Ἀπόδοση στὴν
Νεοελληνικὴ: Σάββας Ἠλιάδης - Δάσκαλος
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
Κύριε καὶ Σωτήρα μου, ὑψώνω τὰ
μάτια τῆς καρδιᾶς μου ψηλὰ στὸν οὐρανό, πρὸς ἐσένα καὶ σοῦ
ζητῶ νὰ μὲ σώσεις, μὲ τὴ φώτιση τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος!
Ἦχος Β.΄ Ἀντίφωνον Α΄
«Ἐν τῷ οὐρανῷ τὰ ὄμματα, ἐκπέμπω μου τῆς καρδίας, πρὸς σὲ Σωτήρ, σῶσόν με σῇ ἐπιλάμψει».
«Ἐν τῷ οὐρανῷ τὰ ὄμματα, ἐκπέμπω μου τῆς καρδίας, πρὸς σὲ Σωτήρ, σῶσόν με σῇ ἐπιλάμψει».
Ἀδελφοί μου, εἶναι μεγάλο καλὸ τὸ
νὰ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σὲ στενοχώρια καὶ θλίψη. Καὶ τὸ βλέπετε αὐτὸ στοὺς Ἰουδαίους,
οἱ ὁποῖοι ἐξορίστηκαν καὶ σκλαβώθηκαν στὴ Βαβυλώνα. Διότι, καθόσον αὐτοὶ
βρίσκονταν στὴν ἐξορία, ἔδειξαν μεγάλη φιλοσοφία καὶ θεοσέβεια. Καὶ ὅταν μὲν
βρίσκονταν στὴν πατρίδα τους Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπολάμβαναν τὸν ἐκεῖ εὑρισκόμενο,
περίφημο ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ζοῦσαν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ διάνοιά τους καὶ καταγίνονταν μὲ τὰ μάταια πράγματα
τοῦ κόσμου. Ὅταν δὲ ἔγιναν δοῦλοι ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ ἐξορίστηκαν στὴ
Βαβυλώνα, τότε θυμήθηκαν τὸν Θεὸ καὶ ἔτρεξαν σ` αὐτόν, χρησιμοποιώντας λόγια συγγνώμης καὶ παράκλησης, τὰ ὁποία περιέχει ὁ τέταρτος Ἀναβαθμὸς τοῦ Δαβὶδ καὶ ἔλεγαν:
«Πρὸς σὲ ἤρα τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ». (Ψαλμ. 122,1).
Διότι, πραγματικά, κατὰ τὸν Εὐθύμιο, ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ ἦταν στὴ Βαβυλώνα
προφέρεται αὐτὸς ὁ ψαλμός, εἴτε γιὰ ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸν Ζοροβάβελ καὶ τὸν Ἰησοῦ,
τὸν γιὸ τοῦ Ἰωσεδέκ, εἴτε γιὰ τὸν Νεεμία καὶ τὸν Ἔσδρα, οἱ ὁποῖοι ταλαιπωροῦνταν
κατὰ τὴν πορεία τους, ὅταν ἐπέστρεφαν στὴν Ἱερουσαλήμ. Γι` αὐτὸ καὶ ὁ
Χρυσόστομος λέει: «Ἂν ἀγρυπνοῦμε καὶ εἴμαστε προσεκτικοί, ὄχι μόνο δὲν θὰ
πάθουμε κανένα κακὸ ἀπὸ τὴ θλίψη, ἀλλὰ θὰ ἀπολαύσουμε καὶ μυριάδες ἀγαθά. Ἂν ὅμως
πέφτουμε σὲ ὀκνηρία καὶ νωθρότητα, ἡ ἄνεση αὐτὴ θὰ μᾶς καταστρέψει». (Ἀνδριαντ.
Δ΄)
Λέγεται βέβαια, ὅτι ὁ Θεὸς
κατοικεῖ στὸν οὐρανό, ὄχι διότι κατοικεῖ ἐκεῖ κυρίως, ἀφοῦ εἶναι ἄυλος καὶ ἀμέριστος
καὶ ἄπειρος κατὰ τὴν οὐσία καὶ τὴν δύναμη καὶ δὲν περιορίζεται σὲ τόπο, ἀλλὰ εἶναι
ὁλόκληρος παντοῦ καὶ ὁλόκληρος πάνω ἀπὸ τὰ πάντα, ὅπως λέει ὁ ἴδιος διὰ τοῦ
προφήτη Ἱερεμία: «μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; λέγει Κύριος» (Ἱερ.
23,24). Καὶ ὁ Δαμασκηνὸς εἶπε: «Τὸ θεῖο εἶναι ἀδιαίρετο, βρίσκεται παντοῦ ὁλόκληρο
καθ` ὁλοκληρία. Δὲν διαιρεῖται σὲ μέρη, ὅπως τὰ σώματα, ἀλλὰ ὅλο βρίσκεται σὲ ὅλα
καὶ πάνω ἀπ` ὅλα». (κεφ. 13 τοῦ α΄ βιβλ. τοῦ Θεολογικοῦ) καὶ πάλι: «Τὸ θεῖο εἶναι
πανταχοῦ παρὸν καὶ πάνω ἀπ` ὅλα καὶ μὲ μία ἁπλὴ ἐνέργειά του ἐνεργεῖ συγχρόνως
μὲ διαφορετικοὺς τρόπους». (αὐτόθι). Λέγεται λοιπὸν ὅτι ὁ Θεὸς κατοικεῖ στὸν οὐρανό,
διότι κατὰ τὸν Χρυσόστομο καὶ τὸν Εὐθύμιο καὶ τὸν Κάλλιστο ἀναπαύεται στὶς ἐκεῖ
νοερὲς καὶ καθαρὲς δυνάμεις τῶν ἁγίων Ἀγγέλων, καθὼς λέγεται ὅτι κατοικεῖ καὶ
στοὺς ἁγίους ποὺ βρίσκονται στὴ γῆ, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος: «Θὰ κατοικήσω καὶ θὰ
περπατήσω ἀνάμεσα σ` αὐτούς». (Λευϊτ. 26,12).
Γιὰ ποιὸ λόγο δέ, κατοικεῖ ὁ Θεὸς
στοὺς ἁγίους τῆς γῆς; Γιὰ τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ
σώματός τους. Γι` αὐτὸ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀγωνίζεσθε καὶ προσπαθεῖτε νὰ ἔχετε
εἰρήνη μὲ ὅλους, νὰ ἀποκτήσετε δὲ τὴν ἁγιότητα καὶ καθαρότητα τῆς καρδίας,
διότι χωρὶς αὐτὴν τὴν ἁγιότητα, κανεὶς δὲν θὰ δεῖ τὸν Κύριο». (Ἑβρ. 12,14). Εἶπε
δὲ καὶ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Νομίζω πὼς κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ λέγεται
πραγματικὰ ἅγιος, ἂν δὲν μεταποιήσει τὸ χῶμα τοῦτο (δηλαδὴ τὴν σάρκα) σὲ ἁγιασμένο
χώμα· ἂν βέβαια εἶναι κατορθωτὴ αὐτὴ ἡ μεταβολή». (Λόγος ιε΄ περὶ ἁγνείας). Δὲς
δὲ ὅτι, κατὰ τὸν ὅσιο αὐτό, ἅγιος σημαίνει ἀνώτερος ἀπὸ τὴ γῆ, σύμφωνα καὶ μὲ τὸν
Φώτιο. Γράφει δὲ καὶ ὁ σχολιαστὴς αὐτοῦ τοῦ λόγου: «ἅγιος ὀνομάζεται αὐτὸς
ποὺ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ κακία καὶ ἀπὸ κάθε ἁμάρτημα. Γι` αὐτὸ καὶ εἶναι πολὺ
μεγάλο κατόρθωμα τῆς ψυχῆς καὶ ἀρεστὸ στὸν Θεό, τὸ νὰ μὴν ὑπάρχει κακία μέσα στὸν
ἄνθρωπο. Ἁγιασμὸς δὲ εἶναι τὸ νὰ ἀναφέρονται ὅλα στὸν Θεό».
Βλέπεις, ἀδελφέ, πόσο εἶναι τὸ
κέρδος τῆς θλίψης καὶ τῆς ἐξορίας; Διότι, ὅπως εἴπαμε, ὅταν οἱ Ἑβραῖοι ἦταν στὴν
ἐξορία, τότε ἐγκατέλειψαν ὅλα τὰ βιοτικὰ καὶ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου καὶ ὅλοι
διὰ παντὸς προσέβλεπαν μόνο πρὸς τὸν Θεό, ἄλλοτε μὲν σηκώνοντας τὰ μάτια τους
πρὸς τὸν οὐρανό, ἄλλοτε δὲ παίρνοντας τὴν ἐλεεινὴ στάση τοῦ δούλου καὶ τῆς μικρῆς
δούλης, ἔλεγαν: «Ἰδού, ὅπως τὰ μάτια τῶν δούλων εἶναι προσηλωμένα εἰς τὰ χέρια
τῶν κυρίων τους, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς δούλης εἰς τὰ χέρια τῆς κυρίας της,
περιμένοντας ἀπὸ ἐκείνους ἀγαθά, ἔτσι καὶ τὰ μάτια μας στρέφονται πρὸς Κύριο, τὸν
Θεό μας καὶ τὸν παρακαλοῦν, μέχρις ὅτου ἐκδηλώσει πλούσιο πρὸς ἐμᾶς τὸ ἔλεός
του». (Ψαλμ. 122,2). Ἐξ αὐτοῦ εἶπε ὁ χρυσὸς ἅγιος, ἐπαινώντας τὸ κέρδος τῆς
θλίψης: «Λοιπόν, ἂς μὴν λυπούμαστε γιὰ τὰ παρόντα κακά. Διότι, ἂν ἔχεις ἁμαρτίες,
ἐξαφανίζονται καὶ κατακαίονται εὔκολα ἀπὸ τὴ θλίψη. Ἂν δὲ ἔχεις ἀρετή, γίνεσαι ἐξαιτίας
της, πιὸ λαμπρὸς καὶ πιὸ χαρούμενος. Διότι δὲν εἶναι ἡ φύση τῶν πειρασμῶν ἀλλὰ ἡ
ραθυμία τῶν πειραζομένων, ποὺ ἐργάζεται καὶ δημιουργεῖ τὰ πτώματα». (Ἀνδριαντ.
Δ΄).
Αὐτὸ εἶναι καταρχᾶς τὸ κατὰ
γράμμα νόημα τοῦ Ἀναβαθμοῦ αὐτοῦ. Ὁ δὲ ἱερὸς Θεόδωρος ἐδῶ τὸν ἐννοεῖ μεταφορικῶς.
Γι` αὐτὸ καὶ λέει: «Ώ, Σωτήρα τοῦ κόσμου Χριστέ, ἐγὼ ἔγινα σκλάβος στὴν ἁμαρτία,
γι` αὐτὸ καὶ ὑψώνω τὰ μάτια μου στὸν οὐρανό, δηλαδὴ πρὸς ἐσένα, ὁ ὁποῖος
κατοικεῖς στὸν οὐρανὸ καὶ ἔχεις τὴ δύναμη νὰ σώζεις. Καὶ ἐπειδὴ βρίσκομαι μέσα
στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας, χάριν αὐτῆς τῆς καταστάσεως, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ
σώσεις. Μὲ τί; Μὲ τὴν ἔλλαμψη, (τὸν φωτισμὸ) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι, ὅταν
φωτιστῶ ἀπὸ αὐτήν, τότε θὰ δύναμαι νὰ γνωρίζω τοὺς γκρεμοὺς καὶ τοὺς λάκκους τῆς
ἁμαρτίας καὶ ἔτσι θὰ μπορῶ νὰ φυλάγομαι ὥστε
νὰ μὴν πέσω μέσα σ` αὐτούς».
Εἶπε δὲ ὅτι στρέφει τὰ μάτια του
στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ δείξει ὅτι μόνο ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, βλέπει στὸν
οὐρανό, τὰ δὲ ἄλογα ζῶα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον βλέπουν στὴ γῆ καὶ στὰ φθαρτὰ
πράγματα τῆς γῆς. Διότι ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὸ ὄρθιο σχῆμα τοῦ σώματος καὶ
λέγεται ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἄνω ἀθρεῖν, τὸ ὁποῖο σημαίνει βλέπει ἐπάνω. Ἔτσι, ἀπὸ τὸ
σχῆμα τοῦ σώματός του καὶ ἀπὸ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματός του, νὰ γνωρίζει πώς,
ὁ τρόπος ποὺ ζεῖ ἔχει ἀντίκρισμα στὸν οὐρανό, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο Παῦλο, ὁ ὁποῖος
λέει: «Ἀλλ' ἠμῶν τῶν πιστῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἡ πατρίδα μας καὶ ἡ πολιτεία
μας, τὸ πολίτευμά μας καὶ ἡ συμπεριφορὰ μας εἶναι, ὅπως καὶ τῶν ἀγγέλων, στοὺς
οὐρανούς». (Φιλιπ. 3,20).(1).
Ἀπὸ δῶ, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἔξω της
πίστης σοφούς, ὁ Πλάτων δηλαδή, ὀνόμασε τὸν ἄνθρωπο οὐρανοφύτευτο δέντρο, ἀντίθετα
μὲ τὰ ἄλλα δέντρα, τὰ ὁποῖα ἔχουν χαμηλὰ στὴ γῆ τὸν κορμὸ καὶ τὶς ρίζες τους. Ἀκόμη
καὶ ἐπειδὴ τρέφονται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ὁ δὲ ἄνθρωπος τὰ ἔχει ὅλα ἐπάνω. Τὶς μὲν
τρίχες ὡς ρίζες, τὸ δὲ κεφάλι ὡς κορμό. Γι` αὐτὸ καὶ τρέφεται ἀπὸ πάνω. Τὸ ἴδιο
λέει καὶ ὁ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος, ὁ ὁποῖος ὀνόμασε τὸν ἄνθρωπο δέντρο οὐράνιο, διότι
ζητάει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὴν ἀθάνατη τροφὴ τῆς ψυχῆς του. Μᾶλλον δέ, ἂν θέλουμε νὰ
ποῦμε ἀκριβέστερα, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ ρίζα στὴν καρδιά του καὶ φυσικῶς καὶ κατὰ
χάρη. Κατὰ τὴν φύση, διότι στὴν καρδιὰ εἶναι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς, ὅπως λένε οἱ
φυσικοὶ καὶ οἱ γιατροὶ καὶ κατὰ τὴν χάρη, διότι στὴν καρδιὰ ἔχει τὴν ἕδρα της ἡ
χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι. Ἀπὸ ἐδῶ, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας
τό: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμὶν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναίκα πρὸς τὸν ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν
αὐτὴν ἐν τῇ
καρδία αὐτοῦ. (Ματθ. 5,28), λέει: «Ἐπειδὴ δεχόμαστε στὴν καρδιὰ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος,
αὐτὴν καθαρίζει πρώτη». (Ὁμιλ. ιζ΄ εἰς τὸ κατὰ Ματθ.).(2)
Ἀλλὰ καὶ σύ, ἀδελφὲ , ἂν τύχει νὰ
σὲ καταλάβει κάποια θλίψη ἢ δυστυχία ἢ ἀσθένεια ἢ ἐπίθεση ἐχθροῦ, ἄφησε τὴ γῆ
καὶ τὰ γήινα καὶ τὴ βοήθεια τῶν ἀνθρώπων, καθὼς κατὰ τὸν Δαβίδ: «Εἶναι μάταιη,
δηλαδή, ἀνωφελὴς καὶ ἄκαρπη γιὰ σωτηρία, κάθε βοήθεια, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἄνθρωπο»
(Ψαλμ. 59,13) καὶ σήκωσε τὰ μάτια σου στὸν οὐρανὸ καὶ ἐπικαλέσου μὲ θερμότητα τὴ
βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ βέβαια, ἂν ὁ Θεὸς ἀργήσει νὰ σὲ βοηθήσει, μὴν ἀφήσεις τὴν
προσευχή, ἀλλὰ καὶ ἂν λάβεις καὶ ἂν δὲν λάβεις, ἐπίμενε παρακαλώντας, ἕως ὅτου
σὲ ἐλεήσει ὁ Θεὸς καὶ ἀπαντήσει στὸ αἴτημά σου. Ἔτσι σὲ συμβουλεύει νὰ κάνεις ὁ
θεῖος Χρυσόστομος: «Ἔτσι καὶ τὰ μάτια μας στρέφονται πρὸς Κύριο, τὸν Θεό μας καὶ
τὸν παρακαλοῦν, μέχρις ὅτου ἐκδηλώσει πλούσιο πρὸς ἐμᾶς τὸ ἔλεός του. Δὲν εἶπε,
μέχρι νὰ ἀποδώσει τὸ μισθό, οὔτε μέχρι νὰ ἀποδώσει τὴν ἀμοιβή, ἀλλὰ μέχρι νὰ σὲ
ἐλεήσει. Καὶ σὺ λοιπόν, παράμενε ἀδιαλείπτως ἄνθρωπε! Κι ἂν λάβεις κι ἂν δὲν
λάβεις, μὴν ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ θὰ τὰ λάβεις ὅλα. Δὲν βλέπεις, πῶς
οἱ δοῦλες τῶν κυρίων εἶναι προσηλωμένες σ` αὐτούς, χωρὶς νὰ ἀφήνουν οὔτε τὸ
μυαλό τους οὔτε τὰ μάτια τους νὰ πλανῶνται ἀλλοῦ; Ἔτσι νὰ κάνεις καὶ σύ. Ἀκολούθησε
μόνο τὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ ἀφήσεις ὅλα τὰ ἄλλα, γίνε δικός του καὶ θὰ λάβεις ὅλα ὅσα
ζήτησες καὶ εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον σου».
Δὲς δέ, πὼς ὁ Ἀναβαθμὸς λέει, ὅτι
τῆς καρδιᾶς τὰ μάτια ἔστρεψε στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ μάθεις καὶ σύ, ὅταν ἐπικαλεῖσαι
τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ ἁπλώνεις πρὸς αὐτὸν καὶ τὸ βλέμμα τῶν ἐξωτερικῶν ματιῶν
τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ τῶν ἐσωτερικῶν τῆς καρδιᾶς σου. Διότι σ` αὐτὰ βλέπει
καλύτερα καὶ περισσότερο ὁ Θεός, παρὰ στὰ τοῦ σώματος. Μάλιστα, ὅταν τὰ δεῖ νὰ ἁπλώνονται
σὲ στάση λύπης, μὲ καρδιὰ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένο φρόνημα. Διότι λέει ὁ
Ψαλμός: «Ὁ Κύριος ἔριξε εὐμενὲς βλέμμα στὴν προσευχὴ τῶν ταλαιπωρουμένων δούλων
του καὶ δὲν ἐξουθενώνει πλέον ὡς μηδαμινὴ τὴν δέησή τους. (Ψαλμ. 101,18). Καὶ
πάλι: «Ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸ πρόσωπο, ὁ δὲ Θεὸς βλέπει στὴν καρδιά». (Α΄Βασ.
16,7).
(1). Σημειώνουμε ἐδῶ καὶ τὰ τοῦ
Χρυσοστόμου, τὰ ὁποία εἶναι πολὺ παραστατικὰ καὶ ἔχουν ὡς ἑξῆς: «Δὲν ντρέπεσαι
καὶ γι` αὐτὴν τὴν φύση καὶ τὴ διάπλαση τοῦ σώματός σου; Διότι ὁ Θεὸς δὲν τὸ
σχημάτισε σὲ μᾶς ὅπως καὶ στὰ ζῶα, ἀλλὰ ὅπως ἔπρεπε νὰ εἶναι, καθὼς ἐπρόκειτο νὰ
ὑπηρετήσει ψυχὴ λογικὴ καὶ ἀθάνατη. Γιατί, σ` ὅλα μὲν τὰ ἄλογα ζῶα ἔκανε ὁ Θεὸς
τὰ μάτια τους νὰ βλέπουν κάτω, σὲ σένα δέ, ὅπως ἀκριβῶς πάνω σὲ ἀκρόπολη, τὰ ἔφερε
καὶ τὰ ἐγκατέστησε στὸ κεφάλι; Ὄχι βέβαια, ἐπειδὴ γιὰ ἐκεῖνα δὲν ὑπάρχει τίποτε
κοινὸ μὲ τὸν οὐρανό, ἐνῶ γιὰ σένα δόθηκε ἐξαρχῆς νόμος καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ
τὴ φύση, νὰ ἀναζητᾶς πάρα πολὺ τὰ ἄνω; Γιατί ἔκανε σὲ σένα μὲν τὸ σῶμα τὸ ἔκανε
ὄρθιο, σὲ κεῖνα δὲ πάλι νὰ βλέπουν κάτω; Δὲν εἶναι πάλι ἡ ἴδια αἰτία; Δὲν εἶναι,
ὅτι θέλει νὰ σὲ διδάξει καὶ ἀπ` αὐτὴν τὴν ἴδια τὴ διάπλαση τοῦ σώματος, ὥστε νὰ
μὴν ἔχεις τίποτε κοινὸ μὲ τὴ γῆ, οὔτε νὰ προσκολλᾶσαι στὰ παρόντα πράγματα;
Μὴ λοιπὸν προδίδουμε βαριὰ τὴν εὐγενικὴ
καταγωγή μας, οὔτε νὰ ξεφεύγουμε πρὸς τὴν ταπεινὴ καταγωγὴ τῶν ζώων, γιὰ νὰ μὴν
ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς τό: «ἄνθρωπος ἐν τιμὴ ὧν οὐ συνῆκε». Διότι, τὸ νὰ θεωρεῖ κάποιος ὡς εὐημερία τὴν καλοπέραση καὶ
τὸν πλοῦτο καὶ τὴ δόξα καὶ γενικὰ τὰ παρόντα πράγματα, δὲν εἶναι χαρακτηριστικὸ
ἀνθρώπων, ποὺ ἐξετάζουν ἐπιμελῶς τὴν εὐγενικὴ καταγωγή τους, ἀλλὰ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι
κατάντησαν ἄλογα καὶ γαϊδούρια» (λόγ. α΄ περὶ προνοίας τόμ. Στ΄). Συμφωνεῖ δὲ μὲ
τὸν Χρυσόστομο καὶ ὁ μαθητὴς του Θεοδώρητος, ὁ ὁποῖος λέει: «Χρησιμοποίησέ το,
καὶ μόνο αὐτό, ὥστε νὰ ὑμνολογεῖς τὸν κτίστη σου· τὸ ὅ,τι, οὔτε εἶσαι σκυμμένος
στὴ γῆ σὰν τὰ ἄλογα ζῶα, οὔτε στὴν κοιλιά σου ἔχεις στραμμένο τὸ κεφάλι σου, ὅπως
τὰ γουρούνια. Σήκωσε τὸ κεφάλι σου μόνο καὶ δὲς τὴ θεία Πρόνοια. Σὲ δημιούργησε
ὄρθιο μόνο ἐσένα ἀπὸ τὰ ζωντανὰ
πλάσματα, νὰ περπατᾶς πάνω σὲ δύο πόδια καὶ τὸ καθένα ἀπ` αὐτὰ δὲν τὸ ἔκανε
μονοκόμματο, ἀλλὰ τὸ συνέθεσε ἀπὸ τρία μέρη καὶ τὸ ἕντυσε μὲ τρία ἁρμονικὰ
κομμάτια». (λόγ. γ΄περὶ προνοίας).
(2). Πολὺ παραστατικὰ καὶ ἀξιόλογα εἶναι τὰ
λόγια τοῦ
Χρυσοστόμου, μὲ τὰ ὁποία μᾶς ἐνθαρρύνει, λέγοντας πὼς καὶ μόνο ἀπὸ τὴν ὀνομασία
ἄνθρωπος μποροῦμε νὰ πάρουμε μεγάλο μάθημα γιὰ τὴν ἀρετή. Διότι λέει τὰ ἑξῆς: «Ἂν λάβεις ὑπόψη σου τὴν κοινὴ ὀνομασία
τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, θὰ πάρεις μεγάλο μάθημα καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὴν ἀρετή.
Διότι μὲ τὸ ὄνομα «ἄνθρωπος», ἐμεῖς δὲν χαρακτηριζόμαστε ὅπως οἱ ἔξω τῆς
πίστεως, ἀλλὰ ὅπως ἔδωσε ἐντολὴ ἡ θεία Γραφή. Ὁ ἄνθρωπος , λέει, δὲν εἶναι ὅποιος
ἁπλῶς ἔχει χέρια καὶ πόδια ἀνθρώπου, οὔτε ὅποιος εἶναι λογικός, ἀλλὰ ὅποιος ἀσκεῖ
μὲ παρρησία τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀρετή. Ἄκου λοιπὸν τί λέει γιὰ τὸν Ἰώβ. Ὅταν εἶπε
ὅτι ἦταν ἕνας ἄνθρωπος στὴ χώρα Αὐσίτιδα, δὲν τὸν συστήνει μὲ τὰ ἴδια στοιχεῖα
τῶν ἔξω τῆς
πίστεως, οὔτε λέει ὅτι εἶχε δύο πόδια καὶ νύχια πλατιά, ἀλλὰ συνθέτοντας τὰ
χαρακτηριστικά τῆς εὐσέβειάς του, ἔλεγε: ἦταν δίκαιος, ἀληθινός, θεοσεβής, ἀπέχοντας
ἀπὸ κάθε πονηρὸ πράγμα καὶ δείχνοντας ἔτσι
πὼς αὐτὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος».
Ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέει: «Νὰ φοβᾶσαι
τὸν Θεὸ καὶ νὰ φυλάγεις τὶς ἐντολές του, διότι αὐτὸ εἶναι ὅλη ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου».
(Ἐκκλ. ιβ΄Ἀνδριαντ. κα΄). Καὶ ἀλλοῦ ὁ ἴδιος λέει: «Πρόσεχε ἀκριβῶς ποιὸν ὁρισμὸ
ἔδωσαν οἱ ἔξω τῆς πίστεως γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τί εἶναι ἄνθρωπος; Ἄνθρωπος εἶναι,
λέει, ζῶο λογικό, θνητό. Καὶ αὐτὰ θέλουν νὰ ὁρίζουν οἱ φιλόσοφοι. Ἡ δὲ Ἁγία
Γραφὴ δὲν δίνει τέτοιους ὁρισμούς. Ἀλλὰ ποιούς; Ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄμεμπτος, ὁ
δίκαιος, ὁ ἀληθινός. Ἂν κάποιος σὲ ρωτήσει καὶ σοῦ ζητήσει ὁρισμὸ γιὰ τὸ τί εἶναι
ἄνθρωπος, πές του: ἄμεμπτος, δίκαιος, ἀληθινός, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ κάθε πονηρὸ
πράγμα. Ὥστε λοιπόν, ἂν δὲν περιγράφεται μὲ τέτοια προτερήματα, δὲν θὰ εἶναι
καν ἄνθρωπος» (λόγ. β΄εἰς τὸν Ἰώβ, τόμ. ε΄).
Καὶ ἀλλοῦ λέει ὁ ἴδιος: «Ἔλα καὶ
γίνε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μὴν διαψευσθεῖ ἡ ὀνομασία τῆς φύσεώς σου. Διότι λέει, εἶναι
ἄνθρωπος. Ἀλλὰ ἄνθρωπος μὲν στὸ ὄνομα πολλὲς φορές, ὄχι ὅμως καὶ στὸ φρόνημα.
Διότι, ὅταν σὲ δῶ νὰ ζεῖς σὰν ζῶο, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι βόδι; Ὅταν
σὲ δῶ νὰ ἁρπάζεις, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι λύκο; Ὅταν σὲ δῶ νὰ
πορνεύεις, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι γουρούνι; Ὅταν σὲ δῶ νὰ εἶσαι
πονηρός, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι φίδι; Ὅταν σὲ δῶ νὰ ἔχεις δηλητήριο,
πῶς νὰ σὲ καλέσω ἄνθρωπο καὶ ὄχι φίδι φαρμακερό; Ὅταν σὲ δῶ ἀνόητο, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω
ἄνθρωπο καὶ ὄχι γαϊδούρι; Ὅταν σὲ δῶ νὰ μοιχεύεις, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο καὶ
ὄχι ἵππο θηλυμανῆ; Ὅταν σὲ δῶ ἀνυπάκουο καὶ ἀπερίσκεπτο, πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο
καὶ ὄχι πέτρα;
Ἔχεις εὐγενικὴ καταγωγὴ ἀπὸ τὸν
Θεό! Γιατί προδίδεις τὴ φυσικὴ ἀρετὴ πού σοῦ χάρισε; Ἀλλὰ πῶς θὰ γίνεις ἄνθρωπος;
Ὅταν ἔλθεις ἐδῶ, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία, ὅπου δημιουργοῦνται ἄνθρωποι. Ἂν σὲ πάρω
ἄλογο, σὲ κάνω ἄνθρωπο, ὄχι μεταβάλλοντας τὴ φύση σου, ἀλλὰ ἀλλάζοντας τὴν
προαίρεσή σου» (λόγ. α΄εἰς τό, μὴ, ὅταν πλουτίσει ἄνθρωπος).
Ἀπόδοση στὴν
Νεοελληνικὴ:
Σάββας Ἠλιάδης,
Δάσκαλος - Κιλκίς, 8-1-2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.