Μεγάλη Πέμπτη βράδυ
Tοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
Λυπη μεχρι θανατου
«Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Ματθ. 26,38)
Ἀπὸ ὅλα τὰ ἱερὰ κείμενα, ἀποστόλων εὐαγγελίων καὶ προφητειῶν, ἐκλέγω ἕνα λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς τὴν τελευταία νύκτα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ἡ σπεῖρα μὲ τὸν Ἰούδα ἔρχονταν νὰ τὸν συλλάβουν· ὁ θάνατος πλησίαζε μὲ βήματα γοργά· τὸ πικρὸ «ποτήριον» (Ματθ. 26,39. Μᾶρκ. 14,36. Λουκ. 22,42. Ἰω. 18,11) φαινόταν στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος. Τότε ὁ Κύριος στρέφεται στοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς λέει· «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Ματθ. 26,38). Τί ἆραγε νὰ σημαίνουν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου μας; Ἂς ἐξετάσουμε μὲ ἱερὰ κατάνυξι.
* * *
«Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως
θανάτου». Ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀγαπητοί μου, ὁ λόγος αὐτὸς φαίνεται
παράξενος. Διότι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶνε Θεός· αὐτὸ εἶνε τὸ
δόγμα, ἡ μεγαλυτέρα ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶνε Θεὸς
ἀληθινὸς καὶ ὡς Θεὸς εἶνε ἀπρόσβλητος ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο, πῶς λέει
ὅτι εἶνε «περίλυπος»;
Βεβαίως εἶνε Θεός. Εἶνε ὅμως «διπλοῦς τὴν φύσιν» (δοξ. στιχ. πλ. δ΄), Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, καὶ στὸν λόγο αὐτὸν ἐκφράζεται ὡς ἄνθρωπος· ἐδῶ ὁμιλεῖ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, δοκιμάζει καὶ αὐτὸς ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πλὴν τῆς ἁμαρτίας.
Εἶνε λυπημένος ὁ Χριστός. Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο σήμερα λυπημένος· πάντοτε ὑπῆρξε ὁ Ἄνθρωπος τοῦ πόνου. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε μέχρις ὅτου εἶπε «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), ἡ ζωή του ἦταν ζωὴ θλίψεως. Σήμερα ὅμως ἡ θλῖψι του φτάνει στὸ κατακόρυφο, πλέει σὲ ὠκεανὸ θλίψεως. Τί ἆραγε τὸν κάνει νὰ πῇ τὸ λόγο αὐτό; ποιά εἶνε ἡ θλῖψις τοῦ Χριστοῦ μας;
Ὁ Χριστὸς δὲν μιλάει ἐδῶ γιὰ πόνους σωματικούς· μιλάει γιὰ ἄλλο πόνο, πόνο ψυχικό. «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Γιατί; ποιός εἶνε ὁ πόνος αὐτός;
⃝ Κατὰ ἄνθρωπον δὲν πέρασε οὔτε θὰ περάσῃ ἀπὸ τὴ γῆ ἁγιωτέρα φυσιογνωμία ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Δίδαξε ἀλήθειες ὑψηλές, ῥήματα αἰώνια· «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46). Ὁ Σωκράτης καὶ οἱ μαθηταί του, ἐὰν ζοῦσαν στὴν ἐποχή του, θὰ κάθονταν κοντά του, θὰ ἐγγράφονταν μαθηταὶ στὸ σχολεῖο του καὶ θὰ ἔλεγαν· «Εἷς ἡμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (βλ. Ματθ. 23,10). Ὁ Χριστὸς δὲν δίδαξε μόνο· ἔκανε καὶ θαύματα ἀναρίθμητα, σημεῖα μεγάλα καὶ θαυμαστά. Εἶπε στὸ λεπρὸ «Καθαρίσθητι» (Ματθ. 8,3), στὸν τυφλὸ «Ἀνάβλεψον» (Λουκ. 18,42), στὸν παράλυτο «Ἆρον τὸν κράβατόν σου» (Μᾶρκ. 2,11)· εἶπε στὸν ἄνεμο «Σιώπα», στὴ θάλασσα «Πεφίμωσο» (ἔ.ἀ. 4,39), στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως «Ἡσυχάστε»· εἶπε στὸν υἱὸ τῆς χήρας «Ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14), στὸ Λάζαρο «Δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43), στοὺς νεκροὺς «Ἀναστηθῆτε». Καὶ μόνο αὐτά; Ὁ Χριστὸς ὅ,τι δίδαξε τὸ ἐφήρμοσε. Ἡ ἀρετή του ξεπέρασε τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, ἔφθανε τὰ ἄστρα, «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3). Κανείς δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ ἀπαντήσῃ στὸ ἐρώτημά του «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ἀντὶ λοιπὸν ὁ λαὸς νὰ στεφανώσῃ μὲ τὰ καλύτερα ἄνθη τὸν ἰδεώδη αὐτὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πιλᾶτος τοὺς εἶπε «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,5), ὁ Χριστὸς εἰσέπραξε τὰ «λουλούδια» τῆς μαύρης ἀχαριστίας τῶν Ἰουδαίων. Καὶ τί δὲν ἄκουσε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου! Εἶσαι «φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν» (Ματθ.11,19. Λουκ. 7,34), εἶσαι «Σαμαρείτης καὶ δαιμόνιον ἔχεις» (Ἰω. 8,48), εἶσαι «πλάνος» (Ματθ. 27,63)· βγάζεις τὰ δαιμόνια «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων», μὲ τὴ δύναμι τοῦ «Βεελζεβούλ» (Ματθ. 9,34· 12,24). Τὰ «ὡσαννὰ» τῶν βαΐων (Ἰω. 12,13) σύντομα τὰ διαδέχθηκε τὸ «σταυρωθήτω» (Ματθ. 27,22-23). Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέει «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».
⃝ Ἀλλὰ ἔχει κι ἄλλη αἰτία λύπης, πιὸ μεγάλη· εἶνε ἡ ἐγκατάλειψις τῶν μαθητῶν του. Δὲν τὸν καταλάβαιναν, δὲν τὸν ὑπήκουαν· τοὺς μιλοῦσε γιὰ ταπείνωσι, κι αὐτοὶ ὠνειρεύονταν θρόνους· ἔδειξαν ὀλιγοπιστία, ἀμφιβολία. Ἡ συμπεριφορά τους πολλὲς φορὲς τὸν λύπησε. Καὶ ἡ λύπη κορυφώθηκε σὲ τρία γεγονότα ποὺ συνέβησαν στὸ στενό τους κύκλο· ἕνας τὸν πρόδωσε γιὰ τριάντα ἀργύρια, ὁ ἄλλος τὸν ἀρνήθηκε ἐμπρὸς σὲ μιὰ ὑπηρέτρια, καὶ οἱ ἄλλοι διασκορπίσθηκαν καὶ τὸν ἄφησαν μόνο.
⃝ Νὰ προχωρήσουμε τώρα πιὸ βαθειά; Ἂν ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ πιὸ μεγάλη αἰτία λύπης τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία εἶπε «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί. Οἱ Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ τὸν σταύρωσαν, ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε καθημερινῶς. Τὸ προεῖδε στὴν ὅλη ἁμαρτωλότητα καὶ ἀθλιότητά μας. Ὁ Σωκράτης μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ σὰν Χριστιανὸς πρὸ Χριστοῦ· ἐμεῖς, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, συχνὰ ζοῦμε σὰν εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν.
⃝ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Καὶ φθάνουμε τώρα στὴν καρδιὰ τῆς ὑποθέσεως. Παρακαλῶ προσέξτε. Εἶνε περίλυπος ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ μας, διότι πρόκειται νὰ μπῇ – ποῦ; Στὴ μαύρη σπηλιὰ ποὺ δὲν τόλμησε νὰ μπῇ κανένας κι ὅποιος μπῆκε δὲν ξαναβγῆκε. Θὰ μπῇ ἐκεῖ μέσα, θὰ παλέψῃ στῆθος μὲ στῆθος, καὶ θὰ βγῇ νικητὴς καὶ θριαμβευτής. Ποιά εἶνε ἡ μαύρη σπηλιά; Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ φοβόμαστε, τὸ ὑποτιμοῦμε καὶ παίζουμε μαζί του· εἶνε ἡ ἁμαρτία· οἱ ἁμαρτίες μου, οἱ ἁμαρτίες σας, οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐτὸς τώρα θὰ τὶς φορτωθῇ· καὶ ἐνῷ εἶνε ὁ ἀναμάρτητος, θὰ γίνῃ «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29)! Ἐπειδὴ λοιπὸν προβλέπει αὐτὴ τὴν δεινὴ ὥρα πού, αὐτὸς ὁ Ἀθῷος, θὰ ἔλθῃ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρωπίνης ἁμαρτίας, γι᾽ αὐτὸ λέει «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».
Βεβαίως εἶνε Θεός. Εἶνε ὅμως «διπλοῦς τὴν φύσιν» (δοξ. στιχ. πλ. δ΄), Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, καὶ στὸν λόγο αὐτὸν ἐκφράζεται ὡς ἄνθρωπος· ἐδῶ ὁμιλεῖ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, δοκιμάζει καὶ αὐτὸς ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πλὴν τῆς ἁμαρτίας.
Εἶνε λυπημένος ὁ Χριστός. Ἀλλὰ δὲν εἶνε μόνο σήμερα λυπημένος· πάντοτε ὑπῆρξε ὁ Ἄνθρωπος τοῦ πόνου. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε μέχρις ὅτου εἶπε «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), ἡ ζωή του ἦταν ζωὴ θλίψεως. Σήμερα ὅμως ἡ θλῖψι του φτάνει στὸ κατακόρυφο, πλέει σὲ ὠκεανὸ θλίψεως. Τί ἆραγε τὸν κάνει νὰ πῇ τὸ λόγο αὐτό; ποιά εἶνε ἡ θλῖψις τοῦ Χριστοῦ μας;
Ὁ Χριστὸς δὲν μιλάει ἐδῶ γιὰ πόνους σωματικούς· μιλάει γιὰ ἄλλο πόνο, πόνο ψυχικό. «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Γιατί; ποιός εἶνε ὁ πόνος αὐτός;
⃝ Κατὰ ἄνθρωπον δὲν πέρασε οὔτε θὰ περάσῃ ἀπὸ τὴ γῆ ἁγιωτέρα φυσιογνωμία ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Δίδαξε ἀλήθειες ὑψηλές, ῥήματα αἰώνια· «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,46). Ὁ Σωκράτης καὶ οἱ μαθηταί του, ἐὰν ζοῦσαν στὴν ἐποχή του, θὰ κάθονταν κοντά του, θὰ ἐγγράφονταν μαθηταὶ στὸ σχολεῖο του καὶ θὰ ἔλεγαν· «Εἷς ἡμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (βλ. Ματθ. 23,10). Ὁ Χριστὸς δὲν δίδαξε μόνο· ἔκανε καὶ θαύματα ἀναρίθμητα, σημεῖα μεγάλα καὶ θαυμαστά. Εἶπε στὸ λεπρὸ «Καθαρίσθητι» (Ματθ. 8,3), στὸν τυφλὸ «Ἀνάβλεψον» (Λουκ. 18,42), στὸν παράλυτο «Ἆρον τὸν κράβατόν σου» (Μᾶρκ. 2,11)· εἶπε στὸν ἄνεμο «Σιώπα», στὴ θάλασσα «Πεφίμωσο» (ἔ.ἀ. 4,39), στὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως «Ἡσυχάστε»· εἶπε στὸν υἱὸ τῆς χήρας «Ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14), στὸ Λάζαρο «Δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43), στοὺς νεκροὺς «Ἀναστηθῆτε». Καὶ μόνο αὐτά; Ὁ Χριστὸς ὅ,τι δίδαξε τὸ ἐφήρμοσε. Ἡ ἀρετή του ξεπέρασε τὰ ἀνθρώπινα μέτρα, ἔφθανε τὰ ἄστρα, «ἐκάλυψεν οὐρανούς» (Ἀμβ. 3,3). Κανείς δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ νὰ ἀπαντήσῃ στὸ ἐρώτημά του «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46). Ἀντὶ λοιπὸν ὁ λαὸς νὰ στεφανώσῃ μὲ τὰ καλύτερα ἄνθη τὸν ἰδεώδη αὐτὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πιλᾶτος τοὺς εἶπε «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,5), ὁ Χριστὸς εἰσέπραξε τὰ «λουλούδια» τῆς μαύρης ἀχαριστίας τῶν Ἰουδαίων. Καὶ τί δὲν ἄκουσε ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου! Εἶσαι «φάγος καὶ οἰνοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν» (Ματθ.11,19. Λουκ. 7,34), εἶσαι «Σαμαρείτης καὶ δαιμόνιον ἔχεις» (Ἰω. 8,48), εἶσαι «πλάνος» (Ματθ. 27,63)· βγάζεις τὰ δαιμόνια «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων», μὲ τὴ δύναμι τοῦ «Βεελζεβούλ» (Ματθ. 9,34· 12,24). Τὰ «ὡσαννὰ» τῶν βαΐων (Ἰω. 12,13) σύντομα τὰ διαδέχθηκε τὸ «σταυρωθήτω» (Ματθ. 27,22-23). Νά γιατί ὁ Χριστὸς λέει «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».
⃝ Ἀλλὰ ἔχει κι ἄλλη αἰτία λύπης, πιὸ μεγάλη· εἶνε ἡ ἐγκατάλειψις τῶν μαθητῶν του. Δὲν τὸν καταλάβαιναν, δὲν τὸν ὑπήκουαν· τοὺς μιλοῦσε γιὰ ταπείνωσι, κι αὐτοὶ ὠνειρεύονταν θρόνους· ἔδειξαν ὀλιγοπιστία, ἀμφιβολία. Ἡ συμπεριφορά τους πολλὲς φορὲς τὸν λύπησε. Καὶ ἡ λύπη κορυφώθηκε σὲ τρία γεγονότα ποὺ συνέβησαν στὸ στενό τους κύκλο· ἕνας τὸν πρόδωσε γιὰ τριάντα ἀργύρια, ὁ ἄλλος τὸν ἀρνήθηκε ἐμπρὸς σὲ μιὰ ὑπηρέτρια, καὶ οἱ ἄλλοι διασκορπίσθηκαν καὶ τὸν ἄφησαν μόνο.
⃝ Νὰ προχωρήσουμε τώρα πιὸ βαθειά; Ἂν ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ πιὸ μεγάλη αἰτία λύπης τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία εἶπε «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί. Οἱ Ἑβραῖοι μιὰ φορὰ τὸν σταύρωσαν, ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε καθημερινῶς. Τὸ προεῖδε στὴν ὅλη ἁμαρτωλότητα καὶ ἀθλιότητά μας. Ὁ Σωκράτης μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ σὰν Χριστιανὸς πρὸ Χριστοῦ· ἐμεῖς, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί, συχνὰ ζοῦμε σὰν εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν.
⃝ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Καὶ φθάνουμε τώρα στὴν καρδιὰ τῆς ὑποθέσεως. Παρακαλῶ προσέξτε. Εἶνε περίλυπος ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ μας, διότι πρόκειται νὰ μπῇ – ποῦ; Στὴ μαύρη σπηλιὰ ποὺ δὲν τόλμησε νὰ μπῇ κανένας κι ὅποιος μπῆκε δὲν ξαναβγῆκε. Θὰ μπῇ ἐκεῖ μέσα, θὰ παλέψῃ στῆθος μὲ στῆθος, καὶ θὰ βγῇ νικητὴς καὶ θριαμβευτής. Ποιά εἶνε ἡ μαύρη σπηλιά; Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ φοβόμαστε, τὸ ὑποτιμοῦμε καὶ παίζουμε μαζί του· εἶνε ἡ ἁμαρτία· οἱ ἁμαρτίες μου, οἱ ἁμαρτίες σας, οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Αὐτὸς τώρα θὰ τὶς φορτωθῇ· καὶ ἐνῷ εἶνε ὁ ἀναμάρτητος, θὰ γίνῃ «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29)! Ἐπειδὴ λοιπὸν προβλέπει αὐτὴ τὴν δεινὴ ὥρα πού, αὐτὸς ὁ Ἀθῷος, θὰ ἔλθῃ σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἄβυσσο τῆς ἀνθρωπίνης ἁμαρτίας, γι᾽ αὐτὸ λέει «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου».
* * *
Μᾶς συγκινεῖ ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ
Χριστοῦ μας. Μᾶς συγκινεῖ διότι εἶνε λόγος ἀνθρώπινος, λόγος ποὺ
ἐκφράζει τὴν ὀδύνη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Τὸ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή
μου ἕως θανάτου» εἶνε καὶ δικό μας. Διότι ποιός, σᾶς ἐρωτῶ, ποιός ἀπὸ
μᾶς δὲν δοκίμασε τ᾽ ἀγκάθια τοῦ ἀνθρωπίνου πόνου; Ἂν ὑπάρχῃ νησὶ ποὺ
νὰ μὴν τὸ ἀγγίζουν ἀπ᾽ ὅλες τὶς μεριὲς τὰ κύματα, τότε θὰ βρεθῇ καὶ
ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἀγγίζῃ ὁ πόνος. Κι ἂν ἀκόμη ὑποτεθῇ ὅτι ἡ
ἐπιστήμη βρίσκει τρόπο νὰ θεραπεύσῃ ὅλες οἱ σωματικὲς ἀσθένειες, ὁ πόνος
τῆς ψυχῆς ὅμως θὰ μένῃ. Κι ὅταν ἡ ψυχὴ πονάῃ, τί νὰ τὰ κάνῃς τ᾽ ἄλλα;
Γι᾽ αὐτὸ εἶπα, ὅτι ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐκφράζει.
Ἐλᾶτε, ἀδέρφια μου, γιὰ λίγο τὴν ἡμέρα αὐτὴ νὰ κατεβοῦμε τὰ σκαλοπάτια τῆς θλίψεως. Μικρὰ παιδιὰ στὸ νησί μου, παίζοντας στὴν ἀκροθαλασσιά, ἀκουμπούσαμε τὸ αὐτί μας κάτω στὴν ἀμμουδιὰ κι ἀκούγαμε τὴ θάλασσα νὰ βογγάῃ· ἐλᾶτε λοιπὸν ν᾽ ἀκούσουμε τώρα πῶς βογγάει ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ λέει κι αὐτὴ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Δὲν ἀκοῦτε; Τὸ λέει ἡ νεαρὰ χήρα ποὺ παλεύει τώρα μόνη της. Τὸ λένε τὰ ἀνήλικα ὀρφανὰ ποὺ ἔμειναν χωρὶς προστάτη. Τὸ λένε οἱ κρατούμενοι πίσω ἀπ᾽ τὰ κάγκελλα τῶν φυλακῶν ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ λένε οἱ ἄρρωστοι ποὺ στενάζουν στὰ κρεβάτια τῶν νοσοκομείων. Τὸ λέει ὁ φτωχὸς οἰκογενειάρχης. Τὸ λέει ὁ ἀδικούμενος ἐργάτης. Τὸ λέει καὶ ὁ πατέρας ποὺ μόχθησε γιὰ τὸ παιδί του κι αὐτὸ γίνεται ἄσωτος υἱός, τὸ λέει ἡ μάνα ποὺ βλέπει τὴν κόρη της νὰ παίρνῃ τὸ δρόμο τῆς ἀτιμίας. Τὸ λέει ἡ ἀπατημένη γυναίκα, ποὺ τὴν ἄφησε ὁ ἄντρας της, τὸ λέει κι ὁ ἀπατημένος σύζυγος ποὺ ἔχασε τὴ γυναῖκα του. Τὸ λέει τέλος καὶ ὅλη ἡ πατρίδα μας, ποὺ δοκιμάζει τὴν ἀχαριστία τῶν «φίλων» ποὺ ξέχασαν τὶς θυσίες της, καὶ βλέπει τοὺς ἐχθρούς της νὰ ὑψώνουν κεφάλι καὶ ρωτάει μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἰερεμία· «Ἱνατί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται;» (Ἰερ. 12,1).
Ἀλλ᾽ ἂς μὴ μείνουμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μόνο στὸ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε μόνο τὸ λόγο αὐτό. Ἀπὸ τὰ ἅγια χείλη τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου βγῆκαν καὶ κάποια ἄλλα λόγια. Ἐκεῖνος εἶπε· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον»· στὸν κόσμο θὰ δοκιμάσετε θλῖψι, ἀλλὰ ἔχετε θάρρος, ἐγὼ τὸν ἔχω νικήσει τὸν κόσμο (Ἰω. 16,33).
Ἂς ἔλθουν λοιπὸν οἱ λύπες, οἱ δοκιμασίες, οἱ θλίψεις· ἂς σείεται ἡ γῆ, ἂς μαίνεται ἡ κόλασις· θαρσεῖτε πιστοί, θαρσεῖτε Ἕλληνες, θαρσεῖτε λαοί! Τὰ δεινὰ θὰ περάσουν. Ἡ νίκη ἀνήκει στὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ἐλᾶτε, ἀδέρφια μου, γιὰ λίγο τὴν ἡμέρα αὐτὴ νὰ κατεβοῦμε τὰ σκαλοπάτια τῆς θλίψεως. Μικρὰ παιδιὰ στὸ νησί μου, παίζοντας στὴν ἀκροθαλασσιά, ἀκουμπούσαμε τὸ αὐτί μας κάτω στὴν ἀμμουδιὰ κι ἀκούγαμε τὴ θάλασσα νὰ βογγάῃ· ἐλᾶτε λοιπὸν ν᾽ ἀκούσουμε τώρα πῶς βογγάει ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ λέει κι αὐτὴ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Δὲν ἀκοῦτε; Τὸ λέει ἡ νεαρὰ χήρα ποὺ παλεύει τώρα μόνη της. Τὸ λένε τὰ ἀνήλικα ὀρφανὰ ποὺ ἔμειναν χωρὶς προστάτη. Τὸ λένε οἱ κρατούμενοι πίσω ἀπ᾽ τὰ κάγκελλα τῶν φυλακῶν ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ λένε οἱ ἄρρωστοι ποὺ στενάζουν στὰ κρεβάτια τῶν νοσοκομείων. Τὸ λέει ὁ φτωχὸς οἰκογενειάρχης. Τὸ λέει ὁ ἀδικούμενος ἐργάτης. Τὸ λέει καὶ ὁ πατέρας ποὺ μόχθησε γιὰ τὸ παιδί του κι αὐτὸ γίνεται ἄσωτος υἱός, τὸ λέει ἡ μάνα ποὺ βλέπει τὴν κόρη της νὰ παίρνῃ τὸ δρόμο τῆς ἀτιμίας. Τὸ λέει ἡ ἀπατημένη γυναίκα, ποὺ τὴν ἄφησε ὁ ἄντρας της, τὸ λέει κι ὁ ἀπατημένος σύζυγος ποὺ ἔχασε τὴ γυναῖκα του. Τὸ λέει τέλος καὶ ὅλη ἡ πατρίδα μας, ποὺ δοκιμάζει τὴν ἀχαριστία τῶν «φίλων» ποὺ ξέχασαν τὶς θυσίες της, καὶ βλέπει τοὺς ἐχθρούς της νὰ ὑψώνουν κεφάλι καὶ ρωτάει μαζὶ μὲ τὸν προφήτη Ἰερεμία· «Ἱνατί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται;» (Ἰερ. 12,1).
Ἀλλ᾽ ἂς μὴ μείνουμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μόνο στὸ «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε μόνο τὸ λόγο αὐτό. Ἀπὸ τὰ ἅγια χείλη τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου βγῆκαν καὶ κάποια ἄλλα λόγια. Ἐκεῖνος εἶπε· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον»· στὸν κόσμο θὰ δοκιμάσετε θλῖψι, ἀλλὰ ἔχετε θάρρος, ἐγὼ τὸν ἔχω νικήσει τὸν κόσμο (Ἰω. 16,33).
Ἂς ἔλθουν λοιπὸν οἱ λύπες, οἱ δοκιμασίες, οἱ θλίψεις· ἂς σείεται ἡ γῆ, ἂς μαίνεται ἡ κόλασις· θαρσεῖτε πιστοί, θαρσεῖτε Ἕλληνες, θαρσεῖτε λαοί! Τὰ δεινὰ θὰ περάσουν. Ἡ νίκη ἀνήκει στὰ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος στὴν περιοχὴ τῶν Ἀθηνῶν τὴν 8-4-1966
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.