Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Κρίνοντας τα πράγματα "αγιοπνευματικά", όπως θέλει ο κ. καθηγητής...

πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδεικνύω τὶς αἱρετικὲς θέσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ νὰ κοινωνῶ μαζί τους;

«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Μία Σύνοδος μέ ἔλλειμμα συνοδικότητος
καί ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας


Συ­νέν­τευ­ξη
τοῦ Κα­θη­γη­τῆ κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη
στόν κ. Λυκοῦργο Μαρκούδη, Διευθυντή Προγράμματος
τοῦ Ρα­δι­ο­φω­νι­κοῦ Σταθ­μοῦ τῆς Πει­ρα­ϊ­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας

Ἀ­πο­μα­γνη­το­φω­νη­μέ­νο Κεί­με­νο (Στή γρα­πτή ἀ­πό­δο­ση τῆς συ­νεν­τεύ­ξε­ως ἔ­γι­ναν μι­κρές λε­κτι­κές δι­ορ­θώ­σεις)

ΠΡΩΤΟ  ΜΕΡΟΣ
(24-2-2016)

Γε­νι­κά γιά τή Με­γά­λη Σύ­νο­δο

Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ὅ­πως ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε, τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ πι­στός λα­ός οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­γνο­εῖ τά σχε­τι­κά μέ αὐ­τό, πού ἀ­κοῦ­με συ­νε­χῶς νά λέ­γε­ται: τήν μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί M­ε­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Θά μπο­ρού­σα­τε κ. Κα­θη­γη­τά, ὡς Κα­θη­γη­τής Δογ­μα­τι­κῆς πού εἶ­στε, νά μᾶς ἐ­νη­με­ρώ­σε­τε πού, πό­τε καί για­τί πρό­κει­ται να συ­νέλ­θει αὐ­τή ἡ Με­γά­λη Σύ­νο­δος;
  Κα­θη­γη­τής: Πο­λύ εὐ­χα­ρί­στως… Ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὅ­πως ὀ­νο­μά­στη­κε ἀ­πό τού ἐμ­πνευ­στές της, θά συ­νέλ­θει στό Κο­λυμ­πά­ρι τῶν Χα­νί­ων τῆς Κρή­της, κα­τά τήν Πεν­τη­κο­στή τοῦ τρέ­χον­τος ἔ­τους. Καί ἐ­νῶ τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ὑ­πάρ­χει με­γά­λο ἔλ­λειμ­μα ἐ­νη­με­ρώ­σε­ως, ὄ­χι μό­νον τῶν ἁ­πλῶν λα­ϊ­κῶν καί κλη­ρι­κῶν, ἀλ­λά καί πολ­λῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Μό­λις πρίν λί­γες ἡ­μέ­ρες ἔ­γι­νε γνω­στή ἡ θε­μα­το­λο­γί­α, πού θά ἀ­πα­σχο­λή­σει τήν Σύ­νο­δο καί «ὁ Κα­νο­νι­σμός Ὀρ­γα­νώ­σε­ως καί Λει­τουρ­γί­ας τῆς Συ­νό­δου». Ἀ­πό τήν με­λέ­τη τῶν δη­μο­σι­ο­ποι­η­μέ­νων κει­μέ­νων, προ­κύ­πτουν πολ­λά καί καί­ρια ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἀλ­λά καί ἔν­το­νος προ­βλη­μα­τι­σμός γιά τόν χα­ρα­κτῆ­ρα καί τόν σκο­πό τῆς Με­γά­λης αὐ­τῆς Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας μας.

Για­τί Με­γά­λη καί Ἁ­γί­α Σύ­νο­δος καί ὄ­χι Οἰ­κου­με­νι­κή
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον αὐ­τό, πού προ­σπα­θοῦ­με νά μά­θου­με κ. Κα­θη­γη­τά, καί κρα­τῶ αὐ­τό πού μᾶς  εἴ­πα­τε: «ὀ­νο­μά­στη­κε ἔ­τσι ἀ­πό τούς ἐμ­πνευ­στές της». Για­τί ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος ὀ­νο­μά­στη­κε Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη; Καί για­τί δέν ὀ­νο­μά­στη­κε Οἰ­κου­με­νι­κή ἤ Πα­νορ­θό­δο­ξος Σύ­νο­δος; Εἴ­χα­με κά­ποι­α ἐ­πί­ση­μη ἑρ­μη­νεί­α ἀ­πό τούς δι­ορ­γα­νω­τές της; Καί τί ση­μαί­νει στήν πρά­ξη αὐ­τή ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη;
Κα­θη­γη­τής: Δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἐ­πί­ση­μη ἑρ­μη­νεί­α, ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά εἰ­κά­σει κα­νείς καί, κυ­ρί­ως ὡς ἐ­πι­στή­μων, νά ἀ­να­ζη­τή­σει τήν σκο­πι­μό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α τῆς δό­θη­κε ὁ τί­τλος αὐ­τός. Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τῆς μελ­λού­σης νά συ­νέλ­θει Συ­νό­δου ὡς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης εἶ­ναι μιά προ­βλη­μα­τι­κή καί δι­φο­ρού­με­νη δι­α­τύ­πω­ση. Μέ ἄλ­λα λό­για ἐ­πι­δέ­χε­ται δι­πλῆ ἀ­νά­γνω­ση, ὅ­πως συ­νή­θως σή­με­ρα λέ­γε­ται. Καί τοῦ­το, για­τί δι­α­βά­ζον­τας τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε, ὅ­τι ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος ἀ­πε­δί­δε­το στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ἐν προ­κει­μέ­νῳ, ὅ­σα δι­α­τυ­πώ­νον­ται στούς Κα­νό­νες συγ­κε­κρι­μέ­νων Συ­νό­δων, ὅ­πως ἔ­χω ὑ­πό­ψιν μου αὐ­τή τήν στιγ­μή, τῆς Α΄ καί τῆς Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ὅ­που γί­νε­ται μνεί­α τοῦ γε­γο­νό­τος, ὅ­τι αὐ­τοί οἱ Κα­νό­νες προ­ῆλ­θαν ἀ­πό αὐ­τή τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο. Αὐ­τό ση­μαί­νει στήν πρά­ξη, ὅ­τι τό κῦ­ρος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων μιᾶς τέ­τοι­ας Συ­νό­δου εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­το καί ὑ­πο­χρε­ω­τι­κό γιά ὅ­λους τούς πι­στούς, -ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά τόν Ὅ­ρο, γιά τήν ἀ­πό­φα­ση δη­λα­δή, ἤ τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, ὅ­πως εἶ­ναι στήν Α΄ καί τήν Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κή-, ἀλ­λά καί γιά τούς Κα­νό­νες αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.
    Μή ὀ­νο­μά­ζου­σα ὅ­μως τόν ἑ­αυ­τό της Οἰ­κου­με­νι­κή ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος, ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς νά φο­βᾶ­ται κά­τι. Καί αὐ­τό εἶ­ναι κά­τι, πού σχε­τί­ζε­ται ὄ­χι μέ μᾶς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ἀλ­λά, πάν­τα κα­τά τήν γνώ­μη μου, μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί μά­λι­στα τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς.
     Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὑ­πάρ­χει ἡ ἐ­σφαλ­μέ­νη ἄ­πο­ψη, ὅ­τι γιά νά συγ­κλη­θεῖ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, θά πρέ­πει νά συμ­πε­ρι­λά­βει καί τίς ἄλ­λες λε­γό­με­νες «ἐκ­κλη­σί­ες», πού βρί­σκον­ται στήν αἵ­ρε­ση, ὅ­πως εἶ­ναι κυ­ρί­ως ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός καί ὁ Προ­τε­σταν­τι­σμός. Αὐ­τό, ὅ­μως, δέν συ­νέ­βη πο­τέ στήν ἱ­στο­ρί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Πο­τέ δέν ἔ­λα­βαν μέ­ρος στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους ὅ­σοι ἀ­πέ­κλι­ναν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σοι δη­λα­δή ἦ­σαν αἱ­ρε­τι­κοί.
     Τά λέ­με αὐ­τά, ἐ­πει­δή σέ ἕ­να δογ­μα­τι­κό θέ­μα καί εἰ­δι­κό­τε­ρα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό τῆς μέλ­λου­σας Με­γά­λης Συ­νό­δου, οἱ πα­ρα­πά­νω αἱ­ρε­τι­κοί ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἐκ­κλη­σί­ες». Ἀλ­λά σ’ αὐ­τό τό θέ­μα θά πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με εἰ­δι­κό­τε­ρα, για­τί εἶ­ναι καί τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο καί τό σο­βα­ρό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα τά ἄλ­λα θέ­μα­τα.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Καί εἶ­ναι, νο­μί­ζω κ. Κα­θη­γη­τά, καί τό θέ­μα πού μέ­χρι στιγ­μῆς ἔ­χει συγ­κεν­τρώ­σει καί τίς πρῶ­τες ἀν­τι­δρά­σεις ἀ­πό Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Κι ὄ­χι ἄ­δι­κα, προ­φα­νῶς, ἀ­π’ ὅ,τι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε. Μᾶς εἴ­πα­τε κά­τι πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε ἱ­στο­ρι­κά στίς με­γά­λες αὐ­τές Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους συμ­με­τεῖ­χαν οἱ αἱ­ρε­τι­κοί. Καί νο­μί­ζω, ὅ­τι θά μπο­ρού­σα­με νά το­νί­σου­με, ὅ­τι στήν Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο δέν συμ­με­τέ­χουν οἱ «ἐκ­κλη­σί­ες» πού ἀ­πο­σχί­στη­καν, πχ. οἱ Ἀν­τι­χαλ­κη­δό­νιοι.
Κα­θη­γη­τής: Ἀ­κρι­βῶς, αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να τεκ­μή­ριο. Ἤ καί νω­ρί­τε­ρα, σέ ἄλ­λες Συ­νό­δους, δέν συμ­με­τεῖ­χαν Ἀ­ρεια­νοί, Νε­στο­ρια­νοί, Μο­νο­φυ­σῖ­τες κ.τ.λ.

Εἶ­ναι Σύ­νο­δος Πα­νορ­θό­δο­ξη; Ποι­οί με­τέ­χουν;
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Ἄ­ρα, βλέ­που­με μί­α, ἴ­σως ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ, δι­ά­θε­ση νά μή θέ­λου­με νά τήν ὀ­νο­μά­σου­με Οἰ­κου­με­νι­κή, για­τί θά ἀν­τι­δρά­σου­νε οἱ «ἀ­δελ­φές ἐκ­κλη­σί­ες». Εἶ­ναι τε­λι­κῶς αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος Πα­νορ­θό­δο­ξη; Θά πα­ρευ­ρε­θοῦν δη­λα­δή ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας;
Κα­θη­γη­τής: Ἄλ­λο ἕ­να πρό­βλη­μα, πού κα­θι­στᾶ αὐ­τή τήν Σύ­νο­δο κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά προ­βλη­μα­τι­κή. Στήν Σύ­νο­δο αὐ­τή θά ἀν­τι­προ­σω­πευ­θοῦν ὅ­λες οἱ Το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, τυ­πι­κά. Καί λέ­με ὅ­τι θά ἀν­τι­προ­σω­πευ­θοῦν, για­τί πε­ρι­έρ­γως δέν θά προ­σκλη­θοῦν ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς κά­θε, Το­πι­κῆς δη­λα­δή, Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­θε Το­πι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α θά ἀ­πο­στεί­λει 23 Ἐ­πι­σκό­πους, μέ 24ο τόν ἡ­γέ­τη καί Προ­κα­θή­με­νό της. Δέν εἶ­ναι γνω­στό ἀ­κό­μη μέ ποι­ά κρι­τή­ρια θά ἐ­κλε­γοῦν αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού θά συμ­με­τά­σχουν. Ἔ­τσι, ὅ­μως, ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή δέν εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά Πα­νορ­θό­δο­ξη, ἀ­φοῦ κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι ἀ­πο­κλεί­ον­ται. Μέ ἄλ­λα λό­για, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη. Γι’ αὐ­τό εἶ­πα εἶ­ναι προ­βλη­μα­τι­κή αὐ­τή ἡ ὀ­νο­μα­σί­α, ἐν σχέ­σει μέ τήν με­θο­δο­λο­γί­α τῆς συγ­κλή­σε­ώς της.
     Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, γιά νά ποῦ­με τά πράγ­μα­τα μέ τό ὄ­νο­μά τους, εἶ­ναι μί­α δι­ηυ­ρυ­μέ­νη Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων. Δη­λα­δή εἶ­ναι οἱ Προ­κα­θή­με­νοι καί κά­ποι­οι Ἐ­πί­σκο­ποι. Βέ­βαι­α, ὑ­πάρ­χουν μι­κρές Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­ριθ­μη­τι­κά, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ Κύ­προς, ὅ­που θά πᾶ­νε ὅ­λοι. Ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως καί με­γά­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ὅ­πως εἶ­ναι π.χ. ἡ Ρω­σι­κή, μέ πά­νω ἀ­πό 350 Ἐ­πι­σκό­πους καί θά πᾶ­νε 24. Δη­λα­δή οἱ ἄλ­λοι Ἐ­πί­σκο­ποι τί γί­νον­ται; Εἶ­ναι δευ­τέ­ρας κα­τα­νο­μῆς; Ἐκ­φρά­ζον­ται ἀ­πό αὐ­τούς τούς 24; Εἶ­ναι καί­ρια αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ὁ θε­σμός αὐ­τός, τῶν Συ­νό­δων, δη­λα­δή, τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων, θά πρέ­πει νά ποῦ­με ὅ­τι εἶ­ναι νε­ω­τε­ρι­στι­κός καί τε­λεί­ως ἄ­γνω­στος στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­γι­νε γνω­στός, κα­θι­ε­ρώ­θη­κε, ἀ­πό τόν ση­με­ρι­νό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη καί μέ τήν ὀ­νο­μα­σί­α «Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων», ὅ­πως εἶ­πα, εἶ­ναι ἀ­μάρ­τυ­ρος καί ἄ­γνω­στος τε­λεί­ως στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Θά μπο­ροῦ­σαν ἐν­δε­χο­μέ­νως κά­ποι­οι νά μᾶς ποῦν ἐ­δῶ, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι καί κα­τά τό πα­ρελ­θόν, στούς προ­η­γου­μέ­νους αἰ­ῶ­νες, εἶ­χαν γί­νει κά­ποι­ες Σύ­νο­δοι τῶν Πα­τρια­ρχῶν, τῶν Ἀ­να­το­λι­κῶν Πα­τρι­αρ­χεί­ων του­λά­χι­στον. Ὡ­στό­σο, ­μως, κα­τα­λα­βαί­νου­με αὐ­τό πού μᾶς εἴ­πα­τε, ­τι ὑ­πάρ­χει μιά μι­κρή Ἐκ­κλη­σί­α π.χ. ἡ Κύ­προς ἤ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α Τσε­χί­ας καί Σλο­βα­κί­ας, οἱ ὁ­ποῖ­ες δέν ἔ­χουν τό­σους Ἐ­πι­σκό­πους, ­νῶ μιά ἀν­τί­στοι­χη Ἐκ­κλη­σί­α με­γά­λη, ­πως ἡ Ρω­σι­κή, ­χει πά­ρα πολ­λούς καί δέν μπο­ροῦν νά συμ­με­τέ­χουν ὅ­λοι. Καί προ­φα­νῶς κά­θε ­πί­σκο­πος, ­χον­τας καί τό ποί­μνιό του, δέν παύ­ει νά εἶ­ναι καί φο­ρέ­ας τοῦ φρο­νή­μα­τος τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Κα­θη­γη­τής: Αὐ­τό εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό πού λέ­τε, για­τί τό πρᾶγ­μα δέν εἶ­ναι κα­θα­ρά ἀ­ριθ­μη­τι­κό. Κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος κα­λεῖ­ται νά φέ­ρει τό φρό­νη­μα τῆς Το­πι­κῆς του Ἐκ­κλη­σί­ας. Ποι­ός μπο­ρεῖ αὐ­τό τό φρό­νη­μα νά τό ὑ­πο­τι­μή­σει, νά τό πα­ρα­βλέ­ψει ἤ νά τό ἀ­κυ­ρώ­σει καί ταυ­τό­χρο­να νά μι­λᾶ γιά Με­γά­λη Σύ­νο­δο; Ὅ­πως σω­στά εἴ­πα­τε, προ­η­γου­μέ­νως, ὑ­πῆρ­ξαν καί Σύ­νο­δοι, καί στήν Τουρ­κο­κρα­τί­α ἔ­χου­με τέ­τοι­ες Συ­νό­δους, κά­ποι­ων Πα­τριαρχῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νῆλ­θαν καί ἀ­πο­φά­σι­σαν κά­τι, ἀλ­λά ἔ­χου­με στή συ­νέ­χεια ἀ­πο­δο­χή αὐ­τῶν τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων, πρίν νά γνω­στο­ποι­η­θοῦν εὐ­ρύ­τε­ρα γιά τό κοι­νό, καί ἀ­πό Πα­τρι­αρ­χεῖ­α, πού δέν συμ­με­τεῖ­χαν, ἐν­δε­χο­μέ­νως, σ’ αὐ­τήν τήν συ­νάν­τη­ση, γιά λό­γους τε­χνι­κούς τῆς ἐ­πο­χῆς καί ἀ­πε­δέ­χθη­σαν ἤ ἀ­πέρ­ρι­ψαν αὐ­τήν τήν ἀ­πό­φα­ση. Δη­λα­δή, συν­θῆ­κες ἱ­στο­ρι­κές μπο­ρεῖ νά πε­ρι­ο­ρί­ζουν κά­πως τά πράγ­μα­τα, ἀλ­λά πάν­το­τε πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χουν τά κρι­τή­ρια. Μπο­ροῦ­με σή­με­ρα νά ἐ­πι­κα­λε­στοῦ­με τέ­τοι­ες συν­θῆ­κες, ὅ­ταν τήν ἐ­πο­χή τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων ἡ δυ­να­τό­τη­τα τῆς με­τα­κί­νη­σης εἶ­χε πά­ρα πολ­λές δυ­σκο­λί­ες, ἐ­νῶ σή­με­ρα ὑ­πάρ­χει ἡ δυ­να­τό­τη­τα στό δι­ά­στη­μα μιᾶς ἡ­μέ­ρας ἤ ὀ­λί­γων ὡ­ρῶν νά συγ­κεν­τρω­θοῦν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ἀ­π’ ὅ­λο τόν κό­σμο;
    Αὐ­τό προ­φα­νῶς δέν γί­νε­ται ἐ­ξαι­τί­ας κά­ποι­ων σκο­πι­μο­τή­των, οἱ ὁ­ποῖ­ες σκο­πι­μό­τη­τες ὅ­μως δέν ὁ­μο­λο­γοῦν­ται, εἶ­ναι ἀ­νο­μο­λό­γη­τες. Ὁ κα­θέ­νας ὅ­μως πι­στός, ὡς σκε­πτό­με­νος καί εὐ­αι­σθη­το­ποι­η­μέ­νος ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά, μπο­ρεῖ νά κά­νει τίς σκέ­ψεις του, νά βγά­ζει τά συμ­πε­ρά­σμα­τά του. Μπο­ρεῖ κά­ποι­α ἀ­π’­αὐ­τά νά εἶ­ναι ἐ­σφαλ­μέ­να ἀλ­λά κά­τι πλα­νᾶ­ται, τό ὁ­ποῖ­ο δέν εἶ­ναι δι­α­φα­νές.
     Ἕ­να πρᾶγ­μα, πού θέ­λω νά πῶ ἐ­π’ αὐ­τοῦ καί θε­ω­ρῶ ὅ­τι εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό, εἶ­ναι ἡ ὑ­πο­γράμ­μι­ση αὐ­τή πού εἶ­πα, ὅ­τι πρώ­τη φο­ρά στήν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­π’ ὅ­σο εἶ­μαι σέ θέ­ση νά γνω­ρί­ζω, θά ἀ­γνο­η­θεῖσυν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας γιά μιά τέ­τοι­α Με­γά­λη Σύ­νο­δο. Ἔμ­με­σα πλήν σα­φῶς, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἀμ­φι­σβη­τεῖ­ται στήν πρά­ξη ἡ θε­με­λι­ώ­δης ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἀρ­χή, ὅ­τι ὁ κά­θε Ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει μί­α ἰ­σό­κυ­ρη ψῆ­φο, ὄ­χι μό­νο μέ τούς συ­νε­πι­σκό­πους του ἀ­νά τόν κό­σμο, ἀλ­λά καί μέ τόν Προ­κα­θή­με­νό του, τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά καί μέ τόν πρῶ­το στά «πρε­σβεῖ­α τι­μῆς», δη­λα­δή τόν Πρό­ε­δρο αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.
     Αὐ­τό εἶ­ναι τό Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­θε ἄλ­λο πα­ρα­πέμ­πει στό πα­πι­κό, συγ­κεν­τρω­τι­κό καί ἀ­πνευ­μά­τι­στο σύ­στη­μα, θά μπο­ρo­ῦ­σα νά τό πῶ με­τά λό­γου γνώ­σε­ως, τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ.

Ἀ­κύ­ρω­ση τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας, τῆς Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κῆς Πα­ρά­δο­σης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος:  Σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο πέ­στε μας λί­γο, πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α, γιά νά λη­φθοῦν οἱ ἀ­πο­φά­σεις σ’ αὐ­τή τήν μέλ­λου­σα Με­γά­λη Σύ­νο­δο;
Κα­θη­γη­τής: Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό θά μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νά ἔρ­θου­με με­τά, ἀ­πό πλευ­ρᾶς δι­α­δι­κα­σί­ας, για­τί ἐ­κεῖ­νο τό ὁ­ποῖ­ο δέν πρέ­πει νά ἀν­τι­πα­ρέλ­θου­με αὐ­τή τήν στιγ­μή εἶ­ναι, ὅ­τι ὁ τρό­πος αὐ­τός κα­τ’ ἀρ­χήν τῆς ψη­φο­φο­ρί­ας, μέ τήν ἐ­πι­λο­γή ὁ­ρι­σμέ­νων Ἐ­πι­σκό­πων, ὡς ἐκ­φρα­στῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­κυ­ρώ­νει οὐ­σι­α­στι­κά στήν πρά­ξη τόν Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας. Δη­λα­δή, μι­λᾶ­με ὄ­χι γιά κά­τι πε­ρι­θω­ρια­κό, ἀλ­λά κα­τε­ξο­χήν πνευ­μα­τι­κό, χω­ρίς τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­κυ­ρώ­νε­ται ἐ­κεῖ­νο πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀ­κυ­ρώ­νε­ται μέ ἄλ­λα λό­για, ἄν θέ­λε­τε νά σᾶς τό πῶ καί δι­α­φο­ρε­τι­κά, ἡ Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι καί Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε, ποῦ προ­σκρού­ει μί­α τέ­τοι­α μέ­θο­δος στήν πρά­ξη.

Μί­μη­ση Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ-Προ­τε­σταν­τι­σμοῦ
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος:  Εἶ­ναι πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό, ἔ­τσι ὅ­πως μᾶς τό το­πο­θε­τεῖ­τε κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι ἀ­κυ­ρώ­νε­ται ἡ Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή καί Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί πραγ­μα­τι­κά, αὐ­τό πού ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε εἶ­ναι, ὅ­τι στήν οὐ­σί­α ἀν­τι­γρά­φου­με αὐ­τό, πού τό­σα χρό­νια κα­τη­γο­ροῦ­με, ὅ­τι κά­νει ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός.
Κα­θη­γη­τής: Ναί, αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς ἔ­χει καί τήν ἐ­ξή­γη­σή του. Δη­λα­δή, τά τε­λευ­ταῖ­α ἑ­κα­τό χρό­νια, -καί θά πρέ­πει νά ἔρ­θου­με καί σ’ αὐ­τό τό θέ­μα-, ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α φαί­νε­ται στήν πρά­ξη νά ἐ­κτρέ­πε­ται ἀ­πό τόν τρό­πο τῆς δι­κῆς της Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς καί νά μι­μεῖ­ται τόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό, καί κα­τά πε­ρί­πτω­ση τόν Προ­τε­σταν­τι­σμό. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, τό ἱ­ε­ρα­τεῖ­ο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας μι­μεῖ­ται τόν τρό­πο τόν συγ­κεν­τρω­τι­κό, τόν ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κό τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ. Καί τοῦ­το ἐ­πει­δή, ὅ­ταν κά­ποι­ος χά­σει τήν Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή αὐ­τή βί­ω­ση, δέν ἔ­χει πλέ­ον τήν βε­βαι­ό­τη­τα γι’ αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί τό­τε ἐ­ξαν­τλεῖ ἀν­θρω­πί­νως αὐ­τές τίς
δυ­να­τό­τη­τες σέ μιά πει­θαρ­χί­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι κα­θα­ρά ἐ­ξω­τε­ρι­κή καί ἀν­θρώ­πι­νη. Γι’ αὐ­τό καί ἡ πει­θαρ­χί­α αὐ­τή θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι εἶ­ναι σπου­δαί­α, ἀ­φοῦ εἶ­ναι και­σα­ρι­κοῦ τύ­που. Καί αὐ­τό συμ­βαί­νει πρα­κτι­κῶς σέ ὑ­παρ­ξια­κό ἐ­πί­πε­δο, ὅ­ταν ἐ­κλεί­ψει ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὅ­ταν δη­λα­δή δέν βι­οῦ­ται αὐ­τό, τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος ψά­χνει γιά ὑ­πο­κα­τά­στα­τα. Καί τό τρα­γι­κό εἶ­ναι, ὅ­τι αὐ­τό ἔ­γι­νε θε­σμι­κά στή Δύ­ση, στόν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό. Ἀ­να­ζη­τή­θη­κε δη­λα­δή ὁ Καί­σα­ρας στό πρό­σω­πο τοῦ Πά­πα γιά τήν ἐ­πι­βο­λή μιᾶς κο­σμι­κοῦ τύ­που πει­θαρ­χί­ας.
     Σή­με­ρα θαυ­μά­ζε­ται αὐ­τό εὐ­ρύ­τε­ρα, ἀλ­λά θαυ­μά­ζε­ται ἀ­πό ἐ­κεί­νους, πού ἔ­χα­σαν τήν χα­ρι­σμα­τι­κή σχέ­ση μέ τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ὁ ἐγ­γυ­η­τής αὐ­τῆς τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, κα­τά τήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Λη­σμο­νεῖ­ται ὅ­μως ἀ­κό­μη, ὅ­τι κε­φα­λή καί φε­ρέγ­γυ­α Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, δη­λα­δή ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Αὐ­τά τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι στήν πρά­ξη πο­λύ σο­βα­ρά, καί φα­νε­ρώ­νουν ἕ­να ἔλ­λειμ­μα ὄ­χι ἁ­πλῶς γνω­σι­ο­λο­γι­κοῦ-θε­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, ἀλ­λά τῆς ἴ­διας τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
     Βε­βαί­ως, ἱ­στο­ρι­κά θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά δώ­σει τήν ἑρ­μη­νεί­α: Ναί. Τόν προ­η­γού­με­νο αἰ­ῶ­να οἱ θε­ο­λό­γοι καί μελ­λον­τι­κοί ἡ­γέ­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἴ­χα­νε πά­ει στή Δύ­ση γιά νά μορ­φω­θοῦν-πα­ρα­μορ­φω­θοῦν- θε­ο­λο­γι­κά καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί, κα­τά τό λα­ϊ­κό, «μ’ ὅ­ποι­ον δά­σκα­λο κα­θί­σεις, τέ­τοι­α γράμ­μα­τα θά μά­θεις», προ­σπά­θη­σαν αὐ­τοί οἱ ἡ­γέ­τες κα­τά και­ρούς νά κά­νου­νε, θε­σμι­κά, μί­α σύν­θε­ση με­τα­ξύ τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σε­ως καί Πνευ­μα­τι­κό­τη­τας καί τῆς Δυ­τι­κῆς αὐ­τῆς ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νης ζω­ῆς. Καί αὐ­τή τήν στιγ­μή δέν μι­λῶ κα­θό­λου θε­ω­ρη­τι­κά.  Γι’ αὐ­τά, τά ὁ­ποῖ­α λέ­γω, μι­λοῦν τά ἴ­δια τά κεί­με­να τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας κα­τά τόν 20ό αἰ­ῶ­να. Καί μπο­ροῦ­με νά μι­λή­σου­με πιό συγ­κε­κρι­μέ­να ἐ­π’ αὐ­τοῦ, για­τί φαί­νε­ται ἀ­πό τίς δι­α­κη­ρύ­ξεις τῶν προ­σώ­πων αὐ­τῶν, ὅ­τι κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ἐκ­φρα­στές τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Θε­ο­λο­γί­ας καί τῆς θε­σμι­κῆς ἔκ­φρα­σης τῆς Ἀ­να­το­λῆς εἶ­ναι.

Τρό­πος ψη­φο­φο­ρί­ας-Ποῦ βρί­σκε­ται ἡ Ἀ­λή­θεια
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Πραγ­μα­τι­κά ἡ ἀ­λή­θεια πο­νά­ει κ. Κα­θη­γη­τά, καί εἶ­ναι μιά ἀ­λή­θεια πού μᾶς προ­βλη­μα­τί­ζει. Για­τί ἄν ἀ­π’ αὐ­τόν τόν λό­γο ξε­κι­νή­σα­με καί σι­γά σι­γά φθά­σα­με ἐ­δῶ πού φθά­σα­με σή­με­ρα, τό­τε πρέ­πει νά θλι­βό­μα­στε, για­τί πραγ­μα­τι­κά ὑ­πάρ­χει ἔλ­λει­ψη τῆς βι­ω­μα­τι­κῆς Χά­ρι­τος, ὅ­πως μᾶς εἴ­πα­τε. Καί νο­μί­ζω, ὅ­τι ἀ­πό ἐ­κεῖ ξε­κι­νᾶ­νε καί τε­λει­ώ­νουν τά πάν­τα. Ὅ­μως, ἐ­μεῖς θά συ­νε­χί­σου­με τά ἐ­ρω­τή­μα­τα, για­τί πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι πο­λύ­τι­μη ἡ δι­κή σας ση­με­ρι­νή βο­ή­θεια πρός ὅ­λους.
     Ξε­κι­νά­ει λοι­πόν ἡ  δι­α­δι­κα­σί­α -ἡ τε­λι­κή εὐ­θεί­α τῆς Συ­νό­δου. Μᾶς εἴ­πα­τε νω­ρί­τε­ρα, ἀ­κρι­βῶς αὐ­τή τήν ἔλ­λει­ψη πού θά ὑ­πάρ­χει στή συμ­με­το­χή ὅ­λων τῶν Ἐ­πι­σκό­πων. Καί ταυ­τό­χρο­να θά ὑ­πάρ­χουν ἐ­πι­λεγ­μέ­νοι -δέν ξέ­ρω μέ ποι­όν τρό­πο θά ἀ­πο­φα­σί­σει ἡ κά­θε Ἐκ­κλη­σί­α, ποι­οί θά εἶ­ναι αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού θά συμ­με­τέ­χουν μέ τόν Προ­κα­θή­με­νο. Αὐ­τοί θά ἔ­χουν λό­γο στή Σύ­νο­δο; Θά ψη­φί­σουν τε­λι­κά αὐ­τοί οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὅ­ταν θά βρε­θοῦ­νε στή Σύ­νο­δο; Πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α στά θέ­μα­τα, πού θά πρέ­πει νά συ­ζη­τη­θοῦν; Σ’ αὐ­τά τά θέ­μα­τα πού ἔ­χουν, μέ­χρι στιγ­μῆς του­λά­χι­στον, δεῖ τό φῶς τῆς δη­μο­σι­ό­τη­τας;
Κα­θη­γη­τής:  Ὅ­πως κι ἐ­σεῖς τό θέ­σα­τε ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά, δέν ἔ­χει ἀ­να­κοι­νω­θεῖ καί δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­νη­μέ­ρω­ση σέ κά­ποι­ο Κεί­με­νο ἐ­πί­ση­μο ἀ­πό τήν Ε΄ αὐ­τή Προ­συ­νο­δι­κή Πα­νορ­θό­δο­ξη Δι­ά­σκε­ψη, πού ἔ­γι­νε στό Σαμ­πε­ζύ τῆς Γε­νεύ­ης ἀ­πό 10-17/10/2015. Δέν ἔ­χουν δο­θεῖ ἀρ­χές καί κρι­τή­ρια καί προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ἐ­πί τῇ βά­σει τῶν ὁ­ποί­ων θά γί­νει αὐ­τή ἡ ἐ­πι­λο­γή, γιά νά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α. Ἡ ψη­φο­φο­ρί­α θά γί­νει πα­ρα­δό­ξως, καί αὐ­τό εἶ­ναι πρω­το­τυ­πί­α στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α, μό­νον ἀ­πό τούς Προ­κα­θη­μέ­νους. Δη­λα­δή, εἴ­μα­στε 15 Ἐκ­κλη­σί­ες; Θά ὑ­πάρ­χουν 15 ψῆ­φοι, οἱ ὁ­ποῖ­ες θά συ­νο­ψί­ζουν τήν θε­τι­κή ἤ ἀρ­νη­τι­κή θέ­ση τῶν 24 Ἐ­πι­σκό­πων τῆς κά­θε Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας – κα­τά πλει­ο­νο­ψη­φί­α, βε­βαί­ως. Καί τό ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρο βέ­βαι­α: Για­τί γί­νε­ται ἔ­τσι καί για­τί δέν ἐκ­φρά­ζον­ται ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὅ­πως εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως;
     Νο­μί­ζω ὅ­τι, με­τά ἀ­πό ὅ­σα εἶ­πα, μπο­ρεῖ νά κα­τα­λά­βει κα­νείς τήν ὑ­πο­τί­μη­ση, πού γί­νε­ται ἐκ μέ­ρους τοῦ ἑ­κά­στο­τε Πρώ­του, ὡς Προ­κα­θη­μέ­νου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά τήν ἔκ­φρα­ση τῶν Ἐ­πι­σκό­πων. Θε­ω­ρεῖ­ται δη­λα­δή, ὅ­τι ἡ ψῆ­φος αὐ­τῶν πού μει­ο­ψή­φι­σαν, πού ἦ­ταν λι­γό­τε­ροι δη­λα­δή, δέν με­τρά­ει. Κι αὐ­τό εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά φρι­κα­λέ­ο, για­τί, ὅ­πως γνω­ρί­ζε­τε, ἔ­χω γρά­ψει δύ­ο Ἐ­πι­στο­λές, ὅ­που συμ­πυ­κνω­μέ­να, ἔ­χω μί­α ἀ­πο­τί­μη­ση τῶν κει­μέ­νων. Θά ἐ­πα­νέλ­θου­με ὅ­μως καί σ’ αὐ­τά. Στίς Ἐ­πι­στο­λές ὅ­μως αὐ­τές λέ­ω λοι­πόν, ὅ­τι ἡ ψῆ­φος αὐ­τή τοῦ κά­θε Ἐ­πι­σκό­που ἔ­χει βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σί­α καί δέν μπο­ρεῖ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά νά ἀ­γνο­η­θεῖ καί νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡ­ς ἐ­πι­μέ­ρους θέ­μα τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Σ’ αὐ­τό ὅ­μως θέ­λω νά ἐ­πα­νέλ­θου­με στή συ­νέ­χεια.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος:  Καί θά ἐ­πα­νέλ­θου­με σί­γου­ρα. Ἄ­ρα, λοι­πόν, κά­θε Ἐκ­κλη­σί­α μί­α ψῆ­φος, ὅ­σες Το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, τό­σες θά εἶ­ναι οἱ ψῆ­φοι.
Κα­θη­γη­τής: Στήν πε­ρί­πτω­ση βέ­βαι­α πού, προ­σέξ­τε, ἐ­πί τῇ βά­σει τοῦ Κα­νο­νι­σμοῦ, μί­α Το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει ἀρ­νη­τι­κή ψῆ­φο ὡς πρός ἕ­να θέ­μα πού θά τε­θεῖ, -για­τί θά τί­θεν­ται ξε­χω­ρι­στά τά θέ­μα­τα-, τό­τε αὐ­τό τό θέ­μα δέν θά περ­νά­ει, ἐ­πει­δή πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὁ­μο­φω­νί­α. Καί ἡ δι­κή μου ἡ λο­γι­κή λέ­ει τό ἑ­ξῆς: Για­τί ἡ μί­α ψῆ­φος, ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­φρά­ζε­ται διά τοῦ Προ­κα­θη­μέ­νου, ὡς ψῆ­φος τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας, ὅ­ταν εἶ­ναι ἀρ­νη­τι­κή, ἀ­κυ­ρώ­νει τό θέ­μα, καί δέν τό ἀ­κυ­ρώ­νειψῆ­φος ἑ­νός Ἐ­πι­σκό­που; Δη­λα­δή, γιά νά πᾶ­με λί­γο πί­σω στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α, ἡ ψῆ­φος τοῦ Μ. Ἀ­θα­να­σί­ου τό­τε, ἄς τό ποῦ­με ἔ­τσι, πού ἐ­ξέ­φρα­ζε τόν Πα­τριά­ρχη του, ἄν ὑ­πο­τε­θεῖ ὅ­τι ἦ­ταν ἡ σω­στή καί ὅ­λες οἱ ἄλ­λες ἦ­ταν λά­θος, δέν θά ἔ­πρε­πε νά λη­φθεῖ ὑ­πό­ψη, δι­ό­τι δέν ἀ­πη­χοῦ­σε τήν πλει­ο­ψη­φί­α; Αὐ­τή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α εἶ­ναι τε­λεί­ως κο­σμι­κή, καί αὐ­τά πού λέ­γω τά ἐν­νο­ῶ, ἐ­πει­δή ἡ ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­πως στόν κό­σμο, ὑ­πό­θε­ση τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας – τί θά ποῦν οἱ πολ­λοί. Αὐ­τό τό λέ­ει ἡ Δη­μο­κρα­τί­α.
    Στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­μως, ἡ ἴ­δια ἡ Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή. Δη­λα­δή καί ἕ­νας ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­κα­το­μυ­ρί­ων καί δι­σε­κα­το­μυ­ρί­ων ἄλ­λων ψή­φων, πού εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τες. Γιά ποι­ό λό­γο; Για­τί ἡ Ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α, δέν εἶ­ναι ἄ­πο­ψη. Εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Ἄ­ρα, ὑ­πο­τί­θε­ται, ὅ­τι οἱ με­τέ­χον­τες Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν «νοῦν Χρι­στοῦ» καί ὡς ἔ­χον­τες «νοῦν Χρι­στοῦ» εἶ­ναι σέ θέ­ση, νά δι­α­κρί­νουν τό ὀρ­θό ἀ­πό τό ἐ­σφαλ­μέ­νο. Για­τί, ἔ­τσι εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κά. Γι’ αὐ­τό ἡ Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δος εἶ­πε: «Ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν». Καί τό «ἡ­μῖν», φυ­σι­κά -νά τό προ­σέ­ξου­με καί αὐ­τό-  δέν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μό­νον οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά καί «οἱ σύν αὐ­τοῖς», δη­λα­δή οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι, «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ», οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν ἀ­κυ­ρω­θεῖ τώ­ρα, δέν φαί­νον­ται που­θε­νά.
      Καί ἀ­να­φέ­ρον­ται κά­ποι­οι ἀ­πό τόν χῶ­ρο αὐ­τόν, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νέ­λα­βαν καί ἐ­ξέ­φρα­σαν τό πῶς θά γί­νει αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, στόν Ἅ­γιο Ἰ­γνά­τιο τόν Θε­ο­φό­ρο. Ὁ Ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος ὁ Θε­ο­φό­ρος ὅ­μως λέ­ει, ὅ­τι ὁ Ἐ­πί­σκο­πος μέ τούς Πρε­σβυ­τέ­ρους βρί­σκον­ται σέ μιά ἁρ­μο­νί­α -ὅ­πως εἶ­ναι οἱ χορ­δές σέ μιά κι­θά­ρα-, προ­κει­μέ­νου νά ὑ­πάρ­ξει συμ­φω­νί­α. Ἄ­ρα, δέν μπο­ρεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος νά ἀ­γνο­εῖ τούς πρε­σβυ­τέ­ρους καί τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο ἐκ­φρά­στη­κε ἡ Συ­νο­δι­κή Ἀ­λή­θεια «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ». Καί ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί ὁ ἁ­πλός λα­ός. Ποῦ καί πό­τε ἐκ­φρά­ζε­ται πλή­ρως ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά αὐ­τός ὁ λα­ός;
     Προ­σω­πι­κά, ἔ­κα­να ἕ­να γκά­λοπ καί ρώ­τη­σα κά­ποι­ους ἀν­θρώ­πους, καί ὄ­χι τυ­χαί­ους, καί δι­α­πί­στω­σα, ὅ­τι δέν γνω­ρί­ζουν οὔ­τε ποῦ, οὔ­τε πό­τε, οὔ­τε για­τί, οὔ­τε πῶς θά ψη­φί­σουν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, οὔ­τε ποι­ά εἶ­ναι ἡ θε­μα­το­λο­γί­α αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου.  Για­τί ὅ­λα αὐ­τά τά πράγ­μα­τα ἔ­γι­ναν ἐν κρυ­πτῷ καί για­τί γί­νον­ται τό­σο βε­βι­α­σμέ­να; Για­τί δέν γνω­στο­ποι­ή­θη­καν, ὅ­πως γνω­στο­ποι­οῦν­ται ἄλ­λα πράγ­μα­τα; Για­τί δέν δό­θη­κε αὐ­τός ὁ χρό­νος, πρίν ἤ κα­θο­ρι­στεῖ ὁ τρό­πος, μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά γί­νει; Καί τό πλη­ρο­φο­ροῦν­ται αὐ­τό τό γε­γο­νός, ὅ­πως τό βλέ­που­με, καί Ἐ­πί­σκο­ποι καί ἐ­πί­ση­μοι ἀν­τι­πρό­σω­ποι ἀ­πό κά­ποι­ο κέν­τρο, πού ἀ­πο­φαί­νε­ται τό πῶς θά γί­νει ἡ ψη­φο­φο­ρί­α; Δέν ἦ­ταν δη­λα­δή μιά συλ­λο­γι­κή ἀ­πό­φα­ση τῆς βά­σης; Καί τό πιό ἁ­πλό: Γνω­ρί­ζου­με, ὅ­τι ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν ἰ­σό­τι­μο ψῆ­φο. Ἄν ἔ­χουν ἰ­σό­τι­μο ψῆ­φο, δέν μπο­ροῦν νά κλη­θοῦν αὐ­τοί ἐ­ρή­μην τοῦ ὅ­λου προ­βλη­μα­τι­σμοῦ, νά ψη­φί­σουν ἤ νά μήν ψη­φί­σουν. Ἄ­ρα, δέν ἔ­γι­ναν μέ τρό­πο δι­α­φα­νῆ οἱ δι­α­δι­κα­σί­ες μέ­χρι τώ­ρα.

Ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση ἡ Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή
Καί, ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζω καί στίς Ἐ­πι­στο­λές μου, δέν εἶ­ναι ἀ­κό­μη πο­λύ ἀρ­γά. Τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἰ­ά­σι­μα. Πῶς; Ἐ­φό­σον τώ­ρα ἐ­νη­με­ρω­θοῦν ὅ­λοι, καί ὅ­ταν λέ­ω ὅ­λοι, ἐν­νο­ῶ τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή κλῆ­ρος καί λα­ός ἀ­πό κοι­νοῦ. Δι­ό­τι, ὅ­ταν θά πά­ρουν αὐ­τές τί­ς ἀ­πο­φά­σεις οἱ συγ­κε­κρι­μέ­νοι αὐ­τοί Ἐ­πί­σκο­ποι, ἤ ἄν θέ­λε­τε ἡ ἐ­λίτ αὐ­τή πού θά κλη­θεῖ ἐ­κεῖ, νο­μί­ζε­τε ὅ­τι στήν πρά­ξη μπο­ρεῖ νά τίς ἐ­φαρ­μό­σει λα­ός τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο μέ­σα του τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο; Δέν μπο­ρεῖ νά δε­χθεῖ πράγ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να, πού «πάν­το­τε ὑ­πό πάν­των ἐ­πι­στεύ­θη­σαν» στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Δη­λα­δή, ἔ­χουν «νοῦν Χρι­στοῦ» κι αὐ­τοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι κε­κα­θαρ­μέ­νοι. Καί μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός μο­να­χός, μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­σκη­τής, μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός πι­στός, καί  νά πεῖ, πώς αὐ­τά δέν στοι­χοῦν στήν Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἄ­ρα ὁ κά­θε πι­στός, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι «ἑ­πό­με­νος τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», ὁ ὁ­ποῖ­ος ­θά βλέ­πει δι­α­χρο­νι­κά τί «ὑ­πό πάν­των ἐ­πι­στεύ­θη», ἀν­τι­στοί­χως, θά δε­χθεῖ τό ὀρ­θό καί θά ἀ­πορ­ρί­ψει τό ἐ­σφαλ­μέ­νο. Καί αὐ­τό δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να μεῖ­ζον θέ­μα, ἕ­να μεῖ­ζον πρό­βλη­μα γιά τήν σκο­πι­μό­τη­τα τοῦ νά συ­νέλ­θει αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος καί νά πά­ρει κά­ποι­ες ση­μαν­τι­κές ἀ­πο­φά­σεις. Γιά ποι­ό λό­γο; Φυ­σι­κά γιά τό κα­λό.
     Δέν εἶ­ναι ὅ­μως θέ­μα δι­α­κη­ρύ­ξε­ων αὐ­τά. Εἶ­ναι θέ­μα πραγ­μα­τι­κό­τη­τας καί ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ ἐν­τός ἡ­μῶν -χω­ρίς ἐ­ξαί­ρε­ση- τῶν βε­βα­πτι­σμέ­νων πι­στῶν ὑ­πάρ­χει. ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση, ὅ­μως, τῆς Χά­ρι­τος αὐ­τῆς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τήν τή­ρη­ση τῶν προ­δι­α­γρα­φῶν αὐ­τῆς τῆς Βα­σι­λεί­ας, πού εἶ­ναι οἱ ἐν­το­λές τοῦ Θε­οῦ. Κι αὐ­τό δέν εἶ­ναι προ­νό­μιο κα­νε­νός πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­ποι­ον ἄλ­λο στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Δη­λα­δή, μί­α Σύ­νο­δος θά μι­λή­σει ὄ­χι σέ ὑ­πη­κό­ους, ἀλ­λά σέ ὁ­μό­τι­μα μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ.
     Προ­σέξ­τε, μή θε­ω­ρη­θεῖ αὐ­τό προ­τε­σταν­τι­κῷ τῷ τρό­πῳ. Δέν κα­ταρ­γοῦ­με τήν ἱ­ε­ραρ­χι­κή δο­μή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δέν ἀμ­φι­σβη­τοῦ­με, ὅ­τι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι θά πά­ρουν τίς ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τές, δι­ό­τι αὐ­τοί εἶ­ναι ἐν­τε­ταλ­μέ­νοι ἐκ­φρα­στές της. Ἀλ­λά, εἶ­ναι ἐκ­φρα­στές της στήν πρά­ξη, ὅ­ταν ζοῦν αὐ­τή τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν προ­σφέ­ρουν στήν ση­με­ρι­νή συγ­κυ­ρί­α μέ τά συγ­κε­κρι­μέ­να προ­βλή­μα­τα. Ὅ­ταν δι­α­βά­σει ὅ­μως κα­νείς τήν θε­μα­το­λο­γί­α, στήν ὁ­ποί­α πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με, βλέ­πει ἐ­ξ ἀν­τι­κει­μέ­νου τί κεῖ­ται. Δη­λα­δή, ὅ­τι αὐ­τοί ὄ­χι μό­νο ἐκ­φρα­στές τῆς Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν εἶ­ναι σέ κά­ποι­α ση­μεῖ­α, ἀλ­λά εἶ­ναι ἐκ­φρα­στές τοῦ ἀλ­λο­τρί­ου πνεύ­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ο θά ἔ­πρε­πε νά κα­τα­δι­κά­ζε­ται μέ τόν πλέ­ον σα­φῆ τρό­πο. Καί ὄ­χι νά γί­νε­ται εἰ­σή­γη­σις ὑ­πέρ αὐ­τοῦ. Θά γί­νω πιό συγ­κε­κρι­μέ­νος, ὅ­ταν τά ἐ­ρω­τή­μα­τα θά ὁ­δη­γή­σου­νε σ’ αὐ­τό τό θέ­μα.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Σᾶς ἀ­κοῦ­με, κ. Κα­θη­γη­τά, τό­ση ὥ­ρα νά μᾶς μι­λᾶ­τε, καί ἡ σκέ­ψη μας, θέ­λον­τας καί μή, πά­ει ὄ­χι στούς Κα­νό­νες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά στούς κα­νό­νες τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Ἕ­νω­σης. Πῶς παίρ­νον­ται δη­λα­δή οἱ ἀ­πο­φά­σεις, πῶς συ­νε­δριά­ζει τό Συμ­βού­λιο τῶν Ὑ­πουρ­γῶν ἤ τῶν ἡ­γε­τῶν μέ τήν εἰ­δι­κή πλει­ο­ψη­φί­α ἤ τήν ὁ­μο­φω­νί­α -για­τί νο­μί­ζω, ὅ­τι τε­λι­κά αὐ­τό ἀν­τέ­γρα­ψαν στήν οὐ­σί­α. Για­τί ἀν­τί νά πᾶ­με πί­σω καί νά δοῦ­με τί ἔ­κα­ναν οἱ Σύ­νο­δοι τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, πή­γα­με ἕ­να βῆ­μα πιό μπρο­στά. Καί θαρ­ρῶ, πώς ξε­πε­ρά­σα­με καί τό Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό -πά­νω στό θέ­μα τῆς ψη­φο­φο­ρί­ας πού εἴ­πα­τε.
     Καί ἀ­πό τή­ν ἄλ­λη, μᾶς εἴ­πα­τε μό­λις τώ­ρα, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι ἡ ἀ­λή­θεια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς, ὅ­τι ὅ­λοι μας λά­βα­με ἐ­ξί­σου τήν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἀ­πό τήν ὥ­ρα πού βα­πτι­στή­κα­με καί ὅ­τι ὅ­λοι εἴ­μα­στε φο­ρεῖς αὐ­τοῦ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί μπο­ροῦ­με νά εἴ­μα­στε ἐκ­φρα­στές του. Αὐ­τό μοιά­ζει νά ἀ­γνο­εῖ­ται δυ­στυ­χῶς, τρα­γι­κά, ἀ­πό τούς Ἐ­πι­σκό­πους σή­με­ρα. Καί μά­λι­στα βλέ­που­με στίς ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τές, ἔ­τσι ὅπως δη­μο­σι­εύ­τη­καν, νά ὑ­πάρ­χει καί μί­α δή­λω­ση-το­πο­θέ­τη­ση, ὅ­τι, προ­σέξ­τε, για­τί αὐ­τό πού θά πά­ρει ὡς ἀ­πό­φα­ση ἡ Με­γά­λη καί Ἁ­γί­α Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δέν θά χω­ρᾶ ἀμ­φι­σβή­τη­ση ἀ­πό κα­νέ­ναν.
Κα­θη­γη­τής: Ναί. Στό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τό ἔ­χω ἀ­παν­τή­σει ἤ­δη σέ Ἐ­πί­στο­λή μου, λέ­γον­τας ὅ­τι τό πρᾶγ­μα αὐ­τό δέν πι­στο­ποι­εῖ­ται οὔ­τε ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής. Καί δέν εἶ­ναι ἡ μό­νη πε­ρί­πτω­ση· εἶ­ναι καί ὁ Ἅ­γιος Μάρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός στήν ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρεν­τί­ας. Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἐ­κεῖ, πώς ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἔ­δω­σε τήν ἀ­πάν­τη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν δι­καί­ω­σε ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α καί ἁ­γί­α­σε σέ σχέ­ση μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους, τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Πα­τριά­ρχη καί ὅ­λους τούς ἄλ­λους πού συμ­με­τεῖ­χαν, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν τήν ἐ­ξέ­θε­σαν. Ἄ­ρα, ὅ­πως εἶ­πα καί προ­η­γου­μέ­νως, δέν εἶ­ναι θέ­μα ἀ­ριθ­μοῦ, ἀλ­λά εἶ­ναι θέ­μα Ἀ­λη­θεί­ας ἤ μή Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦ­με, για­τί μιά ἄλ­λη πα­ρά­με­τρος αὐ­τῆς τῆς ἀ­πει­λῆς, τῆς ἔμ­με­σης ἀ­πει­λῆς, πού εἴ­πα­τε προ­η­γου­μέ­νως καί ὑ­πάρ­χει πράγ­μα­τι στό κεί­με­νο, δέν λαμ­βά­νει ὑ­πό­ψη τό γε­γο­νός, ὅ­τι στήν Ἐκ­κλη­σί­α -καί ὅ­ταν λέ­ω Ἐκ­κλη­σί­α ἐν­νο­ῶ πάν­τα τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α- τά πράγ­μα­τα δέν λει­τουρ­γοῦν πα­πι­κά. Δέν εἶ­ναι ὁ πά­πας ὑ­πε­ρά­νω καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως ἐ­κεῖ, οὔ­τε φυ­σι­κά ἐ­δῶ ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ἐ­πι­μέ­ρους πά­πας, πού νά το­πο­θε­τη­θεῖ πά­νω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
    Ὅ­μως, τό θέ­μα δέν εἶ­ναι αὐ­τό. Τό θέ­μα εἶ­ναι τί λέ­γει αὐ­τή ἡ Σύ­νο­δος, ὅ­ταν συ­νέρ­χε­ται. Καί ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α μᾶς πα­ρα­πέμ­πει καί σέ Λη­στρι­κές Συ­νό­δους. Ἄ­ρα, κρι­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­τι συ­νῆλ­θε ὅ­λη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­στω καί μέ τόν ἐ­πι­λε­κτι­κό αὐ­τό τρό­πο. Θά σᾶς ἔ­λε­γα, ὅ­τι θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά καί ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, καί ἕ­νας, δύ­ο, τρεῖς ἤ ἐ­λά­χι­στοι ἀ­πό αὐ­τούς νά λέ­γα­νε κά­τι τό ἀν­τί­θε­το. Δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο πού θά πεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­χέγ­γυ­ο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, καί ὅ­τι θά ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τό νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ τό πλή­ρω­μα. Ὄ­χι, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα. Κρι­τή­ριο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, ἐ­άν τά λε­γό­με­να αὐ­τά εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».

Με­θο­δο­λο­γί­α
Προ­κει­μέ­νου νά μι­λή­σου­με γιά τήν «νο­μι­μό­τη­τα» τοῦ κύ­ρους αὐ­τῶν τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων, θά ποῦ­με λί­γα πράγ­μα­τα γιά τήν με­θο­δο­λο­γί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὥ­στε νά δοῦ­με πῶς λει­τούρ­γη­σαν οἱ Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι. Ὅ­σα βλέ­που­με στή με­θο­δο­λο­γί­α αὐ­τῆς τῆς Συ­νό­δου, μᾶς πα­ρα­πέμ­πουν σί­γου­ρα στόν πα­πι­σμό. Τό ζη­τού­με­νο εἶ­ναι, ἄν ὅ­σα ἀ­πο­φα­σί­ζον­ται, ἔ­χουν τήν ἀ­να­φο­ρά τους σέ ὅ­σα δι­α­χρο­νι­κά ὑ­πε­στη­ρί­χθη­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.
   Οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι ὀ­φεί­λουν ἀ­πό πλευ­ρᾶς με­θο­δο­λο­γί­ας, γιά νά τό πῶ τώ­ρα, πρῶ­τα νά ἀ­να­φερ­θοῦν σ’ αὐ­τή τήν Ἀ­λή­θεια δι­α­χρο­νι­κά, καί με­τά νά ποῦν αὐ­τό, πού θά ποῦν. Καί ὄ­χι νά θέ­τουν αὐ­θαί­ρε­τα ἕ­να θέ­μα, ὡς νά προ­έ­κυ­ψε διά παρ­θε­νο­γεν­νή­σε­ως γιά πρώ­τη φο­ρά στήν ἱ­στο­ρί­α, τό ὁ­ποῖ­ο δέν ἔ­χει καμ­μί­α σχέ­ση μέ τό πα­ρελ­θόν, γιά τό ὁ­ποῖ­ο μά­λι­στα νά εἶ­ναι κε­κλημ­μέ­νοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, ὡς νῦν Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά ἀ­πο­φαν­θοῦν ἐ­π’ αὐ­τοῦ. Τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Θά γί­νω ὅ­μως πιό σα­φής στή συ­νέ­χεια τοῦ  λό­γου.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω πώς τώ­ρα εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, κ. Κα­θη­γη­τά, νά ἀ­να­φερ­θοῦ­με λί­γο στά θέ­μα­τα πού πρό­κει­ται νά συ­ζη­τη­θοῦν, ἤ μᾶλ­λον -γιά νά τό ποῦ­με πιό σω­στά- στά θέ­μα­τα πού πρό­κει­ται νά ψη­φι­στοῦν, για­τί μᾶς λέ­νε, ὅ­τι τά θέ­μα­τα αὐ­τά τά ἔ­χουν προ­συ­ζη­τή­σει τίς προ­η­γού­με­νες δε­κα­ε­τί­ες, ἔ­χουν κα­τα­στα­λά­ξει σέ κεί­με­να, πού εἶ­ναι κοι­νῶς ἀ­πο­δε­κτά. Ἄ­ρα, ἀ­πο­μέ­νει νά τά ψη­φί­σουν.
Κα­θη­γη­τής:  Ναί. Κα­ταρ­χήν νά ποῦ­με, ὅ­τι δέν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἔ­τσι. Δι­ό­τι αὐ­τοί πού τά προ­α­πε­φά­σι­σαν, εἶ­ναι οἱ «δι­ο­ρι­σμέ­νοι» ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Καί λέ­ω «δι­ο­ρι­σμέ­νοι», μέ τήν ἑ­ξῆς νο­η­μα­το­δό­τη­ση: ὅ­τι δέν λει­τούρ­γη­σαν κα­τά συ­νο­δι­κό τρό­πο, ὅ­πως ἁρ­μό­ζει στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Δη­λα­δή νά συ­νέλ­θουν οἱ κα­τά Τό­πους Ἱ­ε­ραρ­χί­ες, νά ἀ­πο­φα­σί­σουν καί νά ἐγ­χει­ρί­σουν στόν ἀν­τι­πρό­σω­πό τους τήν ἀ­πό­φα­ση τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­π’ αὐ­τοῦ, γιά νά τήν δι­α­κο­μί­σει στήν Προ­συ­νο­δι­κή Δι­ά­σκε­ψη, πού γί­νε­ται ἡ συ­ζή­τη­ση καί με­τά νά φέ­ρει πί­σω τήν ὅ­ποι­α συ­νο­λι­κή ἀ­πό­φα­ση, γιά νά τήν ἀ­πο­τι­μή­σει καί πά­λι ἡ Το­πι­κή Ἱ­ε­ραρ­χί­α, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­κο­μι­στεῖ στή συ­νέ­χεια στό συν­το­νι­στι­κό κέν­τρο, πού εἶ­ναι τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο.
     Μί­λη­σα γιά «δι­ο­ρι­σμέ­νους» Ἐ­πι­σκό­πους. Θά μοῦ πεῖ­τε, ἐ­κλεγ­μέ­νοι δέν εἶ­ναι ἀ­πό τήν Σύ­νο­δο; Ναί, ἐ­κλεγ­μέ­νοι, ἀλ­λά δέν λει­τουρ­γοῦν μέ­σα στό συ­νο­δι­κό πνεῦ­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Πῆ­γαν δη­λα­δή στήν Ε’ Προ­συ­νο­δι­κή Πα­νορ­θό­δο­ξη Συν­δι­ά­σκε­ψη ἀ­πό 10-17 Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ ΄15 στό Σαμ­πε­ζύ τῆς Γε­νεύ­ης, μα­ζί μέ τούς Προ­κα­θη­μέ­νους, καί ὅ­λοι μα­ζί, τρό­πον τι­νά, νο­μι­μο­ποί­η­σαν αὐ­τό, πού εἶ­παν οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποί τους, χω­ρίς ὅ­μως νά ἔ­χουν ἐ­ξου­σι­ο­δό­τη­ση οἱ ἴ­διοι ἀ­πό τίς Ἱ­ε­ραρ­χί­ες τους. Αὐ­τή ἡ μέ­θο­δος θυ­μί­ζει Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό καί θά ἔ­λε­γα καί γε­νι­κώ­τε­ρα, τώ­ρα, ἀ­φο­ρι­στι­κά, ὅ­τι ἡ ὅ­λη δι­ορ­γά­νω­ση ἀ­κο­λού­θη­σε τήν πρα­κτι­κή με­θο­δο­λο­γί­α τῆς Β΄ Βα­τι­κα­νῆς Συ­νό­δου. Ἄλ­λω­στε, δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο τό γε­γο­νός, ὅ­τι καί ὁ ση­με­ρι­νός πά­πας ἐκ­φρά­στη­κε μέ τά κα­λύ­τε­ρα λό­για καί ἔ­χει τίς κα­λύ­τε­ρες προσ­δο­κί­ες ἀ­πό τήν μέλ­λου­σα αὐ­τή Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Καί ὅ­ταν ἀ­κού­ει κα­λά λό­για ἀ­πό τόν πά­πα ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, πρέ­πει τό λι­γό­τε­ρο νά προ­βλη­μα­τί­ζε­ται γιά τήν σκο­πι­μό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν λό­γων του. Νά ὑ­πάρ­χει του­λά­χι­στον ἀ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους μιά ἐ­πι­φύ­λα­ξη, ὅ­τι μᾶλ­λον δέν πά­ει κα­λά ἡ ὑ­πό­θε­ση αὐ­τή. Για­τί ἄν πά­ει κα­λά καί ὅ­πο­τε πά­ει κα­λά κά­τι ὀρ­θό­δο­ξο, κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ἐ­παί­νους εἶ­χε στό πα­ρελ­θόν, καί τό εἴ­δα­με αὐ­τό στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α, ἰ­δι­αί­τε­ρα στήν Φλω­ρεν­τί­α. Μέ ρω­τή­σα­τε ὅ­μως, ποι­ά εἶ­ναι τά θέ­μα­τα, πού ἐ­πι­σή­μως ὁ­ρί­στη­καν ἀ­πό τήν Ε’ Προ­συ­νο­δι­κή Πα­νορ­θό­δο­ξη Δι­ά­σκε­ψη.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Καί νά μᾶς πεῖ­τε κι­ό­λας, κ. Κα­θη­γη­τά, ἄν θά εἶ­ναι μό­νο αὐ­τά τά θέ­μα­τα ἤ ὥ­σπου νά γί­νει ἡ Σύ­νο­δος, θά μποῦν καί ἄλ­λα.
Κα­θη­γη­τής: Ἐ­πι­σή­μως, ὑ­πῆρ­ξε αὐ­τή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α τῆς ἡ­με­ρη­σί­ας δι­α­τά­ξε­ως. Ἀλ­λά, σ’ ἕ­να ζων­τα­νό σῶ­μα ὑ­πο­τί­θε­ται, ὅ­τι μπο­ρεῖ νά προ­κύ­ψει κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο νά εἶ­ναι σο­βα­ρό­τα­το ὡς θέ­μα. Π.χ. νά τε­θεῖ κα­τ’ ἀρ­χήν κά­τι πο­λύ λο­γι­κό καί, ἐ­φ’ ὅ­σον γί­νει ἀ­πο­δε­κτό ἀ­πό τήν πλει­ο­ψη­φί­α, μπο­ρεῖ νά συ­ζη­τη­θεῖ. Τό νά ἀ­πο­κλεί­ον­ται ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ὅ­μως σ’ ἕ­να ζων­τα­νό σῶ­μα αὐ­τές οἱ δυ­να­τό­τη­τες, νο­μί­ζω, ὅ­τι δέν θυ­μί­ζει ὀρ­θό­δο­ξη ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή. Τό πα­ρα­κάμ­πτου­με ὅ­μως αὐ­τό τό θέ­μα καί ἐρ­χό­μα­στε στήν θε­μα­το­λο­γί­α.
    Αὐ­τά πού δη­μο­σι­ο­ποι­ή­θη­καν ὡς θέ­μα­τα, συ­ζη­τοῦν­ταν συ­στη­μα­τι­κῶς ἐ­δῶ καί πε­νήν­τα πέν­τε χρό­νια, ἀ­πό τό ’61 καί ἑ­ξῆς. Ὑ­πῆρ­χαν αὐ­τές οἱ προ­συ­νο­δι­κές κ.λπ., καί ὁ­ρι­ο­θε­τοῦν­ταν αὐ­τά τά θέ­μα­τα καί ὄ­χι μό­νο. Ὑ­πῆρ­χαν καί ἄλ­λα θέ­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α δέν ἦρ­θαν σ’ αὐ­τόν τόν κα­τά­λο­γο, ἐ­πει­δή ἀ­πορ­ρί­φθη­καν ἀ­πό τίς Το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες. Ὅ­μως κά­τω ἀ­πό ποι­ούς ὅ­ρους; Πῶς τέ­θη­καν; Πῶς ἔ­φθα­σαν νά γί­νουν ἀ­πο­δε­κτά τε­λι­κῶς τά θέ­μα­τα, πού γνω­ρί­ζου­με; Δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στά τά Πρα­κτι­κά τῶν συ­ζη­τή­σε­ων αὐ­τῶν. Χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν ἀ­πόρ­ρη­τα. Μοῦ θυ­μί­ζει καί αὐ­τό κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο μό­νον ὀρ­θό­δο­ξο δέν εἶ­ναι. Δέν θέ­λω νά τό σχο­λιά­σω αὐ­τό. Δεί­χνου­νε πάν­τως, ὅ­τι δέν ἀ­κο­λου­θοῦ­νε τήν δι­α­φά­νεια καί τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τό, ἁ­πλῶς, γιά νά μᾶς προ­βλη­μα­τί­σει. Τή στιγ­μή αὐ­τήν, δέν θέ­λω νά γί­νω ἐ­γώ ἕ­νας ἀ­ξι­ο­λο­γη­τής καί νά μεμ­φθῶ πρό­σω­πα καί πράγ­μα­τα, ἀλ­λά ἡ αὐ­το­γνω­σί­α δέν θά μᾶς κά­νει κα­κό. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὅ­ταν δέν ἀ­κο­λου­θεῖ­ται αὐ­τή ἡ δι­α­φά­νεια, γεν­νῶν­ται ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί ἀ­κο­λου­θεῖ­ται αὐ­τή ἡ με­θο­δο­λο­γί­α, ὅ­ταν μά­λι­στα εἶ­ναι γνω­στό, ὅ­τι ἐ­φαρ­μό­ζε­ται στήν πρά­ξη ἀ­πό κο­σμι­κούς φο­ρεῖς ἤ ἀ­πό θρη­σκευ­τι­κούς πα­ρά­γον­τες, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμός, ἀλ­λά μέ κο­σμι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό;

Θέ­μα­τα τῆς Συ­νό­δου
Τό πρῶ­το ἀ­πό τά θέ­μα­τα αὐ­τά εἶ­ναι «τό Αὐ­τό­νο­μο καί ὁ τρό­πος ἀ­να­κη­ρύ­ξε­ώς του».
    Ἕ­να ἄλ­λο εἶ­ναι «τό Ζή­τη­μα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Δι­α­σπο­ρᾶς».
   Ἕ­να τρί­το θέ­μα εἶ­ναι οἱ «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον». Καί αὐ­τό εἶ­χε ἄλ­λες πε­ρί­ερ­γες δι­α­τυ­πώ­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­δει­χναν τόν πραγ­μα­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό του καί γιά λό­γους εὐ­νο­ή­τους, δη­λα­δή γιά νά μή προ­κα­λοῦν του­λά­χι­στον οἱ δι­α­τυ­πώ­σεις ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ἦρ­θε τε­λι­κά σέ αὐ­τή τήν μορ­φή, ἐ­νῶ τό πε­ρι­ε­χό­με­νο, ὅ­πως θά δοῦ­με στήν συ­νέ­χεια, ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό ξέ­νο, τό ἀλ­λό­τριο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας μας.
   Ἕ­να τέ­ταρ­το θέ­μα εἶ­ναι «ἡ Ἀ­πο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἐν τῷ συγ­χρό­νῳ κό­σμῳ». Εἶ­ναι ἕ­να κοι­νω­νι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, θά λέ­γα­με, θέ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Τό θέ­μα τῆς Νη­στεί­ας
Ἕ­να πέμ­πτο θέ­μα εἶ­ναι «ἡ Σπου­δαι­ό­της τῆς νη­στεί­ας καί ἡ τή­ρη­σις αὐ­τῆς σή­με­ρον», ἕ­να πε­ρί­ερ­γο θέ­μα, θά ἔ­λε­γα. Για­τί, ποι­ός ἀμ­φι­σβη­τεῖ τήν σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς νη­στεί­ας καί τήν τή­ρη­σή της σή­με­ρα; Μό­νον κά­ποι­οι, οἱ ὁ­ποῖ­οι μᾶλ­λον δέν ἔ­χουν τό φρό­νη­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀλ­λά ἔ­χω τήν προ­σω­πι­κή ἄ­πο­ψη, ὅ­τι αὐ­τά εἶ­ναι αὐ­το­νό­η­τα πράγ­μα­τα καί δέν θά ἔ­πρε­πε νά πά­ρου­με ἀ­πο­φά­σεις γιά τά αὐ­το­νό­η­τα. Ὅ­μως, ἴ­σως δέν εἶ­ναι τό­σο αὐ­το­νό­η­το. Καί φαί­νε­ται αὐ­τό πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­ταν γνω­ρί­ζει κα­νείς, πῶς φτά­σα­με σέ αὐ­τό τό θέ­μα, σέ κά­ποι­ες ἄλ­λες δι­α­τυ­πώ­σεις, σέ κά­ποι­ες ἄλ­λες προ­τά­σεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες τε­λι­κά ἀ­περ­ρί­φθη­σαν, γιά νά λε­χθεῖ τε­λι­κῶς, σχε­δόν τό αὐ­το­νό­η­το.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω, ὅ­τι στό συγ­κε­κρι­μέ­νο θέ­μα ἡ ἀρ­χι­κή το­πο­θέ­τη­ση ἦ­ταν ἡ ἀ­να­θε­ώ­ρη­ση τῆς νη­στεί­ας καί ἔ­φτα­σε στα­δια­κά νά γί­νει ἡ σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς νη­στεί­ας.
Κα­θη­γη­τής: Ἔ­τσι. Χαί­ρο­μαι τε­λι­κά πού τό λέ­τε ἐ­σεῖς, για­τί κά­ποι­α πράγ­μα­τα δέν θέ­λω νά τά πῶ, ὡς ἕ­να ση­μεῖ­ο. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη ὅ­μως δη­μι­ουρ­γοῦν­ται εὔ­λο­γα ἐ­ρω­τή­μα­τα. Μά, τί θά μᾶς πεῖ­ ἡ Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος; Ὅ­τι ἡ νη­στεί­α ἦ­ταν ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο ἀ­κό­μη, ὅ­τι ἡ νη­στεί­α κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ἀ­πό τόν Χρι­στό ἤ ὅ­τι ὅ­λοι οἱ Κα­νό­νες μι­λοῦν γι’ αὐ­τό; Ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή σή­με­ρα εἶ­ναι γνω­στή. Ἐ­μεῖς οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι ἔ­χου­με τόν οἰ­κο­νό­μο, τόν πνευ­μα­τι­κό μας ὁ­δη­γό, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τά πε­ρί­πτω­ση, ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά, μέ τήν δι­ά­κρι­ση τῶν πνευ­μά­των πού ἔ­χει, θά μᾶς πεῖ τό σω­στό. Τό ἄλ­λο κεῖ­ται ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς. Ἐ­ξ ἀν­τι­κει­μέ­νου ἰ­σχύ­ει γιά ὅ­λους… Ναί, γεν­νῶν­ται ἐ­ρω­τή­μα­τα ἐ­δῶ. Ἔ­τσι, γιά νά ἔ­χου­με θέ­μα­τα ἤ θέ­λου­με νά πε­ρά­σου­με κά­τι ἄλ­λο τήν τε­λευ­ταί­α στιγ­μή; Αὐ­τά τά πράγ­μα­τα μό­νο κο­σμι­κά μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρή­σει κα­νείς, ὅ­τι θά εἶ­ναι ἐ­πι­τυ­χί­α, ἄν λε­χθεῖ δη­λα­δή κά­τι σέ μιά κα­τεύ­θυν­ση νε­ω­τε­ρι­στι­κή. Θά πέ­σει, τό­τε, ἀ­πό μό­νο του. Καί τό χει­ρό­τε­ρο, φο­βοῦ­μαι, μή­πως ἐ­ξευ­τε­λι­στεῖ ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας μέ μί­α λη­στρι­κή Σύ­νο­δο. Μέ μί­α Σύ­νο­δο δη­λα­δή, πού νά μήν ἐκ­φρά­ζει τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α, δι­α­χρο­νι­κά, τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας.

Τό θέ­μα τοῦ Γά­μου
Καί νά τε­λει­ώ­σω μέ ἕ­να ἕ­κτο θέ­μα, πού εἶ­ναι τά κω­λύ­μα­τα τοῦ γά­μου...
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Τοῦ γά­μου τῶν ἱ­ε­ρέ­ων ἤ τοῦ γά­μου γε­νι­κά;
Κα­θη­γη­τής: Ὄ­χι, τοῦ γά­μου γε­νι­κά, πού συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει βέ­βαι­α καί τῶν ἱ­ε­ρέ­ων καί τῶν μο­να­χῶν.  Καί ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει μιά ὁ­λό­κλη­ρη φι­λο­λο­γί­α, πρίν κα­τα­λή­ξου­με ἐ­δῶ. Ἀλ­λά καί πά­λι στήν Ἐ­πι­στο­λή μου κά­νω μί­α κρι­τι­κή γιά κά­ποι­α εἰ­σή­γη­ση, πού ἐ­πι­τρέ­πει, δη­λα­δή κά­νει μιά πρό­τα­ση, νά ἐ­πι­τρέ­πε­ται ὁ μι­κτός γά­μος, ἐ­νό­σω, νω­ρί­τε­ρα τί­θε­ται ὁ Κα­νό­νας, σύμ­φω­να μέ τόν ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι τε­λεί­ως ξε­κά­θα­ρο, ὅ­τι δέν ἱ­ε­ρο­λο­γεῖ­ται ὁ μι­κτός γά­μος. Δη­λα­δή, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει γά­μος ὀρ­θο­δό­ξου μέ ἑ­τε­ρό­δο­ξο. Καί λέ­ει ἐ­κεῖ κά­ποι­ο «ἀλ­λά», τό ὁ­ποῖ­ο «ἀλ­λά» εἶ­ναι καί προ­σβλη­τι­κό ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῶς, δι­ό­τι ἄν ὁ Κα­νό­νας εἶ­ναι αὐ­τός, τί «ἀλ­λά»; Σέ με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις λέ­ει ἡ πρό­τα­ση, ὅ­ταν δη­λώ­σει ὁ ἑ­τε­ρό­δο­ξος ὅ­τι τά παι­διά του θά βα­πτι­στοῦν καί τά λοι­πά, τό­τε μπο­ρεῖ νά ἱ­ε­ρο­λο­γη­θεῖ αὐ­τός ὁ γά­μος. Κι ἐ­γώ ρω­τῶ, ἔ­τσι, ρη­το­ρι­κά: κι ἄν αὐ­τός ὁ ἑ­τε­ρό­δο­ξος δέν θέ­λει νά κά­νει παι­διά, ἔ­χει νο­μι­μο­ποι­η­θεῖ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά τό μυ­στή­ριο; Ἔ­χει γί­νει δη­λα­δή μυ­στή­ριο εἰς Χρι­στόν καί εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν; Ἑ­νός ἑ­τε­ρο­δό­ξου; Ἐ­άν δέν κά­νει παι­διά, πα­ρ’ ὅ­τι θέ­λει νά κά­νει, πά­λι, ἐ­νῶ πα­ρα­μέ­νει τό πρό­βλη­μα, αὐ­τός θά ἔ­χει ὡς κοι­νό πα­ρα­νο­μα­στή τήν νο­μι­μο­ποί­η­ση τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ γά­μου του; Καί αὐ­τό μπο­ρεῖ νά τό λέ­ει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α; Αὐ­τό εἶ­ναι τρίκ. Κι αὐ­τά νο­μί­ζω, ὅ­τι μπο­ροῦν νά τά εἰ­ση­γοῦν­ται δι­κη­γό­ροι. Ὄ­χι ὅ­μως ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τήν στιγ­μή κα­τά τήν ὁ­ποί­α ὡς προ­με­τω­πί­δα τί­θε­ται ὁ Κα­νό­νας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί μά­λι­στα Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
    Ἀλ­λά τό πρό­βλη­μα βρί­σκε­ται καί στό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ Κει­μέ­νου. Δέν εἶ­ναι ἔ­τσι, ἐ­πει­δή τό λέ­ει ἁ­πλῶς ἡ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος αὐ­τό τό πρᾶγ­μα, ὅ­τι δη­λα­δή δέν εἶ­ναι νο­η­τό, ἀλ­λά τό κα­τα­λα­βαί­νου­με καί θε­ο­λο­γι­κά καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά. Ἀ­φοῦ ὁ γά­μος εἶ­ναι εἰς Χρι­στόν καί εἰς τήν Ἐκ­κλη­σί­αν, γεν­νᾶ­ται τό ἐ­ρώ­τη­μα: πῶς θά γί­νει αὐ­τή ἡ ἀ­να­φο­ρά στόν Χρι­στό καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ αὐ­τός εἶ­ναι ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς ἑ­τε­ρό­δο­ξος; Πῶς μπο­ρεῖ νά εἰ­σέρ­χε­ται δι’ ἄλ­λης ὁ­δοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί νά γί­νε­ται τό μυ­στή­ριο; Μυ­στή­ρια ἐ­κτός Ἐκ­κλη­σί­ας δέν γί­νον­ται. Ἐν­τός Ἐκ­κλη­σί­ας γί­νον­ται γιά τούς πι­στούς. Δέν γί­νον­ται γιά τούς μή πι­στούς. Δη­λα­δή, ἄν τέ­τοι­α πράγ­μα­τα πε­ρά­σουν, σᾶς λέ­γω, ὅ­τι αὐ­τά τά πράγ­μα­τα δέν μπο­ροῦν νά ἰ­σχύ­σουν στήν πρά­ξη.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Φο­βοῦ­μαι, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι αὐ­τή ἡ δι­α­τύ­πω­ση γί­νε­ται -καί μα­κά­ρι ἐ­γώ νά μήν κα­τα­λα­βαί­νω σω­στά- γιά νά ἀ­μνη­στεύ­σει τήν πρα­κτι­κή, πού εἴ­χα­με μέ­χρι τώ­ρα στόν Δυ­τι­κό Ὀρ­θό­δο­ξο χρι­στι­α­νι­κό κό­σμο.
Κα­θη­γη­τής: Ἔ­τσι. Πο­λύ εὔ­στο­χα τό εἴ­πα­τε αὐ­τό. Δη­λα­δή, αὐ­τή τή στιγ­μή με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν γί­νον­ται κά­ποι­α κα­κῶς, ὡς ἔ­κτρο­πα καί γί­νον­ται ἀ­νε­κτά σέ κά­ποι­ο βαθ­μό. Αὐ­τό πράγ­μα­τι συμ­βαί­νει. Δέν μπο­ροῦ­με νά τό ἀρ­νη­θοῦ­με. Ἀλ­λά εἶ­ναι φο­βε­ρό, νά νο­μι­μο­ποι­εῖς αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο δέν εἶ­ναι σω­στό. Εἶ­ναι σάν νά λέ­με, ὅ­τι σ’ ἕ­να γά­μο χρι­στι­α­νι­κό ὑ­πάρ­χει καί μιά παλ­λα­κί­δα, ὑ­πάρ­χει δη­λα­δή μί­α μοι­χεί­α. Δέν ὑ­πάρ­χουν χρι­στι­α­νι­κοί γά­μοι, πού τούς συμ­βαί­νει αὐ­τό; Ναί, συμ­βαί­νει, ἀλ­λά κα­τά πα­ρέκ­κλι­ση, καί οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­κυ­ρώ­νει τό γά­μο μιά τέ­τοι­α πρά­ξη. Νά ἔρ­θου­με, τώ­ρα, νά ποῦ­με ἐ­μεῖς, ὅ­τι ἐ­πει­δή ἡ ἐ­πο­χή μας εἶ­ναι ἔ­τσι κι ἔ­τσι, θά νο­μι­μο­ποι­ή­σου­με αὐ­τό γιά με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις; Ὑ­πάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις πού ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά πα­ρα­βι­ά­ζε­ται ἡ ἐν­το­λή τοῦ Χρι­στοῦ «οὐ μοι­χεύ­σεις» καί «πᾶς ὁ βλέ­πων... ἤ­δη ἐ­μοί­χευ­σε»;
    Ἔ­τσι, μέ αὐ­τή τή λο­γι­κή, φτά­σα­με καί στό θέ­μα τῶν ὁ­μο­φυ­λο­φί­λων. Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ὅ­τι συ­ζη­τή­θη­κε κι αὐ­τό τό θέ­μα. Για­τί εἶ­ναι τε­λεί­ως ξε­κά­θα­ρο τό γε­γο­νός, ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ κά­τι πα­ρά τήν φύ­ση. Ὁ Θε­ός δέν δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ­μο­φυ­λό­φι­λους. Δέν δη­μι­ούρ­γη­σε τρί­το φύ­λο, κα­τά τό κοι­νῶς λε­γό­με­νο. Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν ἔ­χει καμ­μί­α νο­μι­μο­ποί­η­ση θε­σμι­κή αὐ­τό τό πρᾶγ­μα. Ἄλ­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι ἡ συμ­πά­θεια, ἡ βο­ή­θεια τήν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ νά πα­ρά­σχει κα­νείς πνευ­μα­τι­κῶς, νά τούς δεῖ ὡς ἀ­σθε­νεῖς, καί στόν γά­μο δη­λα­δή καί σέ ἄλ­λα τέ­τοι­α θέ­μα­τα. Ἀλ­λά αὐ­τό ἤ­δη γί­νε­ται μέ­σω τῶν Κα­νό­νων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δη­λα­δή ἡ θε­ρα­πευ­τι­κή πρό­σβα­ση στόν πνευ­μα­τι­κῶς ἀ­σθε­νῆ. Σέ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση ὅ­μως νά μή νο­μι­μο­ποι­οῦ­με τήν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἀ­σθέ­νειας αὐ­τῆς, ἡ ὁ­ποί­α δέν ἔ­χει βι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, ἀλ­λά πνευ­μα­τι­κό. Δη­λα­δή, εἶ­ναι δυ­να­τό νά φέ­ρου­με τό πνεῦ­μα τῆς πο­νη­ρί­ας νά συ­ζευ­χθεῖ μέ τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο; Εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­δύ­να­το αὐ­τό τό πρᾶγ­μα. Ποι­ά σχέ­ση «Χρι­στοῦ πρός Βε­λί­αρ»; Ποι­ά σχέ­ση «φω­τός πρός σκό­τος;» Μά, γι’ αὐ­τό εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τό φῶς τοῦ κό­σμου, τό ἁ­λά­τι τῆς γῆς... Καί φυ­σι­κά, ὅ­πως λέ­ει εὔ­στο­χα ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, τό ἁ­λά­τι δέν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γιά τά σά­πια, γιά τίς σά­πι­ες τρο­φές, ἀλ­λά γιά τίς ὑ­γι­εῖς. Ὁ νο­ῶν νο­εί­τω.

«Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α»
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Κύ­ρι­ε Κα­θη­γη­τά, ἐν­δέ­χε­ται σ’ αὐ­τήν τήν το­πο­θέ­τη­ση γιά τά κω­λύμ­μα­τα τοῦ γά­μου καί γιά τό πῶς μπο­ροῦν νά γί­νον­ται μι­κτοί γά­μοι, νά ἔ­χου­με ἐμ­μέ­σως ἀλ­λά σα­φῶς τήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς «Βα­πτι­σμα­τι­κῆς» πλέ­ον πε­ρί­φη­μης «Θε­ο­λο­γί­ας»; Ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τήν minimum πλή­ρω­ση τῶν προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων, ὅ­τι ἔ­χου­νε βα­πτι­στεῖ ἀ­κό­μα καί οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι;
Κα­θη­γη­τής: Κοι­τᾶξ­τε, ἐ­πει­δή μι­λή­σα­τε γιά minimum, θά σᾶς πῶ ὅ­τι στήν Ἐκ­κλη­σί­α, κυ­ρί­ως στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, τό minimum εἶ­ναι πο­λύ. Δέν εἶ­ναι ὅ­πως εἶ­ναι ἔ­ξω ἀ­πό αὐ­τήν. Δη­λα­δή μέ τό νά πεῖς στόν ἄλ­λον, ὅ­τι εἶ­ναι βα­πτι­σμέ­νος, ἔ­χεις πεῖ τό μέ­γι­στο πρᾶγ­μα, δη­λα­δή ὅ­τι αὐ­τός ἔ­χει τήν ὑ­ψί­στη τι­μή νά εἶ­ναι μέ­λος τοῦ μυ­στη­ρια­κοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Δη­λα­δή ἔ­χει μυ­στή­ριο, για­τί μό­νο διά τοῦ μυ­στη­ρί­ου μπο­ρεῖς νά ἐν­τα­χθεῖς ἐ­κεῖ. Ἀ­πό κεῖ καί πέ­ρα ὅ­λα εἶ­ναι αὐ­το­νό­η­τα. Με­τά, πῶς τόν ἀ­πο­κλεί­εις αὐ­τόν ἀ­πό τήν με­το­χή τοῦ Σώ­μα­τος καί Αἵ­μα­τος; Τό βλέ­που­με στό μυ­στή­ριο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, πῶς τά ἔ­χου­με ἐ­μεῖς στήν Πα­ρά­δο­σή μας συγ­κεν­τρω­μέ­να. Βα­πτί­ζε­σαι, μυ­ρώ­νε­σαι, παίρ­νεις τήν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί κοι­νω­νεῖς. Ἔ­λη­ξε τό θέ­μα τῆς ζω­ῆς. Ἔ­χεις τήν πλη­ρό­τη­τα τοῦ πράγ­μα­τος. Ἐ­πι­λε­κτι­κά δέν γί­νε­ται στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, νά εἶ­ναι κα­νείς καί νά μήν εἶ­ναι.
    Τά ὅ­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι πο­λύ σα­φῆ καί συμ­πί­πτουν τά κα­νο­νι­κά της ὅ­ρια μέ τά χα­ρι­σμα­τι­κά της ὅ­ρια. Δέν μπο­ρεῖ νά ἔ­χει κα­νείς λί­γο Πνεῦ­μα Ἅ­γιο. Πολ­λές φο­ρές, ὅ­ταν κά­νω δι­α­λέ­ξεις, μέ ρω­τοῦν αὐ­τό: Οἱ Δυ­τι­κοί δέν ἔ­χουν λί­γη Χά­ρη; Καί ἀ­παν­τῶ ἐ­γώ, ὅ­τι λί­γη Χά­ρη ἔ­χου­με ἐ­μεῖς, οἱ πι­στοί, κα­τά τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο Πα­λα­μᾶ. Τό πλή­ρω­μα τῆς Θε­ό­τη­τος σω­μα­τι­κῶς ὑ­πάρ­χει μό­νο στό Χρι­στό. Ἐ­μεῖς «ἐκ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος Αὐ­τοῦ ἐ­λά­βο­μεν...». Αὐ­τό τό λί­γο τῆς Χά­ρι­τος εἶ­ναι τό λί­γο φῶς, πού παίρ­νου­με ἀ­πό τό Χρι­στό, τό ὁ­ποῖ­ο ὅ­μως εἶ­ναι ἄ­κτι­στο φῶς. Τό ὅ­τι τώ­ρα λέ­γω, ὅ­τι δέν ἔ­χουν τήν Χά­ρη, καί τό λέ­γω ὡς δογ­μα­το­λό­γος με­τά βε­βαι­ό­τη­τος, τό λέ­ω, ἐ­κτός τῶν θε­ω­ρη­τι­κῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των μου, καί ἐ­πί πρα­κτι­κοῦ πε­δί­ου. Οἱ ἴ­διοι οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι δη­λα­δή βε­βαι­ώ­νουν, ὅ­τι ἡ Χά­ρη αὐ­τή, λί­γη ἤ πολ­λή, δέν μέ ἀ­πα­σχο­λεῖ, εἶ­ναι κτι­στή. Οἱ Δυ­τι­κοί λέ­νε ἀ­λή­θεια σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση, γιά τό τί εἶ­ναι αὐ­τό πού ἔ­χουν, δη­λα­δή ὅ­τι εἶ­ναι κτι­στό. Καί τό λέ­νε αὐ­τό ὄ­χι ὡς ἔ­τυ­χε, ἀλ­λά δογ­μα­τι­κά δι­α­τυ­πω­μέ­νο· πού ση­μαί­νει σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ὅ­τι δέν ἔ­χουν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­κτί­στου Χά­ρι­τος, δη­λα­δή δέν ἔ­χουν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ μυ­στη­ρί­ου. Για­τί αὐ­τό εἶ­ναι πού μᾶς κά­νει κοι­νω­νούς ἄ­με­σα καί προ­σω­πι­κά μέ τόν Θε­ό, δη­λα­δή μέ τήν ἄ­κτι­στη Θε­ό­τη­τα, τήν ὁ­ποί­α δέν τήν παίρ­νου­με, ἐ­πει­δή εἴ­μα­στε κα­λοί ἤ ἐ­πει­δή κά­νου­με κα­λές πρά­ξεις, ἀλ­λά για­τί με­τέ­χου­με στή ζω­ή τοῦ Θε­οῦ μέ μυ­στη­ρια­κό τρό­πο. Καί τό πρῶ­το εἰ­σα­γω­γι­κό μυ­στή­ριο εἶ­ναι τό Βά­πτι­σμα.
     Δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­α «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α». Λέ­τε τώ­ρα γιά τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, ἄν ἔ­χουν βά­πτι­σμα ἤ ὄ­χι. Πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, θά ποῦ­με, ὅ­τι δέν ἔ­χουν τόν τύ­πο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος. Ἔ­χουν ράν­τι­σμα ἤ ἐ­πί­χυ­ση νε­ροῦ οἱ ἄν­θρω­ποι. Ψε­κα­σμό ἔ­χουν. Δη­λα­δή, δέν ἔ­χουν τήν τρι­πλῆ κα­τά­δυ­ση καί ἀ­νά­δυ­ση, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως μᾶς λέ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, εἶ­ναι ὁ θά­να­τος, ἡ μαρ­τυ­ρί­α, ἡ ὁ­μο­λο­γί­α ὅ­τι πε­θαί­νου­με ἐ­μεῖς κα­τά τήν ἁ­μαρ­τί­α καί ἀ­νι­στά­με­θα μέ τήν ἀ­να­στη­μέ­νη ζω­ή τοῦ Χρι­στοῦ. Δέν τη­ροῦν, δη­λα­δή, οἱ Δυ­τι­κοί ἀ­κό­μη καί τόν ἐ­ξω­τε­ρι­κό τύ­πο.
   Ἡ δέ ἀ­να­φο­ρά στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα εἶ­ναι σέ ἄλ­λο Θε­ό. Τό F­i­l­i­o­q­ue,  κα­τά τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ, μι­λῶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά αὐ­τή τή στιγ­μή, εἶ­ναι κα­τα­τε­θει­μέ­νο στήν πί­στη τῶν Δυ­τι­κῶν. Τό F­i­l­i­o­q­ue ἀ­κυ­ρώ­νει τόν ἄ­κτι­στο χα­ρα­κτῆ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί κα­θί­στα­ται κτίσμα. Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν θέ­λω νά τό ἀ­να­λύ­σω αὐ­τό πε­ρισ­σό­τε­ρο, για­τί δέν εἶ­ναι τοῦ πα­ρόν­τος. Ἤ­δη ἔ­χου­νε εἰ­σά­γει τό κτι­στό μέ­σα στό ἄ­κτι­στο. Ἄλ­λω­στε, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας οἱ Δυ­τι­κοί, ὅ­τι ἡ Χά­ρη τοῦ Βα­πτί­σμα­τος εἶ­ναι κτι­στή, πά­λι τό ἴ­διο πρᾶγ­μα κά­νουν, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀν­τι­φα­τι­κό. Ὑ­πο­στη­ρί­ζουν, ὅ­τι ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πό μιά ἄ­κτι­στη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κτι­στή ἐ­νέρ­γεια. Για­τί ἡ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­ναι κά­τι, πού ἀ­φο­ρᾶ ἐ­μᾶς μό­νο· εἶ­ναι κα­θε­αυ­τήν φυ­σι­κή ἐ­νέρ­γεια τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ.
    Πῶς λοι­πόν νά δε­χτοῦ­με τήν «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α»; Γιά πα­ρά­δειγ­μα, κα­θέ­νας πού πι­στεύ­ει σ’ ἕ­να Θε­ό, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο λέ­ει, ὅ­τι εἶ­ναι τρί­α πρό­σω­πα, δέν ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­ναι καί Ὀρ­θό­δο­ξος. Οὔ­τε κα­θέ­νας, πού μι­μεῖ­ται με­ρι­κῶς τό μυ­στή­ριο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με, ὅ­τι τε­λεῖ ἕ­να μυ­στή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­νῶ εἶ­ναι ἐ­κτός Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἀ­πο­δέ­χε­ται ὅ­λες τίς ἄλ­λες αἱ­ρε­τι­κές ἀ­πο­κλί­σεις, τά ἄλ­λα δόγ­μα­τα δη­λα­δή, πού τόν ἀ­πο­κό­πτουν οὕ­τως ἤ ἄλ­λως ἀ­πό Αὐ­τήν. Δέν γί­νον­ται αὐ­τά. Για­τί; Για­τί στά μυ­στή­ρια τε­λε­τουρ­γός εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός, ὡς Αὐ­το­α­λή­θεια. Ὅ­ταν ἐ­σύ κό­πτεις κά­τι ἀ­πό τήν Ἀ­λή­θεια, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­πε­ρί­τμη­τος κα­θ’ ἑ­αυ­τήν, εἶ­σαι ἐ­κτός τῆς Ἀ­λη­θεί­ας καί κα­τά συ­νέ­πεια ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί αὐ­τό δέν τό λέ­ω ἐ­γώ, τό λέ­νε τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Κά­θε αἱ­ρε­τι­κός αὐ­τό τό πρᾶγ­μα ἔ­κα­νε.
Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Νο­μί­ζω, κ. Κα­θη­γη­τά, ὅ­τι ἀρ­κε­τές πλη­ρο­φο­ρί­ες πή­ρα­με σή­με­ρα, ἀλ­λά ἔ­χου­με ἀ­φή­σει πά­ρα πολ­λά ση­μαν­τι­κά στοι­χεῖ­α, πού πρέ­πει νά τά κου­βεν­τι­ά­σου­με, για­τί εἶ­μαι σί­γου­ρος, ὅ­τι τά ἐ­ρω­τή­μα­τα εἶ­ναι ἀ­κό­μα με­γα­λύ­τε­ρα. Ἦ­ταν ἡ εἰ­σα­γω­γή σή­με­ρα. Καί θά σᾶς πα­ρα­κα­λέ­σου­με νά μᾶς κά­νε­τε αὐ­τήν τήν τι­μή, ἀλ­λά καί τήν με­γά­λη χά­ρη, νά συ­νε­χί­σου­με αὐ­τήν τήν συ­ζή­τη­ση πρός χά­ριν ὅ­λων μας.
Κα­θη­γη­τής: Νο­μί­ζω, ὅ­τι δέν εἶ­ναι χά­ρη,  ἀλ­λά ὑ­πο­χρέ­ω­ση, για­τί ἀ­φή­σα­με πά­ρα πολ­λά πράγ­μα­τα χω­ρίς ἀ­παν­τή­σεις. Καί εἶ­ναι εὔ­λο­γο, νά ἀ­να­μέ­νε­ται αὐ­τό ἀ­πό τό κοι­νό, τοῦ ὁ­ποί­ου μᾶλ­λον ἀ­νοί­ξα­με τήν ὄ­ρε­ξη.

Δη­μο­σι­ο­γρά­φος: Σᾶς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.