Ἀπό ἄρθρο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Ἡ ἐξαγγελία τοῦ ἀναθέματος
διά θέματα πίστεως γίνεται ἀπαραιτήτως διά νά δειχθῆ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων τῆς
Συνόδου μέ ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί τήν ἁγία Γραφή. Δηλαδή διά τοῦ ἀναθεματισμοῦ
τῶν αἱρετικῶν συντιθέμεθα μετά τῶν Ὀρθοδόξων.
Αὐτό τό ἀναφέρει θαυμάσια ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ πολλές
περιπτώσεις καί μάλιστα διά τήν μοιχειανική αἵρεσι ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί ἄλλος εἴ
τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικός κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν ἤ ἑτέραν, κἄν
ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν,
εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34,99, σελ. 138)· καθώς ἐπίσης: «ἐπειδή
πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὐ ῥήματι, ἀναθεματίζει»
(Φατ. 49,142 σελ. 84).
Ὁ ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν γίνεται, ἔστω καί ἄν ἔχη ἐκφωνηθεῖ ἀπό τόν Κύριο
καί ἀπό τίς Συνόδους, διά νά προστατευθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν αἵρεσι καί εἰδικά
οἱ ἁπλοί καί μή γνωρίζοντες τά τῆς
πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀνάγκη τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
δέν πρέπει νά γίνη διά νά τεθοῦν σέ ἐνέργεια οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά διά
τούς λόγους τούς ὁποίους προαναφέραμε.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ἀποτείχισις δέν γίνεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι νά καταδικασθῆ ὑπό Συνόδου καί νά γίνη ἐνεργείᾳ ἔκπτωτος ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό αὐτόν ὁ ὁποῖος διά τῆς αἱρέσεως ἔχει ἐκπέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία καί εἶναι ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος καί πρό τῆς καταδίκης του ὑπό τῆς Συνόδου καί, ἐπίσης, καί πρός τόν σκοπό νά παραμείνουν οἱ ἀποτειχισμένοι διά τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν αἱρετικό
Ἐπίσκοπο εἰς τήν Ἐκκλησία. Ἄν ἴσχυε ὅμως τό «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ» καί διά τά θέματα τῆς πίστεως, θά ἔπρεπε πρῶτα νά καταδικασθῆ καί μετά νά γίνη ἡ ἀποτείχισις, ἐπειδή προφανῶς αὐτός ἦτο ἀκόμη μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή κοντολογίς, ἡ αἵρεσις ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὄχι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου. Δι’ αὐτό καί ὅταν εἶναι ἄδικη ἡ ἀπόφασις αὐτή τῆς Συνόδου δέν ἰσχύει.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ἀποτείχισις δέν γίνεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι νά καταδικασθῆ ὑπό Συνόδου καί νά γίνη ἐνεργείᾳ ἔκπτωτος ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό αὐτόν ὁ ὁποῖος διά τῆς αἱρέσεως ἔχει ἐκπέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία καί εἶναι ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος καί πρό τῆς καταδίκης του ὑπό τῆς Συνόδου καί, ἐπίσης, καί πρός τόν σκοπό νά παραμείνουν οἱ ἀποτειχισμένοι διά τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν αἱρετικό
Ἐπίσκοπο εἰς τήν Ἐκκλησία. Ἄν ἴσχυε ὅμως τό «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ» καί διά τά θέματα τῆς πίστεως, θά ἔπρεπε πρῶτα νά καταδικασθῆ καί μετά νά γίνη ἡ ἀποτείχισις, ἐπειδή προφανῶς αὐτός ἦτο ἀκόμη μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή κοντολογίς, ἡ αἵρεσις ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὄχι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου. Δι’ αὐτό καί ὅταν εἶναι ἄδικη ἡ ἀπόφασις αὐτή τῆς Συνόδου δέν ἰσχύει.
Τέλος, τό ὅτι ἰσχύουν οἱ ἀναθεματισμοί
τοῦ Χριστοῦ τό ἀναφέρει πολύ εὔγλωττα καί μέ κάθε ἀκρίβεια ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος τοῦ
1848 ὀλίγο ἀνωτέρω ἀπό τό τμῆμα τῆς ἀποφάσεως τήν ὁποία εἰς τήν ἐρώτησί σας ἀναφέρατε
ὡς ἑξῆς: «…καί
ὁ τολμῶν ἤ πρᾶξαι ἤ συμβουλεῦσαι ἤ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τό αἰώνιον
ἀνάθεμα διά τό βλασφημεῖν εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον κλπ.». Καί ἐπίσης, ὀλίγο κατωτέρω, «Ἅπαντες οὖν οἱ
νεωτερίζοντες ἤ αἱρέσει ἤ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν, κατά τόν ψαλμωδόν, “κατάραν
ὡς ἱμάτιον”, κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοί ἔτυχον
εἶναι· “κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω, εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζηται παρ’ ὅ
παρελάβετε”» (Ἰωαν. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, σελ.1002).
https://paterikiparadosi.blogspot.com/2017/03/blog-post_74.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.