Ἱερομονάχου
Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Μέσα στό κοσκίνισμα πού γίνεται ἀπό κάποιους
ἀδελφούς καί σεβαστούς πατέρες (σύμφωνα μέ τήν λαϊκή ρῆσι, ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώση
δέκα μέρες κοσκινίζει), σχετικά μέ τήν κατοχύρωσι τῆς νεόκοπης θεωρίας τοῦ βολέματος
(δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος περί ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους),
ἀναφέρονται κάποιες θεωρίες γιά τίς ὁποῖες ἐθεώρησα ἀναγκαῖο νά καταθέσω αὐτές τίς
σκέψεις προκειμένου νά διασφαλισθῆ ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης ὡς πρός τό δέον
γενέσθαι εἰς τήν παροῦσα αἱρετική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Διότι εἶναι διαφορετικό
πρᾶγμα τό νά μήν γνωρίζη κάποιος καί νά πλανηθῆ ἀπό ἄγνοια καί τελείως διαφορετικό
τό νά κατασκευάζωμε θεωρίες, προκειμένου νά καθησυχάσωμε τούς ἑαυτούς μας καί νά
πλανήσωμε καί τούς ἄλλους.
Κατ’ ἀρχάς
ἔχει γίνει ἀντιληπτή πλέον ἡ ἀδυναμία τῶν θιασωτῶν τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ ΙΕ΄
ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους,
εἰς τό νά κατοχυρώσουν τήν θεωρία των μέ τήν ἁγιογραφική
καί πατερική διδασκαλία.
Δι’ αὐτόν τόν λόγο ἐφευρίσκουν ἄλλες μεθόδους καί τέχνες προκειμένου νά πείσουν
ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ μία μέθοδος εἶναι ἡ ἐπίκληση τῆς θεωρίας
ὅτι ὑπῆρχαν αἱρετικοί καί παλαιότερα καί μάλιστα καθ’ ὅλη τήν ἱστορική πορεία τῆς
Ἐκκλησίας, καί ὅμως οἱ Ἅγιοι δέν ἀποτειχίζοντο
ἀπό αὐτούς.
Εἰς τήν πρώτη ἔνστασι ἔχομε νά καταθέσωμε, ὅτι
κατ’ ἀρχάς ὅσοι ὑποστηρίζουν αὐτήν την θεωρία συγκρίνουν καί ταυτίζουν τελείως διαφορετικά
καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα πράγματα. Διότι ὄντως ὑπῆρχαν παλαιότερα κάποιοι Ἐπίσκοποι
οἱ ὁποῖοι εἶχαν αἱρετικά φρονήματα καί τά ἐκήρυτταν μέ λόγια καί ἔργα. Ποτέ δέν
ἔλλειψαν ἄλλωστε, οὔτε θά λείψουν αὐτοί οἱ αἱρετικοί Ἐπίσκοποι. Αὐτοί ὅμως οἱ Ἐπίσκοποι
ἀποτελοῦσαν μεμονωμένες περιπτώσεις καί δέν ἐξέφραζον συνοδικῶς
καί πανορθοδόξως τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ἐνῶ αὐτοί εἶχαν
αἱρετικά φρονήματα, δέν ἐπηρέαζαν τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ γραμμή καί πορεία
της διαπιστώνεται ὄχι ἀπό τήν γραμμή καί πορεία τοῦ καθενός, ἀλλά ἀπό τήν σύνολη
πορεία ἡ ὁποία ἐκφράζεται θεωρητικά ἀπό τίς συνοδικές ἀποφάσεις
καί πρακτικά ἀπό
τήν κοινή στάσι της ἀπέναντι στίς αἱρέσεις καί στούς αἱρετικούς. Ἦταν ὡς ἐκ τούτου
σάν τό πλοῖο τό ὁποῖο ἔχει ὀρθή πορεία, σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων καί μέσα σ’ αὐτό ὑπάρχουν κάποιοι οἱ ὁποῖοι δέν συμφωνοῦν μέ
αὐτήν τήν Ὀρθόδοξο πορεία, ἀλλά δέν δύνανται νά τήν ἐπηρεάσουν ἤ νά τήν ἀλλάξουν.
Βεβαίως ὑπῆρχε τότε ἡ εὐαισθησία καί ἡ ἀκρίβεια στά θέματα τῆς πίστεως, εἰς τρόπον
ὥστε καί αὐτές τίς μεμονωμένες περιπτώσεις νά τίς καταδικάζουν συνοδικῶς πρός διασφάλισι
κυρίως τοῦ ποιμνίου καί βεβαίως τήν περαιτέρω ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως.
Σήμερα ὅμως
τά πράγματα εἶναι διαφορετικά. Διότι δέν πρόκειται γιά τίς παλαιότερες μεμονωμένες
περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἐπηρέαζαν τήν σύνολη πορεία τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά γιά τούς περισσοτέρους συγχρόνους Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους (σ’ αὐτούς προστίθενται
καί οἱ δειλοί καί ἄφωνοι καί αὐτοί πού συνοδοιποροῦν ἀποβλέποντες σέ προσωπικές
προσδοκίες καί ἀκόμη οἱ τυχάρπαστοι πού πορεύονται ὅπως φυσᾶ ὁ ἄνεμος), οἱ ὁποῖοι
ὄχι ἁπλῶς ἐπηρεάζουν, ἀλλά κατευθύνουν τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα
συνοδικῶς ἀποφαίνονται καί χαράζουν τήν οἰκουμενιστική καί αἱρετική πλέον πορεία
τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ λοιπόν ἔχομε τό παράδειγμα τοῦ πλοίου, τό ὁποῖο ἔχει ἀλλάξει
πορεία καί ἔχει στρέψει τήν πλώρη ὁλοταχῶς πρός Δυσμάς, καί μέσα σ’ αὐτό ὑπάρχουν
καί κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν συμφωνοῦν μέ αὐτήν τήν πορεία τοῦ πλοίου (ἔχοντες προφανῶς
Ὀρθόδοξο φρόνημα), ἀλλά καί δέν δύνανται νά τήν ἐπηρεάσουν ἤ νά τήν ἀλλάξουν καί
ἁπλῶς συμπορεύονται καί συνταξιδεύουν διαφωνοῦντες καί διαμαρτυρόμενοι.
Εἶναι προφανές
ὅτι τό παράδειγμα αὐτό τό ὁποῖο ἐπικαλοῦνται οἱ συμπορευόμενοι καί συναγελαζόμενοι
μέ τούς Οἰκουμενιστές τό προσάγουν ὡς δικαιολογία γιά τήν συνοδοιπορία μέ τούς Οἰκουμενιστές,
καί ἀποτελεῖ δόλο καί προπέτασμα καπνοῦ, καί λέγεται πρός καθησύχασι τῆς συνειδήσεως
τῶν ἀνησυχούντων. Διότι τότε (γιά νά μιλήσωμε πρακτικά), πού ὑπῆρχαν αὐτές οἱ μεμονωμένες
περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, δέν ὑπῆρχε καμμία συνοδική ἀπόφασι ἡ ὁποία
νά κατοχυρώνη τήν αἵρεσι τῶν μεμονωμένων Ἐπισκόπων καί νά τήν καθιστᾶ τοιουτοτρόπως
γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα ὅμως ὑπάρχουν συνοδικές ἀποφάσεις π.χ. περί τῆς ἄρσεως
τῶν ἀναθεμάτων τῶν Παπικῶν, περί τῆς ἐντάξεώς μας ὡς ἰσότιμα μέλη στό δαιμονικό
Π.Σ.Ε., περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρετικῶν ὡς «Ἐκκλησίες» (βλ. συνοδική ἐγκύκλιο
τοῦ 1920), τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν χωρίς αὐτοί νά μετανοήσουν
καί ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία κλπ. Ἀκόμη δέ καί οἱ συμπροσευχές καί οἱ λεγόμενες
κοινές δηλώσεις καί οἱ ἐλεεινές καί προδοτικές ἀποφάσεις τῶν λεγομένων θεολογικῶν
διαλόγων, τυγχάνουν τῆς συνοδικῆς καλύψεως καί εὐλογίας, εἰς τρόπον ὥστε καί αὐτά
νά ἀποτελοῦν πλέον γραμμή αἱρετική τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ οἰκονομίες
ὡς ἐκ τούτου πού ἐγίνοντο τότε, σέ μεμονωμένες περιπτώσεις αἱρετικῶν Ἐπισκόπων,
πέραν τοῦ ὅτι ἐγίνοντο γιά λίγο χρονικό διάστημα καί γιά συγκεκριμένο καί θεάρεστο
σκοπό (διότι ἡ κατά Θεόν οἰκονομία ἔχει καί σκοπό καί ὅρια), δέν ἐπηρέαζον στό ἐλάχιστο
τήν Ὀρθόδοξο πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ τώρα ἡ ἴδια ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
αἱρετική, κατοχυρωμένη μέ συνοδικές ἀποφάσεις.
Εἰς ὅλες λοιπόν
τίς περιπτώσεις πού ἡ αἵρεσις ἐθεσπίζετο και κατωχυρώνετο συνοδικῶς, οἱ Ἅγιοι ἀποτειχίζοντο ἀπό τούς αἱρετικούς
καί τή Σύνοδο πού ἐκήρυττε τήν αἵρεσι καί αὐτοί πλέον ἀποτελοῦσαν τήν Ἐκκλησία.
Διότι τό βασικό γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ἡ ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς
πίστεως, ἡ ὁποία, ὅταν ἐκλείψει ἤ παύσει νά κηρύσσεται συνοδικῶς, ἐκπίπτουν αὐτομάτως
καί οἱ κηρύσσοντες καί συμπορευόμενοι μέ τήν αἵρεσι καί τότε ἡ Ἐκκλησία διασώζεται,
σύμφωνα πάντοτε μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, μεταξύ «τριῶν Ὀρθοδόξων»,
δηλαδή ὅσων ἀπομακρυνθοῦν ἐκκλησιαστικά ἀπό τήν αἵρεσι καί κρατήσουν τήν ἀληθινή
πίστι. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι δέν νοεῖται Ἐκκλησία χωρίς τήν ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς
πίστεως καί διδασκαλίας, ὅπως δέν νοεῖται σῶμα ζωντανό χωρίς τό ὄργανο τῆς καρδιᾶς.
Θά ἀναφέρωμε εἰς τό σημεῖο αὐτό
καί μία περίπτωσι ἀπό τήν πατερική διδασκαλία καί ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ ὁποία
ἀποτελεῖ ἀντιπροσωπευτικό δεῖγμα τῶν ὅσων ἀνωτέρω ἀναφέραμε. Πρόκειται γιά τόν Θεόδωρο
Μοψουεστίας, ὁ ὁποῖος εἶχε αἱρετικές δοξασίες, οἱ ὁποῖες ἔμοιαζαν μέ αὐτές τοῦ Νεστορίου
σέ σημεῖο νά θεωρῆται αὐτός ὡς διδάσκαλος τοῦ Νεστορίου. Στήν τρίτη λοιπόν Οἰκουμενική
Σύνοδο τῆς Ἐφέσου καταδικάσθηκε ὁ Νεστόριος καί οἱ διδασκαλίες του καί ἀναθεματίστηκαν,
δέν καταδικάσθηκε ὅμως ὀνομαστικῶς καί ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας. Τόν λόγο τόν ἐξηγεῖ
ὁ ἅγ. Κύριλλος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγ. Πρόκλο , Πατριάρχη Κων/πόλεως. Γράφει
λοιπόν μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς:
«Ἴστω δέ ἡ σή ὁσιότης, ὅτι παρενεχθείσης τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ ἐκθέσεως παρ’ αὐτοῦ
συνταχθείσης, ὡς οἱ προελόντες ἔφασκον, οὐδέν ἐχούσης ὑγιές, κατεκιβδήλευσε μέν
αὐτήν ἡ ἁγία σύνοδος, ὡς διεστραμμένων γέμουσαν ἐννοιῶν, καί τήν Νεστορίου δυσσέβειαν
οἱονεί πως πηγάζουσαν. Κατακρίνασα δέ τούς οὕτω φρονοῦντας, οἰκονομικῶς οὐκ ἐμνημόνευσε
τοῦ ἀνδρός, οὐδέ αὐτόν ὑπέθηκεν ὀνομαστί τῷ ἀναθεματισμῷ δι’ οἰκονομίαν, ἵνα μή
τινες τῇ ὑπολήψει τοῦ ἀνδρός προσεσχηκότες ἀποβάλωσιν ἑαυτούς τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ δέ
ἐν τούτοις οἰκονομία ἄριστόν τι χρῆμα καί σοφόν. Εἰ μέν γάρ ἦν ἐν τοῖς ζῶσιν ἔτι,
καί σύνοπλος ἦν ταῖς Νεστορίου δυσφημίαις, ἤ συναγορεύειν ἤθελεν οἷς ἔγραψεν αὐτός,
πέπονθεν ἄν καί τόν εἰς ἴδιον πρόσωπον ἀναθεματισμόν. Ἐπειδή δέ ἀπεδήμησε πρός Θεόν,
ἀρκεῖ, καθάπερ ἐγᾦμαι, τά ἐκτόπως αὐτῷ γεγραμμένα ἐκβάλλεσθαι παρά τῶν ὀρθῶς ἐχόντων
τάς δόξας, ὅτε ταῖς αὐτοῦ περιτυγχάνουσι βίβλοις, καί τό περαιτέρω χωρεῖν θορύβων
ἔσθ’ ὅτε τίκτει προφάσεις. Καί καθ’ ἕτερον δέ τρόπον ἀναθεματισθεισῶν καί ἐκβεβλημένων
τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν, συνεκβέβληνται καί τά ἐκείνου πλείστην ἔχοντα πρός ταῦτα
τήν συγγένειαν» (P.G. 77, 345 A).
Ἐδῶ προφανῶς
δέν ἔχομε μία αἵρεσι πού κηρύσσεται συνοδικῶς μέ λόγια καί ἔργα, οὔτε πολύ περισσότερο
ἡ πορεία καί ἐκκλησιαστική γραμμή τῆς Ἐκκλησίας ἐξαρτᾶτο καί κατευθύνετο ἀπό τίς
αἱρέσεις τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ ὅσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης
δικαιολογεῖ αὐτές τίς οἰκονομίες, τῶν μεμονωμένων αἱρετικῶν οἱ ὁποῖες γίνονται ἐν
γνώσει μέ συγκεκριμένο σκοπό καί γιά συγκεκριμένο χρόνο. Γράφει ὁ ὅσ. Θεόδ. ὁ Στουδίτης
τά ἑξῆς ἐπί τοῦ θέματος ἐρωτηθείς ἀπό τόν μοναχό Ναυκράτιο καί ἀναφερόμενος στή
μοιχειανική αἵρεσι:
«Ἐπί τάς ἐρωτήσεις σου τρεπτέον τόν λόγον. Ἔφης
ἄνθ’ ὅτου ὁ θεῖος Κύριλλος ᾠκονόμει μή ἀποσχίζεσθαι τῶν τῆς ἑώας ἐν διπτύχοις ἀναφερόντων
τόν Θεόδωρον Μοψουεστίας, αἱρετικόν ὄντα, ἐπάν ὀρθότατα καί καιριώτατα τά τῆς εὐσεβείας
δόγματα παρ’ αὐτοῖς ἐσέσωστο∙ οὕτω γάρ γέγραπται ...ὅτι τῶν οἰκονομιῶν αἱ μέν πρός
καιρόν γεγόνασι παρά τῶν πατέρων, αἱ δέ τό διηνεκές ἔχουσιν. οἷον διηνεκές μέν,
ὡς ἀντί τῶν ὑποστάσεων παραχωρεῖσθαι τά πρόσωπα πρός τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῖς Ἰταλοῖς∙
πρός καιρόν δέ, οἷον τοῦ ἀποστόλου ἐπί τῆς περιτομῆς, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐπί
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἷον καί τό νῦν τοῦ θείου Κυρίλλου∙ ἅ μέχρι τινός καιροῦ γινόμενα,
οὐδέν ἔχει τό μεμπτόν οὐδέ τό κατά τι ἀπηχές καί ἔκνομον, ὑφειμένον δ’ οὖν ὅμως
καί οὐκ ἄγαν ἀκριβές∙ τοῦτο γάρ ἡ οἰκονομία ἡ πρός καιρόν... οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις
ἐν ταῖς οἰκονομίαις, ὡς καί Κυρίλλῳ τῷ μεγάλῳ ἐν τῷδε˙ μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε
τῶν ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως
αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπάν ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν
τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες; ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά
πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὐ ῥήματι, ἀναθεματίζει. ἔπειτα, ὅτε αὐτοῖς ἀνῆψεν
ὁ τέλειος νοῦς, τότε αὐτοῖς συναφθέντος κατά πάντα τοῦ ἁγίου ἴσως» (Φατ. 49,141,57).
Ἐδῶ βλέπομε ἐπί πλέον τούς Ἁγίους νά ἑρμηνεύουν τούς προγενεστέρους Ἁγίους καί νά
μᾶς διδάσκουν τόν ὀρθόδοξο δρόμο, ὥστε νά μήν νομίσωμε ὅτι στήν περίπτωσι τῶν μεμονωμένων
αἱρετικῶν οἱ οἰκονομίες τῶν Ἁγίων ἐσήμαιναν ἰσοπέδωσι τῶν πάντων, ἤ τό χειρότερο
νά μήν μεταφέρωμε ἐμεῖς τίς μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες δέν
ἔβλαπταν, οὔτε στό ἐλάχιστο ἐπηρέαζον τήν ὀρθόδοξο πορεία τῆς Ἐκκλησίας, στήν περίπτωσι
πού κηρύσσεται αἵρεσι συνοδικῶς καί ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αἱρετική. Ἐδῶ πρέπει
ἐπί πλέον νά τονισθῆ ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου «ἐπειδή
πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν
οὔ ρήματι ἀναθεματίζει» ἀναφέρεται σέ μή καταδικασμένους
ὑπό Συνόδου αἱρετικούς, ὅπως ἦτο ὁ Μοψουεστίας, πολύ δέ περισσότερο στούς καταδικασμένους.
Ἀκόμη βλέπομε ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου ὅτι ἡ μνημόνευσις εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία
ἀποδεικνύει τό φρόνημά μας: «μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε τῶν ἀνατολικῶν τό βραδύνουν
ἤ προσπαθές πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο
τό μεσολαβοῦν, ἐπάν ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον
αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες;».
Ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας
ἐν προκειμένῳ ἀναθεματίσθηκε ἐπισήμως ἀπό τήν Ἐκκλησία μετά ἑκατό καί πλέον ἔτη
ἀπό τήν Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο, τότε πού προφανῶς δέν ὑπῆρχε πρόβλημα οἰκονομίας
ἐξ αἰτίας τῆς ἀποσχίσεως μέρους τοῦ λαοῦ. Ὅμως καί πρίν τήν συνοδική καταδίκη του
οἱ Ὀρθόδοξοι, σύμφωνα μέ τόν ὅσ. Θεόδωρο τόν Στουδίτη, τόν εἶχαν ἀναθεματίσει καί
διαγράψει ἀπό τά δίπτυχα.
Αὐτές ὅλες τίς μεμονωμένες περιπτώσεις τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖες δέν ἐπηρέαζον τότε
τήν ὀρθόδοξο πορεία καί γραμμή τῆς Ἐκκλησίας, τίς ἔχομε σήμερα, κατά τό δή λεγόμενο,
κάνει σημαία, προκειμένου νά δικαιολογήσωμε τήν αἱρετική πλέον πορεία τῆς Ἐκκλησίας,
τίς συνοδικές κατοχυρώσεις τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τόν ἐφησυχασμό
καί τό βόλεμα τῶν ἀντιοικουμενιστῶν.
Ἐν κατακλεῖδι δέ ἐπί τοῦ θέματος τούτου, ἀναφέρομε ὅτι κάποιες αἱρέσεις καί αἱρετικοί
κατεδικάσθηκαν ἀμέσως μόλις ἐμφανίσθηκαν, ἐξ αἰτίας τῆς εὐαισθησίας τῶν τότε Ὀρθοδόξων
εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἡ ὁποία σήμερα ἔχει παντελῶς ἐκλείψει, ὅπως π.χ. ἡ αἵρεσις
τοῦ Ἀρείου ἡ ὁποία μόλις ἐμφανίσθηκε ἀμέσως καταδικάσθηκε μαζί μέ τόν ἀρχηγό της
Ἄρειο, ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας ἅγ. Ἀλέξανδρο καί τήν περί αὐτόν Σύνοδο τῆς
Αἰγύπτου.
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος
Τρικαμηνᾶς
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ και ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ με ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=QWqvcIthl-s