Πέμπτη 18 Απριλίου 2019

«Περί ενστάσεως κατά των αιρέσεων»



Μετάφραση καὶ συμπερασματικὰ σχόλια στὴν ὁμιλία τοῦ Τερτυλλιανοῦ

«Περὶ ἐνστάσεως κατὰ τῶν αἱρέσεων»

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

να σημαντικὸ κομμάτι τῆς γραπτῆς Παραδόσεως της Ἐκκλησίας δίπλα στοὺς ἁγ. Πατέρες κατέχουν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς αὐτούς, ἂν καὶ στὸ τέλος ξέφυγαν τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, τὴν περίοδο ποὺ ἀκολουθοῦσαν καὶ συμφωνοῦσαν μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἔγραψαν σημαντικά, ὀρθόδοξα ἔργα ποὺ χρησιμοποιήθηκαν ὡς δογματικὰ ἀποδεικτικὲς ἢ κατηχητικὲς πηγὲς ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ χρησιμοποιοῦνται μέχρι καὶ σήμερα, π.χ. ὁ Ὠριγένης ἂν καὶ ἐν ζωῇ ὡς αἱρετίζων καὶ μετὰ θάνατον καταδικασμένος ὡς αἱρετικὸς χρησιμοποιήθηκε, στὰ σημεῖα ποὺ μιλοῦσε ὀρθόδοξα,  οὐκ ὀλίγες φορὲς ὡς πηγὴ ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο καὶ ἄλλους Πατέρες. Ἕνας ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς αὐτοὺς εἶναι ὁ Τερτυλλιανός.
 Κόϊντος Σεπτίμιος Φλορὲνς Τερτυλλιανός (Quintus Septimius Florens Tertullianus), ἢ ἁπλὰ Τερτυλλιανός (155/160 - 223/240) ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς κατὰ τὰ τέλη τοῦ 2ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 3ου αἰώνα. Ἔδρασε κυρίως στὴν Β. Ἀφρικὴ καὶ θεωρεῖται ἴσως ὡς ὁ πρῶτος μεγάλος λατῖνος θεολόγος, ὄχι μόνο διότι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος θεολόγος ποὺ ἔγραψε στὰ λατινικά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ὁρολογία τὴν ὁποία χρησιμοποίησε, καθὼς φέρεται, γνωρίζοντας καλὰ καὶ τὰ ἑλληνικά, νὰ συνέθεσε περὶπου 1.000 λατινικοὺς ὅρους καὶ λέξεις. Σήμερα χαρακτηρίζεται ὡς ἀπολογητὴς καὶ ἀντιρρητικὸς συγγραφέας. Ὁ J. F. Kelly στὴν «Σύντομη
Ἱστορία τοῦ πρώτου Χριστιανισμοῦ» (The Concise History of the Early Christianity) γράφει ὅτι ὁ Τερτυλλιανὸς παρὰ τὴν ἀντίδραση πολλῶν καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν μεριὰ τῶν παπικῶν «...εἶναι ὁ Πατέρας τῆς Ἀφρικανικῆς Ἐκκλησίας...» (Liturgical Press, Collegeville, MN., 1992), θέση ποὺ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ ἅγ. Ἱερώνυμος (De Viris Illustribus, κεφ. 53).
Οἱ ἀντιδράσεις ποὺ ἀναφέρει ὁ  Kelly ὑπάρχουν, διότι ὁ Τερτυλλιανὸς ἀπὸ τὸ 215 περίπου προσχώρησε στὴν αἵρεση τοῦ Μοντανισμοῦ καὶ ἐπιτέθηκε στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ κυρίως στὸν Πάπα Κάλλιστο Α΄. Ὁ ἀείμνηστος Β. Στεφανίδης στὴν «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία» του (Ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα-1959, σ. 78-80) γράφει γιὰ τὸν Μοντανισμό:
«Ὁ Μοντανισμὸς δὲν ἦτο αἵρεσις, ἀλλὰ σχίσμα, διότι δὲν ἔθιγε τὴν δογματικὴ διδασκαλία. Ὁ Μοντανὸς ἤθελε νὰ διατηρήσῃ τὰς ἐνθουσιαστικὲς τάσεις καὶ τὰς ἐκδηλώσεις αὐτῶν, αἱ ὁποῖαι ἤρχισαν νὰ ἐκλείπωσιν. Οἱ Μοντανισταὶ ὀρθῶς ὀνομάσθηκαν παλαιοχριστιανοί. (Homines religionis Antiquae, Acta Achatii, 4,48, Εκδ., Gebhardi, σελ., 119».
Παρόλα αὐτὰ ὅμως, εἴτε ἦταν αἵρεση εἴτε σχίσμα, ἡ προσχώρηση του Τερτυλλιανοῦ στὸν Μοντανισμὸ τὸν ὁδήγησε ἐκτὸς Ἐκκλησίας (ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος γράφει ὅτι οἱ σχισματικοὶ εἶναι σχισματοαιρετικοί, διότι τὸ σχίσμα ποὺ δὲν ἐπιστρέφει στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ παραμένει στὴν κακοδοξία του, ὁδηγεῖ πάντα στὴν αἵρεση. -Ἱ. Αὐγουστῖνος, 101η Ἐπιστ. PL 32-47). Τὰ ἔργα του ὅμως καὶ ἰδίως αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν πρὶν τὸ 215 ἐξέφραζαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἀντιστάθηκαν στὴν Εἰδωλολατρία, στὸν Γνωστικισμὸ καὶ στὸν Μοναρχιανισμὸ καὶ παραμένουν μνημειώδη καθὼς χρησιμοποιοῦνται πολλὲς φορὲς ὡς σημαντικὲς πηγὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ δογματικῆς (βλ. π.χ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος, «Ἡ αἱρεση τοῦ Παπισμοῦ…» σελ. 17, ὅπου ὁ Τερτυλλιανὸς ἀναφέρεται δίπλα στὸν ἅγ. Εἰρηναῖο,  «Ο Ψάλτης μέσα στό λειτουργικό βίο της Εκκλησίας», Ἀποστολικὴ Διακονία, «Ἡ αἵρεση καὶ οἱ ἐπιπτώσεις της» Ἱ. Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου κλπ.). Ἡ κατηγορία ἐναντίον τοῦ Τερτυλλιανοῦ ὡς ἱδρυτὴ τοῦ Φιλιόκβε δὲν στέκει ὅπως ἀπέδειξε ὁ καθ. Θεοδώρου (Ἀνδρέας Θεοδώρου, Ἱστορία τῶν Δογμάτων - τόμ. 1ος, μέρος 2ον, Ἡ ἱστορία τοῦ δόγματος ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν Ἀπολογητῶν μέχρι τοῦ 318 μ.Χ., Ἀθήνα 1978, σελ. 217). Ὁ Τερτυλλιανὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ χρησιμοποίησε πρῶτος τὸν ὅρο «τριάδα» (trinitas)  καὶ εἰσήγαγε ὅρους καὶ ἔννοιες ποὺ συνέβαλαν στὴν ἀνάπτυξη τοῦ τριαδικοῦ δόγματος, καθὼς ἐπίσης τοὺς ὅρους  «Παλαιὰ Διαθήκη» (vetus testamentum ) καὶ «Καινὴ Διαθήκη» (novum testamentum) , τοὺς ὁποίους υἱοθέτησε ὁ μεταφραστὴς τῆς Βίβλου στὰ Λατινικὰ ἅγ. Ἱερώνυμος. 
Στὸ κείμενο αὐτὸ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν σημαντικὴ καὶ ἐπίκαιρη συγγραφὴ τοῦ Τερτυλλιανοῦ “De Praescriptione Haereticorum” (Περὶ ἐνστάσεως κατὰ τῶν Αἱρετικῶν) ποὺ γράφτηκε τὸ 203, δηλ. πολὺ πρὶν γίνει ὁ Τερτυλλιανὸς ἀκόλουθος τοῦ Μοντανοῦ.
Ἡ γραφὴ αὐτὴ χωρίζεται σὲ τρία μέρη: Α) κεφ. 1-14. Στὰ κεφάλαια αὐτὰ ὁ Τερτυλλιανὸς ἀπευθύνεται στοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς προειδοποιεῖ νὰ φυλάσσονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τὶς αἱρέσεις. Ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ μέγιστη δοκιμασία γιὰ τὴν Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἀποδεικνύει ὁ καθένας τὴν δύναμη τῆς πίστης του ὡς ἐκ τούτου μέγιστο κίνδυνο γιὰ τοὺς πιστούς, κυρίως τοὺς ἀδύναμους. Β) κεφ. 15-37. Οἱ αἱρετικοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ἑρμηνεύουν καὶ διορθώνουν τὴν πίστη βασισμένοι στὶς Γραφές, ἀλλὰ ἡ ἀληθινή καὶ ἀδιάψευστη πίστη βρίσκεται στὴν διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν διαδόχων τους. Ἀπὸ αὐτὸ συνεπάγεται ὅτι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι κλέφτες καὶ ληστές. Γ) κεφ. 38-44. Ἐδῶ περιγράφει τὶς διαφορὲς αἱρετικῶν καὶ ἀποστολικῆς παραδόσεως. Στὸ τέλος τοῦ ἔργου (κεφ. 46-53) ὑπάρχει μία λίστα 32 αἱρέσεων ποὺ ὅμως δὲν θεωρεῖται δική του ἀλλὰ προσθήκη καὶ προέκταση τοῦ ἔργου τοῦ Εἰρηναίου «Κατὰ πασῶν αἱρέσεων».
Ἐπειδὴ δὲν γνωρίζω καμία ἐπίσημη μετάφραση τοῦ ἔργου αὐτοῦ, θὰ παρουσιάσω κάποια ἀποσπάσματά του ἀπὸ τὰ πρῶτα ἕξι κεφάλαια, προσωπικὰ μεταφρασμένα ἀπὸ τὰ λατινικά, στὰ ὁποῖα θὰ ἀκολουθεῖ, ὅπου χρειαστεῖ καὶ σχολιασμός, ἀφοῦ ὅσα ἀναφέρονται ἐκεῖ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴν σημερινὴ ἐποχή, ποὺ κυριαρχεῖ ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ μὲ τὸν τρόπο ἀποφυγῆς καὶ καταπολέμησής της.
“De Praescriptione Haereticorum” (Περὶ ἐνστάσεως κατὰ τῶν Αἱρετικῶν)
 (Κεφ. 1) «…Δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐκπλήσσουν οἱ παροῦσες αἱρέσεις, διότι ἡ ἐμφάνισή τους μᾶς εἶχε προαναγγελθεῖ· οὔτε τὸ γεγονὸς ὅτι κάποιοι χριστιανοὶ ἀστοχοῦν στὴν πίστη, διότι αὐτὲς ὑπάρχουν γιὰ νὰ δοκιμάσουν τὴν πίστη τοῦ καθενὸς καὶ μέσῳ τῆς δοκιμασίας νὰ τὴν ἐπιβεβαιώσουν...».
 Οἱ αἱρέσεις, λοιπόν, ἔχουν προαναγελθεῖ καὶ ἔχουν ὡς σκοπὸ νὰ μᾶς δοκιμάσουν, νὰ ἀναδείξουν, ποιός παίρνει στὰ σοβαρὰ τὴν πίστη του καὶ ποιός τὴν θυσιάζει γιὰ κοσμικοὺς λόγους. Ποιός εἶναι ὁ τρόπος ἀντιμετώπισης τῶν αἱρέσεων ἀναφέρεται στὸ ἀμέσως ἑπόμενο κεφάλαιο.
(Κεφ. 2) «Οἱ αἱρέσεις ὅμως προκαλοῦν τὸν αἰώνιο θάνατο τὴν πυρὰ τῆς φοβερῆς φωτιᾶς. Καὶ ὅμως μερικοὶ προτιμοῦν νὰ ἐκπλήσσονται καὶ νὰ θαυμάζουν αὐτὲς τὶς αἱρέσεις ἐπειδή ἔχουν δύναμη καὶ ἐξουσία, ἀντὶ νὰ φεύγουν μακρυά ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐξουσία. Καὶ μάλιστα παρόλο ποὺ ἔχουν τὴν δύναμη νὰ τὸ κάνουν… Ναί, ὑπάρχει κάτι θαυμαστὸ στὸ γεγονός, ὅτι τὸ κακὸ ἔχει τὴν δύναμή του, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν λόγο, ὅτι οἱ αἱρέσεις ἔχουν δύναμη σὲ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει δυνατὴ πίστη. Στὴν πυγμαχία ἢ στὶς μονομαχίες συχνὰ κερδίζει κάποιος, ὄχι γιατὶ εἶναι γενναῖος ἢ δυνατός, ἢ γιατὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἡττηθεῖ, ἀλλὰ γιατὶ ὁ ἡττημένος ἀντίπαλος δὲν εἶχε δυνάμεις… Ἔτσι δυναμώνουν οἱ αἱρέσεις, μέσῳ τῆς ἀδυναμίας κάποιων, ἐνῶ δὲν ἔχουν καμία δύναμη καὶ ἐξουσία, ὅταν ἀντιμετωπίζουν μία ὀρθόδοξη καὶ δυνατὴ πίστη».
Τὸ  κεφάλαιο αὐτὸ ἀποτελεῖ κόλαφο γιὰ τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση. Ὁ Τερτυλλιανὸς δὲν παίζει μὲ τοὺς ὅρους καὶ δὲν ἀποκρύπτει τὶς συνέπειες. Αἵρεση σημαίνει θάνατος καὶ αἰώνια κόλαση. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε πιστὸς πρέπει νὰ φεύγει μακρυά της (ἐδῶ φαίνεται ἡ συμφωνία τοῦ συγγραφέως αὐτοῦ μὲ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία καὶ παράδοση καὶ ἡ πλήρης ἀντίθεσή του μὲ τὴν σημερινὴ ψευδοδιδασκαλία περὶ «ἀγῶνος» καὶ ταυτόχρονης κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς). Ἂν κάποιος σήμερα ἀναρωτιέται, πῶς γίνεται νὰ ἐπικρατεῖ ὁ Οἰκουμενισμός, ἐνῶ τόσοι μιλοῦν καὶ διαμαρτύρονται, ὁ Τερτυλλιανὸς τοῦ ἀπαντάει: ἐπικρατεῖ γιατὶ οἱ διαμαρτυρόμενοι δὲν ἐμπιστεύονται καὶ δὲν ἀκολουθοῦν μὲ πίστη τὶς Ἐντολὲς καὶ τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων, ποὺ δὲν ἐφάρμοζαν οὔτε ἐφεύρισκαν οἰκονομίες δεκαετιῶν, ποὺ τάχα θὰ βοηθήσουν τοὺς πιστοὺς νὰ προσαρμοστοῦν καὶ νὰ παραμείνουν στὴν πίστη, ἀλλὰ ἐφάρμοζαν τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν Ἐντολῶν· τότε καὶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνδυναμώνει τοὺς ἀγωνιζόμενους, τοὺς μὴ συμβιβασμένους καὶ προσαρμοσμένους σὲ μεσοβέζικες συνιστῶσες, ὥστε νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν αἵρεση ἀσυμβίβαστα· καὶ ἐπίσης, δὲν δίνει εὐκαιρία στοὺς αἱρετικοὺς νὰ συνταχθοῦν, νὰ ἐπεκτείνουν καὶ νὰ ἐπιβάλουν τὴν αἵρεση, ἀπογοητεύοντας τοὺς πιστούς ἢ ἀποτρέποντάς τους νὰ ἐφαρμόσουν τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ αἵρεση, ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι καὶ ἀσυνεπεῖς. Καὶ μάλιστα ὁ Τερτυλλιανὸς τονίζει ὅτι διστάζουμε καὶ χρονοτριβοῦμε, ἐνῶ ἔχουμε τὴν δύναμη νὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὴ καὶ ἔτσι νὰ σταματήσουμε τὴν ἐξάπλωσή της καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἀπομόνωσή της καὶ τὴν καταδίκη της. Τὸ λατινικὸ κείμενο εἶναι σαφέστατο, cum habeant deuitandi
potestatem. Δὲν μιλάει γιὰ δυνατότητα φυγῆς ἀπὸ τὴν αἵρεση, δὲν μιλάει γιὰ προαιρετικότητα, ἀλλὰ γιὰ δύναμη, ἡ ὁποία συνάπτεται μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστεως. Ὁ νομικὸς καὶ πολιτικὸς ὅρος
 potestas (δύναμη, ἐξουσία) πήγαζε στὴν ἀρχαία Ρώμη ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ κατεῖχε κάποιος καὶ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν auctoritas, μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία δηλ. ποὺ κατέχει κάποιος ἀπὸ τὴν προσωπικότητά του, ὅπως λανθασμένα διδάσκουν σήμερα οἱ δυνητιστές, δηλ. ὅσοι περιμένουν προσωπικότητες μὲ λαμπρὸ βιογραφικὸ γιὰ νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν, ἀφοῦ τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων Πατέρων δὲν τοὺς ἱκανοποιεῖ. Ἐκτός, λοιπόν, ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἐπισκόπου καὶ τοῦ πρεσβυτέρου ποὺ τοὺς δίνει τὴν ἐξουσία νὰ σταματήσουν τὴν αἵρεση, τὸ ἀξίωμα αὐτὸ ἐκπηγάζει καὶ ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ μέσῳ τῆς πίστεως μᾶς δίνει τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία νὰ πατοῦμε ἐπὶ ὄφεων καὶ σκορπιῶν καὶ νὰ ἀψηφοῦμε κάθε κοσμικὴ ἢ δαιμονικὴ ἀπειλή.
(Κεφ. 3) «Καὶ συνήθως συμβαίνει, νὰ παρασύρονται οἱ θαυμαστὲς (σσ. τῶν αἱρέσεων) ἀπὸ κάποιες προσωπικότητες, οἱ ὁποῖες μαγεύτηκαν ἀπὸ αὐτὲς καὶ ὁδηγοῦνται στὴν καταστροφή. Γιατὶ ὁ τάδε ἢ ἡ τάδε, οἱ ὁποῖοι ἦταν τόσο πιστοί, τόσο ἔξυπνοι καὶ γήρασαν (πήγαιναν κάθε μέρα) στὴν ἐκκλησία, πῆγαν μὲ τοὺς αἱρετικούς; Ὅποιος ρωτάει τέτοια πράγματα δὲν δίνει μόνος του τὴν ἀπάντηση; Αὐτοὶ ποὺ πῆγαν μὲ τὴν αἵρεση, ἐνῶ μποροῦσαν νὰ τὴν ἀποτρέψουν, δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται οὔτε σοφοί, οὔτε πιστοί, οὔτε γηρασμένοι στὴν ἐκκλησία».
Μένει ἄφωνος ἀπὸ θαυμασμὸ κανεὶς μὲ τὴν διαχρονικότητα καὶ τὴν ἐπικαιρότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας. Τί θὰ ποῦν τώρα αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν φωτισμένους γέροντες, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀποτρέπουν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν αἵρεση; Ὁ Τερτυλλιανὸς δὲν τοὺς ὀνομάζει οὔτε φωτισμένους, οὔτε σοφούς, οὔτε πεπειραμένους. Τοὺς ἀναδεικνύει ὡς μαγεμένους ἀπὸ τὴν αἵρεση, ποὺ παίρνουν στὸν λαιμό τους καὶ αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀκολουθοῦν. Καὶ μάλιστα τονίζει: «ἐνῶ μποροῦσαν νὰ τὴν ἀποτρέψουν». Ἐνῶ μποροῦν νὰ ἀποτρέψουν τὸν ξέφρενο καλπασμὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ ὅ,τι μὲ αὐτὸν συνεπάγεται, ἐθελοτυφλοῦν καὶ μιλοῦν γιὰ δυνατότητες καὶ ἐπιλογές. Γιατὶ ἂν ὁμολογοῦσαν τὴν ἀδυναμία τους, ἀληθὴς ἔκφραση πραγματικῆς ταπείνωσης, δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος ἀναφορᾶς. Αὐτοὶ ὅμως καλύπτουν τὴν ἀδυναμία τους καὶ προβάλλοντας τὶς ὅποιες γνώσεις τους, τὴν βαπτίζουν σὲ δύναμη μὲ μάλιστα προαιρετικὸ χαρακτῆρα. Γι’ αὐτὸ παρασύρεται τὸ ποίμνιο καὶ χάνονται ψυχές, ἐνῶ οἱ αἱρετικοὶ ἐμφανίζονται ἀσταμάτητοι.
«Φαίνεται τόσο παράξενο, ὅτι κάποιος ποὺ πρῶτα ἀπεδείχθη δόκιμος, μετὰ ἔπεσε; Ὁ Σαοὺλ ἦταν καλὸς καὶ δόκιμος ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἔπεσε μετὰ ἀπὸ τὴν ζήλεια του (σσ. πιθανότατα ἐννοεῖ ἐδῶ τῆν ζήλεια του ἀπέναντι στὸν Δαβίδ). Ὁ Δαβὶδ ἦταν δίκαιος στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, καὶ παρόλα αὐτὰ ἔγινε ἔνοχος πορνείας καὶ φόνου. Ὁ Σολομῶν, ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τόσα χαρίσματα καὶ σοφία, στράφηκε ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς γυναῖκες στὴν εἰδωλολατρία. Μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀναμάρτητος. Τί, λοιπόν; Ὅταν ξεφύγει ἀπὸ τὴν πίστη ἕνας ἐπίσκοπος, ἕνας διάκονος, μία χήρα, μία παρθένος, ἀκόμα καὶ ἕνας μάρτυρας, σημαίνει αὐτὸ ὅτι οἱ αἱρέσεις κατέχουν τὴν ἀλήθεια; Κρίνουμε τὴν πίστη ἀπὸ τὰ ἄτομα, ἢ τὰ ἄτομα ἀπὸ τὴν πίστη; Κανεὶς δὲν εἶναι σοφός, ἂν δὲν εἶναι πιστός, κανεὶς δὲν κατέχει ὑψηλότερη θέση, ἂν δὲν εἶναι Χριστιανός, κανεὶς δὲν εἶναι Χριστιανός, ἂν δὲν κρατήσει τὴν πίστη του μέχρι τέλους…».
 Νὰ ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτοὺς ποὺ προβάλλουν πτυχία καὶ ἀναγνωρίσεις, θέσεις καὶ ἀξιώματα, τακτικὲς καὶ διπλωματίες: Χριστιανὸς καὶ πραγματικὰ πιστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπαρνούμενος τὴν αἵρεση κρατάει τὴν πίστη του μέχρι τέλους. Σὲ αὐτὸ συμφωνοῦν καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες ποὺ μᾶς δίδαξαν, ὅτι ὁ ὑπομείνας καὶ κρατήσας τὴν Πίστη, σωθήσεται. Καὶ ὅπως εἰπώθηκε παραπάνω καὶ θὰ ἐπαναληφθεῖ παρακάτω, ἀπαρνοῦμαι τὴν αἵρεση σημαίνει φεύγω μακρυά της, δὲν σημαίνει κοινωνῶ μαζί της!
(Κεφ. 4) «Ἂς θυμόμαστε περισσότερο τὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ τὶς γραφὲς τῶν Ἀποστόλων, ποὺ μᾶς προανήγγειλαν, ὅτι θὰ ὑπάρξουν αἱρέσεις καὶ μᾶς πρόσταξαν νὰ φεύγουμε μακρυά τους.  Ἔτσι δὲν θὰ μένουμε ἔκπληκτοι, ὅτι ὑπάρχουν (σσ. οἱ αἱρέσεις), οὔτε ὅτι μποροῦν νὰ κυριαρχοῦν, γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ φεύγουμε μακρυά τους. Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε, ὅτι θὰ ἔρθουν πολλοὶ ποὺ θὰ εἶναι λύκοι μὲ δορὰ προβάτου. Τί ἄλλο εἶναι ἡ δορὰ προβάτου, ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστιανοῦ; Ποιοί εἶναι οἱ βαρεῖς λύκοι ἂν ὄχι οἱ προδοτικὲς σκέψεις καὶ τὰ ψευδοφρονήματα, ποὺ κρύβονται προσεκτικὰ καὶ ἀπειλοῦν τὴν ποίμνη τοῦ Κυρίου; Ποιοί εἶναι οἱ ψευδοπροφῆτες, ἂν ὄχι οἱ ψευδοδιδάσκαλοι; Ποιοί οἱ ψευδοαπόστολοι, ἂν ὄχι οἱ ψευδεῖς ἑρμηνευτὲς τοῦ Εὐαγγελίου; Ποιοί οἱ ἀντίχριστοι, ἂν ὄχι αὐτοὶ ποὺ ἐξανίστανται ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ;».
 Ὁ Τερτυλλιανὸς εἶναι πέλεκυς γιὰ τοὺς σημερινοὺς «θεολόγους». Τὸ πρῶτο ποὺ τονίζει δὲν εἶναι κάποιος Κανόνας, ὅπως μεμονωμένα καὶ ἀντιευαγγελικὰ κηρύττουν κάποιοι πανεπιστημιακοὶ γιὰ ἀκαδημαϊκοὺς λόγους καὶ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν στάση τους, ἀλλὰ κυρίως ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἴδιου: νὰ φεύγουμε ἀπὸ τοὺς βαρεῖς λύκους, τοὺς ψευδοποιμένες καὶ ψευδοδιδασκάλους. Ὅσο γιὰ τὸ ποιοί εἶναι οἱ βαρεῖς λύκοι οἱ ἀναφορές του εἶναι ξεκάθαρες. Ἂς τὰ ἀκούσουν αὐτά, ὅσοι διαμαρτύρονται συνεχῶς γιὰ τὸν ἔλεγχο ποὺ ἀσκεῖται καθημερινὰ παραβλέποντας τὶς κακοδοξίες καὶ παραμένοντας στὸν ἔλεγχο. Ἡ ἐκκλησία ὅμως ἄλλα διδάσκει.
«Αὐτές, λοιπόν, εἶναι οἱ αἱρέσεις ποὺ ἐπιτίθενται στὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς διαστρεβλωμένες διδασκαλίες τους, ὅπως ἀργότερα ὁ Ἀντίχριστος, ὁ ὁποῖος θὰ Τὴν διώξει μὲ τὸν πιὸ φοβερὸ διωγμό. Μὲ τὴν μόνη διαφορὰ ὅτι ὁ διωγμὸς γεννάει μάρτυρες, ἐνῶ οἱ αἱρέσεις γεννοῦν ἀποστᾶτες. Γι’ αὐτὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς τὶς αἱρέσεις γιὰ νὰ φανοῦν οἱ πιστοί, τόσο αὐτοὶ ποὺ ἄντεξαν τὸν διωγμό, ὅσο καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀκολούθησαν τοὺς αἱρετικούς».
(Κεφ. 5) «Καὶ ἂν ὁ Παῦλος στηλιτεύει τὶς διχόνοιες καὶ τὰ σχίσματα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀναμφιβόλως κακά, προσθέτει σὲ αὐτὰ καὶ τὶς αἱρέσεις… Καὶ τελικά, ἂν ὁλόκληρο τὸ ἀπόσπασμα (σσ. τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου, βλ. Κορ. ) ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ διαφυλάξει τὴν ἑνότητα καὶ νὰ προφυλάξει ἀπὸ τις διχοστασίες, τότε συνέταξε ἀναμφιβόλως τὶς αἱρέσεις στὸ ἴδιο ἐπίπεδο καταδίκης, μὲ τὰ σχίσματα καὶ τὶς διασπάσεις. Καὶ ἀναλόγως δὲν θεωρεῖ ὡς δόκιμους αὐτοὺς ποὺ ἔχουν σχέσεις ἢ κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἀντιθέτως μᾶς προτρέπει νὰ φεύγουμε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ μᾶς διδάσκει νὰ ἔχουμε ὅλοι μας τὴν ἴδια ὁμολογία καὶ τὸ ἴδιο φρόνημα, ποὺ ἀποτρέπουν τὶς αἱρέσεις».
 Νά, λοιπόν, ὁ σκοπὸς τῆς ἀποτείχισης τῆς αἱρέσεως: διακόπτοντας κάθε ἐπαφὴ μαζί της διατηρεῖται ἡ ὀρθὴ πίστη, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐξαφανίζεται κάθε πιθανότητα ἐπικράτησης τῆς αἱρέσεως. Αὐτοὶ ποὺ διδάσκουν ἄλλα, καὶ ἐπιτρέπουν τὴν κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση μὴ τονίζοντας τὸν θανάσιμο κίνδυνο ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει, ξεφεύγουν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα τὴν ἀντιμάχονται. Ἂς τὰ ἀκούσουν αὐτὰ καὶ οἱ σχισματικοὶ Γ.Ο.Χ. καὶ ὅσοι τοὺς ἐπαινοῦν καὶ τοὺς γλυκοκοιτάζουν. Ὁ Παῦλος μᾶς διδάσκει νὰ ἔχουμε ὅλοι τὴν ἴδια ὁμολογία καὶ τὸ ἴδιο φρόνημα καὶ ὄχι τὸ ἴδιο ἡμερολόγιο. Κάθε ἄλλη στάση διασπάει τὸ ποίμνιο καὶ ἐπιτρέπει στὴν αἵρεση νὰ πράξει τὸ ἑωσφορικὸ ἔργο της. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Τερτυλλιανὸς τὸ ἀπέδειξε μὲ τὴν μετέπειτα στάση του, ὅταν γιὰ τὶς διαφορές του μὲ τὸν Πάπα Κάλλιστο ἀντὶ νὰ ὑπακούσει καὶ νὰ παραμείνει στὴν Ἐκκλησία, προσχώρησε στοὺς Μοντανιστὲς καὶ ἔμεινε παρὰ τὰ ὅσα ὀρθὰ προηγουμένως εἶχε γράψει, ἀσυνεπὴς στὸ τέλος καὶ αὐτός, ἐκτὸς Ἐκκλησίας.
(Κεφ. 6) «Καὶ καμία λέξη παραπάνω περὶ αὐτοῦ, ἂν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος καὶ ἀλλοῦ, στὴν ἐπιστολή του «Πρὸς Γαλάτας», συναριθμεῖ τὶς αἱρέσεις μὲ τὶς σαρκικὲς ἁμαρτίες (σσ. Γαλ. 5, 19-21. Ἐδῶ βλέπουμε τὴν σωστὴ ἑρμηνεία καὶ συμφωνία τοῦ Τερτυλλιανοῦ μὲ τὸν μεταγενέστερο ἅγ. Νικόδημο τῶν Ἁγιορείτη, ποὺ γράφει ἀκριβῶς τὰ ἴδια στὴν ἑρμηνεία τῶν ΙΔ΄ ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου, σελ. 355-356) καὶ προστάζει τὸν Τίτο μετὰ πρώτης καὶ δευτέρας νουθεσίας νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὸν διάλογο μὲ τὸν αἱρετικό, διότι αὐτὸς ἔχει διεστραμμένο φρόνημα καὶ ἁμαρτάνει ὅπως κάποιος ποὺ ἀφιερώθηκε στὴν καταδίκη του. Μὲ τὸ νὰ τονίζει σὲ κάθε ἐπιστολή του, ὅτι πρέπει νὰ φεύγουμε ἀπὸ τὶς λανθασμένες καὶ ψευδεῖς διδασκαλίες, μὲ αὐτὸ χαρακτηρίζει τὶς αἱρέσεις, ἀφοῦ τὰ ἔργα τους πηγάζουν ἀπὸ αὐτὲς τὶς ψευδεῖς διδασκαλίες. Λέγονται αἱρέσεις ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ αἱροῦμαι ἀπὸ τὴν ἐκλογὴ ἢ νὰ δημιουργήσω ἢ νὰ προσχωρήσω σὲ μία αἵρεση. Γι’ αὐτὸ λέγει γιὰ τὸν αἱρετικὸ ὅτι εἶναι αὐτοκατάκριτος, ἀφοῦ διάλεξε/προτίμησε κάτι ποὺ θὰ σημάνει τὴν καταδίκη του…».
Σήμερα, δυστυχῶς, δὲν μιλοῦμε γιὰ αὐτοκατάκριση καὶ αὐτοκαταστροφή, ἀλλὰ γιὰ δικαίωμα, δυνατότητα, ἐπιλογὴ καὶ πολλοὺς δρόμους σωτηρίας καὶ καταδικάζουμε αὐτοὺς ποὺ ὑπενθυμίζουν τὰ λόγια τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καὶ Πατέρων. Ἂν εἴχαμε στὸ μυαλό μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, τοῦ Παύλου, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ ὄχι μόνο ἕναν Κανόνα, τὰ πράγματα  θὰ ἦταν διαφορετικά. Ἡ αἵρεση δὲν θὰ εἶχε προχωρήσει.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

Ἀκολουθεῖ τὸ λατινικὸ κείμενο
Tertulliani Liber De Praescriptione Haereticorum
I. [1] Condicio praesentium temporum etiam hanc admonitionem
prouocat nostram non oportere nos mirari super
haereses istas, siue quia sunt, futurae enim praenuntiabantur,
siue quia fidem quorumdam subuertunt, ad hoc
enim sunt ut fides habendo temptationem haberet etiam
probationem. [2] Vane ergo et inconsiderate plerique hoc
ipso scandalizantur quod tantum haereses ualeant. Quantum
si non ualerent, non fuissent. [3] Cum quod sortitum est,
ut omnimodo sit, sicut causam accipit ob quam sit, sic
uim consequitur per quam sit, nec esse non possit.
II. [1] Febrem denique inter ceteros mortiferos et cruciarios
exitus erogando homini deputatam neque quia est
miramur, est enim, neque quia erogat hominem, ad hoc
enim est. [2] Proinde haereses ad languorem et interitum
fidei productas si expauescimus hoc posse, prius est ut
expauescamus hoc eas esse quae dum sunt, habent posse
et dum possunt, habent esse. [3] Sed enim febrem, ut malum
et de causa et de potentia sua, ut notum est, abominamur
potius quam miramur et quantum in nobis est
praecauemus, non habentes abolitionem eius in nostra
potestate. [4] Haereses uero mortem aeternam et maioris
ignis ardorem inferentes malunt quidam mirari quod hoc
possint, quam deuitare ne possint, cum habeant deuitandi
potestatem. [5] Ceterum nihil ualebunt, si illas tantum
ualere non mirentur. Aut enim dum mirantur in scandalum
subministrantur, aut quia scandalizantur, ideo mirantur
quasi quod tantum ualeant ex aliqua ueniat ueritate.
[6] Mirum scilicet ut malum uires suas habeat,
nisi quod haereses apud eos multum ualeant qui in fide
non ualent. [7] In pugna pugilum et gladiatorum plerumque
non quia fortis est uincit quis aut quia non potest uinci,
sed quoniam ille qui uictus est nullis uiribus fuit : adeo
idem ille uictor bene ualenti postea comparatus, etiam
superatus recedit. [8] Non aliter haereses de quorumdam
infirmitatibus habent quod ualent, nihil ualentes, si in bene
ualentem fidem incurrant.
III. [1] Solent quidem isti miriones etiam de quibusdam
personis ab haeresi captis aedificari in ruinam, [2] quare illa
uel ille fidelissimi prudentissimi et usitatissimi in ecclesia
in illam partem transierunt? [3] Quis hoc dicens non ipse
sibi respondet neque prudentes neque fideles neque usitatos
aestimandos quos haereses potuerint demutare? Et
hoc mirum, opinor, ut probatus aliqui retro postea excidat?
[4] Saul, bonus prae caeteris, liuore postea euertitur.
Dauid uir bonus secundum cor Domini, postea caedis et
stupri reus est. Solomon omni gratia et sapientia donatus a
Domino, ad idololatriam a mulieribus inducitur. [5] Soli
enim Dei filio seruabatur sine delicto permanere. Quid ergo
si episcopus, si diaconus, si uidua, si uirgo, si doctor, si
etiam martyr lapsus a regula fuerit? Ideo haereses ueritatem
uidebuntur obtinere? [6] Ex personis probamus
fidem, an ex fide personas? Nemo est sapiens nisi fidelis,
nemo maior nisi christianus, nemo autem christianus nisi
qui ad finem usque perseuerauerit. [7] Tu, ut homo, extrinsecus
unumquemque nosti, putas quod uides, uides autem
quousque oculos habes. Sed oculi, inquit, Domini alti.
Homo in faciem, Deus in praecordia contemplatur[8] Et
ideo cognoscit Dominus qui sunt eius, et plantam quam non 
plantauit eradicat, et de primis nouissimos ostendit et
uentilabrum in manu portat ad purgandam aream suam.
[9] Auolent quantum uolent paleae leuis fidei quocumque
afflatu temptationum, eo purior massa frumenti in horrea
Domini reponetur. [10] Nonne ab ipso Domino quidam
discentium scandalizati deuerterunt? Nec tamen propterea
ceteri quoque discedendum a uestigiis eius putauerunt,
sed qui scierunt illum uitae esse uerbum et a Deo
uenisse, perseuerauerunt in comitatu eius usque ad finem,
cum illis, si uellent et ipsi discedere placide obtulisset.
[11] Minus est et si apostolum eius aliqui, Phygellus et
Hermogenes et Philetus, et Hymenaeus reliquerunt; ipse
traditor Christi de Apostolis fuit. [12] Miramur de ecclesiis
eius si a quibusdam deseruntur cum ea nos ostendunt
christianos quae patimur ad exemplum ipsius Christi?
[13] Ex nobis, inquit, prodierunt sed non fuerunt ex nobis;
si fuissent ex nobis, permansissent utique nobiscum
.
IV. [1] Quin potius memores simus tam dominicarum pronuntiationum
quam apostolicarum litterarum, quae nobis
et futuras haereses praenuntiarunt et fugiendas praefinierunt
et, sicut esse illas non expauescimus, ita et posse
id propter quod effugiendae sunt, non miremur. [2] Instruit
Dominus multos esse uenturos sub pellibus ouium rapaces 
lupos[3] Quaenam istae sunt pelles ouium nisi nominis christiani
extrinsecus superficies? Qui lupi rapaces nisi sensus
et spiritus subdoli, ad infestandum gregem Christi intrinsecus
delitescentes? [4] Qui pseudoprophetae sunt nisi falsi
praedicatores? Qui pseudoapostoli, nisi adulteri euangelizatores?
Qui antichristi, interim et semper, nisi Christi rebelles?
[5] Hoc erunt haereses, non minus nouarum doctrinarum
peruersitate ecclesiam lacessentes, quam tunc
antichristus persecutionum atrocitate persequetur nisi
quod persecutio et martyras facit, haeresis apostatas tantum.
[6] Et ideo haereses quoque oportebat esse, ut probabiles
quique manifestarentur, tam qui in persecutionibus
steterint quam qui ad haereses non exorbitauerint.
[7] Neque enim eos probabiles intelligi iubet qui in haeresim
fidem demutant, sicut ex diuerso sibi interpretantur
quia dixit alibi: omnia examinate, quod bonum est tenete.
Quasi non liceat omnibus male examinatis in electionem
alicuius mali impingere per errorem.
V. [1] Porro si dissensiones et schismata increpat quae sine
dubio mala sunt, et in continenti haereses subiungit, [2]
quod malis adiungat, malum utique profitetur et quidem
maius cum ideo credidisse se dicat de schismatibus et dissensionibus
quia sciret etiam haereses oportere esse. [3] Ostendit
enim grauioris mali conspectu de leuioribus se facile
credidisse; certe non ut ideo de malis crediderit quia
haereses bonae essent, sed uti de peioris quoque notae
temptationibus praemoneret non esse mirandum quas
diceret tendere ad probabiles quosque manifestandos,
scilicet quos non potuerit deprauare. [4] Denique si
totum capitulum ad unitatem continendam et separationes
coercendas sapit, haereses uero non minus ab unitate
diuellunt quam schismata et dissensiones. Sine dubio et haereses
in ea condicione reprehensionis constituit in qua et
schismata et dissensiones. [5] Et per hoc non eos probabiles
facit qui in haereses diuerterint, cum maxime diuerti ab
eiusmodi obiurget edocens unum omnes loqui et ipsum
sapere, quod etiam haereses non sinunt.
VI. [1] Nec diutius de isto si idem est Paulus qui et alibi
haereses inter carnalia crimina enumerat scribens ad Galatas
et qui Tito suggerit hominem haereticum post primam
correptionem recusandum quod peruersus sit eiusmodi
et delinquat ut a semetipso damnatus. [2] Sed et in
omni paene epistula de adulterinis doctrinis fugiendis inculcans
haereses taxat quarum opera sunt adulterae doctrinae :
haereses dictae graeca uoce ex interpretatione
electionis qua quis maxime siue ad instituendas siue ad
suscipiendas eas utitur. [3] Ideo et sibi damnatum dixit
haereticum quia et in quo damnatur sibi elegit. Nobis
uero nihil ex nostro arbitrio inducere licet sed nec eligere
quod aliquis de arbitrio suo induxerit. [4] Apostolos Domini
habemus auctores qui nec ipsi quicquam ex suo arbitrio
quod inducerent, elegerunt, sed acceptam a Christo
disciplinam fideliter nationibus adsignauerunt. [5] Itaque
etiamsi angelus de caelis aliter euangelizaret, anathema
diceretur a nobis. [6] Prouiderat iam tunc Spiritus sanctus
futurum in uirgine quadam Philumene angelum seductionis
transfigurantem se in angelum lucis, cuius signis et
praestigiis Apelles inductus nouam haeresin induxit.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.