«Τήν
ὥρα, ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα,
τό δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως ἔργασαι, ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καί
κράζουσα· Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
Ἀφοῦ
σκεφτεῖς, ψυχή μου, τήν ὥρα τοῦ τέλους (τῆς ἐπίγειας ζωῆς, δηλαδή τό
θάνατο) καί φοβηθεῖς ἀπό τό πάθημα τῆς ἐκκοπῆς τῆς συκῆς, μέ φιλοπονία
δούλεψε, ταλαίπωρη τό τάλαντο πού σοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, μένοντας
ἄγρυπνη καί κράζοντας· νά μή μείνουμε ἔξω ἀπό τό νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ.
Τό κοντάκιο εἶναι πολύ κατανυκτικό.
Παρουσιάζει τόν πιστό, πού
μέ εὐλάβεια γιορτάζει τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, νά
ἀνοίγει διάλογο μέ τήν ψυχή του. Ψυχή μου, τῆς λέγει, σκέψου καλά τό
ἐπικείμενο τέλος τῆς ζωῆς σου, τήν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα, πού θ᾽ ἀπορρίψεις
νεκρωμένο τό σῶμα σου στό μνῆμα. Θ᾽ ἀποκολληθεῖς ἀπό τίς σωματικές
αἰσθήσεις σου, καί θά βρεθεῖς σ᾽ ἕνα καινούργιο κόσμο, πού ὥς τώρα
ἀγνοοῦσες. Καί μάλιστα ὅτι θά λογοδοτήσεις σέ πρώτη φάση στόν Πλάστη σου
καί θά κριθεῖς. Ὧρες πραγματικά κρίσιμες καί φοβερές!
Τρόμαξε κατόπιν γιά τό κατάντημα τῆς
συκῆς, πού ἄκαρπη δέχτηκε τήν κατάρα τοῦ Θεοῦ καί νεκρώθηκε. Ὅτι ἕνα
τέτοιο ἐνδεχόμενο εἶναι ἀνοικτό καί γιά σένα, ἄν δέν ἔχεις καρπούς
πνευματικούς, ἔργα ἀγαθά· ὅταν τό δέντρο τῆς ψυχῆς σου εἶναι ἄγονο,
σκεπασμένο μόνο ἀπό φύλλα καί ἀγκάθια ἔργα δηλαδή σκοτεινά καί
ἐπαίσχυντα.
Ξύπνα, λοιπόν, ἀπό τόν ὕπνο τῆς
ἀδιαφορίας καί τῆς πνευματικῆς ραστώνης, βρές τό τάλαντο πού σοῦ ἔδωσε ὁ
Θεός καί καλλιέργησέ το, ὁποιοδήποτε κι ἄν εἶναι, ὁπουδήποτε κι ἄν
βρίσκεσαι. Νά τό δουλέψεις μέ φιλοπονία κι ἐπιμέλεια, ξάγρυπνη, στήν
ἔπαλξη τοῦ χρέους. Ἔτσι πού τελικά νά μή μείνεις ἔξω τοῦ νυμφώνα τοῦ
Χριστοῦ, ἀλλά μέ ἀναμμένη τή λαμπάδα σου ν᾽ ἀξιωθεῖς νά εἰσέλθεις στήν
ὑπέρτατη χαρά τοῦ Κυρίου σου!
Ὁ Οἶκος.
«Τί
ῥαθυμεῖς, ἀθλία ψυχή μου; τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; Τί ἀσχολῇ
πρός τά ῥέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστίν ἀπάρτι καί χωρίζεσθαι μέλλομεν τῶν
ἐνταῦθα· ἕως καιρόν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα· Ἡμάρτηκά σοι, Σωτήρ
μου· μή ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τήν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ᾽ ὡς εὔσπλαγχνος,
Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν· Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος
Χριστοῦ».
Γιατί
εἶσαι ὀκνηρή καί ἀδιάφορη, ἀθλία μου ψυχή; Γιατί φαντάζεσαι ἄκαιρα
μέριμνες ἀνόητες καί μάταιες; Γιατί ἀσχολεῖσαι μέ πράγματα πού ρέουν καί
χάνονται; Σέ λίγο φθάνει ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας καί πρόκειται νά
χωριστοῦμε ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Ὅσο ἀκόμη ἔχεις καιρό,
σύνελθε ἀπό τήν ἀδιαφορία, κράζουσα· Ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, Σωτήρα μου·
μή μέ κόψεις ὅπως τήν ἄκαρπη συκή, ἀλλά ὡς σπλαχνικός Πατέρας, Χριστέ,
δεῖξε συμπάθεια σέ μένα, πού κραυγάζω· νά μή μείνουμε ἔξω ἀπό τό Νυμφώνα
τοῦ Χριστοῦ.
Τό θρηνώδημα τοῦ πιστοῦ συνεχίζεται.
Γιατί, ἀθλία μου ψυχή, εἶσαι νωχελής καί ἀδιάφορη; Τί εἶναι αὐτό πού σέ
κάνει νωθρή καί ἄπραγη; Γιατί ἡ φαντασία σου, ἀντί νά στρέφεται πρός τά
μεγάλα, νά σκέπτεται τά θεῖα καί ἐπουράνια, πού εἶναι ὑπόθεση ἀφάνταστα
σημαντική, πνίγεται ἀπό μέριμνες τόσο ἀφελεῖς καί ἀνόητες, ἀπό πράγματα
τόσο παιδαριώδη καί ἀσήμαντα; Γιατί ἀσχολεῖσαι μέ τά πρόσκαιρα, μ᾽ αὐτά
πού ρέουν συνεχῶς καί χάνονται; Δέ βλέπεις ὅτι πλησιάζει ἡ τελευταία ὥρα
μας καί πρόκειται ν᾽ ἀποχωριστοῦμε ἀπό τά τωρινά πράγματα;
Ξύπνα, λοιπόν, ἀπό τό λήθαργο τῆς
ἁμαρτίας, ἐνόσω ἔχεις ἀκόμη καιρό, ἀποτίναξε τόν ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας καί
πές στό Σωτήρα σου: Κύριε, φοβοῦμαι τό πάθημα τῆς ἄκαρπης συκῆς· μήν
κόψεις κι ἐμένα σάν ἐκείνη, ἀλλά λυπήσου με, Κύριε· βοήθησέ με ν᾽
ἀνανήψω μπροστά στόν ἔσχατο κίνδυνο τῆς πνευματικῆς μου ἀπώλειας, νά
δουλέψω στή χάρη καί τό νόμο σου ἔτσι, ὥστε νά μέ δεχτεῖς στή χαρά τοῦ
ἐπουράνιου Νυμφώνα σου!
Οἱ σκέψεις αὐτές εἶναι πολύ κατανυκτικές
καί παιδαγωγικές. Μποροῦν βέβαια νά χαρακτηριστοῦν ὡς ἀπόκοσμες κι
ἀναχωρητικές, ὡς παραγνωρίζουσες τήν ἐπίγεια πραγματικότητα. Εἶναι
ἀλήθεια ὅμως αὐτό; Φυσικά ὄχι. Ἡ ὀρθόδοξη εὐσέβεια δέν παραγνωρίζει τήν
ἱστορική πραγματικότητα, γιατί αὐτό δέν τῆς τό ἐπιτρέπουν οἱ δογματικές
βάσεις τῆς πίστεώς της.
Ἡ ἀλήθεια τοῦ κόσμου εἶναι πραγματική,
ριζωμένη στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἔπλασε, ὥστε νά μήν μπορεῖ
κανείς νά τήν παραγνωρίσει. Ἄλλο εἶν᾽ αὐτό πού στηλιτεύει: τήν
προσκόλληση στή ματαιότητα, πού τόσο πιεστικά φορτίζει τά πράγματα τῆς
γῆς, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐγκλωβίσει τόν ἀπρόσωπο ἄνθρωπο καί νά τόν
καταστρέψει. Ἡ ἀκηδία τοῦ πνεύματος, ἡ νωθρότητα καί ἡ χαλάρωση τῶν
δυνάμεων τῆς ψυχῆς, ἡ ἐπίμονη ἐνασχόληση μέ τά ἀσταθή καί ἀνόητα
πράγματα τοῦ βίου, ἡ φόρτιση τῆς ψυχῆς μέ τίς ἀφελεῖς μέριμνες τῆς
καθημερινότητας καί ἡ ἀδιαφορία γενικά γιά τά ἔργα καί τίς ἀνάγκες τῆς
ψυχῆς, αὐτή καί τόσα ἄλλα μποροῦν νά βλάψουν ἀνεπανόρθωτα τόν ἄνθρωπο,
νά τόν ὁδηγήσουν στήν πνευματική νέκρωση καί νά τόν παραδώσουν στόν
αἰώνιο πνευματικό θάνατο.
Τό παράδειγμα τῆς ἐκκοπείσης συκῆς εἶναι
πολύ διδακτικό. Πρέπει, λοιπόν, ὁ πιστός χριστιανός νά μένει πάντοτε
ἄγρυπνος ἐπί τῶν ἐπάλξεων τοῦ χρέους, μετά φόβου καί τρόμου
κατεργαζόμενος τή σωτηρία του.
Στίχοι.
«Τρίτη μεγίστη παρθένους δέκα φέρει νίκην φέρουσας ἀδεκάστου δεσπότου».
Ἡ σημερινή
Τρίτη, πού εἶναι μεγάλη Τρίτη τοῦ ἔτους, παρουσιάζει τίς δέκα παρθένες,
πού ἐμφανίζουν τή νίκη τοῦ δίκαιου ἄρχοντα Χριστοῦ.
«Ἀλλ᾽ ὦ Νυμφίε Χριστέ μετά τῶν φρονίμων ἡμᾶς συναρίθμησον παρθένων καί τῇ ἐκλεκτῇ σου σύνταξον ποίμνῃ καί ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν».
Ἀλλά, ὤ
Νυμφίε τῆς ψυχῆς μας Χριστέ, νά τοποθετήσεις καί ἐμᾶς μαζί μέ τίς
φρόνιμες παρθένες καί νά μᾶς κατατάξεις μέσα στό ἐκλεκτό ποίμνιό Σου καί
νά μᾶς ἐλεήσεις. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.