αὐτὰ ἔλεγε γιὰ τοὺς πλουσίους.
Ὅταν κατόπιν ἔρχονταν στρατιωτικοὶ τί τοὺς ἔλεγε; – Ἀλλοίμονό σας! Ἂν τὸ σπαθὶ τό ᾿χετε γιὰ νὰ ἐπιβάλλετε τὸ ἄδικο, θὰ κολαστῆτε. Τὸ σπαθὶ εἶνε γιὰ νὰ ὑπερασπίζῃς τὸ δίκαιο, τὸ καλὸ τῆς ἀνθρωπότητος…
Μετὰ ἔρχονταν φτωχοί, ἔρχονταν γυναῖκες καὶ παιδιά. Στὰ παιδιὰ ἔλεγε· Ν᾿ ἀκοῦτε τοὺς γονεῖς σας. Στὶς γυναῖκες· Νὰ σέβεστε τοὺς ἄντρες σας. Στοὺς ἄντρες· Ν᾿ ἀγαπᾶτε τὶς γυναῖκες σας. Καὶ ἂν πήγαιναν σημερινοὶ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, θὰ τοὺς ἔλεγε· Προσέξτε· θὰ κολαστῆτε, ἂν ἀγαπᾶτε τὰ λεφτά!…
Ἔλεγε ἀκόμα σὲ ὅλους· Ἑτοιμαστῆτε, γιατὶ ἔρχεται ὁ Χριστός. Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτα μπροστά του. Εἶμαι ἕνα ἄχυρο, ἕνα μηδέν. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ πόδια του. Αὐτὸς εἶνε πολὺ μεγάλος, εἶνε Θεός, κ᾿ ἐγὼ εἶμαι πολὺ μικρός.
Τέλος τί ἔλεγε; Φωτιὰ καὶ τσεκούρι! «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10). Ὅποιος ἄνθρωπος, ὅποια κοινωνία, ὅποιο ἔθνος κάνει ἀτιμίες, θὰ πέσῃ φωτιὰ καὶ τσεκούρι. Τὸ δέντρο τὸ ἄχρηστο ὁ γεωργὸς τὸ κόβει καὶ τὸ ῥίχνει στὸ φοῦρνο. Εἶνε αὐτὸ παγκόσμιος βιολογικός, ἠθικὸς καὶ θρησκευτικὸς νόμος. Αἰώνια λόγια. Γι᾿ αὐτὸ «Μετανοεῖτε».
Τώρα δὲν τὴν ἐφαρμόζουμε καὶ ὁ κόσμος εἶνε ζούγκλα. Προτιμότερο νὰ ζῇς στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ τὰ ἄγρια θηρία, παρὰ μέσα σὲ μιὰ τέτοια κοινωνία. Ἦρθε κάποτε ἕνας ἄντρας καὶ μοῦ λέει· «Ὅλα τὰ πῆρα· τηλεόρασι, ῥαδιόφωνο, ἔπιπλα πολυτελείας… Ἀλλὰ κάθε βράδυ, ὅταν πάω στὸ σπίτι, τρέμω. Προτιμότερο νὰ εἶμαι ἔξω στὸ κρύο, παρὰ νὰ κατοικῶ μὲ μιὰ τέτοια γυναῖκα…». Καὶ ἡ γυναίκα ὅμως προτιμότερο νὰ κατοικῇ ἔξω στὰ χιόνια, παρὰ μὲ ἕναν ἄντρα βάναυσο, μέθυσο, βλάσφημο, αἰσχρολόγο… Νά, λοιπόν, ποὺ ἡ κοινωνία μας ἔγινε ζούγκλα. Καὶ ὅμως ἡ ζούγκλα αὐτὴ μποροῦσε νὰ γίνῃ παράδεισος· νὰ εἶνε εὐλογημένα τὰ σπίτια, εὐλογημένα τὰ χωριά, εὐλογημένη ἡ πατρίδα μας. Πῶς;
Μὲ μιὰ λέξι, ποὺ ἐκήρυττε ὁ Ἰωάννης. Ποιά λέξι; «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μὰ τί θὰ πῇ «μετανοεῖτε»; Ν᾿ ἀλλάξουμε μυαλό, ν᾿ ἀλλάξουμε γνώμη. Δηλαδή, ν᾿ ἀφήσουμε τὴν κλεψιά, τὴν ἀτιμία, τὴν ἀδικία, τὴ βλασφημία, τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία, ὅλο τὸ κακό· νὰ τὸ διώξουμε ἀπὸ πάνω μας. Καὶ τότε ἀμέσως ἀλλάζει ἡ κοινωνία, ἀλλάζει ὁ κόσμος.
«Μετανοεῖτε»! Πήγαιναν κοντά του πλούσιοι. Τοὺς κολάκευε ὁ Ἰωάννης; Ὄχι. –Θὰ κολαστῆτε! τοὺς ἔλεγε. –Τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε; –Τί νὰ κάνετε; Ὅσα εἶνε κλεμμένα, αὐτὲς τὶς περιουσίες ποὺ φτειάσατε, νὰ τὶς δώσετε πίσω…
Βλέπετε τὸ Εὐαγγέλιο; Γι᾿ αὐτὸ δὲν περιμέναμε νὰ ἔρθῃ ὁ σοσιαλισμὸς καὶ ὁ κομμουνισμὸς νὰ μᾶς τὰ πῇ· τὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ μεγαλύτερη ἐπανάστασι εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ λέει· Ὄχι μόνο νὰ ἐπιστρέψῃς τὰ κλεμμένα, ἀλλὰ νὰ δώσῃς καὶ ἐλεημοσύνη ἀπ᾿ τὰ δικά σου. Ἔχεις δυὸ ψωμιά; δῶσε τὸ ἕνα. Ἔχεις δυὸ ζευγάρια παπούτσια; δῶσε τὸ ἕνα.… Αὐτὰ λέει στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἰωάννης. Ἂν ζοῦσε στὴν ἐποχή μας, θὰ τὸν ἔκλειναν στὴ φυλακὴ μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι θέλει ν᾿ ἀνατρέψῃ τὸ καθεστώς. Αὐτὰ ἔλεγε γιὰ τοὺς πλουσίους.
Ὅταν κατόπιν ἔρχονταν στρατιωτικοὶ τί τοὺς ἔλεγε; – Ἀλλοίμονό σας! Ἂν τὸ σπαθὶ τό ᾿χετε γιὰ νὰ ἐπιβάλλετε τὸ ἄδικο, θὰ κολαστῆτε. Τὸ σπαθὶ εἶνε γιὰ νὰ ὑπερασπίζῃς τὸ δίκαιο, τὸ καλὸ τῆς ἀνθρωπότητος…
Μετὰ ἔρχονταν φτωχοί, ἔρχονταν γυναῖκες καὶ παιδιά. Στὰ παιδιὰ ἔλεγε· Ν᾿ ἀκοῦτε τοὺς γονεῖς σας. Στὶς γυναῖκες· Νὰ σέβεστε τοὺς ἄντρες σας. Στοὺς ἄντρες· Ν᾿ ἀγαπᾶτε τὶς γυναῖκες σας. Καὶ ἂν πήγαιναν σημερινοὶ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, θὰ τοὺς ἔλεγε· Προσέξτε· θὰ κολαστῆτε, ἂν ἀγαπᾶτε τὰ λεφτά!…
Ἔλεγε ἀκόμα σὲ ὅλους· Ἑτοιμαστῆτε, γιατὶ ἔρχεται ὁ Χριστός. Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτα μπροστά του. Εἶμαι ἕνα ἄχυρο, ἕνα μηδέν. Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σκύψω νὰ λύσω τὰ κορδόνια ἀπὸ τὰ πόδια του. Αὐτὸς εἶνε πολὺ μεγάλος, εἶνε Θεός, κ᾿ ἐγὼ εἶμαι πολὺ μικρός.
Τέλος τί ἔλεγε; Φωτιὰ καὶ τσεκούρι! «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Ματθ. 3,10). Ὅποιος ἄνθρωπος, ὅποια κοινωνία, ὅποιο ἔθνος κάνει ἀτιμίες, θὰ πέσῃ φωτιὰ καὶ τσεκούρι. Τὸ δέντρο τὸ ἄχρηστο ὁ γεωργὸς τὸ κόβει καὶ τὸ ῥίχνει στὸ φοῦρνο. Εἶνε αὐτὸ παγκόσμιος βιολογικός, ἠθικὸς καὶ θρησκευτικὸς νόμος. Αἰώνια λόγια. Γι᾿ αὐτὸ «Μετανοεῖτε».
* * *
Ἄχ νὰ ἐρχόταν πάλι ὁ Ἰωάννης!
Καὶ ὅπως τότε στάθηκε στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, νὰ στεκόταν τώρα δίπλα
στὸν Ἁλιάκμονα, στὸν Ἀξιό, στὸ Δούναβι, στὸ Σηκουάνα, σὲ ὅλους τοὺς
ποταμοὺς τῆς γῆς, καὶ νά ᾿λεγε στὸν κόσμο· Μετανοεῖτε πράσινοι,
κόκκινοι, μαῦροι, λευκοί, ἄνθρωποι ὅλων τῶν χρωμάτων!
Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἀμήν.
Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Ἀμμοχωρίου – Φλωρίνης τὴν 5-1-1975.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.