Διακριτικὴ τοποθέτηση, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς καταστροφικὲς ἐμμονικὲς Τελεβάντιες ἀνοησίες
Γράφει ο Επίσκοπος Μπάτσκας κ. Ειρηναίος
Εἰς πλείονας Ὀρθοδόξους κατὰ τόπους Ἐκκλησίας συναντᾷ ἡ θέσις τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπικρότησιν καὶ συγχαρητήρια.
Παρὰ ταῦτα, εἴς τινας ἐκ τῶν γραψάντων εἰς ἡμᾶς γεννᾶται ἡ ἀπορία ἐὰν ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία διακόπτει κοινωνίαν μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ἀφοῦ αὐτὸς πρῶτος συνελειτούργησε μετὰ τοῦ Ἐπιφανίου, ἀνδρὸς ἄνευ τῆς χάριτος τῆς ἀρχιερωσύνης, ἐπικαλούμενος μὲν τὰ ἴδια αὐτοῦ δικαιώματα καὶ προνόμια τοῦ Πρώτου, παρορῶν δέ –προσωρινῶς, ὡς ἐλπίζω– τὸ Κυριακὸν λόγιον, ὅτι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πρῶτος εἶναι ὁ θέλων νὰ εἶναι δοῦλος ὅλων, τύπον καὶ ὑπογραμμὸν ἔχων Ἐκεῖνον, τὸν ὑπ’ ἀπόλυτον ἔννοιαν Πρῶτον, πλὴν ὅμως τὸν Πρῶτον τὸν ἐλθόντα μὴ διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ τὴν ψυχήν, ζωὴν δηλαδὴ Αὐτοῦ, δοῦναι ὑπὲρ πολλῶν, ὑπὲρ πάντων.
Ἔνιαι ἰστοσελίδες ἰσχυρίζονται μάλιστα, εἴτε ἐκ παρανοήσεως εἴτε κακοβούλως, ὅτι, οὔτ’ ὀλίγον οὔτε πολύ, ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία διέκοψε κοινωνίαν μετὰ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Προσφέρω σχετικῶς τὰς ἀκολούθους σκέψεις καὶ διευκρινήσεις. Ἡ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν κοινωνία δὲν διακόπτεται τόσον ἁπλῶς.
Εἶναι μὲν εὔκολος ἡ διακοπή, πολὺ δὲ δυσκολωτέρα εἶναι ἡ ἀποκατάστασις.
Περὶ διακοπῆς τῆς μετὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κοινωνίας δὲν γίνεται μνεία εἰς τὸ συνοδικὸν κείμενον.
Οὔτε τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας, παρὰ τὴν διακοπὴν εἰς ἔνδειξιν τῆς ἐντονωτάτης αὐτοῦ διαμαρτυρίας ὡς ἐκ τῶν ἐν Οὐκρανίᾳ ἐνεργειῶν τῆς Κωνστναντινουπόλεως, δὲν φθάνει εἰς τὰ ἄκρα –διατηρεῖ, ἔστω μερικῶς, τὴν κοινωνίαν μετὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐν πρώτοις μετὰ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.
Καὶ εἰς αὐτὸ τοῦτο τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως ὑπάρχουν ἄλλωστε διακεκριμένοι ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι μὴ συμφωνοῦντες μετὰ τῶν ἐν Οὐκρανίᾳ ἐνεργειῶν τοῦ Παναγιωτάτου πατριάρχου Βαρθολομαίου (παράδειγμα: ὁ μητροπολίτης Κάλλιστος Οὐέρ).
Τοιαῦται προκλήσεις καὶ τοιοῦτοι πειρασμοὶ δὲν ἀντιμετωπίζονται ἐσπευσμένως καὶ βεβιασμένως, ἀλλὰ μετὰ διακρίσεως, ἐπ’ ἐλπίδι, ὅτι ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θὰ θεραπεύσῃ συντόμως τὰς ἀσθενείας ἡμῶν.
Ταὐτοχρόνως ὅμως δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἀθέτησις τῆς δι’ ὅλους ὑποχρεωτικῆς ἀρχῆς τῶν ἱερῶν κανόνων, ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ κοινωνία μετὰ τῶν ἀκοινωνήτων, δηλαδὴ μετὰ τῶν οἰκειοθελῶς καὶ αὐθαιρέτως ἀποστερησάντων ἑαυτοὺς τῆς ἐν χάριτι κοινωνίας.
Δὲν νοεῖται καὶ δὲν ἐπιτρέπεται ἡ διαγραφὴ τῆς οὐσιαστικῆς διαφορᾶς μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ σχίσματος, μεταξὺ τῶν νομίμων διαδόχων τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ τῶν “αὐτοχειροτονήτων„ ἢ αὐτοκλήτων.
Ἐνταῦθα πρόκειται, βεβαίως, περὶ σχέσεως πρὸς τὰ ἐπὶ μέρους πρόσωπα εἰς τὴν ἱεραρχίαν, τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν καὶ οὐχὶ πρὸς Ἐκκλησίας ὡς τοιαύτας.
Ὅθεν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἡμῶν ἐπισημαίνει, ὑπευθύνως καὶ ἐγκαίρως, τὸν παρόντα ἱεροκανονικὸν γνώμονα καὶ προσκαλεῖ εἰς τὴν ἐφαρμογὴν αὐτοῦ, χωρὶς σπουδῆς ὅμως, μετὰ διακρίσεως, πραττόντων ἡμῶν πᾶν τὸ ἐφικτόν, ὥστε νὰ ἐπαναφέρῃ ὁ Κύριος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὸ χάρισμα τῆς ἑνότητος.
Διὸ καὶ λέγει, ὅτι συνιστᾷ εἰς τοὺς ἱεράρχας καὶ κληρικοὺς νὰ ἀπέχουν τῆς κοινωνίας μετὰ τῶν περιπεσόντων προφανῶς εἰς προβληματικὴν ἐξ ἀπόψεως τῶν ἱερῶν κανόνων κατάστασιν (ἡ σχετικὴ σερβικὴ λέξις δύναται νὰ μεταφρασθῇ καὶ ὡς ἐξῆς: νὰ ἀποφεύγουν, νὰ παραμερίζουν, νὰ παραιτῶνται...).
Ἡ Σύνοδος δὲν ἀπαιτεῖ λοιπὸν καὶ δὲν κελεύει τὴν ὑποχρεωτικὴν καὶ ἀναπόφευκτον διακοπὴν τῆς κοινωνίας, εὐθὺς ἀμέσως μάλιστα, πρὸ τῆς συνοδικῆς καὶ καθολικῆς ἀποφάσεως.
Ἐξ ἄλλου, τόσον ριζική, δυσχερὴς καὶ μακρόπνοος ἀπόφασις ὅπως ἡ περὶ τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας ἐκφεύγει τοῦ πλαισίου τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου: αὐτὴν δικαιοῦται νὰ λάβῃ μόνον ἡ Σύνοδος ἁπάντων τῶν ἀρχιερέων.
Κατὰ τὴν ταπεινὴν προσωπικήν μου γνώμην, ἡ συνοδικὴ σύστασις σημαίνει, ὅτι ὅσοι μὲν θὰ ἐφαρμόζουν αὐτήν, θὰ βαδίζουν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς καθιερωμένης ἱεροκανονικῆς ἀκριβείας, ὅσοι δέ, ἄχρι καιροῦ, δὲν ἐφαρμόζουν αὐτήν, θὰ πορεύωνται εἰς τὸν δρόμον τῆς νομίμου ἱεροκανονικῆς οἰκονομίας.
Ποῦ θὰ ἀπολήξουν πάντα ταῦτα, μόνον ὁ Κύριος οἶδεν. Ἐὰν αἱ κατὰ τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀνθέξουν εἰς ὅλας τὰς προσδοκητέας πιέσεις καὶ ἐμμείνουν εἰς τὴν μέχρι τοῦδε κοινὴν γραμμήν, ὅτι δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν Ντενισένκο, τὸν Ντουμένκο καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς ὑπολοίπους, τοῦτο θὰ σημαίνῃ ἐν τῇ πράξει τὴν κοινὴν συναίνεσιν πρὸς τὴν συνεπῆ τοποθέτησιν τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας.
Ἐὰν ὅμως Ἐκκλησίαι τινὲς ἐνδώσουν, τοῦτο θὰ προξενήσῃ ἀναγκαστικῶς τὸ τέλος τῆς περιόδου τῆς οἰκονομίας, ἐλπίδος καὶ προσδοκίας καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς μεγάλης συγχύσεως καὶ ταραχῆς, ὁπότε ἡ ἑνότης θὰ καταστῇ ἔτι εὐθραυστοτέρα, εἰς τὰ ὅρια μάλιστα καὶ τῆς αὐτῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Τοῦτο θὰ ἀποτελέσῃ εἰσαγωγὴν εἰς μακροχρόνιον ἱεροκανονικὸν χάος, ἐνδεχομένως δέ, ὃ μὴ γένοιτο, καὶ εἰς δογματικάς, ἐκκλησιολογικὰς διαφωνίας καὶ διενέξεις.
Ὅταν τὰ παρεπόμενα τοῦ σχίσματος ἀποβοῦν αἱ δογματικαὶ ἀντιπαραθέσεις, τότε αὗται μὲν μόνον ὀξύνονται σὺν τῷ χρόνῳ, τὸ δὲ σχίσμα βαθύνει, εἰς τρόπον ὥστε, ἐφ’ ὅσον τὸ σχίσμα χρονίσῃ, μόνον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δύναται νὰ παύσῃ τὰ σχίσματα τῶν Ἐκκλησιῶν.
Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας γέμει παραδειγμάτων ἐπιβεβαιούντων τὴν θλιβερὰν ταύτην ἀλήθειαν.
Εἴθε νὰ καταστῇ αὕτη ἡ διδάσκαλος τῆς ζωῆς εἰς ἡμᾶς, ὥστε νὰ πρυτανεύσῃ καὶ πάλιν ἡ ἑνότης, ἡ εἰρήνη, ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως δὲ μεταξὺ τῶν προκαθημένων, ποιμεναρχῶν καὶ ποιμένων αὐτῶν, κεκλημένων νὰ ἀκολουθοῦν τὸν μόνον Ποιμένα τὸν Καλόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.