Εἰσήγηση ἐμπεδώσεως καὶ ἐξάρσεως τῆς Οἰκουμενιστικῆς αἱρέσεως τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ σὲ Σύναξη Μοναχῶν στὴν Μητρόπολη Βεροίας!
Καὶ σχόλιο
τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Ἐπίσης ἐναντίωση -θλιβερὴ ἀλλ’ ἐπίσημη- κατὰ τῆς ἁγιοπατερικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας περὶ Διακοπῆς τοῦ Μνημοσύνου, μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ Οἰκουμενιστῆ μητροπολίτη Βεροίας, τὸν ὁποῖον (στὴν δεσποτικὰ κατευθυνόμενη Εἰσήγησή του) ἐκθειάζει ἐμμετικά ὁ εἰσηγητὴς π. Χρυσόστομος Παπαδάκης, ἱεροκήρυκας τῆς Μητροπόλεως Βεροίας, ἀλλὰ καὶ ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου· ὁ δὲ Ἐπίσκοπος ἀποδέχεται εὐχάριστα καὶ ἀπολαμβάνει ἀδιαμαρτύρητα τὶς γλοιώδεις κολακεῖες!
Γιὰ τὴν ὑποστήριξη τῶν θέσεών του ἐμπλέκει καὶ τὸν ἅγιο Πορφύριο, τοῦ ὁποίου -ὅμως- οἱ συμβουλὲς σὲ διάφορα πρόσωπα γιὰ νὰ ἀναπαύει τὶς ψυχές τους, καὶ οἱ ποιμαντικὲς θέσεις περὶ ὑπακοῆς καὶ σεβασμοῦ τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν Ἐπίσκοπο σὲ θέματα Πίστεως, μάλιστα σὲ κακόδοξο Ἐπίσκοπο καὶ σὲ καιροὺς ἐξάρσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀπομαγνητοφωνήσαμε καὶ παραθέτουμε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς Εἰσηγήσεως καὶ στὴ συνέχεια ἕνα σχόλιο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ στὴν Εἰσήγηση αὐτή.
Τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα
Εἰσήγηση τοῦ ἀρχιμ. Χρυσόστομου Παπαδάκη
«Ἔχουμε τὴν σκανδαλώδη εὔνοια, νὰ ἔχουμε ἕνα δεσπότη... μεγαλόσχημο μοναχό, Ἐπίσκοπο ἔμπειρο καὶ πρακτικὸ διδάσκαλο ὑπακοῆς οὐ τῆς τυχούσης.
Ἔχουμε τὸ ἀπὸ Θεοῦ μέγα δῶρον, διότι μέσα στὸν καλὸ μοναχὸ Ἐπίσκοπο ὑπάρχει καὶ ὁ ἀπὸ χαρακτῆρος καλὸς ἄνθρωπος, μὲ τὸ Κ κεφαλαῖο. Ρωτῆστε ἄλλους, ποὺ στερήθηκαν ἢ στεροῦνται αὐτὸ τὸ δῶρον γιὰ νὰ σᾶς ποῦν… Γι’ αὐτὸ καὶ ταπεινὰ φρονῶ, ὅτι θεωροῦντες τοὺς ἑαυτούς μας εὐνοημένους παρὰ Κυρίου ὡς ἔχοντες τοιοῦτον Ἀρχιερέα»!
(Οἱ Ἀπόστολοι) ἔλαβαν τὸ πλήρωμα τῆς ἱερωσύνης καὶ οἱ ἴδιοι χειροτόνησαν τοὺς διαδόχους τους καὶ ἐκεῖνοι τοὺς δικούς των ὥς τὶς μέρες
μας καὶ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ κόσμου θὰ μεταδίδεται ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή. Τὸ αὐτὸ πλήρωμα τῆς ἱερωσύνης. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὅλο ἁγιαστικὸ καὶ διοικητικὸ ἔργο, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ὕψιστο αὐτὸ ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, ἔχει ἀποστολικὸ κύρος. Αὐτὸ τὸ κύρος διατηρήθηκε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπὸ τὶς Ἀποστολικὲς Συνόδους. Αὐτὸ σεβάστηκαν καὶ δίδαξαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ αὐτὸ ἀπέδειξαν θαυματουργικῶς ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
μας καὶ μέχρι τῆς συντελείας τοῦ κόσμου θὰ μεταδίδεται ἡ ἀποστολικὴ διαδοχή. Τὸ αὐτὸ πλήρωμα τῆς ἱερωσύνης. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ὅλο ἁγιαστικὸ καὶ διοικητικὸ ἔργο, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ὕψιστο αὐτὸ ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, ἔχει ἀποστολικὸ κύρος. Αὐτὸ τὸ κύρος διατηρήθηκε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπὸ τὶς Ἀποστολικὲς Συνόδους. Αὐτὸ σεβάστηκαν καὶ δίδαξαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ αὐτὸ ἀπέδειξαν θαυματουργικῶς ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση ἀποδοκιμάζει ἐκ τῶν προτέρων ὄχι μόνο πράξεις καὶ λόγους, ἀλλὰ καὶ λογισμοὺς αὐτονομίας καὶ ἀναρχίας, ἀκόμα κι ἂν ἔχουν τὸν μανδύα τῆς εὐσεβείας. Εἶναι οἱ Ἐκκλησιῶν πτώσεις, ποὺ κρύβουν θανατηφόρο ἐγωϊσμό. Δὲν μπορῶ νὰ διανοηθῶ ἱερομόναχο καὶ νὰ ἔχει ἀποστασιοποιηθεῖ θεληματικά, δηλαδὴ ἐμπαθῶς, ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπό του. Νὰ εὑρίσκεται σὲ ἀποτείχιση τῇ προαιρέσει, καὶ ὅμως νὰ λειτουργεῖ. Φοβοῦμαι πὼς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὑρίσκεται σὲ κατάσταση μυστικοῦ σχίσματος, δηλαδὴ σὲ ἄμεσο κίνδυνο ψυχικῆς σωτηρίας. Ἐπίσης δὲν μπορῶ νὰ διανοηθῶ τέτοια κατάσταση μοναχικῆς Ἀδελφότητος. Εἶναι φοβερὸ νὰ κουραστεῖς μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ σὲ ποιμαντικὸ ἔργο ἢ σὲ μοναχικὸ ἀγώνα, ἀσφράγιστο ὅμως ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς μὴ νόμιμο, ὡς δηλητηριασμένο ἀπὸ τὸ ἐγωϊστικὸ καὶ ἀνθρωπάρεσκο ἴδιον θέλημα. Καὶ ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νὰ χτυπήσεις τὴν πόρτα τοῦ οὐρανοῦ, νὰ ἀκούσεις ἀπὸ μέσα «οὐκ οἶδα ὑμᾶς»!
Εἶναι ὅμως θαυμαστό, τὸ νὰ κάνεις αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο ποὺ μπορεῖς, ἀλλὰ ταπεινά, εὐλογημένα, γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο, καὶ μὲ ἀναπαυμένο τὸν λογισμὸ ὅτι κάνεις αὐτὸ ποὺ πῆρες ἐντολὴ νὰ κάνεις, ἢ αὐτὸ ποὺ ὑπέβαλες στὴν κρίση τοῦ Ἐπισκόπου καὶ εὐλογήθηκε καὶ νὰ ἀκούσεις τὸ «εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου».
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαιρεθεῖ τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς «ὁ ἀκούων ὑμῶν, ἐμοῦ ἀκούει καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμὲ ἀθετεῖ».
Τὸ κυριότερο γνώρισμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος εἶναι ἡ ὑπακοή. Ὁ μέγας Πορφύριος, χαρισματικὸς μοναχὸς ἀπὸ πολὺ νεαρὰ ἡλικία γνώρισε βιωματικὰ τὴν μυστηριακὴ δύναμή της κάνοντας χαρούμενη ὑπακοὴ στοὺς γεροντάδες του καὶ ὄχι στενάζουσα. Τὰ ἔκτακτα χαρίσματά του τὰ ἀπέδιδε σ’ αὐτήν, τὴν χαρούμενη ὑπακοή, τὴν χωρὶς κρατούμενα καὶ προϋποθέσεις, ἀλλὰ μὲ ἀφοσίωση καὶ καρδιακὴ ἀγάπη καὶ ἐμπιστοσύνη καὶ πλήρη παράδοση ὡς εἰς Χριστόν. Ἔκτοτε, ἔχοντας ἐνοικοῦσα τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα του σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ καταστεῖ (κατὰ τὸν ὅσιο Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ) πνευματικὸ φαινόμενο μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, προχώρησε καὶ ἐθεολόγησε πάνω στὸ θέμα της ὑπακοῆς στὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία, δηλαδὴ στοὺς Ἐπισκόπους καὶ στὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων.
Καὶ μιὰ καὶ ἀναφέρθηκα στὸν ὅσιο Σωφρόνιο, κορυφαῖο θεολόγο τοῦ 20ου αἰῶνος καὶ ὑπομνηματιστὴ τῆς θεολογίας τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, δὲν θεωρῶ περιττό, νὰ μεταφέρω ἐδῶ τὴ φράση του: ὅτι ἡ ὑπακοὴ συνιστᾶ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλ’ ἐπανέρχομαι στὸν ὅσιο Πορφύριο. Διαβάζω ἀπὸ τὸ προαναφερθὲν βιβλίο: «Ἐκεῖ ποῦ ὁ Ὅσιος ἐκδήλωνε ὑπερβάλλοντα σεβασμό, ἦταν στὸ πρόσωπο τῶν Ἐπισκόπων. Γενικότερα πρόσεχε τὶς κρίσεις του ἀπέναντι σὲ κληρικούς, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο σὲ Ἀρχιερεῖς. Εἶναι γνωστὸ πὼς ἡ οἰκεία ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ τοῦ ἔφερε πολλὰ προσκόμματα ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἀδειοδότηση γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἡσυχαστηρίου του στὸν Ὠρωπό. Ὁ Πορφύριος ὅμως τὸ ἀντιμετώπισε μὲ ἄκρα ταπείνωση, προσευχὴ καὶ σεβασμὸ στὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς. Πάνω στὴν γραμμὴ τῆς ἀρχέγονης χριστιανικῆς παράδοσης περὶ τῶν Ἐπισκόπων ὡς τύπων καὶ τόπων Χριστοῦ, ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἂν τὰ χαλάσω μὲ τὸν Ἐπίσκοπο, ἂν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι θυμωμένος μαζί μου, ἡ προσευχή μου δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό». Δὲν νοιαζόταν τόσο γιὰ τὴν προσωπικὴ ἀξία, ἱκανότητα καὶ ἁγιότητα τῶν φορέων τοῦ Ἐπισκοπικοῦ χαρίσματος, πράγματα σχετικὰ ἄλλωστε, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἐν λόγῳ διακονικὸ ἐκκλησιαστικὸ λειτούργημα, ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν εἰκονικὸ τοῦ Χριστολογικοῦ μυστηρίου καὶ ἀνακεφαλαιωτικὸ τῶν λοιπῶν χαρισμάτων λειτουργημάτων τῆς Ἐκκλησίας. ὁ ἴδιος μάλιστα, σεβόταν ἰδιαίτερα τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Σεραφείμ, προσωπικότητα ἀμφιλεγόμενη κι ἀμφισβητούμενη ἔντονα ἀπὸ τὸν ὀργανωσιακὸ καὶ τὸν ἐν γένει περιρρέοντα εὐσεβισμό. Καὶ ὑπάρχουν μαρτυρίες ὅτι κατέφευγε σὲ ἐκεῖνον γιὰ νὰ διαβαστεῖ … εὐχὲς σὲ ἐξαιρετικὲς ἀνάγκες τῶν ἀσθενειῶν του, ἐνῶ εἶχε δεδομένο σὲ ἀσύλληπτο βαθμὸ τὸ ἰαματικὸ χάρισμα. Κινήσεις ὁπωσδήποτε δηλωτικὲς τῆς πίστης του στὴ Χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης, κατ’ ἐπέκτασιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰσχυρῆς θεολογικῆς καὶ ποιμαντικῆς σημαντικῆς σὲ μέρες ἐκκλησιολογικῆς ἀφασίας, ἀνταρσίας καὶ ζηλωτισμοῦ. Συνέδεε τὸν Ἐπίσκοπο μὲ τὴν Σύνοδο, τουτέστιν τὴν ἐπίσημη Ἱεραρχία, μὲ τὴν ὑπακοὴ σ’ αὐτὴν τὴν ἴδια τῆν Ἐκκλησία. Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο στενοχωριόταν ἀφάνταστα, ὅταν ἄκουγε ἱεροκατακρίσεις, εἰδικὰ σὲ βάρος Ἐπισκόπων, βλέποντας στὴν ἀντίθετη περίπτωση τὴν ἀπουσία γνήσιας ἀγάπης πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ἡ ὑπακοὴ στὸ κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν Καυσοκαλυβίτη, τίθεται πάνω ἀπὸ κάθε ἴδιο θέλημα, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ἐνδύεται θεάρεστα προσχήματα. Ἡ διακονία στὴν Ἐκκλησία σὲ ὁποιονδήποτε βαθμὸ καὶ θέση, δὲν συνιστᾶ κυρίως τιμητικὴ διάκριση καὶ ἐπιβράβευση ἀρετῶν, ἀλλὰ προπαντῶς ἀγαπητικὴ ὑποχρέωση στὸν Θεὸ καὶ στὸν πλησίον, στοὺς ὁποίους ὀφείλει ὁ κάθε πιστὸς νὰ κάνει ὑπακοή. Ἔλεγε: Ὅλα νὰ τὰ κάνεις μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν λοιπὸν σὲ καλεῖ ἡ Ἐκκλησία γιὰ ὁποιαδήποτε ἀποστολή, θὰ ἀπαντᾶς μὲ τὸ “εὐλογημένο”. Ὅσα σοῦ ζητᾶ ἡ Ἐκκλησία νὰ τὰ κάνεις καὶ ὄχι νὰ προβαίνεις σὲ ταπεινολογίες. Αὐτὸ ἔπραξε καὶ ὁ ἴδιος ὅταν ἐκλήθη νεότατος, χωρὶς νὰ τὸ περιμένει καὶ νὰ τὸ ἐπιζητήσει ποτέ, στὴν ἱερωσύνη καὶ στὸ λειτούργημα τοῦ ἐξομολόγου. Θὰ λέγαμε ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔμμεσα, ἀπενοχοποιεῖ τὴν τάση καὶ ἐπιθυμία πολλῶν νὰ ἀνέλθουν στὰ ἱερατικὰ ἀξιώματα κρατώντας μὲ τὸ παράδειγμα τῆς δικῆς του στάσης τὶς ἰσορροπίες ἀνάμεσα στὰ ἄκρα τόσο ἑνὸς κενόδοξου …., ὅσο καὶ ἑνὸς ἀτομοκεντρικοῦ εὐσεβισμοῦ. Ἡ χαρούμενη ὑπακοὴ στὴν ὁποία ἀναλώθηκε ὁ Πορφύριος ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων εἶναι ἡ ἀσφαλιστικὴ δικλεῖδα κατὰ τὴν ἐκπλήρωση κάθε ἐκκλησιαστικοῦ διακονήματος, ἄρα καὶ κατὰ τὴν ἐπιτυχὴ ἐπιλογὴ καὶ ἔκβαση κάθε ἀντίστοιχου ἱερατικοῦ».
Ἐπιτρέψτε μου μιὰ παρέμβαση ἐδῶ, Σεβασμιώτατε, μὲ τὴν εὐχή σας. Τὸν γνώρισα τὸν Ἅγιο τὸ 1983. Εἶχα γίνει διάκος 20, παπάς στα 24 καὶ πνευματικὸς στὰ 25. Ὅταν ὑπακούοντας στὸν Ἐπίσκοπό μου ἔκυψα τὴν κεφαλὴ καὶ πῆρα τοὺς βαθμοὺς τῆς ἱερωσύνης καὶ μετὰ τὴν χειροθεσία γιὰ τὴν ἐξομολόγηση, δὲν συνειδητοποιοῦσα τι γινόταν· ἁπλὰ ἔκανα ὑπακοή. Ὅταν τὸ συνειδητοποίησα κατατρόμαξα. Καὶ ὁ κύριος σκοπὸς ποὺ ἤθελα νὰ πάω νὰ τὸν δῶ καὶ νὰ τὸν γνωρίσω, ἦταν αὐτός, διότι εἶχα περιπέσει σὲ πανικό. Λέω· τὸν ἑαυτό μου δὲν μπορῶ νὰ κυβερνήσω, ψυχὲς θὰ καθοδηγῶ; Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, πῶς μπορῶ νὰ μὴ τὸ κάνω, τὴν στιγμὴ ποὺ Ἐπίσκοπος μοῦ τὸ ἔδωσε καὶ μοῦ τὸ ἐπέβαλε. Πῆγα, καὶ ἀφοῦ ἔγιναν διάφορα, ἐκεῖ, θαυμαστὰ γεγονότα μὲ τὰ ὁποῖα μὲ κατέπληξε, δὲν εἶχα τὸ κουράγιο νὰ τὸν ρωτήσω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Φεύγοντας, μοῦ λέει· γιατί δὲν μὲ ρωτᾶς αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἦρθες. Λέω· Γέροντα, δὲν εἶναι τίποτα. Κάθησε, μοῦ λέει. Καὶ καθίζω καὶ μοῦ λέει· ξέρεις πόσο χρονῶν ἔγινα ἐγώ; Λέω· πόσο, Γέροντα; Λέει· είκοσι ἔγινα, καὶ διάκος, καὶ παπάς, καὶ πνευματικός! Οὔτε ἤξερα κι ἐγὼ γιὰ Κανόνες, ἀλλὰ ἔκανα ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία κι αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα. Καὶ ἐάν, παπά μου, δὲν ἔκανα ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία τότε, δὲν θὰ εἶχα σήμερα αὐτὴν τὴν ἐμπειρία νὰ βοηθῶ τὸν κόσμο. Δὲν μίλησε γιὰ χαρίσματα, μίλησε γιὰ ἐμπειρία, ἀλλὰ ἐγὼ ἐκείνη τὴν στιγμὴ πῆρα τὸ μεγάλο τὸ μάθημα, σχετικὰ μὲ τὴν ἱερότητα, αὐτὸ τοῦ μυστηρίου ποὺ λέγει ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ τῆς ὑπακοῆς.
Ἀξίζει, ὅμως, νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὴν σχέση του μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, γιὰ νὰ διδαχθοῦμε, ἀπὸ αὐτὸν τὸν γίγαντα τῆς ἁγιότητος, ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Δυὸ ἀποσπάσματα ἀπὸ αὐτὸ τὸ βιβλιαράκι τῆς Σωτηρίας Νούση. Ἦταν ὁ ἄνθρωπος (μία θεολόγος εὐλαβής) ἡ ὁποία ἐστάθηκε ὁ σύνδεσμος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τὸν ὁποῖον γνώριζε προσωπικά, μὲ τὸν ἅγιο Πορφύριο.
«Τὸ βράδυ ἕντεκα ἡ ὥρα, τηλεφωνῶ στὸν π. Πορφύριο καὶ τοῦ λέω: Γέροντα, δὲν ξέρω ἂν ἔπρεπε ἢ ὄχι, γιατὶ δὲν εἴχαμε μιλήσει μαζί, ἀλλὰ τὸ ἀπόγευμα ἤμουν στὸν Μακαριώτατο καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ σᾶς δεχθεῖ καὶ μοῦ εἶπε νὰ πᾶτε τὴν ἄλλη Τετάρτη, στὶς πέντε, στὸ σπίτι του. Μήπως δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ πῶ; Καὶ ὁ Γέροντας ποὺ τὰ ἔβλεπε ὅλα, μόνο νὰ σκεπτόταν ἕνα ἄνθρωπο, τὸν ἔβλεπε ποῦ ἦταν, τί κάνει κ.λπ., μοῦ λέει: Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ, ἔχω τρεῖς μῆνες νὰ σηκωθῶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι μου, γιατὶ εἶμαι ἄρρωστος, ἀλλὰ ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας δέχεται νὰ μὲ δεῖ κι ἐγὼ δὲν θὰ πάω; Θὰ πάω κι ἂς πεθάνω στὸ δρόμο... (Παραλείπω τὸν τρόπο ποὺ ἔγινε ἡ συνάντηση γιὰ νὰ μὴ σᾶς καθυστερῶ). Τὸ βράδυ μὲ παίρνει τηλέφωνο ὁ Γέροντας στὸ σπίτι:
Θὰ σᾶς διαβάσω μόνο γιὰ τὴν τελευταία τους ἐπικοινωνία. Πῆγε ἡ Σωτηρία στὸ γραφεῖο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Πάρτον τηλέφωνο νὰ τοῦ μιλήσω, εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τοῦ μιλοῦσε τοῦ ἔλεγε: Γέροντα, μπορεῖ νὰ εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ἀλλὰ πάσχω γιὰ τὴν Ἐκκλησία! Τὸ καράβι τῆς Ἐκκλησίας, πεθαίνω, δὲν θέλω νὰ τὸ κτυπήσω σὲ ὑφάλους καὶ σὲ εὐχαριστῶ πολὺ ποὺ μὲ βοηθᾶς καὶ μοῦ συμπαρίστασαι.
Στὸ τηλεφώνημα αὐτὸ τὸ τελευταῖο τοὺ ἄφησε τὶς τελευταῖες παραγγελίες καὶ ὑποθῆκες ὁ Γέροντας, γιατὶ μετὰ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ σκοπὸ καὶ ἐν γνώσει του ὅτι φεύγει γιὰ πάντα…».
Ὅταν διάβασα αὐτὸ τὸ βιβλιαράκι, Σεβασμιώτατε, ἔχοντας ζήσει τὸν Ἅγιο, εἶπα μέσα μου συγκινημένος. Αὐτὸ εἶναι Ἐκκλησία. Τὸ ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα ἑνὸς μεγάλου Ἁγίου, ποὺ μὲ τὰ χαρίσματά του βοηθοῦσε τὸν ἀσθενὴ ἀρχηγὸ τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, διότι ἔβλεπε, ποιό ἦταν τὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ τὴν ταπείνωση καὶ πίστη, ἑνὸς τέτοιου ἰσχυροῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τὸ πῶς ὁ Θεὸς ἐσφράγισε αὐτὴ τὴ σχέση μὲ τὸν ἅγιο Πορφύριο, ὁ ὁποῖος τοῦ μετέφερε γιὰ καιρὸ τὶς ὑποδείξεις τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ προσωπική, λοιπόν, χαρὰ καὶ ἀγάπη ὑπακοῆς στὸν Ἐπίσκοπο ἑκάστου ἱερομονάχου, ποὺ διακονεῖ μάλιστα καὶ στὸν κόσμο, τῶν δὲ ἀδελφοτήτων τῶν Ἱερῶν Μονῶν διὰ τοῦ Γέροντος ἢ τῆς Γεροντίσσης αὐτῶν, διασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ λέξη ἑνότητα, εἶναι ἀπὸ τὶς ἱερότερες λέξεις ἐντὸς τὴς Ἐκκλησίας. Ὅποιος τραυματίζει αὐτὴν τὴν ἑνότητα, τραυματίζει τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἀνθρωπίνως, μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχει παράπονο, δικαιολογημένο ἴσως, ἢ δαιμονοκατασκευασμένο, καὶ νὰ πιέζεται, καὶ νὰ πνίγεται ἀπὸ λογισμούς, ὅμως γι’ αὐτὸ ὑπάρχει καὶ ἡ ἐξομολόγηση ποὺ λυτρώνει, ἀρκεῖ νὰ εἶναι καθαρὴ ἐξομολόγηση. Ἂν δὲν ὑπάρξει αὐτὴ ἡ λύτρωση, ἡ θόλωση τοῦ νοῦ, μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἐνέργειες ποὺ θὰ σκανδαλίσουν καὶ τότε θὰ φέρει μεγάλη εὐθύνη. Πολλοὶ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις γιὰ νὰ κρατήσουν ἐν προσευχῇ καὶ ταπεινώσει σιωπή. Καὶ τοῦτο δότι μποροῦν καὶ ἐλέγχουν τὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς τους καὶ τῶν λογισμῶν τους. Ὅμως κι αὐτοὶ χρειάζονται ἐξομολόγηση.
Ἕνας ἄλλος κίνδυνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλοιώσει τὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα εἶναι τὸ νὰ παρασυρθοῦμε σὲ παράδρομους, ἐνθουσιαζόμενοι από κείμενα ή ομιλίες χαρισματικών ως προς την ευγλωττία και την γραφίδα κληρικών που ὅμως, ενώ ενθουσιάζουν στο βάθος δεν οικοδομούν. Αντίθετα το προσωποπαγές του λόγου των είναι που βλάπτει· διότι ενσπείρει την αμφιβολία, δημιουργεί επικίνδυνο φιλελευθερισμό, αμνηστεύει πάθη κ.λπ. Το προσωποπαγές δημιουργεί και την προσωπολατρία. Ὁ τίμιος Πρόδρομος ἔλεγε στὰ ἐνθουσιώδη πλήθη: «Οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός». Καὶ μάλιστα ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλό του τὸν Κύριο λέγωντας: «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ». Κανεὶς ποὺ ἔχει ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα δὲν δείχνει τὸν ἑαυτό του, (σ.σ.: ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς σύγχρονους δεσποτάδες, ποὺ μᾶς προτρέπεις νὰ ὑπακούουμε) ἀλλὰ τὸν Χριστό, μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ βοηθᾶ ὴν ἕνωση τῶν ψυχῶν μὲ τὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μὴ γνήσιο ἀποτελεῖ ἐκτροπή. Ἀποτελεῖ ἀποπροσανατολισμό, ἀνισορροπία καὶ στὸ τέλος καὶ ψυχολογικὸ πρόβλημα, διότι προκαλεῖ ἐσωτερικὲς ψυχοπαθολογικὲς συγκρούσεις.
Ἄλλος κίνδυνος εἶναι ὁ διχασμός, ἡ διαρχία ὡς προς τὴν ὑπακοή. Διάκονος τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμωνος ἤμουνα κατὰ τὰ φοιτητικά μου χρόνια. Ἔτυχα σὲ περιστατικὸ ποὺ νομίζω πὼς πρέπει νὰ τὸ πῶ. Εἶχε γίνει στὸ γραφεῖο του. Εἶχε κληθεῖ ἱερεὺς γιὰ κάποιο θέμα, κι αὐτὸς ἔφερε καὶ τὴν παπαδιά του. Ὁ Ἐπίσκοπος ὑπέδειξε αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ γίνει, κατὰ τὴν ἐπισκοπική του κρίση. Ὁ ἱερεὺς καὶ ἡ πρεσβυτέρα του ἀπάντησαν. Θὰ ρωτήσουμε τὸν πνευματικό μας καὶ θὰ κάνουμε ὅ,τι μᾶς πεῖ. Ἦταν φυσικὸ νὰ ἐξοργισθεῖ ὁ Ἐπίσκοπος λέγοντας τους: Ποιός χειροθέτησε πνευματικὸ τὸν πνευματικό σας, ἂν ὄχι ἐπίσκοπος; Ποιός μπορεῖ νὰ τοῦ πάρει τὸ δικαίωμα νὰ ἐξομολογεῖ, ἂν ὄχι ὁ Ἐπίσκοπος;
Χάριτι Θεοῦ, Πατέρες, ἀδελγοὶ καὶ ἀδελφές μου, ἔχουμε καὶ πρέπει νὰ κρατᾶμε αὐτὸ ποὺ παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς γεροντάδες μας. Εἶναι τὸ δοκιμασμένο στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ἁγιάζει, αὐτὸ ποὺ σώζει ἀποδεδειγμένα. Εἶναι τὸ ἀσφαλές. Ἂν κάποιος ἔχει ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀρνητικὰ ποὺ ἀναφέρθηκαν, θὰ τὸ καταλάβει κάποια στιγμή, διότι θὰ διαπιστώσει ὅτι ἔχει χάσει μέσα του τὴν εἰρήνη κι ἀρχίζει καὶ ὑποτιμᾶ τοὺς ἀδελφούς του. Ὅταν ὅμως τὸ καταλάβει τὸ σύνθημα εἶναι, ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος. Γύρνα πίσω. Γύρνα στὸ γνήσιο καὶ ἀσφαλές. Ἀσφάλεια γιὰ μὴ παρεκκλήσεις τέτοιου εἴδους, εἶναι τὸ νὰ μὴ λησμονοῦμε τὸν πρῶτο μας ζῆλο καὶ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ δώσαμε ὡς μοναχοί.
Κάποτε σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις στὴν Κρήτη ὁ γέροντάς μου Ἰωσήφ, θέλησε νὰ πᾶμε σὲ ἕνα γυναικεῖο κοινόβιο τοῦ ὁποίου ἡ Ἡγουμένη ἦταν καὶ ἡ κτητόρισσα τῆς Μονῆς. Ὁ γέροντας κατὰ τὴν Σύναξη ποὺ ἔγινε δὲν δυσκολεύτηκε νὰ καταλάβει ὅτι ὑπῆρχε ἐσωτερικὸ πρόβλημα στὴν ἀδελφότητα, διότι κάποιες μοναχὲς εἶχαν ἔντονους λογισμοὺς ἀμφισνητήεως τῆς γερόντισσάς τους. Τότε ὁ γέροντας ζήτησε τὸ Μ. Εὐχολόγιο. Ἄρχισε νὰ διαβάζει τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μ. Σχήματος τονίζοντας τὶς φράσεις ποὺ ἔπρεπε καὶ τοὺς εἶπε: Αὐτὴ εἶναι ἡ θεραπεία σας. Νὰ διαβάζετε τακτικὰ αὐτὰ ποὺ ὑποσχθήκατε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν κουρά σας. Ἡ μνήμη αὐτὴ βοηθᾶ στὴν ἀναθέρμανση τοῦ μυστικοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος τὸν ὁποῖον ἐνισχύει ἡ Χάρις καὶ ὅσο διὰ τοῦ μυστικοῦ ἀγῶνος προάγεται ποιοτικὰ ἡ ψυχή, τόσο ἀβίαστα, φυσικὰ εὐαισθητοποιεῖται τὸ ἐκκλησιολογικὸ φρόνημα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδηδη. Ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει, ἡ ὑπακοὴ γίνεται χαρούμενη, οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεος γίνονται καὶ αὐτὲς ποιοτικές, διότι καὶ αὐτὲς ἐκκλησιάζονται. Οἱ συνεργασίες τῶν ἀδελφῶν εἶναι ἀνέφελες καὶ ἀνιδιοτελεῖς, ἡ ἐμπιστοσύνη αὐξάνεται, ὁ ἄρρωστος συναισθηματισμός, ποὺ ὄχι σπάνια μπέρδεψε πολλοὺς καὶ τοὺς παρέσυρε σὲ δεινὲς πτώσεις, δὲν ἔχει πλέον θέση. Καὶ γενικά, ὅλες οἱ γύρω ψυχές, μυστικῶς πληροφοροῦνται τὰ τῆς ψυχικῆς προκοπῆς… Ἀπὸ ἔλλειμμα ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως προέκυψε ὁ σχισματικὸς παλαιοημερολογιτισμός, καθὼς καὶ ἡ κάθε μορφῆς ζηλωτισμοῦ, ποὺ μοιραία συμπορεύεται μὲ τὴν ἀσέβεια, τὴν οἴηση, τὴν ταραχή, ἢ καὶ τὴν ἀποτείχιση ἐν τέλει ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μάνδρα. Οἱ σύγχρονοι γνωστοί μας Ἅγιοι εἶχαν αὐτὸ τὸ κοινὸ γνώρισμα, εἶχαν μεγάλη εὐαισθησία στὴν διαφύλαξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ γίνονταν καὶ αὐστηροί, ὅπου ἔβλεπαν τέτοιες πτώσεις ἢ τάσεις. Πλεῖστα ὅσα παραδείγματα θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν, ἐὰν τὸ ἐπέτρεπε ὁ χρόνος.
Ἀδελφοί μου Ἱερομόναχοι καὶ μοναχοί, ἀδελφές μου μοναχές,
Ἔχουμε τὴν ἰδιαίτερη εὐλογία ἀπὸ τὸ Θεό, ἢ μᾶλλον τὴν σκανδαλώδη εὔνοια, νὰ ἔχουμε ἕνα δεσπότη, ὄχι ἁπλὰ φιλομόναχο, ἀλλὰ μεγαλόσχημο μοναχό, Ἐπίσκοπο, τέκνο ἡγιασμένου γέροντος καὶ ἔμπειρο καὶ πρακτικὸ διδάσκαλο ὑπακοῆς οὐ τῆς τυχούσης. Ἑπομένως, δὲν ἔχουμε ὡς μοναχοὶ τὸ ἆγχος τῆς μὴ κατανοήσεως, ποὺ θὰ εἴχαμε, ἂν ὁ Ἐπίσκοπός μας ἦταν ἄμοιρος καὶ ἄγευστος τοῦ μοναχισμοῦ. Ἄλλωστε ἂν συνέβαινε αὐτό, οἱ περισσότεροι δὲν θὰ εἴμαθα ἐδῶ, ἢ καὶ κάποιοι δὲν θὰ ἦσαν καθόλου μοναχοί. Ἔχουμε λοιπόν, τὸ ἀπὸ Θεοῦ μέγα δῶρον, καὶ λέγω μέγα δῶρο, διότι μέσα στὸν καλὸ μοναχὸ Ἐπίσκοπο ὑπάρχει καὶ ὁ ἀπὸ χαρακτῆρος καλὸς ἄνθρωπος, μὲ τὸ Κ κεφαλαῖο. Ρωτῆστε ἄλλους, ποὺ στερήθηκαν ἢ στεροῦνται αὐτὸ τὸ δῶρον γιὰ νὰ σᾶς ποῦν, ἂν ἦταν ἢ εἶναι εὔκολη ἡ διακονία τους. Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα νὰ νοιώθεις ἀναπαυμένος μὲ τὸν Ἐπίσκοπό σου. Χρέος μας εἶναι νὰ τοῦ ἀναπαύουμε κι ἐμεῖς τὴν καρδιά, γιὰ νὰ εἶναι καὶ ὁ Θεὸς ἀναπαυμένος μαζί μας. Οἱ ἔγγαμοι ἀδελφοί μας κληρικοί, ὅσο κι ἂν εἶναι καλοὶ καὶ ἐνάρετοι, δὲν μποροῦν νὰ νοιώσουν αὐτὴν τὴν πνευματικὴ συγγένεια ποὺ δημιουργεῖ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα μεταξὺ ἡμῶν καὶ τοῦ Ἐπισκόπου. Εἶναι τέτοια ἡ φύση τῶν πραγμάτων. Γι’ αὐτὸ καὶ ταπεινὰ φρονῶ, ὅτι θεωροῦντες τοὺς ἑαυτούς μας εὐνοημένους παρὰ Κυρίου ὡς ἔχοντες τοιοῦτον Ἀρχιερέα, πράξει καὶ θεωρίᾳ πατέρα καὶ ἀδελφό, ἂς δοξάζουμε τὸν Θεό. Μεταξύ μας δὲ νὰ ἔχουμε τὸν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης, νὰ πατοῦμε σταθερὰ στὴν ἁγία ταπείνωση, νὰ ἀναπαύει ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὰ σπλάχνα, ὥστε καὶ ὁ Ἐπίσκοπος νὰ χαίρεται μὲ τὴν ἐν Χριστῷ προκοπή μας, μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ εὐαρεστεῖται Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς κάλεσε καὶ ποὺ στὶς κλίσεις του δὲν κάνει ποτέ λάθος.
Τὸ σχόλιο ἀπὸ ὁμιλία τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
(Ὁλόκληρη τὴν ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ ὁμιλία θὰ ἀναρτήσουμε αὔριο):
...Κι ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε ἀποδεχθεῖ αὐτὸ
τὸ δόγμα τοῦ Ἐπισκοποκεντρισμοῦ, μόνο ποὺ τὸ ἔχουμε μεταφέρει, ὄχι σὲ ἕνα
πρόσωπο, ἀλλὰ σὲ πολλὰ πρόσωπα. Κι ἐμεῖς τί πιστεύουμε σήμερα; Ὅτι ἡ ἑνότης τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι γύρω ἀπὸ τὸν (κάθε) Ἐπίσκοπο. Ὄχι γύρω ἀπὸ τὸν Χριστό, ὄχι γύρω
ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο ἐπιτελεῖται ἡ ἑνότης
τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ἐκεῖ ποὺ εἶχε ὁ Παπισμὸς ἕναν Πάπα, ἐμεῖς βγάλαμε πολλοὺς
Πάπες, καὶ τώρα σὲ κάθε Μητρόπολη ὑπάρχει ἕνας Πάπας, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶναι ὑποχρεωμένοι
οἱ Χριστιανοί, ἀσυζητητί, μὲ τυφλὴ ὑπακοὴ νὰ ὑπακούουν.
Καὶ μοῦ ἔδωσαν αὐτὲς τὶς ἡμέρες καὶ
πρέπει νὰ τὸ ἀναφέρω αὐτό, μιὰ εἰσήγηση (γιὰ νὰ δεῖτε ὅτι αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω δὲν
εἶναι λόγια τοῦ ἀέρα, ἀλλὰ εἶναι πραγματικότητα), μιὰ Εἰσήγηση ποὺ ἔκανε
κάποιος πατὴρ Χρυσόστομος Παπαδάκης,
ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Βεροίας. Καὶ στὴν εἰσήγηση αὐτὴ ἐπρέσβευε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, οὔτε
λίγο οὔτε πολύ, αὐτὸν τὸν Παπισμό! Ὅτι (πρέπει νὰ εἴμαστε) γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, κι ὅποιος δὲν εἶναι
γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, ἑνωμένος καὶ ἐνσωματωμένος μὲ τὸν Ἐπίσκοπο…· καὶ ἔγλυφε ἀπὸ
τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας τὸν Ἐπίσκοπο!
Πουθενὰ δὲν μίλησε γιὰ ἀλήθεια, πουθενὰ
γιὰ Ὀρθοδοξία· γιὰ τὸν ἂν δηλ. ὁ Ἐπίσκοπος (στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ὑπακούομε) εἶναι
φορέας τῆς ἀληθείας. Αὐτὴ εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ Παπισμοῦ. Κι αὐτὴ ἡ Εἰσήγηση ἦταν
αἱρετικὴ εἰσήγηση· νὰ γλύφει, δηλαδή, τὸν Ἐπίσκοπο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς εἰσηγήσεως μέχρι
τὸ τέλος, νὰ μὴν ἀναφέρει τίποτα γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἂν αὐτὸς (ὁ Ἐπίσκοπος) ἀνήκει
στὸν Οἰκουμενισμό, ἂν ἀνήκει, εἶναι μέτοχος στὸ Π.Σ.Ε., ἂν ἔχει ἀποδεχτεῖ σὰν Ἅγιο τὸν
Χρυσόστομο Σμύρνης (ποὺ ἦταν Μασῶνος καὶ αἱρετικός), ἂν ἔχει (ὁ Ἐπίσκοπος) τόσες ἄλλες
πλάνες, συμπροσευχὲς μὲ τοὺς Παπικούς, μὲ τὸν Πατριάρχη…, τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ
γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τυφλὴ ὑπακοή, αὐτὸ ἔλεγε ἡ Εἰσήγηση.
Αὐτὸ πολέμησε ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός·
ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπιτυγχάνεται γύρω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἂν ὁ Ἐπίσκοπος
εἶναι φορέας τῆς ἀληθείας μὲ λόγια καὶ ἔργα, τότε ἑνωνώμεθα γύρω ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο.
Ἂν δὲν εἶναι φορέας τῆς ἀληθείας, τότε προτιμᾶμε τὴν ἀλήθεια, τὸν Χριστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.