Δεχόμαστε σχόλια κάποιων, μὲ τὰ ὁποῖα ἀμφισβητοῦν τὸ γεγονός ὅτι οἱ Παπικοὶ ἔχουν καταδικαστεῖ καὶ ἀναθεματισθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. (Αὐτοὶ οἱ κάποιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀπὸ σκοπιμότητα μιλοῦν γιὰ ἄκυρα μυστήρια, ἢ ἀπὸ κάποια ὁμάδα τῶν Γ.Ο.Χ. ποὺ δὲν γνωρίζουμε ποιές σκοπιμότητες ἐξυπηρετοῦν). Ἀπαντήσαμε (ἐδῶ) μὲ κάποια στοιχεῖα, ἀλλὰ αὐτοὶ ἐπιμένουν καὶ συμβαίνει τὸ παράδοξο Οἰκουμενιστὲς καὶ κάποιοι Γ.Ο.Χ. νὰ ἔχουν τὴν ἴδια θέση: ὅτι τάχα οἱ Παπικοὶ δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ! Συνεχίζουμε μὲ μερικὰ ἀκόμα στοιχεῖα, διὰ τῶν ὁποίων καταδεικνύονται ὄχι μόνο οἱ καταδίκες τῶν Παπικῶν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίθετο· οἱ καταδίκες τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺ Παπικούς. Αὐτὸ τὸ δεύτερο σημαίνει ὅτι, κι ἂν ἀκόμα οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶχαν καταδικάσει τοὺς Παπικούς, μᾶς ἔχουν καταδικάσει οἱ Παπικοί! Δηλαδή, οἱ ἴδιοι δημιούργησαν δική τους "ἐκκλησία" καὶ ἄρα ἀπὸ μόνοι τους ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴ Μία Ἐκκλησία καὶ δὲν ἀποτελοῦν μέλη της!
Βέβαια δὲν θὰ
δώσουμε βῆμα στοὺς συγκεκριμένους σχολιαστὲς σχισματικοὺς Γ.Ο.Χ. νὰ μᾶς κάνουνε
μάθημα Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ προπαγανδίσουν τὶς θέσεις τους. Ἂς τὶς διαδώσουν ἀπὸ τὰ
ἱστολόγια ποὺ ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ δημοσιεύουν τὰ ἄρθρα τους σὰν Ὀρθόδοξη
διδασκαλία.
Τὰ στοιχεῖα εἶναι ἀπὸ βιβλίο τοῦ καθηγητῆ Μπούμη Παναγιώτη.
«Ὁ ἀφορισμὸς τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας (ὅμως) ὡς αἱρετικῆς τυγχάνει πρᾶξις πανορθόδοξος ὡς ἐπικυρωθεῖσα
κατὰ τοὺς κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παρὰ πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καὶ ἑπομένως οὗτος
μόνον διὰ Συνόδου Πανορθοδόξου δύναται νὰ ἀρθῇ» (Εἰς Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως καὶ
Κανονικότης τῆς Ἄρσεως αὐτῶν, σελ. 210).
«Ἐπίσης ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος, πρόεδρος τῆς Ἀρχιερατικῆς
Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου ὑπερορίου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, εἰς ἐπιστολήν του πρὸς
τὸν Πατριάρχην Ἀθηναγόραν, ἔγραφεν:
Διὰ τοῦτο
θεωροῦμεν ἀπαραίτητον νὰ δηλώσωμεν, ὅτι ἡ ἡμετέρα ὑπερόριος Ρωσικὴ Ἐκκλησία… ἀπορρίπτει
πᾶσαν σχετικὴν συμφωνίαν μετ’ αὐτῶν (τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν), ἀναγνωρίζουσα τὴν
δυνατότητα ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος μετ’ αὐτῶν μόνον ἐὰν αὗται ἀποδεχθοῦν πλήρως τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν... Ἕως ὅτου δὲν συμβῇ
τοῦτο, οἱ ἀναθεματισμοὶ τοῦ Πατριάρχου Μιχαὴλ Κηρουλαρίου διατηροῦν ὅλην
τὴν ἰσχύν των καὶ ἡ ἄρσις τῶν ὑπὸ τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος ἀποτελεῖ πρᾶξιν
παράνομον καὶ ἄκυρον”» (Μπούμη Π., ὅπ.
παρ., σελ. 211).
«Ὅπως καὶ νὰ ἔχουν ὅμως τὰ πράγματα, νομίζομεν, ὅτι παραμερίζεται πᾶσα ἀμφιβολία ἰδίᾳ ἀπὸ ρωμαιοκαθολικῆς πλευρᾶς
σήμερον περὶ τῆς ἐγκυρότητος τοῦ παπικοῦ ἀναθέματος ἐξ ἐπόψεως
τυπικῆς, ἀφ’ ὅσον τοῦτο υἱοθετήθη ἢ ἐπεκυρώθη μετὰ ταῦτα ὑπὸ τῶν διαδόχων τοῦ
Πάπα Λέοντος Θ΄... (Μπούμη Π., ὅπ.
παρ., σελ. 46 καὶ ὑποσ. 3).
«Ἂν καὶ δὲν δύναταί της νὰ παραθεωρήσῃ τὸ γεγονός, ὅτι ἐκ μέρους τῆς
ἐπισήμου Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως κατὰ κανόνα ὁ καρδινάλιος Οὑμβέρτος θεωρεῖται
μέχρι σήμερον ὡς “ἀπεσταλμένος τοῦ Ρωμαϊκοῦ Θρόνου” (Πρβλ. «Κοινὴν Δήλωσιν» Πάπα Παύλου Στ΄
καὶ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου, ἐν “Τόμος Ἀγάπης”, ἀριθμ. 127, σελ. 278-279),
σημασίαν ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι …ὁ Πάπας Βίκτωρ ὁ Β΄, διάδοχος τοῦ Λέοντος Θ΄ καὶ προϊστάμενος τοῦ Οὑμβέρτου, “δὲν ἀπεδοκίμασε τὸ ἀνόσιον
τοῦ Οὑμβέρτου πραξικόπημα”, ἀντίθετα “ἐτίμησε τὸν Οὑμβέρτον
καὶ διὰ τὰς προγενεστέρας του ὑπηρεσίας μὲ ἓν σημαντικὸν προνόμιον”… Ἐξ ἄλλου ὁ
Οὑμβέρτος “μέχρι τοῦ θανάτου του τῷ 1061 ἐξήσκει μεγάλην ἐπίδρασιν εἰς τὴν
Κουρίαν” (St. Runciman)» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 98).
«Ἀλλ’ ἐκτὸς τούτου ἔχομεν καὶ ἓν ἕτερον εἶδος ἐμμέσου
ἐπικυρώσεως τοῦ ἀναθέματος τοῦ Οὑμβέρτου κατὰ τοῦ Κηρουλάριου. Εἷς
δηλονότι ἐκ τῶν μετεχόντων εἰς τὴν συνοδείαν τοῦ Οὑμβέρτου καὶ τὴν
ἀποστολὴν αὐτοῦ εἰς τὴν Κων/πολιν ἦτο καὶ ὁ καρδινάλιος διάκονος Φρειδερῖκος
von Lothringen (Λωθαριγγίας), ὅστις μετέπειτα
ἐγένετο Πάπας Ρώμης μὲ τὸ ὄνομα Στέφανος ὁ Θ΄ (1057-1058).
Οὗτος ἀσφαλῶς ἐγνώριζε καλῶς τὰ διατρέξαντα ἐν Κων/πολει, ὡς καὶ τὸ ἐὰν ὁ
ἀφορισμὸς ἐγένετο τῇ ἐξουσιοδοτήσει τοῦ Πάπα Λέοντος, ἢ ἔστω ἐὰν ἐπεβλήθη
κανονικῶς. Οὗτος, λοιπόν, δὲν
ἠκύρωσεν οὔτε ἀπεκήρυξε τὰ γενόμενα καὶ τὸν ἀναθεματισμόν, ὅπερ
σημαίνει ὅτι
τὰ ἐπεκύρωσεν ἐμμέσως. Τὰ αὐτὰ
περίπου ἰσχύουν καὶ διὰ τὸν στενὸν φίλον τοῦ Οὑμβέρτου Hildebrant, ὁ ὁποῖος ἐγένετο μετὰ ταῦτα Πάπας Ρώμης ὑπὸ
τὸ ὄνομα Γρηγόριος ὁ Ζ΄ (1073-1085).
»Περαιτέρω θὰ ἠδύνατό τις νὰ ἰσχυρισθῇ καὶ τὸ ἑξῆς: Ὅ,τι
συνέβη μὲ τὸν Βίκτωρα, τὸν Στέφανον καὶ τὸν Γρηγόριον, συνέβη κατά τινα
ἀνάλογον τρόπον καὶ μὲ τοὺς ἐν
συνεχείᾳ Πάπας Ρώμης, οἱ ὁποῖοι ἠνέχθησαν καὶ ἐδέχθησαν τὸν ἀφορισμόν. Σχετικῶς
ἔχει διατυπωθῆ ἡ ὀρθὴ παρατήρησις, ὅτι “ἀφοῦ ὁ Πάπας εἶχεν ἀποθάνει πλείονας
μῆνας πρὶν ἢ ὁ Καρδινάλιος Οὑμβέρτος θέσῃ τὴν βοῦλλαν τοῦ ἀφορισμοῦ ἐπὶ τῆς
Ἁγίας Τραπέζης τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἠδύνατο (ἡ Ρώμη) νὰ θέσῃ ἀκόμα καὶ τὸ ζήτημα
τῆς κανονικῆς ἰσχύος τῆς χειροτονίας του”. Ἐκτὸς δὲ τούτου ἠδύνατο ἡ Ρώμη “νὰ ἀκυρώσῃ αὐτόν (τὸν
ἀναθεματισμόν) ἐπισήμως ἐν γενικῇ Συνόδῳ”.
Ἀλλὰ οὔτε τὸ ἓν ἔπραξεν, οὔτε τὸ ἄλλο. Ἄρα ἐμμέσως υἱοθέτησεν, “ἐνέκρινε” καὶ
ἐπεκύρωσεν αὐτόν» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 98-99).
Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι ἐξ ὅλων αὐτῶν
τῶν συντριπτικῶν στοιχείων ποὺ παραθέτει ὁ Μπούμης (καὶ ποὺ γνωρίζει πλὴν τὰ
ἀποκρύπτει ὁ Λαρεντζάκης ὡς γνήσιος Οἰκουμενιστής), παραποιεῖται ἀλήθεια καὶ
διαστρέφεται ἡ πραγματικότητα.
«Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως γράφει χαρακτηριστικῶς:
“Ὁ τοῦ Λέοντος διάδοχος Πάπας Βίκτωρ οὐ μόνον δὲν ἀπεδοκίμασε,
δὲν κατεψήφισε, δὲν ἠκύρωσε τὸν ἀνόσιον τῶν ληγάτων ἀφορισμόν,
ἀλλὰ καὶ ἐπεδοκίμασε καὶ ἐπεκύρωσε. Τοσούτῳ δὲ ἐφάνη τῷ Πάπα καὶ
τοῖς διαδόχοις αὐτοῦ τὸ τῶν ληγάτων κατόρθωμα μέγα, ὥστε ἔδοξεν αὐτοῖς
καλὸν καὶ νὰ διαιωνίσωσιν αὐτὸ καὶ διαδοχικῶς νὰ ἐπικυρώσωσιν αὐτό”.
Καὶ ὁ St.
Runciman
σημειοῖ τὰ ἑξῆς: “Ἡ Ρώμη οὐδέποτε
ἐσκέφθη (dreamed) νὰ ἀποκηρύξῃ τὴν πρᾶξιν τῶν λεγάτων, ἀλλ’ ἀντ’ αὐτοῦ ἔδωσε
ἔμφασιν εἰς τὴν δικαίωσίν της, μέχρις ὅτου τελικῶς ἐπιστεύθη εἰς τὴν Δύσιν, ὅτι
ἡ ἀπρόκλητος ἐπίθεσις ἑνὸς ἀπειθοῦς Ἐπισκόπου (τοῦ Κηρουλάριου) εἶχε τιμωρηθεῖ ἐπαξίως
μὲ ἀφορισμὸν ἐντὸς τῶν νομίμων πλαισίων”. Ἑπομένως μετὰ τὰ ἀνωτέρω, θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι
τὸ ἀνάθεμα τοῦ Οὑμβέρτου εἶναι τυπικῶς ἔγκυρον καὶ ἰσχυρὸν ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῶν
Ρωμαιοκαθολικῶν» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 98-100).
«Ἡ ἐπέκτασις τοῦ παπικοῦ ἀναθέματος.
Μετὰ τὰ ἀνωτέρω ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ ἐρευνήσωμεν, ἔστω δι’
ὀλίγων, καὶ ἄλλα τινὰ συναφῆ θέματα, λαμβάνοντας ἀφορμὴν καὶ κάμνοντες
ἀρχὴν ἀπὸ τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Μήπως πέρα
τῆς τοιαύτης παπικῆς ἐπικυρώσεως τοῦ ἀναθέματος τοῦ Οὑμβέρτου ἔχομεν καί τινα
γενικωτέραν (π.χ. συνοδικήν) ὑπὸ τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπικύρωσιν τοῦ ἀναθέματος; Ἤδη ὡς σημειοῖ ὁ ἀρχιμ. Σπυρ. Μπιλάλης “ἡ ἐν Bari (τῆς Ν. Ἰταλίας) λατινικὴ σύνοδος, τῷ 1098, ἐπικυρώσασα τὸν ὑπὸ τοῦ καρδινάλιου
Οὑμβέρτου ἀφορισμὸν τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὡς αἱρετικῆς, ἅτε μὴ ἀποδεξαμένης τὸ λατινικὸν Filioque, ἀπετόλμησε καὶ κατεδίκασεν ὡς αἱρετικούς, τοὺς μὴ δεχομένους τὴν αἵρεσιν τοῦ Filioque”. Καὶ ὁ Βασ. Στεφανίδης ἱστορεῖ ὡσαύτως, ὅτι κατ’ αὐτὴν τὴν σύνοδον ὁ Ρώμης
Οὑρβανὸς ὁ Β΄ (1088-1099) “ἀνεθεμάτισε πάντα μὴ ἀποδεχόμενον
τὴν διδασκαλίαν ταύτην (περὶ Filioque)”…
»Ἐν πάσῃ περιπτώσει μετὰ τὰ ἀνωτέρω, νομίζομεν, δὲν ἔχει
μεγάλην σημασίαν τὸ ζήτημα, ἐὰν ἐπεκυρώθη καὶ συνοδικῶς τὸ ἀνάθεμα τοῦ
Οὑμβέρτου. Ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐνδιαφέρον καὶ βαρύτητα ἀποκτᾷ τὸ γεγονός, ὅτι ἔχομεν ἐκ νέου καταδίκας
τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἀναθεματισμοὺς αὐτῶν ἐκ μέρους συνόδων τῆς Λατινικῆς
Ἐκκλησίας, ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦν μίαν συνέχειαν οὕτως
εἰπεῖν τοῦ ἀναθέματος τοῦ Οὑμβέρτου» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 101).
«Ἐκτὸς τῆς ἐν Bari Συνόδου, ἡ ὁποία ὡς εἴδομεν, ἀναθεμάτισε τοὺς μὴ
δεχομένους τὴν περὶ Filioque διδασκαλίαν τῆς Ρώμης, ἔχομεν καὶ τὴν ἐν Λατερανῷ (κατὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ΙΒ΄
Οἰκουμενικήν) Σύνοδον τοῦ 1215, ἥτις ἔψεξε (δ΄ κανών) τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνας,
διότι ἀνεβάπτιζον τοὺς προσερχομένους ἐκ τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν
Ὀρθοδοξίαν… Ἐπίσης ἡ ἐν Λυῶνι (1274)
ἐπὶ Πάπα Γρηγορίου Ι΄ λατινικὴ Σύνοδος κατεδίκασε πάντας τοὺς μὴ ἀποδεχομένους καὶ μὴ θέλοντας νὰ
ὁμολογήσουν ὅτι τὸ ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀιδίως ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ»
(Μπούμη Π.,
ὅπ. παρ., σελ. 99-101).
Ἔχομεν ἐπίσης μαρτυρία ὅτι «οἱ
Πατριάρχαι “Ἀλεξανδρείας
καὶ Ἱεροσολύμων… τὰ πραχθέντα (ὑπὸ τοῦ Κηρουλάριου) προσεπῄνεσαν καὶ
ἐπεψηφίσαντο καὶ τῆς σφῶν αὐτῶν κοινωνίας καὶ αὐτὸν τὸν πάπαν ἀπώσαντο”.
Καὶ ὁ Α. Δ. Κυριακὸς γράφει ὅτι ὅλοι οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς “ἐπεδοκίμασαν
δι’ ἐπιστολῶν αὐτῶν τὰ δόξαντα τῇ συνόδῳ ταύτῃ (τῇ ἐνδυμούσῃ Κων/πόλεως τοῦ
1054”» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 107).
«Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχωμεν ρητὰς καὶ ἐπισήμους ἐπιδοκιμασίας
ἢ ἐπικυρώσεις τοῦ ἐπιβληθέντος ἀναθέματος, ἢ ἀκόμη, ἐὰν ἔχωμεν τὴν διατύπωσιν
ὡρισμένων ἐπιφυλάξεων τοὐλάχιστον κατ’ ἀρχὰς ἐκ μέρους τοῦ Πατριάρχου
Ἀντιοχείας Πέτρου ἢ ἄλλου τινὸς Πατριάρχου τῆς Ἀνατολῆς, ὡς πρὸς τὴν ἐπιβολὴν
αὐτοῦ, τοῦτο δὲν σημαίνει, ὅτι τελικῶς δὲν
ἔχομεν ἀποδοχὴν αὐτοῦ ἐκ μέρους τῶν Πατριαρχῶν τούτων, ἔστω σιωπηρῶς εἰς τὴν
πρᾶξιν (de facto). Τὸ γεγονὸς καὶ μόνον, ὅτι καὶ ὁ Ἀντιοχείας καὶ οἱ
ἄλλοι Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἠκολούθησαν
τὸ Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως καὶ διέκοψαν ὁριστικῶς τὴν ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ
Πάπα ἐκ τῶν διπτύχων, μαρτυρεῖ περὶ τούτου.
Ὁ A. Vasiliev παρατηρεῖ χαρακτηριστικῶς: “Παρὰ τὴν ἀνεπάρκειαν τῶν σχετικῶν
μὲ τὸ ζήτημα αὐτὸ πληροφοριῶν μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ βεβαιότητα, ὅτι οἱ τρεῖς
Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἔμειναν πιστοὶ στὴν Ὀρθοδοξία ὑποστηρίζοντας τὸν
Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως”. Καὶ προσθέτει ὁ St. Runciman, ὅτι
ἠκολούθησαν τὸν Κηρουλάριο, διότι τὸν ἐθεώρουν ὑπέρμαχον τῆς ἀπόψεως, τὴν
ὁποίαν συνεμερίζοντο καὶ αὐτοί» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 108).
«Ὀρθῶς (καί) ὁ καθηγητὴς Β. Στεφανίδης παρατηρεῖ: “Οἱ λοιποὶ
Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐδέχθησαν τὰς
ἀποφάσεις ταύτας” τῆς Ἐνδημούσης συνόδου Κων/πόλεως. Ἡ ἔκφρασις αὕτη
ἀποδίδει τὰ πράγματα καλλίτερον καὶ κυριολεκτικώτερον. Ἔχομεν, λοιπόν,
υἱοθέτησιν καὶ ἀποδοχὴν τελικῶς τῆς ἐπιβολῆς τοῦ ἀναθέματος ἐκ μέρους τῶν ἄλλων
Πατριαρχῶν, ἢ μᾶλλον τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς». Καὶ
τοῦτο ὀφείλεται καὶ «εἰς τὸ γεγονός, ὅτι οὗτοι (οἱ Ρωμαιοκαθολικοί)
ἐνέμενον εἰς τὴν αἱρετικὴν περὶ Filioque διδασκαλίαν
των». Τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν περιορίστηκαν μόνο στὸν
ἀναθεματισμό, ἀλλὰ τὸν ἐπεξέτειναν καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἔχοντας τὶς ἴδιες
αἱρετικὲς δοξασίες, ἀφοῦ «αἰτία-βάσις τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ἐπιβληθέντος
ἀναθέματος τώρα πλέον ἐτίθετο ἡ αἱρετική των δοξασία» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 110).
«Οἱ ἡγέται τῶν ἐκκλησιῶν καὶ αἱ συνελθοῦσαι σύνοδοί
των, δὲν ἐπεκύρωσαν μὲν ρητῶς καὶ εἰδικῶς, ἀλλ’ εἰς τὴν πρᾶξιν υἱοθέτησαν καὶ
ἐδέχθησαν τὸν ὑπὸ τοῦ Κηρουλαρίου ἐπιβληθέντα ἀναθεματισμόν, ὅπως
ἐπίσης τὸν ἐδέχθη καὶ ὁλόκληρον τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τελικῶς» (Μπούμη Π., ὅπ.
παρ., σελ. 110).
«Τὸν συναποδέχθησαν μετ’ ἄλλων σχετικῶν ἀναθεματισμῶν, ὡς
ἓν μέρος τοῦ ὅλου ἀγῶνος τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν κακοδοξιῶν καὶ τῆς
παραχαράξεως τῆς ἀληθείας ὑπὸ τῶν παπικῶν… καὶ ἐτοποθέτησαν τὸν ἀναθεματισμόν…
εἰς ἓν πλαίσιον καὶ μέτωπον ἀμύνης τῆς Ἐκκλησίας» (Μπούμη
Π., ὅπ. παρ., σελ. 111-112).
Νὰ σημειώσουμε ἐπὶ πλέον ὅτι ἡ Σύνοδος τοῦ 1054 ἐπιβεβαιώθηκε
τὸ 1775 (ἡ Μόσχα δὲν συμμετεῖχε) στὴν ὁποία καταδικάστηκαν ὡς αἱρετικοὶ καὶ ἐκτὸς
Ἐκκλησίας ὅλοι οἱ Παπικοί.
Σε μελέτη του Μακαριστού
Μητροπολίτου Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου που είχε εκπονήσει κατά την περίοδο των
αδίστακτων ανοιγμάτων προς τον Παπισμό του Πατριάρχου Αθηναγόρα. Ο Μητροπολίτης
αναφέρει μια λίστα Ιερών Συνόδων που κατεδίκασαν των Παπισμό και τις πλάνες
του. Επίσης και ονόματα Αγίων που θεωρούσαν ξεκάθαρα τον Παπισμό ως Αίρεση
(φυσικά δεν υπήρξε ποτέ κάποιος Άγιος που να μην ήταν σύμφωνος ως προς αυτό).
Είναι λοιπόν «κατεγνωσμέναι» παρά Συνόδων ή Πατέρων αι
αιρετικαί διδασκαλίαι της Δύσεως;
Άς ίδωμεν:
Η μεγάλη Σύνοδος του 879 εν Κωνσταντινουπόλει, η υπό
πολλών θεωρουμένη ως Ογδόη Οικουμενική, δεχθείσα το Σύμβολον άνευ της προσθήκης
του Φιλιόκβε, εδογμάτισε: «Πάντες ούτω φρονούμεν, ούτω πιστεύομεν. Τους ετέρως
παρά ταύτα φρονούντας ή έτερον όρον αντί τούτου προβαλέσθαι τολμώντας, τω
αναθέματι καθυποβάλλομεν. Ει τις παρά τούτο το ιερον Σύμβολον τολμήσειεν έτερον
αναγράψασθαι ή προσθείναι ή αφελείν και όρον ονομάσαι αποθρασυνθείη, κατάκριτος
και πάσης χριστιανικής ομολογίας απόβλητος. Εί τις τοίνυν, εις τούτο απονοίας
ελάσας, τολμήσειεν έτερον εκθέσθαι Σύμβολον και όρον ονομάσαι ή προσθήκην ή
αφαίρεσιν εν τω παραδεδομένω ημίν παρά της αγίας και οικουμενικής εν Νικαία το
πρώτον μεγάλης Συνόδου ποιήσαι, ανάθεμα έστω! » (αυτόθι, σελ. 263-264).
Ιδού, λοιπόν, βαρυτάτη, επισημοτάτη, πανηγυρικωτάτη
και σχεδόν Οικουμενικού χαρακτήρος καταδίκη του αιρετικού και βλασφήμου
Φιλιόκβε!
Ότε ο Πάπας Ρώμης Σέργιος ο Δ΄εχρησιμοποίησε το
Σύμβολον μετά της προσθήκης του Φιλιόκβε (1009), ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος.., μετ' άπόφασιν Συνόδου, διέγραψε το όνομα του
μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου εκ των διπτύχων της Ανατολικής Εκκλησίας, έκτοτε
δε μέχρι σήμερον ουδέν παπικόν όνομα ετέθη εν αυτοίς» (Βασ. Στεφανίδου,
Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. α΄, σελ. 344).
Τα ονόματα των Προκαθημένων Εκκλησιών δεν διαγράφονται
βεβαίως δια «τοπικά έθιμα», αλλα δι αιρέσεις!
Τας Λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασε και η εν
Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1054, οπότε εγένετο και το οριστικόν Σχίσμα,
αποκαλέσασα ειδικώς το «Φιλιόκβε», όχι «τοπικόν έθιμον», αλλά «βλάσφημον δόγμα»
(αυτόθι,σελ.344).
Τας Λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασαν και αι με τον
Ησυχασμό ασχοληθείσαι Σύνοδοι του 1341, του 1347 και του 1351.
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1440, Σύνοδος εν
Ρωσία κατά το 1441, Σύνοδος εν Ιεροσολύμοις κατά το 1443, Σύνοδος εν
Κωνσταντινουπόλει κατά το 1450, Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1484, κατεδίκασαν
και απεκήρυξαν την ψευδοσύνοδον της Φλωρεντίας, η οποία είχε δεχθή την «ένωσιν»επί
ψευδούς και ασυστάτου βάσεως, ήτοι μη θεωρήσασα ως αιρέσεις τας καινοτομίας της
Δύσεως.
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1722 καταδικάζει
«της Λατινικής κακοδοξίας και κακοφροσύνης τα δόγματα» και αποφαίνεται ότι οι
Λατίνοι δι αύτών «εξαπατώσι τους απλουστέρους, ευγάνοντές τους από τα ευσεβή
Δόγματα της του Χριστού Εκκλησίας και σύροντές τους αθλίως εις τον βυθόν της
απωλείας».(αυτόθι,το. Β΄,σελ. 823-824).
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1727 αποκηρύσει
τας ετεροδιδασκαλίας των Λατίνων, παλαιάς τε και νέας και χαρακτηρίζει ταύτας»
λήρον μακρόν και Κολακείας ψυχοβλαβούς εφευρέματα και ηπατημένης διανοίας
γεννήματα» (αυτόθι, σελ.867).
Σύνοδος εν Κωσταντινουπόλει κατά το 1838 καταδικάζει
δριμύτατα τας ετεροδιδασκαλίας του Παπισμού, ως «βλασφημίας κατά της Ευαγγελικής
αληθείας», ως «εωσφορικήν πλάνην», ως «απομάκρυνσιν από του Θεού και της αμώμου
και αδόλου Πίστεως του Ιησού Χριστού» κ.λ.π.(αυτόθι,σελ.896,902).
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1848 καταδικάζει
τον Παπισμόν ως αίρεσιν! «Τούτων των πλατυνθεισών, κρίμασιν οίς οίδε Κύριος,
επί μέγα μέρος της Οικουμένης αιρέσεων, ήν ποτε ο Αρειανισμός, έστι δε την
σήμερον και ο Παπισμός», όν χαρακτηρίζει ως ανατρέποντα πάσας τας Οικουμενικάς
Συνόδους δια των πλανών του!(Αυτόθι, σελ.906).
Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1895 καταδικάζει
τας ετεροδιδασκαλίας του Παπισμού, ως «φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας», ως
«καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς»,ως «ουσιώδεις περί την Πίστιν
διαφοράς αναγομένας εις τα θεοπαράδοτα της Πίστεως Δόγματα, ως «αντιευαγγελικάς
και παναθέσμους», ως «σπουδαίας και ουσιώδεις περί την Πίστιν διαφοράς», της
νοθεύσεως των συγγραμμάτων των Εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της
τε Αγίας Γραφής και των Ορων των Αγίων Συνόδων», και επάγεται: «Διό και δικαίως
απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ όσον αν εμμένη εν τη πλάνη αυτού»(αυτόθι,
σελ.933,935,936,938,942).
Ερωτώμαι: ΄Επρεπε ο Πατριάρχης να ηρώτα προηγουμένως
εμέ αν ενέκρινον τα διάφορα διαβήματά του; Βεβαίως όχι! Ποίος ειμαι εγώ ώστε να
με ερωτήση ο Πατριάρχης; Θα ήτο τραγική δι έμέ τοιαύτη αξίωσις! Είχον όμως μίαν
αξίωσιν. Να ερωτήση τας Συνόδους του 867, του 879, του 1009, του 1054, του
1341, του 1347, του 1351, του 1440, του 1441, του 1443, του 1450, του 1484, του
1722, του 1727, του 1838, του 1848, του 1895, να ερωτήση τους αγίους Πατέρας
και τους σοφούς Διδασκάλους της Εκκλησίας, να ερωτήση τον άγιον Φώτιον, τον
ιερόν Θεοφύλακτον, τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, Συμεών τον Θεσσαλονίκης, τον
άγιον Μάρκον Ευγενικόν, τον Ευγένιον Βούλγαρην, τον Νικηφόρον Θεοτόκην, τον
άγιον Νικόδημον, τον άγιον Νεκτάριον και λοιπούς και λοιπούς και λοιπούς, να
ερωτήση, πολλώ μάλλον, τας σεπτάς και θεοκινήτους Οικουμενικάς Συνόδους, αι
οποίαι δια των αγίων και ιερών Κανόνων των απαγορεύουν, επί ποινή καθαιρέσεως,
πάσαν συμπροσευχήν μετά αιρετικών, σχισματικών ή και ακοινωνήτων και αν όλοι
αυτοί ενέκρινον τα διαβήματά του, τας δηλώσεις του, τας συμπροσευχάς του, τους
εν γένει τρόπους του, τότε μάλιστα!
Ουδείς θα είχε δικαίωμα να διαφωνήση, ουδείς να
διαμαρτυρηθή, ουδείς να εμποδίση. Όταν όμως ο Παναγιώτατος ενεργή αντιθέτως
προς Συνόδους, προς Πατέρας, προς Κανόνας, ως εάν πάντες αυτοί να μη είχον
αληθινήν αγάπην και να μη ενδιεφέροντο διακαώς δια την πλήρωσιν του αιτήματος
του Κυρίου «ινα πάντες έν ώσιν», αλλά να ήσαν πλήρεις μίσους και αδιαφορίας, τότε
και ημείς δικαιούμεθα (δικαιούμεθα ή υποχρεούμεθα, εκόντες άκοντες;) να
ενεργήσωμεν αντιθέτως προς τον Παναγιώτατον!
Δι ημάς υπέρ πάντα Πατριάρχην κείνται οι άγιοι
Πατέρες, αι σεπταί Σύνοδοι, οι ιεροί Κανόνες. Και, ευρισκόμενοι τυχόν προ
θλιβερών διλημμάτων υπακοής...
Για μια ακόμη φορά η Π.Π. καταρρίπτει τα ψευδοεπιχειρηματα όσων εθελοτυφλουν. Ευχαριστούμε το ιστολόγιο για τον κόπο του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚύριε Σηματη συνεχιστε και μην πτοεισθε από κανένα καλοπροαίρετο. Όλοι και ολα θα αποκαλυφθούν σύντομα!!! Τι ρόλο παίζουν και ποιο σκοπό εξυπηρετούν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκρως αποστοματικη και διαφοτιστικη δια τους αμφιρεποντας,αλλα και δια τους αντιλεγοντας .
ΑπάντησηΔιαγραφή