Ἐπίκαιρος ὅσο ποτὲ ἄλλοτε ὁ Μ. Φώτιος -ποὺ σήμερα ἑορτάζουμε- γιὰ νὰ κλείσει ἀπύλωτα
στόματα συγχρόνων θεολόγων καὶ ἱερωμένων, ποὺ ἀντὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, συμβουλεύουν τοὺς πιστοὺς νὰ παραμένουν κάτω ἀπὸ τὶς
ὁδηγίες τῶν Ἐπισκόπων ποὺ αἱρετίζουν ἢ κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετίζοντες
συναδέλφους τους, ἔχοντας μετατρέψει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἰησοῦ Χριστου σὲ ἕνα
δεσποτικὸ
κλάμπ, ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι δὲν σώζονται, ὅσοι πιστεύουν Ὀρθόδοξα, ἀλλὰ ὅσοι
παραμένουν …ἑνωμένοι μὲ τοὺς Ἐπισκόπους!
Παραθέτουμε στὴ συνέχεια ἀποσπάσματα ἀπὸ
μελέτη-ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ σὲ ἱερωμένους ποὺ διαστρέφουν τὴν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου Φωτίου.
Ὁ 15ος Κανών τῆς ΑΒ Συνόδου ἐν σχέσει μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί
τὸν ἅγιο καὶ Μ. Φώτιο
Ὁ Μ. Φώτιος εἰς τόν λόγον του «Περί τῆς τοῦ ἁγ. Πνεύματος μυσταγωγίας» ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καί οὐδέ τῶν τοῦ θεσπεσίου Παύλου φρίττουσι
φωνήν, ἥν αὐτοί κατά τῶν Πατέρων αὐτῶν μετά πολλῆς ἀπορρίπτουσι τῆς κακουργίας.
Καί γάρ οὗτος ὁ τήν ἐξουσίαν λαβών δεσμεῖν καί λύειν καί τοῦ δεσμοῦ φοβερόν ἅμα
καί κραταιόν (μέχρι γάρ αὐτῆς ἀναφέρεται τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν), οὗτος δή
μεγάλη καί διαπρυσΐῳ κέκραγε τῇ φωνῇ∙ “Κἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται
ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”.
»Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς Ἐκκλησίας σάλπιξ ὁ τοσοῦτος
καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί
παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει, καί οὐ τούς ἄλλους μόνον, οἵτινες τοῦτο
τολμήσειαν, ἀραῖς ἀνυπερβλήτοις ὑπάγει, ἀλλά καί ἑαυτόν, ἔνοχος εἰ ὀφθείη, πρός
τήν ἴσην συνωθεῖ δίκην. Καί οὐδέ μέχρι τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως
περιγράφει, ἀλλά καί τόν οὐρανόν αὐτόν ἐρευνᾷ∙ κἄν ἄγγελον εὕρῃ τοῖς ἐπί γῆς ἐκεῖθεν
ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον κήρυγμα, τοῖς ὁμοίοις
δεσμοῖς ὑποβάλλει καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει»
(ΕΠΕ 4, 396,30).
Ἐδῶ, ὁμολογεῖ κατ’ ἀρχάς ὁ Μ. Φώτιος ὅτι ὁ Παῦλος ἔλαβε τήν ἐξουσία τοῦ
δεσμεῖν καί λύειν καί ὄχι, ὅπως ἀναφέρουν κάποιοι σύγχρονοι πατέρες, τήν ἐξουσία
τοῦ νά παραπέμπη στήν Σύνοδο τούς αἱρετικούς. Μάλιστα ἀναφέρει ὁ ἅγιος, ἡ ἐξουσία
του ἐπεκτάθηκε καί στόν οὐρανό, ἐφ’ ὅσον δηλαδή ἀναθεματίζει καί ἀγγέλους, ἄν
κηρύττουν κάτι ἀντίθετο στό εὐαγγελικό κήρυγμα. Ἀναφέροντας ἐν συνεχείᾳ τό
χωρίον τοῦ Παύλου (Γαλατ. 1,8) τό ἑρμηνεύει λέγοντας ὅτι «τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερον τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί
παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει».
Ἄρα λοιπόν, ὅλους αὐτούς, ὁ Παῦλος τούς παραπέμπει εἰς τό ἀνάθεμα,
σύμφωνα μέ τόν Μ. Φώτιο καί ὄχι στήν Σύνοδο. Τά λόγια τοῦ ἀπ. Παύλου, ὁ Φώτιος,
τά ἀναφέρει ὡς καταδικαστική ἀπόφασι: «Καί οὐδέ μέχρι
τούτου τό φοβερόν τῆς ἀποφάσεως περιγράφει». Ἐν συνεχείᾳ ἐπεκτείνει
τήν ἐξουσία τοῦ Παύλου στόν οὐρανό: «ἀλλά καί τόν οὐρανόν
αὐτόν ἐρευνᾷ». Στήν ἔρευνα τοῦ οὐρανοῦ ἐξετάζει τό φρόνημα τῶν ἀγγέλων: «κἄν ἄγγελον εὕρη τοῖς
ἐπί γῆς ἐκεῖθεν ἐπιστάντα καί ἕτερόν τι παρά τό εὐαγγελικόν εὐαγγελιζόμενον
κήρυγμα...». Αὐτούς τούς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι θά ἔχουν ἄλλο φρόνημα ἀπό
τό εὐαγγελικό «τοῖς ὁμοῖοις δεσμοῖς ὑποβάλλει
καί τῷ διαβόλῳ παραπέμπει».
Ἀπ’ ὅτι φαίνεται λοιπόν, πατέρες, ἐσεῖς περιωρίσατε τήν ἐξουσία τοῦ
Παύλου, ἤ μᾶλλον τήν καταργήσατε καί τήν ἀποδώσατε στήν Σύνοδο, πρᾶγμα τό ὁποῖον
σημαίνει γιά τίς ἡμέρες μας, ὅτι τήν ἐξουσία τοῦ Παύλου τήν ἀποδώσατε στούς ἴδιους
τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία σας, πρέπει νά
καταδικάσουν πρῶτα τήν αἵρεσί των καί ἔπειτα τούς ἑαυτούς των. Ἄν δέν ἔχετε
κατανοήσει τό πόσο ἀπέχετε ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί μάλιστα αὐτήν πού ἑρμηνεύει
τήν ἁγ. Γραφή, τουλάχιστον νά σᾶς πείση ἡ κατάστασις στήν ὁποία ἔχει ὁδηγηθῆ ἡ Ὀρθοδοξία,
διότι οἱ ἀντιοικουμενιστές ἐνστερνίστηκαν τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί μέ βάσι αὐτήν πολεμοῦν μέ
χαρτοπόλεμο τούς αἱρετικούς.
Καί κάτι ἀκόμη, τό ὁποῖο ἀνίχνευσα εἰς τόν Μ. Φώτιο, ὑπάρχει ὅμως καί εἰς
τό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς. Πρόκειται γιά τό ἔργο τοῦ Φωτίου «Σύνταγμα τῶν Κανόνων» (Τίτλος Α΄ Κεφαλ.
2) καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἅπαντα τά παρά τήν ἐκκλησιαστικήν παράδοσιν καί
τήν διδασκαλίαν καί ὑποτύπωσιν τῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων καινοτομηθέντα καί πραχθέντα ἤ μετά τοῦτο πραχθησόμενα, ἀνάθεμα» (ΕΠΕ 10,30).
Ἐδῶ θέλω νά προβληματισθῆτε, πατέρες, εἰς τό ἑξῆς. Πῶς εἶναι δυνατόν
οἱ Πατέρες αὐτοί, συνοδικῶς διασκεψάμενοι, νά ἀναθεματίζουν –πέραν τῶν ἄλλων– καί κάθε μελλοντική καινοτομία καί νά μήν ἔχη αὐτήν τήν ἐξουσία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Διότι ἐσεῖς διδάσκετε ὅτι, διά νά ἔχη ἰσχύ ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Παύλου, πρέπει νά ἐπιληφθῆ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία θά κρίνη καί θά καταδικάση τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε πολύ περισσότερο δέν ἰσχύει ὁ μελλοντικός ἀναθεματισμός τῶν Πατέρων αὐτῶν καί, μάλιστα, γιά καινοτομίες πού ἀφοροῦν τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τήν ἐκκλησιαστική Παράδοσι. Στήν περίπτωσι ὅμως αὐτή, τό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, εἰς τό ὁποῖο ἀναφέρεται αὐτός ὁ ἀναθεματισμός, εἶναι λάθος καί συνεπῶς κακῶς τό ἐδιάβασε ὁ Μητροπολίτης σας προσφάτως κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (τὸ 2011).
οἱ Πατέρες αὐτοί, συνοδικῶς διασκεψάμενοι, νά ἀναθεματίζουν –πέραν τῶν ἄλλων– καί κάθε μελλοντική καινοτομία καί νά μήν ἔχη αὐτήν τήν ἐξουσία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Διότι ἐσεῖς διδάσκετε ὅτι, διά νά ἔχη ἰσχύ ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Παύλου, πρέπει νά ἐπιληφθῆ ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία θά κρίνη καί θά καταδικάση τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε πολύ περισσότερο δέν ἰσχύει ὁ μελλοντικός ἀναθεματισμός τῶν Πατέρων αὐτῶν καί, μάλιστα, γιά καινοτομίες πού ἀφοροῦν τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τήν ἐκκλησιαστική Παράδοσι. Στήν περίπτωσι ὅμως αὐτή, τό Συνοδικό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, εἰς τό ὁποῖο ἀναφέρεται αὐτός ὁ ἀναθεματισμός, εἶναι λάθος καί συνεπῶς κακῶς τό ἐδιάβασε ὁ Μητροπολίτης σας προσφάτως κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (τὸ 2011).
Εἰς ὅλα αὐτά τά ἀδιέξοδα καί τά ἀσυμβίβαστα θά ὁδηγῆσθε διαρκῶς, πατέρες,
μέχρις ὅτου ἀπορρίψετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος. Διότι καί ὁ ἀπ. Παῦλος
ἔχει αὐτήν τήν ἐξουσία νά ἀναθεματίζη τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, καί οἱ
Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς ἔχουν τήν ἐξουσία νά ἀναθεματίζουν τούς
μελλοντικούς αἱρετικούς, καί ἀκόμη καί μεμονωμένοι Πατέρες.
Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν προκειμένῳ ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ἀλλὰ καὶ ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως
αἱρετικὸς κατὰ τὴν ἐκείνων αἵρεσιν ἢ ἑτέραν,
κἂν ἐπίσκοπος, κἂν ἀσκητής, κἂν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλὰ καὶ εἴ τις μὴ ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατὰ τὸ ἀναγκαῖον
πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος»
(Φατ. 34, 99, 138). Καί σέ ἄλλη ἐπίσης ἐπιστολή ὁ ὅσιος ἀναφέρει: «Ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα, πάντα αἱρετικόν
δυνάμει κἄν οὔ ρήματι, ἀναθεματίζει» (Φατ. 49, 142,85). Σημειωτέον ὅτι καί
τά δύο αὐτά χωρία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἶναι ἀπό ἐπιστολές πού τίς ἀπέστειλε
κατά τήν χρονική περίοδο τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως.
Ἐσεῖς, πατέρες, ἀντιθέτως πρός τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, θεωρεῖτε ἀναθεματισμένους
μόνον ἐκείνους γιά τούς ὁποίους θά ἐκφωνήσει ἡ Σύνοδος συγκεκριμένως καί ὀνομαστικῶς
τό ἀνάθεμα, ἀφοῦ, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, ἐξετάσει τήν αἵρεσι σάν τόν χειροῦργο ἰατρό,
ὁ ὁποῖος θά ἀποκόψη τό τμῆμα αὐτό τοῦ σώματος, τό ὁποῖο ἔχει γάγγραινα. Δηλαδή,
οἱ ἀναθεματισμένοι ἀπό τόν ἀπ. Παῦλο καί τούς Ἁγίους, εἶναι γιά σᾶς ἀναθεματιστέοι.
Φυσικό λοιπόν εἶναι, ἐφ’ ὅσον ἡ Σύνοδος ἔχει αὐτήν τήν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν,
ἔχει καί τήν ἐξουσία τοῦ λύειν, ὁπότε ἡ περί τόν Ἀθηναγόρα Σύνοδος τοῦ
Πατριαρχείου κατά τό 1965 προέβη στήν λεγομένη ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων μέ τούς
Παπικούς. Ἄν λοιπόν αὐτά εἶναι τά θέματα τῆς κάθε Συνόδου καί ἄν τήν ἐξουσία τοῦ
δεσμεῖν καί λύειν τήν ἔχετε μεταφέρει ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο καί τούς ἁγίους
Πατέρας στήν ἐνδημοῦσα Σύνοδο, τότε ἀσφαλῶς πρέπει νά ἀναγνωρίζετε καί τήν ἄρσι
τῶν ἀναθεμάτων ἐπί Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, διότι διαφορετικά εἶστε ἀνακόλουθοι,
δηλαδή δέν ἀκολουθεῖτε αὐτά πού διδάσκετε.
Ἡ ἀποτείχισις καὶ ὁ ἅγιος καὶ Μ. Φώτιος
Ἡ ὁμιλία αὐτή τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι θαυμάσια καί ἴσως
ἀπό τίς λίγες στό εἶδος της, ἐπειδή ὁμιλεῖ γιά τόν τρόπο πού ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί,
προκειμένου νά ὑποτάξουν τούς Ὀρθοδόξους.
Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφερθῶ
ἐπ’ ὀλίγῳ στόν Μ. Φώτιο ἀκολουθώντας τήν σειρά τῆς κριτικῆς μελέτης σας. Ἐδῶ
στή σελ. 38 γράφετε τά ἑξῆς: «Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ π. Εὐθύμιος παραθέτει δύο ἀποσπάσματα
λόγων τοῦ Ἁγίου, στά ὁποία οὐσιαστικά ὁ Ἅγιος ἐπαναλαμβάνει τήν πλούσια
προγενέστερη πατερική παράδοση σχετικά μέ τήν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς.
Ἑπομένως, δέν χρειάζεται νά τά σχολιάσουμε, διότι ἡ ἀπάντηση ἔχει ἤδη δοθεῖ μέ ὅσα
ἐλέχθησαν στά κεφάλαια τῶν προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων. Ἐδῶ τοῦτο μόνον θά ὑπογραμμίσουμε
ὅτι ὁ Ἅγιος, γράφοντας γιά τήν στάση τῶν πιστῶν ἀπέναντι στούς αἱρετικούς, μέ
κανέναν τρόπο δέν ἀποσκοποῦσε νά ἀχρηστεύσει ἤ νά περιθωριοποιήσει τόν
πρωταρχικό ρόλο τῶν Συνόδων στήν διάγνωση καί κατάγνωση τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν,
ὅπως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὁ π. Εὐθύμιος: “χωρίς διαδικασίες ἤ άποφάσεις Συνόδων”
(σελ. 148).
»Οὔτε κατά διάνοιαν μιά τέτοια σκέψη. Διότι
πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Ἅγιος νά ἀγνοήσει ἕνα θεσμό, ὁ ὁποῖος εἶχε παγιωθεῖ πλέον ὡς
παράδοσις ἐννέα αἰώνων στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καθ' ὅν χρόνον μάλιστα ὁ ἴδιος ὡς
Πατριάρχης Κων/λεως συνεκρότησε δύο Συνόδους, τήν Πρωτοδευτέρα, καί τήν Σύνοδο
τοῦ 879, ἡ ὁποία στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας θεωρείται ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική, μέ
τήν ὁποία μάλιστα ἐπέφερε τό πρῶτο καίριο πλῆγμα κατά τοῦ Παπισμοῦ;».
Ἐδῶ, πατέρες, κατ’ οὐσίαν
παραιτεῖσθε κάθε σχολιασμοῦ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγ. Φωτίου καί ἀναμασᾶτε πάλι
τό ἴδιο παραμύθι γιά τόν «πρωταρχικό ρόλο
τῶν Συνόδων στήν διάγνωσι καί κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν».
Κάνετε δέ πάλι τό ἴδιο λάθος, νά μήν προσπαθῆτε δηλαδή νά φέρετε σέ συμφωνία
τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων μέ τήν ἁγ. Γραφή, τούς ἱερούς Κανόνες καί τόν ρόλο τῶν
Συνόδων. Ἐδῶ, προφανῶς γιά νά μήν ἐλεγχθῆτε ὡς διαστρέφοντες τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, δέν ἀναφέρετε καθόλου τό ἐπίμαχο χωρίο τοῦ ἁγ. Φωτίου, ἐπειδή σ’ αὐτό
φαίνεται καθαρά, ποία πρέπει νά εἶναι ἡ στάσις τοῦ κάθε πιστοῦ ἀπέναντι στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἐδῶ, ἐπίσης,
δείχνετε καθαρά ὅτι τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τήν ἐπικαλεῖσθε, ὄχι μόνον γιά νά
κατοχυρώσετε τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, ἀλλά καί γιά νά καλυφθῆτε καί ἐσεῖς
καί νά δικαιολογήσετε τήν στάσι σας, ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων,
εἶναι τελείως ἀντιπατερική καί ἀνορθόδοξη∙ ἐνῶ, δηλαδή οἱ Ἅγιοι διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς
αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἐσεῖς ἀντιθέτως
διδάσκετε τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς μετά τήν καταδικαστική δι’ αὐτούς ἀπόφασι
τῆς Συνόδου. Δηλαδή, ἐσεῖς θά ἀρχίσετε νά πολεμᾶτε, ὅταν ἤδη ἔχει
τελειώσει ὁ πόλεμος!
Τελικῶς, πατέρες,
νομίζω ὅτι τό ἐπιχείρημά σας αὐτό, ὅτι δηλαδή ἡ ἀποτείχισις ἀχρηστεύει καί
περιθωριοποιεῖ «τόν πρωταρχικό ρόλο τῶν
Συνόδων στήν διάγνωσι καί κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν» εἶναι
πέραν τῶν ἄλλων καί ἀστεῖο, καί παιδαριῶδες, καί, κατ’ οὐσίαν, μόνον ἐπιχείρημα
δέν εἶναι. Διότι ἔχει λεχθῆ, καί πρέπει πρός ἐμπέδωσι νά ἐπαναλβάνεται συνεχῶς,
ὅτι ἡ ἀποτείχισις ὄχι μόνο δέν περιθωριοποιεῖ καί ἀχρηστεύει τόν ρόλο τῆς
Συνόδου, ἀλλά τόν κάνει ἔτι σημαντικώτερο καί οὐσιωδέστερο, διότι πέραν τῆς
καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, πρέπει ἡ Σύνοδος, διά τῆς ἐπαναφορᾶς
καί διακηρύξεως τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, νά ὀρθοτομήση τόν λόγο τῆς ἀληθείας
(τέμνοντας δηλαδή τά νόθα), νά ἀποδείξη ὅτι εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Μίας Ἁγίας
Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί, δι’ αὐτοῦ τοῦ
τρόπου, νά ἑνώση καί ἐνσωματώση καί τούς ἀποτειχισμένους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἀφίσταντο
ἀπό αὐτούς, ὅσον καιρό αὐτή ὑπέθαλπε ἤ καί διεκήρυττε τήν αἵρεσι.
Καταλαβαίνετε
δηλαδή, πατέρες, ὅτι ἡ ἀποτείχισις
δημιουργεῖ ἔτι ἐπείγουσα τήν ἀνάγκη συγκλήσεως ὀρθοδόξου Συνόδου καί ἄρα, αὐτό πού
ἰσχυρίζεσθε, εἶναι κατά τό δή λεγόμενο ἱστορίες γιά ἀγρίους. Ἄλλωστε ἔχει πάλι
λεχθῆ, ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀποσκοπεῖ στήν
προσωπική ἀσφάλεια τῶν πιστῶν, ἐνῶ ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου ἔχει γενικό χαρακτῆρα, νά
ὀρθοδοξήση δηλαδή, ὅλη ἡ τοπική Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπόν, ἀπορίας ἄξιον, πῶς
ἐσεῖς τά συγχέετε αὐτά, εἰς τρόπον ὥστε νά θεωρῆτε ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἐπιβουλεύεται
τόν θεσμό τῆς Συνόδου.
Ἐν συνεχείᾳ θά ἀναφέρω
τό χωρίο τοῦ ἁγ. Φωτίου, τό ὁποῖο ἀφήσατε ἀσχολίαστο, ἐπειδή προφανῶς δέν εἴχατε –πέραν τοῦ ὀρθολογισμοῦ–
νά προβάλλετε ἄλλο ἐπιχείρημα:
«Αἱρετικός ἐστίν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν
δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί
δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα
πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε·
φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα
προσήκει τούς τοιούτους.
»Ὀρθόδοξός
ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται,
οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς
τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης
φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου
τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ
δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400,31).
Ἐξ αὐτοῦ τοῦ χωρίου,
πατέρες, ἐξάγονται ἀβίαστα τά ἑξῆς συμπεράσματα. Ὁ αἱρετικός ποιμένας εἶναι ἐπικίνδυνος,
ὅπως ὁ λύκος γιά τό πρόβατο. Καθίσταται λύκος διά τῆς
αἱρέσεως καί ὄχι διά τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου ἤ μετά τήν ἀπόφασι τῆς
Συνόδου, διότι τόν χαρακτηρίζει λύκο ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι αἱρετικός. Ἡ ἀπομάκρυνσις
ἀπό αὐτόν πρέπει νά εἶναι ἄμεση καί τέτοια, σάν αὐτόν πού βλέπει ξαφνικά ἕνα κίνδυνο
ἐμπρός του νά κάνη ἕνα πήδημα γιά νά σωθῆ. Δέν πρέπει νά ἐξαπατηθῆ ὁ πιστός, ἔστω
καί ἄν ἰδῆ σ’ αὐτόν τόν ποιμένα κάποια ἐξωτερικά χαρίσματα. Πρέπει πέραν τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἐπικοινωνίας νά ἀποφύγη καί κάθε ἄλλη συνομιλία καί
συναναστροφή μαζί του, διότι μπορεῖ νά ἐπηρεασθῆ
ἀπό τό αἱρετικό δηλητήριο.
Στόν αἱρετικό, τέλος, ὅ,τι καλό καί ἄν ὑπάρχη, λειτουργεῖ σάν τό δόλωμα στό ἀγκίστρι,
δηλαδή πρός ἐξαπάτησι τῶν ἁπλουστέρων.
Εἶναι εὔλογο,
πατέρες, νά διερωτηθῆ κανείς, πῶς εἶναι δυνατόν ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου νά
ταιριάξη –ἔστω καί κακόγουστα– μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος; Πῶς δηλαδή
μπορεῖ κανείς νά περιμένη, ἔχοντας ἕνα λύκο γιά πρόβατο; Καί πῶς δύναται
κάποιος νά ἰσχυρισθῆ ὅτι, περιμένοντας, ἀκολουθεῖ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί
δέν θά βλαφθῆ ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο;
Ἐδῶ προφανῶς ἀκολουθεῖτε μία καινοτόμο ὁδό, ἡ ὁποία
εἶναι ἴδια
μέ αὐτή τοῦ Π.Σ.Ε., δηλαδή τήν ὁδό τῆς
συνυπάρξεως καί τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως.
Εἶναι ἀνάγκη ἐδῶ, νά
μεταφέρωμε καί ἕνα μικρό κείμενο τοῦ ἁγ. Φωτίου, τό ὁποῖο προηγεῖται, στήν ὁμιλία του αὐτή τοῦ χωρίου πού παραθέσαμε. Ἀμέσως
προηγουμένως ὁ ἅγιος εἶπε τά ἑξῆς: «ἵνα
φύγητε τήν μίμησιν, ὧν τήν ἀσέβειαν ἐβδελύξασθε, καί μή μέρει τινί τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν ἀποσπασάμενοι καί τό λοιπόν
τοῦ δυσσεβήματος κατ’ ὀλίγον ὑπορροφεῖν ἐνεθισθείητε».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος διδάσκει
κάτι ἐκπληκτικό
καί ἀποκαλυπτικό γιά τίς ἡμέρες μας. Ἄν λέγει, μείνωμε κοντά στούς αἱρετικούς ἤ
ἔχομε μερική
καί ὄχι ὁλοκληρωτική ἀπομάκρυνσι, σιγά–σιγά θά ἀφομοιώσωμε τήν ἀσέβειά των καί
θά ἐθιστοῦμε μέ αὐτή. Ἐξετάστε, πατέρες, ἄν ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἁγίου
δέν ἀποδεικνύεται σήμερα πέρα γιά πέρα ἀληθινή.
Διαφωνεῖτε ὅτι σήμερα ὑπάρχει ἐθισμός τῶν Ὀρθοδόξων πρός τόν Οἰκουμενισμό;
ὅτι πλέον δέν μᾶς συγκινοῦν καί δέν μᾶς ταράζουν οἱ συμπροσευχές καί
συνιερουργίες των; ὅτι δέν μᾶς προβληματίζουν oἱ ἀναγνωρίσεις τῶν μυστηρίων
τους; ὅτι δέν αἰσθανόμεθα ρίγος, διότι ἀνήκουμε
ἅπαντες ὡς τοπικές Ἐκκλησίες στό Π.Σ.Ε.; Δηλαδή ὁ ἐθισμός ὑπάρχει σέ τέτοιο
βαθμό, ὥστε νά μήν γνωρίζωμε τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, τά ὅρια τῆς ὑπακοῆς στούς
ποιμένες, νά ἔχωμε ἀποκτήσει δυτικό τρόπο ζωῆς καί σκέψεως. Καί μάλιστα
περισσότερο ἐθισμένοι εἶναι αὐτοί, τούς ὁποίους θεωρεῖτε ἀκατάρτιστους καί ἀνίκανους
διά τήν διάγνωσι τῆς ἀσθενείας καί πρέπει νά περιμένουν τούς φωτισμένους ἰατρούς
γιά νά κάνουν τήν διάγνωσι αὐτή.
Ἀπό αὐτή τήν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου θά πρέπει νά κατανοήσωμε ὅτι, καί ἡ σχετική διδασκαλία τῶν
Ἁγίων νά μήν ὑπῆρχε περί ἀποτειχίσεως, θά ἔπρεπε νά μᾶς ὁδηγήση εἰς αὐτήν ὁ ἐθισμός
τῆς αἱρέσεως, ὁ ὁποῖος ἤδη ὑπάρχει στό ὀρθόδοξο ποίμνιο. Καί ἐσεῖς στήν κριτική
σας μελέτη ἀποφαίνεσθε ὅτι «οὔτε κατά διάνοια
τέτοια σκέψι».
Πῶς λοιπόν, πατέρες,
νά μήν σᾶς καταλογίσωμε ὄχι ἁπλῶς εὐθύνη, ἀλλά καί ὑστεροβουλία καί συνασπισμό
μέ τούς ὑπεναντίους καί οὐσιαστικό ρόλο στήν ὅλη πορεία καί ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως;
Πρίν κλείσομε τό
κεφάλαιο αὐτό τοῦ ἁγ. Φωτίου, πρέπει νά ἀναφέρωμε καί τήν διδασκαλία του γιά
τόν ὀρθόδοξο ποιμένα. Ἐδῶ ὁ ἅγιος δηλώνει τήν ἀντίθετη ἀντιμετώπισι τῶν πιστῶν ἀπό
τόν αἱρετικό. Δείχνει ἀκόμη ὅτι ἡ ὑπακοή καί ἡ ὑποταγή εἶναι προσωπική ὑπόθεσις
καί εὐθύνη τοῦ καθενός καί πρέπει νά γίνεται μέ αὐστηρά κριτήρια, τά ὁποῖα ὁ ἅγιος
τά ἀναφέρει. Δηλαδή νά ἔχη ὁ ποιμένας τήν σφραγίδα τῆς εὐσεβείας καί νά μήν ἔχη
κανένα αἱρετικό ψεγάδι ἤ φρόνημα.
Ἐπίσης, δηλώνει
σαφέστατα ὅτι, πέραν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν πρέπει νά ἐξετάζωμε, ὅ,τι
δηλαδή ἀφορᾶ τίς προσωπικές του ἁμαρτίες. Ἐδῶ συμφωνεῖ ὁ ἅγιος ἄριστα μέ τό πρῶτο
μέρος τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας καί τούς δύο
προηγουμένους, τούς ὁποίους, ἐσεῖς πατέρες, ἐταυτίσατε μέ τό δεύτερο μέρος,
δηλαδή μέ τά θέματα τῆς πίστεως. Γιά τά προσωπικά
ἁμαρτήματα τοῦ Ἐπισκόπου ἀναφέρουν οἱ ἐν λόγῳ Κανόνες ὅτι θά ἀποφασίση ἡ Σύνοδος καί ὁ ἅγιος
προτρέπει ἐμεῖς αὐτά νά μήν τά ἐξετάζωμε.
Νομίζω πατέρες,
τελικά ὅτι κρατώντας τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, πρέπει νά διαγράψετε ὅλους
τούς Ἁγίους καί βεβαίως τήν ἁγ. Γραφή. Ἡ ὁμιλία αὐτή τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι
θαυμάσια καί ἴσως ἀπό τίς λίγες στό εἶδος της, ἐπειδή ὁμιλεῖ γιά τόν τρόπο πού ἐργάζονται
οἱ αἱρετικοί, προκειμένου νά ὑποτάξουν τούς Ὀρθοδόξους. Διά τόν λόγον αὐτόν θά
μεταφέρωμε κάποια ἀκόμη σημεῖα, τά ὁποῖα ἴσως εἶναι χρήσιμα καί γιά τήν αἵρεσι
τῶν ἡμερῶν μας.
Ἀναφέρει λοιπόν, ὁ ἅγιος
γιά τόν τρόπο μέ τό ὁποῖο ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί τά ἑξῆς: «Εἶτα προθυμουμένοις αὐτοῖς ἀνακινεῖν τήν Ἀρείου
αἵρεσιν, ἐπείπερ ὁ καιρός οὐ συνέτρεχεν (ἔτι γάρ ὁ μέγας Κωνσταντῖνος τῷ βίῳ
παρών καί τά τῆς βασιλείας διϊθύνων σκῆπτρα πολλήν ἐποιεῖτο τῆς τῶν ἐκκλησιῶν εἰρήνης
τήν πρόνοιαν), ἄλλη τις τοῖς πονηροῖς ὁδός ἐξευρίσκεται, δι’ ἧς καί λαθεῖν ὡς
κατά τῆς εὐσεβείας αὐτοῖς ὁ πόλεμος ἀναρρύγνυται καί τήν βουλήν αὑτῶν κατά
σκοπόν προχωρήσεις ᾤοντο. Τί δή τοῦτο ἦν; Μεταφέρειν
ἔγνωσαν τήν κατά τῆς πίστεως συσκευήν κατά τῶν τῆς πίστεως προμάχων∙ ἐκείνων
γάρ αὐτοῖς ἐκποδών γινομένων, εὐχαρῆ λοιπόν ἐλπίζειν καί τήν τῆς εὐσεβείας
καταστροφήν ἐξεργάσεσθαι» (ΕΠΕ 12,384).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος
ὅτι οἱ ἡγέτες τοῦ Ἀρειανισμοῦ, ἐπειδή ἤθελαν νά ἐπιβάλλουν τήν αἵρεσι καί δέν ἠδύναντο
διά τῶν δογμάτων καί τῆς θεολογικῆς ὁδοῦ, εὑρῆκαν ἄλλην ὁδό «ἄλλη τις τοῖς πονηροῖς ὁδός ἐξευρίσκεται»
διά νά ἐπιτελέσουν τό ἔργο των. Ἡ ὁδός αὐτή ἦτο ὄντως δαιμονική καί ἀποσκοποῦσε
εἰς τό νά μεταφέρουν τόν ἀγῶνα ἀπό τά δόγματα καί τήν πίστι, στούς προμάχους
καί Ὁμολογητές τῆς πίστεως. Ἐν συνεχείᾳ περιγράφει λεπτομερῶς τίς διαβολές,
μηχανορραφίες καί ραδιουργίες ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων ἡγετῶν τῆς περιόδου ἐκείνης.
Καταλήγει δέ ὡς ἑξῆς: «Ἀλλ’ οὕτω μέν Εὐφρατᾶς
ὑπό Στεφάνου συσκευάζεται, οὕτω δέ ὁ θεῖος Παῦλος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπελαύνεται,
οὕτως Εὐστάθιος ὁ θεσπέσιος τῆς Ἀντιοχείας ἐκδιώκεται καί τήν Ἰλλυριῶν πόλιν ἐξ
ἑῴας καί δυόμενον ἥλιον οἰκεῖν κατακρίνεται, οὕτως ὁ πολύαθλος Ἀθανάσιος τῆς Ἀλεξανδρείας
ἐξορίζεται. Καί τούτων ἐκποδών, ὅπερ ἐποιοῦντο ἀγώνισμα οἱ αἱρεσιῶται,
γεγονότων, ἐπί μέγα παρρησίας καί ἰσχύος ἀνέδραμεν ἡ ἀσέβεια» (ΕΠΕ
12, 400,6). Δηλαδή ὅταν μέ τίς διαβολές καί τίς σκευωρίες κατώρθωσαν νά ἐξουδετερώσουν
τούς Ὀρθοδόξους, τότε «ἐπί μέγα παρρησίας
καί ἰσχύος ἀνέδραμεν ἡ ἀσέβεια».
Νομίζω, πατέρες, πώς
ἡ μέθοδος αὐτή τῶν αἱρετικῶν πολύ θά πρέπει νά μᾶς προβληματίση, ἄν ὄντως
θέλωμε νά ἀγωνισθοῦμε γιά τήν Ὀρθοδοξία, διότι πιστεύω ὅτι αὐτό τό ἔργο τῶν αἱρετικῶν
τό ἔχουμε ἀναλάβει ἐμεῖς. Δηλαδή, ἀντί νά συσπειρωθοῦμε, νά ἑνωθοῦμε, νά ὁμολογήσωμε
τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί νά ἀγωνισθοῦμε βάζοντας στήν ἄκρη ὅλα
τά προσωπικά θέματα καί τίς ἀδυναμίες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.