Ηρακλής Ρεράκης
.
«Κατήχηση ειδώλων»
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής
Παιδαγωγικής–Χριστιανικής
Παιδαγωγικής Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
ΘΕΜΑ:
«Κατήχηση ειδώλων στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο:
Η απόσχιση των μαθητών από την Ορθόδοξη Πίστη
η ένταξή τους σε μια πολύ-θρησκευτική θρησκευτικότητα,
ως στόχος του νέου Πιλοτικού Προγράμματος Σπουδών»
1. Η μετατροπή του ορθόδοξου
Μαθήματος των Θρησκευτικών σε μάθημα για τις θρησκείες
Το
2011 εγκρίθηκε ένα νέο Πρόγραμμα Σπουδών (ΠΣ) για τα Θρησκευτικά από την πρώην
Υπουργό Παιδείας κ. Διαμαντοπούλου[1], συγγραφείς του οποίου φέρονται να είναι
τα μέλη μίας 15μελούς ομάδας Θεολόγων. Το νέο Πρόγραμμα, το οποίο εφαρμόζεται
από τότε πιλοτικά σε 120 περίπου Δημοτικά και Γυμνάσια της χώρας, μετατρέπει
τον ορθόδοξο χαρακτήρα και περιεχόμενο του Μαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ) σε
πολυθρησκειακό[2].
Ο χαρακτηρισμός της κατεύθυνσης του νέου ΠΣ ως πολυθρησκειακής θεωρείται από
κάποιους εσφαλμένος ή ακόμη και συκοφαντικός. Σκοπός της παρούσας εισήγησης
είναι να επαληθεύσει αυτόν τον χαρακτηρισμό, μέσω της χρήσης ελάχιστων μόνον
από τα πολυπληθή τεκμήρια που υπάρχουν στο νέο ΠΣ, τα οποία βεβαιώνουν τον
πολυθρησκειακό του χαρακτήρα, δικαιολογώντας ταυτόχρονα και τον τίτλο που
επέλεξα να δώσω σ΄ αυτή την εισήγηση.
Αρχικά,
γίνεται φανερό, μέσα από την ανάγνωση των σελίδων του, ότι το νέο ΠΣ για το ΜτΘ
αποκλείει την ορθόδοξη διδασκαλία στα σχολεία ως μονοθρησκευτικότητα και
εισάγει την πολυθρησκευτικότητα:
«Με
το νέο ΠΣ για πρώτη φορά επιχειρείται η διδασκαλία των θρησκειών στην
υποχρεωτική εκπαίδευση. Οι όποιες αντιστάσεις και αρνητικές επιφυλάξεις
υπονοούν τη διατήρηση της αντίληψης ενός στενά ομολογιακού ΜτΘ, το οποίο πρέπει
να ασχολείται αποκλειστικά με το Χριστιανισμό. Στο νέο ΠΣ, επιχειρείται η
υπέρβαση αυτών των επιφυλάξεων και πραγματοποιείται ένα προσεκτικό πρώτο βήμα
στην κατεύθυνση της διδασκαλίας των θρησκειών και στους τρεις κύκλους της
υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Το κύριο σώμα στο νέο ΠΣ παραμένει ο Χριστιανισμός, ενώ
σταδιακά επιχειρείται η προσέγγιση άλλων έξι θρησκειών: του Ιουδαϊσμού, του
Ισλάμ, του Ινδουισμού, του Βουδισμού, του Ταοϊσμού και του Κομφουκιανισμού»[3].
«Ένα ΜτΘ που στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην εξοικείωση των μαθητών σε
μια μόνο ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση έχει πλέον φτάσει στα όριά του»[4].
Όπως
μπορεί να διαπιστώσει κανείς, ένας νέος σχεδιασμός της πολυθρησκειακής αγωγής
επιβάλλεται αυταρχικά και μάλιστα με αφορισμούς, αφού δεν στοιχειοθετείται
με έγκυρα παιδαγωγικά και θεολογικά τεκμήρια (εμπειρικές έρευνες, χριστιανοπαιδαγωγικές μελέτες κ.ά). Συγχρόνως, η διαφορά και η ετερότητά της εξ Αποκαλύψεως ορθόδοξης πίστεως αποκρύπτεται, υποτιμάται και παρουσιάζεται στο νέο ΠΣ με αντιεπιστημονικό και μη θεολογικό τρόπο, ως μία από τις ανθρωποδημιουργημένες θρησκείες.
με έγκυρα παιδαγωγικά και θεολογικά τεκμήρια (εμπειρικές έρευνες, χριστιανοπαιδαγωγικές μελέτες κ.ά). Συγχρόνως, η διαφορά και η ετερότητά της εξ Αποκαλύψεως ορθόδοξης πίστεως αποκρύπτεται, υποτιμάται και παρουσιάζεται στο νέο ΠΣ με αντιεπιστημονικό και μη θεολογικό τρόπο, ως μία από τις ανθρωποδημιουργημένες θρησκείες.
Η
μετατροπή του ορθόδοξου ΜτΘ σε πολυθρησκειακό μάθημα δεν έχει ως στόχο, κατά τη
γνώμη μας, την αλλαγή της μεθοδολογίας του μαθήματος, αλλά τη μετατροπή της
ουσίας και του χαρακτήρα του, που είναι η αγωγή των παιδιών κατά την ορθόδοξη
πίστη και παράδοση. Με αυτό το Πρόγραμμα, το ΜτΘ δεν έχει ως δομική του
αφετηρία τα στοιχεία που συνδέουν τους μαθητές με την πίστη τους στον Θεάνθρωπο
Ιησού, αλλά μετατρέπεται σε ένα μάθημα εντελώς γνωσιολογικό, που «θεμελιώνεται
στη σχέση του με το λόγο»
και «στοχεύει να οικοδομήσει λογικά τη
θρησκευτική αγωγή των παιδιών και των εφήβων»[5]. Πάνω σ’
αυτό το ορθολογικό μοτίβο έχει οικοδομηθεί ολόκληρη η μετα-θεολογική και
μετα-πατερική φιλοσοφία του νέου ΠΣ. Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα σε ειδικό κεφάλαιό
του με τίτλο: «Η υπογράμμιση της ανθρωποκεντρικής διάστασης», στο οποίο
σαφώς καθορίζεται, ως διάσταση της σχολικής θρησκευτικής αγωγής, όχι η
θεανθρωποκεντρικότητα, αλλά η ανθρωποκεντρικότητα, δηλαδή μία θρησκευτική αγωγή
και διδασκαλία χωρίς πίστη, σχέση και αναφορά προς τον Θεό: «Μια
σύγχρονη αντίληψη για το ΜτΘ καλείται να εστιάσει το ενδιαφέρον του μαθητή στην
ανθρώπινη διάσταση των θρησκειών και της θρησκευτικής πίστεως»[6]. Ωστόσο,
η προσπάθεια να περιορισθεί το ΜτΘ αποκλειστικά σε ένα ορθολογικό, γνωσιολογικό και
καθαρά ανθρωποκεντρικό πλαίσιο, δεν συνάδει με την αλήθεια και τη ζωή
της ορθόδοξης πίστης, της πίστης της πλειονότητας των μαθητών αλλά ούτε
και με τη θρησκευτικότητα των αλλόδοξων και ετερόδοξων μαθητών.
Το
νέο ΠΣ βασίζεται στη συναφειακή και διδασκαλία όλων των θρησκειών. Ο
σχεδιασμός, ωστόσο, στερείται θεολογικού και παιδαγωγικού υπόβαθρου, χωρίς να
λαμβάνεται υπόψη ότι η πολτοποιημένη διδασκαλία τόσων διαφορετικών θρησκευτικών
εκδοχών θα έχει ως συνέπεια τη σύγχυση στη συνείδηση των παιδιών του
πνευματικού επιπέδου των 8-14 ετών. Όπως μαρτυρείται, άλλωστε, στο ίδιο το νέο
ΠΣ, σκοπός αυτής της συναφειακής θρησκευτικής αγωγής, δεν είναι η καλλιέργεια
της πίστης στον Θεάνθρωπο Χριστό, αλλά η συμβολή του ΜτΘ στη δημιουργία μίας
σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Το ΜτΘ, όμως, μέσα από τέτοιες
πολιτικοϊδεολογικές και πρόσκαιρες σκοποθεσίες, παύει να έχει θρησκευτικό
χαρακτήρα και να αναφέρεται στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των
μαθητών. Καταλήγει στο να καταστεί ένα μάθημα απλής κοινωνικής ή πολιτικής
αγωγής, που υπηρετεί καθαρά πολιτικοκοινωνικούς στόχους[7]: «Οι
Θρησκείες μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των συγκρούσεων και στη
δημιουργία μιας σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας». «Ο θεραπευτικός
και συμφιλιωτικός ρόλος των θρησκειών παραμένει βασικός, καθώς στις
περισσότερες Θρησκείες υπάρχουν “πηγές” θεραπείας και συμφιλίωσης»[8].
Στο
πλαίσιο της συμφιλίωσης και της πολυπολιτισμικότητας, το νέο ΠΣ για το Μτθ και
ο πολυθρησκειακός του χαρακτήρας φέρονται ως η αναγκαία λύση για την
αντιμετώπιση θρησκευτικών συγκρούσεων εντός ή εκτός σχολείου. Μια λύση όμως
είναι αναγκαία, όταν υπάρχει πρόβλημα. Η μελέτη όμως της πραγματικότητας
αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν θέματα θρησκευτικών συγκρούσεων στο μαθητικό
πληθυσμό σε μια χώρα στην οποία το 95% των μαθητών είναι ορθόδοξοι Χριστιανοί
και το υπόλοιπο 5% των αλλόθρησκων ή ετερόδοξων μαθητών έχει το δικαίωμα
απαλλαγής από το Μτθ. Αξιοσημείωτο είναι βέβαια το γεγονός, όπως το μαρτυρούν
πολλοί εκπαιδευτικοί θεολόγοι, ότι συχνά οι αλλόθρησκοι και ετερόδοξοι μαθητές
δεν κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος αλλά επιλέγουν να συμμετέχουν στο ΜτΘ,
πετυχαίνοντας μάλιστα και υψηλές επιδόσεις σ’ αυτό.
2.
Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών: Προβλήματα στο σχεδιασμό και στις κατευθύνσεις του
Συστηματικά υποστηρίζεται
στις σελίδες του νέου ΠΣ η άποψη ότι το υπάρχον ΜτΘ δεν ανταποκρίνεται στις
ανάγκες της σύγχρονης εποχής καθώς και στα νέα κοινωνικά και πολιτισμικά
δεδομένα. Γι’ αυτό τον λόγο θεωρήθηκε αναγκαία, όπως αναφέρεται στο ΠΣ, η εκ
βάθρων αλλαγή των μέχρι τώρα ισχυόντων Αναλυτικών Προγραμμάτων και των
αντίστοιχών τους σχολικών εγχειριδίων. Τονίζεται, επιπλέον, με την προβολή η
ανάγκη αντικατάστασης της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας από
μία πολυθρησκευτική διδασκαλία. Αυτές οι δυο κινήσεις συντελούν αποφασιστικά
στην περιθωριοποίηση της ορθόδοξης πίστης και παράδοσης από το νέο ΠΣ για το
Μτθ.
Το
νέο ΠΣ υποστηρίζει ότι η ορθόδοξη Χριστοκεντρική διδασκαλία αποτελεί μία
απαράδεκτη μονοφωνική διδακτική πρακτική, που είναι ανάγκη να παραμερισθεί και
να υιοθετηθεί μία πολυθρησκειακή αγωγή, ικανή να συμβάλει στην ανάπτυξη
κοινωνικών αρετών και ιδιαίτερα του πλουραλισμού και της καλλιέργειας του
σεβασμού στους ξένους.
Στη
γραμμή αυτή ένα ακόμη μέσο που χρησιμοποιείται μέσα στις σελίδες του νέου ΠΣ
είναι και η μείωση και η υποτίμηση των προηγούμεων ορθοδόξων Αναλυτικών
Προγραμμάτων του ΜτΘ με αντιφάσεις, αναλήθειες και διάφορες άλλες μεθοδεύσεις.
Η υποτίμηση αυτή σκοπεύει στο να καλλιεργηθεί το έδαφος και να αναδειχθεί η
ανάγκη αναθεώρησης των προηγούμενων Αναλυτικών Προγραμμάτων και της συγγραφής
νέων[9].
Σ’
αυτό το σημείο πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ παιδαγωγικής - διδακτικής
μεθοδολογίας και χαρακτήρα – περιεχομένου του ΜτΘ. Το έλλειμμα των προηγούμενων
Προγραμμάτων σε παιδαγωγικές και διδακτικές μεθόδους, σε καμιά περίπτωση δεν
μπορεί να αποτελεί άλλοθι για τη μετατροπή του χαρακτήρα και του περιεχομένου
του ΜτΘ σε πολυθρησκευτικό, αφού μία νέα μεθοδολογία μπορεί να εφαρμοστεί στην
οποιαδήποτε θρησκευτική ύλη με τον οποιονδήποτε προσδιοριστικό χαρακτήρα.
Ακόμη,
μια κατεύθυνση του νέου ΠΣ που δημιουργεί προβληματισμό είναι ότι
χρησιμοποιήθηκαν άκριτα στη συγγραφή του ερευνητικά τεκμήρια αλλά και μέθοδοι,
σκοποθεσίες και κατευθύνσεις που αφορούν το μάθημα έτσι όπως αυτό διδάσκεται σε
άλλες χώρες. Όμως, αυτή η πρακτική χρήζει ιδιαίτερης προσοχής καθώς είναι
εντελώς αντιπαιδαγωγική η αντιγραφή στοιχείων από άλλες χώρες και διαφορετικές
θρησκευτικές παραδόσεις, που αφορούν ένα τόσο σπουδαίο θέμα, όπως είναι η
θρησκευτική και πνευματική ανάπτυξη παιδιών. Τα στοιχεία αυτά στοιχειοθετούν
τις ανατρεπτικές και αντιεπιστημονικές προτάσεις που προτείνει το νέο ΠΣ να
εφαρμοστούν στην ελληνική εκπαίδευση όπως αναφέρεται σε σχετικά κείμενα του:
«Η
εργασία εκπόνησης ΑΠ είναι φανερό ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα των
διεθνών ερευνών γύρω από τη θρησκευτική και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών. Το
αποτέλεσμα ήταν το ΜτΘ να διατηρεί άθικτο τον κατηχητικό του χαρακτήρα,
θεωρώντας ως δεδομένο, ότι όλοι οι μαθητές του σχολείου είναι πιστοί
Χριστιανοί. Ο κατηχητικός προσανατολισμός του ΜτΘ προβάλλεται περισσότερο στους
κατά τάξεις στόχους, οι οποίοι καταλήγουν στη διαμόρφωση όρων ιδεολογικής
μονομέρειας[10].
«Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ού αιώνα
το μάθημα βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πρόκληση: να ισχυροποιήσει τα
εκπαιδευτικά του θεμέλια, να υπερβεί τη μονοφωνία και την όποια ομολογιακή
φυσιογνωμία του, συμπεριλαμβάνοντας όλους τους μαθητές του ελληνικού σχολείου
ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους. Οι διδάσκοντες του μαθήματος των
Θρησκευτικών εκπαιδευτικοί, δάσκαλοι στην πρωτοβάθμια και θεολόγοι στη
δευτεροβάθμια, έχουν την ετοιμότητα να αναγνωρίσουν πως αυτό το αίτημα, κατά
κανένα τρόπο δεν αντιφάσκει προς τη χριστιανική άποψη για την πίστη και την
εκπαίδευση»[11].
«Το μάθημα βρίσκεται μπροστά
σε μια νέα πρόκληση: να υπερβεί τη μονοφωνία και την όποια ομολογιακή
φυσιογνωμία του»[12].
«Η θρησκευτική εκπαίδευση καλείται να υπηρετήσει ένα θρησκευτικό
γραμματισμό, ο οποίος θα πρέπει να υπηρετεί κοινωνικά προστάγματα καθολικού
χαρακτήρα, όπως είναι πρώτα και κύρια ο πολιτισμικός εγκλιματισμός του μαθητή
στην ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα που ζει και όχι ο ιδεολογικός
εγκιβωτισμός του σε απολυτοποιημένες ερμηνείες και στάσεις ζωής»[13].
Στον
ΟΕ αναφέρεται ακόμη ότι «η θρησκευτική μάθηση επιχειρεί την υπέρβαση της
θρησκευτικής απολυτότητας[14] και ότι «θεωρείται σπουδαίο να
ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο επιβολής ενός μονοδιάστατου πολιτισμικού μοντέλου»[15].
Η
υιοθέτηση, ωστόσο, μιας πολυθρησκειακής κατεύθυνσης της θρησκευτικής αγωγής των
νέων μας υπολείπεται επιστημονικών καθώς και πνευματικών και εκκλησιαστικών
ερεισμάτων. Μάλιστα, ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος
έχει ήδη τοποθετηθεί κατά τα τελευταία χρόνια σε ομιλία του έναντι
αυτού του πολυσυζητημένου διλήμματος: Ορθόδοξη σχολική χριστιανική αγωγή ή
θρησκειολογική αγωγή[16].
Κατά τον ίδιο τρόπο τοποθετήθηκε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος[17] καθώς
και πολλοί Ιεράρχες της Εκκλησίας μας[18].
Επίσης,
σύμφωνα με τα Πορίσματά της ΚΔ' πανορθόδοξης συνδιάσκεψης για θέματα αιρέσεων
(Νοέμβριος 2012) -για πρώτη φορά σε επίσημο κείμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος- γίνεται ρητή και καταδικαστική αναφορά στη «ριζική ἀλλαγή τοῦ
προσανατολισμοῦ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἀπό τόν Συνταγματικά
κατοχυρωμένο στήν Ἑλλάδα ὁμολογιακό του χαρακτῆρα σέ μία προοπτική ἀποδόμησης,
πού καταλήγει στόν θρησκευτικό συγκρητισμό».
Εξάλλου,
οι Aγιορείτες Πατέρες με επιστολές τους
προς τη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος πήραν σαφέστατη θέση για την
επιχειρούμενη μετατροπή του μαθήματος σε διδασκαλία των θρησκειών[19].
Ο
Καθηγούμενος επίσης της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους Αρχιμ. π.
Γεώργιος Καψάνης έκανε προσωπική παρέμβαση προς την Ιερά Σύνοδο. «Το νέο
Πρόγραμμα Σπουδών δημιουργεῖ δικαιολογημένα ἀντιδράσεις. Τό νέο μάθημα τῶν
Θρησκευτικῶν δέν ἔχει πιά Ὀρθόδοξο Χριστιανικό χαρακτῆρα, δέν βοηθεῖ τούς
μαθητάς νά γνωρίσουν τήν Χριστιανική τους Πίστι, δέν οἰκοδομεῖ τήν θρησκευτική,
τήν ἐθνική καί τήν πολιτισμική ταυτότητα τῶν ἑλληνοπαίδων.
Αὐτός
ὁ ἰδιότυπος νεοβαρλααμιτισμός ἐπιβάλλεται ἀπό μία μερίδα θεολόγων, οἱ ὁποῖοι
δείχνουν πώς ἐχθρεύονται τήν ἡσυχαστική θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ,
τήν μαρτυρική Ὀρθοδοξία τῶν Νεομαρτύρων, τήν ἀσκητική παιδεία τῶν Κολλυβάδων,
τήν ἁπλοϊκή πίστι τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821. Οἱ θεολόγοι αὐτοί
δέν κατανοοῦν ὅτι ἀντιστρατεύονται τόν λόγο τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν
Πατέρων, ὁ ὁποῖος δέν ἀναγνωρίζει ἄλλες ὁδούς σωτηρίας πλήν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ…»
Στην
ίδια κατεύθυνση, ο προηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Αρχιμ.
π. Βασίλειος Γοντικάκης γράφει προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος,
για ό,τι πάει να συντελεσθεί στο χώρο της Παιδείας μας με τα νέα Πιλοτικά
Προγράμματα Σπουδών: «Ένοιωσα ότι κάτι ιερό και άγιο προδίδεται από το
κεφάλαιο της Πίστεώς μας, κάτι που τόχει ανάγκη ο άνθρωπος. Δεν εμπνέομε τη ζωή
στην ψυχή του παιδιού με την ενημέρωσι θρησκευτικών απόψεων και διαφορών αλλά
με τα ζωντανά παραδείγματα αυτών που νίκησαν τον θάνατο δια της θυσίας της
αγάπης. Δεν τρέφεται η ψυχή του μικρού παιδιού με υλικό πληροφοριών
θρησκευτικών απόψεων άλλα με το πνεύμα του ηρωισμού της αγάπης».
Εκτιμώντας
τα μέχρι τώρα αναφερθέντα στοιχεία, διαπιστώνουμε ότι με το νέο Πρόγραμμα και
την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται, συντελείται μια προσπάθεια να
καλλιεργηθεί η πεποίθηση στα μικρά παιδιά ότι η πίστη τους σε μία θρησκευτική
αλήθεια, όπως η πίστη στο Χριστό, δεν είναι συμβατή με τη σύγχρονη
πολυπολιτισμική πραγματικότητα και ισοδυναμεί με μία πεισματική εμμονή σε κάτι
το μονολιθικό και αναχρονιστικό. Το νέο ΠΣ εισάγει τους μαθητές στη νοοτροπία
μιας συναφειακής θρησκευτικότητας, με στοιχεία από όλες τις θρησκείες, σε
συνδυασμό τους μάλιστα και με φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες. Αυτή η επιλογή
θεωρείται, σύμφωνα με το Πρόγραμμα, το σύγχρονο και ορθό σχήμα θρησκευτικότητας,
που, λόγω και της πολλαπλότητας και της ποικιλίας του πολυθρησκευτικού
περιεχομένου της, μπορεί να προσδώσει νόημα στη ζωή τους και να τους βοηθήσει
να ενταχθούν γόνιμα στο νέο πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Έτσι, ο ορθόδοξος ή
ετερόδοξος ή αλλόδοξος μαθητής καθοδηγείται πλέον να βρει το υπαρξιακό του
νόημα, όχι στο Θεό της πίστεώς του, αλλά σε έναν νέο Θεό που θα κατασκευάσει ο
ίδιος με τη βοήθεια των δασκάλων του και των κατευθύνσεων του νεου ΠΣ, με
κοσμικά κριτήρια και με βάση μία νέα κοσμοπολίτικη θεολογία, τη θεολογία της
πολυπολιτισμικότητας που αναφέρθηκε παραπάνω:
«Εντός
ενός τέτοιου πλαισίου πλουραλιστικών εξελίξεων στην Ευρώπη γινόταν πλέον
αποδεκτό πως το ΜτΘ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις εκπαιδευτικές απαιτήσεις
της εποχής, διατηρώντας τον «ειδικό» (=χριστιανικό) χαρακτήρα του και αγνοώντας
ή θεωρώντας εκ προοιμίου λανθασμένα τα άλλα τμήματα του Χριστιανισμού και
βέβαια τις υπόλοιπες θρησκείες»[20].
«Η
θρησκευτική αγωγή χρειάζεται να υπερβεί πρακτικές μονοφωνίας και αντιλήψεις
αποκλειστικότητας. Βασική προϋπόθεση αυτής της υπέρβασης είναι η διευρυμένη
γνώση “γύρω από τις Θρησκείες” και τις όποιες κοσμοθεωρήσεις που νοηματοδοτούν
τον ανθρώπινο βίο»[21].
Στον
ΟΕ, επίσης αναφέρεται ότι το εγχείρημα της μετατροπής του ΜτΘ σε
πολυθρησκευτικό, δεν αντιφάσκει προς τη χριστιανική πίστη και ότι συνδέεται με
τη «στροφή» που παρατηρείται στη σύγρρονη ορθόδοξη θεολογία.
«Στο
τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ού αιώνα
το μάθημα βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πρόκληση: να ισχυροποιήσει τα
εκπαιδευτικά του θεμέλια, να υπερβεί τη μονοφωνία και την όποια ομολογιακή
φυσιογνωμία του, συμπεριλαμβάνοντας όλους τους μαθητές του ελληνικού σχολείου
ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους. Οι διδάσκοντες εκπαιδευτικοί
το μάθημα των Θρησκευτικών, δάσκαλοι στην πρωτοβάθμια και θεολόγοι στη
δευτεροβάθμια, έχουν την ετοιμότητα να αναγνωρίσουν πως αυτό το αίτημα κατά
κανένα τρόπο δεν αντιφάσκει προς τη χριστιανική άποψη για την πίστη και την
εκπαίδευση. Άλλωστε και στη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία αναγνωρίζεται μια στροφή
και μια επέκταση της κεντρικής της εστίασης από την Εκκλησιολογία στη θεολογία
του προσώπου και γενικότερα στη χριστιανική Ανθρωπολογία. Οι λόγοι αυτής της θεολογικής
«στροφής» σχετίζονται ιδιαίτερα με τους μεγάλους στόχους της σχολικής θρησκ.
εκπ/σης»[22].
«Μια μη ομολογιακή, εμπειριακή προσέγγιση της θρησκευτικής γνώσης είναι αυτή
που μπορεί πράγματι να βοηθήσει τους μαθητές όχι μόνο να κατανοούν τις
θρησκευτικές ιδέες και πεποιθήσεις -δικές τους και των άλλων- αλλά και να
συνεισφέρει στην προσωπική τους ανάπτυξη»[23]
Η
υπέρβαση της πίστεως των μαθητών σημαίνει ταυτόχρονα και την υπέρβαση της
συμμόρφωσης των μαθητών σε χριστιανικές αξίες και εντολές:
«Η
θρησκευτική μάθηση επιχειρεί την υπέρβαση της θρησκευτικής απολυτότητας (δηλαδή
τη συμμόρφωση σε χριστιανικές αξίες)[24].
Ο
οδηγός Εκπαιδευτικού (ΟΕ), επίσης, αναφέρει ότι οι μαθητές είναι ανάγκη να
διεκδικούν την αλήθεια, χωρίς «να διαποτίζονται σε μία θρησκευτική άποψη»
και ότι ο θρησκευτικός εγγραμματισμός, που επιδιώκεται με το νέο ΠΣ, τούς βοηθά
να διαχειριστούν τον πλουραλισμό, ο οποίος «τους προσφέρει ευκαιρίες να
μελετήσουν και να στοχαστούν διαφορετικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές
θεωρήσεις»[25].
Ταυτόχρονα,
όμως, με βάση την πολυθρησκευτική αγωγή που καθιερώνεται με το παρόν ΠΣ,
σχεδιάζεται όχι απλώς μία πληροφόρηση για τις θρησκείες, αλλά ο επηρεασμός των
πνευματικών και συνειδησιακών εστιών των μαθητών με τις αρχές και τις αξίες των
θρησκειών, αφού, όπως αναφέρεται ρητά, απαιτείται η ολιστική εσωτερική εμπλοκή
του μαθητή στη μαθησιακή διεργασία:
«Τα περιεχόμενα οργανώνονται γύρω από θέματα και ζητήματα τα
οποία σχετίζονται με τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες των μαθητών. Μιλώντας για
ενδιαφέροντα και ανάγκες, δεν εννοούμε μόνον τις ιδέες των μαθητών αλλά και
τον εσώτερο εαυτό τους:
τις αντιλήψεις τους για τη ζωή, τη σχέση τους με τους άλλους, την εικόνα που
έχουν για τον εαυτό τους,τους φόβους, τις επιφυλάξεις, τις ανασφάλειες και τις
προσδοκίες. Τα περιεχόμενα, δηλαδή, τίθενται με τρόπο που απαιτεί την ολιστική
εμπλοκή του
εαυτού του μαθητή στη μαθησιακή διεργασία[26]».
Είναι
σαφέστατο ότι η πολυθρησκειακή διδασκαλία που εισάγεται με το νέο ΠΣ στοχεύει
να επηρεάσει συνειδησιακά τα εσωτερικά κέντρα των μαθητών, έτσι ώστε να
παραχθεί σ΄ αυτούς προσωπική νοηματοδότηση, να συνδεθούν βαθύτατα με τα
πολυθρησκειακά γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται με σκοπό, μέσα από αυτήν
την θρησκευτική ποικιλία, να καταστούν άτομα ικανά να αμφισβητούν με τη σκέψη
και να μετασχηματίζουν το θρησκευτικό τους πιστεύω με την πράξη, δημιουργώντας
τη δική τους ατομική θρησκευτική πίστη:
«Δημιουργούνται όροι για εμπειρίες μάθησης που έχουν προσωπικό
νόημα. Εμπειρίες που οδηγούν τους μαθητές να συνδέουν συνειδητά τις ενέργειές
τους με τις όποιες συνέπειες και να ενισχύουν τη βαθύτερη σύνδεση του εαυτού με
το θρησκευτικό γνωστικό αντικείμενο. Μ' αυτόν τον τρόπο, οι μαθητές δεν
μαθαίνουν επιφανειακά, ρηχά και «αναπαραγωγικά», αλλά έχουν ευκαιρίες για
προσωπική νοηματοδότηση των όσων μαθαίνουν. Με τις συνεργατικές δράσεις η
μάθηση γίνεται αντιληπτή ως μια διαδικασία κοινής αναζήτησης, κοινού πειραματισμού
και κοινής οικοδόμησης της πραγματικότητας. Η κριτική σκέψη ενοποιείται με την
πράξη (κριτική
πράξη) και
οι μαθητές γίνονται «κριτικά σκεπτόμενα άτομα και φορείς μετασχηματισμού»[27].
Έτσι,
για παράδειγμα, με το νέο ΠΣ στο Δημοτικό Σχολείο, προβάλλεται η μαθησιακή
διαδικασία, κατά την οποία οι μαθητές, μετά από τη εσωτερική σύνδεσή τους με τα
πολυθρησκειακά μαθησιακά αγαθά (ανακάλυψη, διαπίστωση και ερμηνεία της
ιστορικής διαδρομής από τη θρησκεία στον πολιτισμό) γίνεται προσπάθεια να
οικοδομήσουν το δικό τους προσωπικό -νοηματικό και αξιακό- κόσμο:
«Αυτό που επιχειρούμε, είναι να διευρύνουμε και να εμβαθύνουμε την κατανόηση
του κόσμου της θρησκείας και να αναδείξουμε τις συνδέσεις του με τον προκείμενο
και τον επικείμενο, τον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο του μαθητή. Οι
μαθητές έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν, να διαπιστώσουν και να ερμηνεύσουν
την ιστορική διαδρομή από τη θρησκεία στον πολιτισμό και το αντίστροφο,
οικοδομώντας παράλληλα τον δικό τους προσωπικό -νοηματικό και αξιακό- κόσμο
μέσα από την αναμέτρηση και τη σύνθεση των ερωτημάτων που τους απασχολούν με
τις προτάσεις και τις απαντήσεις του Χριστιανισμού και των άλλων θρησκειών»[28].
Όσον
αφορά το υπαρξιακό θέμα της προσωπικής τους ζωής και λύτρωσης, οι μαθητές,
σύμφωνα με το ΠΣ, διδάσκονται ότι δεν είναι Ένας, ο Σωτήρας και Λυτρωτής τους,
σύμφωνα και με την πίστη τους, αλλά ότι μπορούν να σωθούν και σε άλλες
θρησκείες. Μαθαίνουν
δηλαδή επίσημα και έγκυρα στα θρησκευτικά τους για «σωτηρία του ανθρώπινου
προσώπου στον Χριστιανισμό και στις απωανατολικές παραδόσεις του Ινδουϊσμού και
του Βουδισμού»[29],
και αυτό φυσικά ισχύει και για τους μη χριστιανούς μαθητές!
Το
νέο ΠΣ, δεν προτείνει τυχαία και άσκοπα την ταυτόχρονη διδασκαλία όλων των
θρησκειών σε κάθε διδακτική ενότητα, διότι φαίνεται πως δεν στοχεύει σε μία
απλή πληροφόρηση των μαθητών για τις θρησκείες, αλλά σε μία υπαρξιακή και
βιωματική προσέγγισή τους. Με την υπαρξιακή προσέγγιση του νέου ΜτΘ επιδιώκεται
η ανάπτυξη μιας νέας θρησκευτικότητας και πνευματικότητας, που θα αφορά ατομικά
στον κάθε μαθητή και θα προέρχεται μέσα από το πνεύμα, τις αξίες και τις
εμπειρίες που θα υιοθετήσει από στοιχεία των θρησκειών. Δεν υπάρχει επομένως,
όπως στη θρησκειολογία, ουδέτερη πληροφόρηση ή εξιστόρηση των θρησκειών, αλλά
βίωση της διδασκαλίας τους:
Γι΄ αυτό
γίνεται λόγος για «την πνευματική και υπαρξιακή αλήθεια που κομίζουν οι
θρησκείες με το αντίκρισμά τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι»[30] καθώς
επίσης και για «μία κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής τους συνείδησης με
γνώσεις, αξίες και στάσεις (που το ΜτΘ) παρέχει για τις θρησκείες»[31]. Αναφέρεται
επίσης ότι «το ΠΣ επιτρέπει στο ΜτΘ να υπηρετήσει τη μετάβαση του μαθητή από
το γράμμα στο πνεύμα των θρησκειών, δηλαδή στο υπαρξιακό, λατρευτικό, κοινωνικό
και πολιτισμικό»[32].
Σύμφωνα
με τα παραπάνω, ο θεολογικός σκοπός του ΜτΘ στο σχολείο αλλάζει, αφού
ανατρέπεται η συνταγματική επιταγή για «ανάπτυξη της θρησκευτικής
συνειδήσεως των μαθητών» καθώς και η, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκπαιδευτικό
νόμο 1566, άρθρ. 1, υποβοήθησή τους, προκειμένου «να διακατέχονται από πίστη
στα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παραδόσεως». Τίθεται δηλαδή
ένας νέος στόχος στο ΜτΘ, σαφής και συγκεκριμένος, που, κατά μίμηση μιας
ασαφούς αντίληψης για την ευρωπαϊκή θρησκευτική αγωγή, διατυπώνεται με έμμεσο
τρόπο και στον ΟΕ που απομακρύνει το μαθητή από τις πνευματικές αρχές του
Χριστιανισμού κατηχώντάς τον σε μία κοσμική και ανθρωπιστική ηθική και
πνευματικότητα: «Εντός του συνθετικού πλαισίου διαμόρφωσης της μη
ομολογιακής θρησκ. εκπ/σης από τα μέσα της δεκαετίας του '80 ξεκίνησαν
προσπάθειες για εισαγωγή περισσότερων στοιχείων που να ευνοούν την
πνευματική και ηθική ανάπτυξη των παιδιών, εννοώντας βέβαια, την
«πνευματικότητα» σε μια ευρύτερα ανθρωπιστική διάσταση και με κανένα τρόπο
ταυτίζοντάς την αποκλειστικά με την χριστιανική πνευματικότητα»[33].
Οι
προθέσεις και οι σχεδιασμοί του νέου ΠΣ, στη νέα πολυθρησκειακή του διάσταση
αποκαλύπτονται από τις αποστάσεις που προσδίδει στο νέο ΜτΘ έναντι της
εκκλησιαστικής συνειδήσεως των ήδη βαπτισμένων και ενταγμένων σ΄ αυτήν ορθοδόξων
μαθητών αλλά και έναντι της θρησκευτικής συνειδήσεως των αλλοθρήσκων ή
ετεροθρήσκων συμμαθητών τους, αφού και αυτοί μαζί με τους ορθόδοξους μαθητές
πρόκειται να μυηθούν στην πρωτάκουστη πολυθρησκειακή ισοπέδωση που επιχειρεί το
νέο Πρόγραμμα. Ιδου ο στόχος του: «Άλλο πράγμα είναι η
“ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης” ως παιδαγωγικός σκοπός της Εκπαίδευσης και
άλλο με βάση θρησκευτικά ή εκκλησιαστικά κριτήρια»[34].
Είναι
σαφές από το προηγούμενο κείμενο ότι στη διδασκαλία του ΜτΘ σχεδιάζεται μεθοδευμένα
με το νέο ΠΣ μία νέας μορφής πνευματικότητα, η ευρύτερη ανθρωπιστική και
εκκοσμικευμένη πνευματικότητα μέσα από μία κατηχητική, υπαρξιακή και βιωματική
συμμετοχή των μαθητών στις αλήθειες, στο πνεύμα και στις αρχές των διδασκομένων
θρησκειών. Η νέα αυτή πνευματικότητα, όπως είδαμε, δεν ταυτίζεται με τη
χριστιανική, δεν είναι, επομένως χριστοκεντρική[35] και
καλλιεργεί μια πολυθρησκειακή συνείδηση, που ισοδυναμεί με μία προσπάθεια
εμπλοκής των μαθητών σε ένα μονόδρομο μιας δήθεν θρησκευτικής ανεξιθρησκίας και
ελευθερίας, που στην πραγματικότητα οδηγεί στο θρησκευτικό σχετικισμό και
μηδενισμό.
Δομική
παραβίαση της ελευθερίας των μαθητών αποτελούν τα σχέδια που απεργάζεται το νέο
ΜτΘ, με βάση το νέο ΠΣ. Μέσα από κραυγαλέες αντιφάσεις, εκφράζεται ένας
επιφανειακός και φαρισαϊκός σεβασμός στην ετερότητα, στον πλουραλισμό, στην
πολυπολιτισμικότητα, όταν στην ουσία σε όλο το Πρόγραμμα διακρίνεται η
παντελής έλλειψη σεβασμού στη διαφορά και την ετερότητα της ορθόδοξης πίστεως
των ορθοδόξων αλλά και μη ορθοδόξων μαθητών. Η όλη φιλοσοφία του νέου ΠΣ
θεμελιώνεται σε ένα δήθεν σεβασμό στη θρησκευτική ή φυλετική διαφορά, αφού
αφανίζεται ο σεβασμός στην οντολογία του προσώπου των μαθητών διά της
ισοπεδώσεως της πίστεώς τους με τη διδασκαλία των θρησκειών και των
κοσμοθεωριών και την υποχρεωτική κατήχηση σ΄ αυτές. Αυτό που συμβαίνει στο νέο
Πρόγραμμα θα μπορούσε να ονομασθεί θρησκευτική αλλοτρίωση ή θρησκευτικός
ολοκληρωτισμός άλλων εποχών. Εντελώς ανορθόδοξα, αντιπαιδαγωγικά, παράνομα και
αυταρχικά, στο όνομα μίας δήθεν καλλιέργειας του πλουραλισμού, παρεμβαίνει το
νέο ΠΣ στην πίστη των μικρών παιδιών 8-14 ετών, διδάσκοντάς τους, ένα
συνονθύλευμα (6) θρησκειών και τριών εκδοχών του Χριστιανισμού, καταργώντας
στην ουσία αυτό που ισχυρίζεται ότι επιδιώκει να πετύχει, δηλαδή τον ίδιο τον
πλουραλισμό και το σεβασμό της θρησκευτικής ετερότητας και της διαφοράς του άλλου.
Διευκρινίζεται
ότι το ΜτΘ, με το νέο Πρόγραμμα και το ολοκληρωτικό σύνθημα θρησκευτικά για «όλους
τους μαθητές του ελληνικού σχολείου ανεξάρτητα από τη θρησκευτική ή μη δέσμευσή
τους», καθίσταται υποχρεωτικό και ισωπεδωτικό ως προς τις διαφορές και για
τους Χριστιανούς και για τους ετερόδοξους και για τους αλλόθρησκους και για
τους άθεους μαθητές. Αυτό σημαίνει ότι καταργούνται οι απαλλαγές και όλοι πλέον
οι μαθητές θα διδάσκονται σε όλες σχεδόν τις διδακτικές τους ενότητες, όλες τις
θρησκείες ταυτόχρονα, με τον παραπάνω απολυταρχικό τρόπο, με στόχο τη
θρησκευτική τους απαξίωση και την πολτοποίηση της θρησκευτικής τους
συνειδήσεως, με απόλυτα βέβαιο τον ενδεχόμενο κίνδυνο ολιστικής θρησκευτικής
αλλοτρίωσης και συγχύσεώς τους.
Τεράστιο
παιδαγωγικό λάθος και ασέβεια προς την ετερότητα των μαθητών θεωρείται, επίσης,
τόσο η εσκεμμένη παραβίαση της θρησκευτικής ταυτότητας και ετερότητάς τους, με
την υποχρεωτική διδασκαλία και εμφύτευση τόσων Θεών και φιλοσοφιών στις ψυχές
τους, όταν, λόγω του μη ώριμου πνευματικού τους επιπέδου, εγκυμονεί άμεσα ο
κίνδυνος του θρησκευτικού σχετικισμού και αποχρωματισμού τους.
Υπάρχει
επίσης, από την άλλη πλευρά, ακόμη μία παραβίαση της ετερότητας των μαθητών,
επειδή, κατά το σχεδιασμό του νέου ΠΣ, αγνοήθηκε εντελώς η ήδη προσδιορισμένη
από τους γονείς πίστη, η οποία έχει ως αναφοράτον Ένα και Μοναδικό Θεό και όχι
μία πολυθρησκεία με πολλούς Θεούς ή με έναν υπό κατασκευήν πανθρησκειακό Θεό,
στον οποίο οδηγεί η πολυθρησκειακή διδασκαλία που επιβάλλει το νέο ΜτΘ.
Ειδικά
για τους ορθόδοξους μαθητές, που αποτελούν και την συντριπτική πλειονοψηφία του
μαθητικού πληθυσμού της χώρας, δεν είναι δυνατόν να καταργείται από ένα ΠΣ που
συνεχώς επικαλείται τον σεβασμό στη ετερότητα του άλλου και να μην λαμβάνεται
υπόψη η διαφορά της πίστεώς τους, που επισημαίνει ο κομιστής του Χριστιανισμού
στην Ελλάδα, ο Απ. Παύλος, ο οποίος σαφέστατα διδάσκει ότι «ουδέν είδωλον εν
κόσμω και ότι ουδείς Θεός έτερος ει μη Είς»[36]. Το
ίδιο συμβολικό μήνυμα προς όλους τους Χριστιανούς απευθύνει και ο συγγραφέας της
Αποκαλύψεως στη ιερά νήσο Πάτμο, ο Ιωάννης ο Θεολόγος, που αναφέρει επίσης ότι:
«είδαμεν ότι ο υιός του Θεού ήκει και δέδωκεν ημίν διάνοιαν ίνα γινώσκωμεν
τον αληθινόν. και εσμέν εν τω αληθινώ, εν τω υιώ αυτού Ιησού Χριστώ. Ούτός
εστιν ο αληθινός Θεός και ζωή αιώνιος. Τεκνία φυλάξατε εαυτούς από των ειδώλων»[37].
Ο
Απ. Παύλος, ακόμη, σε άλλο σημείο απευθύνεται προς τους χριστιανούς γονείς,
αναδόχους και δασκάλους και τους συμβουλεύει: «οι πατέρες εκτρέφετε τα τέκνα
υμών εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»[38]. Σημειώνουμε ότι ποτέ και για κανένα
λόγο δεν προτάθηκε ούτε υιοθετήθηκε στην αγιογραφική ή την Πατερική
εκκλησιαστική Παράδοση και Ιστορίατέτοιο εγχείρημα, να διδάσκονται και να
αναπτύσσονται θεολογικά τα παιδιά των Ορθοδόξων μέσα από το πνεύμα, τις αλήθειες
και τις αξίες όλων των θρησκειών και των κοσμοθεωριών μαζί!
Σημειώνουμε
επίσης ότι στο σχολικό ΜτΘ διδάσκονται οι μαθητές μέχρι και
σήμερα οι θρησκείες -λιγότερο ποσοτικά στις τάξεις του Δημοτικού και του
Γυμνασίου και περισσότερο στις Λυκειακές- αλλά κάθε μία σε ξεχωριστά κεφάλαια
και μόνον ως πληροφορίες και ως ουδέτερες γνώσεις και όχι ως διδασκαλίες προς
βίωση και κατήχηση. Ποτέ και σε κανένα Αναλυτικό Πρόγραμμα από το 1836 έως
σήμερα, δεν διδάχτηκαν στο ελληνικό σχολείο οι άλλες θρησκείες με ενσυναίσθηση
και βίωμα και μάλιστα με μια πολτοποιημένη και συναφειακή μορφή και μέσα από
ένα συγκρητιστικό τρόπο, όπως συμβαίνει στο νέο ΠΣ.
Υπογραμμίζεται
ακόμη ότι με το νέο ΠΣ η ορθόδοξη παράδοση δεν διδάσκεται αρκούντως, με βάση τα
περιεχόμενα και τις αλήθειες της, αφού αφενός καταργείται το Πρόγραμμα στόχων
και περιεχομένων και αφετέρου όλα σχεδόν όσα γράφονται στο νέο ΠΣ είναι
διασκευασμένα με διαθρησκειακή δομή και από πλευράς παιδαγωγικής δεν
αποτελούν διδακτικό υλικό για παιδιά αυτού του πνευματικού επιπέδου, όπως
διαπιστώθηκε και στο Διήμερο Επιστημονικό Συνέδριο για το ΜτΘ, που οργανώθηκε
τον περασμένο Μάρτιο στη Θεσσαλονίκη από το Εργαστήριο Παιδαγωγικής –
Χριστιανικής Παιδαγωγικής[39].
Οι
ορθόδοξοι γονείς και ανάδοχοι των μαθητών δεν γνωρίζουν ακόμη το εφαρμοζόμενο
σε πιλοτική φάση ΠΣ και ότι αυτό περιέχει αυτά τα στοιχεία σε βάρος της
θρησκευτικής συνείδησης των παιδιών τους. Μία μεγάλη μερίδα Επισκόπων της
χώρας, επίσης, μεμονωμένα με δηλώσεις τους το έχουν καταδικάσει, αλλά η Ιερά
Σύνοδος της Ιεραρχίας δεν έχει συζητήσει μέχρι τώρα το θέμα ούτε πήρε κάποια
απόφαση, σε σχέση μάλιστα με τις γνωστές αντιδράσεις που έχουν προκύψει σε όλη
τη χώρα και τις επίσημες γραπτές και προφορικές διαμαρτυρίες, παραστάσεις
και προτάσεις που απευθύνονταν προς αυτήν. Ο ισχυρισμός μίας μερίδας θεολόγων,
που σχεδίασαν ή ακολουθούν το νέο ΠΣ, ότι δήθεν έχουν γίνει θετικές για το νέο
Πρόγραμμα εισηγήσεις στη διαρκή Ιερά Σύνοδο από Αρχιερείς και ότι από αυτές
εξάγεται ή υπονοείται η θετική συγκατάθεση της Συνόδου δεν ευσταθεί, διότι
υπάρχουν και αρνητικές εισηγήσεις και θέσεις πολλών Αρχιερέων από το 2012 έως
σήμερα. Όμως η Ιεραρχία λειτουργεί εν Συνόδω και συνοδική απόφαση για το θέμα
αυτό δεν υπάρχει.
Είναι
βέβαιο ότι εκτός από τους ορθόδοξους γονείς και οι αλλόδοξοι και ετερόδοξοι
γονείς, που με τη θέλησή τους και χωρίς κανένα πρόβλημα δέχονται να συμμετέχουν
και να βαθμολογούνται τα παιδιά τους στο ορθόδοξο ΜτΘ, δε θα δεχτούν να
παρακολουθούν ένα υποχρεωτικό μάθημα θρησκειών, που έχει ως στόχο την αλλαγή
της πίστεώς τους και τον εμποτισμό των παιδιών τους με μια νέα πολυθρησκειακή
και κοσμικού χαρακτήρα θρησκευτικότητα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί τεράστιο
θέμα.
Το
νέο πρόγραμμα του ΜτΘ έχει μεν κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους, αλλά δεν
έχει στόχους θεολογικούς, αφού δεν ασχολείται με θέματα πίστης, λατρείας, ζωής
και πνευματικής ανάπτυξης, που ενδιαφέρουν τους μαθητές και που είναι ανάγκη να
βιωθούν και να μαθευτούν από την πλευρά τους προκειμένου να ολοκληρωθούν
ψυχοπνευματικά.
Σε
συνδυασμό με την ενθάρρυνση για αναθεώρηση της οικείας θρησκευτικής παραδόσεως,
παρατηρείται στο νέο ΠΣ, η ασύμβατη με τις αρχές της παιδείας μας, προσπάθεια
διαμόρφωσης μιας ακραίας αυτονομίας του μαθητή που μεθοδευμένα, μάλιστα,
προβάλλεται ως δικαίωμα των μαθητών και ως απότοκο της ελευθερίας τους, μέσω
της οποίας καλούνται να τολμήσουν αφενός να αμφισβητήσουν και να αναθεωρήσουν
την πίστη τους και αφετέρου να δημιουργήσουν μια άλλη νέα ατομική
εκκοσμικευμένη και ανθρωπιστική θρησκευτικότητα ή πνευματικότητα, με
περιεχόμενό της μια ποικιλία διαθρησκειακών ή πολυθρησκειακών
γνώσεων,πραγματοποιώντας μάλιστα, «ενσυνείδητες τροποποιήσεις ως προς τη φύση
και τη λειτουργία της θρησκείας».
Είναι
σαφές ότι υπάρχει στο νέο ΜτΘ μεθόδευση καταρχάς αμφισβήτησης και κατόπιν
απόσχισης του μαθητή από τη θρησκευτική του παράδοσή:
Τα
πάντα, λέει το νέο ΠΣ, μπαίνουν σε μια διαδικασία κριτικής για «να
διαμορφώσει ο μαθητής τη δική του άποψη, αλλά και αντι-άποψη». Καμιά απόδειξη
δεν γίνεται αποδεκτή “ελαφρά τη καρδία”. Τίποτε δεν θεωρείται δεδομένο, καμιά
εξουσία δεν είναι υπεράνω κριτικής. Ο μαθητής επιβεβαιώνει ότι η επιστήμη
τολμά, επινοεί και ελευθερώνει. Πάνω και πέρα από την κατανόηση υπάρχει ένα
ενδιαφέρον του κάθε μαθητή για μια αναζήτηση αυτού που ορίζεται ως “χειραφέτηση”.
Οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι, να διαμορφώνουν τις δικές τους γνώμες. Η
γνώση είναι αληθινή, όταν μας ελευθερώνει από ό,τι ονομάζεται “πρόσδεση στο
παρελθόν”. Χωρίς αυτό το χειραφετικό ενδιαφέρον οι “αλήθειες” οποιασδήποτε
γνώσης λειτουργούν στατικά και ενδεχομένως χρησιμοποιούνται για ποικιλότροπη
χειραγώγηση»[40].
Από
την πλευρά του, ο εκπαιδευτικός, ακολουθώντας το νέο ΠΣ «θα πρέπει να
σχεδιάσει και να οργανώσει δημιουργικές δραστηριότητες και στρατηγικές
διαλόγου, που
δίνουν την ευκαιρία στους μαθητές να εκφραστούν προσωπικά, να τολμήσουν και να
εξετάσουν διαφορετικές ιδέες και εκδοχές για την αλήθεια. Οι μαθητές
εκπαιδεύονται στο να επεξεργάζονται τις θρησκευτικές ιδέες τους και να
πραγματοποιούν ενσυνείδητες τροποποιήσεις ως προς τη φύση και τη λειτουργία της
θρησκείας»[41].
Ως
το πιο κατάλληλο μεθοδικό μέσο για τη επίτευξη της αμφισβήτησης και απόσχισης
από την οικεία θρησκευτική παράδοση, επιλέγονται και υιοθετούνται
ξένα μοντέλα και μέθοδοι παιδαγωγικής και διδακτικής με αποδομητικό
περιεχόμενο, όπως είναι η κριτική και η κονστρουκτιβιστική προσέγγιση του ΜτΘ:
α. Η κριτική προσέγγιση: Με
αυτή την προσέγγιση ξεκινάει ουσιαστικά μία κριτική αμφισβήτησης απέναντι στα
«θρησκευτικά πιστεύω» που έχουν οντολογικά και εμπειρικά οι μαθητές από την
οικογένεια ή το περιβάλλον τους και καταλήγει σε μία κριτική τοποθέτηση για το
εάν είναι καν συμβατό να συζητούνται θέματα διαφορετικών θρησκευτικών αληθειών
σε μία ειλικρινή συμβίωση εντός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος.
Έτσι,
η κριτική προσέγγιση έχει μετασχηματιστεί σε μία διαδικασία, «μέσω της οποίας
μαθαίνουν τα παιδιά για τις διαφορετικές θρησκείες. Η ένσταση αυτής της
προσέγγισης βρίσκεται στο γεγονός ότι “τα πιστεύω”, που
βρίσκονται στον πυρήνα των θρησκευτικών πεποιθήσεων αγνοούνται, καθώς η όλη
εστίαση της θρησκευτικής εκπαίδευσης αναφέρεται στο πώς θα καλλιεργηθούν οι
αξίες της ελευθερίας και της ανεκτικότητας. Σε αυτήν τη
διάσταση, η κριτική προσέγγιση για τη θρησκευτική εκπαίδευση διερευνά το
ενδεχόμενο της εστίασης σε ζητήματα θρησκευτικών αληθειών και το κατά πόσο αυτά
είναι συμβατά για μια ειλικρινή συμβίωση σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα»[42].
β. Η
κονστρουκτιβιστική προσέγγιση, συμληρωματικά, καλείται
να καλλιεργήσει στους μαθητές το θρησκευτικό σχετικισμό, όταν ξεκινά από τη θέση
ότι η θρησκευτική μάθηση έχει ως βάση το γεγονός ότι πρέπει να προσλαμβάνεται
ως μία ανθρώπινη κατασκευή και όχι ως αντικειμενική οντολογική αλήθεια: «Η
βασική της αρχή βρίσκεται στην εκτίμηση ότι οι κονστρουκτιβιστικές θεωρίες της
μάθησης, όπου η γνώση εκλαμβάνεται ως ανθρώπινη κατασκευή, παρά ως αντανάκλαση
μιας αντικειμενικής οντολογικής πραγματικότητας, μπορούν να αποτελέσουν βάση
για την θρησκευτική εκπαίδευση»[43].
Η κριτική και η κονστρουκτιβιστική
προσέγγιση, από κοινού, ως βάσεις του νέου ΠΣ για το ΜτΘ, συμβάλλουν στην
παρακίνηση και ενθάρρυνση του μαθητή να αμφισβητήσει τις θεόπνευστες
θρησκευτικές του αλήθειες, ως προκατασκευασμένες έννοιες και να τις θεωρεί ως
ανθρώπινο κατασκεύασμα. Οι μαθητές καλούνται να δομούν παρά να αναπαράγουν τη
γνώση. Οι προκατασκευασμένες έννοιες δε δημιουργήθηκαν, κατά το νέο ΠΣ από τον
ίδιο τον μαθητή, αλλά από κάποιους άλλους, και οπωσδήποτε υπονοούνται ο
Χριστός, οι Απόστολοι, οι Πατέρες, οι Άγιοι, οι Μάρτυρες και όλοι όσοι
θεμελίωσαν με την Αγιογραφική, Πατερική και Συνοδική τους διδασκαλία και
μαρτυρία την ορθόδοξη πίστη.
Η
παροχή στους μαθητές προκατασκευασμένων εννοιών και νοηματοδοτήσεων δεν τους
παρακινεί στο να εμπλακούν στην μαθησιακή διαδικασία. Μάθηση δεν σημαίνει μόνο
πρόσκτηση και αναπαραγωγή της γνώσης αλλά και κατασκευή, δημιουργία νέας γνώσης»[44].
Το
κέντρο βάρους δεν είναι πλέον ο Θεός, αλλά ο εαυτός, το άτομο του μαθητή. Δεν
γίνεται λόγος επομένως για θεοκεντρικότητα αλλά για ατομοκεντρικότητα: «Στο
νέο Πρόγραμμα Σπουδών για το ΜτΘ η κριτική και η κονστρουκτιβιστική παιδαγωγική
προσέγγιση είναι αυτές που εξυπηρετούν καλύτερα τόσο τους παιδαγωγικούς σκοπούς
όσο και τους διδακτικούς στόχους του. Η κονστρουκτιβιστική μάθηση απαιτεί
οι μαθητές να αναστοχάζονται στις δικές τους εμπειρίες, ενώ ο ρόλος του
δασκάλου είναι να βοηθά τους μαθητές να δομούν την γνώση παρά να την
αναπαράγουν. Η εξερεύνηση
των ιδεών και των ζητημάτων από τους ίδιους, τους οδηγεί σε δικά τους
συμπεράσματα, στοιχείο που τους δίνει την δυνατότητα να προσεγγίζουν τις
θρησκευτικές ιδέες μέσα από διαφορετικές διαδρομές. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η
παροχή στους μαθητές προκατασκευασμένων εννοιών και νοηματοδοτήσεων δεν τους
παρακινεί στο να εμπλακούν στην μαθησιακή διαδικασία. Στον αντίποδα όμως αυτού,
επεξεργαζόμενοι τις δικές τους ιδέες αλλά και με τη διαμεσολάβηση του
εκπαιδευτικού θέτουν τη θρησκευτική γνώση και κατανόηση υπό διερεύνηση και
αναδομούν τόσο την γλώσσα όσο και τα νοήματα που σχετίζονται με αυτήν»[45].
Η
Αγιογραφική και Πατερική θεολογία δεν βρίσκεται στο κέντρο της νέας
θρησκευτικής αγωγής που προσφέρει το νέο ΠΣ. Τη θέση της παίρνουν διάφορες
θεωρίες, όπως η ερμηνευτική, η συναφειακή θεολογία, η πολιτική, η κοινωνιολογία,
ο διαθρησκειακός διάλογος και όσες άλλες είναι ικανές να διδάξουν και να
εμφυσήσουν στους μαθητές νοοτροπία ατομικισμού, σχετικισμού, πολυθρησκευτισμού,
πλουραλισμού, πολυπολιτισμικότητας: «Στις μεταμοντέρνες
προσεγγίσεις που αναπτύσσονται, η διδασκαλία επικεντρώνεται στις προσωπικές
αφηγήσεις των μαθητών, ενώ ελαχιστοποιείται η σημασία των περιεχομένων του ΜτΘ.
Οι μαθητές δεν αποτελούν πλέον ένα μέρος της διδασκαλίας, αλλά μέρος του ίδιου
του θέματος του ΜτΘ. Γι' αυτό τον λόγο τα ερμηνευτικά και διαλογικά μοντέλα
ΜτΘ, στηριγμένα σε ποικιλία θεωριών (ερμηνευτική, συναφειακή θεολογία,
πολιτική, κοινωνιολογία της παιδικής ηλικίας, διαθρησκειακό διάλογο, θεωρία της
λογοτεχνίας κ.ά.), προσανατολίζονται στην ανάδειξη των θρησκευτικοπολιτιστικών
εμπειριών, στοχασμών και αλληλεπιδράσεων των μαθητών. Στόχος αυτών των
προσεγγίσεων είναι να βοηθήσουν τους μαθητές, ώστε να διαμορφώσουν οι ίδιοι τις
προσωπικές τους θέσεις, αναγνωρίζοντας την εσωτερική
ποικιλία, τα διαπερατά όρια και την αντιθετική φύση των θρησκευτικών
παραδόσεων, καθώς και την πολυπλοκότητα της πολιτιστικής
έκφρασης»[46].
Επιπλέον,
με τη συμβολή του υιοθετούμενου στις μεθοδεύσεις του ΠΣ θρησκευτικού
εγγραμματισμού του βρετανού Andrew Wright επιχειρείται η σταδιακή απαγκίστρωση
των μαθητών από την πίστη τους και η μετακίνησή τους σε μία πολυθρησκεία,
βασισμένη σε ένα συμπίλημα από θρησκείες, στις οποίες μεθοδευμένα κατηχούνται
και κατ΄ ουσίαν καθοδηγούνται με τη βοήθεια του διδάσκοντα και των επιλεγμένων
θεωριών της κριτικής και κονστρουκτιβιστικής προσέγγισης καθώς και ενός
συνεχούς ανατρεπτικού ως προς την παράδοση αναστοχασμού. Έτσι η νέα προσέγγιση
του ΜτΘ επιδιώκει:
να
αφυπνίσει την αντίληψη του μαθητή ώστε να συνειδητοποιήσει τις θρησκευτικές
προκατανοήσεις του, δηλαδή τη λανθάνουσα ή μερικώς αρθρωμένη θρησκευτική του
παράδοση.
να
τον βοηθήσει να μετακινηθεί από τις προκατανοήσεις του και να διαλεχθεί με τις
αφηγήσεις και τον λόγο βασικών θρησκευτικών αλλά και κοσμικών παραδόσεων που
αρνούνται τη θρησκευτική αλήθεια[47].
Αποτελεί
έκπληξη, πώς είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται τέτοιου είδους ανατρεπτική και
αποδομητική διαδικασία, που παραπέμπει σε άλλες απολυταρχικές εποχές, σε παιδιά
8-14 ετών, για τα οποία είναι απαραίτητο, με βάση την παιδαγωγική ψυχολογία, να
γίνονται τα πάντα για να βοηθηθούν στην έμπνευση και ανάπτυξη αισθημάτων αγάπης
για τον τόπο και τις παραδόσεις του και εμπιστοσύνης στις διαχρονικές αλήθειες
της πίστεώς τους προς τον Θεό, που θα συμβάλουν στη διαλεκτική κοινωνικοποίησή
τους μέσα από διαδικασίες αλληλεπίδρασης. Αντ΄ αυτού καλλιεργούνται στα παιδιά
τάσεις αμφισημίας, αμφισβήτησης και απόρριψης όλων των θεμάτων της πίστεως που
σχετίζονται με την Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας καθώς και τάσεις
διεκδίκησης μιας νέας θρησκευτικής αλήθειας.
Σύμφωνα
με το νέο ΠΣ, το ΜτΘ, «ενθαρρύνει τους μαθητές να συνειδητοποιήσουν την
ένταση, η οποία αναπτύσσεται μεταξύ της προσωπικής τους άποψης και των
προκλήσεων που αυτή δέχεται, εκθέτοντάς τους απευθείας στη θρησκευτική αμφισημία
και βοηθώντας τους να αναπτύξουν ερμηνευτικές ικανότητες. Με αυτόν τον τρόπο οι
μαθητές ούτε διαποτίζονται σε μια θρησκευτική άποψη ούτε και εκτίθενται
σε μια αποκλειστικά περιγραφική, μη αξιολογική «μοντέρνα» μελέτη των θρησκειών.
Αντί για όλα αυτά οι μαθητές ενθαρρύνονται και ενισχύονται στη διαμόρφωση θέσεων
με ισχυρά επιχειρήματα πάνω στις διεκδικήσεις θρησκευτικής αλήθειας»[48].
«Στο
νέο ΠΣ επιχειρείται η ανάδειξη του δυναμικού και εξελικτικού χαρακτήρα των
θρησκειών, αφού οι μαθητές καλούνται να τις κατανοήσουν (όπως άλλωστε και τον
Χριστιανισμό) ως:
α) διαχρονική
αναζήτηση νοήματος και αξίας της ζωής και απαντήσεων σε θεμελιώδη ερωτήματα των
ανθρώπων,
β) καθημερινή
ζωή ανθρώπων και κοινοτήτων,
γ) εξέχοντα
παράγοντα του πολιτισμού,
δ) ζωντανή
παρουσία στον σύγχρονο κόσμο»[49].
Με
βαθύτατη γνώση και συνείδηση των αρνητικών παιδαγωγικών αλλοιώσεων και
επιδράσεων που μπορούν να προκύψουν από το νέο Πρόγραμμα για το ΜτΘ,
εισηγούμαστε εδώ και πολύ καιρό, να αποσυρθεί άμεσα από την ελληνική
εκπαίδευση, διότι πρόκειται να δημιουργήσει προβλήματα αφενός οντολογικά που
αφορούν στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών και αφετέρου
θρησκευτικής ταυτότητας και πνευματικής συνοχής στη χώρα, σε μία περίοδο που
ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά είναι επιτακτική η ανάγκη για ενότητα και
πνευματική ανασυγκρότηση.
{Η τυχόν προβληματική
απάντηση στο ζήτημα αυτό έχει συνέπειες στη διδακτική εργασία του θεολόγου και
συνήθως οδηγεί σε προβληματικές διδακτικές προσεγγίσεις και στερεοτυπικές
συμπεριφορές, με βάση ψευτοδιλήμματα. Οι πιο γνωστές από αυτές είναι: Η
τυπολατρική εμμονή στην «παράδοση», η νοοτροπία ενός αδιέξοδου και επιθετικού
αντιρρητισμού, η υπερενασχόληση με τα θρησκευτικά παράδοξα και τα
παραθρησκευτικά φαινόμενα, η πόλωση ανάμεσα στο λεγόμενο «κοσμικό» και το
θρησκευτικό φρόνημα, η ταύτιση των ορίων Ελληνισμού και Χριστιανισμού, διάφορες
μονομέρειες του εκσυγχρονιστικού στόχου, το δίλημμα εάν η θεολογία είναι
επιστήμη, η υποτίμηση προσεγγίσεων των «θύραθεν» επιστημών, η απλουστευτική
συζήτηση εάν το μάθημα είναι περισσότερο «γνώση» ή «βίωμα» κ.ά.
Όταν οι παραπάνω
στάσεις γίνονται ακραίες προκύπτουν ποικίλα προβλήματα στο διδακτικό έργο:
Προσανατολισμός της διδασκαλίας με βάση προσωπικές θεολογικές αρχές και όχι την
καθορισμένη σκοποθεσία. Διδασκαλία ερήμην του ΠΣ, του βιβλίου του εκπαιδευτικού
και μερικές φορές του βιβλίου του μαθητή. Υποτίμηση των εγκεκριμένων διδακτικών
μέσων και των προτεινόμενων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και υποβάθμιση κάθε
έννοιας αξιολόγησης. Διαμόρφωση διδακτέας ύλης με βάση προσωπικές προτιμήσεις
και απουσία διδακτικής στρατηγικής. Ανάπτυξη μιας ιδιόμορφης παιδαγωγικής
σχέσης με τους μαθητές που βασίζεται σε επιφανειακά συναισθήματα αλληλοαποδοχής[50].
1.
Η
αποστολή του έχει καταρχήν παιδαγωγικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τους γενικούς
σκοπούς της εκπαίδευσης και του Μτθ. Βασικός σκοπός του Μτθ είναι ο θρησκευτικός
γραμματισμός των μαθητών. Δεν μιλούμε για την εξασφάλιση «αντικειμενικής»
ενημέρωσης των μαθητών για το θρησκευτικό φαινόμενο ή μονομερούς πληροφόρησης
για τη θρησκεία που τους ενδιαφέρει. Πρόκειται για μια αναπτυξιακή μαθησιακή
διαδικασία που συνθέτει α) πληροφορίες, γνώσεις, κατανοήσεις, εφαρμογές,
αξιολογήσεις, β) στάσεις, συμπεριφορές, πεποιθήσεις, αξίες, ιδέες,
συναισθήματα, βιωματικές προσεγγίσεις, γ) νοητικές, συνεργατικές, συμμετοχικές,
επικοινωνιακές και εκφραστικές δεξιότητες και ικανότητες. Ο καμβάς αυτού του
πλαισίου
θρησκευτικής
μάθησης δίνει έμφαση σε τέσσερις πόλους ενδιαφερόντων: α) Τις ιδιαίτερες
ανάγκες, προσδοκίες και ανησυχίες των εφήβων μαθητών, β) την τοπική θρησκευτική
και πολιτιστική παράδοση, γ) το οικουμενικό θρησκευτικό φαινόμενο, και δ) τις
πανανθρώπινες και καθολικά αποδεκτές παιδαγωγικές και πολιτιστικές αξίες.
Επομένως, άλλο πράγμα είναι η «ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης» ως
παιδαγωγικός σκοπός της Εκπαίδευσης και άλλο με βάση θρησκευτικά ή
εκκλησιαστικά κριτήρια.
2.
Η
προσωπική ελευθερία των μαθητών είναι απαραβίαστη. Ο θεολόγος οφείλει όχι μόνο
να εξασφαλίζει την ελευθερία των μαθητών αλλά να επιδιώκει την ανάπτυξή της
μέσα από τη διδασκαλία. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, ο σεβασμός στην ετερότητα, η
καλλιέργεια κριτικής σκέψης, η αξιοποίηση της διαπολιτισμικότητας είναι βασικοί
άξονες στο έργο του[51].
[1]Η κ. Διαμαντοπούλου ένα έτος
νωρίτερα, το 2010, είχε δηλώσει στο London School of Economics για τη διδασκαλία του
Μαθήματος των Θρησκευτικών στην Ελλάδα: «Πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά όλες
τις θρησκείες, απελευθερωμένα από εκκλησιαστικές επιρροές και την ίδια στιγμή
να τους δώσουμε τη δυνατότητα να μάθουν, να γνωρίζουν και να συγκρίνουν και εν
τέλει να αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους».
[2] Τη γραμμή της κ. Διαμαντοπούλου
ακολούθησε και η κ. Ρεπούση με πρόσφατες δηλώσεις της για το μάθημα των
Θρησκευτικών: «Να γίνει προαιρετική η διδασκαλία των θρησκευτικών στα
ελληνικά σχολεία και να σταματήσει η ορθόδοξη κατήχηση των μαθητών. Σε
διαφορετική περίπτωση να αλλάξει η ύλη του συγκεκριμένου μαθήματος και από
Θρησκευτικά να γίνει θρησκειολογία όπως ήταν σε παλαιότερα σχέδια επι υπουργίας
της Άννας Διαμαντοπούλου. Η σύγχρονη εκπαίδευση δεν πιστεύει πια στη
θρησκευτική κατήχηση, παρά μόνο στην επαφή των παιδιών με τις θρησκείες μέσα
από ένα μάθημα ιστορικό, κοινωνιολογικό, για τον ρόλο που έπαιξαν αυτές
στην πορεία της ανθρωπότητας».
[3]ΟΕ, 27.
[4]ΠΣ, σ. 11-12.
[5]ΠΣ, σ. 21.
[6]ΠΣ, σ. 18.
[7]Ο Στ. Γιαγκάζογλου, πρ. σύμβουλος
του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και υπεύθυνος του ΜτΘ και νυν συντονιστής της
συγγραφικής ομάδας του νέου ΠΣ, σε προγενέστερο άρθρο του με τίτλο: «Η
φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας του θρησκευτικού μαθήματος, Η θρησκευτική αγωγή
στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες», στο Ανάλεκτα, ΠΙ, σ. 6-15, σημείωνε
για το μέλλον του ΜτΘ τα εξής: «Το μάθημα δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη μιας
ελεύθερης πλουραλιστικής κοινωνίας. Η λύση δεν είναι παρά η κατάργηση του
ομολογιακού μαθήματος και η μετάβαση σε ένα ουδετερόθρησκο σχολείο ή η
αντικατάσταση του ομολογιακού από το θρησκειολογικό μοντέλο». Η θεολογία δεν
πρέπει να «προσκολλάται στο ένδοξο παρελθόν», ούτε «να κλείνεται σε ένα
είδος ιδιοκτησιακής αντίληψης για την κατοχή της αλήθειας». «Χρειάζεται μια νέα
προσέγγιση των σημερινών κοινωνικών και πολιτισμικών πραγματικοτήτων του κόσμου
μας μέσα από μια θεολογία της πολυπολιτισμικότητας. Είναι όντως ανάγκη το ΜτΘ
να αλλάξει φυσιογνωμία και χαρακτήρα. Είναι ανάγκη η θεολογία της
πολυπολιτισμικότητας, όχι απλώς να το αγγίξει, αλλά να το διαπεράσει,
κομίζοντας μια άλλη μαρτυρία για την αλήθεια της ζωής του ανθρώπου και του
κόσμου. Είναι ανάγκη να αναπλαισιωθεί ο θεολογικός και παιδαγωγικός του
χαρακτήρας σε νέες βάσεις και αρχές».
[8]ΠΣ, σ. 11.
[9]Το παράδοξο είναι ότι οι ίδιοι οι
συγγραφείς του νέου ΠΣ που σαφέστατα θεωρούν και προβάλλουν το ορθόδοξο ΜτΘ ως
ανεπαρκές για τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας, είναι επίσης οι ίδιοι οι
υπεύθυνοι για την κατάρτιση του Προγράμματος του 2003 και της συγγραφής των εν
ισχύει Βιβλίων του 2006, τα οποία, έχουν μεν κάποιες αδυναμίες αλλά υιοθετούν
ως βάση της θρησκευτικής αγωγής την ορθόδοξη παράδοση.
[10]ΟΕ, σ. 16.
[11]ΟΕ, σ. 27-28.
[12]ΟΕ, σ. 27.
[13]ΠΣ, σ. 16.
[14]ΟΕ, σ. 92.
[15]ΟΕ, σ. 97.
[16]Η θέση του Οικουμενικού
Πατριάρχου για το θέμα αυτό έχει διατυπωθεί ως εξής: «Σας είναι γνωστόν ότι
κατά τους τελευταίους χρόνους οξεία διεξάγεται συζήτησις περί της χρησιμότητος
της θρησκευτικής αγωγής εις την δημοσίαν εκπαίδευσιν. Οι μεν, επικαλούμενοι την
παράδοσιν του Γένους ημών και την εισφοράν της Εκκλησίας εις την διατήρησιν
της πολιτιστικής ταυτότητος ημών, ως και πολλά άλλα επιχειρήματα, φρονούν ότι η
θρησκευτική αγωγή είναι λίαν απαραίτητος και χρήσιμος διά τους νέους και το
κράτος. Οι δε, επικαλούμενοι κυρίως την θρησκευτικήν ελευθερίαν και την
λεγομένην ουδετερότητα του κράτους έναντι των θρησκειών, προτείνουν να
καταργηθή τελείως η θρησκευτική αγωγή από την δημοσίαν εκπαίδευσιν ή τουλάχιστον
να μετατραπή εις θρησκειολογικήν εγκυκλοπαιδικήν γνώσιν. Κρίνοντες με κριτήρια
τελείως αντικειμενικά, χωρίς ουδεμίαν προκατάληψιν προερχομένην εκ της εν τη
Χριστιανική Εκκλησία ηγετικής θέσεως ημών, έχομεν πεισθή ότι η χριστιανική
θρησκευτική αγωγή είναι χρησιμώτατον και πολυτιμότατον στοιχείον της καθόλου
αγωγής του νέου. Η χριστιανική θρησκευτική αγωγή συντελεί εις το να αποκτήση ο
νέος ηθικάς αρχάς συμπεριφοράς. Βεβαίως, πολλαί πηγαί ηθικής προτείνονται, αλλά
εκείνη η οποία ασκεί την εντονωτέραν επίδρασιν εις την ψυχήν του παιδός και
του νέου είναι η έχουσα ως αναφοράν της την πίστιν εις τον Θεόν της αγάπης, τον
πάνσοφον και πατρικόν, ο οποίος δίδει οδηγίας συμπεριφοράς ακριβώς διά το καλόν
του ανθρώπου , και αν ακόμη προσωπικώς δεν μετέχομεν της Χριστιανικής Ορθοδόξου
Πίστεως, θα πρέπει να επικροτήσωμεν την διδασκαλίαν αυτής εις τα δημόσια σχολεία,
ίδια κατά το ηθικόν μέρος αυτής, διότι εξ αυτής θα προέλθουν μεγάλα κοινωνικά
οφέλη, ως η μείωσις της παραβατικότητος και της εν γένει αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Η χριστιανική διδασκαλία, εφ' όσον είναι ανόθευτος από ανθρωπίνας παρανοήσεις,
περιέχει ως βασικά στοιχεία αυτής την ελευθερίαν και την γνώσιν αφ' ενός, την
αγάπην και την καταλλαγήν αφ' ετέρου και την εργασίαν και την αυτοσυγκράτησιν
εκ τρίτου», Οικουμενικού πατριάρχου κ Βαρθολομαίου, «Εν παιδεία και νουθεσία
Κυρίου», Ομιλία εις το Πανεπιστήμιον της Δυτικής Μακεδονίας, στο περ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ,
αρ. 9, Οκτώβριος 2005, σ. 725-726.
[17]Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών κ. Ιερώνυμος σε χαιρετισμό του που απηύθυνε σε Ημερίδα που οργανώθηκε
από το Μ. Βασίλειο στην Αθήνα στις 29.12.2012 για το μάθημα των Θρησκευτικών,
αναφέρει: «Στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία ἰδιαιτέρως,
κοινωνία ζυμωμένη καὶ ταυτισμένη μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἡ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ δόθηκε
πάντοτε μέσα καὶἀπὸ τὰ σχολεῖα. Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
καθρέφτισε καὶ προέβαλε μὲ ρεαλισμὸ καὶ σεβασμὸ πρὸς τὴν ἑλληνικὴἱστορία αὐτὴ
τὴν ταύτισι, γενιὲς Ἑλλήνων μαθητῶν μορφώθηκαν κάτω ἀπὸ τὴν ζωογόνο πνοὴ τῆς
Πίστεώς μας. Ἀποτέλεσμα ἀγαθὸ εἶναι ἡ ταυτότης καὶἡ αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων,
στοιχεῖα τόσο κρίσιμα καὶ χρήσιμα στὸ διάβα τῆς Ἱστορίας. Σήμερα σὲ μιὰἐποχὴ
συγκρητισμοῦ καὶ συγχύσεως, ἡἀπώλεια τῆς ταυτότητος εἶναι πρόβλημα ὁρατὸ γιὰ
τὴν πατρίδα μας. Ὁὁμολογιακὸς χαρακτήρας τοῦ μαθήματος εἶναι ἀνάγκη ἐπιτακτική.
Τὸ θέμα εἶναι πολὺ μεγάλο, καὶ κάθε συζήτηση καὶἐνασχόλησι μ’ αὐτὸ μέσα στὰ
πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς προοπτικῆς εἶναι πολύτιμη συμβολὴ καὶ προσφορὰ στὴν
ἑλληνικὴ κοινωνία καὶἰδίως στὴν ἑλληνικὴ νεολαία».
[18]Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Ηλείας κ.κ. Γερμανός τονίζει: «Είναι εμφανής η αλλοίωσις του περιεχομένου του
μαθήματος των Θρησκευτικών με τα νέα Αναλυτικά Προγράμματα».Ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Γλυφάδας κ.κ. Παύλος από άμβωνος θα πει για το μάθημα των
Θρησκευτικών: «Το θέμα του μαθήματος των θρησκευτικών, το οποίο υποβαθμίζεται
συστηματικώς, καθώς επιχειρούν και σχεδόν στη πράξη το πέτυχαν, να γίνει
διαθρησκευτικό, στο οποίο εξισώνουν τον Χριστό μας με τον Βούδα και τον
Μωάμεθ».Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ.κ. Κοσμάς
επισημαίνει σε Ποιμαντορική Εγκύκλιό του: «Σήμερα με την παναίρεση του
Οικουμενισμού και τον συγκρητισμό που απλώνεται παντού και στα εγχειρίδια
(εννοεί το Πρόγραμμα) ακόμη του σχολικού μαθήματος των Θρησκευτικών, πολεμούν
την Θεότητα του Χριστού μας». Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου
κ.κ. Ιγνάτιος γράφει σε άρθρο του ότι: «Άλας άναλον, λοιπόν θέλουν να προσφέρουν
στους Νέους μας οι νέοι Θεολόγοι». Και τους καλεί να μην προκαλούν με ερωτήσεις
του τύπου: «Τι θρησκευτικά θέλετε; Απαντώντας ο ίδιος: Τα Θρησκευτικά που
ξέρουμε. Αυτά που μιλούν για την πίστι μας. Αυτά θέλουμε». Ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Κυθήρων κ.κ. Σεραφείμ σε επιστολή του προς τον Υπουργό Παιδείας
προτρέπει: «Παρεμποδίσατε καί ανακόψατε τήν ὁρμήν νεωτεριστῶν θεολόγων,
παρεσυρμένων ἀπό τό ῥεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς παγκοσμιοποιήσεως,
τῆς “μεταπατερικῆς” θεολογίας, καθώς ἐπίσης καί τῆς
“μετανεωτερικότητας”, οἱ ὁποῖοι εἶναι θεολογικά καί ἐκκλησιολογικά
ἀνερμάτιστοι καί μέ τά “πιλοτικά τους προγράμματα”, πού ἤδη
ἐφαρμόζονται σέ ἐπιλεκτικά σχολεῖα ἀποπροσανατολίζουν τά παιδιά μας
ἀπό τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, καθώς παρεισφρύουν εἰς τό ὑλικό,
πού προσφέρουν εἰς τήν μαθητιῶσαν νεολαίαν, καί σοβαρά δογματικά
λάθη». Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ελασσώνος κ.κ. Βασίλειος σε εισήγησή του
προς τη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Οκτώβριος του 2012)
σημειώνει: «Το μάθημα των Θρησκευτικών αποτελεί τεράστιον θέμα. Επιδιώκουν και
μεθοδεύουν διάφοροι να πείσουν τους υπευθύνους αλλά και τον λαόν, ώστε να
μεταβληθεί εις μάθημα θρησκειολογίας και να απολέση τον ομολογιακόν του
χρακτήρα. Χρειάζεται συνεχής επαγρύπνησις, σοβαρά αντίστασις και πειστικός
διάλογος». Ο Μητροπολίτης Σπάρτης κ.κ. Ευστάθιος τονίζει ότι: «Η θρησκευτική
σχολική παιδεία, εφόσον βέβαια έχει ορθόδοξο χριστιανικό και όχι θρησκειολογικό
περιεχόμενο συνεργεί στη διαμόρφωση ισορροπημένων πολιτών».
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ.κ. Αμβρόσιος σε επιστολή του επισημαίνει: «το
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα έχει απομακρυνθή από τήν βασική επιταγή του Συντάγματος,
το οποίο ως σκοπό την παιδείας ορίζει: "την ηθικήν, πνευματικήν αγωγήν των
Ελλήνων, την ανάπτυξιν της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως".
Επιχειρείται η αλλοίωση της Ορθόδοξης Συνειδήσεως και αυτοσυνειδησίας των
παιδιών μας.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης
Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου κ. Προκόπιος τονίζει σε εισήγησή του
προς την Ιερά Σύνοδο, «τόν προβληματισμόν του… διά τήν σιωπήν και
ἀπουσίαν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Συνοδικῶν Ὀργάνων γύρω ἀπό τό θεμελιῶδες θέμα τοῦ
μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τήν Πρωτοβάθμιον και Δευτεροβάθμιον Ἐκπαίδευσιν»
επισημαίνει ότι «τό χρέος τῶν Συνοδικῶν καθίσταται ἐπάναγκες καί ἡὁμολογία
ἀπαραίτητος διά τήν κατίσχυσιν τῶν ὑγειῶν ἐκπαιδευτικῶν ἀρχῶν καί τοῦἀληθοῦς,
καλοῦ καί ὡφελίμου τῶν νέων καί τῆς δοκιμαζομένης συγχρόνου κοινωνίας» και
προτείνει στην Ιερά Σύνοδο να στηρίξει και να ενισχύσει «τά κείμενα ἐκείνων ποὺ
γράφουν σχετικῶς, ἐμπνεόμενοι ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξον ἐκπαιδευτικήν παράδοσιν»
και να απορρίψει «τὶς μνημονευόμενες καί δημοσιοποιούμενες θέσεις και λόγους
τῶν πρωτεργατῶν «ἐμπειρογνωμόνων» τοῦ ΠαιδαγωγικοῦἸνστιτούτου ἐπωνύμως,
αἱὁποῖαι, τώρα πού τίς πληροφορούμεθα, προκαλοῦν ἀντίλογον καί ἀντίδρασιν
σοβαράν….Νά δώσωμεν τήν ἐκκλησιαστικήν ὁμολογίαν, ἐνισχύοντες τάς προσπαθείας
τῶν διδασκάλων τῆς Θεολογίας, τῶν κοπιόντων και ἐργαζομένων τόν καλόν ἀγῶνα τῆς
μορφώσεως καί ἀγωγῆς τῆς νεότητος, τῶν ἑλληνοπαίδων».
Ο Μητροπολίτης
Κερκύρας πρόσφατα επεσήμανε την ανάγκη «οι θεολόγοι να δίδουν με όλες τους τις
δυνάμεις την μαρτυρία της ελληνορθόδοξης παράδοσης στα σχολεία» και ότι «για
την Εκκλησία το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για να
γνωρίσουν όλα τα παιδιά τι σημαίνει η πίστη στο Χριστό και πώς αυτή διαμόρφωσε
τη ζωή και την Ιστορία των Ελλήνων».
Επίσης, σύμφωνα με τα Πορίσματά της
ΚΔ' πανορθόδοξης συνδιάσκεψης για θέματα αιρέσεων (Νοέμβριος 2012) - για πρώτη φορά σε επίσημο
κείμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος - γίνεται ρητή και καταδικαστική αναφορά και
στη «ριζική ἀλλαγή τοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἀπό τόν
Συνταγματικά κατοχυρωμένο στήν Ἑλλάδα ὁμολογιακό του χαρακτῆρα σέ μία προοπτική
ἀποδόμησης, πού καταλήγει στόν θρησκευτικό συγκρητισμό».
[19]Σε ἐπιστολὴ Προς την Ιερά
Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ποὺ συνυπογράφουν «ἅπαντες οἱ ἐν τῇ κοινῇ
Συνάξει Ἀντιπρόσωποι καὶ Προϊστάμενοι τῶν εἴκοσι Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ἄθω», τονίζεται ὅτι σκοπὸς τοῦ Μαθήματος των Θρησκευτικών «δέον νὰ εἶναι οὐχὶ ἡ
μετάδοσις ξηρῶν καὶ ἀποσπασματικῶν γνώσεων καὶ ἡ προσφορὰ εἰς τὴν ἄωρον ἡλικίαν
τῶν μικρῶν ἑλληνοπαίδων σωρείας ἑτεροκλήτων θρησκευτικῶν παραστάσεων, συμβόλων,
πεποιθήσεων καὶ πρακτικῶν, ἀλλὰ ἡ μεταλαμπάδευσις εἰς τὰς ψυχὰς τῶν νέων τοῦ
πληρώματος τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ»... Ποῖος ἀρύεται τὸ δικαίωμα
ἀκυρώσεως τῆς Παιδείας τοῦ Γένους;», Με αγωνία ρωτοῦν μὲ ἀγωνία οἱ Ἁγιορεῖτες
Πατέρες... καὶ συνεχίζουν: «Δυστυχῶς διαπιστοῦται ὅτι, μὲ πρόσχημα τὴν ἀποφυγὴν
τοῦ ‘‘δογματισμοῦ’’ ἢ τοῦ ‘‘κατηχητισμοῦ’’ ἢ τῶν ‘‘ἀγκυλώσεων τοῦ παρελθόντος’’
εἰς τὸ σχολεῖον τῆς δῆθενπολυπολιτισμικῆς νέας ἑλληνικῆςκοινωνίας, ἐπιχειρεῖται
ἡ μετατροπὴ τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς γνωσιακόν - θρησκειολογικόν.
Φρονοῦμεν ὅτι τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν θὰ ἔδει νὰ εἶναι ὁμολογιακὸν διὰ νὰ
εἶναι ἀνοικτόν, εἰδάλλως θὰ εἶναι “φυλακή”».
Ο Καθηγούμενος επίσης της Ιεράς
Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους Αρχιμ. π. Γεώργιος Καψάνης προσθέτει με δικό
του κείμενο προς την Ιερά Σύνοδο: «Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών δημιουργεῖ
δικαιολογημένα ἀντιδράσεις. Τό νέο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν ἔχει πιά
Ὀρθόδοξο Χριστιανικό χαρακτῆρα, δέν βοηθεῖ τούς μαθητάς νά γνωρίσουν τήν
Χριστιανική τους Πίστι, δέν οἰκοδομεῖ τήν θρησκευτική, τήν ἐθνική καί τήν πολιτισμική
ταυτότητα τῶν ἑλληνοπαίδων.
Αὐτός ὁ ἰδιότυπος νεοβαρλααμιτισμός
ἐπιβάλλεται ἀπό μία μερίδα θεολόγων, οἱ ὁποῖοι δείχνουν πώς ἐχθρεύονται τήν
ἡσυχαστική θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν μαρτυρική Ὀρθοδοξία τῶν
Νεομαρτύρων, τήν ἀσκητική παιδεία τῶν Κολλυβάδων, τήν ἁπλοϊκή πίστι τῶν
ἀγωνιστῶν τῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821. Οἱ θεολόγοι αὐτοί δέν κατανοοῦν ὅτι
ἀντιστρατεύονται τόν λόγο τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὁ ὁποῖος
δέν ἀναγνωρίζει ἄλλες ὁδούς σωτηρίας πλήν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ…
Στην ίδια κατεύθυνση Ο προηγούμενος
της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Αρχιμ. π. Βασίλειος Γοντικάκης γράφει
προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, για ό, τι πάει να συντελεσθεί
στο χώρο της Παιδείας μας με τα νέα Πιλοτικά Προγράμματα Σπουδών: «Ένοιωσα
ότι κάτι ιερό και άγιο προδίδεται από το κεφάλαιο της Πίστεώς μας, κάτι που
τόχει ανάγκη ο άνθρωπος. Δεν εμπνέομε τη ζωή στην ψυχή του παιδιού με την
ενημέρωσι θρησκευτικών απόψεων και διαφορών αλλά με τα ζωντανά παραδείγματα αυτών
που νίκησαν τον θάνατο δια της θυσίας της αγάπης. Δεν τρέφεται η ψυχή του
μικρού παιδιού με υλικό πληροφοριών θρησκευτικών απόψεων άλλα με το πνεύμα του
ηρωισμού της αγάπης».
[20]OE, σ. 9.
[21]ΠΣ, σ. 12.
[22]ΟΕ, 27-28.
[23]ΟΕ, σ. 12.
[24]ΟΕ, σ. 92.
[25]ΟΕ, σ. 15.
[26]ΟΕ, σ.
36.
[27]ΟΕ, σ. 36-38.
[28]ΟΕ, σ. 45-46.
[29]ΠΣ - (Γυμνασίου), σ. 55.
[30]ΠΣ, σ. 98.
[31] Με έκπληξη παρατηρούμε ότι ενώ
το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρ. 16 μιλάει για «ανάπτυξη της θρησκευτικής
Συνείδησης, στο ΠΣ προστίθεται και το «κριτική», προκειμένου πίσω από αυτό να
στεγασθούν οι όποιες ασύμβατες με το Σύνταγμα επιχειρούμενες σε βάρος της θρησκευτικής
ταυτότητας των Ελλήνων «εκσυγχρονιστικές» και «προοδευτικές» αλλαγές,
παραποιήσεις και ανατροπές.
[32]ΠΣ, σ. 13.
[33]Π.Σ., σ, 22.
[34]ΟΕ, σ. 13.
[35] Σε μήνυμα που απέστειλε ο
Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος προς το Πανελλήνιο
Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Το μάθημα των θρησκευτικών: Προβληματισμοί –
Επισημάνσεις – Προτάσεις», το οποίο διοργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 11-12
Μαρτίου 2013 από το Εργαστήριο Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής του
Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπό την αιγίδα της Ιεράς Μητροπόλεως
Θεσσαλονίκης, μεταξύ άλλων επισημαίνει: «Ο Χριστιανός έχων επίγνωσιν ότι ο
Χριστός είναι η οδός και η αλήθεια και η ζωή μίαν μόνον γνώσιν επιδιώκει: την
γνώσιν του Θεού, ήτις διαφέρει ουσιαστικώς από την παρεχομένην εις τα σημερινά
σχολεία γνώσιν, καθ΄ ότι τυγχάνει καρπός κοινωνίας δύο προσώπων, του ανθρώπου
μετά του προσωπικού Θεού και ουχί καρπός παρατηρήσεως ενός αντικειμένου. Διό
και το πρόγραμμα της εκπαιδεύσεως πρέπει να είναι χριστοκεντρικόν και να έχη ως
βαθύτερον στόχον την πνεματικήν καλλιέργειαν των μαθητών… Όθεν, επιθυμία και
προσπάθεια της Εκκλησίας ημών είναι η παιδεία να προσφέρη εις τον σύγχρονον
παίδα αυτήν την εμπειρίαν της γνώσεως του αληθινού Θεού και μόνον υπό μίαν
τοιαύτην προοπτικήν νοηματοδοτείται η εκπαίδευσις και παροχή γνώσεως»
[36]ΟΕ, σ. 273.
[37]Α΄Κορ. 8, 4.
[38]Α΄Ιω. 5, 20.
[39]Εφεσ. 6, 4.
[40]Από το Εργαστήριο Παιδαγωγικής –
Χριστιανικής Παιδαγωγική του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
Α.Π.Θ. δίνονται στη δημοσιότητα τα τελικά Πορίσματα του Πανελληνίου
Επιστημονικού Συνεδρίου για το Μάθημα των Θρησκευτικών:
Ι. Στη Θεσσαλονίκη, τη Δευτέρα και
Τρίτη 11- 12 Μαρτίου 2013, έλαβε χώρα το Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο με
θέμα: «Το μάθημα των θρησκευτικών: Προβληματισμοί – Επισημάνσεις – Προτάσεις»,
το οποίο διοργανώθηκε από το Εργαστήριο Παιδαγωγικής – Χριστιανικής
Παιδαγωγικής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής
Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπό την αιγίδα της Ιεράς
Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.
ΙΙ. Από τις εισηγήσεις του
Συνεδρίου προέκυψε σοβαρός και πολλαπλός προβληματισμός, ως προς την κατεύθυνση
της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από το
περιεχόμενο και την εν γένει παιδαγωγική και θεολογική ταυτότητα του
προτεινόμενου Προγράμματος Σπουδών, που εφαρμόζεται πιλοτικά σε σχολεία της
Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης από το έτος 2011, αλλά και μέσα από τα
προβλήματα που δημιουργεί το ζήτημα των απαλλαγών από το Μάθημα των
Θρησκευτικών.
ΙΙΙ. Από τη μελέτη και κριτική του
προτεινόμενου Προγράμματος Σπουδών που περιλήφθηκε στις εισηγήσεις του
Συνεδρίου, διαπιστώθηκε ότι το Πρόγραμμα πρέπει να αποσυρθεί, με το σκεπτικό
ότι τα προβλήματα που παρουσιάζει είναι δομικά και δεν επιδέχονται διορθώσεων ή
ουσιαστικών παρεμβάσεων.
ΙV. Από το Συνέδριο, επίσης, προέκυψε η
ανάγκη σύνταξης ενός νέου Προγράμματος για τα Θρησκευτικά, με τη συμμετοχή των
ειδικών επιστημόνων των Θεολογικών Σχολών, εκπροσώπων της Εκκλησίας,
εκπροσώπων της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων και των άλλων περιφερειακών
Συνδέσμων και Παραρτημάτων Θεολόγων, καθώς και ενεργών θεολόγων της Α/θμιας και
Β/θμιας Εκπαίδευσης με ειδικά προσόντα.
Στο νέο Πρόγραμμα θα πρέπει να
ληφθούν υπόψη οι σύγχρονες επιστημονικές προϋποθέσεις σύνταξης αναλυτικών
προγραμμάτων, το πνευματικό επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού, η ορθή εννοιολόγηση
του πλουραλισμού και της θρησκευτικής αγωγής. Κυρίως, επίσης, θα πρέπει να
ληφθεί υπόψη η σχέση του περιεχομένου του με την ιστορική και θρησκευτική
ταυτότητα του τόπου, σε συνδυασμό με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Παράλληλα είναι ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη το νομικό και δικαιοπολιτικό
καθεστώς, ελληνικό και διεθνές, ως προς τη θρησκευτική εκπαίδευση.
Το νέο Πρόγραμμα θα πρέπει να είναι
απαλλαγμένο από κάθε είδους σκοπιμότητες, οποιουδήποτε χαρακτήρα, που στη
σύγχρονη κρίσιμη εποχή για την παιδεία και τον πολιτισμό μας, συνιστούν πολυποίκιλη
τροχοπέδη.
[41]ΠΣ, σ. 21.
[42]ΟΕ, σ. 76-77.
[43]ΟΕ, σ. 100-101.
[44]ΟΕ, σ. 101.
[45]ΟΕ, σ. 104-105.
[46]ΟΕ, σ. 104-105.
[47]ΟΕ, σ. 13-14.
[48]ΟΕ, σ. 14-15.
[49]ΟΕ, σ. 14-15.
[50]ΟΕ,270.
[51]ΟΕ,272-273.
Πηγή: "Ἀκτίνες"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.