Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Ο Μέγας Αθανάσιος και η εποχή μας



 Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ἰωαννίνων, 18 Ἰανουαρίου 2017 (βλ. ἀναφορά στήν σελ. 12).
Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί ἡ ἐποχή μας  Δύο μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Ἰωαννίνων καί ἀγάπητε ἀδελφέ Μάξιμε, καί ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἑορτάζουμε σήμερα, καί μάλιστα σέ αὐτόν τόν Μητροπολιτικό Ναό τῶν Ἰωαννίνων, πού φέρει τό ὄνομα τοῦ ἑνός ἐκ τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί Οἰκουμενικῶν διδασκάλων, δηλαδή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Βεβαίως ἑορτάζουμε καί τήν μνήμη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Καί οἱ δύο ἦταν Πατριάρχες τῆς Ἀλεξανδρείας.


Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καί μεγάλοι ὁμολογητές τῆς πίστεως, μεγάλοι θεολόγοι καί συγχρόνως μεγάλοι Πατέρες. Γιατί ξέρουμε ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνδέεται πολύ στενά ἡ θεολογία μέ τήν ποιμαντική καί τήν πατερική παράδοση. Δηλαδή, ἐκεῖνος πού εἶναι θεολόγος, μέ τήν πατερική ἔννοια, εἶναι καί πνευματικός πατέρας, πού σημαίνει ὅτι καθοδηγεῖ τά πνευματικά του παιδιά στήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Καί ἐκεῖνος πού εἶναι πνευματικός πατέρας, προκειμένου νά καθοδηγήση τά πνευματικά του παιδιά πρέπει νά εἶναι καί θεολόγος. Ἔτσι συνδέεται πολύ στενά ἡ θεολογία μέ τήν πνευματική πατρότητα.
Χθές ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας, Μητροπολίτης Ἰωαννίνων Μάξιμος, ἀνέλυσε κατά τρόπο ἄριστο τό ἱστορικό καί δογματικό περιεχόμενο μέσα στό ὁποῖο κινήθηκαν οἱ δύο μεγάλοι αὐτοί φωστῆρες καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί ὁ ἅγιος Κύριλλος, καί οἱ δύο Ἀρχιεπίσκοποι καί Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας.
Θά ἤθελα νά μοῦ ἐπιτρέψη ἡ ἀγάπη σας, κάνοντας ὑπακοή στόν ἀγαπητό ποιμενάρχη σας, νά σταθῶ περισσότερο στόν μεγάλο Πατέρα μας, τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, τοῦ ὁποίου τήν μνήμη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία σήμερα καί πανηγυρίζει αὐτός ὁ ὑπέροχος καί κατανυκτικός Μητροπολιτικός Ναός τῶν Ἰωαννίνων.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν μία μεγάλη πατερική φυσιογνωμία. Καί μόνο ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι ὅλοι οἱ μετέπειτα μεγάλοι Πατέρες, οἱ λεγόμενοι Καππαδόκες Πατέρες, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, τόν θεωροῦσαν ὡς ἕναν Γέροντά τους στά θέματα τῆς θεολογίας, τότε καταλαβαίνει τήν μεγάλη ἀξία αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τόν σέβονταν οἱ Πατέρες καί τόν εἶχαν ὡς πρότυπο ζωῆς καί θεολογίας.

1. Τό θεολογικό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου

Δύο σημεῖα ἀπό τό θεολογικό ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω στήν ἀγάπη σας.

Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος ἐξέφραζε μία ἐμπειρική θεολογία, ὄχι μία στοχαστική θεολογία, ὄχι μία θεολογία πού ἔχει σχέση μέ τήν φιλοσοφία, ὄχι μία θεολογία διανοητική, ἕνα κατασκεύασμα τῆς διανοητικῆς ἐπεξεργασίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μία θεολογία ἐμπειρική.
Στήν ἐποχή του, πράγματι, ὑπῆρχαν δύο θεολογικά ρεύματα. Τό ἕνα ρεῦμα ἦταν τό φιλοσοφικό, καί ὅσοι ἀνῆκαν σέ αὐτό θεολογοῦσαν ἐπί τῇ βάσει τῆς φιλοσοφίας, καί μάλιστα τῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἀριστοτέλη. Τό ἄλλο ρεῦμα ἦταν τό ἀσκητικό, ἐμπειρικό, πατερικό, τό ὁποῖο ἐξέφραζαν οἱ ἀναχωρητές τῆς ἐρήμου, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί φυσικά ὁ Μέγας Ἀθανάσιος.
Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἐκδηλώθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια, προερχόταν ἀπό τήν Συρία, διότι ἐκεῖ ἀναπτύχθηκε μία θεολογία, ἡ ὁποία εἶχε ὡς βάση τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία. Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ὁ Λουκιανός καί ὁ Ἄρειος πού ἦταν ἐκφραστής τῶν προηγουμένων, ἦταν ἐκεῖνοι πού προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν λογικά τί εἶναι ὁ Χριστός ὡς Θεός, τί σημαίνει Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος. Εἶχαν ὑπόψη τους τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία καί διαλέγοντο μέ ἀριστοτελικούς φιλοσόφους.
Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί ἡ ἐποχή μας
   Δέν ἦταν, δηλαδή, ἄνθρωποι που ἔλεγαν ἀνόητα πράγματα, ὅπως, δυστυχῶς, κάνουν πολλοί σήμερα αἱρετικοί οἱ ὁποῖοι φθάνουν στήν αἵρεση ἀπό τίς ἀνοησίες τους, ἀλλά αὐτοί ἔφθασαν στήν αἵρεση ἀπό τήν φιλοσοφία. Διότι ἔλαβαν μερικές ἀρχές ἀπό τήν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη, ὅπως τήν ἀρχή ὅτι «πᾶν ἐκ φύσεως εἶναι ἐξ ἀνάγκης», δηλαδή κάθε τί τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι καί ἀναγκαστικό, ἄρα δέν ἔχει ἀξία. Λόγῳ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἔφθαναν στό σημεῖο, καί ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς καί ὁ Λουκιανός καί φυσικά ὁ μαθητής τους ὁ Ἄρειος, νά ποῦν ὅτι, ἐφόσον κάθε τί πού προέρχεται ἀπό τήν φύση εἶναι ἐξ ἀνάγκης, ἄρα ὁ Υἱός ἔγινε ἀπό τόν Πατέρα ὄχι ἐκ τῆς φύσεώς Του, ἀλλά ἐκ τῆς βουλήσεώς Του. «Ἠβουλήθη», δηλαδή, ὁ Πατήρ νά γεννήση τόν Υἱό.
Ἀλλά ξέρουμε ὅτι ὑπάρχει σαφέστατη διαφορά καί διάκριση μεταξύ τοῦ ἐκ φύσεως καί τοῦ ἐκ βουλήσεως. Τό ἐκ φύσεως εἶναι ὁμοούσιον καί πάντοτε ὑπῆρχε μέ τόν Πατέρα, δηλαδή δέν ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε, ἐνῶ τό ἐκ βουλήσεως σημαίνει ὅτι μπορεῖ καί νά μήν ἤθελε ὁ Πατήρ νά δημιουργήση τόν Υἱό καί ἐν πάσῃ περιπτώσει ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε καί δημιουργήθηκε. Ἔτσι, καταλήγουν ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτίσμα, τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας.
Οἱ Πατέρες ξεκαθάρισαν τά θέματα. Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος πρῶτος ἀντιμετώπισε αὐτό καί εἶπε ὅτι δέν ἰσχύει στήν χριστιανική καί τήν θεολογική μας παράδοση ὅτι «πᾶν τό ἐκ φύσεως εἶναι ἐξ ἀνάγκης». Γι’ αὐτό καί ὁ Υἱός ἐγεννήθη ἐκ τῆς φύσεως τοῦ Πατρός πρό πάντων τῶν αἰώνων. Δέν ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε. Στήν πραγματικότητα ὁ Πατήρ μετέδωσε τήν φύση-οὐσία Του στόν Υἱό διά τῆς γεννήσεως. Ἐπίσης, ὁ Πατήρ μετέδωσε τήν φύση-οὐσία Του στό Ἅγιο Πνεῦμα διά τῆς ἐκπορεύσεως. Ἔτσι, δέν ἰσχύει ἡ ἀριστοτελική ἀρχή "πᾶν ἐκ φύσεως εἶναι καί ἐξ ἀνάγκης" καί ἑπομένως ὁ Υἱός δέν εἶναι δημιούργημα τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν βούληση τοῦ Θεοῦ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, πού εἶναι κτίσμα. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ Χριστός ὡς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος καί ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα.
Ἐπικράτησε στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ὁ ὅρος ὁμοούσιος καί ὄχι κάποιος ἄλλος ὅρος. Αὐτό προερχόταν ἀπό τήν ἐμπειρία. Γιατί; Διότι οἱ Πατέρες δέν φιλοσοφοῦσαν, ὅπως εἶπα προηγουμένως, ἀλλά θεολογοῦσαν μέσα ἀπό τήν θεοπτική ἐμπειρία τους. Ὅταν φθάνη κανείς σέ μία τέτοια πνευματική κατάσταση, στήν θεοπτία, ὅπως τό βλέπουμε στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί ἀργότερα στόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο καί σέ ἄλλους Πατέρες, νά δῆ τόν Θεό, Τόν βλέπει ὡς Φῶς. Καί βλέπει τρία Φῶτα, τά ὁποῖα εἶναι τό ἕνα μέσα στό ἄλλο. Αὐτό τό διατύπωσαν μέ κάποια ὁρολογία τῆς ἐποχῆς.
Ἑπομένως, τήν ἐποχή πού ἔζησε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν τά δύο αὐτά θεολογικά ρεύματα, ἤτοι τό φιλοσοφικό, πού τό ἐκπροσωποῦσαν κατά τά ἄλλα Χριστιανοί θεολόγοι, ἀλλά δέν εἶχαν πνευματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί στοχάζονταν μέ τήν λογική τους, χρησιμοποιώντας ἄλλοτε τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία, ἄλλοτε, ὅπως ἔκαναν οἱ νεοπλατωνικοί, τήν πλατωνική φιλοσοφία καί παράδοση, καί τό ἐμπειρικό πού τό ἐκπροσωποῦσαν αὐτοί πού θεολογοῦσαν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τους.
Ὅταν διαβάζουμε τά ἔργα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου παρατηροῦμε ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος θεολογοῦσε μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία, τήν ἐμπειρία τῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου. Γνώριζε στενά τόν Μέγα Ἀντώνιο καί τόν ἐπισκεπτόταν, λάμβανε ἀπό ἐκεῖνον καθοδήγηση καί αἰσθανόταν ἄρρητη χαρά καί εὐλογία στήν ἔρημο, νά ρίχνη νερό γιά νά πλύνη τά πόδια του ὁ Μέγας Ἀντώνιος καί φοροῦσε ὡς πολύτιμο κειμήλιο τήν μηλωτή του. Ἔγραψε δέ καί τόν βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀγαποῦσε τόν ἅγιο Ἀθανάσιο. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἶχε πνευματικές ἐμπειρίες. Καί ὅταν θεολογοῦσε, δέν θεολογοῦσε μέ βάση τόν Ἀριστοτέλη, ἀλλά μέ βάση τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τούς Ἀποστόλους.
Ἐάν διαβάση κανείς προσεκτικά τό πῶς ἀντιμετωπίζει τόν Ἄρειο, θά διαπιστώση ὅτι δέν τόν ἀντιμετωπίζει φιλοσοφικά, ἀλλά μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν θεοπτῶν ἁγίων, γι’ αὐτό χρησιμοποιοῦσε τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά προφανῶς καί τήν δική του προσωπική ἐμπειρία. Διότι δέν εἶναι εὔκολο νά διαβάζη κανείς καί νά ἑρμηνεύη τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους, ἐάν δέν ἔχη καί ὁ ἴδιος πνευματικά ἑρμηνευτικά κλειδιά.
Ὅπως γιά νά ἀνοίξη κανείς ἕνα σπίτι πρέπει νά ἔχη τό κατάλληλο κλειδί, ἔτσι γιά νά κατανοήση κανείς τά κείμενα τῶν Πατέρων, πρέπει νά ἔχη τό κατάλληλο ἑρμηνευτικό κλειδί. Καί αὐτό εἶναι ἡ ἐμπειρία. Διότι ἕνας ἅγιος καταλαβαίνει ἕναν ἄλλον ἅγιο, ὅπως ἕνας ἐπιστήμονας καταλαβαίνει ἕναν ἄλλον ἐπιστήμονα. Ἕνας καλός γιατρός μπορεῖ νά καταλάβη κάποιον ἄλλον γιατρό, ἄν εἶναι καλός γιατρός. Καί αὐτό γίνεται μέσα ἀπό τά πειράματα, δηλαδή τήν ἐμπειρία.
Εἶναι αὐτό πού ἀργότερα θά πῆ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Τοῦτο τελειότης ἐστί σωτήριος ἐν τε γνώσει καί δόγμασι τό ταὐτά φρονεῖν, προφήταις, ἀποστόλοις, πατράσι, πᾶσιν ἁπλῶς, δι’ ὧν τό Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆσαν περί τε Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων αὐτοῦ». Δηλαδή αὐτή εἶναι ἡ τέλεια σωτηρία, πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν σωτηρία, τό νά ὁμολογῆ κανείς καί νά πιστεύη στήν γνώση καί τά δόγματα πού πίστευαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες, διά τῶν ὁποίων μαρτυρεῖται ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ὁμίλησε περί τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων του.
Καί πάλι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς θά πῆ: ὅτι ἅγιοι εἶναι «οἱ πάσχοντες τήν θέωση καί οὐ διανοούμενοι». Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι πάσχουν τήν θέωση, μετέχουν τοῦ Θεοῦ, καί δέν διανοοῦνται, ἁπλῶς διατυπώνουν ἐκεῖνα τά ὁποῖα ζοῦν καί βιώνουν μέσα ἀπό τήν λογική καί τήν διάνοια. Δηλαδή, διά τῆς καθάρσεως τῆς καρδιᾶς, ὅπως φαίνεται στόν μακαρισμό «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί στήν συνέχεια μέ τήν δύναμη τῆς λογικῆς, τήν ὁποία ἔχουν, καταγράφουν αὐτήν τήν ἐμπειρία.
Ἑπομένως, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν ἕνας ἐμπειρικός θεολόγος, στηριζόταν στίς ἐμπειρίες τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, τίς ὁποῖες ἑρμήνευε μέσα ἀπό τήν δική του ἐμπειρία. Γι’ αὐτό καί εἶναι διάδοχος τῶν ἁγίων αὐτῶν μεγάλων πνευματικῶν διδασκάλων καί Πατέρων.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι εἶχε μία θεολογική διάκριση, δέν ἦταν φανατικός μέ τήν ἔννοια πού ἐννοοῦμε ἐμεῖς σήμερα τόν φανατισμό. Ἦταν ὁμολογητής τῆς πίστεως χωρίς φανατισμό. Ἤξερε πῶς νά χειρίζεται τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν τήν ἀπόφαση τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό ἀγαθό λογισμό.
Συνήθως ἐμεῖς δίνουμε πολύ μεγάλη βαρύτητα στήν παρουσία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου στήν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο, πού πραγματοποιήθηκε στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, τό 325 μ.Χ. Καί φυσικά καί αὐτό ἔχει τήν σημασία του, ἀλλά ἐκεῖ πού ἀναδείχθηκε ἐξόχως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν μετά τήν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο. Γιατί ἦταν δύσκολο νά γίνουν ἀποδεκτές οἱ ἀποφάσεις τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τούς φιλοσοφούντας Ἀρειανούς. Πέρασαν περίπου 55 χρόνια, μέ πολλούς θεολογικούς ἀγῶνες, προκειμένου στήν Β' Οἰκουμενική Σύνοδο, τό 381 μ.Χ., νά γίνη ἀποδεκτή ἡ Α' Οἰκουμενική Σύνοδος καί νά συμπληρωθῆ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἀκολούθησαν μετά ἄλλοι ἀγῶνες στά χριστολογικά ζητήματα ἀπό ἄλλες μεταγενέστερες Οἰκουμενικές Συνόδους.
Τό διάστημα μεταξύ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν πάρα πολύ κρίσιμο γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πρῶτα ἐργάσθηκε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, καί ἀκολούθησαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες, ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιά νά μπορέση νά σταθεροποιηθῆ αὐτό τό δόγμα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔκανε ἀγῶνες, ἀλλά ἀγῶνες μετά διακρίσεως καί σοφίας καί συνέσεως, ὄχι μέ φανατισμό.
Καί τί παρατηροῦμε, ὅταν διαβάζουμε τίς ἐπιστολές του τίς ὁποῖες στέλνει μετά τήν Α' Οἰκουμενική Σύνοδο σέ διαφόρους, καί τίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν Συνόδων πού ἐκεῖνος τίς καθόριζε;
Παρατηροῦμε ὅτι ὑπῆρχαν δύο ρεύματα πού δέν δέχονταν τίς ἀποφάσεις τῆς Α'  Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἦταν οἱ φανατικοί Ἀρειανοί, οἱ λεγόμενοι Ἀνόμοιοι, οἱ ὁποῖοι δέν ἀποδέχτηκαν τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, γιατί εἶχαν τήν γνωστή θεωρία τήν ὁποία ἀνέφερα προηγουμένως, δηλαδή θεολογοῦσαν φιλοσοφικά καί ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱός ἦταν ἑτερούσιος ἀπό τόν Πατέρα. Καί ὑπῆρχε μία τάση τῶν μετριοπαθῶν Ἀρειανῶν, οἱ λεγόμενοι ὁμοιουσιανοί, οἱ ὁποῖοι δέν δέχονταν καί ἐκεῖνα πού ἔλεγαν οἱ φανατικοί Ἀρειανοί ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἑτερούσιος, ἀλλά δέν μποροῦσαν νά ἀποδεχθοῦν καί τήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τό ὁμοούσιον, ἐπειδή θεωροῦσαν ὅτι ὁ ὅρος ὁμοούσιος, τόν ὁποῖο χρησιμοποίησαν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, δέν εἶναι βιβλικός ὅρος, δέν ὑπάρχει στήν Ἁγία Γραφή καί προῆλθε μέσα ἀπό τήν φιλοσοφία. Ἔτσι ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοιούσιος μέ τόν Πατέρα.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κατάλαβε ὅτι μερικοί ἀπό αὐτήν τήν μετριοπαθῆ πλευρά τῶν Θεολόγων μποροῦσε νά παραμείνη στήν Ἐκκλησία μέ διάλογο πού θά γινόταν μέ διάκριση καί σοφία. Γι’ αὐτό ἄρχισε νά γράφη ἐπιστολές.
Ὑποστήριζε ὅτι ἄν δέν μπορεῖ κανείς νά δεχθῆ τά «ρήματα», τοὐλάχιστον θά πρέπει νά δεχθῆ τήν «διάνοια» τῶν ρημάτων, ἀναθεματίζοντας συγχρόνως ἐκείνους πού ἀναθεμάτισε ἡ Σύνοδος. Κάνοντας τήν διάκριση μεταξύ «φύσεως» καί «λέξεων» ἔγραφε: «Οὐ γάρ αἱ λέξεις τήν φύσιν παραιροῦνται, ἀλλά μᾶλλον ἡ φύσις τάς λέξεις εἰς ἑαυτήν ἕλκουσα μεταβάλλει», διότι δέν προηγοῦνται οἱ λέξεις τῶν οὐσιῶν, ἀλλά προηγοῦνται οἱ οὐσίες καί ἀκολουθοῦν οἱ λέξεις.
Ἀκριβῶς, γιά τόν λόγο αὐτόν ἀργότερα οἱ Πατέρες τῆς Β'  Οἰκουμενικῆς Συνόδου δέν χρησιμοποίησαν τόν ὅρο ὁμοούσιος γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά νά μή προκαλέσουν νέες ἔριδες, ἀλλά ἀπέδωσαν τήν ὁμοτιμία καί τό ὁμοούσιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τά ἄλλα Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ ἄλλες λέξεις ὅπως «τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον».
Εἶναι αὐτό πού ἀργότερα ἐπεξεργάστηκαν οἱ Πατέρες καί εἶπαν ὅτι ἄλλο εἶναι τά ἄκτιστα ρήματα καί ἄλλο εἶναι τά κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀνέβηκε μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ», διηγεῖται ὁ ἴδιος ὅτι ἄκουσε «ἄρρητα ρήματα ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. ιβ΄, 4). Τά ἄρρητα ρήματα εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία. Ὅταν φθάνη κανείς νά μεθέξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ αἴσθησιν, τότε βλέπει καί μετέχει καί δέν διανοεῖται. Στήν συνέχεια, βέβαια, χρησιμοποιεῖ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα, προκειμένου νά παρουσιάση κάπως αὐτά τά ὁποῖα εἶδε. Ὁ ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής θά τό πῆ αὐτό μέ πολλή σαφήνεια: «Νοῦς ὁρᾶ τά πράγματα, λόγος δέ γεγυμνασμένος ὑπ’ ὄψιν ἄγει τά ὁραθέντα».

2. Ἡσύγχρονη πραγματικότητα

Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά ἀγαπητοί μου ἀδελφοί; Σημαίνουν, ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἦταν μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶχε πνευματική ἐμπειρία καί σεβόταν τήν ἐμπειρία τῶν ἄλλων θεοπτῶν ἁγίων. Εἶχε μία θεολογία ἡ ὁποία ἦταν καρπός τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως ὅμως δέν ἦταν φανατικός, ἀλλα ὅταν ἔβλεπε ὅτι τό πράγμα μπορεῖ νά ὁδηγηθῆ πρός τήν ἀλήθεια, ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά κάνη κάποιους συμβιβασμούς ὄχι στήν πίστη, ἀλλά στά ὀνόματα, τίς λέξεις καί στούς ὅρους, προκειμένου νά διατηρήση τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτήν τήν ἀρχή ἀκολούθησαν ἀργότερα ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί κράτησαν τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία.
Ὅλα αὐτά πρέπει νά μεταφερθοῦν στήν ἐποχή μας, γιατί καί σήμερα ὑπάρχουν παρόμοια προβλήματα.
Ὅπως εἴδαμε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συζητοῦσε θεολογικά γιά 40-45 χρόνια μετά τήν Α'  Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀγωνιζόταν ἀφ’ ἑνός μέν νά γίνη ἀποδεκτή ἡ ἀπόφασή της, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά βρῆ τόν κατάλληλο τρόπο, ὥστε νά παραμείνουν στήν Ἐκκλησία οἱ μετριοπαθεῖς ἐκεῖνοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κάποια προβλήματα μέ τόν ὅρο ὁμοούσιο. Καί αὐτό τό ἔκανε μέ σύνεση καί διάκριση, ἀλλά καί ἀταλάντευτη πίστη στήν ἀλήθεια. Αὐτό χρειάζεται νά γίνη καί σήμερα. Ἡ θεολογική συζήτηση πού γίνεται μέ νηφαλιότητα καί πιστότητα στήν παράδοση δέν βλάπτει τήν Ἐκκλησία, ἀλλά τήν ὠφελεῖ.
Ἔπειτα, καί σήμερα ὑπάρχουν τά δύο αὐτά μεγάλα θεολογικά ρεύματα πού εἴδαμε προηγουμένως.
Τό πρῶτο εἶναι τό ρεῦμα ἐκεῖνο πού προσπαθεῖ νά δῆ τήν πίστη καί ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τόν Θεό μέσα ἀπό τήν σχολαστική θεολογία, τήν σύγχρονη θεολογία καί διάφορες ἄλλες φιλοσοφικές ἀπόψεις. Ἔτσι, ἀλλοιώνεται ἡ πίστη καί ἐπικρατεῖ μία ἐκκοσμικευμένη πίστη.
Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη αὐτήν ἡ πατερική περίοδος τελείωσε τόν 8ο αἰώνα. Δηλαδή, ἀπό τόν 8ο αἰώνα, κατά τήν ἄποψη αὐτήν, σταμάτησαν νά ὑπάρχουν Πατέρες. Ὁπότε, ἡ σχολαστική θεολογία πού ἀναπτύχθηκε στήν Δύση θεωρεῖται ὡς ἀνώτερη ἀπό τήν πατερική θεολογία, καί χρησιμοποιεῖ τήν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη καί τοῦ Πλάτωνα. Ἀργότερα τόν 19ο αἰώνα, ἀναπτύχθηκε ἡ ρωσική θεολογία, ἡ ὁποία εἶναι ἀνώτερη καί ἀπό τήν πατερική καί ἀπό τήν σχολαστική θεολογία.
Βλέπουμε σήμερα αὐτήν τήν θεωρία νά κυριαρχῆ στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, νά προσαεταιρίζεται τήν ὑπαρξιακή φιλοσοφία, τήν ὑπαρξιακή ψυχολογία καί προσπαθεῖ νά δῆ τά θέματα αὐτά μέσα ἀπό ἄλλη προοπτική.
Στήν πραγματικότητα τί κάνουν αὐτοί οἱ θεολόγοι; Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μέ τίς ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους, καί ἀργότερα τίς ἄλλες δύο, καθόρισε τά θέματα καί ἔληξε αὐτή ἡ συζήτηση γύρω ἀπό τήν σχέση τῶν Προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος, καί τίς δύο φύσεις καί θελήσεις στόν Χριστό, ἔρχονται αὐτοί οἱ δυτικοί Χριστιανοί καί συζητοῦν μετά τίς Συνόδους τά ἴδια λυμένα ἀπό πλευρᾶς ὀρθοδόξου θέματα.
Αὐτό δέν εἶναι τόσο μεγάλο πρόβλημα, ὅσο τό πρόβλημα πού ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες καί ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἀκολουθοῦν αὐτήν τήν δυτική παράδοση καί τήν δυτική προοπτική καί συνεχίζουν νά συζητοῦν θέματα θεολογικά, τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Πατέρων τά ἔχει ἐπιλύσει. Ἔτσι, βρισκόμαστε σέ αὐτήν τήν μεγάλη προβληματική καί τήν τραγωδία, τραγωδία ὄχι τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἄλλα τραγωδία τῶν συγχρόνων θεολόγων.
Τό δεύτερο ρεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού στηρίζεται στήν ἡσυχαστική, φιλοκαλική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνιστᾶ τήν ἀληθινή μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ὁποία παράδοση ἔχει κατοχυρωθῆ καί συνοδικῶς μέ τίς Συνόδους ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὁπότε, ἐάν θέλουμε, καί φυσικά θέλουμε, νά τιμοῦμε τούς ἁγίους μας, τόν Μέγα Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Κύριλλο καί ὅλους τους ἁγίους, θά πρέπει νά παραμένουμε στήν διδασκαλία τους, στήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τό διατύπωσε καί τό διατυπώνει τό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας». Δηλαδή, ἐμεῖς θεολογοῦμε «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα».
Παραμένουμε στήν θεολογία πού εἶναι καρπός καί ἀπαύγασμα τῆς ἐμπειρίας καί ὄχι τοῦ στοχασμοῦ. Παραμένουμε στήν θεολογία ἡ ὁποία θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία ξέρει νά θεραπεύη, νά μετατρέπη τήν φιλαυτία τοῦ ἀνθρώπου καί νά τήν κάνη φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μεθέξη τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί νά γίνη καί ἐκεῖνος θεούμενος.
Μία τέτοια θεολογία ἐκφράζουν ὅλα τα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Μία τέτοια θεολογία ἐκφράζουν ὅλες οἱ εὐχές τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Μία τέτοια θεολογία συναντοῦμε στήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων.
Καί ἄν θέλουμε νά εἴμαστε μαθητές καί μιμητές τῶν ἁγίων Πατέρων μας, ἰδιαιτέρως τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πού σήμερα ἑορτάζουμε, πρέπει νά παραμείνουμε σέ αὐτήν τήν ζωντανή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Νά ἐκφράζουμε καί νά ζοῦμε καί νά ὁμολογοῦμε αὐτήν τήν ἐμπειρική θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων καί ὄχι τήν στοχαστική τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων. Νά εἴμαστε «πάσχοντες τήν θέωση καί οὐ διανοούμενοι». Ἀμήν.



© 2015 Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.