Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

«Η μνημόνευση αιρετικού επισκόπου, θεωρείται υποκρισία»!



«Μηδέ ποιείν ενεργά τα σοφίσματα των... δεινότατα πάντων την αλήθειαν κακουργούντων»

(Μ. Βασίλειος – Επιστολή (128) προς Ευσέβιον Σαμοσάτων)

Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ

Αναμφίβολα, ο Πατερικός λόγος έχει μια πνευματική, έσχατη διαύγεια, στην οποία ξετυλίγεται ο Λόγος του Θεού. Στην Επιστολή (128), για μια ακόμη φορά, βλέπουμε στα επιχειρήματα του Μ. Βασιλείου τα ενεργήματα του Αγίου Πνεύματος, στα οποία έχουν υφανθεί διαχρονικά, ως σε πνευματικό άξονα, η Ορθόδοξη εκκλησιολογία και ζωή.
Στην Επιστολή αυτή (373 μ.Χ.) διαβάζουμε, ότι ο Μ. Βασίλειος πιέσθηκε από τον επίσκοπο Ευσέβιο Σαμοσάτων να δεχθεί σε εκκλησιαστική κοινωνία και να μνημονεύσει τον Ευστάθιον Σεβαστείας.
Να τονίσουμε, ότι ο Ευστάθιος Σεβαστείας δεν είχε δώσει καθαρές, σαφείς διαβεβαιώσεις Ορθοδόξου Πίστεως και ομολογίας. Δεν είχε χαράξει οριακή γραμμή μεταξύ Ορθοδοξίας και αίρεσης. Δεν είχε αποκηρύξει εκείνους που δεν δέχονταν το σύμβολο της Νικαίας και χαρακτήριζαν το Άγιο Πνεύμα ως κτιστόν.
Όφειλε ο Ευστάθιος Σεβαστείας να ξεκαθαρίσει τη θέση του
με την λογική (δίτιμη): Από την μία πλευρά είναι το Α (αλήθεια) και ό,τι είναι από την άλλη πλευρά είναι το μη Α (ψεύδος). Γι’ αυτό και ο Μ. Βασίλειος γράφει: «Ας μη μας παραπλανά (ο Ευστάθιος) λοιπόν με σοφιστικάς ενεργείας και ας μη απατά μαζί με τους άλλους και την ιδικήν σου φρόνησιν· αλλά, ας μας αποστείλη σύντομον λόγον εις απάντησιν προς τα ερωτήματα, ή ομολογών την κοινωνίαν με τους εχθρούς της πίστεως ή αρνούμενος» (ΕΠΕ 1, σελ. 275).
Τονίζει ο Ι. Πατήρ: «Εως δ’ αν μηδέν γένηται τούτων, σύγγνωθι, θεοφιλέστατε Πάτερ, μη δυναμένω μετά υποκρίσεως θυσιαστηρίω Θεού παριστάναι» δηλ. «εφ’ όσον όμως χρόνον δεν γίνεται τίποτα από αυτά, συγχώρεσέ με, θεοφιλέστατε Πάτερ, που δεν ημπορώ να παρίσταμαι εις το θυσιαστήριον του Θεού με υποκρισίαν» (σελ. 275). Μέσα στην καταγεγραμμένη ζωή της Εκκλησίας, η μνημόνευση αιρετικού επισκόπου, θεωρείται υποκρισία μπροστά στο θυσιαστήριο του Θεού.
Αυτή η βασική θέση (Ακρίβεια) του Μ. Βασιλείου, εκφράζει το σταθερό και αμετακίνητο θεμέλιο της Πατερικής ακρίβειας που απαιτεί ο 15ος Κανόνας της Α-Β Συνόδου.
Ο Δυνητισμός έχει διαφθείρει το νόημα του Κανόνα, το καθαυτό νόημα των λόγων του Μ. Βασιλείου, και έχει προχωρήσει σε παραγωγή νέων (κακόδοξων) ιδεών για το αληθινό «γίγνεσθαι» σε καιρό αιρέσεως.
Οι «οικονομίες» του Δυνητισμού έχουν επηρεάσει και τη συλλογική νοημοσύνη του εκκλησιαστικού σώματος, που πιστεύει ότι η πνευματική – προσωπική ζωή, δίκην μορίου, θα δημιουργήσει εν καιρώ, και την συλλογική απαλλαγή από τον οικουμενισμό. Ο Δυνητισμός στο βάθος του επιζητεί ασφάλεια σε περιοχές που οι συνήθεις κίνδυνοι (διωγμοί, τιμωρίες) δεν μπορούν να αγγίξουν. Η οικουμενιστική διάβρωση θέτει ερωτήματα στην «Δυνητική» ερμηνεία και συνεπώς δυνητικοποιεί τον δυνητισμό!
Στη συνέχεια ο Ι. Πατήρ διαμορφώνει ποιμαντική ακριβείας, απορρίπτοντας κοινή συνάφεια (επαμφοτερισμό) με την αίρεση. Γράφει: «Παρά ταύτα όμως δεν θεωρώ ορθόν ν’ αποξενωθώμεν τελείως από τους μη δεχομένους την πίστιν, αλλά θεωρώ χρήσιμον να λάβωμεν κάποιαν φροντίδα δια τους ανθρώπους αυτούς, συμφώνως με τους παλαιούς θεσμούς της αγάπης, και να γράψωμεν εις αυτούς επιστολάς από κοινού, και να τους προσκαλέσωμεν εις σύνδεσιν, προσφέροντες εις αυτούς παραινέσεις με ευσπλαχνίαν και προτείνοντες ως αληθινήν την πίστιν των Πατέρων. Και αν μεν τους πείσωμεν, να ενωθώμεν με αυτούς ες μίαν κοινωνίαν· εάν δε αποτύχωμεν, ν’ αρκεσθώμεν ημείς εις αλλήλους και να εξορίσωμεν από την διαγωγήν μας αυτόν τον επαμφοτερισμόν…» (Σελ. 275).
Ο Μ. Βασίλειος απορρίπτει ποιμαντικά τον «επαμφοτερισμό» με την αίρεση, διότι περικλείει πνευματικό μολυσμό με, κυριολεκτικά, άπειρες αποχρώσεις συμπτωμάτων, όπως στις ύπουλες ασθένειες.
Ο μολυσμός από την αίρεση δημιουργεί σοφίσματα, που κακοποιούν την αλήθεια.
Ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει, ότι τα σοφίσματα μέσα στην Εκκλησία δημιουργούν ρεύματα γρήγορης και γενικευμένης δυνητικοποίησης, με επαμφοτερισμό, που συμβάλλουν στην κακοποίηση της αλήθειας.
Ένα σόφισμα, με ασαφή όρια, με στρεβλώσεις εκούσιες, είναι και το: «Καλύτερα να πλανάσε μέσα στην Εκκλησία, παρά να ορθοτομής εκτός αυτής».
Η φράση αυτή δεν χαρακτηρίζεται από Αγιοπνευματική και Πατερική αυστηρότητα – ακρίβεια.
Αναφέρεται στο εννοιακό ζεύγος Εκκλησία–πλάνη, σε δύο οντολογικές περιοχές νοημάτων (ζωής), χωρίς να υπάρχει οντολογική ύφανση δεσμών ανάμεσά τους. Στη Γραφή σαφώς τονίζεται ότι υπάρχει Πνεύμα αληθείας και πνεύμα πλάνης.
Η συμμετοχή στην Εκκλησία, στη ζωή της, αποσυγχρονίζει και αποτοπικοποιεί το άλλο, την πλάνη.
Ο όρος «πλάνη» στο σόφισμα αυτό επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες. Περικλείει πλέγμα κακοδοξιών και αιρέσεων, που κινητοποιούν την αμαρτία–υπερηφάνεια. Η πλάνη δημιουργεί μετασχηματισμό ιδεών, βιωμάτων, που αντιστρατεύονται στο αληθινό εκκλησιαστικό γίγνεσθαι. Ο ψυχισμός της πλάνης συγκροτεί δαιμονική εσωτερικότητα.
Αναμφίβολα, με το «χωρίο–σόφισμα» αυτό, οι οικουμενιστές προσπαθούν–δικαιολογούν την συνύπαρξη Ορθοδοξίας και οικουμενισμού, συμβάλλοντας στον συντονισμό των πιστών με την αίρεση.
Εκκλησία και πλάνη είναι ποιοτικά διαφοροποιημένα πεδία, που το ένα αναιρεί το άλλο.
Η τοπολογία της πλάνης δομείται από το πονηρό πνεύμα και είναι εκτός εκκλησίας.
«Μηδέ ποιείν ενεργά τα σοφίσματα» εντός της Εκκλησίας, τονίζει ο Μ. Βασίλειος.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.