Λάβρος ο Σεβ. Μεσσηνίας κατά της Ρωσικής Εκκλησίας
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος επιτέθηκε με
σφοδρότητα κατά του Πατριαρχείου της Μόσχας, στην εισήγηση του ενώπιον της
Ιεραρχίας, με θέμα «Η πορεία του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και
Ρωμαιοκαθολικών. Αξιολόγηση, προβλήματα, προοπτικές».
Ο κ. Χρυσόστομος κατηγόρησε τη
Ρωσική Εκκλησία, ότι στη ΙΓ΄ Συνάντηση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής, που
συνεδρίασε στο Αμμάν το 2014, δημιούργησε «κατευθυνόμενη ομάδα» Ορθοδόξων
Εκκλησιών (Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα, Σερβία – ο ένας αντιπρόσωπος Σεβ. Μπάτσκας κ.
Ειρηναίος – Γεωργία, Τσεχία), η οποία ζήτησε να διορθωθούν ή να απαλειφθούν οι
σχετικές με τη θεολογική θεμελίωση της
τριαδολογικής βάσης του «πρωτείου»,
που περιλαμβάνονταν στο κείμενο εργασίας των Παρισίων. Κατά την άποψη του Σεβ.
Μεσσηνίας «ο προτεινόμενος τρόπος επεξεργασίας του νέου κειμένου
εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο, ως το πρώτο σκέλος της, την Εκκλησία της
Ρωσίας, η οποία θεωρούσε ότι δεν υπάρχει θεολογική και εκκλησιολογική θεμελίωση
του <πρωτείου>, άρα το <πρωτείο> έχει μόνο διοικητικές αναφορές και
δεν αποτελεί εκκλησιολογική αναγκαιότητα»*.
Σημειώνεται ότι η περί «πρωτείου»
θέση της Ρωσικής Εκκλησίας και ανεξάρτητα από το λόγο που την υποστηρίζει, συμπίπτει με
την παλαιότερη θέση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Στο τεύχος της
«Εκκλησιαστικής Αλήθειας» της 14ης Ιουλίου 1900 (Έτος Κ΄, Αριθ. 28,
σελ. 327) τονίζεται ότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι εδόθη το πρωτείο της τιμής
στον επίσκοπο Ρώμης, όχι διότι εκεί
επεσκόπευσε και απέθανε ο Απόστολος Πέτρος, ούτε
γιατί είχε την κυριαρχία
των άλλων Αποστόλων, αλλ’ απλώς διότι η Ρώμη ήτο η αρχαία πρωτεύουσα
του κράτους. Και πάρα κάτω το σημαντικότερο:
«Δυστυχώς όμως οι επίσκοποι της Ρώμης, τυφλούμενοι υπό της εωσφορικής
υπερηφανείας και εθνικής αυτών φιλοδοξίας δεν ηρκέσθησαν εις μόνα τα
παρασχεθέντα αυτοίς πρεσβεία τιμής χάριν της πολιτικής σημασίας της εν ή ήδρευον πόλεως, καθ’ όσον έβλεπον,
ότι καίτοι δυνάμει των πρωτείων τούτων κατείχον την πρώτην μεταξύ των
πατριαρχών θέσιν, ουχ ήττον όμως τα πρεσβεία ταύτα κυρίως ειπείν, ήσαν
απλούς τιμητικός τίτλος κενός περιεχομένου».
Για το «πρωτείο» ο κ. Χρυσόστομος
υποστήριξε ότι «τα περί τριαδολογικής βάσης στη σχέση <πρωτείου> και
συνοδικότητας έχουν ήδη αναλυθεί διεξοδικά και έχουν γίνει αποδεκτά, από τους Ορθοδόξους και
Ρωμαιοκαθολικούς, στο κοινό κείμενο του Μονάχου (1982) και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, ενώ επιβεβαιώνονται και από τον 34ο
Αποστολικό Κανόνα». Πράγματι τα εν λόγω κείμενα υπάρχουν και σ’ αυτά πουθενά δεν φαίνεται η σχέση
της τριαδολογίας με το «πρωτείο». Ούτε ο παρών τότε στο Μόναχο, ως
Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, σημερινός Πατριάρχης υποστήριξε κάτι τέτοιο.
[σ.σ.: Παρὰ ταῦτα, οἱ Οἰκουμενιστές, ἐνῶ μᾶς λένε
ὅτι στοὺς διαλόγους κάποιοι «ἐκπρόσωποί» μας ἁπλῶς συζητᾶνε, ἐδῶ ὁ πολὺς Σαββᾶτος
μᾶς λέει, ὅτι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, χωρὶς αὐτὰ ποὺ συζητᾶνε νὰ περάσουν
ἀπὸ συνοδικὲς διαδικασίες, νὰ τὰ δεχθοῦμε: αὐτὰ «δὲν μποροῦν νὰ ἀμφισβητηθοῦν»!].
Για το νέο κείμενο, που συνέταξε ο
εκπρόσωπος της Μόσχας και που κατετέθη προς αντικατάσταση εκείνου των Παρισίων,
σημειώνει ο Σεβ. Μεσσηνίας ότι, παρά τις επισημάνσεις του, η υπό την Ρωσική
Εκκλησία «ομάδα» επέμεινε ότι το κείμενο ήταν «τέλειο» και πρότεινε να γίνει
αποδεκτό χωρίς συζήτηση ή διόρθωση. Τελικά στο Αμμάν η Μικτή Θεολογική Επιτροπή απέτυχε να εκδώσει κοινό κείμενο και αποφασίστηκε να συνταχθεί νέο.
Αυτό κατατέθηκε στην ΙΔ΄ Συνάντηση της Μικτής Θεολογικής
Επιτροπής, η οποία
συνεδρίασε στο Κιέτι της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 2016 και έγινε δεκτό με
τον τίτλο: «Συνοδικότητα και Πρωτείο κατά την πρώτη χιλιετία. Καθ’ οδόν προς
μία κοινή κατανόηση στην υπηρεσία της ενότητας της Εκκλησίας». Ο Σεβ. Μεσσηνίας
σημειώνει ότι το κείμενο του Κιέτι «αν και περιλαμβάνει αρκετά θετικά σημεία
εν τούτοις είναι ασαφές, αποσπασματικό, θεολογικά ελλειμματικό με ελάχιστη
εκκλησιολογική σημασία και αξία στα περισσότερα σημεία του». Και προσθέτει:
«Η ίδια η συνάντηση του Chieti προοιωνίζει ότι και ο παρών Διάλογος εισέρχεται σε
μια νέα φάση στασιμότητας και σε μια περίοδο <παγετώνων>».
Σφοδρή είναι η επίθεση
του Σεβ. Μεσσηνίας κατά της Ρωσικής Εκκλησίας και στο ότι αυτή πρότεινε
στα θέματα που θα συζητηθούν στις επόμενες συνεδριάσεις της Επιτροπής να συμπεριληφθούν
το θέμα της Ουνίας και η αντίληψη
περί του «Πρωτείου» και της Συνοδικότητας κατά τη δεύτερη χιλιετία.
Την κατηγορεί ότι προσπάθησε, «κατά παγίαν τακτική της», «να κάνει
εξαγωγή των εσωτερικών προβλημάτων της και να τα καταστήσει προβλήματα
διορθόδοξα και διεκκλησιαστικά». Πιο συγκεκριμένα σημειώνει ότι «η
Ρωσική Εκκλησία επιδιώκει να παρουσιάσει το θέμα της Ουκρανίας ως πρόβλημα
πρωτίστως διεκκλησιαστικό και με τον τρόπο αυτό αφενός να επιτύχει μια
πανορθόδοξη συμφωνία και συνεργασία, ως αντίστασιν έναντι των πολιτικών
επιδιώξεων της Κυβέρνησης της Ουκρανίας και αφετέρου να επιτύχει τρόπους
δέσμευσης και συμμετοχής των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών αλλά και των
Ρωμαιοκαθολικών στο όλο ζήτημα, ακόμη και μέσα από τον συγκεκριμένο διάλογο».
Διαφωνώντας ο κ. Χρυσόστομος με την
πρόταση της Ρωσικής Εκκλησίας κατέθεσε δύο δικές του προτάσεις. Η πρώτη ήταν να
συνεχισθεί ο Διάλογος επί της πρώτης χιλιετίας, ως προς το
λειτούργημα του πρώτου στα πλαίσια της Συνοδικότητας και ως προς το ρόλο
του επισκόπου Ρώμης και να μην προχωρήσει στη δεύτερη χιλιετία και στο θέμα της
Ουνίας.
Τελικά οι εκπρόσωποι όλων των
Ορθοδόξων Εκκλησιών, πλην εκείνου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (Καθηγ. Θεοδ.
Γιάγκου) και του ιδίου απέρριψαν την πρόταση του και ψήφισαν την πρόταση
της Ρωσικής Εκκλησίας. Τα δύο θέματα που εγκρίθηκαν και από τους
Ρωμαιοκαθολικούς να συζητηθούν είναι:
Α) Προς την ενότητα της Πίστεως: Θεολογικά και Κανονικά Θέματα, και
Β) Πρωτείο και Συνοδικότητα στη δεύτερη χιλιετία και σήμερα.
Ο Σεβ. Μεσσηνίας εξέφρασε την
πικρία του για το γεγονός ότι δεν ψηφίστηκε η πρότασή του, αλλά δεν εξήγησε
γιατί όλες οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες –και όχι μόνο η υπό την Ρωσική Εκκλησία
«ομάδα»– δεν την εψήφισαν. Ο εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος σημειώνει πως
η ψήφιση των δύο θεμάτων έγινε «κατόπιν επίμονης πίεσης της Εκκλησίας της
Ρωσίας και συγκατάθεσης των Ρωμαιοκαθολικών Μελών της Επιτροπής... και
προοιωνίζει το <ναυάγιο> των συνομιλιών, γιατί η παρούσα
διπλή θεματολογία εξυπηρετεί τις επικοινωνιακές επιδιώξεις της Εκκλησίας της
Ρωσίας και την απαίτησή της για συζήτηση του θέματος της Ουνίας, αλλά και τις
αποπροσανατολιστικές μεθοδεύσεις των Ρωμαιοκαθολικών Μελών, όχι όμως τον
πραγματικό και ουσιαστικό σκοπό του Διαλόγου».
Εδώ χρειάζεται μια εξήγηση εκ μέρους
του Σεβ. Μεσσηνίας. Γιατί οι Ρωμαιοκαθολικοί να θέλουν να συζητηθεί το θέμα της
Ουνίας, που θα προκαλέσει ναυάγιο στον Διάλογο, όταν κόπτονται γι’ αυτόν, και
όταν βρίσκονται σε οξεία αντιπαλότητα με το Πατριαρχείο της Μόσχας για
την ουνία στην Ουκρανία. Επίσης πρέπει να εξηγήσει γιατί σε αυτές τις
επιδιώξεις και μεθοδεύσεις της Μόσχας και του Βατικανού συμφώνησαν όλοι οι
εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, πλην του ιδίου και του κ. Γιάγκου.
Η πρόταση του κ. Χρυσοστόμου
να παραμείνει ο Διάλογος στην πρώτη χιλιετία και να μη συζητηθεί το θέμα της Ουνίας,
όπως το θέτει η Μόσχα, είναι η τα τελευταία χρόνια άποψη του Φαναρίου, ότι
δηλαδή πρέπει αυτός να μείνει σε θέματα, που δεν θα υπάρξει διχογνωμία ώστε να
μη ναυαγήσει. Και εδώ προκαλείται το ερώτημα γιατί το Φανάρι δέχθηκε να
συζητηθούν τα δύο θέματα, που, κατά την άποψη του Σεβ. Μεσσηνίας, δυναμιτίζουν
τον Διάλογο; Σημειώνεται ότι η Ουνία είναι πρόβλημα όχι μόνο της Εκκλησίας της
Ρωσίας, αλλά όλης της Ορθοδοξίας. Προβλήματα οξύτατα με αυτήν αντιμετωπίζουν
και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες των Πολωνίας, Τσεχίας και Σλοβακίας, Ρουμανίας,
Αντιοχείας, Πολωνίας, ακόμη και της Ελλάδος.
Πολλά από όσα αναφέρει ο Σεβ.
Μεσσηνίας για τη Ρωσική Εκκλησία, είναι σωστά. Όμως λείπει η εκ μέρους του
ανάλογη κριτική προς το Φανάρι. Ιδιαίτερα για τα ανοίγματά του προς το
Βατικανό και τις ΗΠΑ και την εμπλοκή του στον ανταγωνισμό ισχύος με τη Μόσχα.
Πάντως τους από το βήμα της Ιεραρχίας χαρακτηρισμούς του Σεβ. Μεσσηνίας
σε βάρος της Ρωσικής Εκκλησίας η Ιερά Σύνοδος δεν πρέπει να τους αγνοήσει, αλλά
να λάβει επ’ αυτών θέση, όταν μάλιστα υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν ζητήματα
στις διορθόδοξες σχέσεις της.
Η εισήγηση του κ. Χρυσοστόμου
στην Ιεραρχία δεν ήταν μόνο ενημερωτική, όπως εκτίμησαν πολλοί Αρχιερείς, που,
δυστυχώς, δεν παρακολουθούν την εξέλιξη του Διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς.
Είχε πολλές και σοβαρές θεολογικές, εκκλησιολογικές και εκκλησιαστικές
τοποθετήσεις, επί των οποίων απαιτούνται υπεύθυνες Συνοδικές αποφάσεις. Είναι πάντως
θετικό ότι ο ίδιος ο Σεβ. Μεσσηνίας ζήτησε από την Ιεραρχία να επαναξιολογηθούν
και να επανεκτιμηθούν τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα του Διαλόγου με τους Ρ/Κ και
να καθορισθεί η μελλοντική του πορεία. Χρήσιμο θα είναι πανορθοδόξως να υπάρξει
πνεύμα αυτοκριτικής, ταπείνωσης, μετανοίας και τηρήσεως της Ιερής Πατερικής
Παρακαταθήκης, για να εξοβελιστεί η εκκοσμικευμένη νοοτροπία που κυριαρχεί,
ιδιαίτερα στο Φανάρι και στη Μόσχα.
*Στα εντός εισαγωγικών κείμενα
τηρείται η ορθογραφία και η σύνταξη του πρωτοτύπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.